Κυριακή, 27 Ιούλ, 2025

ΔΝΤ: Θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία το 2025

Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας παραμένουν ευνοϊκές, δημιουργώντας μια σταθερή βάση για την αντιμετώπιση των «κατάλοιπων της κρίσης και των διαρθρωτικών ανισορροπιών» που απαιτείται για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα», αναφέρει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στην έκθεσή του, στο πλαίσιο της διαβούλευσης του άρθρου IV.

Για το 2025, το ΔΝΤ προβλέπει ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί 2,1% και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν βασικό μοχλό ανάπτυξης, με τη στήριξη έργων που χρηματοδοτούνται από το Next Generation EU (Ταμείο Ανάκαμψης), ενώ η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης θα παραμείνει σταθερή, υποστηριζόμενη από την ευνοϊκή αύξηση της απασχόλησης και του εισοδήματος.

Με τη σταθεροποίηση των παγκόσμιων τιμών ενέργειας, ο γενικός πληθωρισμός αναμένεται να συνεχίσει την πτωτική του πορεία, ενώ ο δομικός πληθωρισμός (σ.σ.: που δεν περιλαμβάνει τις τιμές ενέργειας και τροφίμων) θα είναι πιο επίμονος λόγω των αυξήσεων στις τιμές των υπηρεσιών και των μισθών, σύμφωνα με το ΔΝΤ.

Για τον λόγο του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, η έκθεση αναφέρει ότι είναι σε σταθερά πτωτική τάση, αν και είναι ακόμη υψηλός.

Το τραπεζικό σύστημα έχει ενισχύσει περαιτέρω την ανθεκτικότητά του, υποστηριζόμενο από την ενίσχυση του ισολογισμού του. «Η ποιότητα του ενεργητικού στις συστημικά σημαντικές τράπεζες έχει βελτιωθεί περαιτέρω, με τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων να μειώνεται σε περίπου 3%. Οι τράπεζες διατήρησαν υψηλά κέρδη, τα οποία μαζί με τις εκδόσεις κεφαλαιακών μέσων έχουν ενισχύσει την κεφαλαιακή επάρκειά τους. Οι κίνδυνοι ρευστότητας και χρηματοδότησης έχουν μειωθεί αισθητά, με τα αποθέματα ασφαλείας πολύ υψηλότερα από τις εποπτικές απαιτήσεις και τον μέσο όρο της ΕΕ», σημειώνεται.

«Τα εναπομείναντα κατάλοιπα της κρίσης και οι διαρθρωτικές προκλήσεις που απορρέουν από το ακόμη χαμηλό επίπεδο των συνολικών επενδύσεων, τις δυσμενείς δημογραφικές προοπτικές, την υποτονική αύξηση της παραγωγικότητας και τους αυξανόμενους κλιματικούς κινδύνους, επιβαρύνουν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης», αναφέρει το Ταμείο, προσθέτοντας ότι η επιτάχυνση των φιλόδοξων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα μπορούσε να βελτιώσει περαιτέρω τις προοπτικές ανάπτυξης.

Οι εκτελεστικοί διευθυντές του ΔΝΤ επαίνεσαν την ισχυρή πρόοδο στη δημοσιονομική εξυγίανση, η οποία οφείλεται στα ισχυρά έσοδα, εν μέρει λόγω των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων για τη μείωση της φοροδιαφυγής. Συμφώνησαν ότι η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων άνω του 2% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα θα ενισχύσουν περαιτέρω τη βιωσιμότητα του χρέους και θα δημιουργήσουν αποθέματα ασφαλείας έναντι μελλοντικών σοκ.

Σημειώνοντας τις σημαντικές επενδυτικές ανάγκες, μεταξύ άλλων για την πράσινη μετάβαση και την ενεργειακή ασφάλεια, οι διευθυντές του ΔΝΤ συνέστησαν «να δοθεί προτεραιότητα στις δημόσιες επενδύσεις για να βοηθήσουν στην επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης, βελτιώνοντας παράλληλα την αποτελεσματικότητα των κοινωνικών δαπανών και περιορίζοντας τις πιέσεις στις δαπάνες, ιδίως στις συντάξεις και τους μισθούς του δημόσιου τομέα».

Οι διευθυντές υπογράμμισαν την πρόσφατη πρόοδο για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τόνισαν τη σημασία περαιτέρω προσπαθειών για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών εμποδίων από την πλευρά της προσφοράς και την τόνωση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης. Τόνισαν ότι η αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, ιδίως των γυναικών, και η καλλιέργεια ενός καλύτερα καταρτισμένου εργατικού δυναμικού θα ενίσχυαν τις προοπτικές ανάπτυξης. «Συμφώνησαν ότι η μείωση του ρυθμιστικού βάρους και των εμποδίων για την είσοδο των επιχειρήσεων, ιδίως στον τομέας των υπηρεσιών, θα ενίσχυε τον ανταγωνισμό και θα αύξανε την παραγωγικότητα».

Μία ευρεία πρόοδος στη μεταρρύθμιση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης θα συνέβαλε στην αντιμετώπιση του χρέους που κληροδότησε η κρίση, στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και στην περαιτέρω ενίσχυση του δυναμισμού και της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων, σημείωσαν.

Οι διευθυντές συνέστησαν ότι τα σημερινά αυξημένα κέρδη των τραπεζών θα πρέπει να αξιοποιηθούν πρωτίστως για την ενίσχυση των κεφαλαιακών μαξιλαριών και την ικανότητα απορρόφησης ζημιών, αυξάνοντας έτσι την ανθεκτικότητά τους.

Νέα Ζηλανδία: Αύξηση αμυντικών δαπανών κατά 9 δισ. δολάρια – Στόχος το 2% του ΑΕΠ

Η Νέα Ζηλανδία ανακοίνωσε σημαντική αύξηση των αμυντικών της δαπανών, με στόχο αυτές να ανέλθουν στο 2% του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα οκτώ χρόνια, σε μια προσπάθεια «να βγει η Αμυντική Δύναμη (NZ Defence Force -NZDF) της χώρας από την εντατική», όπως δήλωσε η υπουργός Άμυνας, Τζούντιθ Κόλινς.

Κατά την παρουσίαση του νέου Σχεδίου Αμυντικών Δυνατοτήτων, η Κόλινς ανέφερε ότι η κυβέρνηση θα δαπανήσει 12 δισ. δολάρια Νέας Ζηλανδίας (περίπου 6,7 δισ. δολάρια ΗΠΑ) την επόμενη τετραετία, εκ των οποίων τα 9 δισ. συνιστούν νέες επενδύσεις.

Επισήμανε ότι το σχέδιο έχει χρονικό ορίζοντα δεκαπέντε ετών, αλλά επικεντρώνεται εσκεμμένα στις κρίσιμες επενδύσεις που απαιτούνται τα επόμενα τέσσερα έτη, ώστε η Αμυντική Δύναμη να μπορέσει να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες παγκόσμιες συνθήκες. Τόνισε επίσης ότι το ποσό αυτό αποτελεί «τη βάση, όχι το ανώτατο όριο».

Το συνολικό ύψος της δαπάνης θεωρείται ιδιαίτερα υψηλό για τα μεγέθη και τον πληθυσμό της Νέας Ζηλανδίας.

Μεταξύ των μεγαλύτερων επενδύσεων περιλαμβάνεται η αντικατάσταση του στόλου ελικοπτέρων του Πολεμικού Ναυτικού, με εκτιμώμενο κόστος άνω των 2 δισ. δολαρίων, η αγορά νέων τεθωρακισμένων οχημάτων (600 εκατ. έως 1 δισ. δολάρια) και η αντικατάσταση των «γερασμένων» Boeing 757 της Πολεμικής Αεροπορίας (επίσης μεταξύ 600 εκατ. και 1 δισ. δολαρίων).

Πρόγραμμα συντήρησης των φρεγατών HMNZS Te Kaha και Te Mana, κόστους 300 έως 600 εκατ. δολαρίων, προβλέπεται να επεκτείνει τη διάρκεια ζωής τους έως τις αρχές της δεκαετίας του 2030.

Πέραν των παραδοσιακών οπλικών συστημάτων, το σχέδιο περιλαμβάνει επίσης την προμήθεια μη επανδρωμένων φουσκωτών σκαφών, drone και αεροσκαφών μεγάλης εμβέλειας, καθώς και 300 έως 600 εκατ. δολάρια για «διαστημικές δυνατότητες» – δηλαδή πρόσβαση σε επιτήρηση και σε δεδομένα μάχης σε πραγματικό χρόνο, και όχι διαστημικό οπλισμό.

Μέχρι το 2028 προβλέπεται να ιδρυθεί Ακαδημία Πληροφοριακού Πολέμου για την εκπαίδευση του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων σε έναν κόσμο όπου οι συγκρούσεις διεξάγονται τόσο στο φυσικό όσο και στο ψηφιακό πεδίο.

Η υπουργός Εξωτερικών της Αυστραλίας Πέννυ Γουόνγκ, ο υπουργός Άμυνας της Αυστραλίας Ρίτσαρντ Μαρλς, ο υπουργός Εξωτερικών της Νέας Ζηλανδίας Γουίνστον Πίτερς και η υπουργός Άμυνας της Νέας Ζηλανδίας Τζούντιθ Κόλινς παρευρίσκονται στο ANZMIN 2024 στη Μελβούρνη της Αυστραλίας. (Sarah Hodges/Υπουργείο Εξωτερικών και Εμπορίου)

Κεντρικός άξονας του σχεδίου είναι η ενίσχυση της διαλειτουργικότητας με την Αυστραλία. Όπως ανέφερε η Κόλινς, οι δύο χώρες έχουν δεσμευτεί να εκσυγχρονίσουν τη συμμαχία τους και να ενισχύσουν περαιτέρω τη διμερή αμυντική συνεργασία, προκειμένου να δημιουργηθεί μια «πολλαπλασιαστική δύναμη», κάτι που χαρακτήρισε ως την ανάπτυξη μιας «πιο ενοποιημένης ANZAC δύναμης».

Το σχέδιο επαναβεβαιώνει επίσης τη δέσμευση της Νέας Ζηλανδίας για την προστασία των Νήσων Κουκ, της Νίουε και του Τοκελάου.

Στόχος, σύμφωνα με την υπουργό Άμυνας, είναι να καταστεί η NZDF «πιο ικανή για μάχη, με αυξημένη αποτελεσματικότητα και αποτρεπτική ισχύ», κάτι που θεωρείται απαραίτητο σε έναν «εκ φύσεως πιο επικίνδυνο» κόσμο.

Κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου με τον πρωθυπουργό Κρίστοφερ Λάξον για την παρουσίαση του σχεδίου, η Κόλινς και ο Λάξον αρνήθηκαν ότι το σχέδιο στοχεύει κάποια συγκεκριμένη χώρα.

Ωστόσο, όταν της ζητήθηκαν παραδείγματα απειλών, η υπουργός ανέφερε ότι η απόσταση πλέον δεν αποτελεί προστασία για τη Νέα Ζηλανδία – όχι όταν εκτοξεύονται διηπειρωτικοί βαλλιστικοί πύραυλοι στον Ειρηνικό, ούτε όταν πλοία με τεράστια δύναμη πυρός εισέρχονται στα χωρικά ύδατα της. Και οι δύο περιπτώσεις θεωρείται ότι αναφέρονται σε ενέργειες του Πεκίνου.

Το ίδιο το σχέδιο παραθέτει απειλές για την εθνική ασφάλεια της Νέας Ζηλανδίας, κατονομάζοντας τη Ρωσία για τον «συνεχιζόμενο παράνομο πόλεμο κατά της Ουκρανίας και την κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου». Παράλληλα, περιγράφει την «επιθετική επιδίωξη στρατηγικών στόχων» από την Κίνα ως τον «κύριο παράγοντα στρατηγικού ανταγωνισμού στην Ινδο-Ειρηνική περιοχή».

Το σχέδιο αναφέρει επίσης ότι το Πεκίνο «εξακολουθεί να χρησιμοποιεί όλα τα εργαλεία της κρατικής ισχύος με τρόπους που μπορούν να απειλήσουν τόσο τους διεθνείς κανόνες συμπεριφοράς όσο και την ασφάλεια άλλων κρατών», ενώ εκφράζει ιδιαίτερη ανησυχία για την «ταχεία και αδιαφανή ανάπτυξη των κινεζικών στρατιωτικών δυνατοτήτων».

Η αντικατάσταση των Boeing 757, τα νέα ναυτικά ελικόπτερα και ένα περιπολικό πλοίο για τον Νότιο Ωκεανό είχαν ήδη προταθεί στο σχέδιο δυνατοτήτων του 2019 από την προηγούμενη κυβέρνηση των Εργατικών, η οποία είχε επίσης ανακοινώσει την επέκταση της διάρκειας ζωής των φρεγατών.

HMNZS Te Mana. (Ευγενική προσφορά της NZ Defence Force)

Ωστόσο, η υλοποίηση αυτών των στόχων τελεί υπό αμφισβήτηση, καθώς ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, Αντιπτέραρχος Τόνι Ντέιβις, δήλωσε πρόσφατα στα μέσα ενημέρωσης ότι, παρόλο που τα πλοία εξακολουθούν να εκτελούν χρήσιμες αποστολές, αλλά «είναι πλέον εξαντλημένα».

Το σχέδιο δίνει ιδιαίτερη έμφαση και στις επενδύσεις στο ανθρώπινο δυναμικό των Ενόπλων Δυνάμεων, με κόστος που εκτιμάται μεταξύ 50 και 100 εκατ. δολαρίων.

Απεργία πολιτικού προσωπικού

Ταυτόχρονα, ο σχεδιασμός του NZDF προβλέπει περικοπή 374 θέσεων στο πολιτικό προσωπικό, επιπλέον των 144 θέσεων που καταργήθηκαν πέρυσι μέσω εθελοντικών αποχωρήσεων.

Απαντώντας στην προκήρυξη απεργίας από τους πολιτικούς υπαλλήλους, η Κόλινς ανακοίνωσε στο Κοινοβούλιο ότι ενεργοποιεί τη δυνατότητα να καλύψουν τις θέσεις τους ένστολα μέλη – εξουσία που χαρακτηρίζεται «εξαιρετική» βάσει του Νόμου περί Άμυνας.

Τα ένστολα μέλη δεν έχουν δικαίωμα απεργίας και θα αναλάβουν καθήκοντα ασφαλείας και πυρόσβεσης σε αεροδρόμια κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων, καθώς οι πολιτικοί υπάλληλοι διεκδικούν αυξήσεις.

Ο εκπρόσωπος Άμυνας του Εργατικού Κόμματος, Ντέιβιντ Πάρκερ, δήλωσε ότι η κυβέρνηση επέλεξε να μην χρηματοδοτήσει επαρκώς τον αμυντικό προϋπολογισμό και ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις έχουν απώλειες περίπου 1.200 ατόμων. Επομένως, κατά την άποψή του, δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι πολιτικοί υπάλληλοι, «όταν τους προσφέρθηκε αύξηση μηδέν, επέλεξαν να προκηρύξουν απεργία». Πρόσθεσε ότι η χρήση αυτής της εξαιρετικής εξουσίας είναι «σπάνια και θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις».

Η Κόλινς απάντησε ότι η απεργία συνιστά «επιχειρησιακό ζήτημα» και δήλωσε ότι έχει «πλήρη εμπιστοσύνη στον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων και στην ηγετική του ομάδα» και αναμένει από αυτούς να «κάνουν τη δουλειά τους».

Η Φλερ Φιτζσίμονς, γενική γραμματέας της Ένωσης Δημοσίων Υπαλλήλων, κατηγόρησε τον πρωθυπουργό Λάξον για υποκρισία, επειδή ανακοινώνει «τεράστιες επενδύσεις σε εξοπλισμό και τεχνολογία χωρίς καμία αναγνώριση του κρίσιμου ρόλου που διαδραματίζει το πολιτικό προσωπικό στην ετοιμότητα του στρατού».

Αναρωτήθηκε πώς η υπουργός Άμυνας μπορεί να δηλώνει ότι «ο στρατός δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά του χωρίς τον κατάλληλο εξοπλισμό και τις κατάλληλες συνθήκες» και ταυτόχρονα να μην αναφέρει καθόλου τον ρόλο των πολιτών υπαλλήλων.

Υπογράμμισε ότι το υψηλής εξειδίκευσης πολιτικό προσωπικό της χώρας, συμπεριλαμβανομένων μηχανικών, τεχνικών και ειδικών λογισμικού, είναι απαραίτητο για τη διατήρηση του εξοπλισμού και των συστημάτων σε λειτουργία, προκειμένου οι Ένοπλες Δυνάμεις να μπορούν να ανταποκρίνονται σε απειλές.

Κατέληξε λέγοντας ότι αυτές οι περικοπές δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαν ανακοινωθεί πριν από το Σχέδιο Αμυντικών Δυνατοτήτων και ότι «το μόνο που εξυπηρετούν είναι την εικόνα», υπονομεύοντας τον ίδιο τον σκοπό της επένδυσης.

Του Rex Widerstrom

Η G7 καταδικάζει τις κινεζικές στρατιωτικές ασκήσεις γύρω από την Ταϊβάν

Οι υπουργοί Εξωτερικών των χωρών της G7 καταδίκασαν τις πρόσφατες στρατιωτικές ασκήσεις της Κίνας γύρω από την Ταϊβάν, χαρακτηρίζοντάς τες ως «προκλητικές ενέργειες» που απειλούν την παγκόσμια ασφάλεια.

Σε κοινή ανακοίνωση που εκδόθηκε στις 6 Απριλίου, οι επικεφαλής της διπλωματίας από τον Καναδά, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες δήλωσαν ότι τόσο οι ίδιες οι χώρες όσο και η ευρύτερη διεθνής κοινότητα έχουν συμφέρον στη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στα Στενά της Ταϊβάν.

Τόνισαν επίσης την αντίθεσή τους σε κάθε μονομερή ενέργεια που απειλεί την ειρήνη και τη σταθερότητα, είτε με τη χρήση βίας είτε μέσω εξαναγκασμού.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας έχει θέσει ως στόχο την κατάληψη της Ταϊβάν, υποστηρίζοντας ότι το αυτοδιοικούμενο νησί αποτελεί μέρος της κινεζικής επικράτειας. Στο πλαίσιο αυτό, το Πεκίνο ασκεί πίεση στην Ταϊβάν μέσω διπλωματικών, οικονομικών και στρατιωτικών μέσων, επικαλούμενο λόγους εθνικού συμφέροντος.

Οι πρόσφατες κινεζικές στρατιωτικές ασκήσεις μεγάλης κλίμακας διήρκεσαν δύο ημέρες και ολοκληρώθηκαν στις 2 Απριλίου. Σε αυτές συμμετείχαν το πολεμικό ναυτικό, η ακτοφυλακή, δυνάμεις ξηράς, αέρος και πυραυλικές μονάδες, ενώ περιλάμβαναν και βολές μακράς εμβέλειας με πραγματικά πυρά στη Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας.

Οι υπουργοί της G7 προειδοποίησαν ότι οι ολοένα και πιο συχνές και αποσταθεροποιητικές ενέργειες του Πεκίνου αυξάνουν την ένταση στα Στενά και θέτουν σε κίνδυνο την παγκόσμια ασφάλεια και ευημερία. Πρόσθεσαν ότι οι χώρες της G7 συνεχίζουν να ενθαρρύνουν την ειρηνική επίλυση των διαφορών μέσω εποικοδομητικού διαλόγου μεταξύ των δύο πλευρών.

Εκπρόσωπος της κινεζικής πρεσβείας στον Καναδά κατηγόρησε τις χώρες της G7 για παρέμβαση στα εσωτερικά της Κίνας, με αφορμή την κοινή δήλωσή τους για την Ταϊβάν. Ο ίδιος ανέφερε ότι οι στρατιωτικές ασκήσεις της Κίνας αποτελούν «αυστηρή τιμωρία» κατά του προέδρου της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τε, και «αυστηρή προειδοποίηση» προς τις δυνάμεις που υποστηρίζουν την ανεξαρτησία του νησιού.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας χαρακτηρίζει τον πρόεδρο Λάι και την προκάτοχό του, Τσάι Ινγκ-γουέν, «αποσχιστές», καθώς και οι δύο έχουν ταχθεί υπέρ της υπεράσπισης της κυριαρχίας της Ταϊβάν.

Το αντιπροσωπευτικό γραφείο της Ταϊβάν στον Καναδά εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του προς τις χώρες της G7 μέσω ανάρτησης στην πλατφόρμα X. Υποστήριξε ότι η αποφασιστικότητα που επιδεικνύουν οι δημοκρατίες αποτελεί την καλύτερη αποτροπή, καθώς η ειρήνη είναι κοινό συμφέρον και κανείς δεν ωφελείται από τη σύγκρουση.

Στο στόχαστρο οι «υπολογισμένες κλιμακώσεις» του Πεκίνου

Οι τελευταίες στρατιωτικές ασκήσεις της Κίνας προκάλεσαν ευρεία διεθνή καταδίκη. Στις 4 Απριλίου, η Διακοινοβουλευτική Συμμαχία για την Κίνα (Inter-Parliamentary Alliance on China), που αποτελείται από βουλευτές διαφόρων χωρών, εξέδωσε δήλωση με την οποία καταδίκασε έντονα τις ενέργειες του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Κίνας γύρω από την Ταϊβάν.

Η Συμμαχία σημείωσε ότι επί μακρόν οι «υπολογισμένες κλιμακώσεις» του Πεκίνου γύρω από την Ταϊβάν περνούσαν απαρατήρητες, όμως πλέον δεν μπορεί να παραμένει αδρανής καθώς διαβρώνεται το status quo, με συνέπειες για τον λαό της Ταϊβάν και τη διεθνή σταθερότητα.

Τόνισε επίσης ότι η ασφάλεια της Ταϊβάν και η ασφάλεια της παγκόσμιας οικονομίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και ζήτησε ένα διεθνώς συμφωνημένο πακέτο συντονισμένων οικονομικών και πολιτικών μέτρων, ώστε να αποτραπεί περαιτέρω στρατιωτική κλιμάκωση από το Πεκίνο.

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο, ο Ιάπωνας ομόλογός του Ιουάγια Τακέσι και ο Νοτιοκορεάτης υπουργός Εξωτερικών Τσο Τάε-γιουλ συναντήθηκαν πρόσφατα στις Βρυξέλλες. Σε κοινή τους δήλωση καταδίκασαν τις κινεζικές ασκήσεις και υπογράμμισαν τη σημασία της διατήρησης της ειρήνης και της σταθερότητας στα Στενά της Ταϊβάν ως αναπόσπαστου στοιχείου της ασφάλειας και ευημερίας της διεθνούς κοινότητας.

Έκθεση του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (Center for Strategic and International Studies-CSIS) που δημοσιεύτηκε πέρυσι, ανέφερε ότι μια σύγκρουση στα Στενά της Ταϊβάν θα είχε εκτεταμένες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, καθώς το συγκεκριμένο θαλάσσιο πέρασμα αντιπροσώπευε περισσότερο από το ένα πέμπτο του διεθνούς θαλάσσιου εμπορίου το 2022—περίπου 2,45 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Ο Ντέιβιντ Περντού, υποψήφιος του Ντόναλντ Τραμπ για τη θέση του πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Κίνα, κατά την ακρόασή του στη Γερουσία στις 3 Απριλίου, δήλωσε στη γραπτή του κατάθεση ότι θα υποστήριζε τον Νόμο για τις Σχέσεις με την Ταϊβάν ως πρεσβευτής.

Ο Περντιού ανέφερε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν προσηλωμένες σε μια ειρηνική λύση που να είναι αποδεκτή από τους λαούς και των δύο πλευρών των Στενών, και εξέφρασε την αντίθεση της Ουάσιγκτον σε κάθε μονομερή αλλαγή του υφιστάμενου καθεστώτος.

Οι ΗΠΑ και η Ταϊβάν δεν διατηρούν επίσημες διπλωματικές σχέσεις, καθώς η Ουάσιγκτον τερμάτισε τους δεσμούς με την Ταϊπέι υπέρ του Πεκίνου το 1979. Ωστόσο, η σχέση τους παραμένει στενή μέσω του Νόμου για τις Σχέσεις με την Ταϊβάν, ο οποίος υπογράφηκε από τον τότε πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ και επιτρέπει την πώληση αμυντικού εξοπλισμού στην Ταϊβάν. Ο νόμος προέβλεψε επίσης την ίδρυση του Αμερικανικού Ινστιτούτου στην Ταϊβάν, το οποίο λειτουργεί ως ντε φάκτο πρεσβεία των ΗΠΑ στο νησί.

Ρωσικές δυνάμεις ισχυρίζονται ότι κατέλαβαν χωριό στη συνοριακή περιοχή Σούμι της Ουκρανίας – Διαψεύδει το Κίεβο

Ένταση επικρατεί τις τελευταίες ημέρες στο συνοριακό μέτωπο της βορειοανατολικής Ουκρανίας, μετά τον ισχυρισμό της Μόσχας ότι οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις κατέλαβαν το χωριό Μπασίβκα στην περιφέρεια Σούμι. Σύμφωνα με ανακοίνωση του ρωσικού υπουργείου Άμυνας, στις 6 Απριλίου, «μονάδες της Στρατιωτικής Ομάδας του Βορρά κατέλαβαν τη Μπασίβκα της περιοχής Σούμι κατά τη διάρκεια της επίθεσής τους».

Η Μπασίβκα βρίσκεται κοντά στα σύνορα ανάμεσα στη βορειοανατολική ουκρανική περιφέρεια Σούμι και τη ρωσική περιφέρεια Κουρσκ, μια περιοχή που έχει αποτελέσει επίκεντρο συγκρούσεων και στρατηγικών επιδιώξεων τους τελευταίους μήνες. Πρόσφατα, οι ρωσικές δυνάμεις ανέφεραν ότι επικράτησαν σε μάχες με ουκρανικές μονάδες κοντά σε τρεις συνοριακούς οικισμούς της περιφέρειας Κουρσκ, συγκεκριμένα στις πόλεις Γκορνάλ, Γκουέβο και Ολεσνία.

Η ουκρανική πλευρά, ωστόσο, διέψευσε κατηγορηματικά τους ρωσικούς ισχυρισμούς περί πλήρους ελέγχου του χωριού. Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Telegram, ο Αντρίι Κοβαλένκο, ανώτερο στέλεχος της ουκρανικής υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας και Άμυνας, δήλωσε: «Μέχρι σήμερα, οι Ρώσοι δεν ελέγχουν τη Μπασίβκα στην περιοχή Σούμι. Προσπαθούν να διεισδύσουν εκεί με ομάδες εφόδου […] όμως ο εχθρός εξουδετερώνεται». Ο Κοβαλένκο πρόσθεσε ότι οι μάχες είναι περίπλοκες, καθημερινές και εκτείνονται στις δύο πλευρές των συνόρων.

Η Epoch Times δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει ανεξάρτητα τους ισχυρισμούς καμίας από τις δύο πλευρές αναφορικά με τα γεγονότα στο πεδίο.

Η στρατηγική σημασία των περιοχών Σούμι και Κουρσκ

Η συνοριακή περιοχή της Σούμι αποτελεί από πέρυσι κεντρικό θέατρο εντάσεων και συγκρούσεων. Το περασμένο καλοκαίρι, οι ουκρανικές δυνάμεις πραγματοποίησαν αιφνιδιαστική διασυνοριακή επίθεση στην Κουρσκ, καταλαμβάνοντας αρχικά εκατοντάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα ρωσικού εδάφους. Στους μήνες που ακολούθησαν, η Μόσχα εξαπέλυσε συνεχείς αντεπιθέσεις, αναγκάζοντας τις ουκρανικές δυνάμεις να υποχωρήσουν σχεδόν πλήρως από την περιφέρεια Κουρσκ, ανέφερε το TASS πριν μια εβδομάδα.

Ουκρανός στρατιώτης περιπολεί σε περιοχή στην ελεγχόμενη από το Κίεβο πόλη Σούντζα στη δυτική περιοχή Κουρσκ της Ρωσίας, στις 16 Αυγούστου 2024. (Yan Dobronosov/Reuters)

 

Στο πλαίσιο αυτό, Ρώσοι αξιωματούχοι πρότειναν πρόσφατα τη δημιουργία μιας «ζώνης ασφαλείας» που θα εκτείνεται εντός του ουκρανικού εδάφους της Σούμι, προκειμένου να αποτρέψουν μελλοντικές εισβολές προς την Κουρσκ. Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν κατά τη διάρκεια πρόσφατης επίσκεψής του στην περιφέρεια Κουρσκ, ότι στόχος της Μόσχας είναι να «απελευθερωθεί πλήρως το έδαφος της περιφέρειας και να αποκατασταθεί η κατάσταση στα σύνορα του κράτους».

Επιχειρησιακές εξελίξεις και εκτιμήσεις για το μέλλον

Η ενδεχόμενη κατάληψη της Μπασίβκα, όπως υποστηρίζει ο Ρώσος στρατιωτικός αναλυτής Αντρέι Μαρότσκο, θα μπορούσε να επιτρέψει στις ρωσικές δυνάμεις να προωθηθούν προς τις κοντινές ουκρανικές κωμοπόλεις Λόκνια και Γιουνακίβκα, αποκόπτοντας γραμμές ανεφοδιασμού και απομονώνοντας ουκρανικές μονάδες που παραμένουν στο ρωσικό έδαφος της Κουρσκ.

«Μέσω της διακοπής αυτών των διαδρομών ανεφοδιασμού, μπορούμε να περικυκλώσουμε και να αποδυναμώσουμε τον αντίπαλο, αναγκάζοντάς τον να αποσυρθεί πλήρως από την περιοχή Σουντζάνσκι της περιφέρειας Κουρσκ», δήλωσε ο Μαρότσκο στο TASS, εξηγώντας πως η διεξαγωγή επιχειρήσεων στην περιοχή της Σούμι είναι ζωτικής σημασίας για τη συνολική στρατηγική των ρωσικών δυνάμεων.

Ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, επισκέφθηκε την προηγούμενη εβδομάδα ουκρανικά στρατεύματα που παραμένουν αναπτυγμένα στην περιφέρεια Σούμι, τονίζοντας πως οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις «εργάζονται για να προστατεύσουν τις θέσεις τους». Πρόσθεσε ότι «γνωρίζουμε τι σχεδιάζει ο εχθρός» και διαβεβαίωσε ότι «πρέπει και θα προστατεύσουμε το κράτος μας, την ανεξαρτησία μας και τον λαό μας».

Η κλιμάκωση των συγκρούσεων στα βορειοανατολικά σύνορα Ουκρανίας–Ρωσίας ενδέχεται να οδηγήσει σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση. Οι επόμενες ημέρες θα είναι καθοριστικές για την εξέλιξη ενός πεδίου αντιπαράθεσης που ίσως αποδειχθεί κομβικό για την ευρύτερη πορεία του πολέμου.

Με τη συμβολή του Reuters

Ράντεφ: Η Βουλγαρία πρέπει να γίνει παγκόσμιος κόμβος τεχνητής νοημοσύνης

Ο πρόεδρος Ρούμεν Ράντεφ δήλωσε ότι η Βουλγαρία πρέπει να τοποθετηθεί στον παγκόσμιο χάρτη ως επενδυτικός προορισμός στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας και ειδικότερα στην τεχνητή νοημοσύνη. Με αυτή την αφορμή, διοργάνωσε συζήτηση στρογγυλής τράπεζας για τις προοπτικές προσέλκυσης επενδύσεων στον κλάδο.

Ο πρόεδρος υπογράμμισε ότι πρωτοπόρες χώρες και εταιρείες συμμετέχουν ήδη σε μια πυρετώδη κούρσα για την ανάπτυξη υποδομών τεχνητής νοημοσύνης. Ο Ράντεφ έθεσε ερωτήματα σχετικά με τη θέση της Βουλγαρίας στο πεδίο αυτό, τις ικανότητές της, το επίπεδο των φιλοδοξιών της, και εάν η χώρα διαθέτει τις δυνατότητες να οικοδομήσει υπερβιομηχανίες τεχνητής νοημοσύνης. Όπως δήλωσε, αυτή τη στιγμή διεξάγεται παγκοσμίως ένας αγώνας δρόμου για την κατασκευή τέτοιων τεράστιων εγκαταστάσεων.

Τόνισε ότι η Βουλγαρία διαθέτει σημαντικά πλεονεκτήματα για την εγκατάσταση υπερβιομηχανιών: σταθερό ενεργειακό σύστημα και έναν πυρηνικό σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας — «κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, λόγω της τάσης στη Δυτική Ευρώπη να κλείνουν οι πυρηνικοί σταθμοί χωρίς να κατασκευάζονται νέοι, γεγονός που αποτελεί τροχοπέδη, καθώς δεν υπάρχει πλεονάζουσα ηλεκτρική ενέργεια».

Ο Ράντεφ επεσήμανε ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες μόνο το 3% των κατάλληλων περιοχών για την εγκατάσταση τέτοιων εργοστασίων παραμένουν διαθέσιμες. «Στη Δυτική Ευρώπη υπάρχουν προβλήματα τόσο με τη γη όσο και με την τροφοδοσία. Νικητής θα είναι όποιος μπορεί να διαθέσει πλεονάζουσα ενέργεια για την κατασκευή μιας υπερβιομηχανίας», είπε. Πρόσθεσε ότι η κατασκευή θα μπορούσε να γίνει σταδιακά, ξεκινώντας από 50 ή 100 μεγαβάτ και φθάνοντας τα 1.000 και πλέον μέσα στα επόμενα χρόνια. Ο νικητής θα είναι επίσης αυτός που θα προσφέρει υποδομές με αντισεισμικές προδιαγραφές, μεταφορές, τηλεπικοινωνίες και διαδρομές οπτικών ινών.

Ως επιπλέον πλεονεκτήματα της Βουλγαρίας, ο Ράντεφ ανέφερε τον πλούτο υδάτινων πόρων, την ανεπτυγμένη υποδομή οπτικών ινών, τον ισχυρό τομέα πληροφορικής και το Ινστιτούτο Επιστήμης των Υπολογιστών, Τεχνητής Νοημοσύνης και Τεχνολογίας (INSAIT). «Διαθέτουμε έναν πολύ καλό συνδυασμό για να προσελκύσουμε αυτού του είδους τις επενδύσεις», υπογράμμισε.

Ο πρόεδρος πρόσθεσε ότι υποδέχεται όλο και περισσότερες αντιπροσωπείες από το εξωτερικό, οι οποίες, ωστόσο, θέτουν συγκεκριμένα ερωτήματα. «Έχω ακόμα και λίστα με καθήκοντα, και οι επενδυτές περιμένουν απαντήσεις από εμένα, αλλά δεν μπορώ να τους τις δώσω ως πρόεδρος, χωρίς τη συνεργασία της εκτελεστικής εξουσίας», εξήγησε. Τα ερωτήματα περιλαμβάνουν: Τι είδους περιοχή και τροφοδοσία μπορεί να προσφέρει η Βουλγαρία; Με ποια αξιοπιστία και σε ποιες τιμές; Πόση είναι η διαθέσιμη ποσότητα νερού; – καθώς, όπως εξήγησε, το κόστος του νερού για την ψύξη είναι τεράστιο.

Ο πρόεδρος Ράντεφ εκτιμά ότι τα επόμενα περίπου δύο χρόνια είναι καθοριστικά, καθώς οι ευκαιρίες στις Ηνωμένες Πολιτείες εξαντλούνται και οι τεχνολογικοί κολοσσοί στρέφονται στο εξωτερικό. «Η Ελλάδα μας πρόλαβε στα κέντρα δεδομένων της Microsoft πριν από χρόνια. Τώρα έχουμε την ευκαιρία να προσελκύσουμε μια εντελώς διαφορετική γενιά επενδύσεων», σημείωσε.

Το ερώτημα, όπως τόνισε, είναι αν θα δημιουργηθεί ένας οργανισμός που θα μπορέσει να υλοποιήσει όλα αυτά. Πρόκειται για έναν τομέα που «απαιτεί συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα». Ο ίδιος σημείωσε ότι υπάρχουν πολύ ισχυρές επιχειρήσεις στη Βουλγαρία που αναπτύσσουν μεγάλες πράσινες ενεργειακές δυνατότητες και προσφέρουν δυνατότητες αποθήκευσης.

Τέλος εποχής για τα Ινστιτούτα Κομφούκιου στην Αυστραλία – Έξι πανεπιστήμια κόβουν τους δεσμούς με το Πεκίνο

Τα τελευταία τρία χρόνια, έξι μεγάλα πανεπιστήμια της Αυστραλίας αποφάσισαν να τερματίσουν τις συνεργασίες τους με τα Ινστιτούτα Κομφούκιος, εκπαιδευτικούς και πολιτιστικούς οργανισμούς που χρηματοδοτούνται από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ). Πρόκειται για σαφή ένδειξη της αυξανόμενης δυσπιστίας των δυτικών δημοκρατιών, ανάμεσά τους και της Αυστραλίας, έναντι των κινεζικών προσπαθειών άσκησης επιρροής στον ακαδημαϊκό και πολιτιστικό τομέα.

Τα Ινστιτούτα Κομφούκιος αναπτύχθηκαν στην Αυστραλία πριν περίπου 20 χρόνια, με επίσημο στόχο τη διάδοση της κινεζικής γλώσσας και κουλτούρας. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, δέχτηκαν έντονες επικρίσεις για προώθηση της κινεζικής προπαγάνδας και λογοκρισίας περιεχομένου με στόχο την ενίσχυση της κινεζικής «ήπιας ισχύος».

Πανεπιστήμια κλείνουν τα Ινστιτούτα Κομφούκιου

Το πρώτο πανεπιστήμιο που τερμάτισε τη λειτουργία του ήταν το Royal Melbourne Institute of Technology (RMIT) το 2021, επικαλούμενο «μειωμένο ενδιαφέρον» των φοιτητών. Ακολούθησε το University of New South Wales (UNSW) και το University of Western Australia (UWA), ενώ την ίδια περίοδο αναφέρθηκαν πληροφορίες για αποχώρηση του University of Adelaide, χωρίς ωστόσο να υπάρχει επίσημη επιβεβαίωση.

Φοιτητές περπατούν στην πανεπιστημιούπολη St. Lucia του University of Queensland (UQ), στο Μπρισμπέιν της Αυστραλίας στις 6 Μαρτίου 2023. (Daniel Y. Teng/The Epoch Times)

Ακολούθησε η ολοκλήρωση των συμβολαίων το 2024 στο University of Melbourne και στο University of Queensland, που αποφάσισαν να μη συνεχίσουν τη συνεργασία με το Πεκίνο.

Παραμένουν πλέον επτά Ινστιτούτα Κομφούκιος σε πανεπιστήμια, όπως University of Sydney, University of Newcastle, Queensland University of Technology (QUT), Griffith University, La Trobe University, La Trobe University και Charles Darwin University.

Γιατί προχώρησαν στο κλείσιμο

Τα πανεπιστήμια πρόβαλαν διάφορους λόγους για τον τερματισμό των συνεργασιών.

Το 2021, το RMIT δήλωσε ότι αυτό οφειλόταν στη μείωση της ζήτησης των φοιτητών για το πρόγραμμα κινεζικής ιατρικής. Τότε, το πανεπιστήμιο δήλωσε ότι η απόφασή του δεν επηρεάστηκε από τρίτους.

Ο Σι Τζινπίνγκ εκφωνεί ομιλία πριν από τα εγκαίνια του πρώτου Ινστιτούτου Κομφούκιου για την Κινεζική Ιατρική της Αυστραλίας, στο Πανεπιστήμιο RMIT στη Μελβούρνη, στις 20 Ιουνίου 2010. (William West/AFP μέσω Getty Images)

 

Εν τω μεταξύ, το UWA δήλωσε ότι η λειτουργία του Ινστιτούτου Κομφούκιου σταμάτησε λόγω των συνεχιζόμενων διαταραχών που προκλήθηκαν από το κλείσιμο των συνόρων κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.

Το πανεπιστήμιο δήλωσε επίσης ότι βρήκε αντικαταστάτη για τα προγράμματα κινεζικής γλώσσας που προσέφερε το Ινστιτούτο. «Το πανεπιστήμιο αναγνωρίζει τη σημασία των ασιατικών γλωσσικών δεξιοτήτων, όπως τονίζεται σε διαδοχικές κυβερνητικές εκθέσεις, και παραμένει προσηλωμένο στη βελτίωση του ασιατικού αλφαβητισμού της Αυστραλίας», δήλωσε εκπρόσωπος του UWA στην Epoch Times.

«Το UWA έχει επεκτείνει το πρόγραμμα κινεζικών σπουδών του για να καλύψει τη ζήτηση για γλωσσική εκπαίδευση, αναιρώντας την ανάγκη να επιδιώξουμε μια νέα συμφωνία για ένα Ινστιτούτο Κομφούκιου».

Το University of Adelaide δεν σχολίασε την κατάσταση του Ινστιτούτου Κομφούκιος, αλλά δήλωσε ότι θα συνεχίσει να διατηρεί τη δέσμευσή του στις γλωσσικές και πολιτιστικές σπουδές. «Το University of Adelaide συνεχίζει να εμβαθύνει την κατανόηση της παγκόσμιας κοινότητας μέσω της δέσμευσής του στις γλωσσικές και πολιτιστικές σπουδές, καθώς και στην προώθηση των δεσμών με άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, μέσω συνεργασιών, έρευνας και εκπαιδευτικής συνεργασίας», δήλωσε εκπρόσωπος του University of Adelaide στην Epoch Times.

Γενική άποψη του University of Adelaide, 3 Μαΐου 2017. (AAP Image/David Mariuz)

 

Εκπρόσωπος του University of Queensland δήλωσε ότι το Ινστιτούτο Κομφούκιος έκλεισε μετά τη λήξη της σύμβασής του με το Πανεπιστήμιο Tianjin στις 31 Δεκεμβρίου 2024. «Όλοι οι εταίροι του Ινστιτούτου Κομφούκιου και άλλοι ενδιαφερόμενοι ενημερώθηκαν πριν από το κλείσιμό του», δήλωσε ο εκπρόσωπος στην Epoch Times.

Το πανεπιστήμιο σημείωσε επίσης ότι δεν είχε λάβει καμία κατεύθυνση από την κυβέρνηση σχετικά με το Ινστιτούτο.

«Το University of Queensland παραμένει προσηλωμένο στην προώθηση των παγκόσμιων συνεργασιών του με κορυφαία ιδρύματα σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, στους τομείς της διδασκαλίας ξένων γλωσσών, της κινητικότητας και των εγγραφών φοιτητών και της έρευνας», δήλωσε ο εκπρόσωπος.

Όσον αφορά το ενδεχόμενο επικείμενο κλείσιμο, το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ (QUT) εξακολουθεί να φιλοξενεί το πρόγραμμά του. Ωστόσο, το πανεπιστήμιο δήλωσε ότι η σύμβασή του θα λήξει το 2025 και θα αποτελέσει αντικείμενο επανεξέτασης σύμφωνα με τις κυβερνητικές απαιτήσεις. «Το QUT θα επανεξετάσει όλες τις συμφωνίες σύμφωνα με την πολιτική της αυστραλιανής κυβέρνησης και τους διαθέσιμους πόρους πριν από τη λήξη της τρέχουσας σύμβασης κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους», δήλωσε εκπρόσωπος του QUT στην Epoch Times.

Ένα μεγάλο λογότυπο του Queensland University of Technology στην πανεπιστημιούπολη Gardens Point, στο Queensland της Αυστραλίας, στις 16 Φεβρουαρίου 2025. (Daniel Y. Teng/The Epoch Times)

 

«Πάντα συμμορφωνόμασταν και θα συνεχίσουμε να συμμορφωνόμαστε με όλες τις απαιτήσεις του Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων και Εμπορίου (Department of Foreign Affairs and Trade-DFAT)».

Η Epoch Times επικοινώνησε με το University of Melbourne και το UNSW για σχόλια.

Το Πεκίνο δεν μπορεί να αντιδράσει

Ο Φενγκ Τσονγκγί, αναπληρωτής καθηγητής Κινέζικων Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Τεχνολογίας του Σίδνεϊ, δήλωσε ότι η αρχική πρόθεση πίσω από τη δημιουργία των Ινστιτούτων Κομφούκιου ήταν να ενισχυθούν οι σχέσεις μεταξύ Αυστραλίας και του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ).

«Ο λόγος για τον οποίο ίδρυσαν τα Ινστιτούτα Κομφούκιου ήταν για να δείξουν καλή θέληση προς την κινεζική κυβέρνηση, να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση από την κινεζική κυβέρνηση, να φέρουν Κινέζους φοιτητές και να δημιουργήσουν συνεργατικά έργα στην Κίνα», δήλωσε στην Epoch Times.

Ωστόσο, ο αναπληρωτής καθηγητής σημείωσε ότι υπήρξε μια σημαντική αλλαγή στη στάση της Δύσης απέναντι στα Ινστιτούτα Κομφούκιου μετά το 2017-2018, με την Αυστραλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες δημοκρατίες να εισάγουν σειρά νομοθεσιών για να προστατευθούν από τις κρυφές δραστηριότητές τους, όπως οι νόμοι περί ξένης παρέμβασης στην Αυστραλία.

«Τώρα που οι νόμοι έχουν εφαρμοστεί, το Ινστιτούτο Κομφούκιου έχει γίνει βάρος. Ωστόσο, πολλά πανεπιστήμια δεν τα έχουν κλείσει άμεσα για να μην προσβάλουν ανοιχτά την Κίνα», είπε.

«Αντίθετα, η συνήθης πρακτική είναι να περιμένουν μέχρι να λήξουν τα συμβόλαια και να μην τα ανανεώσουν, βρίσκοντας διάφορους λόγους για να μην τα επεκτείνουν».

Το Διεθνές Κτίριο του Griffith University, όπου λειτουργεί το Ινστιτούτο Τουρισμού Κομφούκιου στην πανεπιστημιούπολη Gold Coast, Σάουθπορτ, Κουίνσλαντ, 27 Δεκεμβρίου 2018. (Richard Szabo/The Epoch Times)

Το κλείσιμο των Ινστιτούτων Κομφούκιου σε πανεπιστήμια της Αυστραλίας έχει πλήξει τη φιλοδοξία του ΚΚΚ να ασκήσει επιρροή στη χώρα.

«Είναι ανίσχυροι. Ο ΚΚΚ δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Ακόμα κι αν θέλουν να θυμώσουν, δεν έχουν που να εκτονώσουν τον θυμό τους», δήλωσε ο Φενγκ.

Η Αυστραλία θα μπορούσε να προχωρήσει πιο γρήγορα

Ενώ τα πανεπιστήμια λαμβάνουν μέτρα, κάποιοι ειδικοί πιστεύουν ότι η αυστραλιανή κυβέρνηση θα μπορούσε να κάνει περισσότερα.

Το Φεβρουάριο του 2023, η κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος ανακοίνωσε ότι δεν θα εγκρίνει νέα Ινστιτούτα Κομφούκιου και ότι θα εξετάσει τα υπάρχοντα μετά από έκθεση του Κοινοβουλίου για την ξένη επιρροή και παρέμβαση στα πανεπιστήμια.

Παρόλα αυτά, ο Λιν Μπιν, υπέρμαχος της δημοκρατίας του Χονγκ Κονγκ και σχολιαστής των ΜΜΕ με διδακτορικό στην πολιτική επιστήμη, δήλωσε ότι η Αυστραλία μπορεί να κινηθεί πιο γρήγορα. «Έπρεπε να είχαν δράσει νωρίτερα. Η διείσδυση του ΚΚΚ είναι ακόμα αρκετά έντονη, και η αυστραλιανή κυβέρνηση ανταποκρίνεται πολύ αργά», δήλωσε στην Epoch Times.

«Πιστεύω ότι η αυστραλιανή κυβέρνηση πρέπει να κάνει περισσότερα, ειδικά όσον αφορά τις υπηρεσίες αντικατασκοπείας. Οι υπηρεσίες αντικατασκοπείας θα πρέπει να δαπανούν περισσότερους πόρους—ανθρώπινο δυναμικό, υλικά και χρηματοδότηση—για να καταπολεμήσουν την επιρροή του ΚΚΚ στην Αυστραλία».

Επιπλέον, ο Λιν κάλεσε τα αυστραλιανά πανεπιστήμια να αναζητήσουν άλλες αγορές για ανάπτυξη, ώστε να αποφύγουν τη χρηματοοικονομική υπερβολική εξάρτηση από Κινέζους φοιτητές. «Δεν πρέπει να επικεντρώνονται αποκλειστικά στην Κίνα. Αντίθετα, τα αυστραλιανά πανεπιστήμια θα πρέπει να κοιτάξουν προς πιο δημοκρατικές χώρες με κοινές αξίες ελευθερίας και δημοκρατίας—χώρες που ευθυγραμμίζονται με τις αρχές της Αυστραλίας», είπε.

Τι είναι τα Ινστιτούτα Κομφούκιου

Τα Ινστιτούτα Κομφούκιου είναι «μη κερδοσκοπικά εκπαιδευτικά ιδρύματα» που χρηματοδοτούνται από το κομμουνιστικό καθεστώς και λειτουργούν εκτός Κίνας μέσω συνεργασιών με διεθνή πανεπιστήμια και σχολεία.

Προσφέρουν μια σειρά από δωρεάν εργαστήρια και προγράμματα, καθώς και πληρωμένα μαθήματα γλώσσας για εγχώριους φοιτητές.

Ενώ το Πεκίνο ισχυρίζεται ότι σκοπός του προγράμματος είναι η προώθηση της κινεζικής γλώσσας και του πολιτισμού, το μοντέλο λειτουργίας του αποκαλύπτει κάτι διαφορετικό.

«Τα Ινστιτούτα Κομφούκιου χρησιμοποιούν εγχειρίδια από την Κίνα, στέλνουν [τους δικούς τους] Κινέζους καθηγητές και λειτουργούν από την αρχή με ένα σύστημα διπλής διαχείρισης», δήλωσε ο Φενγκ.

«Οι καθηγητές αποστέλλονται και επιλέγονται από το κινεζικό Υπουργείο Παιδείας. Ως εκ τούτου, αυτό [το ΚΚΚ] ουσιαστικά τοποθετούσε το ενιαίο μέτωπο και τον μηχανισμό προπαγάνδας της Κίνας μέσα σε αυτά τα πανεπιστήμια».

Διαδηλωτές έξω από το σχολικό συμβούλιο της περιφέρειας του Τορόντο, προτρέποντας το συμβούλιο να μην εφαρμόσει το πρόγραμμα του Ινστιτούτου Κομφούκιου στα σχολεία του Τορόντο, στο Τορόντο του Καναδά, στις 11 Ιανουαρίου 2014. (Allen Zhou/The Epoch Times)

 

Το 2017, η κινηματογραφίστρια Ντόρις Λιου (Doris Liu), με έδρα τον Καναδά, δημιούργησε το ντοκιμαντέρ «In the Name of Confucius» («Στο όνομα του Κομφούκιου») για να αποκαλύψει τις διαμάχες γύρω από το χρηματοδοτούμενο από το ΚΚΚ πρόγραμμα.

Εν τω μεταξύ, ο Λιν δήλωσε ότι τα Ινστιτούτα Κομφούκιου χρησιμεύουν ως μέσο ιδεολογικής διείσδυσης για το ΚΚΚ. «Ο στόχος είναι να προωθηθούν οι πολιτικές απόψεις του ΚΚΚ, η εκδοχή του για την κινεζική ιστορία και οι αξίες του στους Αυστραλούς φοιτητές – ουσιαστικά φέρνοντας την αφήγηση του ΚΚΚ στην Αυστραλία», είπε.

«To αφήγημα του ΚΚΚ είναι πολιτικά προκατειλημμένο, υποκειμενικό και άδικο. [Τα Ινστιτούτα Κομφούκιου] υπονομεύουν την κανονική λειτουργία των αυστραλιανών πανεπιστημίων και, μακροπρόθεσμα, απειλούν την ακαδημαϊκή ελευθερία.

Του Alfred Bui

Με τη συμβολή της Cindy Li

Η Ταϊβάν εξετάζει μηδενικούς δασμούς, περισσότερες επενδύσεις με τις ΗΠΑ

Ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τε, είπε στις 6 Απριλίου ότι το έθνος του θα προσφέρει μηδενικούς δασμούς και κανένα αντίποινο ως έναρξη των διαπραγματεύσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ δεσμεύτηκε να άρει τα εμπορικά εμπόδια.

Ο Λάι είπε ότι οι εταιρείες της Ταϊβάν θα αυξήσουν επίσης τις επενδύσεις τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα σχόλια έγιναν ως απάντηση στους σαρωτικούς δασμούς εισαγωγής που ανακοίνωσε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ στις 2 Απριλίου. Η Ταϊβάν έχει εμπορικό πλεόνασμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες και θα δει δασμούς 32% στις εξαγωγές της προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ωστόσο, οι νέοι δασμοί δεν επηρεάζουν τους ημιαγωγούς (τσιπ υπολιογιστών), μια από τις μεγαλύτερες εξαγωγές της Ταϊβάν.

Κατά τη συνάντηση με στελέχη μικρομεσαίων εταιρειών στην κατοικία του, ο Λάι σημείωσε ότι επειδή η Ταϊβάν εξαρτάται από το εμπόριο, η οικονομία της μπορεί να αντιμετωπίσει δυσκολίες όσον αφορά τους δασμούς των ΗΠΑ, αλλά ότι οι επιπτώσεις τους θα μπορούσαν να ελαχιστοποιηθούν.

«Οι δασμολογικές διαπραγματεύσεις μπορούν να ξεκινήσουν με ‘μηδενικούς δασμούς’ μεταξύ της Ταϊβάν και των Ηνωμένων Πολιτειών, με αναφορά στη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ΗΠΑ-Καναδά-Μεξικού», είπε. Ο Τραμπ είπε ότι οτιδήποτε συμμορφώνεται με τη συμφωνία ΗΠΑ-Καναδά-Μεξικού δεν θα υπόκειται σε πρόσθετους δασμούς.

Σε σχόλια που δόθηκαν από το γραφείο του, ο Λάι πρόσθεσε ότι δεν έχει σχέδια για αντίποινα σε δασμούς και ότι δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή στις επιχειρηματικές επενδυτικές δεσμεύσεις της Ταϊβάν στις Ηνωμένες Πολιτείες, εφόσον είναι προς το συμφέρον του έθνους του.

Η Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSMC), ο μεγαλύτερος κατασκευαστής τσιπ με σύμβαση στον κόσμο, ανακοίνωσε πρόσθετη επένδυση 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις Ηνωμένες Πολιτείες τον περασμένο μήνα.

«Στο μέλλον, εκτός από τις αυξημένες επενδύσεις της TSMC, άλλες βιομηχανίες, όπως η ηλεκτρονική, οι πληροφορίες και οι επικοινωνίες, τα πετροχημικά και το φυσικό αέριο, θα είναι σε θέση να αυξήσουν τις επενδύσεις στις ΗΠΑ και να εμβαθύνουν τη βιομηχανική συνεργασία Ταϊβάν-ΗΠΑ», είπε ο Λάι.

Ο Λάι πρόσθεσε ότι το υπουργικό του συμβούλιο εξετάζει ποιες εκτεταμένες αγροτικές, βιομηχανικές και ενεργειακές αγορές να κάνει από τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς το υπουργείο Άμυνάς του έχει προσφέρει μέχρι στιγμής τα σχέδιά του για αγορά όπλων.

«Όλες οι αγορές θα συνεχιστούν ενεργά», είπε.

Επιπλέον, οι μη δασμολογικοί φραγμοί είναι ένα μήνυμα για τις Ηνωμένες Πολιτείες να αξιολογήσουν τη δικαιοσύνη του εμπορίου και η Ταϊβάν θα διευθετήσει προληπτικά τους μη δασμολογικούς φραγμούς που έχουν διαρκέσει για πολλά χρόνια για να ομαλοποιήσει τις εμπορικές διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, πρόσθεσε ο Λάι.

Παρά την έλλειψη επίσημων διπλωματικών δεσμών, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο πιο κρίσιμος διεθνής υποστηρικτής της Ταϊβάν και η κύρια πηγή όπλων της.

Εν τω μεταξύ, η Κίνα συνεχίζει να πιέζει την Ταϊβάν τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτικά, θεωρώντας το δημοκρατικά διοικούμενο νησί ως κινεζικό έδαφος, εν μέσω αντιρρήσεων από την κυβέρνηση στην Ταϊπέι.

Λίγο πριν από την εισαγωγή των δασμών του Τραμπ, η Κίνα ανακοίνωσε το τέλος της τελευταίας σειράς πολεμικών παιχνιδιών της γύρω από την Ταϊβάν.

Η Ταϊβάν έχει υποστεί σημαντικές παγκόσμιες αλλαγές στο παρελθόν και επιβίωσε, είπε ο Λάι.

«Όχι μόνο μπορέσαμε να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες, αλλά μπορέσαμε επίσης να μετατρέψουμε τις κρίσεις σε ευκαιρίες, μετατρέποντας την οικονομία της Ταϊβάν σε μια νέα και πιο ανθεκτική», πρόσθεσε.

Προσωρινοί περιορισμοί στο shrot-selling

Στις 6 Απριλίου, η Επιτροπή Χρηματοοικονομικής Εποπτείας της Ταϊβάν δήλωσε ότι θα επιβάλει προσωρινούς περιορισμούς στο shrot-selling μετοχών για να αντιμετωπίσει την πιθανή αναταραχή στην αγορά μετά τους δασμούς εισαγωγής του Τραμπ, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε άλλων μέτρων όπως απαιτείται, ανέφερε η χρηματοπιστωτική ρυθμιστική αρχή σε δήλωση.

Η επιτροπή είπε ότι θα περιορίσει τον αριθμό των μετοχών που γίνονται short-selling ενώ θα αυξήσει τον ελάχιστο δείκτη shrot-selling στο 130 τοις εκατό από 90 τοις εκατό, αρχής γενομένης από τις 7 Απριλίου με λήξη στις 11 Απριλίου.

Στο shrot-selling οι επενδυτές δανείζονται μετοχές που αναμένουν να πουλήσουν, τις πουλάνε, μετά τις αγοράζουν, και τις επιστρέφουν αργότερα, βγάζοντας κέρδος από τη διαφορά.

Το χρηματιστήριο της Ταϊβάν έκλεισε λόγω αργίας στις 3 και 4 Απριλίου και θα ανοίξει ξανά στις 7 Απριλίου, πράγμα που σημαίνει ότι οι επενδυτές δεν είχαν την ευκαιρία να ανταποκριθούν στους νέους δασμούς. Οι παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές σημείωσαν πτώση μετά την ανακοίνωση του Τραμπ, με 5 τρισεκατομμύρια δολάρια να χάνονται από τον S&P 500 σε δύο ημέρες.

Η Επιτροπή Χρηματοοικονομικής Εποπτείας της Ταϊβάν δήλωσε ότι οι δασμοί των ΗΠΑ «είναι αναπόφευκτο να δημιουργήσουν μια σειρά από σημαντικές αβεβαιότητες για τη σταθερότητα της κεφαλαιαγοράς της Ταϊβάν».

Καθώς παρακολουθεί τις διεθνείς χρηματοοικονομικές εξελίξεις και την εγχώρια κεφαλαιαγορά, η Επιτροπή θα προσαρμόσει τα μέτρα «έγκαιρα», πρόσθεσε, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις.

«Οι νέοι κανονισμοί εισήχθησαν για να καταστεί σαφές ότι το κερδοσκοπικό short-selling δεν είναι ευπρόσδεκτο», δήλωσε στο Reuters ο Κάο Τσινγκ-πινγκ, αναπληρωτής επικεφαλής του Γραφείου Κεφαλαιαγοράς και Μελλοντικής Εκπλήρωσης της Επιτροπής.

Οι έμποροι είπαν ότι το δολάριο της Ταϊβάν ενδέχεται να αντιμετωπίσει σημαντική πίεση έναντι του δολαρίου ΗΠΑ στις 7 Απριλίου, καθώς η εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά αναμένεται να πέσει εν μέσω εκροής ξένων κεφαλαίων.

Το δολάριο της Ταϊβάν έχει υποχωρήσει περίπου 0,9 τοις εκατό έναντι του δολαρίου μέχρι στιγμής το 2025, με τον χρηματιστηριακό δείκτη αναφοράς να υποχωρεί 7,5 τοις εκατό την ίδια περίοδο.

του Τζέικομπ Μπεργκ

Το Reuters συνέβαλε σε αυτό το άρθρο.

O Αλεξ. Βούτσιτς έδωσε εντολή σχηματισμού νέας κυβέρνησης στον γιατρό Τζούρο Μάτσουτ

Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας της Σερβίας Αλεξάνταρ Βούτσιτς έδωσε χθες Κυριακή το βράδυ διερευνητική εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε προσωπικότητα που δεν προέρχεται από τον χώρο της πολιτικής. Την εντολή ανέλαβε ο Τζούρο Μάτσουτ, ιατρός ενδοκρινολόγος, καθηγητής της σχολής ιατρικής του Βελιγραδίου. Ο εντολοδόχος πρωθυπουργός έχει πλέον διορία ως την Παρασκευή 18η Απριλίου για να παρουσιάσει στη σερβική Βουλή τη σύνθεση της κυβέρνησης, το πρόγραμμα της και να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης.

Ο Τζούρο Μάτσουτ, αν και παρουσιάζεται ως ακομμάτιστος, δηλώνει ανοιχτά την υποστήριξη του στον Αλεξάνταρ Βούτσιτς και συμμετέχει στην πρωτοβουλία του προέδρου της Δημοκρατίας για την ίδρυση πατριωτικού κινήματος που θα συνθέσουν πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις.

Ο κ. Μάτσουτ υποστήριξε εξάλλου ομάδα φιλοκυβερνητικών φοιτητών που κατασκηνώνουν επί έναν μήνα μπροστά στη Βουλή, αξιώνοντας να σταματήσουν οι φοιτητικές καταλήψεις και να αρχίσουν τα μαθήματα στα Πανεπιστήμια.

Ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ανακοινώνοντας την απόφαση του να δώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Τζούρο Μάτσουτ, τον παρουσίασε ως προσωπικότητα διαλλακτική και συναινετική.

«Η μεγάλη αποστολή της νέας κυβέρνησης θα είναι να διατηρήσει την ειρήνη και την σταθερότητα και να συμπεριφέρεται με υπομονή και σύνεση. Η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι αφοσιωμένη στο μέλλον διότι επιθυμία και πρόθεση μας είναι να ξαναδούμε τη χώρα στο βάθρο του νικητή και να γίνουμε η ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία μέχρι το τέλος του έτους», σημείωσε ο πρόεδρος Βούτσιτς.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης χαρακτήρισαν την επιλογή μη πολιτικής προσωπικότητας για την θέση του πρωθυπουργού «άνευ σημασίας τέχνασμα του Βούτσιτς», καθώς -όπως εκτιμούν- ο πρόεδρος της Δημοκρατίας θα συνεχίσει να κρατά τα ηνία της χώρας και να ορίζει την πολιτική της κυβέρνησης.

Φοιτητικές οργανώσεις του Βελιγραδίου σχολίασαν ότι «τα ονόματα δεν έχουν καμία σημασία αν οι θεσμοί συνεχίζουν να μην κάνουν την δουλειά τους».

Η Σερβία έχει υπηρεσιακή κυβέρνηση από τη 18η Μαρτίου, όταν έγινε δεκτή από το κοινοβούλιο της χώρας η παραίτηση του πρωθυπουργού Μίλος Βούτσεβιτς.

Η κυβέρνηση Βούτσεβιτς αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπό την πίεση των φοιτητικών κινητοποιήσεων με αφορμή την κατάρρευση, την 1η Νοεμβρίου 2024, του τσιμεντένιου γείσου στον σιδηροδρομικό σταθμό της Νόβι Σαντ, που προκάλεσε τον θάνατο 16 ανθρώπων.

Οι φοιτητικές κινητοποιήσεις προσέλαβαν ευρύτερο, κοινωνικό και αντικυβερνητικό χαρακτήρα, μετατράπηκαν σε καταγγελία της διαφθοράς, της αδιαφάνειας και της αναξιοκρατίας.

Σπάνια επίσκεψη του ΥΠΕΞ του Ισραήλ Σάαρ στα ΗΑΕ για συζητήσεις σχετικά με τη Λωρίδα της Γάζας

Ο υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ, Γεδεών Σάαρ, πραγματοποίησε χθες Κυριακή μια σπάνια επίσκεψη στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, όπου συναντήθηκε με τον ομόλογό του Αμπντάλα μπιν Ζαγέντ αλ Ναχιάν. Η συνάντηση εστίασε στην κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας και τις ανθρωπιστικές συνέπειες της συνεχιζόμενης σύγκρουσης.

Η επίσημη αναγνώριση διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων πραγματοποιήθηκε το 2020, στο πλαίσιο των λεγόμενων «Συμφωνιών του Αβραάμ», που διαμεσολαβήθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρά τη συμφωνία αυτή, οι επισκέψεις αξιωματούχων υψηλού επιπέδου παραμένουν σπάνιες, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος στη Λωρίδα της Γάζας.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΑΕ, οι δύο υπουργοί συζήτησαν κυρίως την επιδείνωση της ανθρωπιστικής κρίσης στη Λωρίδα της Γάζας και τις «περιφερειακές και διεθνείς προσπάθειες» για να επιτευχθεί μια ανανέωση της ανακωχής και να τεθεί σε εφαρμογή μια κατάπαυση του πυρός. Επίσης, συζήτησαν την προσπάθεια για την απελευθέρωση των ομήρων που κρατούνται στη διάρκεια της σύγκρουσης.

Από την πλευρά του, ο Γεδεών Σάαρ αναγνώρισε τις «μεγάλες προκλήσεις» που αντιμετωπίζει η περιοχή και εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του για τη συνεργασία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, σημειώνοντας: «Υπάρχουν εταίροι για ένα καλύτερο μέλλον συνεργασίας και σταθερότητας. Ευχαριστώ τους οικοδεσπότες μας!»

Η συνάντηση αυτή έρχεται σε μια περίοδο μεγάλης έντασης στην περιοχή, με την ανθρωπιστική κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας να παραμένει σοβαρή και την ανάγκη για διεθνή προσπάθεια επίλυσης της κρίσης να είναι επιτακτική. Η συνεργασία μεταξύ Ισραήλ και ΗΑΕ, καθώς και άλλων χωρών της περιοχής, αναμένεται να παίξει καθοριστικό ρόλο στις επόμενες διπλωματικές κινήσεις για την περιοχή.

«Καταστροφική» η κατάσταση στο Σουδάν, σύμφωνα με ακτιβιστές

Οργάνωση Σουδανών ακτιβιστών έκανε λόγο χθες Κυριακή για «καταστροφική κατάσταση άνευ προηγουμένου» στην πόλη Ελ Φάσερ, πρωτεύουσα της σουδανικής πολιτείας του Βόρειου Νταρφούρ, υπό πολύμηνη πολιορκία από παραστρατιωτικούς των Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (ΔΤΥ), σε πόλεμο εναντίον του στρατού εδώ και δυο χρόνια.

«Η ανθρωπιστική κατάσταση στο Νταρφούρ, ιδίως στην πόλη Ελ Φάσερ, καθώς και στους καταυλισμούς των εκτοπισμένων, γνωρίζει καταστροφική επιδείνωση άνευ προηγουμένου», ανέφερε σε ανακοίνωσή της επιτροπή των καταυλισμών εκτοπισμένων στην αχανή περιοχή του Νταρφούρ, στο δυτικό Σουδάν.

Από τη 15η Απριλίου 2023, η χώρα έχει μετατραπεί σε θέατρο ανελέητου πολέμου για την εξουσία ανάμεσα στις ΔΤΥ, υπό τον στρατηγό Μοχάμεντ Ντάγκλο, και τις σουδανικές ένοπλες δυνάμεις (ΣΕΔ) υπό τον στρατηγό Άμπντελ Φάταχ αλ Μπουρχάν.

Η ένοπλη σύρραξη, η οποία στοίχισε τη ζωή σε δεκάδες αν όχι εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και ξερίζωσε πάνω από 12 εκατομμύρια άλλους, έκανε τη χώρα κομμάτια. Ο στρατός ελέγχει τον βορρά και την ανατολή, οι παραστρατιωτικοί τομείς του νότου και σχεδόν όλο το Νταρφούρ, περιοχή με έκταση σχεδόν ίση με αυτήν ολόκληρης της Γαλλίας. Η πόλη Ελ Φάσερ, αν και παραμένει ακόμη υπό τον έλεγχο δυνάμεων του στρατού, πολιορκείται από τις ΔΤΥ από τον Μάιο του 2024.

Για να διατηρήσει το τελευταίο της οχυρό στην περιοχή Νταρφούρ, ο στρατός πασχίζει να απωθήσει τις επιθέσεις των παραστρατιωτικών και συμμάχων τους που προσπαθούν ακατάπαυστα, αλλά μάταια ως τώρα, να κυριεύσουν την πόλη.

Σύμφωνα με τους ακτιβιστές, οι αγορές είναι εντελώς «άδειες» από τρόφιμα και η διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας «έχει διακοπεί εντελώς» στην Ελ Φάσερ.

Στην πόλη κάπου δύο εκατομμυρίων κατοίκων «η ζωή έχει σταματήσει τελείως», σημείωσε τοπική επιτροπή, προσθέτοντας πως το κόστος των τροφίμων και του νερού έχει αυξηθεί δραματικά.

Οι ακτιβιστές απηύθυναν έκκληση στα εμπόλεμα μέρη να «κηρύξουν κατάπαυση του πυρός» ώστε να μπορέσει να φθάσει βοήθεια για «να σωθούν χιλιάδες ζωές που απειλούνται».

Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, κάπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι είναι αντιμέτωποι με ακραία διατροφική ανασφάλεια στην πολιτεία Βόρειο Νταρφούρ και 320.000 πλέον υφίστανται λιμό.

Έχει κηρυχθεί κατάσταση λιμού σε τρεις καταυλισμούς εκτοπισμένων γύρω από την Ελ Φάσερ, συμπεριλαμβανομένου του καταυλισμού Ζαμζάμ, κατάσταση που απειλεί να εξαπλωθεί σε άλλες πέντε ζώνες του Βόρειου Νταρφούρ, συμπεριλαμβανομένης της Ελ Φάσερ, μέχρι τον επόμενο μήνα, προειδοποιούν τα Ηνωμένα Έθνη.

Προχθές Σάββατο, ο Στρατός Απελευθέρωσης του Σουδάν (ΣΑΣ), παράταξη που έχει συμμαχήσει με τις ΔΤΥ, κάλεσε τους κατοίκους της Ελ Φάσερ και τους εκτοπισμένους στους καταυλισμούς Αμπού Σουκ και Ζαμζάμ να φύγουν, να μετακινηθούν προς «πιο ασφαλείς περιοχές», διατεινόμενη πως είναι «έτοιμη να εγγυηθεί την προστασία» των μετακινήσεων.

Και οι δυο εμπόλεμες πλευρές στο Σουδάν έχουν κατηγορηθεί από οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για σωρεία εγκλημάτων πολέμου, ανάμεσά τους σφαγές αμάχων με εθνικά και φυλετικά κίνητρα.