Ερευνητής που προσλήφθηκε φέτος από το υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών των Ηνωμένων Πολιτειών (Health and Human Services – HHS) εργάζεται μαζί με άλλους επιστήμονες για την ανάκτηση δεδομένων που λείπουν από σύστημα παρακολούθησης της ασφάλειας των εμβολίων, δήλωσε ο υπουργός Υγείας Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζ., στις 7 Ιουνίου.
Πρόκειται για τον Ντέηβιντ Γκάιερ, ο οποίος, σύμφωνα με τον Κέννεντυ, ασχολείται με την ανάκτηση δεδομένων από το Σύστημα Καταγραφής Ασφάλειας Εμβολίων (Vaccine Safety Datalink – VSD), ένα σύστημα για το οποίο τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) έχουν αναγνωρίσει ότι λείπουν στοιχεία.
Ο Κέννεντυ ανέφερε σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ ότι το HHS έχει αναθέσει στον Γκάιερ να συμβουλεύει άλλους επιστήμονες σχετικά με τον τρόπο εντοπισμού των «χαμένων» δεδομένων και την ανασύνθεση των βάσεων του VSD, ώστε να γίνει αποπροσωποποίηση των πληροφοριών για την προστασία της ιδιωτικότητας των ασθενών και να καταστούν τα δεδομένα διαθέσιμα μέσω δημόσιου ιστότοπου σε κάθε ενδιαφερόμενο ερευνητή.
Ούτε τα CDC ούτε ο ίδιος ο Γκάιερ απάντησαν σε αιτήματα για σχολιασμό.
Το σύστημα VSD αποτελεί συνεργασία μεταξύ των CDC και 13 φορέων υγείας, περιλαμβανομένων έξι οργανισμών Kaiser Permanente, και διενεργεί έρευνες για την ασφάλεια των εμβολίων. Τα CDC και οι συνεργαζόμενοι φορείς δημοσιεύουν τακτικά μελέτες που βασίζονται στα δεδομένα αυτά, όπως πρόσφατο άρθρο του Μαΐου στο οποίο αναφέρεται ότι δεν εντοπίστηκε σύνδεση μεταξύ των εμβολίων κατά της COVID-19 και των αποβολών.
Η πρόσληψη του Γκάιερ από το HHS έχει προκαλέσει επικρίσεις. Η γερουσιαστής Μάγκι Χάσσαν (D-N.H.), σε επιστολή της προς τον Κέννεντυ, υποστήριξε ότι ο Γκάιερ «δεν διαθέτει επιστημονικά προσόντα» και υπενθύμισε ότι έχει κριθεί ένοχος για άσκηση ιατρικής χωρίς άδεια.
Ο Γκάιερ, ο οποίος δεν διαθέτει ιατρικό πτυχίο, κρίθηκε το 2012 ότι ασκούσε ιατρική παράνομα στο Μέρυλαντ, συνεχίζοντας την πρακτική πατέρα του, ο οποίος ήταν γιατρός. Η Ιατρική Επιτροπή της Πολιτείας τού επέβαλλε πρόστιμο 10.000 δολαρίων και απέρριψε την εισήγηση διοικητικού δικαστή για απαλλαγή.
Αργότερα, δικαστής της πολιτείας έκρινε ότι η Επιτροπή ενήργησε παρανόμως και επιδίκασε εκατομμύρια δολάρια ως αποζημίωση υπέρ της οικογένειας Γκάιερ. Ωστόσο, εφετείο ανέτρεψε την απόφαση ως προς την αγωγή αδικοπραξίας, κρίνοντας ότι τα μέλη της Επιτροπής απολάμβαναν πλήρη ασυλία· δεν αποφάνθηκε όμως επί της εκτίμησης ότι ενήργησαν με δόλο.
Ο Γκάιερ ασχολείται εδώ και χρόνια με την έρευνα για τα εμβόλια μαζί με τον πατέρα του, καθώς και με μελέτες βασισμένες σε δεδομένα του VSD, τις οποίες έχουν καταθέσει επανειλημμένως στο Ινστιτούτο Ιατρικής, το οποίο σήμερα ονομάζεται Εθνική Ακαδημία Ιατρικής. Σε έκθεση του 2005, το Ινστιτούτο είχε συστήσει την ευρύτερη πρόσβαση στα δεδομένα του VSD – σύσταση που, σύμφωνα με τον Κέννεντυ, τα CDC δεν υιοθέτησαν, αλλά επιχείρησαν να εμποδίσουν την πρόσβαση ανεξάρτητων ερευνητών στα δεδομένα του συστήματος.
Ως αποτέλεσμα των προσπαθειών των CDC, ο Ντέηβιντ Γκάιερ είναι ο μοναδικός εν ζωή ανεξάρτητος ερευνητής που έχει αποκτήσει πρόσβαση στο VSD, δήλωσε ο Κέννεντυ, πριν περιγράψει το έργο που επιτελεί ο Γκάιερ.
Ο Κέννεντυ ανέφερε ότι όλες οι μελλοντικές μελέτες του HHS για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων θα μπορούν να αναπαραχθούν. Τόνισε πως όπου είναι δυνατόν, θα αποπροσωποποιούν τα δεδομένα για την προστασία της ιδιωτικότητας των ασθενών και θα τα καθιστούν δημόσια διαθέσιμα.
Ο Κέννεντυ υπερασπίστηκε την πρόσληψη του Γκάιερ κατά τη διάρκεια κοινοβουλευτικής ακρόασης τον Μάιο, όπου η Χάσσαν του ζήτησε να τον απολύσει. Ο Κέννεντυ δήλωσε τότε ότι ο Γκάιερ προσελήφθη ως εργολάβος επειδή «υπάρχει πολλή αταξία με το VSD, συμπεριλαμβανομένων κατηγοριών για απάτη».
Ο Γκάιερ αναφέρεται ως ανώτερος αναλυτής δεδομένων του HHS στον κατάλογο υπαλλήλων του υπουργείου. Το HHS δεν έχει ακόμη παραδώσει τα στοιχεία απασχόλησης του Γκάιερ που ζήτησε η εφημερίδα The Epoch Times μέσω του Νόμου Ελευθερίας Πληροφοριών.
Εκπρόσωπος του HHS αρνήθηκε να παράσχει αποδεικτικά στοιχεία για τους ισχυρισμούς του Κέννεντυ σχετικά με το VSD. Αντίθετα, ο εκπρόσωπος δήλωσε στην Epoch Times σε πρόσφατο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι το VSD «είναι ουσιαστικά άχρηστο για σοβαρή έρευνα» και ότι το υπουργείο κατασκευάζει νέα συστήματα επιτήρησης.
Ένα αεροπλάνο με 20 περίπου επιβαίνοντες συνετρίβη στο Τεννεσσί την Κυριακή, με αποτέλεσμα αρκετοί άνθρωποι να διακομιστούν αεροπορικώς σε νοσοκομεία, επιβεβαίωσε η περιπολία αυτοκινητοδρόμων της πολιτείας.
«Οι αρχικές αναφορές μιλούν για 16-20 επιβάτες. Μερικοί έχουν διακομιστεί αεροπορικώς σε κοντινά νοσοκομεία», έγραψε η περιπολία αυτοκινητοδρόμων του Τεννεσσί σε μια ανάρτηση στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X, προσθέτοντας ότι το αεροπλάνο συνετρίβη στην κομητεία Κόφη, περίπου 60 μίλια νότια του Νάσβιλ.
Σε μια ανάρτηση στο Facebook, η περιπολία αυτοκινητοδρόμων ανέφερε ότι αρκετοί άνθρωποι έχουν διακομιστεί αεροπορικώς σε νοσοκομεία. Άλλοι αξιολογούνται επί τόπου, πρόσθεσε.
«Αυτή παραμένει μια ενεργή και εξελισσόμενη κατάσταση», δήλωσε η υπηρεσία επιβολής του νόμου. «Οι πρώτες βοήθειες της Τουλλαχόμα και το EMS της κομητείας Κόφη ηγούνται των προσπαθειών αντιμετώπισης. Παρακαλούμε, αποφύγετε την περιοχή για να επιτρέψετε στα συνεργεία έκτακτης ανάγκης να επιχειρήσουν με ασφάλεια. Θα κοινοποιήσουν περισσότερες ενημερώσεις, καθώς οι πληροφορίες θα γίνουν διαθέσιμες στο κοινό.»
Με βάση τις δύο αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν έχουν αναφερθεί θάνατοι μέχρι το απόγευμα της Κυριακής.
Βίντεο που κυκλοφόρησε η περιπολία αυτοκινητοδρόμων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δείχνει ότι το αεροσκάφος φαίνεται να είναι ένα μικρό αεροπλάνο, το οποίο έσπασε στη μέση.
Η Epoch Times επικοινώνησε με την πόλη Τουλλαχόμα, όπου σημειώθηκε η συντριβή, για σχόλια.
Ένας εκπρόσωπος δήλωσε στο CNN ότι δεν υπάρχουν θάνατοι, λέγοντας ότι το περιστατικό συνέβη στο Περιφερειακό Αεροδρόμιο Τουλλαχόμα. Αξιωματούχοι των Ομοσπονδιακών Αρχών Αεροπορίας βρίσκονται καθ’ οδόν για να βοηθήσουν στην έρευνα, πρόσθεσε ο εκπρόσωπος.
Περισσότερες λεπτομέρειες για τα θύματα, τους τραυματισμούς και πληροφορίες σχετικά με το τι οδήγησε στη συντριβή ή πώς συνέβη δεν ήταν άμεσα διαθέσιμες.
Περίπου 500 Αμερικανοί πεζοναύτες βρίσκονται σε ετοιμότητα για ανάπτυξη στο Λος Άντζελες εν μέσω ταραχών που έχουν σαρώσει την πόλη, ανακοίνωσε η Βόρεια Διοίκηση των ΗΠΑ (NORTHCOM).
Εκτός από τους περίπου 300 Εθνοφρουρούς, η NORTHCOM ανέφερε σε δελτίο τύπου ότι «περίπου 500 πεζοναύτες από το 2ο Τάγμα, 7ο τμήμα Πεζοναυτών στο Twentynine Palms της Καλιφόρνια, είναι σε κατάσταση ετοιμότητας για ανάπτυξη σε περίπτωση που είναι απαραίτητο για την ενίσχυση και υποστήριξη των προσπαθειών του υπουργείου Άμυνας για την προστασία της ομοσπονδιακής περιουσίας και του προσωπικού».
Οι διαμαρτυρίες και οι ταραχές ξεκίνησαν την Παρασκευή, αφού η Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE) συνέλαβε δεκάδες παράνομους μετανάστες στην πόλη στο πλαίσιο της μαζικής επιχείρησης απέλασης του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Σύμφωνα με τον νόμο Posse Comitatus, οι εν ενεργεία στρατιωτικοί μπορούν να αναπτυχθούν μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ο Νόμος περί Εξέγερσης του 1807 — τον οποίο ο Τραμπ δεν έχει ακόμη δεσμευτεί να χρησιμοποιήσει — απαριθμεί αυτές τις εξαιρέσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν πράγματα όπως η καταστολή των εξεγέρσεων, η επιβολή της ομοσπονδιακής εξουσίας και η προστασία των πολιτικών δικαιωμάτων όταν οι κρατικές αρχές δεν ενεργούν.
Η δήλωση καθιστά σαφές ότι δεν έχει ακόμη ληφθεί τελική απόφαση για το εάν οι συνεχιζόμενες ταραχές θα κηρυχθούν παραβιάσεις του νόμου περί Εξέγερσης.
Νωρίτερα στις 8 Ιουνίου, δημοσιογράφοι ρώτησαν τον Τραμπ εάν θα ενεργοποιήσει τη νομοθεσία για την αποκατάσταση της τάξης και την επιβολή των απελάσεων από την ICE στην πόλη.
«Εξαρτάται από το αν θα υπάρξει εξέγερση ή όχι», είπε ο Τραμπ.
Ο Τραμπ καλεί τους αξιωματούχους να «απελευθερώσουν το Λος Άντζελες»
Ο Τραμπ είχε δηλώσει ότι έδινε εντολή σε κορυφαίους στρατιωτικούς αξιωματούχους και εισαγγελείς να «απελευθερώσουν το Λος Άντζελες» εν μέσω συνεχιζόμενων ταραχών που σχετίζονται με επιδρομές της Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Τελωνείων που στοχεύουν την παράνομη μετανάστευση στην πόλη.
«Μια κάποτε σπουδαία αμερικανική πόλη, το Λος Άντζελες, έχει δεχτεί εισβολή και καταληφθεί από παράνομους αλλοδαπούς και εγκληματίες», είπε ο Τραμπ σε μια ανάρτηση στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Truth Social. «Τώρα βίαια, εξεγερσιακά πλήθη συγκεντρώνονται και επιτίθενται στους Ομοσπονδιακούς μας πράκτορες για να προσπαθήσουν να σταματήσουν τις επιχειρήσεις απέλασης — Αλλά αυτές οι άνομες ταραχές ενισχύουν μόνο την αποφασιστικότητά μας».
Διαδηλωτές αντιμέτωποι με ομοσπονδιακούς πράκτορες και Εθνοφρουρά της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες στις 8 Ιουνίου 2025. (John Fredricks/The Epoch Times)
Νωρίτερα την Κυριακή, την τρίτη ημέρα διαμαρτυριών κατά της κυβέρνησης, μέλη της Εθνοφρουράς συγκρούστηκαν με διαδηλωτές, με αποτέλεσμα να εκτοξευθούν δακρυγόνα σε ένα αυξανόμενο πλήθος κοντά σε ένα ομοσπονδιακό συγκρότημα στην πόλη, σύμφωνα με βίντεο.
Η αντιπαράθεση ξέσπασε μπροστά από το Μητροπολιτικό Κέντρο Κράτησης στο κέντρο του Λος Άντζελες, καθώς μια ομάδα φώναζε προσβολές σε μέλη της φρουράς που ήταν παραταγμένα ώμο με ώμο πίσω από πλαστικές ασπίδες.
Καθώς ο ήλιος έδυε πάνω από την πόλη, οι ταραχές συνεχίστηκαν. Κοντά στο κέντρο της πόλης, τουλάχιστον τέσσερα αυτοοδηγούμενα αυτοκίνητα Waymo πυρπολήθηκαν. Χειροβομβίδες ελέγχου πλήθους κρότου-λάμψης χρησιμοποιήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς.
Ο Τραμπ δήλωσε ότι έδωσε εντολή στην υπουργό Εσωτερικής Ασφάλειας Κρίστι Νόεμ, στον υπουργό Άμυνας Πιτ Χέγσεθ και στην Γενική Εισαγγελέα Παμ Μπόντι «να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την απελευθέρωση του Λος Άντζελες από την Εισβολή Μεταναστών και να τερματίσουν αυτές τις ταραχές των μεταναστών».
«Η τάξη θα αποκατασταθεί, οι παράνομοι μετανάστες θα απελαθούν και το Λος Άντζελες θα απελευθερωθεί».
Ο Νιούσομ ζητά απομάκρυνση της Εθνοφρουράς
Επιβεβαιώθηκε επίσης ότι στρατεύματα της Εθνοφρουράς βρίσκονται στο Λος Άντζελες, αφού ο Τραμπ διέταξε την ανάπτυξή τους το Σαββατοκύριακο, μετά από ημέρες διαμαρτυριών και ταραχών στην πόλη.
Η Βόρεια Διοίκηση των ΗΠΑ επιβεβαίωσε σε μια ανάρτηση στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X το πρωί της Κυριακής ότι η Εθνοφρουρά της Καλιφόρνια άρχισε να αναπτύσσει στρατεύματα στην περιοχή του Λος Άντζελες και ότι ορισμένα μέλη «βρίσκονται ήδη στο έδαφος».
«Πρόσθετες πληροφορίες θα παρασχεθούν καθώς οι μονάδες θα αναγνωρίζονται και θα αναπτύσσονται», πρόσθεσε ο στρατός, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών στρατευμάτων της Εθνοφρουράς και άλλων περιουσιακών στοιχείων.
Σε δήλωσή του στις 8 Ιουνίου, ο Κυβερνήτης Γκάβιν Νιούσομ ζήτησε την απόσυρση των φρουρών.
«Έχω ζητήσει επίσημα από την κυβέρνηση Τραμπ να ανακαλέσει την παράνομη ανάπτυξη στρατευμάτων στην κομητεία του Λος Άντζελες και να τα επιστρέψει υπό την διοίκησή μου», δήλωσε ο Νιούσομ.
«Δεν είχαμε πρόβλημα μέχρι που ενεπλάκη ο Τραμπ», είπε. «Πρόκειται για σοβαρή παραβίαση της πολιτειακής κυριαρχίας — υποδαυλίζοντας εντάσεις ενώ παράλληλα αποσύρει πόρους από εκεί που πραγματικά χρειάζονται».
Μιλώντας σε δημοσιογράφους, ο Τραμπ δήλωσε ότι αξιωματούχοι της Καλιφόρνια που εργάζονται κατά των συνεχιζόμενων απελάσεων θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ομοσπονδιακές κατηγορίες.
«Εάν άνθρωποι σταθούν εμπόδιο στην τήρηση του νόμου και της τάξης, ναι, θα αντιμετωπίσουν κατηγορίες», είπε.
Μέλη της Εθνοφρουράς της Καλιφόρνια εθεάθησαν να οργανώνονται νωρίς την Κυριακή στο ομοσπονδιακό συγκρότημα στο κέντρο του Λος Άντζελες, το οποίο περιλαμβάνει το Μητροπολιτικό Κέντρο Κράτησης, έναν από τους πολλούς χώρους όπου έχουν λάβει χώρα αντιπαραθέσεις με εκατοντάδες ανθρώπους τις τελευταίες δύο ημέρες.
Στα στρατεύματα περιλαμβάνονταν μέλη της 79ης Ομάδας Μάχης Πεζικού, σύμφωνα με μια ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της Βόρειας Διοίκησης των ΗΠΑ που έδειχνε δεκάδες μέλη της Εθνοφρουράς με μεγάλα όπλα και ένα τεθωρακισμένο όχημα.
Το μήνυμα εκδόθηκε λίγες ώρες αφότου ο Τραμπ έγραψε στο Truth Social ότι η Εθνοφρουρά κάνει «εξαιρετική δουλειά» για να καταστείλει «τη βία, τις συγκρούσεις και τις αναταραχές» προτού κατηγορήσει τόσο τον κυβερνήτη της Καλιφόρνια Γκάβιν Νιούσομ όσο και τη δήμαρχο του Λος Άντζελες Κάρεν Μπας, και οι δύο Δημοκρατικοί, ότι αντιδρούν αργά στις διαμαρτυρίες.
Νωρίτερα την Κυριακή, ο Μπας έγραψε ότι «η Εθνοφρουρά δεν έχει αναπτυχθεί στην πόλη του Λος Άντζελες», αν και αυτό έγινε πριν από την ανάρτηση της Βόρειας Διοίκησης. Η Epoch Times επικοινώνησε με το γραφείο του Μπας για σχόλια.
«Αυτές οι διαμαρτυρίες της ριζοσπαστικής αριστεράς, από υποκινητές και συχνά πληρωμένους ταραχοποιούς, ΔΕΝ θα γίνουν ανεκτές», έγραψε ο πρόεδρος. «Επίσης, από τώρα και στο εξής, ΔΕΝ θα επιτρέπεται η χρήση ΜΑΣΚΩΝ σε διαμαρτυρίες».
«Νόμος και τάξη»
Το Σαββατοκύριακο, ο Τραμπ επιβεβαίωσε σε υπογεγραμμένο υπόμνημα ότι θα αναπτύξει 2.000 στρατιώτες της Εθνοφρουράς στο Λος Άντζελες ως απάντηση στη βία.
Σε μια ένδειξη της προσέγγισης της κυβέρνησης, ο Χέγκσεθ προειδοποίησε επίσης ότι θα μπορούσε να αναπτύξει εν ενεργεία πεζοναύτες «εάν η βία συνεχιστεί» στην περιοχή. Έκανε τα σχόλια πριν από την ανακοίνωση του Τραμπ.
Ερωτηθείς για το θέμα, ο Τραμπ υπέδειξε επίσης ότι η αποστολή πεζοναυτών ήταν μια πιθανότητα.
«Το όριο είναι αυτό που νομίζω ότι είναι. Θέλω να πω, αν δούμε κίνδυνο για τη χώρα μας και τους πολίτες μας, [η αποστολή πεζοναυτών] θα είναι πολύ, πολύ ισχυρή όσον αφορά τον νόμο και την τάξη. Πρόκειται για τον νόμο και την τάξη».
Η ανάπτυξη της Εθνοφρουράς έρχεται επίσης μετά από συγκρούσεις κοντά σε ένα κατάστημα Home Depot στην έντονα λατινοαμερικανική πόλη Πάραμαουντ, νότια του Λος Άντζελες. Καθώς οι διαδηλωτές προσπάθησαν να μπλοκάρουν οχήματα της Συνοριακής Περιπολίας, με ορισμένους να πετούν πέτρες και κομμάτια τσιμέντου, οι ομοσπονδιακοί πράκτορες εξαπέλυσαν δακρυγόνα, εκρηκτικά κρότου λάμψης και μπάλες πιπεριού.
Οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν μέχρι το βράδυ στο Πάραμαουντ, με αρκετές εκατοντάδες διαδηλωτές να συγκεντρώνονται κοντά σε ένα κατάστημα ντόνατς και τις αρχές να κρατούν συρματοπλέγματα για να συγκρατούν το πλήθος. Συγκρούσεις σημειώθηκαν επίσης στο γειτονικό Κόμπτον, όπου ένα αυτοκίνητο πυρπολήθηκε.
Εν τω μεταξύ, πλήθη συγκεντρώθηκαν ξανά έξω από ομοσπονδιακά κτίρια στο κέντρο του Λος Άντζελες, συμπεριλαμβανομένου ενός κέντρου κράτησης, όπου η τοπική αστυνομία κήρυξε παράνομη συγκέντρωση και άρχισε να συλλαμβάνει άτομα.
Αξιωματούχοι της Εσωτερικής Ασφάλειας υπερασπίστηκαν την εργασία τους σχετικά με την μετανάστευση στην πόλη, σημειώνοντας ότι αξιωματούχοι της Μετανάστευσης και των Τελωνείων συνέλαβαν έναν 55χρονο παράνομο μετανάστη από τις Φιλιππίνες, ο οποίος είχε πολλαπλές ποινικές καταδίκες. Η εκπρόσωπος της Εσωτερικής Ασφάλειας, Τρίσια Μακ Λάφλιν, έγραψε ότι έχει καταδίκες για επίθεση, κλοπή, διάρρηξη και βιασμό.
«Αυτός ο εγκληματίας παράνομος αλλοδαπός είναι αυτός που [ο Νιούσομ, η Μπας] και οι ταραξίες προσπαθούν να προστατεύσουν έναντι των πολιτών των ΗΠΑ», έγραψε στο X.
Ο Νιούσομ έγραψε σε μια ανάρτηση στο X ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υπό τον Τραμπ προσπαθεί να «αναλάβει τον έλεγχο της Εθνοφρουράς της Καλιφόρνια και να αναπτύξει 2.000 στρατιώτες», προσθέτοντας ότι είναι «σκόπιμα έντονο και μόνο θα κλιμακώσει τις εντάσεις».
Οι τοπικές αρχές μπορούν να «έχουν πρόσβαση σε βοήθεια επιβολής του νόμου ανά πάσα στιγμή», πρόσθεσε ο κυβερνήτης. «Βρισκόμαστε σε στενή συνεργασία με την πόλη και την κομητεία και προς το παρόν δεν υπάρχει καμία ανεκπλήρωτη ανάγκη. Η Φρουρά έχει υπηρετήσει αξιοθαύμαστα το Λος Άντζελες καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάκαμψης. Αυτή είναι μια λάθος αποστολή και θα διαβρώσει την εμπιστοσύνη του κοινού».
Η Κίνα έχει θέσει σε εφαρμογή ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο αποσταθεροποίησης των Ηνωμένων Πολιτειών μέσω της επιδείνωσης της κρίσης φαιντανύλης, σύμφωνα με τον διευθυντή του FBI, Κας Πατέλ.
Σε συνέντευξή του στον Τζο Ρόγκαν, που δημοσιεύθηκε στις 6 Ιουνίου, ο Πατέλ ανέφερε ότι ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε επιδείξει ιδιαίτερα αποτελεσματική δράση κατά των κυκλωμάτων διακίνησης ναρκωτικών και στην ενίσχυση των ελέγχων στα νότια σύνορα των ΗΠΑ. Ωστόσο, όπως σημείωσε, η ρίζα του προβλήματος εντοπίζεται στη δράση του κινεζικού καθεστώτος, που εξάγει χημικές πρόδρομες ουσίες που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή φαιντανύλης.
Ο Πατέλ υποστήριξε ότι οι κινεζικές εξαγωγές δεν αποφέρουν μεγάλα οικονομικά κέρδη, γεγονός που – κατά την εκτίμησή του – υποδηλώνει ότι πρόκειται για στοχευμένη στρατηγική. Όπως είπε, το Πεκίνο αντιμετωπίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως αντίπαλο και επιχειρεί να τις «γονατίσει» μέσω της εξάπλωσης των οπιοειδών. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο απώτερος στόχος είναι η αποδυνάμωση ολόκληρων γενεών νέων Αμερικανών, που διαφορετικά θα μπορούσαν να υπηρετήσουν ως αστυνομικοί, στρατιώτες ή εκπαιδευτικοί.
Ο επικεφαλής του FBI εκτίμησε ότι η μαζική απώλεια δεκάδων χιλιάδων ζωών κάθε χρόνο εξυπηρετεί αυτό το σχέδιο. Σύμφωνα με στοιχεία των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), το 2024 καταγράφηκαν 48.422 θάνατοι στις ΗΠΑ που σχετίζονται με τη φαιντανύλη.
Τον Μάρτιο, η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε πρόσθετους δασμούς 20% στις κινεζικές εισαγωγές, επικαλούμενη την εμπλοκή του Πεκίνου στην παραγωγή των οπιοειδών.
Ο Πατέλ υποστήριξε ακόμη ότι η Κίνα παραπλάνησε τη διεθνή κοινότητα, ισχυριζόμενη ότι αποσύρθηκε από το εμπόριο φαιντανύλης, ενώ στην πραγματικότητα συνεχίζει να εξάγει δεκάδες άλλες πρόδρομες χημικές ουσίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή της. Όπως ανέφερε, το πρόβλημα δεν περιορίζεται στη μία ουσία που οι κινεζικές αρχές ανακοίνωσαν ότι σταματούν να διαθέτουν, καθώς υπάρχουν ακόμη 14 άλλα χημικά που συνεχίζουν να εξάγονται.
Δικτύωση μέσω Ινδίας και Καναδά
Από την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Πατέλ δήλωσε ότι το FBI ξεκίνησε μια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση με στόχο κινεζικές εταιρείες που εμπλέκονται στην παραγωγή πρόδρομων ουσιών. Ως αποτέλεσμα, οι κινεζικές επιχειρήσεις στράφηκαν στην αποστολή των χημικών σε Ινδία και Καναδά.
Όπως είπε, οι ουσίες μεταφέρονται στον Καναδά, όπου παρασκευάζεται η φαιντανύλη και στη συνέχεια διανέμεται μέσω διεθνών διαύλων, καθώς οι αμερικανικές επιχειρήσεις καταστολής έχουν καταστήσει τη διακίνηση από τον νότο δυσκολότερη.
Ο Πατέλ αποκάλυψε ότι είχε πρόσφατη επικοινωνία με την ινδική κυβέρνηση και ότι πράκτορες του FBI εργάζονται επί τόπου σε συνεργασία με τις ινδικές αρχές για τον εντοπισμό των εταιρειών που συμμετέχουν στην παραγωγή. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες σχεδιάζουν να επιβάλουν κυρώσεις, να προχωρήσουν σε συλλήψεις και να ασκήσουν διώξεις τόσο στο αμερικανικό όσο και στο ινδικό έδαφος, όπου αυτό είναι δυνατό.
Τον Μάιο, η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών των ΗΠΑ (Drug Enforcement Administration – DEA) δημοσίευσε την ετήσια έκθεσή της για τις απειλές που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, στην οποία αναφέρονται νέες εγκαταστάσεις παραγωγής φαιντανύλης υψηλής τεχνολογίας στον Καναδά. Αν και ο όγκος των ουσιών από τον Καναδά παραμένει μικρός σε σύγκριση με εκείνον που προέρχεται από το Μεξικό, η DEA προειδοποίησε ότι οι καναδικές εγκαταστάσεις έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν πιθανά κενά στην παροχή, εάν υπάρξει διακοπή της ροής από το Μεξικό.
Τον Ιανουάριο, δύο ινδικές φαρμακευτικές εταιρείες — η Raxuter Chemicals και η Athos Chemicals — κατηγορήθηκαν για εγκληματική συνωμοσία με στόχο τη διανομή και εισαγωγή πρόδρομων ουσιών στις ΗΠΑ, στο Μεξικό και σε άλλες χώρες. Ο Μπχαβές Λαθίγια, ιδρυτής και στέλεχος της Raxuter, συνελήφθη στη Νέα Υόρκη και του απαγγέλθηκαν παρόμοιες κατηγορίες.
Σύμφωνα με τις εισαγγελικές αρχές, οι εταιρείες προέβησαν σε παραπλανητικές ενέργειες, όπως η ψευδής επισήμανση δεμάτων, η παραποίηση τελωνειακών εγγράφων και ψευδείς δηλώσεις σε συνοριακούς ελέγχους.
Τον Μάιο, οι ομοσπονδιακές αρχές των ΗΠΑ προχώρησαν στη μεγαλύτερη επιχείρηση κατάσχεσης φαιντανύλης στην ιστορία της DEA, με 16 συλλήψεις και κατασχέσεις άνω των 400 κιλών ναρκωτικών σε πέντε πολιτείες.
Ο Πατέλ έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την παρασκευή ψευδεπίγραφων χαπιών που περιέχουν φαιντανύλη, με μορφή που θυμίζει καραμέλες ή ζελεδάκια, καθιστώντας τα ιδιαίτερα ελκυστικά για νεαρότερες ηλικίες. Τρεις Κινέζοι υπήκοοι και μία εταιρεία με έδρα την Κίνα κατηγορήθηκαν τον ίδιο μήνα για την εισαγωγή μηχανημάτων παραγωγής τέτοιων χαπιών στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Πατέλ διαβεβαίωσε ότι έχει δεσμευθεί προσωπικά απέναντι στον πρόεδρο και στους Αμερικανούς πολίτες να θέσει τέλος στους θανάτους από φαιντανύλη. Όπως ανέφερε, πρόκειται για μια παγκόσμια επιχείρηση ευρείας κλίμακας που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.
Τέθηκε σε ισχύ τα ξημερώματα της 9ης Ιουνίου το νέο ταξιδιωτικό διάταγμα του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, το οποίο απαγορεύει πλήρως την είσοδο πολιτών από 12 χώρες και επιβάλλει περιορισμούς σε επτά ακόμη. Το μέτρο εφαρμόστηκε μέσω προεδρικής διακήρυξης και όχι μέσω εκτελεστικού διατάγματος, κάτι που του προσδίδει περισσότερο συμβολικό και πολιτικό χαρακτήρα, καθώς δεν έχει δεσμευτική νομική ισχύ.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, οι 12 χώρες που υπόκεινται σε πλήρη απαγόρευση εισόδου είναι οι εξής: Αφγανιστάν, Τσαντ, Ισημερινή Γουινέα, Ερυθραία, Αϊτή, Ιράν, Λιβύη, Μιανμάρ (Βιρμανία), Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Σομαλία, Σουδάν και Υεμένη. Οι πολίτες των κρατών αυτών απαγορεύεται να εισέλθουν στις ΗΠΑ, είτε ως μετανάστες είτε για άλλο λόγο.
Παράλληλα, μερικοί περιορισμοί επιβάλλονται σε πολίτες από τις εξής επτά χώρες: Μπουρούντι, Κούβα, Λάος, Σιέρα Λεόνε, Τόγκο, Τουρκμενιστάν και Βενεζουέλα. Η διακήρυξη προβλέπει αναστολή εισόδου ατόμων από αυτές τις χώρες τόσο ως μετανάστες όσο και ως μη μετανάστες, συγκεκριμένα για τις κατηγορίες θεωρήσεων B-1, B-2, B-1/B-2, F, M και J.
Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι όσοι βρίσκονται ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες με έγκυρη θεώρηση από τις εν λόγω χώρες επιτρέπεται να παραμείνουν.
Ο πρόεδρος Τραμπ συνέδεσε το μέτρο με ζητήματα εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης, υποστηρίζοντας σε βίντεο που ανήρτησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ότι η νέα απαγόρευση συνδέεται με τους κινδύνους που ενέχουν επισκέπτες οι οποίοι παραμένουν στις ΗΠΑ πέραν της νόμιμης διάρκειας των θεωρήσεών τους, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στην τρομοκρατική επίθεση της 1ης Ιουνίου στο Μπόλντερ του Κολοράντο.
Κατά την αμερικανική Υπηρεσία Εσωτερικής Ασφάλειας, ο φερόμενος δράστης της επίθεσης, Μοχάμεντ Σαμπρί Σολιμάν, ήταν υπήκοος Αιγύπτου ο οποίος είχε υπερβεί το χρονικό όριο της θεώρησής του.
Η προεδρική διακήρυξη αναφέρει ότι αποτελεί πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών να προστατεύουν τους πολίτες τους από τρομοκρατικές επιθέσεις και άλλες απειλές κατά της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης. Επισημαίνεται επίσης ότι οι διαδικασίες ελέγχου και αξιολόγησης των αιτήσεων για θεώρηση διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην υλοποίηση αυτής της πολιτικής.
Αναφορικά με τις συγκεκριμένες χώρες, η διακήρυξη συνδέει την απαγόρευση για το Αφγανιστάν με τον έλεγχο της χώρας από τους Ταλιμπάν, για το Ιράν με την υποστήριξη που παρέχει σε τρομοκρατικές ομάδες και την έλλειψη συνεργασίας με τις ΗΠΑ, ενώ για τη Σομαλία γίνεται λόγος για εσωτερικά προβλήματα τρομοκρατίας.
Αναφορά γίνεται επίσης στη μαζική παράνομη μετανάστευση από την Αϊτή, η οποία, σύμφωνα με το κείμενο, δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για τις αμερικανικές κοινότητες, όπως υπέρβαση της διάρκειας θεώρησης, ίδρυση εγκληματικών δικτύων και άλλες απειλές για την ασφάλεια.
Για τις λοιπές χώρες, το μέτρο αιτιολογείται με την άρνηση συνεργασίας των κυβερνήσεών τους, όπως η μη αποδοχή επιστροφής απελαθέντων υπηκόων. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, το Τσαντ κατέγραψε ποσοστά υπέρβασης διάρκειας θεώρησης της τάξης του 37%, 49% και 55% το 2022 και 2023, ανάλογα με τον τύπο θεώρησης. Η διακήρυξη χαρακτηρίζει τα ποσοστά αυτά «απαράδεκτα» και «ένδειξη προφανούς αδιαφορίας» προς τη μεταναστευτική νομοθεσία των ΗΠΑ.
Το μέτρο συνδέεται με εκτελεστικό διάταγμα της 20ής Ιανουαρίου, μέσω του οποίου ο Τραμπ είχε δώσει εντολή στα υπουργεία Εξωτερικών και Εσωτερικής Ασφάλειας, καθώς και στο Γραφείο του Διευθυντή Εθνικών Πληροφοριών, να συντάξουν έκθεση σχετικά με την «εχθρική στάση» έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και πιθανούς κινδύνους για την εθνική ασφάλεια από την είσοδο πολιτών ορισμένων χωρών.
Το μέτρο προκάλεσε αντιδράσεις από διεθνείς οργανώσεις και φορείς υπεράσπισης των προσφύγων. Ο Διεθνής Οργανισμός Συνδρομής σε Πρόσφυγες (International Refugee Assistance Project – IRAP) χαρακτήρισε την απαγόρευση ως «εργαλείο πολιτικοποίησης και διαστρέβλωσης των μεταναστευτικών νόμων» με στόχο «ανθρώπους με τους οποίους ο πρόεδρος διαφωνεί», προειδοποιώντας ότι ενδέχεται να προκαλέσει «χάος».
Ανησυχία εξέφρασε και η Επιτροπή της Αφρικανικής Ένωσης, η οποία κάλεσε την αμερικανική κυβέρνηση να επιδείξει πιο συμβουλευτική προσέγγιση και να προχωρήσει σε ουσιαστικό διάλογο με τα κράτη που επηρεάζονται από το μέτρο.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ επιβεβαίωσε στις 6 Ιουνίου ότι δεν ενδιαφέρεται να επιχειρήσει επανασύνδεση με τον Έλον Μασκ, μετά τους διαξιφισμούς τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δηλώνοντας ότι αυτή τη στιγμή προτεραιότητα έχουν τα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
«Ενδιαφέρομαι πραγματικά για την επίλυση [αυτών των προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένων των προβλημάτων σε πολύ μακρινές χώρες», δήλωσε, προσθέτοντας ότι αυτά που τον απασχολούν είναι η Κίνα, η Ρωσία και το Ιράν, και όχι ο Μασκ.
«Απλώς εύχομαι να είναι καλά», είπε ο πρόεδρος.
Η ένταση μεταξύ των δύο κλιμακώθηκε όταν ο Μασκ χαρακτήρισε τον νόμο One Big Beautiful Bill Act, τον οποίο εξετάζει το Κογκρέσο, «αηδιαστικό βδέλυγμα» — μέρες αφότου ο δισεκατομμυριούχος της τεχνολογίας αποχώρησε από την κυβέρνηση Τραμπ μετά τη λήξη της θητείας του ως ειδικού κυβερνητικού υπαλλήλου στα τέλη Μαΐου — εκφράζοντας ανησυχία για τον πιθανό δημοσιονομικό αντίκτυπο του νομοσχεδίου στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Ο Τραμπ και ανώτεροι αξιωματούχοι της κυβέρνησης δήλωσαν ότι το νομοσχέδιο θα μειώσει το έλλειμμα, καθώς δίνει περίπου 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια από υποχρεωτική εξοικονόμηση κατά την επόμενη δεκαετία.
«Η εξοικονόμηση 1,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων του νομοσχεδίου One Big Beautiful Bill είναι μόνιμη αλλαγή στον νόμο — που σημαίνει ότι θα διατηρηθεί για πολύ καιρό», ανέφερε ο Λευκός Οίκος σε πρόσφατο ενημερωτικό δελτίο.
Απαντώντας σε ερώτηση Τύπου σχετικά με τα σχόλια του Μασκ, ο Τραμπ ανέφερε τη χρονική στιγμή των επικρίσεων και ισχυρίστηκε ότι ο Μασκ ήταν αναστατωμένος επειδή το νομοσχέδιο θα καταργούσε τις φορολογικές ελαφρύνσεις για τα ηλεκτρικά οχήματα.
«Ο Έλον και εγώ είχαμε μια εξαιρετική σχέση. Δεν ξέρω αν θα την έχουμε πια», δήλωσε ο Τραμπ σε δημοσιογράφους στις 5 Ιουνίου, δίπλα στον Γερμανό καγκελάριο Φρήντριχ Μερτς, στο Οβάλ Γραφείο. «Έμεινα έκπληκτος.»
Ο Μασκ, ο οποίος είναι διευθύνων σύμβουλος της κατασκευάστριας ηλεκτρικών αυτοκινήτων Tesla, αρνήθηκε τον ισχυρισμό του προέδρου και είπε: «Είτε θα έχετε έναν μεγάλο και άσχημο νόμο είτε έναν μικρό και όμορφο νόμο».
«Διατηρήστε τις περικοπές κινήτρων για ηλεκτρικά/ηλιακά οχήματα στο νομοσχέδιο, παρόλο που δεν αγγίζονται οι επιδοτήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου (πολύ άδικο!!), αλλά ξεφορτωθείτε το ΒΟΥΝΟ ΑΗΔΙΑΣΤΙΚΗ ΣΠΑΤΑΛΗΣ στο νομοσχέδιο», δήλωσε ο Μασκ σε μια ανάρτηση.
Ο Μασκ επίσης απέδωσε στον εαυτό του τα εύσημα για την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, για την ανακατάληψη της Βουλής των Αντιπροσώπων από τους Ρεπουμπλικανούς και για τον αριθμό των εδρών της Γερουσίας από τους Ρεπουμπλικανούς που διαμορφώθηκαν στις 53 αντί για 51.
Κατά τη διάρκεια της διαμάχης τους, ο Τραμπ απείλησε επίσης να αρχίσει να μειώνει τις συμβάσεις και τις επιδοτήσεις των εταιρειών του Μασκ από την κυβέρνηση των ΗΠΑ.
«Ο ευκολότερος τρόπος για να εξοικονομήσουμε χρήματα από τον προϋπολογισμό μας, δισεκατομμύρια και δισεκατομμύρια δολάρια, είναι να τερματίσουμε τις κυβερνητικές επιδοτήσεις και συμβάσεις του Έλον Μασκ», έγραψε ο Τραμπ σε ανάρτησή του στο Truth Social.
Σε αυτό ο Μασκ απάντησε ότι θα μπορούσε να ξεκινήσει τον παροπλισμό των σκαφών SpaceX Crew Dragon — του μόνου ενεργού μέσου επανδρωμένων διαστημικών πτήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών — αλλά απέσυρε αργότερα την απειλή αυτή, και στις 6 Ιουνίου ο Τραμπ ρωτήθηκε πόσο σοβαρά τον ενδιέφερε να μειώσει τις συμβάσεις.
«Θα τα εξετάσουμε όλα», είπε ο πρόεδρος, τονίζοντας τη δικαιοσύνη για τον Μασκ και τη χώρα και σημειώνοντας ότι «είναι πολλά χρήματα» και «πολλές επιδοτήσεις».
Κατά τη διάρκεια της 130 ημερών θητείας του στην κυβέρνηση Τραμπ, ο Μασκ ηγήθηκε του Τμήματος Αποδοτικότητας της Κυβέρνησης (DOGE), το οποίο δημιουργήθηκε από τον πρόεδρο για να βρει τρόπους μείωσης των περιττών ομοσπονδιακών δαπανών εν μέσω εθνικού χρέους-ρεκόρ και ενίσχυσης της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας.
Σχετικά με το DOGE, ο Τραμπ επιβεβαίωσε ότι η δουλειά του δεν είχε ολοκληρωθεί και η κυβέρνησή του «ουσιαστικά αναλαμβάνει», με πολλούς ανθρώπους να παραμένουν στο προσωπικό.
«Είναι καταπληκτικό», είπε ο πρόεδρος. «Εξοικονομήσαμε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια.»
Όταν ρωτήθηκε αν επρόκειτο να επιστρέψει το Tesla του, ο Τραμπ είπε ότι δεν το είχε σκεφτεί και ελπίζει ότι ο Μασκ θα τα πάει καλά με την εταιρεία ηλεκτρικών αυτοκινήτων του.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε στις 6 Ιουνίου εκτελεστικές εντολές για την προώθηση της έρευνας και ανάπτυξης σε δύο καινοτόμους τομείς της αεροναυπηγικής: τα ιπτάμενα αυτοκίνητα και την υπερηχητική πτήση.
Οι δύο εντολές υπογράφηκαν μαζί με άλλες που αφορούν την τεχνολογία και τις ρυθμίσεις για τα αμερικανικά drone. Όπως ανέφερε ανώτερος αξιωματούχος του Λευκού Οίκου, μία από τις εντολές καλεί την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Αεροπορίας (Federal Aviation Administration – FAA) να ξεκινήσει τη δοκιμή των λεγόμενων eVTOL (ηλεκτρικά αεροσκάφη κάθετης απογείωσης και προσγείωσης), γνωστών και ως ιπτάμενων αυτοκινήτων.
Σύμφωνα με τον Μάικλ Κράτσιο, διευθυντή του Γραφείου Πολιτικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του Λευκού Οίκου, η εντολή αυτή προβλέπει την ίδρυση πιλοτικού προγράμματος σε συνεργασία με φορείς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Ο Κράτσιος σημείωσε ότι τα ιπτάμενα αυτοκίνητα δεν ανήκουν μόνο στον φανταστικό κόσμο των Jetsons, αλλά προορίζονται και για τους Αμερικανούς πολίτες στο άμεσο μέλλον.
Ο ίδιος ανέφερε ότι η τεχνολογία eVTOL υπόσχεται να φέρει επανάσταση τόσο στις μεταφορές όσο και στην παράδοση φορτίων και στη διαχείριση εφοδιαστικής, ανοίγοντας τον δρόμο για μια νέα εποχή της αμερικανικής καινοτομίας.
Αναφορικά με τις υπερηχητικές πτήσεις, η δεύτερη εντολή αίρει περιοριστικές ρυθμίσεις που παρεμπόδιζαν την ανάπτυξη της σχετικής τεχνολογίας, ενώ ζητεί από την FAA να θεσπίσει νέο πρότυπο πιστοποίησης θορύβου για τα υπερηχητικά αεροσκάφη. Επίσης, ενισχύεται η συνεργασία μεταξύ FAA και του Λευκού Οίκου στο πεδίο της έρευνας, ενώ δίνεται έμφαση και στη διεθνή διάσταση, με στόχο τον συντονισμό των παγκόσμιων κανονισμών και των διμερών συμφωνιών για την υπερηχητική πτήση.
Κατά τον Κράτσιο, οι συγκεκριμένες εκτελεστικές εντολές θα επιταχύνουν την αμερικανική καινοτομία σε τομείς όπως τα drone, τα ιπτάμενα αυτοκίνητα και τα υπερηχητικά αεροσκάφη, διαμορφώνοντας το μέλλον των αμερικανικών αιθέρων για τα επόμενα χρόνια.
Όπως ανέφερε, ο πρόεδρος Τραμπ επιδιώκει να φέρει επανάσταση στον τομέα της υπερηχητικής αεροπλοΐας στις ΗΠΑ, έπειτα από δεκαετίες περιοριστικών κανονισμών που απέτρεψαν τη χρήση της τεχνολογίας στις εμπορικές αερομεταφορές. Ο Κράτσιος εκτίμησε ότι οι Αμερικανοί πολίτες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ταξιδεύουν από τη Νέα Υόρκη στο Λος Άντζελες σε λιγότερες από τέσσερις ώρες. Όπως είπε, οι πρόσφατες εξελίξεις στη μηχανική αεροναυπηγικής, στην επιστήμη υλικών και στη μείωση θορύβου έχουν καταστήσει την υπερηχητική πτήση εντός ΗΠΑ ασφαλή, βιώσιμη και εμπορικά εφαρμόσιμη.
Παρατήρησε, ωστόσο, ότι για σχεδόν μισό αιώνα παρωχημένες και υπερβολικά περιοριστικές ρυθμίσεις καθηλώσαν τις υπερηχητικές επιβατικές πτήσεις, περιορίζοντας την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ στην αεροπλοΐα. Όπως πρόσθεσε, τόσο η τεχνολογία όσο και η αγορά είναι πλέον ώριμες.
Η κυβέρνηση, όπως έγινε γνωστό, έχει ήδη αρχίσει να υπογράφει συμβάσεις και συμφωνίες με μεγάλες εμπορικές αεροπορικές εταιρείες, οι οποίες έχουν εκδηλώσει πρόθεση να αγοράσουν υπερηχητικά αεροσκάφη, ενισχύοντας την ανάπτυξη του κλάδου.
Ο Κράτσιος υπογράμμισε ότι το μήνυμα της αμερικανικής κυβέρνησης είναι σαφές: η καινοτομία πρέπει να παραμείνει εντός του αμερικανικού αεροδιαστημικού τομέα.
Τέλος, ο Σεμπάστιαν Γκόρκα, αναπληρωτής βοηθός του προέδρου και ανώτερος διευθυντής για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, δήλωσε ότι οι εντολές της 6ης Ιουνίου αποσκοπούν στην «αποκατάσταση της κυρίαρχης εθνικής εποπτείας του εναέριου χώρου των ΗΠΑ».
Ο Ίλον Μασκ ανακοίνωσε στις 5 Ιουνίου ότι η SpaceX θα ξεκινήσει την απόσυρση του διαστημοπλοίου Dragon, αφού ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ φάνηκε να ζητά τον τερματισμό όλων των κρατικών επιδοτήσεων και συμβάσεων μαζί του.
«Λόγω της δήλωσης του Προέδρου σχετικά με την ακύρωση των κυβερνητικών συμβάσεών μου, η @SpaceX θα ξεκινήσει αμέσως τον παροπλισμό του διαστημοπλοίου Dragon», έγραψε ο Μασκ στο X.
Το πλήρωμα και οι κάψουλες φορτίου του SpaceX Dragon αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των διαστημικών προσπαθειών της Εθνικής Υπηρεσίας Αεροναυτικής και Διαστήματος (NASA) εδώ και αρκετά χρόνια, λειτουργώντας την πρώτη αποστολή φορτίου στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό το 2012 και εκτοξεύοντας την πρώτη επανδρωμένη αποστολή της το 2020.
Η εταιρεία έχει εγκατασταθεί στο ιστορικό συγκρότημα εκτόξευσης 39A του Διαστημικού Κέντρου Κένεντι, το οποίο προσθέτει έναν πύργο εκτόξευσης για τον κολοσσό Starship, και στο συγκρότημα εκτόξευσης 40 του Διαστημικού Σταθμού Ακρωτηρίου Κανάβεραλ στη Φλόριντα.
Η SpaceX έχει επίσης αναλάβει σύμβαση για την παροχή ενός από τα σεληνιακά σκάφη προσεδάφισης για το πρόγραμμα Artemis της NASA για την επιστροφή ανθρώπων στη σελήνη, και επρόκειτο να αναπτύξει το διαστημόπλοιο που θα έθετε στρατηγικά εκτός τροχιάς τον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό έως το 2030.
Η κάψουλα Crew Dragon της SpaceX, προς το παρόν, παραμένει το μόνο μέσο επανδρωμένων διαστημικών πτήσεων της Αμερικής.
Παρόλο που η Boeing προσπάθησε να προσθέσει μια δεύτερη επιλογή, η πλήρης λήξη της εμπορικής συνεργασίας πληρώματος SpaceX/NASA θα μπορούσε να σημαίνει άμεση απώλεια των συνεχών δυνατοτήτων επανδρωμένων διαστημικών πτήσεων των ΗΠΑ, μετά το τέλος του Προγράμματος Διαστημικού Λεωφορείου.
Το CST-100 Starliner της Boeing πραγματοποίησε μία δοκιμαστική πτήση στον διαστημικό σταθμό το 2024, αλλά απέτυχε να φέρει πίσω το πλήρωμά του λόγω τεχνικών προβλημάτων που ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια της πτήσης. Αυτοί οι αστροναύτες έπρεπε να βασιστούν σε μια κάψουλα Crew Dragon για να τους φέρει πίσω.
Ενώ το Starliner έχει προγραμματιστεί να μεταφέρει το 12ο πλήρωμα του εμπορικού προγράμματος πληρώματος της NASA στον διαστημικό σταθμό, δεν είναι σαφές εάν το διαστημόπλοιο θα είναι έτοιμο να πετάξει ξανά εγκαίρως.
Η NASA έχει επίσης μια επανδρωμένη κάψουλα στα σκαριά που ονομάζεται Orion, αλλά έχει σχεδιαστεί ειδικά για τις αποστολές Artemis προς τη Σελήνη και δεν έχει ακόμη πραγματοποιήσει δοκιμαστική πτήση με επανδρωμένο.
Η διαστημική εταιρεία του Τζεφ Μπέζος, Blue Origin, εργάζεται επίσης για την παροχή υπηρεσιών επιβατών σε χαμηλή τροχιά, αλλά ο πύραυλός της New Glenn μόλις αρχίζει να πετάει αποστολές φέτος και οι δυνατότητες του πληρώματος παραμένουν περιορισμένες σε υποτροχιακές πτήσεις κατά μήκος της Γραμμής Karman με τους πυραύλους New Shepherd στο δυτικό Τέξας.
Η σχέση της SpaceX με την κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν περιορίζεται στην πολιτική εργασία με τη NASA.
Η Διοίκηση Διαστημικών Συστημάτων ανακοίνωσε στις 4 Απριλίου ότι η SpaceX αναμενόταν να λάβει 5,9 δισεκατομμύρια δολάρια από τον προϋπολογισμό διαστημικής των 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων του υπουργείου Άμυνας για την εκτόξευση 28 αποστολών τα επόμενα τέσσερα χρόνια χρησιμοποιώντας τους πυραύλους Falcon 9 και Falcon Heavy.
Η απειλή για τον παροπλισμό διαστημοπλοίων ήρθε αφότου ο πρόεδρος υπαινίχθηκε ότι η λήξη των κυβερνητικών συμβάσεων με τον Μασκ θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος για να μειωθούν οι ομοσπονδιακές δαπάνες, κάτι που αποτελεί το θέμα στο επίκεντρο της πρόσφατης διαμάχης των δύο.
«Ο ευκολότερος τρόπος για να εξοικονομήσουμε χρήματα στον προϋπολογισμό μας, δισεκατομμύρια και δισεκατομμύρια δολάρια, είναι να τερματίσουμε τις κυβερνητικές επιδοτήσεις και συμβάσεις του Ίλον», δήλωσε ο Τραμπ στο Truth Social. «Πάντα με εξέπληττε που ο Μπάιντεν δεν το έκανε!»
Η σύγκρουση πηγάζει από τις συζητήσεις τους σχετικά με τον αντίκτυπο του νόμου One Big Beautiful Bill Act του προέδρου στο ομοσπονδιακό έλλειμμα.
Εν τω μεταξύ, η SpaceX συνεχίζει να εκτελεί ιδιωτικές αποστολές. Η επόμενη εκτόξευση μιας κάψουλας Dragon Crew, η οποία έχει προγραμματιστεί για το πρωί της 10ης Ιουνίου, θα μεταφέρει την ιδιωτικοποιημένη αποστολή Axiom 4 στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό από το Διαστημικό Κέντρο Κένεντι.
Οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας βρίσκονται σε κατάσταση εντεινόμενης αντιπαράθεσης, με ειδικούς να επισημαίνουν πως ο ανταγωνισμός εκτείνεται πλέον σε όλα τα στρατηγικά πεδία εκτός του κλασικού στρατιωτικού πολέμου – από την οικονομία έως τον κυβερνοχώρο και τον πληροφοριακό πόλεμο. Σύμφωνα με Αμερικανούς και Κινέζους αναλυτές, ένα ζήτημα παραμένει εν πολλοίς ανεκμετάλλευτο ως δυνητικός μοχλός πίεσης προς το Πεκίνο: η διεθνώς τεκμηριωμένη πρακτική των εξαναγκαστικών αφαιρέσεων οργάνων από κρατουμένους συνείδησης, κυρίως οπαδούς του πνευματικού κινήματος Φάλουν Γκονγκ.
Την ίδια ώρα που στη Δύση διστάζουν να επενδύσουν σε εις βάθος διεθνείς έρευνες γύρω από αυτό το φαινόμενο, Κινέζοι αξιωματούχοι καταβάλλουν συστηματικές προσπάθειες για τη φίμωση και τη σπίλωση των καταγγελλόντων, θεωρώντας το θέμα υπαρξιακή απειλή για το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας.
Όπως τεκμηριώνεται από πολυάριθμες μαρτυρίες, από το 2006 και έπειτα αυξάνονται συνεχώς οι αποδείξεις ότι στην Κίνα κρατούμενοι συνείδησης – κυρίως μέλη του Φάλουν Γκονγκ και άλλων ομάδων πολιτικών ή θρησκευτικών αντιφρονούντων – υφίστανται βίαιες αφαιρέσεις οργάνων προς εξυπηρέτηση των αναγκών της ταχέως αναπτυσσόμενης κινεζικής βιομηχανίας μεταμοσχεύσεων. Η πρακτική αυτή επιβεβαιώθηκε το 2019 από ανεξάρτητο δικαστήριο στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι καταγγελίες ισχύουν «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας».
Ο Σον Λιν, πρώην μικροβιολόγος του αμερικανικού στρατού και μέλος του ανεξάρτητου φορέα Committee on the Present Danger: China, δηλώνει χαρακτηριστικά: «Το σκοτεινότερο έγκλημα που διαπράττουν αυτή τη στιγμή είναι η αφαίρεση οργάνων. Ίσως να υφίστανται και χειρότερα, αλλά οι Κινέζοι φοβούνται υπερβολικά την προβολή αυτής της υπόθεσης στη διεθνή κοινότητα.»
(από αριστερά) Ο Ρόμπερτ Ντέστρο, πρώην βοηθός υφυπουργός Εξωτερικών για τη Δημοκρατία, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Εργασία, ο Τσενγκ Πέιμινγκ, ένας ασκούμενος του Φάλουν Γκονγκ που υπέστη μερική αφαίρεση οργάνου στην Κίνα, και ο Δρ Τσαρλς Λι, ερευνητής αναγκαστικών οργάνων, μιλούν κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στην Ουάσιγκτον, στις 9 Αυγούστου 2024. (Madalina Vasiliu/The Epoch Times)
Παρά τον καταλογισμό διεθνών ευθυνών, καμία δυτική κυβέρνηση έως σήμερα δεν έχει ολοκληρώσει και δημοσιοποιήσει επίσημη, αναλυτική έκθεση για την έκταση του ζητήματος. Όπως αναφέρει ο αναλυτής Ναμ Σου, «η Δύση δεν έδωσε εξαρχής τη δέουσα προσοχή στις πληροφορίες· επικράτησε η πεποίθηση πως με την ενίσχυση της οικονομικής ελευθερίας στην Κίνα, θα ερχόταν και η πολιτική αλλαγή». Όμως, τρία γεγονότα άλλαξαν άρδην το πλαίσιο: η διαχείριση της πανδημίας COVID-19, η καταπάτηση των ελευθεριών του Χονγκ Κονγκ και η κινεζική σύμπραξη με τη Ρωσία στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας.
Το αμερικανικό Κογκρέσο έχει εγκρίνει ψηφίσματα εναντίον της εξαναγκαστικής αφαίρεσης οργάνων, αλλά «κανένα από αυτά δεν είχε ουσιαστικό αντίκρισμα», υποστηρίζει ο Ναμ Σου. Οι ειδικοί τονίζουν ότι μόνο μέσα από μια σοβαρή, κρατική επένδυση σε διεθνή έρευνα και πλήρη διαφάνεια θα αντιμετωπίσει η Κίνα έντονη πολιτική πίεση. Ήδη η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε μέτρα όπως τον Νόμο για την Προστασία του Φάλουν Γκονγκ (Falun Gong Protection Act) και τον Νόμο για τον Τερματισμό των Βίαιων Αφαιρέσεων Οργάνων (Stop Forced Organ Harvesting Act), που προβλέπουν κυρώσεις και ποινικούς περιορισμούς, εφόσον επιβληθούν οριστικά. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει την πρώτη σοβαρή απόπειρα ανάδειξης του ζητήματος σε κορυφαίο γεωπολιτικό διακύβευμα.
Η ηθική ευκρίνεια του θέματος είναι κεντρικό επιχείρημα των υποστηρικτών της δράσης. Ο Χενγκ Χε, αναλυτής της κινεζικής πολιτικής, σημειώνει πως «πάνω σε ζητήματα όπως το διεθνές εμπόριο ή τη στρατιωτική επεκτατική πολιτική, το Πεκίνο έχει περιθώριο άμυνας – όχι όμως όταν τίθεται υπό κατηγορία για εξαναγκαστική αφαίρεση οργάνων. Κανείς δεν μπορεί να δικαιολογήσει κάτι τέτοιο.»
Η δυναμική ανάδειξη του θέματος θέτει το Πεκίνο σε θέση ευάλωτη ως προς τη νομιμοποίησή του, σε μια συγκυρία όπου οι παραδοσιακές πηγές κύρους – είτε μέσω οικονομικής ανάπτυξης είτε μέσω εσωτερικής καταστολής – δείχνουν κάθε άλλο παρά σταθερές. Η φθίνουσα οικονομία της Κίνας, σε συνδυασμό με τις πιέσεις από τον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ και την κρίση εμπιστοσύνης στο εσωτερικό, εντείνει το φόβο του Κομμουνιστικού Κόμματος για τυχόν διεθνή κατακραυγή με αφορμή τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Παράλληλα, η Ουάσιγκτον οφείλει να σταθμίσει τις γεωπολιτικές επιπτώσεις μιας τέτοιας κίνησης: η χρήση ηθικών ζητημάτων ως μέσων στρατηγικής πίεσης ενέχει τον κίνδυνο κινεζικής αντεπίθεσης, είτε σε διπλωματικό είτε σε οικονομικό επίπεδο, και ενδεχομένως θα πυροδοτήσει περαιτέρω όξυνση του ανταγωνισμού. Ωστόσο, εκτιμάται πως η ανάδειξη του ζητήματος θα ισχυροποιήσει τη δυτική διαπραγματευτική θέση, προσδίδοντάς της ένα σαφές, αδιαμφισβήτητο ηθικό έρεισμα.
Η διαλεύκανση του εγκλήματος των εξαναγκαστικών αφαιρέσεων οργάνων στην Κίνα ίσως αποτελεί το πλέον ηχηρό «όπλο» στα χέρια των ΗΠΑ στη σύγχρονη αντιπαράθεση με το Πεκίνο, καθώς, πέρα από πολιτικές ή οικονομικές διαφωνίες, το ζήτημα συνασπίζει τη διεθνή κοινότητα. Η σύνδεση της γεωπολιτικής με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παραμένει ένα κρίσιμο στοίχημα, τόσο για την αποτελεσματικότητα της αμερικανικής στρατηγικής όσο και για το μέλλον της διεθνούς αντίδρασης σε εγκληματικές πρακτικές που κρατούνται μυστικές.
Η Boeing υπέγραψε συμφωνία 1,1 δισεκατομμυρίου δολαρίων με το υπουργείο Δικαιοσύνης (DOJ) των ΗΠΑ που επιτρέπει στον αεροδιαστημικό γίγαντα να αποφύγει την ποινική δίωξη για εξαπάτηση των ομοσπονδιακών ρυθμιστικών αρχών πριν από δύο θανατηφόρες συντριβές αεροσκαφών 737 MAX.
Σύμφωνα με μια τελική συμφωνία μη δίωξης, που υπογράφηκε στις 29 Μαΐου και αποκαλύφθηκε σε κατάθεση της 4ης Ιουνίου στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC), η Boeing παραδέχτηκε ότι συνωμότησε για να εξαπατήσει την Ομοσπονδιακή Διοίκηση Αεροπορίας (FAA) και συμφώνησε να καταβάλει σχεδόν μισό δισεκατομμύριο δολάρια στις οικογένειες των 346 θυμάτων των συντριβών, μαζί με πρόσθετα πρόστιμα και επενδύσεις στην ασφάλεια και τη συμμόρφωση.
Η συμφωνία, η οποία αναμένει την τελική δικαστική έγκριση, απαιτεί από την Boeing να καταβάλει 487,2 εκατομμύρια δολάρια σε πρόστιμα, να δημιουργήσει ένα νέο ταμείο αποζημίωσης θυμάτων ύψους 444,5 εκατομμυρίων δολαρίων και να επενδύσει 455 εκατομμύρια δολάρια στην ενίσχυση των προγραμμάτων συμμόρφωσης και ασφάλειας. Στο πλαίσιο της συμφωνίας, το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας πρέπει επίσης να συναντηθεί απευθείας με τις οικογένειες των θυμάτων των συντριβών. Τα μισά από τα πρόστιμα έχουν ήδη καταβληθεί βάσει συμφωνίας του 2021.
Η συμφωνία επιτρέπει στην Boeing να αποσύρει μια προηγουμένως υποβληθείσα παραδοχή ενοχής, μια διάταξη που έχει προκαλέσει αντιρρήσεις από οικογένειες θυμάτων που σκοτώθηκαν στις συντριβές του 2018 και του 2019.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ υπέβαλε αίτηση απόρριψης της υπόθεσης κατά της Boeing, σύμφωνα με δικαστικό έγγραφο της 2ας Ιουνίου. Ο περιφερειακός δικαστής των ΗΠΑ Ρηντ Ο’Κόννορ εξέδωσε εντολή την ίδια ημέρα ακυρώνοντας τη δίκη, η οποία είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει στις 23 Ιουνίου.
Η παραδοχή εγκληματικής συμπεριφοράς από την Boeing σηματοδοτεί μια σπάνια δημόσια παραχώρηση από μια μεγάλη εταιρεία και επιτρέπει στους εισαγγελείς να υποβάλουν εκ νέου κατηγορίες εάν η εταιρεία παραβιάσει τη συμφωνία.
Ο κατασκευαστής αεροπλάνων κατηγορήθηκε ότι παραπλάνησε την FAA σχετικά με κρίσιμα χαρακτηριστικά του 737 MAX πριν το αεροσκάφος λάβει πιστοποίηση πτήσης. Η εταιρεία δεν ενημέρωσε ούτε την FAA ούτε τους πιλότους των αεροπορικών εταιρειών σχετικά με ένα νέο σύστημα ελέγχου πτήσης — γνωστό ως Σύστημα Επαύξησης Χαρακτηριστικών Ελιγμών (MCAS) — το οποίο θα μπορούσε να σπρώξει αυτόματα τη μύτη του αεροπλάνου προς τα κάτω εάν λάμβανε από έναν μόνο αισθητήρα δεδομένα που υποδείκνυαν πιθανή απώλεια στήριξης.
Το σύστημα MCAS έπαιξε κεντρικό ρόλο σε δύο θανατηφόρα δυστυχήματα στην Ινδονησία και την Αιθιοπία, όπου λανθασμένες μετρήσεις αισθητήρων ενεργοποίησαν την εντολή πτώσης της μύτης και οι πιλότοι δεν μπόρεσαν να ανακτήσουν τον έλεγχο. Μετά το δεύτερο δυστύχημα το 2019, οι αεροπορικές αρχές καθήλωσαν το 737 MAX μέχρι η Boeing να επανασχεδιάσει το λογισμικό.
Το 2021, το υπουργείο Δικαιοσύνης κατηγόρησε την Boeing για συνωμοσία για την εξαπάτηση της FAA, ισχυριζόμενο ότι η εταιρεία είχε αποκρύψει βασικές πληροφορίες σχετικά με το σύστημα MCAS και είχε παραπλανήσει τις ρυθμιστικές αρχές σχετικά με το απαιτούμενο επίπεδο εκπαίδευσης των πιλότων. Οι εισαγγελείς συμφώνησαν να αναβάλουν την κατηγορία βάσει συμφωνίας που απαιτούσε από την Boeing να πληρώσει 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια — συμπεριλαμβανομένου ενός ποινικού προστίμου 243,6 εκατομμυρίων δολαρίων — και να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις για την αποτροπή μελλοντικών παραβιάσεων των ομοσπονδιακών νόμων κατά της απάτης.
Ωστόσο, το 2023, οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η Boeing είχε παραβιάσει τους όρους της συμφωνίας αναβολής της δίωξης, μη πραγματοποιώντας τις συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις. Τον Ιούλιο του 2024, η Boeing αποφάσισε να δηλώσει ένοχη για την αρχική κατηγορία για κακούργημα, προκειμένου να αποφύγει μια παρατεταμένη δημόσια δίκη.
Η συμφωνία αυτή απορρίφθηκε τον Δεκέμβριο από τον Ο’Κόννορ, ο οποίος εξέφρασε ανησυχίες ότι οι πολιτικές ποικιλομορφίας, ισότητας και ένταξης (DEI) της Boeing και εντός της κυβέρνησης θα μπορούσαν να επηρεάσουν αθέμιτα την επιλογή ενός ελεγκτή συμμόρφωσης. Ο δικαστής υποστήριξε ότι τέτοιες σκέψεις ενέχουν τον κίνδυνο να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στη συμφωνία και στη διαδικασία εποπτείας.