Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε στις 23 Μαΐου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιβάλουν σύντομα δασμούς 50% στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία σχηματίστηκε με κύριο σκοπό την εκμετάλλευση των Ηνωμένων Πολιτειών στο ΕΜΠΟΡΙΟ, ήταν πολύ δύσκολη στην αντιμετώπιση», έγραψε ο Τραμπ στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Truth Social.
Πρόσθεσε αργότερα ότι «οι συζητήσεις μας μαζί τους δεν οδηγούν πουθενά» και ότι ένας δασμός 50% έχει προγραμματιστεί να ξεκινήσει την 1 Ιουνίου.
Ο δασμός δεν θα ισχύει για προϊόντα που κατασκευάζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με τον Τραμπ.
Η Κίνα δεν έχει το δικαίωμα να καθορίσει αν η Ταϊβάν είναι χώρα, καθώς το νησί επιλέγει μόνο του την κυβέρνησή του, δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών Λιν Τζια-λούνγκ την Τετάρτη. Παράλληλα, εξέφρασε την πρόθεσή του να ανταλλάξει χειραψία φιλίας με τον Κινέζο ομόλογό του, εφόσον υπάρξει σχετική ευκαιρία.
Το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας εξακολουθεί να θεωρεί την Ταϊβάν, η οποία κυβερνάται δημοκρατικά, ως δικό του έδαφος, παρότι στην πράξη πρόκειται για ένα ανεξάρτητο κράτος, με δικό του στρατό, σύνταγμα και εκλεγμένη κυβέρνηση. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) έχει εντείνει τις στρατιωτικές και πολιτικές πιέσεις προκειμένου να υποστηρίξει τις διεκδικήσεις του, αυξάνοντας μεταξύ άλλων την ένταση των στρατιωτικών ασκήσεων και επιμένοντας ότι το νησί αποτελεί επαρχία του χωρίς δικαίωμα αναγνώρισης ως κράτος.
Ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τε, και η κυβέρνησή του απορρίπτουν κατηγορηματικά αυτήν τη θέση, ενώ έχουν επανειλημμένως προσκαλέσει το Πεκίνο σε διάλογο — προσκλήσεις που έχουν απορριφθεί. Ερωτηθείς από το Reuters τι θα έλεγε στον υπουργό Εξωτερικών της Κίνας, Γουάνγκ Γι, σε περίπτωση συνάντησης, ο Λιν σημείωσε ότι θα ήταν διατεθειμένος να του σφίξει το χέρι.
Όπως επεσήμανε σε συνέντευξη Τύπου με αφορμή τη συμπλήρωση ενός έτους από την ανάληψη καθηκόντων της κυβέρνησης Λάι, οι διακρατικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές του Στενού της Ταϊβάν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης, ωστόσο, όπως είπε, πάνω απ’ όλα είναι όλοι άνθρωποι και η φιλική προσέγγιση αποτελεί το πρώτο βήμα. Αν, όπως είπε χαρακτηριστικά, του σφίξει το χέρι, αυτό θα ήταν μια καλή αρχή — αν όχι, το πρόβλημα θα είναι του ίδιου του Γουάνγκ.
Η επίσημη ονομασία της Ταϊβάν είναι «Δημοκρατία της Κίνας» — η κυβέρνηση που κατέφυγε στο νησί το 1949, έπειτα από τον εμφύλιο πόλεμο με τους κομμουνιστές του Μάο Τσετούνγκ, οι οποίοι ίδρυσαν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Σύμφωνα με τον Λιν, το αν η Ταϊβάν είναι χώρα δεν είναι ζήτημα που αφορά ούτε τον Γουάνγκ Γι, ούτε τη ΛΔΚ, ενώ πρόσθεσε ότι η διεθνής κοινότητα αντιμετωπίζει την Ταϊβάν ως χώρα και ότι οι κυβερνήσεις στο νησί εκλέγονται δημοκρατικά — κάτι που, όπως είπε, αφορά αποκλειστικά τον ίδιο τον λαό της Ταϊβάν.
Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών δεν απάντησε άμεσα σε αίτημα σχολιασμού.
Οι πιθανότητες να συναντηθούν οι δύο υπουργοί θεωρούνται περιορισμένες. Οι κυβερνήσεις τους δεν αναγνωρίζουν η μία την άλλη, οι αξιωματούχοι τους δεν ανταλλάσσουν επισκέψεις, ενώ η Ταϊβάν δεν συμμετέχει στα περισσότερα διεθνή φόρουμ λόγω των κινεζικών αντιρρήσεων.
Ο πρόεδρος Λάι επανέλαβε την Τρίτη την πρόθεση της κυβέρνησής του να ξεκινήσει διάλογο με το Πεκίνο, σημειώνοντας ότι επιδιώκει την ειρήνη, αλλά ταυτόχρονα υπογράμμισε την ανάγκη ενίσχυσης της άμυνας του νησιού.
Η κυβέρνηση της Ταϊβάν έχει προειδοποιήσει ότι το Πεκίνο ενδέχεται να σηματοδοτήσει την επέτειο με νέες στρατιωτικές ασκήσεις.
Η ύπαρξη του τεμένους, το οποίο λειτουργούσε διακριτικά επί επτά χρόνια, άνοιξε δημόσια συζήτηση για τον θρησκευτικό χαρακτήρα της χώρας, με επίκεντρο το ερώτημα αν οι Νήσοι Κουκ θα πρέπει να θεωρούνται «χριστιανικό έθνος».
Η διαδικασία κορυφώθηκε αυτή την εβδομάδα με την απόρριψη της πρότασης από κοινοβουλευτική επιτροπή, η οποία απέρριψε την τροποποίηση του συντάγματος για την επίσημη κατοχύρωση του χριστιανικού χαρακτήρα του κράτους.
Το τέμενος Masjid Fatimah Rarotonga άνοιξε το 2018 σε οικία στην περιοχή Τιτικαβέκα, στη νοτιοανατολική πλευρά της Ραροτόνγκα. Λειτουργούσε χωρίς προβλήματα, μέχρι τη δημοσιοποίηση της ύπαρξής του το προηγούμενο έτος, που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και εκκλήσεις για απαγόρευση των μη αναγνωρισμένων θρησκειών μέσω συνταγματικής αναθεώρησης.
Από το 1975, ο Νόμος περί Περιορισμού Θρησκευτικών Οργανώσεων επιτρέπει την εισαγωγή νέων θρησκειών μόνο εφόσον ανήκουν σε τέσσερις αναγνωρισμένες εκκλησίες: τη Χριστιανική Εκκλησία των Νήσων Κουκ, τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, την Εκκλησία των Αντβεντιστών της Έβδομης Ημέρας και την Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών.
Το σύνταγμα επιτρέπει την ατομική άσκηση της θρησκευτικής πίστης, ωστόσο η ίδρυση επίσημου θρησκευτικού οργανισμού απαιτεί έγκριση από το Συμβούλιο Θρησκευτικής Αρχής. Αυτή τη στιγμή, τρεις σχετικές αιτήσεις εκκρεμούν.
Ο επικεφαλής της μουσουλμανικής κοινότητας στη Ραροτόνγκα, Μοχάμεντ Αζάμ, είχε δηλώσει πέρυσι στην εφημερίδα Cook Islands News ότι το τέμενος εξυπηρετεί εκατοντάδες μουσουλμάνους του νησιού, ανάμεσά τους Ινδονήσιους, Φιλιππινέζους, Ινδούς και μερικούς κατοίκους των Νήσων Κουκ, καθώς και μουσουλμάνους τουρίστες. Είχε επισημάνει ότι «οι προσευχές γίνονται πέντε φορές την ημέρα, κάθε μέρα, και δεν πραγματοποιείται καμία άλλη δραστηριότητα».
Οι εκκλησίες έχουν σημαντική επιρροή
Ωστόσο, εκκλησίες της χώρας αντέδρασαν έντονα και ξεκίνησαν εκστρατεία ώστε οι Νήσοι Κουκ να ανακηρυχθούν επίσημα χριστιανικό έθνος, ενώ πρότειναν την απαγόρευση άλλων θρησκειών. Η επιρροή των εκκλησιών οδήγησε το Κοινοβούλιο στη σύσταση Ειδικής Επιτροπής Θρησκευτικών Οργανώσεων, η οποία συγκέντρωσε απόψεις και πραγματοποίησε επισκέψεις σε νησιά πέραν της Ραροτόνγκα.
Η Χριστιανική Εκκλησία των Νήσων Κουκ ηγήθηκε της προσπάθειας, προτείνοντας συνταγματική τροποποίηση ώστε να διασφαλίζεται η «προστασία και προώθηση της χριστιανικής πίστης ως θεμελίου του νομικού και διοικητικού συστήματος».
Κατά τη διάρκεια των δημόσιων διαβουλεύσεων, προτάθηκε επίσης η ανατροπή νόμου του 2023 που νομιμοποιούσε τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Ο προσωρινός γραμματέας του Χριστιανικού Κινήματος των Νήσων Κουκ, Ουίλλιαμ Φράμχαϊμ, ανέφερε ότι επρόκειτο για μια «δυτική έννοια» που μπορεί να είναι αποδεκτή αλλού, αλλά όχι στις Νήσους Κουκ.
Η Τατιάνα Κάουταϊ, εκπρόσωπος της μουσουλμανικής κοινότητας, αμφισβήτησε μέσω επιστολής στην εφημερίδα την «αγάπη και συμπόνια» που επικαλείται το Χριστιανικό Κίνημα, σχολιάζοντας δηλώσεις του αντιπροέδρου του, πάστορα Κλερκ Τουρούα, ο οποίος είχε πει πως σκοπός του κινήματος είναι να ενώσει τους πιστούς και να υπηρετεί την κοινότητα με αγάπη και συμπόνια.
Η κυβέρνηση, ήδη από την έναρξη της διαμάχης, φαινόταν απρόθυμη να επιβάλει περιορισμούς στην ελευθερία πίστης, επισημαίνοντας ότι κάτι τέτοιο θα παραβίαζε διεθνείς συμβάσεις στις οποίες συμμετέχουν οι Νήσοι Κουκ. Ωστόσο, βουλευτές της αντιπολίτευσης είχαν ταχθεί υπέρ αυστηρότερων περιορισμών.
Απόρριψη λόγω διακρίσεων
Η επιτροπή τελικά απέρριψε την πρόταση, κρίνοντας ότι θα αποτελούσε διάκριση και παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και του ίδιου του συντάγματος της χώρας. Πρότεινε μάλιστα την κατάργηση του Νόμου περί Περιορισμού Θρησκευτικών Οργανώσεων, κάτι που αναμένεται να προκαλέσει νέες αντιδράσεις από τις καθιερωμένες εκκλησίες.
Στην έκθεσή της, η επιτροπή συμφώνησε με την Ένωση Δικηγόρων των Νήσων Κουκ ότι οι νόμοι πρέπει να εφαρμόζονται ισότιμα και χωρίς διακρίσεις, ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων. Τόνισε ότι είναι υποχρεωμένη να προτείνει μέτρα που προάγουν την ένταξη, την ισότητα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, ώστε να διασφαλίζεται η εναρμόνιση με τα εσωτερικά και διεθνή πρότυπα.
Η έκθεση επεσήμανε ακόμη ότι το Συμβούλιο Θρησκευτικής Συμβουλευτικής (Religious Advisory Council – RAC), το οποίο θεωρείτο ότι έχει συμβουλευτικό ρόλο απέναντι στην κυβέρνηση για θέματα όπως η ίδρυση εκκλησιών, η μετανάστευση ή η εκμετάλλευση θαλάσσιων πόρων, δεν είναι νομικά κατοχυρωμένος φορέας και, κατά συνέπεια, δεν διαθέτει επίσημο ή νομικό κύρος.
Η επιτροπή κατέληξε ότι το προοίμιο του Συντάγματος αποτυπώνει ήδη επαρκώς τη σημασία των χριστιανικών αρχών για τη χώρα. Το προοίμιο αναφέρει:
«Εν τω Αγίω Ονόματι του Θεού, του Παντοδύναμου, του Πανάγαθου και του Αιωνίου. Εμείς, ο λαός των Νήσων Κουκ, αναγνωρίζοντας την κληρονομιά των χριστιανικών αρχών, των εθίμων των Νήσων Κουκ και του κράτους δικαίου, ενθυμούμαστε να τηρούμε άγια την Ημέρα του Σαββάτου, κατά την πεποίθηση και τη συνείδηση του κάθε ατόμου, ως ημέρα του Κυρίου.»
Θετικά μηνύματα για τη συνεργασία μεταξύ Βερολίνου και Ουάσιγκτον μετέφερε ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Λαρς Κλίνγκμπαϊλ, έπειτα από συνάντησή του με τον Αμερικανό υπουργό Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, κατά τη διάρκεια του υπουργικού συνεδρίου της G7 που πραγματοποιήθηκε στο Μπάνφ του Καναδά.
Σε δηλώσεις του προς τους δημοσιογράφους στις 21 Μαΐου, ο κ. Κλίνγκμπαϊλ τόνισε: «Διέκρινα θετικά σήματα και θεωρώ ότι μπορούμε να χτίσουμε πάνω σε αυτά», αναφερόμενος στις συνομιλίες που είχε με τον κ. Μπέσεντ.
Κεντρικό θέμα των διαβουλεύσεων αποτέλεσαν οι αμερικανικοί δασμοί στο πλαίσιο της εμπορικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Οι υπουργοί των κρατών-μελών της G7 επιδίωξαν να διαπραγματευθούν σχετικά με τους δασμούς, δεδομένου ότι αυτοί έχουν προκαλέσει ένταση στις διατλαντικές σχέσεις αλλά και ανησυχίες για το παγκόσμιο εμπόριο.
Η συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της G7 στο Μπάνφ πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο που το διεθνές οικονομικό κλίμα χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, καθώς παρατηρείται αύξηση προστατευτικών μέτρων από μεγάλες οικονομίες και εντεινόμενη συζήτηση για τα όρια του ελεύθερου εμπορίου.
Ο κ. Κλίνγκμπαϊλ, παρά τις διεθνείς ανησυχίες, επεσήμανε ότι οι συνομιλίες με την αμερικανική πλευρά κατέδειξαν προθυμία για συνεννόηση και περαιτέρω συνεργασία. Παράλληλα, τόνισε τη σημασία που αποδίδει η Γερμανία στη σταθερότητα και προβλεψιμότητα του διατλαντικού εμπορίου.
Στη φετινή συνάντηση της G7, βασικό σημείο αναφοράς υπήρξε η ανάγκη αναζήτησης ισορροπημένης λύσης μεταξύ των συμφερόντων της κάθε πλευράς και του συλλογικού σκοπού για οικονομική σταθερότητα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας δεν έδωσε στη δημοσιότητα περαιτέρω λεπτομέρειες για τις επιμέρους θεματικές των συνομιλιών. Ωστόσο, αναλυτές επισημαίνουν ότι η διατήρηση ανοιχτών διαύλων με τις Ηνωμένες Πολιτείες θεωρείται στρατηγικής σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικά υπό το φως των ανακατατάξεων που παρατηρούνται στην παγκόσμια οικονομία.
Η G7 αποτελείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο, και λειτουργεί ως βασικό φόρουμ συντονισμού των ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη σε ζητήματα δημοσιονομικής, εμπορικής και πολιτικής πολιτικής.
Η προσεχής περίοδος αναμένεται να κρίνει την πορεία των συνομιλιών, καθώς τα μέλη της G7 καλούνται να διαχειριστούν πολύπλοκα ζητήματα οικονομικής πολιτικής, με ευρύτερες συνέπειες για τις διεθνείς αγορές και τις οικονομικές σχέσεις ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ευρώπη.
Αυξημένη ανησυχία για την ασφάλεια κρίσιμων ευρωπαϊκών υποδομών προκαλεί το πρόσφατο περιστατικό στη Βαλτική Θάλασσα, κατά το οποίο πλοίο, που φέρεται να ανήκει στη ρωσική αποκαλούμενη «σκιώδη αρμάδα», εντοπίστηκε σε ύποπτη εγγύτητα προς το υποθαλάσσιο καλώδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης μεταξύ Πολωνίας και Σουηδίας.
Ο υπουργός Άμυνας της Πολωνίας ανακοίνωσε ότι περιπολικό αεροσκάφος του πολωνικού πολεμικού ναυτικού εκτέλεσε επιχείρηση αποτροπής κατά του ρωσικού σκάφους, το οποίο εντοπίστηκε να πραγματοποιεί ύποπτους ελιγμούς πλησίον του στρατηγικής σημασίας καλωδίου ηλεκτρικής ενέργειας. Το εν λόγω καλώδιο εξασφαλίζει την απρόσκοπτη διασύνδεση των ενεργειακών συστημάτων Πολωνίας και Σουηδίας, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στην ενεργειακή ασφάλεια της ευρύτερης περιοχής.
Ο πρωθυπουργός της Πολωνίας Ντόναλντ Τουσκ, αναφερόμενος στη σοβαρότητα του επεισοδίου, δήλωσε: «Ρωσικό πλοίο από τη ‘σκιώδη αρμάδα’, υποκείμενο σε κυρώσεις, πραγματοποίησε ύποπτους ελιγμούς κοντά στο καλώδιο που συνδέει την Πολωνία με τη Σουηδία». Παράλληλα, κυβερνητικές πηγές της Πολωνίας υπογράμμισαν ότι η έγκαιρη κινητοποίηση των πολωνικών δυνάμεων απέτρεψε την περαιτέρω δραστηριοποίηση του συγκεκριμένου σκάφους στην περιοχή.
Το περιστατικό καταγράφεται σε μία συγκυρία αυξημένων εντάσεων στη Βαλτική Θάλασσα, όπου τα τελευταία έτη έχει διαπιστωθεί σημαντική δραστηριοποίηση ρωσικών πλοίων στα χωρικά ύδατα και την ΑΟΖ κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.
Η «σκιώδης αρμάδα» και η σημασία της για τη Ρωσία
Η λεγόμενη «σκιώδης αρμάδα» αναφέρεται σε πλοία, πολλά εκ των οποίων καταγράφονται σε διεθνείς ναυτιλιακές λίστες ως αλλαγής σημαίας («flag of convenience»), τα οποία, σύμφωνα με ευρωπαϊκές και αμερικανικές υπηρεσίες ασφαλείας, χρησιμοποιούνται από τη Ρωσία για τη μεταφορά υπό καθεστώς κυρώσεων εμπορευμάτων, αλλά και για την παρακολούθηση ή/και πιθανή δολιοφθορά κρίσιμων ναυτικών και ενεργειακών υποδομών.
Η λειτουργία αυτών των πλοίων έχει προκαλέσει ανησυχία στα κράτη της Βόρειας Ευρώπης, ειδικά μετά σειρά περιστατικών σαμποτάζ ή καταγραφής εικονικού ενδιαφέροντος κοντά σε καλώδια, αγωγούς και άλλο εξοπλισμό υποδομής που διασχίζει τη Βαλτική.
Πολωνική αντίδραση και ευρωπαϊκό πλαίσιο ασφαλείας
Η Βαρσοβία, σε συνεργασία με συμμάχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, έχει ενισχύσει τα τελευταία χρόνια τα μέτρα επιτήρησης και έγκαιρης προειδοποίησης στο Μεγάλο Σχέδιο Προστασίας Κρίσιμων Υποδομών. Το συγκεκριμένο επεισόδιο αναδεικνύει, σύμφωνα με Πολωνούς αξιωματούχους, τη διαρκή απειλή που αντιμετωπίζουν αναγκαίες ενεργειακές διασυνδέσεις από εξωτερικές παρεμβολές.
Πηγές του πολωνικού υπουργείου Άμυνας ανέφεραν ότι «οι δυνάμεις ασφαλείας της χώρας παραμένουν σε διαρκή επιφυλακή και θα συνεχίσουν να προστατεύουν αποφασιστικά όλες τις στρατηγικές υποδομές που υπάγονται στην ευθύνη της Πολωνίας».
Το θέμα της ασφάλειας των υποθαλάσσιων καλωδίων και των ενεργειακών αγωγών βρίσκεται ήδη στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής πολιτικής ατζέντας, ιδίως μετά τα περιστατικά βανδαλισμού στο φυσικό αέριο North Stream το 2022. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ενισχύσει τη συνεργασία των κρατών-μελών για την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συντονισμένη θαλάσσια επιτήρηση, προκειμένου να αποτραπούν ενδεχόμενες επιθέσεις ή επιχειρήσεις δολιοφθοράς σε κρίσιμες υποδομές.
Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη επιτυχής αποτροπή του πολωνικού ναυτικού αναδεικνύει τόσο τα αυξημένα μέτρα αστυνόμευσης που εφαρμόζονται, όσο και την ευαισθησία της περιοχής της Βαλτικής σε θέματα ασφαλείας, υπό το πρίσμα της ρωσο-ευρωπαϊκής αντιπαράθεσης.
Ανοιχτός ο κίνδυνος για το μέλλον
Παρά την άμεση και επιτυχή αντίδραση των πολωνικών αρχών, ειδικοί προειδοποιούν ότι η απειλή κατά των ευρωπαϊκών ενεργειακών διασυνδέσεων στη Βαλτική και αλλού παραμένει. Η συνεχιζόμενη δραστηριότητα της ρωσικής «σκιώδους αρμάδας», είτε για παρακολούθηση είτε για άλλες επιθετικές ενέργειες, καθιστά επιτακτική την ενίσχυση της επιτήρησης και της διακρατικής συνεργασίας στην περιοχή.
Η Πολωνία, καθώς και οι βαλτικές και βόρειες χώρες, επαναλαμβάνουν την ανάγκη για διαρκή επαγρύπνηση, ξεκαθαρίζοντας ότι κάθε προσπάθεια παρενόχλησης υποδομών θα αντιμετωπίζεται με αποφασιστικότητα, στο πλαίσιο τόσο της εθνικής όσο και της ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Δύο υπάλληλοι της ισραηλινής πρεσβείας στις Ηνωμένες Πολιτείες δολοφονήθηκαν το βράδυ της Τρίτης, 21 Μαΐου, στην Ουάσιγκτον, κατά την αποχώρησή τους από εκδήλωση που φιλοξενήθηκε σε εβραϊκό μουσείο της πόλης. Το περιστατικό σημειώθηκε λίγο μετά τις 21:00 τοπική ώρα, προκαλώντας σοκ στην τοπική κοινότητα, ενώ οι ομοσπονδιακές αρχές διερευνούν την υπόθεση ως πιθανή «τρομοκρατική ενέργεια».
Τα θύματα ταυτοποιήθηκαν, σύμφωνα με τον ισραηλινό υπουργό Εξωτερικών Γκιντεόν Σαάρ, ως ο Γιάρον Λισίνσκυ, βοηθός ερευνητής στην πρεσβεία, και η Σάρα Μίλγκριμ, υπεύθυνη σχεδιασμού αποστολών και επισκέψεων του Ισραήλ. Όπως αναφέρει ο ισραηλινός πρέσβης στις ΗΠΑ, Γεχιέλ Λάιτερ, οι δυο τους ήταν αρραβωνιασμένοι και επρόκειτο να παντρευτούν την επόμενη εβδομάδα στην Ιερουσαλήμ. Η αστυνομία της Ουάσιγκτον ανακοίνωσε τη σύλληψη ενός υπόπτου, χωρίς να δοθούν στη δημοσιότητα τα στοιχεία ή τα πιθανά κίνητρα.
Η έρευνα των αρχών
Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ερευνών (FBI) δήλωσε ότι προσεγγίζει το περιστατικό ως πιθανό «τρομοκρατικό χτύπημα». Υπηρεσίες ασφαλείας των ΗΠΑ και τοπικά σώματα ασφαλείας συνεργάζονται στενά ώστε να διερευνηθούν τα αίτια και οι τυχόν διασυνδέσεις του υπόπτου, ο οποίος έχει ήδη τεθεί υπό κράτηση. «Λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη μας κάθε ενδεχόμενο τρομοκρατικής ενέργειας, ειδικά όταν εμπλέκονται διπλωματικοί υπάλληλοι σε ξένο έδαφος», ανέφερε εκπρόσωπος του FBI.
Η χρονική στιγμή της επίθεσης και η τοποθεσία του συμβάντος εντείνουν τις ανησυχίες στις αστυνομικές αρχές, καθώς επιλέχθηκε μια περίοδος αυξημένης έντασης που αφορά τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και σε περιστατικά αντισημιτικής βίας στην αμερικανική επικράτεια τα τελευταία χρόνια.
Αντιδράσεις από τον Ισραήλ και τις ΗΠΑ
Ο υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ, Γκιντεόν Σαάρ, καταδίκασε με σφοδρότητα τη δολοφονική επίθεση, ζητώντας άμεση και πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης και προστασία της διπλωματικής αποστολής του Ισραήλ στην Ουάσιγκτον. Ο πρέσβης του Ισραήλ στις ΗΠΑ, Γεχιέλ Λάιτερ, εξέφρασε συλλυπητήρια στις οικογένειες των θυμάτων, σημειώνοντας ότι «η ανείπωτη αυτή τραγωδία συνέβη λίγες μόλις μέρες πριν από τον γάμο τους στην Ιερουσαλήμ».
Από πλευράς ΗΠΑ, το υπουργείο Εξωτερικών διαβεβαίωσε πως έχει ήδη κινητοποιήσει όλα τα απαραίτητα μέσα για την προστασία των ξένων διπλωματικών αντιπροσωπειών και πως οι αρχές παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις.
Πολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο
Το τραγικό περιστατικό έρχεται εν μέσω αυξημένων εντάσεων στις διμερείς σχέσεις Ισραήλ–Ηνωμένων Πολιτειών, με τις ΗΠΑ να έχουν καταστήσει σαφές πως θα εντείνουν τα μέτρα προστασίας των διπλωματών. Παράλληλα, η αμερικανική κοινωνία αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια αυξανόμενα περιστατικά στοχευμένης βίας με πολιτικά, θρησκευτικά ή φυλετικά κίνητρα, θέτοντας περαιτέρω το ζήτημα της ασφάλειας ξένων αποστολών σε πρώτο πλάνο.
Επιπτώσεις για το διπλωματικό σώμα και το αίσθημα ασφάλειας
Η δολοφονία δύο μελών πρεσβείας σε αμερικανικό έδαφος δημιουργεί σοβαρές ανησυχίες για το επίπεδο προστασίας που μπορούν να απολαμβάνουν διπλωμάτες και υπάλληλοι ξένων κρατών στην Ουάσιγκτον. Το γεγονός ότι οι αρχές εξετάζουν την υπόθεση ως τρομοκρατική επίθεση υπογραμμίζει τους επαυξημένους κινδύνους που συνδέονται με τη γεωπολιτική συγκυρία. Η ταχύτητα αντίδρασης των αμερικανικών αρχών αλλά και η διαφάνεια στην επικοινωνία τους με το Ισραήλ και τη διεθνή κοινότητα θα αποτελέσουν κρίσιμους παράγοντες για την αποτροπή περαιτέρω επεισοδίων και τη διασφάλιση της εμπιστοσύνης στις διμερείς σχέσεις.
Η υπόθεση αυτή αναμένεται να επηρεάσει τόσο την ασφάλεια διπλωματικών υπηρεσιών όσο και το δημόσιο αίσθημα για τη συνολική ασφάλεια στη χώρα, ειδικά υπό το πρίσμα της ανόδου της ρητορικής μίσους και των επιθέσεων με θρησκευτικό ή εθνοτικό υπόβαθρο.
Συμπέρασμα
Καθώς η έρευνα για τη διπλή δολοφονία βρίσκεται σε εξέλιξη και τα κίνητρα του δράστη παραμένουν ακόμα αδιευκρίνιστα, η τραγική αυτή υπόθεση υπενθυμίζει τη διαρκή πρόκληση προστασίας διπλωματών και το προσωπικού τους διεθνώς, καθώς και την αναγκαιότητα αποτελεσματικής αντιμετώπισης φαινομένων στοχευμένης βίας. Η κοινή δράση των αμερικανικών και ισραηλινών αρχών αναμένεται να ρίξει φως στα αίτια του περιστατικού και να ενισχύσει τα μέτρα ασφάλειας για την αποτροπή αντίστοιχων εγκλημάτων στο μέλλον.
ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ — Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στις 21 Μαΐου αντιμετώπισε τον Νοτιοαφρικανό πρόεδρο Σύριλ Ραμαφόσα με ισχυρισμούς για μαζική βία κατά των Αφρικανών, προκαλώντας αντιδράσεις από τον Αφρικανό ηγέτη.
Η συνάντηση στο Οβάλ Γραφείο πραγματοποιήθηκε εν μέσω αυξημένων εντάσεων μεταξύ των δύο χωρών για το θέμα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δέχτηκαν πρόσφατα την πρώτη ομάδα λευκών Νοτιοαφρικανών στους οποίους χορηγήθηκε καθεστώς πρόσφυγα.
Ακολουθούν πέντε βασικές σημεία από τη συνάντηση, που διήρκεσε περίπου μία ώρα.
«Σβήστε τα φώτα»
Μια τεταμένη στιγμή κατά τη διάρκεια της συνάντησης σημειώθηκε όταν ο Τραμπ παρουσίασε βίντεο που δείχνουν στοιχεία για τη «γενοκτονία των λευκών Αφρικανών» στη Νότια Αφρική, αφού ο Ραμαφόσα είχε απορρίψει τους ισχυρισμούς, αρνούμενος ότι λάμβαναν χώρα τέτοιες δολοφονίες.
Σε μια δραματική σκηνή, ο Τραμπ είπε: «Χαμηλώστε τα φώτα. Χαμηλώστε τα φώτα», πριν παίξει ένα βίντεο.
Το βίντεο, διάρκειας αρκετών λεπτών, έδειχνε πλήθη σε συγκεντρώσεις να ζητούν την εκτέλεση λευκών αγροτών, ακολουθούμενα από σκηνές «χώρων ταφής λευκών αγροτών», όπως είπε ο Τραμπ, στη Νότια Αφρική.
«Αυτοί είναι χώροι ταφής εδώ. Τάφοι άνω των 1.000 λευκών αγροτών», είπε ο Τραμπ, μιλώντας πάνω από το βίντεο.
«Κάθε ένα από αυτά τα λευκά πράγματα που βλέπετε είναι ένας σταυρός», είπε, δείχνοντας την οθόνη.
«Αυτά τα αυτοκίνητα δεν κινούνται», συνέχισε ο Τραμπ, αναφερόμενος στα αυτοκίνητα που ήταν παραταγμένα στον χώρο ταφής. «Σταμάτησαν εκεί για να αποτίσουν φόρο τιμής στο μέλος της οικογένειάς τους που σκοτώθηκε, και είναι ένα τρομερό θέαμα. Δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο.»
Ένα βίντεο παίζει καθώς ο Πρόεδρος της Νότιας Αφρικής Σύριλ Ραμαφόσα συναντάται με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στο Οβάλ Γραφείο στις 21 Μαΐου 2025. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε εν μέσω εντάσεων σχετικά με την επανεγκατάσταση λευκών Αφρικανών από την Ουάσινγκτον, τους οποίους ο Τραμπ έχει χαρακτηρίσει θύματα γενοκτονίας. Jim Watson/AFP μέσω Getty Images
Καθώς έπαιζε το βίντεο, ο Ραμαφόσα κοίταξε αλλού.
«Θα ήθελα να μάθω πού βρίσκεται αυτό, γιατί δεν το έχω ξαναδεί», είπε.
«Είναι στη Νότια Αφρική», απάντησε ο Τραμπ.
Η στοίβα άρθρων του Τραμπ
Καθώς τελείωνε το βίντεο, ένας Νοτιοαφρικανός δημοσιογράφος ρώτησε τον Τραμπ τι θα ήθελε να κάνει ο Ραμαφόσα σχετικά με τις βίαιες επιθέσεις εναντίον λευκών αγροτών.
«Δεν ξέρω», απάντησε ο Τραμπ, πριν συνεχίσει την παρουσίασή του με μια στοίβα άρθρων ειδήσεων που περιέγραφαν περαιτέρω βίαιες επιθέσεις εναντίον λευκών στη Νότια Αφρική.
«Αυτά είναι άρθρα των τελευταίων ημερών. Θάνατος ανθρώπων, θάνατος, θάνατος, θάνατος, φρικτός θάνατος, θάνατος», είπε ο Τραμπ καθώς ξεφύλλιζε τις εκτυπώσεις. «Δεν ξέρω. Διαλέξτε οποιαδήποτε: ‘Οι λευκοί Νοτιοαφρικανοί φεύγουν λόγω της βίας και των ρατσιστικών νόμων’».
Καθώς ξεφύλλιζε τα έντυπα, ο Τραμπ επέπληξε έναν δημοσιογράφο που προσπάθησε να απομακρύνει τη συζήτηση για τη βία στη Νότια Αφρική, θέτοντας μια ερώτηση σχετικά με την προσφορά του Κατάρ ενός Boeing 747-8 προς υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ για να χρησιμοποιηθεί προσωρινά ως νέο Air Force One.
Στις 7 Φεβρουαρίου, ο Τραμπ εξέδωσε εκτελεστικό διάταγμα που ανέστειλε κάθε εξωτερική βοήθεια των ΗΠΑ προς τη Νότια Αφρική. Το διάταγμα ανέφερε επίσης ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα προωθούσε την επανεγκατάσταση των «Νοτιοαφρικανών προσφύγων που διαφεύγουν από τις φυλετικές διακρίσεις που χρηματοδοτούνται από την κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης της δήμευσης περιουσίας που βασίζεται σε φυλετικές διακρίσεις» στη Νότια Αφρική.
Στις 12 Μαΐου, σχεδόν 60 λευκοί Νοτιοαφρικανοί έφτασαν στις Ηνωμένες Πολιτείες ως η πρώτη ομάδα που έλαβε άσυλο στο πλαίσιο του προγράμματος επανεγκατάστασης του προέδρου.
Μέλη του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, του Κομμουνιστικού Κόμματος της Νότιας Αφρικής και των Νοτιοαφρικανικών Συνδικάτων τραγουδούν και χορεύουν περιμένοντας την άφιξη του πρώην πρέσβη της Νότιας Αφρικής στις Ηνωμένες Πολιτείες, Εμπραχίμ Ρασούλ, στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Κέιπ Τάουν. Νότια Αφρική, 23 Μαρτίου 2025. (Gianluigi Guercia/AFP μέσω Getty Images)
Ξεσπάει καβγάς
Κατά τη διάρκεια της τεταμένης ανταλλαγής, ο Ραμαφόσα απέρριψε τους ισχυρισμούς του Τραμπ για «γενοκτονία των Αφρικάνερ», δηλώνοντας ότι η ρητορική στο βίντεο δεν αντανακλούσε την επίσημη κυβερνητική πολιτική.
«Έχουμε μια πολυκομματική δημοκρατία στη Νότια Αφρική, που επιτρέπει στους ανθρώπους να εκφράζονται», είπε.
Ο Τραμπ διέκοψε: «Αλλά τους επιτρέπετε να πάρουν γη».
Ο Ραμαφόσα το αρνήθηκε, δηλώνοντας: «Κανείς δεν μπορεί να πάρει τη γη».
«Παίρνουν τη γη, σκοτώνουν τους λευκούς αγρότες κι όταν σκοτώνουν τους λευκούς αγρότες, δεν τους συμβαίνει τίποτα», επέμεινε ο Τραμπ.
Ο Ραμαφόσα αναγνώρισε ότι η εγκληματική βία αποτελεί σοβαρό πρόβλημα στη χώρα του, αλλά αρνήθηκε ότι ισοδυναμεί με γενοκτονία που στοχεύει τους λευκούς. Σημείωσε ότι τα θύματα βίαιων εγκλημάτων είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία μαύροι.
Είπε στον Τραμπ ότι θα ήθελε να συζητήσει αυτά τα ζητήματα «πολύ ήρεμα» κεκλεισμένων των θυρών.
Ο Ραμαφόσα αλλάζει θέμα
Ενώ ο Τραμπ επέκρινε τον δημοσιογράφο που παρέκκλινε από το θέμα της βίας στη Νότια Αφρική, ο Ραμαφόσα αστειεύτηκε: «Λυπάμαι που δεν έχω αεροπλάνο να σου δώσω».
«Μακάρι να το είχες», απάντησε ο Τραμπ, προκαλώντας τα γέλια του Νοτιοαφρικανού προέδρου.
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ παραδίδει έγγραφα στον πρόεδρο της Νότιας Αφρικής Σύριλ Ραμαφόσα κατά τη διάρκεια συνάντησης στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου, στις 21 Μαΐου 2025. (Jim Watson/AFP μέσω Getty Images)
Καθώς ο Ραμαφόσα και ο Τραμπ επικεντρώθηκαν ξανά στη βία στη Νότια Αφρική, ο Ραμαφόσα είπε ότι ήθελε να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες του Τραμπ με μια συνεργατική προσέγγιση. Σημείωσε ότι η Νότια Αφρική έχει δείξει ενδιαφέρον για κάποια αμερικανική τεχνολογία για την καταπολέμηση του εγκλήματος.
«Υπάρχει υποστήριξη που μπορούμε να λάβουμε από εσάς και τις Ηνωμένες Πολιτείες για να μας βοηθήσετε να αντιμετωπίσουμε όλες αυτές τις εγκληματικές πράξεις — αυτό πιστεύω ότι είναι το ζητούμενο της συνεργασίας — και είμαστε εδώ ως εταίρος ώστε να μπορούμε να βοηθάμε ο ένας τον άλλον», είπε ο Ραμαφόσα.
Αντιπροσωπεία της Νότιας Αφρικής
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο Ραμαφόσα προσπάθησε να δείξει ότι έφερε μια συμπεριληπτική αντιπροσωπεία στη συνάντηση του Λευκού Οίκου. Μεταξύ των εξεχόντων προσωπικοτήτων ήταν ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας Γιόχαν Ρούπερτ και οι εξέχοντες παίκτες γκολφ Έρνι Ελς και Ρέτιφ Γκούσεν.
Ο Τραμπ τους χαιρέτησε θερμά, αποκαλώντας τον Ρούπερτ «φίλο μου» και «έναν από τους σπουδαιότερους επιχειρηματίες της Νότιας Αφρικής».
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο Ραμαφόσα παρουσίασε επίσης τον υπουργό Γεωργίας του, Τζον Στινχούιζεν, σημειώνοντας ότι είναι λευκός και εντάχθηκε στο υπουργικό του συμβούλιο από ένα κόμμα της αντιπολίτευσης.
Ο Νοτιοαφρικανός επιχειρηματίας Γιόχαν Ρούπερτ (α) μιλάει κατά τη διάρκεια συνάντησης μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και του Νοτιοαφρικανού προέδρου Σύριλ Ραμαφόζα στο Οβάλ Γραφείο, στις 21 Μαΐου 2025. Οι σχέσεις ΗΠΑ-Νότιας Αφρικής έχουν επιδεινωθεί από τότε που ο Τραμπ εξέδωσε εκτελεστικό διάταγμα τον Φεβρουάριο που ανέστειλε κάθε ξένη βοήθεια των ΗΠΑ προς τη χώρα και απέλασε τον πρέσβη της Νότιας Αφρικής, Εμπραχίμ Ρασούλ. (Chip Somodevilla/Getty Images)
Ο Στινχούιζεν δήλωσε ότι η πλειοψηφία των αγροτών θέλει να παραμείνει στη Νότια Αφρική. Είπε ότι οι επιθέσεις σε αγροκτήματα και οι κλοπές ζώων είναι πηγή ανησυχίας και ότι συνεργάζεται με αστυνομικούς και δικαστικούς αξιωματούχους για να θέσει ως προτεραιότητα την αντιμετώπισή τους.
«Θέλω να πω το εξής: Τα δύο άτομα σε αυτό το βίντεο που είδατε είναι και τα δύο ηγέτες κομμάτων της αντιπολίτευσης στη Νότια Αφρική», είπε, προσθέτοντας ότι ένωσε τις δυνάμεις του με το κόμμα του Ραμαφόσα «για να κρατήσει αυτούς τους ανθρώπους μακριά από την εξουσία».
Μετά τη συνάντησή τους κεκλεισμένων των θυρών, ο Ραμαφόσα είπε ότι οι συνομιλίες «πήγαν πολύ καλά».
Όταν ρωτήθηκε αν ο Τραμπ άκουσε τις ανησυχίες του, ο Ραμαφόσα απάντησε: «Ναι, τις άκουσε».
Η Ταϊβάν επιθυμεί ειρηνικές σχέσεις με την Κίνα, αλλά οφείλει να είναι έτοιμη για πόλεμο προκειμένου να τον αποτρέψει, δήλωσε ο πρόεδρος Λάι Τσινγκ-τε την Τρίτη, έπειτα από ομιλία με αφορμή την πρώτη επέτειο της θητείας του.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η Ταϊβάν είναι πρόθυμη για διάλογο με την Κίνα, στη βάση της ισοτιμίας. Το Πεκίνο απάντησε ότι οποιαδήποτε συζήτηση θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή της «μίας Κίνας», σύμφωνα με την οποία το κομμουνιστικό καθεστώς αποτελεί τον μόνο νόμιμο εκπρόσωπο και των δύο πλευρών του Στενού της Ταϊβάν.
Αν και το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) δεν έχει κυβερνήσει ποτέ την Ταϊβάν, θεωρεί τη νήσο επαρχία που έχει αποσχιστεί, και έχει δεσμευθεί να την «επανενώσει» με την ηπειρωτική Κίνα, χωρίς να αποκλείει τη χρήση βίας.
Από την ανάληψη των καθηκόντων του Λάι, το Πεκίνο έχει εντείνει τη ρητορική του κατά εκείνων που χαρακτηρίζει «Ταϊβανούς αυτονομιστές», ενώ έχει αυξήσει τη στρατιωτική και ναυτική του παρουσία στην περιοχή. Σύμφωνα με αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ φέρεται να έχει δώσει εντολή στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό να είναι έτοιμος για πιθανή εισβολή στην Ταϊβάν έως το 2027.
Ο Λάι έχει υιοθετήσει πιο αυστηρή στάση έναντι του Πεκίνου. Πέρυσι δήλωσε ότι επιθυμεί τη διατήρηση του status quo, σημειώνοντας ότι Κίνα και Ταϊβάν «δεν ανήκουν η μία στην άλλη». Τον Μάρτιο, χαρακτήρισε την Κίνα «εχθρική ξένη δύναμη» και παρουσίασε σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση της κινεζικής διείσδυσης και κατασκοπείας.
Στην ομιλία του την Τρίτη, ανακοίνωσε τη δημιουργία κρατικού επενδυτικού ταμείου και εθνικής επενδυτικής πλατφόρμας, καθώς και την ενίσχυση της διεθνούς οικονομικής παρουσίας της Ταϊβάν. Όπως επεσήμανε, οι δημοκρατικές αξίες της χώρας αποτελούν βασικό στοιχείο διαφοροποίησης από αυταρχικά καθεστώτα.
Απαντώντας σε ερωτήσεις μετά την ομιλία, ο πρόεδρος ανέφερε ότι η Ταϊβάν είναι «παθιασμένη με την ειρήνη» και παραδοσιακά φιλική προς άλλους. Τόνισε ότι και ο ίδιος επιδιώκει την ειρήνη, επειδή θεωρεί ότι είναι ανεκτίμητη και ότι κανείς δεν βγαίνει νικητής από έναν πόλεμο. Προειδοποίησε, ωστόσο, ότι η επιδίωξη της ειρήνης δεν πρέπει να γίνεται με αυταπάτες.
Ο Λάι υπογράμμισε ακόμη την ανάγκη ενίσχυσης της άμυνας και των σχέσεων με συμμάχους της Ταϊβάν. Επανέλαβε ότι, εφόσον υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός, η Ταϊβάν είναι πρόθυμη για συνεργασία με την Κίνα, με στόχο την αντικατάσταση της απομόνωσης με διάλογο και την οικοδόμηση ειρήνης και ευημερίας και για τις δύο χώρες.
Απαντώντας στις δηλώσεις του προέδρου Λάι, ο εκπρόσωπος του Γραφείου Υποθέσεων της Ταϊβάν του Πεκίνου, Τσεν Μπινχουά, δήλωσε ότι η Κίνα αντιτίθεται σθεναρά σε κάθε απόπειρα «απόσχισης για ανεξαρτησία» και σε παρεμβάσεις από εξωτερικές δυνάμεις.
Ο Ουίλλιαμ Τσουνγκ, ερευνητής του κυβερνητικού Ινστιτούτου Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας της Ταϊβάν, σχολίασε πρόσφατα στην κινεζική έκδοση της εφημερίδας The Epoch Times ότι το πρόβλημα είναι πως το ΚΚΚ δεν μπορεί να αποδεχθεί την Ταϊβάν ως ανεξάρτητη Δημοκρατία της Κίνας.
Η ονομασία «Δημοκρατία της Κίνας», η οποία είναι η επίσημη ονομασία της Ταϊβάν, χρησιμοποιούνταν από το 1912 έως το 1949 για την ηπειρωτική Κίνα, προτού το εθνικιστικό κόμμα Κουομιντάνγκ ηττηθεί στον εμφύλιο και καταφύγει στη νήσο.
Ο Τσουνγκ εκτίμησε ότι το Πεκίνο βρίσκεται υπό αυξημένη πίεση μετά την ψήφιση, στις 5 Μαΐου, από το αμερικανικό Κογκρέσο του Νόμου για τη Διεθνή Αλληλεγγύη με την Ταϊβάν (Taiwan International Solidarity Act), ο οποίος αποσαφηνίζει το περιεχόμενο και τη σημασία του ψηφίσματος 2758 του ΟΗΕ.
Το Πεκίνο υποστηρίζει ότι το συγκεκριμένο ψήφισμα αναγνωρίζει την Ταϊβάν ως μέρος της Κίνας. Ωστόσο, ο νέος αμερικανικός νόμος διευκρινίζει ότι το ψήφισμα καθόρισε απλώς την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ως τη μόνη νόμιμη εκπρόσωπο της Κίνας στον ΟΗΕ, χωρίς να λάβει θέση για την εκπροσώπηση της Ταϊβάν ή τη σχέση της με την ηπειρωτική Κίνα και χωρίς να κάνει αναφορά στην κυριαρχία της.
Ο Λάι Τζουνγκ-γουέι, επικεφαλής της ΜΚΟ Taiwan Inspiration Association, σχολίασε ότι η Ταϊβάν δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποδεχθεί την ερμηνεία του Πεκίνου, σύμφωνα με την οποία η αρχή της «μίας Κίνας» σημαίνει την αποκλειστική κυριαρχία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.
Όπως είπε, το ζήτημα μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν είναι τριπλό: περιλαμβάνει το θέμα της εθνικής ταυτότητας, της δημοκρατικής ταυτότητας, αλλά και των αξιών, καθώς – όπως υποστήριξε – το μοντέλο του «σοσιαλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά» διαφέρει ριζικά από τις οικουμενικές αξίες που ισχύουν στην Ταϊβάν και διεθνώς.
Η διοίκηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ υπέβαλε την Τετάρτη επείγουσα προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, ζητώντας την αναστολή της διαδικασίας συλλογής αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο αγωγής για την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με το Department of Government Efficiency (DOGE).
Η αίτηση της κυβέρνησης επιδιώκει να αναιρέσει απόφαση κατώτερου δικαστηρίου, η οποία επέτρεπε, περιορισμένα, τη δικαστική έρευνα ως προς το εάν το DOGE μπορεί να θεωρηθεί κρατικός φορέας. Η υπόθεση προέκυψε μετά από προσφυγή της οργάνωσης Citizens for Responsibility and Ethics in Washington (CREW) κατά της ομοσπονδιακής διοίκησης και του DOGE.
Ο ρόλος του DOGE και οι θέσεις των δύο πλευρών
Στο επίκεντρο της διαμάχης βρίσκεται η φύση και ο ρόλος του DOGE. Σύμφωνα με το σκεπτικό της κυβέρνησης, το Department of Government Efficiency λειτουργεί ως «συμβουλευτικό όργανο» εντός του εκτελεστικού κλάδου και «δεν συνιστά κυβερνητικό οργανισμό» κατά τη συνταγματική και θεσμική ερμηνεία. Ο γενικός εισαγγελέας Ντ. Τζον Σάουερ ανέφερε χαρακτηριστικά πως «το DOGE λειτουργεί ως συμβουλευτικό όργανο στην εκτελεστική εξουσία και δεν αποτελεί οργανισμό».
Αντίθετα, η οργάνωση CREW υποστηρίζει ότι η δομή και η λειτουργία του DOGE παραπέμπουν σε καθεστώς τυπικής κυβερνητικής υπηρεσίας· συνεπώς, θα έπρεπε να υπόκειται σε διαφάνεια και λογοδοσία, μεταξύ άλλων και με το άνοιγμα των σχετικών αρχείων στην κοινή γνώμη.
Το κατώτερο ομοσπονδιακό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα επιχειρήματα των διαδίκων, επέτρεψε περιορισμένη δικαστική διερεύνηση προκειμένου να διακριβωθεί το θεσμικό καθεστώς του DOGE. Πάντως, η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ακόμη και αυτή η διερεύνηση υπερβαίνει τα όρια των προβλεπόμενων αρμοδιοτήτων και διακυβεύει τη διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας.
Συνταγματικές προεκτάσεις και πολιτικές επιπτώσεις
Η υπόθεση αγγίζει ευρύτερα συνταγματικά ζητήματα που σχετίζονται με τη διάκριση των εξουσιών και τον καθορισμό του τι συνιστά διοικητικό όργανο της ομόσπονδης κυβέρνησης των ΗΠΑ. Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο δεχθεί το αίτημα της διοίκησης Τραμπ, θα ανασταλεί προσωρινά η συλλογή στοιχείων για το DOGE μέχρι την τελική δικαστική κρίση.
Η αντιπαράθεση αυτή έρχεται σε μία περίοδο όπου ζητήματα διαφάνειας στη δημόσια διοίκηση και δημόσιος έλεγχος παραμένουν στον πυρήνα του πολιτικού διαλόγου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκπρόσωποι του Δημοκρατικού Κόμματος έχουν πολλές φορές επισημάνει τη σημασία της διαφάνειας στα κυβερνητικά όργανα, ενώ από την πλευρά των Ρεπουμπλικάνων τονίζεται η προστασία της εκτελεστικής διακριτικής ευχέρειας και ο περιορισμός των εξωτερικών παρεμβάσεων στον εκτελεστικό βραχίονα.
Στο επόμενο διάστημα, το Ανώτατο Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί τόσο ως προς το αίτημα αναστολής όσο και, σε βάθος χρόνου, ως προς τον ορισμό και τα όρια των κυβερνητικών οργάνων στις ΗΠΑ.
Ιστορικό και επόμενα βήματα
Η υπόθεση αναδύθηκε στη δημόσια σφαίρα έπειτα από νομική προσφυγή της CREW, που είναι γνωστή για τις παρεμβάσεις της σε ζητήματα ηθικής και χρηστής διακυβέρνησης στην Ουάσιγκτον. Οι εξελίξεις αναμένονται με ενδιαφέρον, καθώς θα αποτελέσουν ενδεικτικό προηγούμενο για την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων ανάμεσα στην εκτελεστική εξουσία και τα μέσα δικαστικού ελέγχου.
Σε εξέλιξη βρίσκονται οι εργασίες των υπουργών Οικονομικών της Ομάδας των Επτά (G7) στον Μπανφ της Αλμπέρτα, Καναδάς, όπου οι κορυφαίοι οικονομικοί αξιωματούχοι των ισχυρότερων βιομηχανικά χωρών διεξάγουν κλειστές συνομιλίες σχετικά με τις κυριότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία, αλλά και την κατάσταση στην Ουκρανία.
Η συνάντηση, η οποία ολοκληρώνεται την Πέμπτη, αποτελεί πρόκριμα για τη σύνοδο κορυφής των ηγετών της G7 που θα πραγματοποιηθεί τον Ιούνιο στην κοντινή Κανάνασκης της Αλμπέρτα. Βασικός στόχος της υπουργικής συνάντησης είναι ο συντονισμός θέσεων ενόψει των συνεχιζόμενων γεωπολιτικών και οικονομικών μεταβολών.
Στην ατζέντα η παγκόσμια σταθερότητα και η Ουκρανία
Κύριο αντικείμενο συζήτησης είναι η σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας, εν μέσω διακυμάνσεων στις αγορές, πληθωριστικών πιέσεων και αυξανόμενων δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, με τα μέλη της G7 να εξετάζουν συντονισμένες πολιτικές για την αποφυγή νέων κρίσεων.
Επιπλέον, στο επίκεντρο βρίσκεται η υποστήριξη προς την Ουκρανία στον απόηχο της συνεχιζόμενης ρωσικής εισβολής. Οι υπουργοί αναμένεται να αξιολογήσουν τα τρέχοντα προγράμματα οικονομικής βοήθειας, αλλά και να συζητήσουν ενδεχόμενα πρόσθετα μέτρα στήριξης, δεδομένης της παρατεταμένης αβεβαιότητας στην περιοχή.
Δηλώσεις αξιωματούχων
Πριν την έναρξη των εργασιών, ο Καναδός υπουργός Οικονομικών, Φρανσουά-Φιλίπ Σαμπάνι, τόνισε τη σημασία του διαλόγου μεταξύ των εταίρων, δηλώνοντας: «Παραμένει επιτακτική ανάγκη να συνεργαστούμε στενά προκειμένου να εξασφαλίσουμε την ανθεκτικότητα της διεθνούς οικονομίας, αλλά και να παράσχουμε ουσιαστική υποστήριξη όπου χρειάζεται».
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι συνομιλίες πρόκειται να αναδείξουν την ανάγκη για περαιτέρω οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, ενισχύοντας τις πιέσεις προς τη Μόσχα για τον τερματισμό των εχθροπραξιών.
Η συνάντηση εν όψει της συνόδου κορυφής της G7
Η υπουργική σύνοδος στον Μπανφ προετοιμάζει το έδαφος για τη συνεδρίαση των αρχηγών κρατών της G7, που αναμένεται να συζητήσουν επίσης την κλιματική κρίση, το διεθνές εμπόριο και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Τα συμπεράσματα των συζητήσεων των υπουργών Οικονομικών θα αποτελέσουν βασικό σημείο αναφοράς στις αποφάσεις της επικείμενης συνόδου κορυφής.
Σημειώνεται ότι η G7 περιλαμβάνει τον Καναδά, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ομάδα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του παγκόσμιου οικονομικού πλαισίου και στον συντονισμό απαντήσεων σε διεθνείς κρίσεις.
Τοποθεσία με συμβολικό χαρακτήρα
Η επιλογή του Μπανφ, περιοχή γνωστή για το φυσικό της κάλλος στους Βραχώδεις Ορη, έχει επιλεγεί για δεύτερη φορά ως σημείο συνάντησης κορυφαίων στελεχών της G7, καθώς η Κανάνασκης φιλοξένησε και τη σύνοδο κορυφής το 2002.
Με τις διεθνείς γεωπολιτικές ισορροπίες να παραμένουν εύθραυστες, οι συζητήσεις στον Μπανφ θεωρούνται καθοριστικές για τον καθορισμό των επόμενων βημάτων της G7 στην αντιμετώπιση των προκλήσεων του 2025.