Σάββατο, 10 Μαΐ, 2025

Η Τεχεράνη απορρίπτει την πολιτική μέγιστης πίεσης του Τραμπ κατά την επίσκεψη του Ρώσου Λαβρόφ

Το Ιράν έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο να πραγματοποιήσει απευθείας συνομιλίες με την Ουάσιγκτον για όσο διάστημα η πολιτική της τελευταίας να ασκεί την «μέγιστη πίεση» στο Ιράν —που αναβίωσε πρόσφατα ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ— παραμένει σε ισχύ.

«Η στάση του Ιράν στις διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά είναι ξεκάθαρη», δήλωσε ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αράγκτσι σε κοινή συνέντευξη Τύπου στην ιρανική πρωτεύουσα Τεχεράνη με τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ στις 25 Φεβρουαρίου.

«Δεν θα διαπραγματευτούμε υπό πίεση, απειλή ή κυρώσεις», είπε ο Αράγκτσι σε δηλώσεις που ανέφερε το Πρακτορείο Ειδήσεων της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.

Ως εκ τούτου, δεν θα υπάρχει δυνατότητα άμεσων διαπραγματεύσεων μεταξύ μας και των Ηνωμένων Πολιτειών για το πυρηνικό ζήτημα, εφόσον ασκείται ‘μέγιστη πίεση’ στην τρέχουσα μορφή της».

Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν στις 24 Φεβρουαρίου νέο γύρο κυρώσεων στην πετρελαϊκή βιομηχανία του Ιράν, την κύρια πηγή εσόδων της χώρας.

Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, ο Τραμπ αναβίωσε την προσέγγισή του για «μέγιστη πίεση» στο Ιράν, την οποία είχε εφαρμόσει σε μεγάλο μέρος της πρώτης του θητείας. Η πολιτική συνεπάγεται μια σειρά μέτρων που στοχεύουν στη μείωση των ιρανικών εξαγωγών πετρελαίου στο μηδέν, με στόχο να σταματήσει το Ιράν από την απόκτηση πυρηνικών όπλων.

«Είναι πολύ απλό. Το Ιράν δεν μπορεί να έχει πυρηνικό όπλο», είπε ο Τραμπ στις 4 Φεβρουαρίου μετά την υπογραφή ενός προεδρικού μνημονίου που επιβάλλει εκ νέου την πολιτική «μέγιστης πίεσης».

Ωστόσο, ο Τραμπ είπε ότι ήταν ακόμα ανοιχτός σε συνομιλίες με την Τεχεράνη, εκφράζοντας την προθυμία του να συναντηθεί με τον Ιρανό πρόεδρο Μασούντ Πεζεσκιάν.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Τραμπ απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες από μια συμφωνία του 2015 που είχε ως στόχο τον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν με αντάλλαγμα την ελάφρυνση των κυρώσεων.

Μετά την αποχώρηση από τη συμφωνία για το Κοινό Συνολικό Σχέδιο Δράσης (JCPOA), ο Τραμπ επέβαλε εκ νέου κυρώσεις στο Ιράν, καταφέρνοντας ένα νέο πλήγμα στην οικονομία της χώρας.

Μαζί με το Ιράν και τις Ηνωμένες Πολιτείες, το JCPOA υπέγραψαν αρχικά η Ρωσία, η Κίνα, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία.

Μιλώντας μαζί με τον Λαβρόφ στην Τεχεράνη, ο Αράγκτσι είπε ότι το Ιράν θα «συντονίσει» τη θέση του για τις μελλοντικές πυρηνικές συνομιλίες με τους «φίλους του στη Ρωσία και την Κίνα».

Από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία στις αρχές του 2022, προκαλώντας την οργή των περισσότερων δυτικών πρωτευουσών, πλησιάζει όλο και περισσότερο το Ιράν και την Κίνα.

Στα μέσα Ιανουαρίου, η Μόσχα και η Τεχεράνη υπέγραψαν 20ετή συμφωνία στρατηγικής εταιρικής σχέσης.

Αν και η συμφωνία δεν περιλαμβάνει ρήτρα αμοιβαίας άμυνας, ζητά από τα δύο μέρη να εργαστούν παράλληλα για να αντιμετωπίσουν τις αντιληπτές εξωτερικές στρατιωτικές απειλές.

Ο απεσταλμένος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή Στηβ Βίτκοφ, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, Μάικ Γουόλτς, ο Ρώσος σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής Γιούρι Ουσάκοφ και ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ συναντώνται στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας, στις 18 Φεβρουαρίου 2025. (Έβελιν Χόκσταϊν/Pool/AFP μέσω Getty Images)

 

Λαβρόφ: Υπάρχει ακόμα περιθώριο για διπλωματία

Μιλώντας στην Τεχεράνη, ο Λαβρόφ δεν απέκλεισε μια διπλωματική λύση στο ζήτημα της JCPOA, λέγοντας ότι αυτός και ο Αράγκτσι είχαν μιλήσει «εκτενώς» για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

«Είμαστε πεπεισμένοι ότι οι διπλωματικοί πόροι δεν έχουν ακόμη εξαντληθεί και δεν πρέπει να αγνοηθούν», είπε ο Λαβρόφ στους δημοσιογράφους.

«Πρέπει να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, χωρίς απειλές ή υπαινιγμούς για στρατιωτικές λύσεις», είπε, σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS.

Ο Λαβρόφ τόνισε επίσης ότι η Μόσχα και η Τεχεράνη παραμένουν προσηλωμένες «στη συνέχιση των προσπαθειών για την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτών λύσεων για την έξοδο από την τρέχουσα κατάσταση».

Στη συνέντευξη Τύπου, ο Λαβρόφ είπε επίσης ότι ενημέρωσε Ιρανούς αξιωματούχους για την έκβαση των συνομιλιών Ρωσίας-ΗΠΑ που πραγματοποιήθηκαν στην πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας, Ριάντ, στις 18 Φεβρουαρίου.

«Μοιράστηκα τις εκτιμήσεις μας για τις πρόσφατες επαφές με τους Αμερικανούς συναδέλφους μας, συμπεριλαμβανομένου αυτού του θέματος», είπε, αναφερόμενος στο JCPOA και στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Στις 18 Φεβρουαρίου, κορυφαίοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ και της Ρωσίας —συμπεριλαμβανομένου του Λαβρόφ και του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο— είχαν μεγάλης διάρκειας συζητήσεις στη Σαουδική Αραβία.

Οι συνομιλίες αφιερώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην εξεύρεση τρόπου τερματισμού του τριετούς πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, και χαρακτηρίστηκαν και από τις δύο πλευρές ως παραγωγικές.

Μιλώντας στην Τεχεράνη, ο Λαβρόφ είπε ότι αυτός και ο Ιρανός ομόλογός του «άγγιξαν επίσης την κατάσταση στην Ουκρανία».

Ευχαρίστησε επίσης το Ιράν για αυτό που περιέγραψε ως «ουδέτερη θέση» σχετικά με τη σύγκρουση — μια θέση που απέδωσε στην «κατανόηση της Τεχεράνης για τα βαθύτερα αίτια της κρίσης».

Της μονοήμερης επίσκεψης του Λαβρόφ στην ιρανική πρωτεύουσα είχε προηγηθεί ένα παρόμοιο ταξίδι στην Τουρκία και ακολούθησε επίσκεψη στο Κατάρ στις 26 Φεβρουαρίου.

του Adam Morrow

Με πληροφορίες από το Reuters 

ΗΠΑ: Απειλεί με κυρώσεις την Ταϊλάνδη αν απελάσει Ουιγούρους στην Κίνα

ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ — Νομοθέτες και από τα δύο κόμματα της Επιτροπής της Βουλής για το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας εκφράζουν έντονη ανησυχία για τη μοίρα 48 Ουιγούρων που κρατούνται στην Ταϊλάνδη για περισσότερο από μία δεκαετία, προειδοποιώντας τις αρχές να μην τους στείλουν πίσω στην Κίνα, λόγω των άμεσων κινδύνων που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν.

«Οι αναφορές ότι οι αρχές της Ταϊλάνδης σχεδιάζουν να απελάσουν 48 Ουιγούρους πρόσφυγες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, τη στιγμή που τρίτες χώρες είναι πρόθυμες να τους αναλάβουν, μας προκαλούν βαθιά ανησυχία», δήλωσαν στις 25 Φεβρουαρίου στην Epoch Times οι Τζον Μούλεναρ (Ρ-Μίσιγκαν) και Ράτζα Κρισναμούρτι (Δ-Ιλινόι), πρόεδρος και επικεφαλής μέλος της Επιτροπής. Ανέφεραν ότι μια τέτοια ενέργεια θα συνιστούσε σαφή παραβίαση των διεθνών κανόνων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

«Αυτά τα άτομα διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο φυλάκισης, βασανιστηρίων ή θανάτου εάν επιστρέψουν σε ένα καθεστώς που συστηματικά διώκει τους Ουιγούρους με μαζικούς εγκλεισμούς, καταναγκαστική εργασία και άλλες σοβαρές καταπατήσεις [ανθρωπίνων δικαιωμάτων]», δήλωσαν οι δύο νομοθέτες, καλώντας την κυβέρνηση της Ταϊλάνδης να «σταματήσει αμέσως αυτές τις απελάσεις και να επιτρέψει στους Ουιγούρους να επανεγκατασταθούν σε χώρες όπου θα είναι ελεύθεροι από διώξεις».

Οι 48 Ουιγούροι ανήκαν σε μία ομάδα 300 ατόμων περίπου που διέφυγαν από την Κίνα και συνελήφθησαν από τις ταϊλανδικές αρχές κοντά στα σύνορα με τη Μαλαισία, το 2014. Την επόμενη χρονιά, η Ταϊλάνδη απέλασε περισσότερους από 100 στην Κίνα και έστειλε μια άλλη ομάδα, κυρίως γυναίκες και παιδιά, στην Τουρκία. Από τους υπόλοιπους 53, πέντε πέθαναν ενώ κρατούνταν από την υπηρεσία μετανάστευσης, προσπαθώντας να αποκτήσουν καθεστώς πρόσφυγα – ανάμεσά τους δύο παιδιά.

Οι Ουιγούροι και άλλες μουσουλμανικές μειονότητες της επαρχία Σιντζιάνγκ, στη βορειοδυτική Κίνα, αντιμετωπίζουν αυξημένη καταστολή, με ένα εκατομμύριο άτομα κατ’ εκτίμηση να κρατούνται σε στρατόπεδα αναμόρφωσης. Το κινεζικό καθεστώς ισχυρίζεται ότι η εκστρατεία αυτή στοχεύει στην καταπολέμηση του εξτρεμισμού. Πρώην κρατούμενοι έχουν περιγράψει σεξουαλικές κακοποιήσεις, ηλεκτροσόκ και άλλα βασανιστήρια. Το 2021, οι Ηνωμένες Πολιτείες χαρακτήρισαν τις κινεζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σιντζιάνγκ ως γενοκτονία και θέσπισαν νόμο που απαγορεύει τις εισαγωγές από την περιοχή λόγω ανησυχιών για καταναγκαστική εργασία.

Τον Ιανουάριο, οι ταϊλανδικές αρχές μετανάστευσης ζήτησαν από τους κρατουμένους να υπογράψουν εθελοντικά έγγραφα απέλασης και εκείνοι αρνήθηκαν. Οι φόβοι για την πιθανή επιστροφή τους έχουν ενταθεί. Εκπρόσωπος της Επιτροπής της Βουλής για την Κίνα δήλωσε ότι η απέλαση μπορεί να γίνει σε δύο ημέρες.

Οι νομοθέτες προειδοποίησαν τις ταϊλανδικές αρχές να μην προχωρήσουν σε αυτήν την ενέργεια. «Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα έβλαπτε σοβαρά τις σχέσεις ΗΠΑ-Ταϊλάνδης και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξετάσουν όλα τα διαθέσιμα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων κυρώσεων, για να καταστήσουν υπόλογους όσους διευκολύνουν τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα», ανέφεραν. Πρόσθεσαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «παραμένουν ακλόνητες στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των Ουιγούρων και θεωρούν συνυπεύθυνους όσους συμβάλλουν στη δίωξή τους».

Το τακτικό μέλος της Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων για τον στρατηγικό ανταγωνισμό μεταξύ των ΗΠΑ και του ΚΚΚ Ράτζα Κρισναμούρτι (D-Ill.) και ο πρόεδρος της επιτροπής Τζον Μούλεναρ (R-Mich.) μιλούν στο American Enterprise Institute. Ουάσιγκτον, 25 Σεπτεμβρίου 2024. (Madalina Vasiliu/The Epoch Times)

 

Η Επιτροπή ήταν ο τελευταίος φορέας από το Κογκρέσο των ΗΠΑ και τις οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εξέφρασε ανησυχίες για το ζήτημα. Στις 24 Φεβρουαρίου, οι επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας και αρκετά μέλη της χαρακτήρισαν τις αναφορές για την επικείμενη απέλαση της ομάδας «βαθιά ανησυχητικές».

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προτείνει πρακτικές λύσεις για την επίλυση αυτού του ζητήματος με τρόπο που να διατηρεί τη δέσμευσή μας στα διεθνώς αναγνωρισμένα ανθρώπινα δικαιώματα. Προτρέπουμε τους Ταϊλανδούς ηγέτες να συνεργαστούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αντί να λάβουν αυτό το εσφαλμένο μέτρο», ανέφεραν σε δήλωσή τους.

Οι Μούλεναρ και Κρισναμούρτι συμφώνησαν, προτρέποντας τους Ταϊλανδούς αξιωματούχους να βρουν μια «ανθρώπινη και νόμιμη λύση για αυτούς τους πρόσφυγες». Ο τρόπος που μεταχειρίζεται η Ταϊλάνδη τους Ουιγούρους κρατούμενους ενδέχεται να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, δήλωσαν ειδικοί για τα ανθρώπινα δικαιώματα του ΟΗΕ, τον Ιανουάριο. Σύμφωνα με αναφορά τους, σχεδόν οι μισοί κρατούμενοι αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως διαβήτη, νεφρική δυσλειτουργία, παράλυση στα κάτω άκρα, δερματικές ασθένειες, γαστρεντερικές παθήσεις και καρδιοπνευμονικά προβλήματα. Οι ειδικοί κάλεσαν την Ταϊλάνδη να διασφαλίσει ότι οι κρατούμενοι θα λάβουν κατάλληλη ιατρική περίθαλψη και νομική βοήθεια.

Η εξαναγκαστική επιστροφή Κινέζων υπηκόων είναι ένα επίμονο παγκόσμιο ζήτημα, με τις κινεζικές αρχές να υπερηφανεύονται ότι έχουν επαναπατρίσει δεκάδες χιλιάδες άτομα. Η Epoch Times γνωρίζει επίσης πολλές περιπτώσεις Κινέζων προσφύγων που ανήκουν στη διωκόμενη στην Κίνα πνευματική πειθαρχία Φάλουν Γκονγκ, οι οποίοι αντιμετωπίζουν άμεση απέλαση από την Ταϊλάνδη λόγω της κινεζικής πίεσης.

Η Λόρα Χαρθ, διευθύντρια εκστρατείας της ομάδας υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Safeguard Defenders, δήλωσε ότι θεωρεί την περίπτωση των Ουιγούρων της Ταϊλάνδης «δραματική». «Δέκα χρόνια κράτησης υπό την απειλή μιας επικείμενης απέλασης […] Η ανησυχία προφανώς δεν θα μπορούσε να είναι σοβαρότερη», δήλωσε η Χαρθ στην Epoch Times. «Εάν αυτά τα 48 άτομα επιστρέψουν, μεταξύ άλλων κινδύνων αντιμετωπίζουν απαγωγή, αυθαίρετη κράτηση, βασανιστήρια και άλλες απάνθρωπες και εξευτελιστικές καταστάσεις.»

Το Γραφείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, σε μια έκθεση του Αυγούστου του 2022, κάλεσε τα κράτη να μην στέλνουν πίσω στην Κίνα τους Ουιγούρους που έχουν διαφύγει από τη χώρα. Η Επιτροπή του ΟΗΕ κατά των βασανιστηρίων τον περασμένο Ιούλιο καταδίκασε την απόφαση του Μαρόκου να απελάσει έναν Ουιγούρο ακτιβιστή τον οποίο αναζητούσε το Πεκίνο. Ο άνδρας, ο οποίος απελευθερώθηκε τον Φεβρουάριο, έφτασε τελικά στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Χαρθ κάλεσε τις αρχές της Ταϊλάνδης να «επανεξετάσουν επειγόντως την απόφασή τους» και να τηρήσουν τις διεθνείς δεσμεύσεις τους για την προστασία μιας ομάδας που, όπως είπε, «έχει ήδη περάσει πάρα πολλά».

Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία ηγούνται πρωτοβουλίας ειρηνευτικών δυνάμεων για την Ουκρανία

Ο εκπρόσωπος του Βρετανού πρωθυπουργού, Κιρ Στάρμερ, δήλωσε στις 17 Μαρτίου ότι ένας σημαντικός αριθμός χωρών είναι διατεθειμένος να στείλει ειρηνευτικές δυνάμεις για τη διατήρηση της εκεχειρίας στην Ουκρανία.

Λεπτομέρειες σχετικά με τα κράτη που εξέφρασαν την πρόθεσή τους να συμμετάσχουν στη λεγόμενη «συμμαχία των προθύμων», μια πρωτοβουλία που προωθούν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία, αποκαλύφθηκαν μετά από μια διαδικτυακή σύνοδο κορυφής που φιλοξένησε ο Στάρμερ με τη συμμετοχή περίπου 30 διεθνών ηγετών.

Συμφωνία για 30ήμερη εκεχειρία

Η Ουκρανία έχει συμφωνήσει να τηρήσει 30ήμερη εκεχειρία με τη Ρωσία, έπειτα από συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν στις 11 Μαρτίου μεταξύ Ουκρανών και Αμερικανών αξιωματούχων στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας. Σε αντάλλαγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες επανέλαβαν την αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού και την παροχή πληροφοριών στο Κίεβο.

Στις 13 Μαρτίου, ο Πούτιν δήλωσε ότι υποστηρίζει την εκεχειρία κατ’ αρχήν, αλλά τόνισε πως οποιαδήποτε συμφωνία ανακωχής θα πρέπει να αντιμετωπίζει τα βαθύτερα αίτια της σύγκρουσης. Πρόσθεσε ότι απαιτούνται περισσότερες διαβουλεύσεις προτού η Μόσχα συμφωνήσει να σταματήσει την εισβολή της.

«Αναμένουμε τη συμμετοχή περισσότερων από 30 χωρών. Προφανώς, οι συνεισφορές τους θα διαφέρουν, αλλά η δύναμη αυτή θα είναι σημαντική, με πολλές χώρες να παρέχουν στρατεύματα και μια ευρύτερη ομάδα να συνεισφέρει με άλλους τρόπους», ανέφερε ο εκπρόσωπος του Στάρμερ σε συνέντευξη Τύπου στο Λονδίνο.

Διεθνείς διαβουλεύσεις για την ανάπτυξη δυνάμεων

Στρατιωτικοί ηγέτες από ορισμένες χώρες που θα συμμετάσχουν στη δύναμη—συμπεριλαμβανομένων του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, της Γερμανίας και του Καναδά—αναμένεται να συναντηθούν την Πέμπτη για να συζητήσουν τα επόμενα βήματα στον επιχειρησιακό σχεδιασμό.

Στόχος είναι η δημιουργία μιας δύναμης αποτροπής της ρωσικής επιθετικότητας, εφόσον επιτευχθεί ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ Μόσχας και Κιέβου.

Όταν ρωτήθηκε εάν οι Βρετανοί ειρηνευτές θα έχουν το δικαίωμα να ανταποδώσουν τα πυρά σε περίπτωση επίθεσης από ρωσικές δυνάμεις, ο εκπρόσωπος του Στάρμερ απέφυγε να σχολιάσει.

«Αξίζει να θυμηθούμε ότι η Ρωσία δεν ρώτησε την Ουκρανία όταν ανέπτυξε Βορειοκορεάτες στρατιώτες στη γραμμή του μετώπου πέρυσι. Όμως, οι συζητήσεις για τον επιχειρησιακό σχεδιασμό συνεχίζονται», είπε.

Ο ίδιος εκπρόσωπος τόνισε ότι ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου εξακολουθεί να πιστεύει πως η ευρωπαϊκή ειρηνευτική δύναμη χρειάζεται εγγυήσεις ασφαλείας από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

«Ο πρωθυπουργός έχει δηλώσει ότι για την ανάπτυξη βρετανικών στρατευμάτων στο πλαίσιο της συμμαχίας των προθύμων, πρέπει να υπάρχει ένα ασφαλές και διαρκές ειρηνευτικό περιβάλλον με την υποστήριξη των ΗΠΑ», τόνισε.

Η στάση του Τραμπ και η θέση της Γαλλίας

Όταν ο Στάρμερ επισκέφθηκε τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο στις 27 Φεβρουαρίου και έθεσε το ζήτημα των αμερικανικών εγγυήσεων ασφαλείας για την Ουκρανία, ο πρόεδρος των ΗΠΑ απάντησε: «Οι Βρετανοί έχουν απίστευτους στρατιώτες, απίστευτο στρατό, και μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους».

Στις 14 Μαρτίου, πριν από τη διαδικτυακή σύνοδο κορυφής, ο Στάρμερ δήλωσε: «Εάν η Ρωσία έρθει επιτέλους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, τότε πρέπει να είμαστε έτοιμοι να επιβλέψουμε μια εκεχειρία, ώστε να διασφαλίσουμε πως πρόκειται για μια σοβαρή και διαρκή ειρήνη. Αν όχι, τότε πρέπει να εντείνουμε την οικονομική πίεση στη Ρωσία, ώστε να τερματίσουμε αυτόν τον πόλεμο».

Στο μεταξύ, ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, φέρεται να αποκάλυψε λεπτομέρειες για την ανάπτυξη ειρηνευτικών δυνάμεων.

Σύμφωνα με τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης *La Dépêche du Midi* και *Le Parisien*, ο Μακρόν δήλωσε πως το σχέδιο της γαλλοβρετανικής ειρηνευτικής αποστολής δεν προβλέπει μαζική ανάπτυξη στρατευμάτων στην Ουκρανία.

Αντίθετα, η πρόταση αφορά την αποστολή μερικών χιλιάδων στρατιωτών σε στρατηγικά σημεία, προκειμένου να προσφέρουν εκπαίδευση και να υποστηρίξουν την ουκρανική άμυνα.

Το *La Dépêche du Midi* ανέφερε πως ο Μακρόν δήλωσε ότι αρκετές χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ θα παρέχουν στρατεύματα ως εγγύηση ασφαλείας για την Ουκρανία. Ο πρόεδρος της Γαλλίας τόνισε ότι αρκετές «ευρωπαϊκές, αλλά και μη ευρωπαϊκές χώρες» έχουν εκφράσει την προθυμία τους να συμμετάσχουν στην αποστολή, μόλις επιβεβαιωθεί.

Η ρωσική απαίτηση για ουδετερότητα της Ουκρανίας

Τη Δευτέρα, ο Ρώσος υφυπουργός Εξωτερικών, Αλεξάντρ Γκρουσκό, δήλωσε πως η Μόσχα απαιτεί εγγυήσεις ότι το ΝΑΤΟ δεν θα δεχθεί την Ουκρανία ως μέλος του.

«Θα απαιτήσουμε να συμπεριληφθούν εγγυήσεις ασφαλείας στη συμφωνία», δήλωσε στη ρωσική εφημερίδα Izvestia. «Μέρος αυτών των εγγυήσεων πρέπει να είναι το ουδέτερο καθεστώς της Ουκρανίας, καθώς και η δέσμευση των χωρών του ΝΑΤΟ να μην την εντάξουν στη Συμμαχία.»

Συμφωνία για μερική εκεχειρία μετά από συνομιλία Τραμπ-Πούτιν

Μετά την πολυαναμενόμενη τηλεφωνική επικοινωνία του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντίμιρ Πούτιν την Τρίτη, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι η Ρωσία αποδέχθηκε μία μερική εκεχειρία, η οποία θα καλύπτει ενεργειακούς στόχους και στόχους υποδομής.

Οι δύο ηγέτες ξεκίνησαν τη συνομιλία τους στις 10 το πρωί (ώρα ανατολικής ακτής ΗΠΑ) από το Οβάλ Γραφείο, με τον Τραμπ να επιδιώκει τη μεσολάβηση για μία εκεχειρία μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.

Η συμφωνία έρχεται μία εβδομάδα μετά την αποδοχή από το Κίεβο μιας εκεχειρίας 30 ημερών, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, η οποία καλύπτει όλα τα μέτωπα της σύγκρουσης. Ο Πούτιν είχε εκφράσει κάποια προθυμία να εξετάσει ένα ευρύτερο προσωρινό μορατόριουμ στις εχθροπραξίες, αλλά είχε επισημάνει πως υπήρχαν ζητήματα που δεν καλύπτονταν από την πρόταση.

«Οι ηγέτες συμφώνησαν ότι η πορεία προς την ειρήνη θα ξεκινήσει με μία εκεχειρία στον τομέα της ενέργειας και των υποδομών, καθώς και με τεχνικές διαπραγματεύσεις για την εφαρμογή μιας θαλάσσιας εκεχειρίας στη Μαύρη Θάλασσα, πλήρη κατάπαυση του πυρός και μόνιμη ειρήνη», ανέφερε ο Λευκός Οίκος σε ανακοίνωσή του σχετικά με την επικοινωνία, η οποία διήρκεσε σχεδόν δύο ώρες.

Λίγο πριν από την τηλεφωνική επικοινωνία, ο Ουκρανός υπουργός Εξωτερικών, Αντρίι Σιμπίχα, είχε δηλώσει πως το Κίεβο δεν αποτελεί «εμπόδιο» σε μια ειρηνευτική συμφωνία με τη Ρωσία, εκφράζοντας αισιοδοξία ότι μπορεί να επιτευχθεί ειρήνη υπό την ηγεσία του Τραμπ.

«Η προσέγγισή μας: τώρα είναι η ώρα για διπλωματία, για ισχυρή διπλωματία», ανέφερε στις 18 Μαρτίου, κατά τη διάρκεια γεωπολιτικού συνεδρίου στην Ινδία.

«Πιστεύουμε πραγματικά ότι υπό την ηγεσία του προέδρου Τραμπ μπορούμε να επιτύχουμε μια μακροχρόνια και δίκαιη ειρήνη.»

Η τηλεφωνική επικοινωνία ακολούθησε τη συνάντηση που είχε πραγματοποιηθεί την περασμένη εβδομάδα στη Μόσχα μεταξύ του ειδικού απεσταλμένου του Τραμπ, Στηβ Γουίτκοφ, και του Πούτιν.

Σύμφωνα με τον Γουίτκοφ, και οι δύο πλευρές σημείωσαν «σημαντική πρόοδο» κατά τη διάρκεια της συνάντησης, η οποία διήρκεσε περισσότερες από τρεις ώρες.

Μιλώντας την Κυριακή στην εκπομπή «Face the Nation» του δικτύου CBS, ο Γουίτκοφ τόνισε ότι το χάσμα μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, το οποίο υπήρχε πριν από την ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ, έχει περιοριστεί σημαντικά.

Σημείωσε ότι η εκεχειρία περιλαμβάνει διάφορες παραμέτρους, όπως η αποφυγή συγκρούσεων κατά μήκος της συνοριακής γραμμής μήκους 2.000 χιλιομέτρων, καθώς και σε περιοχές όπως το Κουρσκ. Παράλληλα, υπογράμμισε την ανάγκη εξέτασης της ρωσικής στρατηγικής σε συγκεκριμένες περιοχές, της προστασίας του πυρηνικού αντιδραστήρα που τροφοδοτεί την Ουκρανία με ηλεκτρική ενέργεια, της πρόσβασης σε λιμάνια, καθώς και πιθανών συμφωνιών που αφορούν τη Μαύρη Θάλασσα.

Τραμπ και Πούτιν ένα βήμα πριν τη συμφωνία για κατάπαυση πυρός στην Ουκρανία

Ένα σημαντικό βήμα προς το τέλος της αιματηρής σύρραξης στην Ουκρανία επιχειρούν οι δύο ισχυροί ηγέτες, Ντόναλντ Τραμπ και Βλαντίμιρ Πούτιν, στην τηλεφωνική επικοινωνία που θα έχουν σήμερα Τρίτη. Η συνομιλία τους θεωρείται κομβικής σημασίας, αφού στο τραπέζι βρίσκονται πλέον ξεκάθαροι όροι συμφωνίας και από τις δύο πλευρές.

Ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε αισιόδοξος τη Δευτέρα, επιβεβαιώνοντας ότι η Ρωσία αναμένεται να αποδεχθεί την κατάπαυση πυρός διάρκειας 30 ημερών που έχει ήδη συμφωνηθεί με την ουκρανική πλευρά κατά τις διαπραγματεύσεις στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας. «Αρκετά στοιχεία μιας τελικής συμφωνίας έχουν ήδη συμφωνηθεί, αν και υπάρχουν ακόμη πολλά να συζητηθούν», υπογράμμισε ο Τραμπ σε ανάρτησή του στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης Truth Social, κάνοντας έκκληση να σταματήσει άμεσα ο πόλεμος που έχει προκαλέσει τον θάνατο χιλιάδων νέων στρατιωτών.

Οι διαπραγματεύσεις και ο ρόλος των ΗΠΑ

Το παρασκήνιο των τελευταίων ημερών υπήρξε ιδιαίτερα έντονο. Την Πέμπτη, ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ, Στιβ Γουίτκοφ, συναντήθηκε με τον πρόεδρο Πούτιν στη Μόσχα όπου συζητήθηκαν οι όροι της κατάπαυσης πυρός. Ο Γουίτκοφ μίλησε στη συνέχεια στο CNN, κάνοντας λόγο για μία «θετική και εποικοδομητική συζήτηση» χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις ρωσικές θέσεις.

Την ίδια στιγμή, η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Καρολίν Λέβιτ, αποκάλυψε ότι ένα από τα βασικά θέματα των συνομιλιών αφορά τη διαχείριση μιας κομβικής σημασίας μονάδας παραγωγής ενέργειας στα σύνορα Ρωσίας και Ουκρανίας, καθώς και τη συζήτηση για την κατοχή και διανομή εδαφικών εκτάσεων.

Ρωσία και Ουκρανία στη γραμμή της συμφωνίας

Στο επίκεντρο των διαβουλεύσεων παραμένει το ζήτημα της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, καθώς η Ρωσία θέτει τη μη ένταξη του Κιέβου στην Συμμαχία ως βασικό όρο για την τελική συμφωνία. Σύμφωνα με δηλώσεις του υφυπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, Αλεξάντερ Γκρούσκο, στη ρωσική εφημερίδα Izvestia, η Μόσχα θα ζητήσει την κατοχύρωση της ουδετερότητας της Ουκρανίας και την εγγύηση ότι το ΝΑΤΟ δεν πρόκειται να την εντάξει στο μέλλον στις τάξεις του.

Από την πλευρά της, η ηγεσία της Ουκρανίας, διά στόματος του προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι, επιμένει σε συμφωνίες ασφαλείας που θα διασφαλίζουν τις μελλοντικές δυνατότητες άμυνας της χώρας απέναντι στις πιθανές ρωσικές απειλές.

Αναμένοντας τα αποτελέσματα της τηλεφωνικής επικοινωνίας

Η διεθνής κοινότητα και ιδίως οι πολίτες της Ουκρανίας αναμένουν με ανυπομονησία τα αποτελέσματα της κρίσιμης τηλεφωνικής συνομιλίας που θα πραγματοποιηθεί σήμερα μεταξύ των προέδρων Τραμπ και Πούτιν. Πολλά θέματα φαίνεται να έχουν συμφωνηθεί, όμως οι διαπραγματεύσεις για ορισμένες κομβικές λεπτομέρειες συνεχίζονται.

Η αισιοδοξία που επικρατεί στην Ουάσινγκτον αφήνει να εννοηθεί πως, μετά από μήνες αιματοχυσίας και ανθρώπινων απωλειών, η ειρήνη στην ανατολική Ευρώπη μπορεί να είναι πλέον ορατή στον ορίζοντα.

Κίνα, Ρωσία και Ιράν ζητούν άρση κυρώσεων και επανέναρξη συνομιλιών για το πυρηνικό πρόγραμμα

Ανώτατοι διπλωμάτες από την Κίνα, το Ιράν και τη Ρωσία συναντήθηκαν στο Πεκίνο στις 14 Μαρτίου για να συζητήσουν την ανάπτυξη του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, ζητώντας από τη Δύση να άρει όλες τις κυρώσεις κατά του Ιράν. Σύμφωνα με αναλυτές, οι συνομιλίες αυτές αποτελούν μια στρατηγική κίνηση των τριών χωρών για να αμφισβητήσουν και να ασκήσουν πίεση στον δυτικό δημοκρατικό κόσμο υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Στη συνάντηση, την οποία φιλοξένησε ο Μα Ζαοσού, εκτελεστικός υφυπουργός Εξωτερικών της Κίνας, συμμετείχαν ο Ρώσος υφυπουργός Εξωτερικών Ριαμπκόφ Σεργκέι Αλεξέεβιτς, καθώς και ο Ιρανός υφυπουργός Εξωτερικών Καζέμ Γκαριμπαμπαντί. Σε κοινή ανακοίνωση μετά τη συνάντηση, οι τρεις χώρες ζήτησαν «την άρση όλων των παράνομων μονομερών κυρώσεων» κατά του Ιράν και την επανέναρξη των πολυμερών συνομιλιών για το ιρανικό πυρηνικό ζήτημα.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση, οι τρεις χώρες επανέλαβαν ότι «η πολιτική και διπλωματική προσέγγιση και ο διάλογος, στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού, παραμένουν η μόνη βιώσιμη και ρεαλιστική επιλογή». Ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας Γουάνγκ Γι, που συμμετείχε επίσης στη συνάντηση, κάλεσε τις εμπλεκόμενες πλευρές να επιδείξουν «πολιτική ειλικρίνεια» και να επιστρέψουν στις διαπραγματεύσεις το συντομότερο δυνατό, χωρίς να κατονομάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Πυρηνική απειλή και διεθνείς αντιδράσεις

Η ταχεία ανάπτυξη του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος έχει προκαλέσει ανησυχία σε Ισραήλ και Ηνωμένες Πολιτείες, που ενδέχεται να επιδεινώσει τις εντάσεις στη Μέση Ανατολή και να απειλήσει την περιφερειακή σταθερότητα.

Τον Φεβρουάριο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε νέες κυρώσεις στο Ιράν, στο πλαίσιο της πολιτικής «μέγιστης πίεσης» που στόχευε στην αποτροπή της ανάπτυξης ιρανικών πυρηνικών όπλων και στον περιορισμό της επιρροής του Ιράν στο εξωτερικό. Ο Τραμπ δήλωσε ότι εξακολουθεί να πιστεύει πως μπορεί να επιτευχθεί μία νέα συμφωνία.

Ο Σαν Κουοσιάνγκ, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Νανχούα της Ταϊβάν, δήλωσε στην Epoch Times ότι η κοινή ανακοίνωση Κίνας, Ρωσίας και Ιράν δείχνει πως το Πεκίνο δεν τηρεί πλέον διακριτική στάση, αλλά αμφισβητεί ανοιχτά την επιρροή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και την παγκόσμια τάξη. Σύμφωνα με τον ίδιο, η συνάντηση στο Πεκίνο αποτελεί μια στρατηγική κίνηση πίεσης προς την Ουάσιγκτον.

Ο καθηγητής πρόσθεσε ότι η διεξαγωγή των συνομιλιών στην Κίνα αποδεικνύει πως οι τρεις χώρες επιδιώκουν από κοινού να αμφισβητήσουν τη διεθνή τάξη που βασίζεται σε κανόνες και ηγείται από τις ΗΠΑ. «Η Κίνα επιδιώκει ηγεμονία και λόγο στις διεθνείς υποθέσεις», ανέφερε. «Αυτό αναδεικνύει τη διαμόρφωση μιας πολυπολικής διεθνούς δομής και αυξάνει τη διπλωματική και στρατηγική πίεση στις Ηνωμένες Πολιτείες.»

Το ζήτημα των πυρηνικών συνομιλιών

Σύμφωνα με τον Σεν Μινγκσί, διευθυντή του Ερευνητικού Ινστιτούτου Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας της Ταϊβάν, το βασικό ερώτημα των συνομιλιών είναι εάν το Ιράν θα συνεχίσει την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων.

«Το Ιράν κοντεύει να φτάσει το 90% εμπλουτισμού του ουρανίου, γεγονός που σημαίνει ότι σύντομα θα είναι σε θέση να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα», δήλωσε ο Σεν. «Αυτό είναι απευκταίο τόσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και για το Ισραήλ.»

Ο ίδιος τόνισε ότι το βασικό ζήτημα δεν είναι αν οι ΗΠΑ θα συμμετάσχουν στις συνομιλίες, αλλά αν το Ιράν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα αναπτύξει πυρηνικά όπλα ή αν θα επιτρέψει στην ΙΑΕΑ και σε διεθνείς φορείς να επιθεωρήσουν τις εγκαταστάσεις του.

Η χειρότερη εξέλιξη για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ θα ήταν η «μυστική ανάπτυξη πυρηνικών όπλων στο Ιράν», υπογράμμισε ο Σεν. «Αυτό θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ασφάλεια ολόκληρης της Μέσης Ανατολής», πρόσθεσε, παρατηρώντας ότι, μετά τη σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς, αποτελεί τον δεύτερο σημαντικότερο παράγοντα σταθερότητας για την περιοχή.

Η ιρανική σημαία και το σύμβολο του ατόμου. (Reuters/Dado Ruvic/Illustration/File Photo)

Η πιθανότητα να άρουν οι ΗΠΑ τις κυρώσεις στο άμεσο μέλλον είναι «εξαιρετικά μικρή», σύμφωνα με τον Σαν, αφού «η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι το Ιράν δεν έχει δείξει αρκετή ειλικρίνεια για την επανέναρξη της πυρηνικής συμφωνίας».

Αν και οι διαπραγματεύσεις ενδέχεται να επαναληφθούν, η κατάσταση είναι περίπλοκη και δεν εμπνέει αισιοδοξία, πρόσθεσε. Ακόμη και αν η Κίνα εμπλακεί ενεργά στις συνομιλίες, η απουσία των ΗΠΑ από τη διαδικασία καθιστά δύσκολη την επίτευξη ουσιαστικών αποτελεσμάτων, σημείωσε ο ίδιος.

Κοινή πίεση προς τις ΗΠΑ

Την ημέρα που το Πεκίνο ανακοίνωσε τις τριμερείς συνομιλίες, η Κίνα, το Ιράν και η Ρωσία πραγματοποίησαν κοινές ναυτικές ασκήσεις στη Μέση Ανατολή.

Το αντιτορπιλικό κατευθυνόμενων πυραύλων Baotou (133) του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Κίνας κατά τη διάρκεια κοινών στρατιωτικών ασκήσεων μεταξύ του Ιράν, της Ρωσίας και της Κίνας στον Κόλπο του Ομάν, στις 11 Μαρτίου 2025. (Γραφείο ιρανικού στρατού / AFP μέσω Getty Images)

 

Η Κίνα συνεχίζει να αγοράζει ιρανικό πετρέλαιο παρά τις δυτικές κυρώσεις, ενώ η Ρωσία εξαρτάται από το Ιράν για την προμήθεια drone και άλλων όπλων στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας.

Ο Σεν εκτίμησε ότι η πυρηνική συνάντηση στο Πεκίνο ήταν ένας τρόπος για τις τρεις χώρες να πιέσουν τις ΗΠΑ:

«Το κινεζικό καθεστώς και η Ρωσία είναι πολύ απρόθυμοι να αντιμετωπίσουν μεμονωμένα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τώρα, όσον αφορά το πρόβλημα [της ανάπτυξης πυρηνικών όπλων από το Ιράν] που απασχολεί τις Ηνωμένες Πολιτείες, υιοθετούν κοινή στάση για να ασκήσουν πίεση στις Ηνωμένες Πολιτείες. […] Το να είσαι αντιαμερικανός ή να βάζεις τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μπελάδες είναι προς το κοινό συμφέρον της Κίνας και της Ρωσίας, γι’ αυτό και οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να διχάσουν την Κίνα και τη Ρωσία.»

Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση Τραμπ προσπαθεί να βελτιώσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία, σε μια προσπάθεια να αποτρέψει την προσέγγιση της Ρωσίας και της Κίνας.

Με τη συμβολή του Luo Ya

Ρωσία: «Αδιαπραγμάτευτη» η προσάρτηση των κατεχόμενων εδαφών

Η Ρωσία δήλωσε την Πέμπτη ότι η προσάρτηση των ουκρανικών εδαφών που έχει καταλάβει είναι «αδιαπραγμάτευτη», την ώρα που ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ συναντούσε τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο για να υποστηρίξει την ευρωπαϊκή θέση για την επίλυση της σύγκρουσης στην Ουκρανία.

Η ουκρανική διπλωματία χαρακτήρισε «γελοίες» τις δηλώσεις της Ρωσίας περί προσάρτησης ουκρανικών εδαφών. «Η Ρωσία δεν μπορεί να διεκδικεί τίποτα από τα ουκρανικά εδάφη», δήλωσε ο εκπρόσωπος της ουκρανικής διπλωματίας Γκεόργκι Τίχι. «Είναι γελοίο να βλέπουμε τους Ρώσους αξιωματούχους να αναφέρονται στο ρωσικό Σύνταγμα» για να δικαιολογήσουν την αξίωση της προσάρτησής τους, κατήγγειλε.

Παράλληλα, Ρώσοι και Αμερικανοί συνομιλούσαν από το πρωί της Πέμπτης στην Κωνσταντινούπολη για την επανεκκίνηση των διμερών τους σχέσεων, προκαλώντας ανησυχία στο Κίεβο και τους Ευρωπαίους μήπως παραμεριστούν σε μελλοντικές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.

Τις ρωσοαμερικανικές αυτές συνομιλίες, τις δεύτερες σε λιγότερο από δύο εβδομάδες, χαιρέτισε ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος εκτίμησε την ίδια μέρα ότι γεννούν «κάποια ελπίδα» για τη διευθέτηση «στρατηγικών συστημικών προβλημάτων».

Ενώπιον των Ηνωμένων Πολιτειών, που είναι ο κύριος υποστηρικτής του ουκρανικού στρατού μετά την έναρξη της ρωσικής επίθεσης τον Φεβρουάριο του 2022, το Κρεμλίνο έχει δείξει ήδη ότι δεν είναι διατεθειμένο να κάνει εδαφικούς συμβιβασμούς.

Τα αιτήματά του για τον τερματισμό της επίθεσης παραμένουν αμετάβλητα: η Ουκρανία πρέπει να παραχωρήσει τέσσερεις περιφέρειες εν μέρει κατεχόμενες στην ανατολική και τη νότια Ουκρανία, εκτός από την Κριμαία την οποία η Ρωσία προσάρτησε το 2014, και να εγκαταλείψει τις φιλοδοξίες της για ένταξη στο ΝΑΤΟ.

«Τα εδάφη που έγιναν υποκείμενα της Ρωσικής Ομοσπονδίας […] αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της χώρας μας. Αυτό είναι απολύτως αδιαμφισβήτητο και αδιαπραγμάτευτο», τόνισε σήμερα ο εκπρόσωπος της ρωσικής προεδρίας Ντμίτρι Πεσκόφ.

Το Κίεβο δηλώνει από την πλευρά του ότι συνεχίζει να ελέγχει 500 τετραγωνικά χιλιόμετρα της ρωσικής περιφέρειας Κουρσκ, έχοντας ωστόσο χάσει τα δύο τρίτα των εδαφών που είχαν καταλάβει οι στρατιώτες του στο τέλος μιας αιφνιδιαστικής διασυνοριακής επίθεσης το καλοκαίρι του 2024.

Ο ρωσικός στρατός δήλωσε επίσης σήμερα ότι ανακατέλαβε από τις ουκρανικές δυνάμεις το χωριό Νικόλσκι στην περιφέρεια Κουρσκ, μετά την ανακοίνωσή του την προηγούμενη μέρα για την απελευθέρωση δύο άλλων οικισμών στην ίδια περιοχή.

Ο πρόεδρος της Ουκρανίας Ζελένσκι είχε αναφέρει προηγουμένως την ιδέα της «ανταλλαγής εδαφών» με τη Μόσχα, κάτι που το Κρεμλίνο είχε απορρίψει.

Μιλώντας για τις επαφές μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ, ο Βλαντίμιρ Πούτιν κάλεσε τους Δυτικούς να επιδείξουν «πραγματισμό» και να έχουν μια «ρεαλιστική εικόνα» της κατάστασης.

Επανέλαβε ότι η χώρα του είναι ανοικτή στον «σοβαρό διάλογο» για την Ουκρανία, κατηγορώντας παράλληλα τις «δυτικές ελίτ» ότι θέλουν να «διαταράξουν ή να υπονομεύσουν» τις συζητήσεις με την Ουάσιγκτον.

Συνομιλίες Ρώσων και Αμερικανών

Οι πρόεδροι της Ρωσίας και των ΗΠΑ συνομίλησαν τηλεφωνικά στις 12 Φεβρουαρίου, σπάζοντας την πολιτική απομόνωσης της Δύσης κατά της Μόσχας.

‘Εκτοτε, Ρώσοι και Αμερικανοί δηλώνουν ότι θέλουν να επανέλθει ισορροπία στις διμερείς σχέσεις τους, κυρίως όσον αφορά τη λειτουργία των πρεσβειών και των προξενείων, μετά τις πολλές απελάσεις διπλωματών στις αντίστοιχες διπλωματικές τους αποστολές.

Αυτό ακριβώς το θέμα συζητούσαν Ρώσοι και Αμερικανοί διπλωμάτες στην Κωνσταντινούπολη.

Η Μόσχα ωστόσο, αμβλύνοντας τις εντυπώσεις, δηλώνει ότι δεν πιστεύει επί του παρόντος σε σημαντικές αλλαγές στις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον.

«Κανείς δεν αναμένει ότι οι λύσεις θα είναι εύκολες και γρήγορες», τόνισε ο Πεσκόφ, δηλώνοντας ότι υπάρχει «αμοιβαία» βούληση «να ακούσει και να καταλάβει ο ένας τον άλλον».

Η εκπρόσωπος της ρωσικής διπλωματίας Μαρία Ζαχάροβα δήλωσε ότι η Μόσχα ελπίζει πως η συνάντηση αυτή θα είναι «η πρώτη από μια σειρά» για «να ξεπεραστούν οι αποκλίσεις» και «να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη».

Εκτός από το θέμα της Ουκρανίας, ο Πούτιν ζητά γενικότερα την αναδιοργάνωση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας, δηλαδή μια αποχώρηση των δυνάμεων του ΝΑΤΟ από την ανατολική Ευρώπη, καθώς θεωρεί ότι η συμμαχία αυτή συνιστά υπαρξιακή απειλή για τη Ρωσία.

Η προοπτική μιας συνόδου κορυφής Πούτιν-Τραμπ ανησυχεί τους Ευρωπαίους και το Κίεβο, οι οποίοι επιμένουν στην ανάγκη να επιτευχθεί «διαρκής ειρήνη» με εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία, ώστε να αποφευχθεί μια νέα ρωσική επίθεση στο μέλλον, σε περίπτωση παύσης των εχθροπραξιών.

Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν το υπενθύμισε αυτό στον Ντόναλντ Τραμπ τη Δευτέρα στον Λευκό Οίκο, όπως και ο Κιρ Στάρμερ στη συνάντηση που είχε με τον Αμερικανό πρόεδρο.

Ο τελευταίος δήλωσε την Τετάρτη ότι οι Ευρωπαίοι, και όχι οι Ηνωμένες Πολιτείες, πρέπει να παράσχουν αυτές τις εγγυήσεις στο Κίεβο, παρά τα επανειλημμένα αιτήματα του Ζελένσκι.

Ο πρόεδρος της Ταϊβάν χαρακτηρίζει την Κίνα «ξένη εχθρική δύναμη»

Ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τε, χαρακτήρισε πρόσφατα το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) ως «ξένη εχθρική δύναμη» και ανακοίνωσε την αποκατάσταση του στρατιωτικού δικαστικού συστήματος της χώρας, προκαλώντας έντονο ενδιαφέρον. Σύμφωνα με αναλυτές, η δήλωσή του σχετίζεται άμεσα με τη στρατηγική της κυβέρνησης Τραμπ απέναντι στο κινεζικό καθεστώς και την ευρύτερη διεθνή κατάσταση.

Στις 13 Μαρτίου, ο Λάι παραχώρησε συνέντευξη Τύπου μετά από μία υψηλού επιπέδου συνεδρίαση εθνικής ασφάλειας, όπου ανακοίνωσε 17 στρατηγικές για την αντιμετώπιση των απειλών που προέρχονται από το ΚΚΚ. Επεσήμανε ότι η συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε λόγω της διείσδυσης του ΚΚΚ και των τακτικών του για την προσάρτηση της Ταϊβάν, και κάλεσε τους πολίτες να συμμετέχουν ενεργά στην προστασία της δημοκρατίας και της ελευθερίας, να κατανοήσουν τις «τακτικές ενιαίου μετώπου» του ΚΚΚ και να απορρίψουν κάθε δραστηριότητα που υπονομεύει τα εθνικά συμφέροντα.

Συνεργασία ΗΠΑ–Ταϊβάν

Η Καναδή συγγραφέας και αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας για μια Δημοκρατική Κίνα (Federation for a Democratic China), Σενγκ Σιουέ, ανέφερε ότι η δήλωση του Λάι συνδέεται με τη διεθνή κατάσταση και ειδικότερα με την πολιτική του Τραμπ απέναντι στην Κίνα.

Επεσήμανε ότι από τότε που ο Ντόναλντ Τραμπ ανέλαβε την προεδρία, οι συγκρούσεις μεταξύ ΗΠΑ και ΚΚΚ έχουν κλιμακωθεί, με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να διαχωρίζει το ΚΚΚ από τον κινεζικό λαό και τις ΗΠΑ να επιδιώκουν να καταστήσουν το ΚΚΚ υπεύθυνο για τη συγκάλυψη της πανδημίας. Θεωρείται αναμενόμενο ότι οι ΗΠΑ θα επιβάλουν αυστηρότερες κυρώσεις στο Πεκίνο.

Στις 14 Μαρτίου, οι υπουργοί Εξωτερικών της G7 εξέφρασαν την αντίθεσή τους σε οποιαδήποτε μονομερή προσπάθεια αλλαγής του καθεστώτος της Ταϊβάν μέσω εξαναγκασμού, υιοθετώντας μια αυστηρότερη στάση απέναντι στο ΚΚΚ. Σύμφωνα με τη Σενγκ, οι διεθνείς αυτές εξελίξεις παρέχουν στον Λάι ισχυρότερη πολιτική υποστήριξη.

Στην ίδια γραμμή, ο πρώην καθηγητής νομικής στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου και νυν αναλυτής στην Αυστραλία, Γιουάν Χονγκμπίνγκ, ανέφερε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν πλέον την επέκταση του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού του ΚΚΚ ως βασική απειλή και έχουν στρέψει την εστίασή τους από την Ευρώπη στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού.

Τόνισε ότι, ως σύμμαχος των ΗΠΑ, η Ταϊβάν πρέπει να ευθυγραμμιστεί με την αμερικανική πολιτική, περιορίζοντας τις επεκτατικές φιλοδοξίες του ΚΚΚ και αντιμετωπίζοντας τις στρατιωτικές του βλέψεις για εισβολή στην Ταϊβάν.

Η δήλωση του Λάι αποτελεί την πρώτη φορά από τον εκδημοκρατισμό της Ταϊβάν που ένας πρόεδρος αναγνωρίζει επισήμως την κομμουνιστική Κίνα ως ξένη εχθρική δύναμη. Σύμφωνα με τον Γιουάν, αυτή η σαφής τοποθέτηση αντικατοπτρίζει την αποφασιστικότητα της Ταϊβάν να διατηρήσει την εθνική της κυριαρχία, να προστατεύσει τον δημοκρατικό της τρόπο ζωής και να διασφαλίσει ότι οι πολίτες της θα αποφασίζουν για το μέλλον τους.

Η ομιλία του Λάι πραγματοποιήθηκε την παραμονή της 20ής επετείου της «Αντι-Αποσχιστικής Νομοθεσίας» του ΚΚΚ.

Στρατιωτικές απειλές του ΚΚΚ

Στις 14 Μαρτίου, μία ημέρα μετά την ομιλία, οι κινεζικές αρχές διοργάνωσαν εκδήλωση για την επέτειο του νόμου. Ο επικεφαλής του Γραφείου Υποθέσεων της Ταϊβάν, Σονγκ Τάο, υποστήριξε ότι ο νόμος επιτρέπει τη χρήση μη ειρηνικών μέσων για την αποτροπή της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν, κάτι που θεωρήθηκε ως αυστηρή προειδοποίηση προς την Ταϊπέι.

Σε απάντηση, το Συμβούλιο Υποθέσεων της Ηπειρωτικής Κίνας της Ταϊβάν τόνισε ότι ο νόμος δεν έχει καμία ισχύ πάνω στον λαό της Ταϊβάν ή στην κυριαρχία της Δημοκρατίας της Κίνας (επίσημη ονομασία της Ταϊβάν). Ο υπουργός του Συμβουλίου, Τσιου Τσούι-τσενγκ, δήλωσε ότι οι ενέργειες του Πεκίνου αποξενώνουν περαιτέρω την Ταϊβάν, αυξάνουν την ένταση και παρεμποδίζουν τη διπλωματία μεταξύ των δύο πλευρών.

Το υπουργείο Αμύνης της Ταϊβάν επιβεβαίωσε ότι στρατιωτικά αεροσκάφη και ναυτικές δυνάμεις του ΚΚΚ συνεχίζουν να επιχειρούν γύρω από το στενό της Ταϊβάν.

Φρουροί υψώνουν την εθνική σημαία της Ταϊβάν στη Λεωφόρο της Δημοκρατίας, στο Μέγαρο Μνήμης Τσιάνγκ Κάι-σεκ στην Ταϊπέι, στις 29 Νοεμβρίου 2024. (I-Hwa Cheng/AFP μέσω Getty Images)

 

Διατάραξη του νομοθετικού έργου

Ο Γιουάν αποκάλυψε ότι ο ηγέτης του ΚΚΚ, Σι Τζινπίνγκ, πιστεύει πως μπορεί να πετύχει συμφωνία με τον Τραμπ για το ζήτημα της Ταϊβάν. Σύμφωνα με πηγές του Γιουάν στην Κίνα, ο Σονγκ Τάο τόνισε τρία βασικά σημεία ενός σχεδίου δράσης του ΚΚΚ για το 2025. Αυτά περιλαμβάνουν την ενίσχυση του αντιαμερικανικού αισθήματος στην Ταϊβάν και την προώθηση της συνεργασίας της αντιπολίτευσης — συγκεκριμένα της συμμαχίας του Κουομιντάνγκ με το Λαϊκό Κόμμα της Ταϊβάν — για να επηρεαστούν οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία.

Σύμφωνα με τον Γιουάν, η κυβέρνηση Σι επιχειρεί να αποσταθεροποιήσει το συνταγματικό σύστημα της Ταϊβάν μέσω πολιτικών συμμάχων, υπονομεύοντας τις αμυντικές της ικανότητες και τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ, στην Ταϊβάν έχει ξεκινήσει ένα μαζικό κίνημα ανάκλησης κατά βουλευτών της αντιπολίτευσης. Σύμφωνα με ανακοίνωση της Εκλογικής Επιτροπής στις 10 Μαρτίου, 35 βουλευτές του Κουομιντάνγκ και ένας ανεξάρτητος έχουν προχωρήσει στη δεύτερη φάση της διαδικασίας ανάκλησης.

Η Σενγκ Σιουέ προειδοποίησε ότι το κίνημα αυτό δεν πρέπει να αποσπά την προσοχή από τη διακυβέρνηση Λάι, καθώς το ΚΚΚ επιδιώκει να πυροδοτήσει εσωτερικές συγκρούσεις στην Ταϊβάν. Ο Λάι, με τη δημόσια τοποθέτησή του, επιχειρεί να στρέψει την προσοχή στις κινήσεις του ΚΚΚ, υπενθυμίζοντας ότι το Πεκίνο επιδιώκει να προκαλέσει κοινωνική αναταραχή, ώστε να αποσπάσει την προσοχή της Ταϊβάν από τις εξωτερικές απειλές.

Των Li Jing, Luo Ya και Cindy Li

Αντιδρούν οι Ευρωπαίοι στα σχέδια των ΗΠΑ για Γροιλανδία και κανάλι του Παναμά

Έντονες αντιδράσεις μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών προκάλεσε η άρνηση του εκλεγμένου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να αποκλείσει τη χρήση οικονομικού ή στρατιωτικού εξαναγκασμού για τη διεκδίκηση του ελέγχου της Γροιλανδίας και της διώρυγας του Παναμά.

«Όχι, δεν μπορώ να σας διαβεβαιώσω για κανένα από αυτά τα δύο, αλλά μπορώ να πω το εξής: τα χρειαζόμαστε για την οικονομική μας ασφάλεια», δήλωσε στους δημοσιογράφους στις 7 Ιανουαρίου.

Ο επερχόμενος πρόεδρος έχει επανειλημμένα διατυπώσει την ιδέα να αναλάβουν οι Ηνωμένες Πολιτείες τον έλεγχο της Γροιλανδίας, η οποία επί του παρόντος αποτελεί αυτόνομη περιοχή του Βασιλείου της Δανίας. Η Διώρυγα του Παναμά, που συνδέει τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό, χαρακτηρίστηκε επίσης ως ζωτικό σημείο για τα στρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο κινδυνεύει να καταληφθεί από τα κομμουνιστικά κινεζικά συμφέροντα.

Τα πρόσφατα σχόλια του Τραμπ προκάλεσαν αντιδράσεις μεταξύ των ηγετών των άλλων χωρών.

Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, ο οποίος αντιμετωπίζει πρόωρες εκλογές τον Φεβρουάριο εξαιτίας της μη παροχής ψήφου εμπιστοσύνης από το κοινοβούλιο, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου στις 8 Ιανουαρίου ότι τα έθνη θα πρέπει να δεσμευτούν να σέβονται την εδαφική ακεραιότητα των άλλων εθνών και να αποφεύγουν να κερδίζουν εδάφη με τη βία. Ο Σολτς δήλωσε ότι η αρχή αυτή αποτέλεσε και τον πυρήνα της διεθνούς αντίστασης στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022.

Χωρίς να αναφερθεί ονομαστικά στον Τραμπ, ο Σολτς συνέχισε υπονοώντας ότι τα πρόσφατα σχόλια των Ηνωμέων Πολιτειών δείχνουν έλλειψη κατανόησης ή δέσμευσης ως προς τον σεβασμό της κυριαρχίας άλλων εθνών.

«Η αρχή του απαραβίαστου των συνόρων ισχύει για κάθε χώρα, ανεξάρτητα από το αν βρίσκεται ανατολικά ή δυτικά από εμάς, και κάθε κράτος πρέπει να την τηρεί, ανεξάρτητα από το αν είναι μια μικρή χώρα ή ένα πολύ ισχυρό κράτος», είπε.

Σε συνέντευξή του στο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο France Inter, ο Γάλλος υπουργός Ευρώπης και Εξωτερικών Ζαν-Νοέλ Μπαρρό δήλωσε ότι δεν πιστεύει ότι υπάρχει πραγματικά πιθανότητα οι Ηνωμένες Πολιτείες να εισβάλουν στη Γροιλανδία, αλλά ότι θεωρεί ότι οι διεθνείς σχέσεις τείνουν προς τον εξαναγκασμό και τις απειλές των μεγαλύτερων εθνών έναντι των ασθενέστερων.

Ο κος Μπαρρό χαρακτήρισε τη Γροιλανδία έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα υπερασπιστεί τα εδάφη της.

«Δεν υπάρχει περίπτωση η ΕΕ να επιτρέψει σε άλλα έθνη του κόσμου, όποια και αν είναι αυτά, και θα έλεγα ακόμη και ξεκινώντας από τη Ρωσία, να επιτεθούν στα σύνορά της», δήλωσε ο Γάλλος αξιωματούχος. «Είμαστε μια ισχυρή ήπειρος. Πρέπει να συνεχίσουμε να ενισχύουμε τους εαυτούς μας».

Σε συνέντευξή της στις 7 Ιανουαρίου στην κρατική τηλεόραση 2 της Δανίας, η πρωθυπουργός της Δανίας Μέττε Φρεντέρικσεν επανέλαβε τη θέση της Δανίας, λέγοντας: «Η Γροιλανδία δεν πωλείται».

Η κα Φρεντέρικσεν δήλωσε ότι δεν πιστεύει ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος εισβολής των ΗΠΑ στη Γροιλανδία. Έδειξε επίσης προθυμία να δει τη ρητορική του Τραμπ για τη Γροιλανδία ως ένα ευπρόσδεκτο σημάδι του αυξανόμενου ενδιαφέροντος των ΗΠΑ για τον Βόρειο Ατλαντικό και την Αρκτική.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Δανία είναι σύμμαχοι μέσω του ΝΑΤΟ και η Γροιλανδία φιλοξενεί ήδη μια αμερικανική στρατιωτική βάση.

Ο λαός της Γροιλανδίας ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο να διεκδικήσει την πλήρη ανεξαρτησία του από τη Δανία, προοπτική την οποία οι Δανοί ηγέτες δεν αποκλείουν ολοκληρωτικά.

«Αναγνωρίζουμε πλήρως ότι η Γροιλανδία έχει τις δικές της φιλοδοξίες», δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών της Δανίας Λαρς Λόκκε Ράσμουσσεν. «Εάν υλοποιηθούν, η Γροιλανδία θα γίνει ανεξάρτητη, μάλλον χωρίς τη φιλοδοξία να γίνει ομοσπονδιακό κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών».

Ο πρωθυπουργός της Γροιλανδίας Μούτε Έγκεντε, σε δήλωσή του στο Facebook στις 7 Ιανουαρίου, επέμεινε ότι οι κάτοικοι της Γροιλανδίας είναι αυτοί που θα αποφασίσουν για το πολιτικό μέλλον του νησιού.

«Το μέλλον μας και ο αγώνας για ανεξαρτησία είναι δική μας υπόθεση», έγραψε. «Άλλοι, συμπεριλαμβανομένων των Δανών και των Αμερικανών, έχουν δικαίωμα στις απόψεις τους, αλλά δεν πρέπει να παρασυρθούμε από την υστερία και να αφήσουμε τις εξωτερικές πιέσεις να μας αποσπάσουν από την πορεία μας».

Ο υπουργός Εξωτερικών του Παναμά Χαβιέ Μαρτίνες-Άχα δήλωσε ότι η κυβέρνησή του δεν είχε επίσημη επαφή με την επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ, αλλά ότι ο Παναμάς θα διατηρήσει τον έλεγχο της διώρυγας.

«Η κυριαρχία της διώρυγάς μας δεν είναι διαπραγματεύσιμη και αποτελεί μέρος της ιστορίας του αγώνα μας και μιας μη αναστρέψιμης κατάκτησης», δήλωσε ο Μαρτίνες-Άχα.

Οι Epoch Times απευθύνθηκαν στην ομάδα μετάβασης του Τραμπ για σχόλια, αλλά δεν έλαβαν απάντηση μέχρι την ώρα δημοσίευσης.

Του Ryan Morgan

Το Reuters και το Associated Press συνέβαλαν σε αυτό το άρθρο.

Περού: Κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην πρωτεύουσα εν μέσω κύματος εγκληματικότητας – Δολοφονία δημοφιλούς τραγουδιστή

Το Περού κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην πρωτεύουσα Λίμα τη Δευτέρα, ενώ παράλληλα ανέπτυξε στρατιωτικές δυνάμεις στους δρόμους, επιχειρώντας να αντιμετωπίσει το κύμα βίας που έχει πλήξει τη χώρα και που στοίχισε τη ζωή ενός δημοφιλούς τραγουδιστή.

Η δολοφονία του γνωστού μουσικού της κούμπια, Πολ Φλόρες, προκάλεσε λαϊκή κατακραυγή. Σύμφωνα με την αστυνομία, ο τραγουδιστής τραυματίστηκε θανάσιμα από πυροβολισμούς όταν το λεωφορείο στο οποίο επέβαινε δέχθηκε επίθεση από αγνώστους οπλοφόρους το πρωί της Κυριακής.

Η έξαρση της εγκληματικότητας, που περιλαμβάνει και αύξηση στους εκβιασμούς, οδήγησε την πρόεδρο Ντίνα Μπολουάρτε να δηλώσει ότι θα επιθυμούσε την επιβολή της θανατικής ποινής στους δολοφόνους, παρόλο που η νομοθεσία του Περού προβλέπει εκτέλεση μόνο για όσους έχουν καταδικαστεί για εσχάτη προδοσία.

Το διάταγμα, που ισχύει για 30 ημέρες, αφορά τόσο τη Λίμα όσο και τη γειτονική επαρχία Καγιάο, παρέχοντας στις αρχές αυξημένες εξουσίες για την ανάπτυξη του στρατού με σκοπό την αποκατάσταση της τάξης.

Τα τελευταία χρόνια, η κυβέρνηση του Περού έχει επανειλημμένα κηρύξει καταστάσεις έκτακτης ανάγκης σε περιόδους έξαρσης της εγκληματικότητας ή κοινωνικών αναταραχών. Τα νέα μέτρα λαμβάνονται έπειτα από εβδομάδες κλιμακούμενης βίας, την οποία οι αρχές αποδίδουν σε εγκληματικές οργανώσεις που στοχοποιούν επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορικών εταιρειών, παρά τις πρόσφατες συλλήψεις μελών συμμοριών.

Του Marco Aquino