Μηδενική ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας κατά το τρέχον έτος προβλέπει το Γερμανικό Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, με κυριότερη αιτία την τελωνειακή πολιτική των ΗΠΑ. Ελπίδες για ώθηση της ανάπτυξης διακρίνονται ωστόσο στο επικείμενο οικονομικό πακέτο της νέας κυβέρνησης.
«Η γερμανική οικονομία θα επηρεαστεί στο εγγύς μέλλον από δύο παράγοντες, την τελωνειακή πολιτική των ΗΠΑ και το οικονομικό πακέτο της κυβέρνησης», δήλωσε η επικεφαλής του Συμβουλίου Μόνικα Σνίτσερ, παρουσιάζοντας νωρίτερα σήμερα την εαρινή έκθεση των «σοφών» της οικονομίας και προτάσσοντας ταυτόχρονα την πρόκληση και την ευκαιρία της τρέχουσας περιόδου.
«Οι κίνδυνοι ωστόσο είναι πιθανότερο φέτος να υπερβούν τα οφέλη. Η γερμανική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε φάση έντονης αδυναμίας και πρόσφατα επωφελήθηκε ελάχιστα από την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Η εισαγωγή δασμών από τις ΗΠΑ επιβαρύνει την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα και το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών», αναφέρεται στην έκθεση, με την επισήμανση ότι η αγορά των ΗΠΑ είναι η πλέον σημαντική για τους γερμανούς εξαγωγείς, οι οποίοι το 2024 διοχέτευσαν σε αυτήν συνολικά το 10,4% των εμπορευμάτων τους, το υψηλότερο ποσοστό από το 2002.
«Εάν η εμπορική σύγκρουση μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ κλιμακωθεί περαιτέρω, αυτή η αβεβαιότητα εμπορικής πολιτικής θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στις επενδυτικές αποφάσεις των εταιρειών», αναφέρουν οι διακεκριμένοι οικονομολόγοι, εξηγώντας την επί τα χείρω αναθεώρηση της προηγούμενης πρόβλεψής τους για ανάπτυξη 0,4%. Ήδη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεώρησε την πρόβλεψή της για την γερμανική οικονομία, από 0,7% σε μηδέν. Οι πέντε «σοφοί» εκτιμούν πάντως ότι το γερμανικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1% το 2026.
Το Συμβούλιο αναμένει ταυτόχρονα σημαντική ώθηση της οικονομίας από το επικείμενο οικονομικό πακέτο της νέας ομοσπονδιακής κυβέρνησης και αξιολογεί θετικά τις πρόσφατες συνταγματικές αλλαγές σχετικά με το «φρένο χρέους». «Εάν χρησιμοποιηθούν σωστά, προσφέρουν ευκαιρίες για εκσυγχρονισμό και οικονομική ανάκαμψη», τονίζεται στην έκθεση, με το βλέμμα στην άρση των περιορισμών δανεισμού και στην δημιουργία ειδικού ταμείου ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ για την συντήρηση βασικών υποδομών.
Ως «βασική πρόκληση» σημειώνεται η χρήση των κεφαλαίων ώστε να οδηγεί πραγματικά σε ανάπτυξη. «Ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος στο ΑΕΠ είναι μεγαλύτερος όσο πιο προσανατολισμένα στις επενδύσεις χρησιμοποιούνται τα συγκεκριμένα κεφάλαια. Εάν αυτά τα κεφάλαια, αντιθέτως, χρησιμοποιηθούν περισσότερο για κατανάλωση, αυτό θα αύξανε τον δείκτη χρέους», προειδοποίησε το μέλος του Συμβουλίου ‘Αχιμ Τρούγκερ και χαρακτήρισε «ανεπαρκή» τα μέτρα προστασίας που έχουν ληφθεί ως τώρα, τα οποία, όπως είπε, «δημιουργούν σημαντικά περιθώρια για μετατόπιση δαπανών από τον βασικό προϋπολογισμό, σε ύψος 1,2% του ΑΕΠ». Οι εμπειρογνώμονες ζητούν επίσης «ισχυρό επενδυτικό προσανατολισμό και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Ανεπαρκή κρίνουν οι οικονομολόγοι και τα μέτρα που έχουν ληφθεί έως τώρα για τον περιορισμό της γραφειοκρατίας και υπολογίζουν το κόστος εκπλήρωσης γραφειοκρατικών υποχρεώσεων σε περίπου 65 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Στην έκθεση τονίζεται επίσης ότι «η κοινωνική αποδοχή των διαρθρωτικών αλλαγών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το εάν θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε μελλοντικές προοπτικές για ιδιαίτερα πληττόμενες από την οικονομική στασιμότητα περιοχές.
Η Moody’s Ratings υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών από Αaa σε Αa1, αφαιρώντας από τη χώρα την τελευταία κορυφαία αξιολόγηση που διέθετε από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης. Η απόφαση, η οποία ελήφθη στις 16 Μαΐου, αποδόθηκε στη συνεχιζόμενη αύξηση του δημόσιου χρέους, την εκτίναξη των πληρωμών τόκων και την έλλειψη πολιτικής βούλησης για περιορισμό των χρόνιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Η Moody’s ανέφερε πως παρατηρείται διαρκής επιδείνωση των δημοσιονομικών θεμελιωδών μεγεθών διαχρονικά, επί διαδοχικών κυβερνήσεων, ενώ σημείωσε ότι δεν αναμένει τα ισχύοντα σχέδια πολιτικής να οδηγήσουν σε ουσιαστική μείωση του ελλείμματος στο προσεχές μέλλον.
Όπως επισημάνθηκε, η υποβάθμιση κατά μία βαθμίδα σε κλίμακα 21 σημείων αντανακλά την πολυετή αύξηση των δεικτών χρέους και πληρωμών τόκων του κράτους σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα σε σχέση με άλλα κράτη με παρόμοια αξιολόγηση. Σύμφωνα με τον οίκο, δεν εκτιμάται ότι οι τρέχουσες δημοσιονομικές προτάσεις θα οδηγήσουν σε σημαντικές μειώσεις των υποχρεωτικών δαπανών ή των ελλειμμάτων σε βάθος χρόνου.
Παρά την υποβάθμιση, η Moody’s αναβάθμισε την προοπτική της πιστοληπτικής αξιολόγησης από «αρνητική» σε «σταθερή», στη νέα βαθμίδα Αa1. Ο οίκος επικαλέστηκε τη συνεχιζόμενη ισχύ των βασικών θεσμών των ΗΠΑ καθώς και την εμπιστοσύνη στη μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν εξαιρετικά πλεονεκτήματα, όπως το μέγεθος, η ανθεκτικότητα και η δυναμική της οικονομίας τους, καθώς και ο ρόλος του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Επιπλέον, ενώ τους τελευταίους μήνες παρατηρείται κάποιος βαθμός πολιτικής αβεβαιότητας, εκτιμάται ότι οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν την μακρά παράδοση αποτελεσματικής νομισματικής πολιτικής υπό την καθοδήγηση μιας ανεξάρτητης Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed).
Η αναφορά της Moody’s στην ανεξαρτησία της Fed γίνεται σε μια περίοδο εντεινόμενων πολιτικών πιέσεων προς την Κεντρική Τράπεζα. Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει αυξήσει τις δημόσιες επικρίσεις του προς τον πρόεδρο της Fed, Τζερόμ Πάουελ, κατηγορώντας τον ότι καθυστερεί τις μειώσεις επιτοκίων και ότι χρησιμοποιεί τη νομισματική πολιτική για πολιτικούς σκοπούς. Αν και ο Τραμπ δήλωσε πρόσφατα ότι δεν σχεδιάζει να απομακρύνει τον Πάουελ, τα σχόλιά του έχουν προκαλέσει ανησυχίες σχετικά με την πολιτική επιρροή στη λειτουργία της κεντρικής τράπεζας—παράγοντας που, σύμφωνα με εκτιμήσεις, η Moody’s παρακολουθεί στενά.
Παρά τα στοιχεία θεσμικής ανθεκτικότητας που επικαλείται η Moody’s για την απόδοση «σταθερής» προοπτικής, τα δημοσιονομικά δεδομένα πίσω από την υποβάθμιση είναι ανησυχητικά. Ο οίκος προβλέπει ότι το ομοσπονδιακό έλλειμμα θα ανέλθει κοντά στο 9% του ΑΕΠ έως το 2035, από 6,4% το 2024, κυρίως λόγω αυξημένων δαπανών για κοινωνικά επιδόματα και της επιβάρυνσης από τους τόκους. Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αυξηθεί από 98% του ΑΕΠ το 2024 στο 134% έως το 2035. Μέχρι τότε, μόνο οι πληρωμές τόκων ενδέχεται να απορροφούν έως και το 30% των ομοσπονδιακών εσόδων—ποσοστό υπερτριπλάσιο σε σύγκριση με το 2021.
Οι προβλέψεις αυτές συμβαδίζουν με τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ. Σύμφωνα με την τελευταία μηνιαία έκθεση, το έλλειμμα για τους πρώτους επτά μήνες του οικονομικού έτους 2025 ανέρχεται ήδη σε περισσότερα από 1,048 τρισεκατομμύρια δολάρια. Παρότι τον Απρίλιο καταγράφηκε πλεόνασμα 258 δισ. λόγω της φορολογικής περιόδου, οι συνολικές δαπάνες έχουν φθάσει τα 4,16 τρισεκατομμύρια, με τις καθαρές πληρωμές τόκων να ανέρχονται στα 579 δισ.—τοποθετώντας τις ΗΠΑ σε πορεία προς το υψηλότερο ετήσιο ποσό εξυπηρέτησης χρέους στην ιστορία τους.
Παράλληλα, το υπουργείο Οικονομικών αύξησε σημαντικά τις προβλέψεις για νέο δανεισμό. Στην τελευταία του εκτίμηση, το υπουργείο δήλωσε ότι αναμένει να δανειστεί 514 δισ. δολάρια για την περίοδο Απριλίου–Ιουνίου—ποσό υπερτετραπλάσιο σε σχέση με την εκτίμηση του Φεβρουαρίου. Προβλέπεται επιπλέον δανεισμός 554 δισ. κατά το τρίτο τρίμηνο, γεγονός που υποδεικνύει συνεχιζόμενη πίεση στα δημόσια οικονομικά.
Η υποβάθμιση αναζωπύρωσε τις εκκλήσεις οικονομικών παρατηρητηρίων και ειδικών προϋπολογισμού για άμεση δράση προς σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών. Ο Μάικλ Πίτερσον, επικεφαλής του Ιδρύματος Peter G. Peterson, σχολίασε ότι η απόφαση της Moody’s θα έπρεπε να λειτουργήσει ως «καμπανάκι» για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Όπως ανέφερε σε δήλωσή του, όσοι αναζητούσαν ένα σημείο καμπής για να σταματήσουμε την αύξηση του εθνικού χρέους, δεν έχουν παρά να δουν την υποβάθμιση της Moody’s. Πρόσθεσε ότι δεν είναι αποδεκτό για μια μεγάλη χώρα όπως οι ΗΠΑ να υπονομεύει τη δική της πιστοληπτική αξιοπιστία, τονίζοντας ότι υπάρχουν λύσεις στο τραπέζι που μπορούν να εφαρμοστούν άμεσα με την κατάλληλη ηγεσία.
Η απόφαση της Moody’s προκάλεσε επίσης αντιδράσεις από μερίδα οικονομολόγων, οι οποίοι θεώρησαν ότι η αξιολόγηση αντανακλά πολιτικά κίνητρα παρά αντικειμενική οικονομική ανάλυση. Ο οικονομολόγος και πρώην σύμβουλος του Ντόναλντ Τραμπ, Στίβεν Μουρ, υποστήριξε ότι η Moody’s λειτουργεί πλέον περισσότερο ως πολιτικός φορέας παρά ως οίκος αξιολόγησης. Όπως δήλωσε, ο οίκος υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Αμερικής επί προεδρίας Τραμπ, ενώ δεν είχε πράξει το ίδιο όταν, κατά την περίοδο Μπάιντεν, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 5 τρισ. δολάρια και ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 9%. Κατά την άποψή του, οι φορολογικές ελαφρύνσεις υπέρ της ανάπτυξης που εφαρμόστηκαν από τον Τραμπ ενισχύουν την ευημερία και μειώνουν τον πιστωτικό κίνδυνο.
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε στις 15 Μαΐου ότι η Ινδία προσέφερε μια εμπορική συμφωνία μηδενικών δασμών με τις ΗΠΑ — θέση την οποία αργότερα διέψευσε Ινδός κυβερνητικός αξιωματούχος, σημειώνοντας ότι δεν έχει ληφθεί καμία οριστική απόφαση.
Μιλώντας σε επιχειρηματίες στην Ντόχα του Κατάρ, ο Τραμπ χαρακτήρισε την Ινδία «μία από τις χώρες με τους υψηλότερους δασμούς στον κόσμο» και εξέφρασε την αντίθεσή του στο σχέδιο του διευθύνοντος συμβούλου της Apple, Τιμ Κουκ, να μεταφέρει την παραγωγή της εταιρείας στην Ινδία.
Σύμφωνα με τον Τραμπ, είναι εξαιρετικά δύσκολο για τις αμερικανικές εταιρείες να έχουν πρόσβαση στην ινδική αγορά, αλλά η Ινδία εμφανίστηκε πρόθυμη να προσφέρει μια συμφωνία που δεν θα επιβάλλει κανέναν δασμό στα αμερικανικά προϊόντα. Δεν έδωσε ωστόσο λεπτομέρειες για το ενδεχόμενο αυτό.
Τον προηγούμενο μήνα, ο Τραμπ είχε ανακοινώσει σειρά αντισταθμιστικών δασμών σχεδόν σε όλες τις χώρες, συμπεριλαμβανομένου δασμού 26% στην Ινδία, στο πλαίσιο προσπαθειών να μειώσει τα εμπορικά ελλείμματα και να αντιμετωπίσει αθέμιτες εμπορικές πρακτικές εις βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Παρότι έδωσε στη συνέχεια τρίμηνη παράταση στις περισσότερες χώρες για διαπραγματεύσεις, διατήρησε έναν βασικό δασμό ύψους 10%. Η Ινδία επιδιώκει να καταλήξει σε μια εμπορική συμφωνία που θα την απαλλάξει από τις αυξήσεις των δασμών αυτών.
Σε απάντηση στις δηλώσεις Τραμπ, ο Ινδός υπουργός Εξωτερικών, Σουμπραμανιγιάμ Τζαϊσανκάρ, ανέφερε ότι οι διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη και ότι δεν έχει υπάρξει τελική συμφωνία. Όπως δήλωσε σε δημοσιογράφους την ίδια ημέρα, οποιαδήποτε εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ θα πρέπει να είναι αμοιβαία επωφελής και να εξυπηρετεί τα συμφέροντα και των δύο χωρών.
Ο Ινδός αξιωματούχος σημείωσε ότι οι συνομιλίες είναι πολύπλοκες και απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή, προσθέτοντας ότι είναι πρόωρο να εξαχθούν συμπεράσματα πριν την ολοκλήρωσή τους.
Η Ινδία έχει ήδη μειώσει τους δασμούς σε ορισμένα αμερικανικά προϊόντα, όπως το ουίσκι μπέρμπον, οι μοτοσικλέτες, τα προϊόντα πληροφορικής και επικοινωνιών, καθώς και τα μέταλλα. Παράλληλα, έχει διευρύνει την πρόσβαση στην αγορά για αμερικανικά αγροτικά προϊόντα και ιατρικές συσκευές, με στόχο την επίτευξη συμφωνίας, σύμφωνα με κοινή δήλωση της 13ης Φεβρουαρίου.
Ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι είχε συναντηθεί με τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο τον Φεβρουάριο, όπου οι δύο ηγέτες είχαν θέσει ως στόχο τον υπερδιπλασιασμό των διμερών εμπορικών συναλλαγών στα 500 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2030 — σχέδιο που αποκάλεσαν «Αποστολή 500».
Κατά την επίσκεψή του στην Ινδία, τον περασμένο μήνα, ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς δήλωσε ότι οι δύο πλευρές έχουν οριστικοποιήσει το πλαίσιο των εμπορικών διαπραγματεύσεων. Παράλληλα, κάλεσε την Ινδία να ενισχύσει τις αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού από τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των μαχητικών αεροσκαφών F-35, υπογραμμίζοντας ότι οι δύο χώρες πραγματοποιούν τακτικά κοινές στρατιωτικές ασκήσεις.
Ο Βανς εκτίμησε ότι η επιτυχής συνεργασία ΗΠΑ και Ινδίας μπορεί να οδηγήσει σε έναν ειρηνικό και ευημερούντα 21ο αιώνα, ενώ προειδοποίησε ότι η αποτυχία μιας τέτοιας συνεργασίας θα μπορούσε να έχει δυσμενείς συνέπειες για όλη την ανθρωπότητα.
Μια περίοδος διαταραχών στην προσφορά μπορεί να αναδιαμορφώσει την οικονομία των ΗΠΑ, οδηγώντας σε ασταθή πληθωρισμό και διατηρήσιμα υψηλότερα επιτόκια, δήλωσε ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Τζερόμ Πάουελ.
Ο Πάουελ εμφανίστηκε ενώπιον του Συνεδρίου Έρευνας Thomas Laubach στην Ουάσιγκτον στις 15 Μαΐου για να συζητήσει την αναθεώρηση του πλαισίου νομισματικής πολιτικής της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ.
Σε προετοιμασμένες παρατηρήσεις, ο Πάουελ δήλωσε ότι το οικονομικό περιβάλλον έχει αλλάξει δραστικά από τότε που διεξήχθη η αξιολόγηση, το 2020.
Στην αρχή της πανδημίας COVID-19, η αμερικανική και η παγκόσμια οικονομία βίωσαν σχεδόν μηδενικά επιτόκια για να μετριάσουν τα οικονομικά πλήγματα της εποχής της πανδημίας, οδηγώντας σε μια παρατεταμένη περίοδο πληθωρισμού άνω της τάσης.
Πέντε χρόνια αργότερα, οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό είναι σταθερές και ευθυγραμμίζονται με τον στόχο του 2% της κεντρικής τράπεζας. Ωστόσο, σύμφωνα με τον επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed), είναι απίθανο τα επιτόκια να φλερτάρουν ξανά με σχεδόν μηδενικά επιτόκια.
Επαναλαμβάνοντας σχόλια σχετικά με θεμελιώδεις αλλαγές πολιτικής και την πιθανότητα προβλημάτων στην αλυσίδα εφοδιασμού, ο Πάουελ σχολίασε τις νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής.
«Τα υψηλότερα πραγματικά επιτόκια μπορεί επίσης να αντανακλούν την πιθανότητα ο πληθωρισμός να είναι πιο ασταθής στο μέλλον από ό,τι στην περίοδο μεταξύ κρίσεων της δεκαετίας του 2010», δήλωσε. «Μπορεί να μπαίνουμε σε μια περίοδο πιο συχνών και ενδεχομένως πιο επίμονων σοκ προσφοράς — μια δύσκολη πρόκληση για την οικονομία και για τις κεντρικές τράπεζες.»
Ο Πάουελ δήλωσε ότι η Fed πρέπει να διατηρήσει τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό στο 2%, ένα παγκόσμιο πρότυπο για τις κεντρικές τράπεζες των προηγμένων οικονομιών.
Με το Ομοσπονδιακό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (Federal Reserve System) να βρίσκεται σε μια εξέταση πολιτικής — μια αξιολόγηση που ολοκληρώνεται κάθε πέντε χρόνια των στρατηγικών επικοινωνίας, των εργαλείων και του συνολικού πλαισίου πολιτικής του ιδρύματος — οι αξιωματούχοι των κεντρικών τραπεζών επιδιώκουν διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας με το κοινό.
«Σε περιόδους με μεγαλύτερα, συχνότερα ή πιο ανόμοια σοκ, η αποτελεσματική επικοινωνία απαιτεί να μεταφέρουμε την αβεβαιότητα που περιβάλλει την κατανόησή μας για την οικονομία και τις προοπτικές», δήλωσε ο Πάουελ. «Θα εξετάσουμε τρόπους βελτίωσης σε αυτή τη διάσταση καθώς προχωράμε.»
Η Fed σχεδιάζει να ολοκληρώσει την αναθεώρηση της νομισματικής πολιτικής της τον Σεπτέμβριο.
Κατάσταση του εμπορίου
Παρά τις ανησυχίες για την αλυσίδα εφοδιασμού, τα στατιστικά στοιχεία για τη ναυτιλία έχουν δείξει ανάκαμψη αυτόν τον μήνα, εβδομάδες μετά την ευρεία ανακοίνωση δασμών του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στις 2 Απριλίου.
Σύμφωνα με την παγκόσμια εταιρεία παρακολούθησης Vizion, οι παγκόσμιες υπερωκεάνιες κρατήσεις αυξήθηκαν κατά σχεδόν 30% την εβδομάδα κρατήσεων της 5ης Μαΐου, από την πτώση 25% της προηγούμενης εβδομάδας.
Οι κρατήσεις εισαγωγών των ΗΠΑ αυξήθηκαν επίσης κατά περίπου 40% την περασμένη εβδομάδα, αφού μειώθηκαν κατά σχεδόν 26% την προηγούμενη εβδομάδα.
Οι κινεζικές αποστολές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ανακάμψει κατά περισσότερο από 70%.
Επιπλέον, ο Δείκτης Παγκόσμιας Πίεσης στην Εφοδιαστική Αλυσίδα της Fed της Νέας Υόρκης είναι σχετικά σταθερός από την αρχή του έτους.
Την περασμένη εβδομάδα, η κυβέρνηση Τραμπ εξασφάλισε μια εμπορική συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο και συμφώνησε σε μια τρίμηνη παύση δασμών με το κινεζικό καθεστώς.
Κατά τη διάρκεια εκδήλωσης με στελέχη στο Κατάρ, ο πρόεδρος ανακοίνωσε στις 15 Μαΐου ότι η κυβέρνηση της Ινδίας προσφέρθηκε να καταργήσει τους δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα.
«Είναι πολύ δύσκολο να πουλήσεις στην Ινδία και μας προσφέρουν μια συμφωνία όπου ουσιαστικά είναι πρόθυμοι να μας χρεώσουν κυριολεκτικά χωρίς δασμούς», δήλωσε ο Τραμπ σε συνάντηση στην πρωτεύουσα του Κατάρ, Ντόχα.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και ο εμίρης του Κατάρ, σεΐχης Ταμίμ μπιν Χαμάντ αλ Θάνι, συναντώνται στο Amiri Diwan στη Ντόχα. Κατάρ, 14 Μαΐου 2025. (Alex Brandon/AP)
Παρ’ όλα αυτά, οι Αμερικανοί καταναλωτές υφίστανται έναν συνολικό μέσο πραγματικό δασμολογικό συντελεστή σχεδόν 18%, τον υψηλότερο από το 1934, σύμφωνα με το Budget Lab του Yale.
Παρακολουθώντας τα επιτόκια
Στη συνεδρίαση πολιτικής της περασμένης εβδομάδας, η Fed διατήρησε το βασικό επιτόκιο των ομοσπονδιακών κεφαλαίων μεταξύ 4,25% και 4,5% για τρίτη συνεχόμενη συνάντηση.
Μετά από ισχυρά οικονομικά δεδομένα, οι επενδυτές έχουν ανατρέψει τις προβλέψεις τους για μείωση των επιτοκίων.
Πριν από ένα μήνα, η συναίνεση στην αγορά συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ήταν η μείωση των επιτοκίων τον Ιούνιο. Από τις 15 Μαΐου, σύμφωνα με το CME FedWatch Tool, οι επενδυτές προβλέπουν την επόμενη μείωση κατά ένα τέταρτο της μονάδας στη συνεδρίαση πολιτικής της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς τον Σεπτέμβριο.
Οι αξιωματούχοι έχουν δηλώσει ότι μπορούν να κάνουν υπομονή επειδή η οικονομία παραμένει ισχυρή και η πολιτική είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Μέχρι στιγμής, και οι δύο πλευρές της διπλής εντολής — μέγιστη απασχόληση και σταθερότητα τιμών — είναι άθικτες.
Στο μέτωπο του πληθωρισμού, οι αναφορές του δείκτη τιμών καταναλωτή και του δείκτη τιμών παραγωγού του Απριλίου δείχνουν ότι η τάση αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού συνεχίζεται.
Στην αγορά εργασίας, η οικονομία των ΗΠΑ δημιούργησε 177.000 νέες θέσεις εργασίας, καλύτερες από τις αναμενόμενες, τον περασμένο μήνα.
Σύμφωνα με τον Τσάρλι Ρίπλεϋ, ανώτερο στρατηγικό σύμβουλο επενδύσεων στην Allianz Investment Management, δεν υπάρχει επείγουσα ανάγκη στην κεντρική τράπεζα να επανεκκινήσει τον κύκλο χαλάρωσης με βάση την πληθώρα δεδομένων.
«Το μάντρα για την Fed του προέδρου Πάουελ ήταν πάντα να λαμβάνει ορθές πολιτικές αποφάσεις που βασίζονται στη βεβαιότητα των οικονομικών στατιστικών ή, με άλλα λόγια, να παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενη από τα δεδομένα», δήλωσε ο Ρίπλεϋ σε σημείωμα που έστειλε μέσω email στην Epoch Times.
Μέχρι να υπάρξουν σημάδια σημαντικής αδυναμίας, ο Πάουελ και οι συνάδελφοί του θα παραμείνουν σε στάση αναμονής για την πολιτική, δήλωσε ο Ρίπλεϋ.
Η Fed θα πραγματοποιήσει την επόμενη διήμερη συνεδρίαση πολιτικής της στις 17 και 18 Ιουνίου.
Οι επενδυτές θα δώσουν ιδιαίτερη προσοχή καθώς οι αξιωματούχοι δημοσιεύουν την ενημερωμένη Σύνοψη Οικονομικών Προβολών, μια τριμηνιαία έρευνα για τις προσδοκίες των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής για την οικονομία και την πολιτική.
Η μετάβαση του Ηνωμένου Βασιλείου στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) δεν πρόκειται να οδηγήσει σε μείωση των τιμών ηλεκτρικού ρεύματος, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της British Gas.
Ο Κρις Ο’Σέι, επικεφαλής της Centrica – μητρικής εταιρείας της British Gas – ανέφερε στις 12 Μαΐου μέσω ανάρτησής του στο LinkedIn ότι η στροφή προς την πράσινη ενέργεια «δεν πρόκειται να μειώσει ουσιαστικά τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στο Ηνωμένο Βασίλειο από τα σημερινά επίπεδα».
Η Centrica, η οποία διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα χαρτοφυλάκια ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ευρώπη, σχεδιάζει να επενδύσει έως και 4 δισ. λίρες (περίπου 4,72 δ δισ. ευρώ) μέχρι το τέλος του 2028.
Ο Ο’Σέι υποστήριξε ότι η τιμή συμβολαίου επί της διαφοράς (Contract For Difference-CFD) — δηλαδή η εγγυημένη πληρωμή της κυβέρνησης προς τους παραγωγούς ανανεώσιμης ενέργειας — όταν προσαρμοστεί στον πληθωρισμό, δείχνει ότι οι τιμές του 2012 για τις φθηνότερες μορφές ΑΠΕ, όπως η ηλιακή, η χερσαία αιολική και η σταθερή υπεράκτια αιολική ενέργεια, είναι πλέον συγκρίσιμες με τις σημερινές τιμές χονδρικής ενέργειας, χωρίς να τις υποσκελίζουν.
Πρόσθεσε δε ότι τεχνολογίες όπως η πλωτή υπεράκτια αιολική ενέργεια και τα παλιρροϊκά ρεύματα παραμένουν σημαντικά ακριβότερες.
Όπως επισήμανε, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορεί να προσφέρουν σταθερότητα τιμών και να προστατεύσουν από μελλοντικές διακυμάνσεις λόγω της διεθνούς αγοράς φυσικού αερίου, ωστόσο «σίγουρα δεν θα μειώσουν την τιμή». Παρότρυνε μάλιστα το κοινό να ζητά εξηγήσεις από όσους ισχυρίζονται το αντίθετο.
«Πρέπει να επικρατήσει η αλήθεια, για να ληφθούν σωστές αποφάσεις — να σταματήσει η διχαστική συζήτηση που βασίζεται σε βολικά αλλά ατεκμηρίωτα συνθήματα», έγραψε, υπογραμμίζοντας ότι στηρίζει πλήρως τη μετάβαση σε ένα καθαρότερο ενεργειακό σύστημα.
Η βρετανική νομοθεσία προβλέπει ότι έως το 2050 όλες οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου θα πρέπει να μηδενιστούν. Η χώρα θεωρείται παγκόσμιος ηγέτης στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών, ιδιαίτερα στην υπεράκτια αιολική ενέργεια, με μερίδιο περίπου 20% της παγκόσμιας εγκατεστημένης ισχύος, σύμφωνα με τον οργανισμό UK Research and Innovation.
Ωστόσο, το Ηνωμένο Βασίλειο καταγράφει και από τις υψηλότερες τιμές ηλεκτρικού ρεύματος παγκοσμίως. Όπως αναφέρουν επίσημα στοιχεία, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν ξεπεράσει τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ήταν μεταξύ των χαμηλότερων στην τότε ΕΕ-15.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η στροφή από τα ορυκτά καύσιμα προς καθαρές πηγές θα οδηγήσει τελικά σε χαμηλότερους λογαριασμούς.
Ο Εντ Μίλιμπαντ, υπουργός Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής με το Εργατικό Κόμμα, ο οποίος προωθεί το σχέδιο «Clean Power 2030» («Καθαρή ενέργεια 2030») για την πλήρη απαλλαγή της οικονομίας από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, έχει υποσχεθεί μείωση 300 λιρών (περίπου 354 ευρώ) στους μέσους ετήσιους λογαριασμούς ρεύματος μέχρι το 2030. Κατά τον ίδιο, η αύξηση των τιμών οφείλεται κυρίως στις διακυμάνσεις της παγκόσμιας αγοράς φυσικού αερίου.
Ο Εθνικός Διαχειριστής Ενεργειακού Συστήματος (National Energy System Operator-NESO) εκτιμά ότι το σχέδιο «Clean Power 2030» θα μπορούσε να κοστίζει 40 δισ. λίρες (περίπου 47,2 δισ. ευρώ) ή και περισσότερο ετησίως έως το τέλος της δεκαετίας.
Αντιτιθέμενοι στην πολιτική μηδενικών εκπομπών της Βρετανίας έχουν επισημάνει ότι οι ΑΠΕ επιβαρύνουν το κόστος των λογαριασμών.
Η δεξαμενή σκέψης «Net Zero Watch», η οποία εξετάζει κριτικά τις πολιτικές απανθρακοποίησης, αμφισβήτησε πρόσφατα τον ισχυρισμό ότι οι υψηλές τιμές οφείλονται στο φυσικό αέριο. Υποστήριξε ότι η τιμή του φυσικού αερίου έχει πλέον «μόνο μια ελάχιστη επίδραση στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος των νοικοκυριών σε σύγκριση με την κατάσταση που επικρατούσε πριν από δέκα χρόνια».
Η ίδια δήλωσε μάλιστα ότι περίπου τα τρία τέταρτα της αύξησης των λογαριασμών από το 2015 προέρχονται από πολιτικές που σχετίζονται με το Μηδενικό Ισοζύγιο Άνθρακα (Net Zero), εκ των οποίων μια αύξηση 327 λιρών (περίπου 386 ευρώ) σε πραγματικούς όρους αποδίδεται κυρίως σε επιδοτήσεις για ΑΠΕ (83 λίρες), φόρους άνθρακα (39 λίρες), κόστος εξισορρόπησης του δικτύου (26 λίρες), Κόστος Αγοράς Ισχύος (26 λίρες) και ενίσχυση του δικτύου (23 λίρες).
Απαντώντας στα παραπάνω, εκπρόσωπος του Υπουργείου Ενεργειακής Ασφάλειας και Μηδενικών Εκπομπών δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι το Ηνωμένο Βασίλειο χτίζει ένα ενεργειακό μέλλον βασισμένο σε καθαρές, εγχώριες πηγές ενέργειας ώστε να απεξαρτηθεί από αγορές ορυκτών καυσίμων που ελέγχουν αυταρχικά καθεστώτα. Όπως ανέφερε, αυτή η στρατηγική είναι ο τρόπος για να προστατευτούν τα νοικοκυριά και τα δημόσια οικονομικά.
Σύμφωνα με την ανεξάρτητη έκθεση του NESO, το σχέδιο για καθαρή ενέργεια έως το 2030 είναι εφικτό και αναμένεται να προσφέρει ένα ασφαλέστερο ενεργειακό σύστημα, το οποίο «ενδέχεται να οδηγήσει σε χαμηλότερο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας και μικρότερους λογαριασμούς».
Στη διάλεξή του το 1933 στην Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου με τίτλο «Η τάση της οικονομικής σκέψης», ο Φρέντριχ Χάγιεκ εντόπισε μια μετατόπιση στην οικονομική σκέψη προς τον σχεδιασμό και τον παρεμβατισμό. Υποστήριξε ότι η Γερμανική Ιστορική Σχολή και οι Θεσμικοί ήταν σημαντικοί παράγοντες που συνέβαλαν σε αυτήν την τάση. Ωστόσο, αυτό που έθεσε στην πραγματικότητα τα θεμέλια για τον σχεδιασμό και τον παρεμβατισμό τα επόμενα χρόνια ήταν ο φορμαλισμός της ίδιας της νεοκλασικής θεωρίας.
Ο Χάγιεκ και ο μέντοράς του, Λούντβιχ φον Μίζες, στις δεκαετίες του 1910 και του 1920 ήταν μέρος της νεοκλασικής παράδοσης, και η ιδέα ότι ο ίδιος ο «φορμαλισμός» ξεκίνησε αυτή τη μετατόπιση στην οικονομική σκέψη είναι αυτό που ο Μπέτκε αποκαλεί «Εκεί που ο Χάγιεκ πήγε στραβά». Ο Χάγιεκ έμεινε πίσω από το επάγγελμά του. Κάποτε ήταν ένας από τους πιο αναφερόμενους οικονομολόγους στην Αγγλία, αλλά μέχρι την μεταπολεμική εποχή, ορισμένοι οικονομολόγοι αμφισβήτησαν αν το έργο του χαρακτηριζόταν καν ως οικονομικό. Το καλύτερο παράδειγμα αυτού ήταν όταν υπέβαλε τη διάλεξή του για το Νόμπελ στο «Economica» και του ζήτησαν να την αναθεωρήσει. Τι προκάλεσε αυτή την απόκλιση από την αγορά στο σχέδιο; Οι κύριες πνευματικές δυνάμεις της εποχής: ο επιστημονισμός και ο κρατισμός, που πάντα φαίνεται να συνυπάρχουν.
Οι οπαδοί του επιστημονισμού —αυτοί που έχουν μια δογματική πίστη στην εγκυρότητα και τη βεβαιότητα των θεωριών τους— τείνουν να πιστεύουν ότι το μόνο εμπόδιο για την επίλυση των κοινωνικών δεινών είναι ένα πρόβλημα εκτέλεσης. Δεδομένου ότι πιστεύουν ότι έχουν ήδη όλες τις απαντήσεις, ο πειρασμός προς τον κρατισμό γίνεται ακαταμάχητος.
Ο άνθρωπος της καλής θέλησης
Ο Πωλ Σάμιουελσον, στο διάσημο εγχειρίδιό του του 1948 «Οικονομικά» —ένα από τα βιβλία με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην ιστορία του κλάδου— επέκρινε τον Χάγιεκ, γράφοντας: «Κανένα αμετάβλητο ‘κύμα του μέλλοντος’ δεν μας παρασύρει ‘στο δρόμο προς τη δουλοπαροικία’ ή την ουτοπία. Όπου οι πολύπλοκες οικονομικές συνθήκες της ζωής απαιτούν κοινωνικό συντονισμό και σχεδιασμό, εκεί αναμένεται από λογικούς ανθρώπους καλής θέλησης να επικαλεστούν την εξουσία και τη δημιουργική δραστηριότητα της κυβέρνησης». Κατά την άποψή του, μια μέρα καλοπροαίρετοι άνδρες που ενεργούν αποκλειστικά προς το δημόσιο συμφέρον θα εισέλθουν στην πολιτική, και οι οικονομολόγοι θα πρέπει να τους καθοδηγήσουν στην επίλυση κοινωνικών δεινών όπως η ανεργία, ο πληθωρισμός, η ύφεση και η φτώχεια.
Αυτό το όνειρο είναι αυτό που ο Ρόμπερτ Νέλσον αποκαλεί «κοσμική θρησκεία της επιστημονικής διοίκησης (management)» στο βιβλίο του «Οικονομικά ως Θρησκεία» του 2001. Η κοσμική θρησκεία της επιστημονικής διοίκησης είναι η ιδέα ότι μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματα της κοινωνίας με τον ίδιο τρόπο που λύνουμε προβλήματα στην επιστήμη. Αυτή η νοοτροπία υποθέτει ότι τα μέσα και οι σκοποί μιας κοινωνίας είναι δεδομένα, και σε έναν τέτοιο κόσμο, το μόνο ζήτημα είναι το πρόβλημα της «κατανομής», όχι του «συντονισμού». Και ποιο καλύτερο εργαλείο για την επίλυση του προβλήματος της κατανομής από τα εφαρμοσμένα μαθηματικά — έναν τομέα στον οποίο τα μέσα και οι σκοποί θεωρούνται γνωστά; Γιατί να ανεχθούμε το χάος του καπιταλισμού, με όλους τους επιχειρηματικούς κύκλους και τα μονοπώλιά του, όταν θα μπορούσαμε να επιτύχουμε έναν κόσμο «τελειότητας»; Ταυτόχρονα, τα λεγόμενα «νέα» από τη Σοβιετική Ένωση φάνηκαν ελκυστικά — τόσο πολύ που ο Σάμιουελσον έγραψε: «Η Ρωσία με την κομμουνιστική της κυβέρνηση φαίνεται να προχωράει».
Η επιστημονική διοίκηση της κοινωνίας
Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, φαινόταν οπισθοδρομικό για την Αμερική μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να μην ασπαστεί την ιδέα της επιστημονικής διοίκησης της κοινωνίας. Αν ολόκληρος ο κόσμος κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση, και οι αριθμοί από τη Σοβιετική Ένωση φαινόταν να καταδεικνύουν επιτυχία στην μεταπολεμική ανοικοδόμηση, τότε το μόνο ερώτημα ήταν: πότε θα έπρεπε οι Ηνωμένες Πολιτείες να ξεκινήσουν τη διαδικασία αποχαιρετισμού προς το αόρατο χέρι της αγοράς και να καλωσορίσουν τον άνθρωπο καλής θέλησης, που θα μας βοηθήσει να λύσουμε τα κοινωνικά μας προβλήματα; Το όνειρο ήταν να χειραγωγήσουν τον μηχανισμό της αγοράς για να επιτύχουν τα επιθυμητά κοινωνικά αποτελέσματα, όπως οραματίστηκε ο «σχεδιαστής», που υποτίθεται ότι ενεργεί προς το συμφέρον της κοινωνίας.
Όταν διαβάζει κανείς τα κείμενα της Προοδευτικής Εποχής, βρίσκει ένα πάθος για ανακάλυψη στα γραπτά των στοχαστών της. Μια πεποίθηση ότι ανακάλυπταν κάτι εντελώς νέο. Μια σιγουριά που σε κάνει να αναφωνήσεις: «Γιατί κανείς δεν το είχε σκεφτεί αυτό πριν;» Αυτοί οι στοχαστές απέφευγαν το παρελθόν και ασπάζονταν την επιστήμη ως την πορεία προς τα εμπρός. Και ενώ οι μεταρρυθμιστές του Νέου Φιλελευθερισμού στα τέλη του 19ου αιώνα συμμερίζονταν παρόμοιο ενθουσιασμό —αν και ίσως σε μικρότερο βαθμό— η Προοδευτική Εποχή χαρακτηρίστηκε ιδιαίτερα από την εμπιστοσύνη της στη δύναμη των επιστημονικών λύσεων.
Κοινωνική φυσική και οι ακούσιες συνέπειές της
Αυτό που είναι ενδιαφέρον για τον Κόμτε είναι ότι το σημείο εκκίνησής του ήταν παρόμοιο με αυτό του Χάγιεκ: η ιδέα ότι η κοινωνία διαθέτει μια αυθόρμητη τάξη, που δεν κατευθύνεται από ένα ορθολογικό σχέδιο αλλά προκύπτει από αμέτρητα ατομικά σχέδια. Αυτό είναι εμφανές σε έργα του όπως «Κοινωνική Στατική ή Θεωρία της Αυθόρμητης Τάξης της Ανθρώπινης Κοινωνίας». Αλλά εκεί που ο Κόμτε αποκλίνει από αυτό το όραμα είναι στη θεωρία του για τη θετική φιλοσοφία. Για τον Κόμτε, η αυθόρμητη τάξη δεν ήταν η ρίζα της προόδου, ούτε θα έπρεπε να είναι το θεμέλιο για μια ορθολογική κοινωνία. Αντίθετα, η κοινωνία θα πρέπει να καθοδηγείται από την επιστήμη και τους επιστήμονες. Η σχέση μεταξύ ανθρώπου και φύσης — και μεταξύ ανθρώπων — θα πρέπει να κατευθύνεται από την επιστήμη.
Όπως περιγράφει η «Εγκυκλοπαίδεια Φιλοσοφίας του Στάνφορντ» την άποψη του Κόμτε: «Το ηθικό ερώτημα: “Τι πρέπει να κάνω;” δεν τίθεται πλέον σε πρώτο πρόσωπο και μετατρέπεται σε ένα μηχανικό πρόβλημα: “Τι πρέπει να γίνει για να γίνουν οι άνθρωποι πιο ηθικοί;”» Το ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσουν οι κοινωνικοί επιστήμονες γίνεται έτσι ένα μηχανικό πρόβλημα. Σε αυτόν τον τρόπο σκέψης, όπως τονίζει ο Κόμτε, το δόγμα της ελευθερίας θεωρείται εμπόδιο στην αναδιοργάνωση.
Το όραμα του Κόμτε για την αναδιοργάνωση συνδέεται με τη θεωρία του για τα τρία στάδια της ιστορίας. Το πρώτο είναι το Θεολογικό Στάδιο, στο οποίο η κοινωνία και η πολιτική επηρεάζονται κυρίως από τη θρησκεία. Το δεύτερο είναι το Μεταφυσικό και Αφηρημένο Στάδιο, το οποίο θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είναι το πιο κοντινό στο μεγάλο σχέδιο ελευθερίας του Άνταμ Σμιθ. Το τρίτο είναι το Επιστημονικό ή Θετικό Στάδιο, στο οποίο η κοινωνία δεν κατευθύνεται πλέον από τη θρησκεία ή την ελευθερία, αλλά από την επιστήμη. Αυτή είναι η πορεία της ιστορίας κατά την άποψη του Κόμτε, και κάθε αντίσταση σε αυτήν είναι αντιδραστική — ένα εμπόδιο στην ανάπτυξη του πολιτισμού. Όπως διάσημα το έθεσε ο Κόμτε: «Ο στόχος κάθε επιστήμης είναι η διορατικότητα». Θεωρούσε το Θετικό Στάδιο ως «το υψηλότερο επίτευγμα του ανθρώπινου νου».
Αυτή η ιδέα, που περιγράφεται από τον Φρανκ Νάιτ ως «σωτηρία μέσω της επιστήμης», είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στην ιστορία της κοινωνικής σκέψης. Όπως φαίνεται σε αυτό το άρθρο, η πίστη στην επιστημονική διαχείριση της κοινωνίας εκτείνεται από τον Κόμτε μέχρι τον Σάμιουελσον. Υποθέτει ότι οι επιστήμονες έχουν βρει ή θα βρουν σύντομα τις λύσεις για τα κοινωνικά μας δεινά. Τα μόνα εναπομείναντα εμπόδια είναι οι «αντιδραστικοί» κλασικοί φιλελεύθεροι που αντιστέκονται στην εκτέλεση αυτών των σχεδίων και επιδιώκουν να περιορίσουν την κρατική εξουσία. Ακόμα κι αν οι θεωρητικοί μιας θετικής επιστήμης της ανθρώπινης κοινωνίας προσπαθούν να παραμείνουν απολιτικοί, οι υποθέσεις τους οδηγούν αναπόφευκτα στον κρατισμό. Υποθέτουν ότι ήδη κατέχουμε όλες τις γνώσεις και τις λύσεις στα προβλήματά μας, και όμως αυτά τα προβλήματα επιμένουν — επομένως, η αγορά πρέπει να είναι ανεπαρκής και χρειαζόμαστε το ορατό χέρι του κράτους.
Η ακούσια συνέπεια αυτής της σκέψης αποτυπώνεται καλά από τον Χάγιεκ: «Μόλις κάποιος το καταλάβει αυτό, γίνεται επίσης σαφές γιατί οι μεθοδολογικές και πολιτικές διαφορές συμβαδίζουν τόσο συχνά: όσοι πιστεύουν ότι είναι στη δύναμη της επιστήμης να προβλέπει συγκεκριμένα μεμονωμένα γεγονότα ή τη θέση των ατόμων, φυσικά θέλουν επίσης να χρησιμοποιήσουν αυτή τη δύναμη για να παράγουν τα συγκεκριμένα αποτελέσματα που επιθυμούν».
Τότε, ποιος είναι ο ρόλος των οικονομολόγων;
Υπό το πρίσμα αυτό, μπορεί κανείς εύλογα να ρωτήσει: Ποιος είναι ο ρόλος του κοινωνικού επιστήμονα; Και πιο συγκεκριμένα, ποιος είναι ο ρόλος του οικονομολόγου; Αυτό το ερώτημα έχει απαντηθεί με διαφορετικούς τρόπους από διάφορους στοχαστές, συμπεριλαμβανομένου του Σάμιουελσον, όπως συζητήθηκε προηγουμένως. Μια πειστική απάντηση προέρχεται από τον Τζέιμς Μπιουκάναν στο βιβλίο του «Τι πρέπει να κάνουν οι οικονομολόγοι;» Ο ρόλος των οικονομολόγων δεν είναι η κοινωνική μηχανική, αλλά η υποβοήθηση στη διαδικασία της κοινωνικής κατανόησης. Οι οικονομολόγοι έχουν αυτόν τον ρόλο λόγω του αντικειμένου που μελετούν: την αναπόφευκτη άγνοια της ανθρωπότητας και τη θεμελιωδώς διαφορετική φύση των λύσεων στα κοινωνικά προβλήματα — λύσεις που περιλαμβάνουν συμβιβασμούς, όχι τελεσίδικες απαντήσεις.
Και όταν η κοινωνία αντιμετωπίζει συμβιβασμούς, είναι καλύτερο για τα άτομα να είναι αυτόνομοι εργολάβοι — ελεύθεροι να επιλέγουν και ελεύθεροι να διατηρούν την ελευθερία τους — παρά υπηρέτες ενός κράτους, είτε αυτό το κράτος είναι θεολογικό είτε επιστημονικό.
Η Microsoft ανακοίνωσε τη μεγαλύτερη περικοπή προσωπικού των τελευταίων δύο ετών, προχωρώντας στην απόλυση σχεδόν του 3% του παγκόσμιου ανθρώπινου δυναμικού της — αριθμός που αντιστοιχεί σε περίπου 6.000 θέσεις εργασίας. Η απόφαση αυτή εντάσσεται στη συνολική στρατηγική της εταιρείας να εκσυγχρονίσει τη δομή της διοίκησής της και να εστιάσει σε πιο αποδοτικές διαδικασίες, ώστε να διατηρήσει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση που κατατέθηκε στις αρμόδιες αμερικανικές αρχές στην πολιτεία της Ουάσιγκτον, όπου βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του τεχνολογικού κολοσσού, περίπου 1.985 απολύσεις θα πραγματοποιηθούν εκεί, με τις θέσεις να καταργούνται οριστικά από τις 12 Ιουλίου.
Εκπρόσωπος της Microsoft δήλωσε χαρακτηριστικά στην εφημερίδα The Epoch Times: «Προχωρούμε στις απαραίτητες οργανωτικές αλλαγές ώστε να εξασφαλίσουμε ότι η εταιρεία παραμένει σε θέση ισχύος, μέσα σε μια αγορά δυναμικών εξελίξεων».
Οι περικοπές αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας για ενίσχυση της ευελιξίας, περιορίζοντας τα διοικητικά επίπεδα και τις επικαλυπτόμενες αρμοδιότητες, με σκοπό οι εργαζόμενοι να επικεντρώνονται σε «ουσιαστικό έργο», αξιοποιώντας σύγχρονες τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη.
Αν και η εταιρεία δεν επιβεβαίωσε επίσημα τον ακριβή αριθμό των θέσεων που καταργούνται, η είδηση για περικοπές που φτάνουν το 3% — δηλαδή περίπου 6.000 απολύσεις — δημοσιοποιήθηκε από το Associated Press, το οποίο επικαλείται εσωτερικές ενημερώσεις προς τους εργαζομένους. Οι περικοπές αφορούν διαφορετικούς τομείς της εταιρείας, μεταξύ αυτών το LinkedIn και το Xbox, και επηρεάζουν υπαλλήλους διαφόρων ειδικοτήτων και περιοχών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η παρούσα αναδιοργάνωση έρχεται λίγους μήνες μετά από μικρότερου εύρους, στοχευμένες απολύσεις που πραγματοποιήθηκαν βάσει απόδοσης των εργαζομένων τον Ιανουάριο — ενώ είναι και η μεγαλύτερη μείωση προσωπικού από τις αρχές του 2023, όταν τότε η Microsoft είχε προχωρήσει στην κατάργηση 10.000 θέσεων εργασίας, στο πλαίσιο της προσαρμογής του τεχνολογικού τομέα μετά την πανδημία.
Το νέο κύμα περικοπών λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο που τα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρείας παραμένουν ιδιαίτερα ισχυρά. Στο τελευταίο τρίμηνο, τα κέρδη της Microsoft ξεπέρασαν τις προσδοκίες, με την άνοδο να αποδίδεται στην ανάπτυξη των υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους (cloud) και των ψηφιακών εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης. Ο διευθύνων σύμβουλος, Σάτια Ναντέλα, τόνισε την αυξημένη ζήτηση για τις καινοτόμες λύσεις της εταιρείας, όπως ο ψηφιακός βοηθός Copilot, ενώ σημείωσε και τη ραγδαία επέκταση του δικτύου κέντρα δεδομένων παγκοσμίως.
Παρότι το θέμα των απολύσεων δεν θίχτηκε ξεκάθαρα κατά την τηλεδιάσκεψη ανακοινώσεων αποτελεσμάτων στις 30 Απριλίου, τα στελέχη της Microsoft επανειλημμένως υπογράμμισαν τη βελτίωση της αποδοτικότητας, την απλούστευση των διοικητικών δομών και τον αυστηρό έλεγχο των εξόδων, ως βασικούς λόγους για το ενισχυμένο περιθώριο κέρδους. Όπως δήλωσε η οικονομική διευθύντρια, Έιμι Χουντ, τα λειτουργικά έξοδα αποδείχθηκαν χαμηλότερα του αναμενόμενου, λόγω της προσήλωσης στην αποδοτικότητα κόστους και στη μεταφορά επενδύσεων στο τέταρτο τρίμηνο.
«Το λειτουργικό περιθώριο αυξήθηκε κατά μία μονάδα σε ετήσια βάση, φθάνοντας το 46%, ξεπερνώντας τις προβλέψεις, καθώς συνεχίζουμε να εστιάζουμε στη δημιουργία ομάδων υψηλής απόδοσης και στην ενίσχυση της ευελιξίας μέσω της μείωσης διοικητικών επιπέδων», επεσήμανε, αφήνοντας να εννοηθεί η άμεση σύνδεση με νέες περικοπές κυρίως σε διοικητικές και υπαλληλικές θέσεις.
Εκτιμώντας τις μελλοντικές προοπτικές, η Microsoft προβλέπει μικρή αύξηση των συνολικών λειτουργικών περιθωρίων για το σύνολο του έτους, παρά τη σημαντική αύξηση των δαπανών για την επέκταση σε cloud και συστήματα AI. Το μήνυμα είναι σαφές: η εταιρεία στρέφεται στις περικοπές προσωπικού για να απορροφήσει το αυξημένο κόστος επενδύσεων και να διασφαλίσει την κερδοφορία της σε ένα οικονομικό περιβάλλον με υψηλές επενδύσεις.
Ο Ντόναλντ Τραμπ αφίχθη στη Σαουδική Αραβία εγκαινιάζοντας το πρώτο μεγάλο ταξίδι του στο εξωτερικό κατά τη δεύτερη θητεία του.
Ο Λευκός Οίκος χαρακτήρισε την επίσκεψη ως «ιστορική επιστροφή του προέδρου στη Μέση Ανατολή», με σταθμούς στη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) από τις 13 έως τις 16 Μαΐου.
Τον Αμερικανό πρόεδρο υποδέχθηκε στο αεροδρόμιο ο πρίγκιπας διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν.
Όπως είχε κάνει και στο πρώτο του προεδρικό ταξίδι, έτσι και τώρα, ο Τραμπ επιλέγει τη Σαουδική Αραβία ως τον πρώτο του προορισμό, επισημαίνοντας έτσι τη βαρύτητα που αποδίδει στις σχέσεις με τα κράτη του Κόλπου. Η επίσκεψη πραγματοποιείται σε μια περίοδο έντασης στην περιοχή και σημαντικών διεθνών εξελίξεων, όπως η διαμάχη μεταξύ Ισραήλ και της Χαμάς, οι τελευταίες εντάσεις μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, αλλά και η πιθανότητα ειρηνευτικών συνομιλιών για την Ουκρανία στην Κωνσταντινούπολη, που ίσως επηρεάσουν το πρόγραμμα του προέδρου.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Μέση Ανατολή, ο Τραμπ αναμένεται να ανακοινώσει μια σειρά σημαντικών επενδυτικών συμφωνιών, με στόχο την προσέλκυση κεφαλαίων από τα κράτη του Κόλπου σε στρατηγικούς τομείς των ΗΠΑ, όπως η άμυνα, η τεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη. Παράλληλα, το επίκεντρο των συναντήσεων του θα είναι καυτά περιφερειακά ζητήματα όπως η κρίση στη Γάζα, το μέλλον των Παλαιστινίων προσφύγων και το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Τον Τραμπ συνοδεύουν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, όπως ο υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, ο υπουργός Εμπορίου Χάουαρντ Λάτνικ και ο υπουργός Ενέργειας Κρις Ράιτ, αλλά και στελέχη του επιτελείου του όπως η Σούζι Γουάιλς και ο Στίβεν Μίλερ.
Προτού αναχωρήσει για τη Μέση Ανατολή, οι αγορές κατέγραψαν εντυπωσιακή άνοδο στις 12 Μαΐου, μετά από προσωρινή συμφωνία ΗΠΑ–Κίνας για μείωση των δασμών, με τον δείκτη Dow Jones να ενισχύεται πάνω από 1.100 μονάδες. Την ίδια ημέρα, ο Τραμπ ανακοίνωσε την απελευθέρωση του Ένταν Αλεξάντερ, του τελευταίου Αμερικανού ομήρου στη Γάζα, ο οποίος κρατήθηκε από τη Χαμάς για 585 ημέρες.
Επενδύσεις και τεράστια εξοπλιστικά συμβόλαια
Την πρώτη του μέρα στη Ριάντ, ο Τραμπ θα συναντηθεί κατ’ ιδίαν με τον μπιν Σαλμάν και στη συνέχεια θα συμμετάσχει στο Επενδυτικό Φόρουμ Σαουδικής Αραβίας–ΗΠΑ, όπου κορυφαίοι επιχειρηματίες από τις δύο χώρες θα διερευνήσουν νέες ευκαιρίες συνεργασίας.
Τη δεύτερη μέρα, ο Αμερικανός πρόεδρος θα παραστεί σε σύνοδο κορυφής του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (Gulf Cooperation Council-GCC), με τη συμμετοχή του Μπαχρέιν, του Κουβέιτ, του Ομάν, του Κατάρ, της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΑΕ.
Ενδεικτικά, η Σαουδική Αραβία έχει δεσμευθεί να επενδύσει 600 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ενώ τα ΗΑΕ ανακοίνωσαν κολοσσιαία επένδυση 1,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων μέσα στην επόμενη δεκαετία, καλύπτοντας τομείς αιχμής όπως η τεχνητή νοημοσύνη, οι ημιαγωγοί, η ενέργεια και η βιομηχανία.
Ο Τραμπ γνωστοποίησε τη Δευτέρα πως το Κατάρ θα δωρίσει ένα πολυτελές αεροσκάφος που θα αντικαταστήσει το Air Force One. Ερωτηθείς από δημοσιογράφους, τόνισε πως πρόκειται για «μία εξαιρετική χειρονομία» και συμπλήρωσε: «Το εκτιμώ ιδιαίτερα. Δεν είμαι άνθρωπος που θα αρνιόταν μια τέτοια προσφορά». Διευκρίνισε, επίσης, ότι το αεροπλάνο θα «μεταφερθεί απευθείας» στην προεδρική του βιβλιοθήκη του μετά τη λήξη της θητείας του.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, αναμένεται να ανακοινωθούν μεγάλα αμυντικά προγράμματα, με κορυφαίο ένα εξοπλιστικό πακέτο 100 δισ. δολαρίων προς τη Σαουδική Αραβία, καθώς και σημαντικές πωλήσεις όπλων στο Κατάρ.
Ανοιχτό το ενδεχόμενο επίσκεψης στην Τουρκία
Το πρόγραμμα του Τραμπ προβλέπει μετάβαση στη Ντόχα στις 14 Μαΐου και στη συνέχεια στο Αμπού Ντάμπι στις 15 του μήνα.
Το πλάνο, ωστόσο, παραμένει ευέλικτο, καθώς ο πρόεδρος άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να ταξιδέψει στην Τουρκία την Πέμπτη, προκειμένου να παραστεί –αν πραγματοποιηθεί– η συνάντηση του Ουκρανού προέδρου Ζελένσκι με τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν. «Υπάρχει πιθανότητα να το κάνω», ανέφερε ο Τραμπ σε δημοσιογράφους τη Δευτέρα, διευκρινίζοντας πως θα πήγαινε «αν θεωρούσε ότι θα βοηθούσε».
Η φημολογία ότι ο Τραμπ θα συναντηθεί με τον Σύρο πρόεδρο Αχμέντ αλ-Σαρά στη Σαουδική Αραβία διαψεύδεται από αξιωματούχο της αμερικανικής κυβέρνησης. Πάντως, ο ίδιος ο Τραμπ άφησε να εννοηθεί πως ίσως εξετάσει την άρση των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στη Συρία κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Άσαντ.
«Πρέπει να πάρουμε μια απόφαση για τις κυρώσεις, τις οποίες ίσως άρουμε», σχολίασε ο Αμερικανός πρόεδρος προτού αναχωρήσει για τη Μέση Ανατολή. «Ενδέχεται να τις αποσύρουμε, γιατί θέλουμε να δώσουμε στη Συρία ένα νέο ξεκίνημα».
Τέλος, ο Τραμπ εξέφρασε την ελπίδα ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του θα υπάρξουν και άλλες απελευθερώσεις ομήρων από τη Χαμάς. «Ελπίζουμε να έχουμε και άλλες απελευθερώσεις. Υπολογίζουμε ότι υπάρχουν ακόμα περίπου 20 όμηροι ζωντανοί στα χέρια της Χαμάς», δήλωσε στον Τύπο.
Κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Πεκίνο, ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν Ιλχάμ Αλίεφ υπέγραψε συμφωνία στρατηγικής εταιρικής σχέσης με τον Κινέζο ομόλογό του, Σι Τζινπίνγκ. Η συμφωνία προβλέπει ενίσχυση της συνεργασίας σε σειρά τομέων, με έμφαση στις μεταφορές και τη διασυνδεσιμότητα στην ευρύτερη περιοχή.
Οι δύο ηγέτες υπέγραψαν επίσης δευτερεύουσα συμφωνία για τις «διεθνείς πολυτροπικές μεταφορές», με στόχο την ανάπτυξη εμπορικών διαδρόμων — μέσω Αζερμπαϊτζάν — που θα συνδέουν την Κίνα με τις ευρωπαϊκές αγορές.
Σε κοινή δήλωση που εκδόθηκε στις 23 Απριλίου, οι δύο πλευρές εξέφρασαν την πρόθεση να συνεργαστούν — τόσο μεταξύ τους όσο και με άλλες χώρες της περιοχής — για τη βελτίωση των διαδικασιών τελωνειακού εκτελωνισμού και της αποτελεσματικότητας των μεταφορών φορτίων, ώστε να δημιουργηθούν ασφαλείς, σταθερές και απευθείας διαδρομές ταχείας σύνδεσης Κίνας–Ευρώπης μέσω Κασπίας.
Κεντρικός άξονας του σχεδίου διασυνδεσιμότητας είναι ο Διηπειρωτικός Διάδρομος Μεταφορών Κασπίας (Trans-Caspian International Transport Route – TITR), γνωστός και ως Μεσαίος Διάδρομος. Ο διάδρομος εκτείνεται σε περίπου 5.000 χιλιόμετρα και διασχίζει την Κίνα και αρκετά ευρασιατικά κράτη, ενσωματώνοντας σιδηροδρομικές, οδικές και θαλάσσιες μεταφορές.
Σε λειτουργία από το 2017, ο TITR αποτελεί εναλλακτική επιλογή έναντι του Βόρειου Διαδρόμου, ο οποίος συνδέει την Κίνα με την Ευρώπη μέσω Ρωσίας και Λευκορωσίας.
Αντιθέτως, ο Μεσαίος Διάδρομος ξεκινά από το λιμάνι Λιανγιουνγκάνγκ στην Κίνα και, μέσω του Καζακστάν, φθάνει στα λιμάνια Ακτάου και Κουρίκ στις ακτές της Κασπίας. Από εκεί, διασχίζει τη θάλασσα για να καταλήξει στον Νότιο Καύκασο και, μέσω Αζερμπαϊτζάν, Γεωργίας και Τουρκίας, συνεχίζει προς την Ανατολική Ευρώπη.
Το Πεκίνο εντάσσει τον Μεσαίο Διάδρομο στην ευρύτερη Πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας δρόμος» (Belt and Road Initiative – BRI), η οποία στοχεύει, μεταξύ άλλων, στην ενίσχυση της κινεζικής επιρροής προς τη Δύση, περιλαμβάνοντας την Κεντρική Ασία και τον Νότιο Καύκασο.
Ο Γιασάρ Σαρί, ειδικός σε θέματα Ευρασίας και καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Ιμπν Χαλντούν της Κωνσταντινούπολης, ανέφερε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι «η Κίνα αναζητά τρόπους για να προωθήσει τα προϊόντα της στις ευρωπαϊκές αγορές» και, υπό τις παρούσες γεωπολιτικές συνθήκες, «η πιο εύκολη οδός είναι ο Μεσαίος Διάδρομος».
Όπως είπε, αυτός είναι ο λόγος που το Πεκίνο επενδύει σημαντικά σε σειρά έργων καθ’ όλο το μήκος της διαδρομής, ενώ διεξάγει συνομιλίες και με την Τουρκία για τη χρηματοδότηση της κατασκευής σιδηροδρομικής γραμμής που θα διασχίζει τον Βόσπορο μέσω της Τρίτης Γέφυρας της Κωνσταντινούπολης.
Η ταχεία ανάπτυξη του Μεσαίου Διαδρόμου έχει προκαλέσει, σύμφωνα με αναλυτές, και έναν άτυπο ανταγωνισμό ανάμεσα στο Πεκίνο και την Ευρώπη, καθώς και οι δύο πλευρές επιδιώκουν να προωθήσουν τα συμφέροντά τους και να ενισχύσουν την επιρροή τους στην Κεντρική Ασία.
Η αναλύτρια γεωπολιτικών θεμάτων Άνα Μαρία Έβανς σημείωσε ότι η Κίνα εξακολουθεί να αποτελεί μείζονα επενδυτικό εταίρο σε διάφορα έργα κατά μήκος του διαδρόμου. Όπως δήλωσε, το Πεκίνο έχει συμβάλει καθοριστικά στην ανάπτυξη των σιδηροδρομικών συνδέσεων Κίνας-Κιργιζίας-Ουζμπεκιστάν και Καζακστάν, στη σιδηροδρομική γραμμή Μπακού-Τιφλίδας-Καράς , καθώς και στον εκσυγχρονισμό των λιμανιών της Κασπίας.
Αγώνας επιρροής
Ο Μεσαίος Διάδρομος περιγράφεται συχνά ως ένας νέος Δρόμος του Μεταξιού, προσφέροντας στα συμμετέχοντα κράτη τη δυνατότητα να επωφεληθούν από το τεράστιο όγκο του εμπορίου Κίνας-Ευρώπης, ο οποίος εκτιμάται ότι ξεπερνά τα 800 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Το Αζερμπαϊτζάν, λόγω της στρατηγικής του θέσης ανάμεσα στην Ευρώπη και την Κεντρική Ασία, επιδιώκει να αναδειχθεί σε βασικό διαμετακομιστικό κόμβο της διαδρομής μέσω Κασπίας. Λίγο πριν από το ταξίδι του στο Πεκίνο, ο πρόεδρος Αλίεφ χαρακτήρισε τον Μεσαίο Διάδρομο ως «την πλέον ανταγωνιστική οδό μεταφοράς αγαθών μεταξύ Κίνας και Ευρώπης», προσθέτοντας ότι η σημασία του «αυξάνεται ραγδαία».
Σύμφωνα με τον ίδιο, πάνω από 375.000 τόνοι φορτίου διήλθαν από τον Μεσαίο Διάδρομο μεταξύ Κίνας και Αζερμπαϊτζάν το 2024 — σημειώνοντας αύξηση 86% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Μια ρωσική πλωτή αποβάθρα ρυμουλκείται μέσω του Βοσπόρου στην Κωνσταντινούπολη. Τουρκία, 18 Σεπτεμβρίου 2024. (Yoruk Isik/Reuters)
Ο Ρίτσαρντ Σπούνερ, ειδικός σε θέματα Κεντρικής Ασίας που εδρεύει στην Αστάνα του Καζακστάν, ανέφερε στην Epoch Times ότι το λιμάνι του Μπακού αποτελεί τον βασικό κόμβο του Μεσαίου Διαδρόμου — «το κύριο καραβάν-σεράι (σταθμός ανάπαυσης)», όπως το αποκάλεσε χαρακτηριστικά στέλεχος της αζερικής πρωτεύουσας.
Σύμφωνα με τον Σπούνερ, ο οποίος είναι μέλος του συμβουλευτικού συμβουλίου του Caspian Policy Center (Κέντρου Πολιτικής για την Κασπία) με έδρα την Ουάσιγκτον, ο Μεσαίος Διάδρομος είναι ωφέλιμος τόσο για την Ευρώπη όσο και για την Κίνα, με το Αζερμπαϊτζάν να αποτελεί ίσως τον μεγαλύτερο ωφελούμενο αυτής της συγκυρίας. Όπως υπογράμμισε, η στρατηγική συμφωνία συνεργασίας ανάμεσα στο Μπακού και το Πεκίνο αναμένεται να διασφαλίσει ότι ο κεντρικός ρόλος του Αζερμπαϊτζάν στον Μεσαίο Διάδρομο θα συνεχίσει να αποφέρει σημαντικά οφέλη και στο μέλλον.
Στην άλλη πλευρά της Κασπίας, το Καζακστάν ελπίζει επίσης να επωφεληθεί από την αυξανόμενη εμπορευματική ροή μέσω της διαδρομής. Όπως δήλωσε ο πρόεδρος της χώρας Κασίμ Τζομάρτ Τοκάγεφ τον Ιανουάριο, «ο διαμετακομιστικός χαρακτήρας αποτελεί για εμάς σημαντικό πλεονέκτημα στον διεθνή ανταγωνισμό για τη μεταφορά φορτίων» και αυτό το πλεονέκτημα, όπως είπε, «πρέπει να αξιοποιηθεί πλήρως και αποτελεσματικά».
Ο Τοκάγεφ πρόσθεσε ότι απαιτείται επίσπευση της ανάπτυξης του Trans-Kazakhstan Railway Corridor (Σιδηροδρομικού Διαδρόμου Διαμέσου Καζακστάν), ο οποίος αποτελεί βασικό τμήμα της διαδρομής Κίνας-Ευρώπης μέσω Κασπίας. Τον Μάρτιο, τοπικά μέσα μετέδωσαν ότι η κυβέρνηση του Καζακστάν επιδιώκει την αύξηση της ετήσιας διακίνησης φορτίων μέσω του Μεσαίου Διαδρόμου στα 10 εκατομμύρια τόνους.
Ένα πλοίο περνά μπροστά από τον διάσημο πύργο Γαλατά της Κωνσταντινούπολης καθώς πλέει στον Βόσπορο, στις 2 Μαΐου 2025. (Chris McGrath/Getty Images)
Ο Μεσαίος Διάδρομος σχεδιάστηκε ήδη από την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, ως μέσο σύνδεσης της Κεντρικής Ασίας και του Νοτίου Καυκάσου τόσο με την Ευρώπη όσο και με την Κίνα. Το 2013, το Καζακστάν, το Αζερμπαϊτζάν και η Γεωργία υπέγραψαν συμφωνία — στην οποία προσχώρησε αργότερα και η Κίνα — για τη δημιουργία επίσημης επιτροπής συντονισμού του υπό διαμόρφωση διαδρόμου.
Το επόμενο έτος, ολοκληρώθηκε η σιδηροδρομική γραμμή Trans-Kazakhstan, η οποία παρέχει απευθείας σύνδεση της Κίνας με τη δυτική ακτή της Κασπίας. Το 2017, τέθηκε σε λειτουργία και η σιδηροδρομική γραμμή Μπακού-Τιφλίδας-Καράς (Baku-Tbilisi-Kars — BTK), η οποία επιτρέπει τη διέλευση σιδηροδρομικών εμπορευματικών συρμών μέσα από τα Καυκάσια Όρη.
Το 2019, εμπορευματική αμαξοστοιχία χρησιμοποίησε τον Μεσαίο Διάδρομο και τη νέα γραμμή BTK για να μεταφέρει φορτίο από την κινεζική πόλη Σιαν έως την Πράγα, μέσα σε μόλις 18 ημέρες.
Παράκαμψη της Ρωσίας
Η ρωσική εισβολή στην ανατολική Ουκρανία, το 2022, έστρεψε την Ευρώπη προς τον Μεσαίο Διάδρομο προκειμένου να περιοριστεί η εξάρτησή της από τον Βόρειο Διάδρομο, ο οποίος διέρχεται από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία — χώρα-κλειδί για τη Μόσχα. Ο Βόρειος Διάδρομος, που επίσης συνδέει την Κίνα με την Ευρώπη, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο εκτεταμένο ρωσικό σιδηροδρομικό δίκτυο, με επίκεντρο τη γραμμή του Υπερσιβηρικού.
Σύμφωνα με την Άνα Μαρία Έβανς, προσκεκλημένη αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας, ο Μεσαίος Διάδρομος αποκτά αυξανόμενη σημασία για τους ευρωπαϊκούς στόχους διαφοροποίησης των εμπορικών οδών και ενίσχυσης της ανθεκτικότητας των εφοδιαστικών αλυσίδων, με φόντο την αστάθεια που προκαλεί η σύρραξη Ρωσίας-Ουκρανίας.
Οι δυτικές οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας έχουν ενισχύσει περαιτέρω την αναζήτηση εναλλακτικών ανατολικο-δυτικών εμπορικών διαδρομών — μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και ο Μεσαίος Διάδρομος. Όπως σημείωσε η Έβανς, οι διεθνείς κυρώσεις έχουν υπονομεύσει σημαντικά το πλεονέκτημα της Ρωσίας ως χώρας διέλευσης εμπορευμάτων· μέχρι το 2023, ο όγκος του εμπορίου προς τη Δύση μέσω του Βόρειου Διαδρόμου είχε μειωθεί κατά 50% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Η ίδια απέδωσε την πτώση αυτή στο αυξημένο ρυθμιστικό κόστος, στις ασφαλιστικές επιβαρύνσεις και στη συμμόρφωση με το καθεστώς κυρώσεων σε περιοχές υψηλού κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων των ρωσικών και λευκορωσικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η Έβανς υπογράμμισε ότι η ρωσική εισβολή και τα αντίμετρα της Δύσης υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες αποσταθεροποίησης του Βόρειου Διαδρόμου ως βασικού άξονα Κίνας-Ευρώπης.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα, τα εμπορευματικά φορτία κατά μήκος του Μεσαίου Διαδρόμου αυξήθηκαν κατακόρυφα. Σύμφωνα με την επιτροπή συντονισμού του διαδρόμου που εδρεύει στην Αστάνα, ο ετήσιος όγκος αυξήθηκε από 586.000 τόνους το 2021 σε πάνω από 3,3 εκατομμύρια τόνους το 2024. Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτίμησε πρόσφατα ότι, με τις κατάλληλες υποδομές, οι μεταφορές μέσω του Μεσαίου Διαδρόμου θα μπορούσαν να φθάσουν τα 11 εκατ. τόνους έως το 2030.
Χάρτης των οικονομικών διαδρόμων της πρωτοβουλίας του Πεκίνου «Μία ζώνη, ένας δρόμος». (Κυβερνητικός ιστότοπος του HKTDC)
Την ίδια ώρα, η παραδοσιακή θαλάσσια διαδρομή μέσω της Ερυθράς Θάλασσας και της Διώρυγας του Σουέζ — ο άλλος κύριος ανταγωνιστής του Μεσαίου Διαδρόμου — έχει πληγεί σοβαρά από τις επιθέσεις των Χούθι εναντίον εμπορικών πλοίων.
Η Έβανς επεσήμανε πως ένα σημαντικό ποσοστό εμπορικών πλοίων αναγκάστηκε να αλλάξει πορεία, περιπλέοντας την Αφρική αντί να διέρχεται από τη Διώρυγα του Σουέζ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την ίδια, να χάσει η Αίγυπτος περίπου το 60% των εσόδων της από τη Διώρυγα, ενώ το κόστος ασφάλισης, καυσίμων και ανθρώπινου δυναμικού αυξήθηκε αισθητά λόγω των μεγαλύτερων χρόνων μεταφοράς και των αυξημένων κινδύνων ασφαλείας.
Παρά τις θετικές ενδείξεις για τον Μεσαίο Διάδρομο, ο Βόρειος εξακολουθεί — τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα — να παραμένει η κύρια αρτηρία για τις εμπορευματικές ροές Κίνας–Ευρώπης. Το 2024, σχεδόν το 90% των εμπορευμάτων μεταξύ Κίνας και Ευρώπης μετακινήθηκε μέσω Ρωσίας, ενώ λιγότερο από 10% ακολούθησε τη διαδρομή του Μεσαίου Διαδρόμου, σύμφωνα με τον Eurasian Rail Alliance Index (Δείκτης Σιδηροδρομικής Συμμαχίας Ευρασίας).
Η Έβανς παρατήρησε ότι ο όγκος μεταφορών στον Μεσαίο Διάδρομο αυξήθηκε εντυπωσιακά κατά 60% μέσα στο 2024. Συμπλήρωσε, όμως, ότι η συγκεκριμένη οδός δεν έχει ακόμη καταστεί μία πλήρως λειτουργική εναλλακτική λύση απέναντι στον Βόρειο Διάδρομο, καθώς το συνολικό φορτίο και η μεταφορική της ικανότητα παραμένουν μικρότερα. Όπως επεσήμανε, οι υπάρχουσες προβλέψεις ενδέχεται να μεταβληθούν αν λήξει η ρωσο-ουκρανική σύρραξη και αρθούν οι κυρώσεις.
Ο Ρίτσαρντ Σπούνερ εκτίμησε ότι η ανάδειξη του Μεσαίου Διαδρόμου ως αξιόπιστης εναλλακτικής θα ενισχυθεί σταδιακά, καθώς τα εμπλεκόμενα κράτη εντείνουν τις προσπάθειές τους για την άρση των εμποδίων και την ενίσχυση της δυναμικότητας, ιδίως στα λιμάνια του Ακτάου και του Κουρίκ στο Καζακστάν και του Μπακού στο Αζερμπαϊτζάν.
Προειδοποίησε, ωστόσο, ότι η ενίσχυση του Μεσαίου Διαδρόμου δεν σημαίνει απαραίτητα την υπέρβαση του Βορείου, ο οποίος εξακολουθεί να προσφέρει την ταχύτερη σύνδεση μεταξύ Κίνας και Ευρώπης, με λιγότερα σύνορα και άρα μειωμένη πολυπλοκότητα στη διαμετακόμιση.
Πρόσκληση από τις Βρυξέλλες
Ο Μεσαίος Διάδρομος είναι μικρότερος κατά περίπου 2.000 χιλιόμετρα από τον Βόρειο. Ωστόσο, λόγω του πολυτροπικού χαρακτήρα του — δηλαδή της ανάγκης συνδυασμού σιδηροδρομικών, οδικών και θαλάσσιων μεταφορών — οι χρόνοι διέλευσης επιμηκύνονται σημαντικά. Παρά το ότι η Βόρεια διαδρομή είναι μακρύτερη, εξασφαλίζει διαμετακόμιση εντός περίπου δύο εβδομάδων· στον Μεσαίο Διάδρομο, το ίδιο ταξίδι μπορεί να διαρκέσει τρεις εβδομάδες ή και περισσότερο.
Η λειτουργία του Μεσαίου Διαδρόμου περιπλέκεται περαιτέρω από το γεγονός ότι διέρχεται από πολλά κράτη, τα οποία διαθέτουν διαφορετικά νομικά, διοικητικά και τελωνειακά καθεστώτα. Η Έβανς ανέφερε ότι η απουσία ρυθμιστικής και τεχνολογικής εναρμόνισης μεταξύ των επιμέρους χωρών αποτελεί βασική πρόκληση για την ανάδειξή του σε πλήρως λειτουργικό παγκόσμιο εμπορικό δίκτυο. Διαφορετικές τελωνειακές πρακτικές, δασμολογικά καθεστώτα, πολιτικές ασφάλισης, διαδικασίες διασυνοριακού ελέγχου και τεκμηρίωσης δημιουργούν υψηλά έμμεσα κόστη.
Παράλληλα, σημαντικές είναι και οι υποδομές που υπολείπονται, ιδιαίτερα στα λιμάνια Ακτάου, Κουρίκ και Μπακού, τα οποία καλούνται να αντεπεξέλθουν στην αυξημένη ζήτηση. Ο Σπούνερ ανέφερε ότι καταγράφονται ελλείψεις σε πορθμεία μεταξύ Καζακστάν και Αζερμπαϊτζάν, ενώ οι καθυστερήσεις και το αυξημένο κόστος διαχείρισης φορτίων παραμένουν εμπόδιο.
Επιπλέον, σύμφωνα με τον ίδιο, το διαφορετικό εύρος σιδηροτροχιών ανάμεσα στην Τουρκία και την Ευρώπη με τις πρώην σοβιετικές χώρες απαιτεί εγκατάσταση προσαρμοζόμενων αξόνων ή αλλαγή βαγονιών στα σύνορα, προσθέτοντας χρονοκαθυστέρηση και κόστος.
Ο Σπούνερ υπογράμμισε ότι σήμερα ο Μεσαίος Διάδρομος παραμένει κατά 5 έως 7 ημέρες πιο αργός και ελαφρώς πιο ακριβός από τις προπολεμικές διαδρομές μέσω Ρωσίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, μόνο η Κεντρική Ασία απαιτεί επενδύσεις ύψους περίπου 18,5 δισ. ευρώ σε υποδομές για τον εκσυγχρονισμό του διαδρόμου.
Η Έβανς εκτίμησε ότι τα ελλείμματα σε υποδομές συνιστούν σοβαρό εμπόδιο για την ανταγωνιστικότητα έναντι άλλων διαδρομών· η ανομοιογένεια στις σιδηροτροχιές επιβαρύνει τις μεταφορές, ενώ οι ανεπαρκείς λιμενικές εγκαταστάσεις προκαλούν συμφόρηση και καθυστερήσεις.
Ωστόσο, η Κίνα δεν είναι η μόνη δύναμη που επιδιώκει να αξιοποιήσει τον Μεσαίο Διάδρομο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επίσης έντονο ενδιαφέρον για την αναδυόμενη διαδρομή, την οποία ήδη χρησιμοποιούν μεγάλες ευρωπαϊκές μεταφορικές εταιρείες. Το 2022, η δανέζικη Maersk εγκαινίασε σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει διάφορες περιοχές της Κίνας με την Ευρώπη μέσω του Μεσαίου Διαδρόμου.
Το 2023, στο πλαίσιο της Global Gateway Initiative (Πρωτοβουλίας «Παγκόσμια Πύλη»), ευρωπαϊκοί χρηματοπιστωτικοί φορείς επένδυσαν 10 δισ. ευρώ για τη βιώσιμη σύνδεση της Κεντρικής Ασίας με την Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δήλωσε ότι οι επενδύσεις στοχεύουν στη μετατροπή του Μεσαίου Διαδρόμου σε μια σύγχρονη, πολυτροπική και αποδοτική εμπορική οδό, με στόχο τη σύνδεση των δύο περιοχών εντός 15 ημερών.
Η πρωτοβουλία «Παγκόσμια Πύλη» ξεκίνησε το 2021 με σκοπό τη χρηματοδότηση υποδομών παγκοσμίως και θεωρείται ως απάντηση της ΕΕ στην κινεζική πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας δρόμος».
Ο Σπούνερ εκτίμησε ότι τόσο το Πεκίνο όσο και οι Βρυξέλλες ανταγωνίζονται για επιρροή στην Κεντρική Ασία και επιδιώκουν να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες για επιχειρηματική ανάπτυξη. Σημείωσε πως τον περασμένο μήνα, στην πρώτη Σύνοδο ΕΕ-Κεντρικής Ασίας στη Σαμαρκάνδη του Ουζμπεκιστάν, η ΕΕ ανακοίνωσε νέο πακέτο 12 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 3 δισ. αφορούν την ανάπτυξη υποδομών μεταφορών.
Η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε τότε ότι στόχος είναι η σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των δύο περιοχών, προσθέτοντας ότι έργο-ορόσημο αποτελεί ο Trans-Caspian Transport Corridor (Διάδρομος Μεταφορών Διαμέσου της Κασπίας).
Ο Γιασάρ Σαρί υποστήριξε ότι η Ευρώπη, όπως και η Κίνα, στοχεύει στην ενίσχυση της επιρροής της στην Κεντρική Ασία και στη διαμόρφωση του αναπτυσσόμενου δικτύου διαδρομών· συμπλήρωσε ότι οι Βρυξέλλες δεν επιθυμούν να αφήσουν τον απόλυτο έλεγχο του διαδρόμου στο Πεκίνο.
Η Έβανς, επικαλούμενη στοιχεία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ανέφερε ότι πάνω από το 40% των πρόσφατων επενδύσεων στην Κεντρική Ασία προέρχονται από την ΕΕ. Συμπέρανε ότι οι Βρυξέλλες ανταγωνίζονται για γεωπολιτική επιρροή στην περιοχή, αν και το Πεκίνο έχει ήδη σημαντικό προβάδισμα σε στρατηγικές συμφωνίες και οικονομική συνεργασία.
Ο Σπούνερ προσέθεσε ότι κινεζικός βιομηχανικός όμιλος, η Xinfa Group, δεσμεύτηκε πρόσφατα να επενδύσει 15 δισ. δολάρια για την κατασκευή ολοκληρωμένου βιομηχανικού πάρκου κοντά στην Παβλοντάρ του Καζακστάν, με δραστηριότητες σε εξορύξεις άνθρακα, βωξίτη, χαλκού και ασβεστόλιθου.
Κατά την εκτίμησή του, οι χώρες της Κεντρικής Ασίας ωφελούνται από το αυξανόμενο ενδιαφέρον της ΕΕ και της Κίνας για τον Μεσαίο Διάδρομο, αν και — όπως σημείωσε — είναι μη ρεαλιστικό να αναμένει κανείς ότι η Ευρώπη μπορεί να ανταγωνιστεί την Κίνα ως προς την οικονομική της ισχύ στην περιοχή.
Δύο ημέρες μετά την επίσκεψη του Αζέρου προέδρου στο Πεκίνο, η επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ Κάγια Κάλας επισκέφθηκε το Μπακού, όπου είχε συνομιλίες με τον Ιλχάμ Αλίεφ και άλλους αξιωματούχους. Σε κοινή συνέντευξη Τύπου στις 25 Απριλίου, η Κάλας ανακοίνωσε ότι οι Βρυξέλλες και το Μπακού συμφώνησαν να επανεκκινήσουν τις διαπραγματεύσεις για νέα συμφωνία συνεργασίας, περιγράφοντας το Αζερμπαϊτζάν ως «σημαντικό εταίρο» και δηλώνοντας πως επίκεντρο των συνομιλιών ήταν η ενίσχυση του εμπορίου και της διασυνδεσιμότητας.
Αξιωματούχοι των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας ανακοίνωσαν στις 12 Μαΐου ότι κατέληξαν σε μια προσωρινή συμφωνία διάρκειας 90 ημερών, με στόχο την εκτόνωση των εμπορικών εντάσεων μεταξύ των δύο χωρών. Η συμφωνία επιτεύχθηκε έπειτα από διήμερες συνομιλίες στη Γενεύη και προβλέπει την αναστολή σειράς μέτρων που είχαν επιβληθεί εκατέρωθεν από τις 2 Απριλίου και μετά.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας, Ουάσιγκτον και Πεκίνο δεσμεύτηκαν να προχωρήσουν σε σημαντική μείωση των δασμών που είχαν επιβάλει σε εισαγόμενα προϊόντα. Σύμφωνα με κοινή δήλωση που αποδίδεται στην κυβέρνηση των ΗΠΑ και στο κινεζικό καθεστώς και δόθηκε στη δημοσιότητα από τον Λευκό Οίκο, από τις 14 Μαΐου θα ξεκινήσει η εφαρμογή των σχετικών μειώσεων.
Όπως αναφέρεται, οι δύο πλευρές συμφώνησαν επίσης να δημιουργήσουν έναν μηχανισμό για τη συνέχιση των διαβουλεύσεων σχετικά με τις διμερείς οικονομικές και εμπορικές σχέσεις.
Συγκεκριμένα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μειώσουν τον δασμό στα κινεζικά προϊόντα στο 30%, από 145% που ίσχυε μέχρι πρότινος. Αντίστοιχα, η Κίνα θα περιορίσει τους αντισταθμιστικούς δασμούς της στο 10%, έναντι του πρωθύστερου 125%.
Ο δασμός 30% των ΗΠΑ προκύπτει από συνδυασμό ενός ειδικού τέλους 20% που είχε επιβληθεί νωρίτερα φέτος για τον ρόλο της Κίνας στη διακίνηση της φαιντανύλης, όπως ανέφερε η αμερικανική πλευρά, και ενός γενικού δασμού 10% που ισχύει για όλες τις εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ με τρίτες χώρες. Η Κίνα, από την πλευρά της, προσαρμόζει τους δασμούς της στα ίδια επίπεδα, ευθυγραμμίζοντάς τους με τον παγκόσμιο μέσο όρο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πρόσθετοι δασμοί των ΗΠΑ σε κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα, χάλυβα και αλουμίνιο παραμένουν σε ισχύ.
Παραμένουν παλαιότερα εμπόδια
Η συμφωνία επικεντρώνεται σε μέτρα που επιβλήθηκαν τις τελευταίες πέντε εβδομάδες, χωρίς να αίρει τους παλαιότερους δασμούς ή άλλα εμπόδια που είχαν τεθεί πριν από τον Απρίλιο. Από την αμερικανική πλευρά, παραμένουν σε ισχύ οι επιπλέον δασμοί και περιορισμοί που επιβλήθηκαν πριν από τον Απρίλιο, μεταξύ των οποίων και οι ειδικοί δασμοί σε ηλεκτρικά οχήματα, χάλυβα και αλουμίνιο.
Δεν υπάρχει καμία αναφορά σε πιθανή ανάκληση της απόφασης της κυβέρνησης Τραμπ για την κατάργηση της απαλλαγής de minimis για εισαγωγές από την Κίνα και το Χονγκ Κονγκ. Η απόφαση αυτή, που ελήφθη στις 2 Μαΐου, κατήργησε την πολιτική που επέτρεπε την ατελή εισαγωγή δεμάτων αξίας κάτω των 800 δολαρίων και θεωρείται ότι πλήττει ιδιαίτερα τις εξαγωγές κινεζικών προϊόντων χαμηλής αξίας, κυρίως μέσω απευθείας αποστολής από τον κατασκευαστή στον τελικό καταναλωτή στις ΗΠΑ.
Από την κινεζική πλευρά, δεν έχει ξεκαθαριστεί ποιες ενέργειες θα ληφθούν για την άρση των αντιμέτρων που επιβλήθηκαν κατά των ΗΠΑ μετά τις 2 Απριλίου.
Τον Απρίλιο, η Κίνα προχώρησε στην επιβολή νέων ελέγχων εξαγωγών για κρίσιμα στοιχεία σπάνιων γαιών, στην έναρξη έρευνας για πιθανό αθέμιτο ανταγωνισμό κατά της χημικής εταιρείας DuPont, καθώς και στην επιβολή κυρώσεων σε ορισμένες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας και αμυντικού εξοπλισμού.
Η συμφωνία της Γενεύης ενδέχεται να οδηγήσει σε παύση της εν λόγω έρευνας και να επιτρέψει την επαναδραστηριοποίηση των εταιρειών που μπήκαν πρόσφατα σε μαύρη λίστα στην κινεζική αγορά. Ωστόσο, από τη διατύπωσή της προκύπτει ότι ίσως να μην επηρεάσει εταιρείες που περιλήφθηκαν στη λίστα νωρίτερα το 2025 ούτε να επιφέρει αλλαγές στην υπό εξέλιξη έρευνα κατά της Google για παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού.