Σάββατο, 07 Ιούν, 2025

Τραμπ: Οι ΗΠΑ θα καθορίσουν τους όρους των δασμών αν δεν υπάρξει συμφωνία με την Κίνα

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε στις 22 Απριλίου ότι αν η Κίνα δεν συναινέσει σε εμπορική συμφωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι εκείνες που θα καθορίσουν τους όρους των δασμών.

Κατά την ορκωμοσία του νέου προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Πολ Άτκινς, ο Τραμπ ανέφερε πως, κατά την άποψή του, το Πεκίνο και άλλες χώρες δεν θα μπορέσουν να συνεχίσουν να συναλλάσσονται με τις ΗΠΑ αν δεν καταλήξουν σε συμφωνία. Τόνισε ότι η αμερικανική πλευρά επιθυμεί τη συμμετοχή αυτών των χωρών, ωστόσο η επίτευξη μιας συμφωνίας είναι απαραίτητη. Σε αντίθετη περίπτωση, είπε, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προχωρήσουν μονομερώς στον καθορισμό των όρων.

Αναφερόμενος στη μορφή της συμφωνίας, υποστήριξε ότι αυτή θα είναι δίκαιη για όλους, και θα βάλει τέλος σε υφιστάμενες συμφωνίες τις οποίες χαρακτήρισε επιζήμιες για τις ΗΠΑ, κάνοντας λόγο για «συνεχή εκμετάλλευση».

Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος Τραμπ υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ χάνουν σχεδόν 2 τρισεκατομμύρια δολάρια από το εμπόριο, μια κατάσταση που, όπως είπε, δεν πρόκειται να συνεχιστεί.

Σε δηλώσεις του από το Οβάλ Γραφείο, ανέφερε ότι η κυβέρνησή του θα επιδιώξει μια «ευγενική» προσέγγιση μαζί με  τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ με στόχο τη σημαντική μείωση των δασμών — όχι όμως την πλήρη κατάργησή τους. Επανέλαβε την εκτίμησή του ότι τόσο η Κίνα όσο και άλλες χώρες θα επιδιώξουν τελικά μια συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι οι δύο πλευρές μπορούν να συνυπάρξουν και να συνεργαστούν.

Οι δηλώσεις αυτές έγιναν λίγο μετά την ενημέρωση της εκπροσώπου Τύπου του Τραμπ, Κάρολαϊν Λέβιτ, σύμφωνα με την οποία οι διαπραγματεύσεις με το Πεκίνο βρίσκονται σε θετική πορεία. Την περασμένη εβδομάδα, ο Λευκός Οίκος είχε αναφέρει πως «η μπάλα βρίσκεται στο γήπεδο της Κίνας» αναφορικά με τις συνομιλίες για το εμπόριο.

Η Λέβιτ σημείωσε ακόμη πως, κατά την άποψη του προέδρου, οι ΗΠΑ δεν είναι υποχρεωμένες να προχωρήσουν σε συμφωνία με την Κίνα, προσθέτοντας ότι, αν και η Κίνα διαφέρει από άλλες χώρες λόγω μεγέθους, επιδιώκει — όπως και οι υπόλοιπες — πρόσβαση στους Αμερικανούς καταναλωτές ή, αλλιώς, στα αμερικανικά κεφάλαια.

Όσο η κυβέρνηση του Πεκίνου απαντούσε με αντίμετρα, η κυβέρνηση Τραμπ προσαυξάνεται τους δασμούς. Αντίθετα, ανέστειλε την επιβολή των δασμών σε χώρες που επέλεξαν τη διαπραγματευτική οδό.

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, οι δασμοί των ΗΠΑ σε προϊόντα κινεζικής προέλευσης έφτασαν έως και το 245%, ενώ τα αντίμετρα του Πεκίνου κυμάνθηκαν από 84% έως 125%.

Του T.J. Muscaro

Με τη συμβολή του Andrew Moran

Το ΔΝΤ αναθεωρεί προς τα κάτω τις προβλέψεις του για την παγκόσμια οικονομία

Οι δασμοί που επιδιώκει να επιβάλει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και τα μέτρα αντιποίνων που λαμβάνουν οι άλλες χώρες αναμένεται να πλήξουν σοβαρά την παγκόσμια οικονομία φέτος, εκτιμά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Ο διεθνής οικονομικός οργανισμός που εδρεύει στην Ουάσιγκτον εμφανίζεται πολύ επιφυλακτικός στις προβλέψεις του, λόγω της «περίπλοκης και ρευστής» κατάστασης επί του παρόντος. Μια ένδειξη της δυσκολίας που αντιμετωπίζουν οι οικονομολόγοι προκειμένου να προχωρήσουν σε προβλέψεις είναι το γεγονός ότι το ΔΝΤ έλαβε υπόψη του μόνο τις εξελίξεις στο πεδίο των δασμών μέχρι τις 4 Απριλίου και όχι κατ’ ανάγκη όλα τα μέτρα αντιποίνων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.

Το ΔΝΤ αναμένει ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα ανέλθει στο 2,8% φέτος, ποσοστό αναθεωρημένο προς τα κάτω κατά 0,5% σε σύγκριση με την προηγούμενη εκτίμηση, τον Ιανουάριο.

«Εισερχόμαστε σε μια περίοδο κατά την οποία το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα όπως το γνωρίζουμε εδώ και 80 χρόνια επανεκκινεί (…) Εκτός από τους δασμούς, η αύξηση της πολιτικής αβεβαιότητας σχετικά με τις εμπορικές συναλλαγές έχει σημαντική επίπτωση στις οικονομικές προοπτικές», παρατήρησε ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Πιερ-Ολιβιέ Γκουρενσά. Λόγω των σοβαρών επιπτώσεων που έχουν οι δασμοί στο παγκόσμιο εμπόριο, το Ταμείο αναμένει αύξηση του όγκου συναλλαγών αγαθών και υπηρεσιών μόνο κατά 1,7% φέτος, ενώ πριν από μόλις τρεις μήνες μιλούσε για +3,2%.

Και μολονότι, στο άμεσο μέλλον, η παγκόσμια οικονομία φαίνεται ότι «θα αποφύγει την ύφεση», οι επιπτώσεις από τους δασμούς θα γίνουν «αρνητικά αισθητές σε όλες τις περιοχές, τη φετινή και την επόμενη χρονιά», είπε ο Γκουρενσά.

Για τη Βόρεια Αμερική, το ΔΝΤ αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις του και για τις τρεις οικονομίες, σε σύγκριση με τον Ιανουάριο. Πλέον, θεωρεί ότι η οικονομία των ΗΠΑ θα παρουσιάσει ανάπτυξη 1,8% φέτος (μείωση 0,9 ποσοστιαίων μονάδων από την προηγούμενη πρόβλεψη) και του Καναδά κατά 1,4% (-0,6 κάτω από την πρόβλεψη του Ιανουαρίου). Το Μεξικό, η οικονομία του οποίου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές προς τον βόρειο γείτονά του, μπορεί να περιέλθει σε ύφεση (-0,3% ή 1,7 ποσοστιαία μονάδα κάτω από την προηγούμενη πρόβλεψη).

Η Κίνα, η οποία αποτελεί τον βασικό στόχο των δασμών του προέδρου Τραμπ, ενδέχεται να καταγράψει τη χαμηλότερη ανάπτυξη από το 1990, μόλις 4%. Και εδώ, το ΔΝΤ έχει αναθεωρήσει προς τα κάτω την προηγούμενη πρόβλεψή του.

Στην Ιαπωνία, τον άλλο μεγάλο εμπορικό εταίρο των ΗΠΑ, το ΔΝΤ προβλέπει ανάπτυξη 0,6% φέτος ενώ στις αρχές του έτους μιλούσε για 1,1%.

Το σοκ εκτιμάται ότι θα είναι μικρότερο για την ευρωζώνη, η ανάπτυξη της οικονομίας αναθεωρήθηκε προς τα κάτω κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες και αναμένεται να φτάσει το 0,8%. Οι μεγαλύτερες οικονομίες θα υποστούν και τις σημαντικότερες επιπτώσεις. Το ΔΝΤ προβλέπει μηδενική ανάπτυξη για τη Γερμανία, 0,6% για τη Γαλλία και 0,4% για την Ιταλία (αντίστοιχη μείωση 0,2 και 0,3 σε σχέση με τις προβλέψεις του Ιανουαρίου). «Οι δασμοί θα αποδυναμώσουν την μέτρια οικονομική ανάκαμψη στην ευρωζώνη, παρά την αύξηση των δημόσιων δαπανών σε ορισμένες χώρες, όπως στη Γερμανία», είπε ο Γκουρενσά, σημειώνοντας ότι «οι δαπάνες για υποδομές θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην επιτάχυνση της ανάπτυξης».

Από τις μεγάλες οικονομίες, τη σημαντικότερη ανάπτυξη, 2,5%, αναμένεται να βιώσει η Ισπανία.

Συνέπεια των δασμών θα είναι επίσης η αύξηση του πληθωρισμού στις προηγμένες οικονομίες, στο 2,5%, κυρίως λόγω του πληθωρισμού στις ΗΠΑ που εκτιμάται ότι θα κυμανθεί γύρω στο 3%. Στις αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες οικονομίες (χωρίς τη Βενεζουέλα) ο πληθωρισμός θα κυμανθεί φέτος στο 5,5% και σε παγκόσμιο επίπεδο στο 4,3% (+0,1%) φέτος, για να πέσει το 2026 στο 3,6%.

Σε καθεστώς αναμονής ο κλάδος της επιτραπέζιας ελιάς και του τυποποιημένου ελαιολάδου λόγω των αμερικανικών δασμών

Στάση αναμονής τηρούν οι κλάδοι της επιτραπέζιας ελιάς και του τυποποιημένου ελαιόλαδου μετά την πρόσφατη απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να επιβάλλουν δασμούς ύψους 20% σε όλα τα εισαγόμενα προϊόντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Παρότι η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε προσωρινή αναστολή ισχύος των μέτρων για 90 ημέρες, και αυτή μόνο για ορισμένες χώρες, η εντεινόμενη αβεβαιότητα έχει ήδη αρχίσει να επηρεάζει τον σχεδιασμό των επιχειρήσεων του αγροδιατροφικού τομέα.

Η επιτραπέζια ελιά παραμένει ένα από τα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα της χώρας, με υψηλή προστιθέμενη αξία και ευρεία γεωγραφική κατανομή, μιας και εξαγωγές γίνονται σε περισσότερες από 100 χώρες. Η σημαντικότερη αγορά είναι αυτή των ΗΠΑ, όπου καταλήγει το 30% της συνολικής παραγωγής, που φτάνει σε αξία τα 214 εκατ. ευρώ.

Ως προς την αξία των εξαγωγών επιτραπέζιων ελιών ακολουθεί η Γερμανία με 90 εκατ. ευρώ, το Ηνωμένο Βασίλειο με 43 εκατ. ευρώ, η Αυστραλία με 33 εκατ. ευρώ και ο Καναδάς με 30 εκατ. ευρώ.

Όπως αναφέρει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Μεταποιητών-Τυποποιητών-Εξαγωγέων Επιτραπέζιας Ελιάς (ΠΕΜΕΤΕ), Κώστας Ζούκας, «πρόκειται για μια πρωτόγνωρη κατάσταση, την οποία καλούμαστε να αποτιμήσουμε ψύχραιμα. Αν δεν υπήρχαν οι δασμοί, η φετινή χρονιά θα εξελισσόταν σε χρονιά-ρεκόρ. Όμως η αβεβαιότητα που προκαλούν οι εμπορικοί φραγμοί φρενάρει την αναπτυξιακή δυναμική του κλάδου.»

Ο ίδιος επισημαίνει πως η εξάρτηση από την αμερικανική αγορά δημιουργεί εύλογο προβληματισμό: «Η αγορά των ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη στην οποία εξάγουμε. Δεν είναι εύκολο να την αντικαταστήσουμε από τη μια στιγμή στην άλλη. Οι επιχειρήσεις επένδυσαν σε αυτή τη σχέση για δεκαετίες και η αιφνίδια ανατροπή των όρων πρόσβασης δημιουργεί τεράστιο κόστος.»

Αναζητώντας εναλλακτικές διεξόδους, η ΠΕΜΕΤΕ εξετάζει νέες γεωγραφικές αγορές, με την Ασία να ξεχωρίζει. «Η ασιατική ήπειρος λόγω της πληθυσμιακής της δυναμικής μπορεί να αποτελέσει μεσοπρόθεσμα μια σημαντική διέξοδο. Ωστόσο, για να επιτευχθεί ουσιαστική διείσδυση απαιτείται στοχευμένη προβολή, επενδύσεις, κρατική στήριξη και πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία», σημειώνει ο κος Ζούκας.

Σε ό,τι αφορά τα επόμενα βήματα, η ΠΕΜΕΤΕ ζητά δύο καίριες παρεμβάσεις: τη διπλωματική κινητοποίηση και την οικονομική ενίσχυση των επιχειρήσεων που πλήττονται άμεσα από τους δασμούς.

«Η Ελλάδα θα πρέπει να διαπραγματευθεί μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ωστόσο θεωρούμε ότι οι απευθείας συνομιλίες με τις ΗΠΑ θα ήταν πιο αποτελεσματικές. Αυτό άλλωστε αποδείχθηκε και στην προηγούμενη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, όταν οι ελληνικές ελιές είχαν εξαιρεθεί από τους δασμούς, σε αντίθεση με τις ισπανικές», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Σε ό, τι αφορά στην οικονομική ενίσχυση, ο κος Ζούκας τόνισε πως «ήδη χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Γερμανία έχουν ανακοινώσει μέτρα στήριξης. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει προβεί σε δηλώσεις στήριξης, ωστόσο προς το παρόν δεν έχουμε δει συγκεκριμένες παρεμβάσεις».

Κρίσιμος και ο αντίκτυπος στο ελαιόλαδο

Αντίστοιχες ανησυχίες εκφράζονται και από τους φορείς του κλάδου του ελαιολάδου. Οι ελληνικές εξαγωγές τυποποιημένου ελαιολάδου προς τις ΗΠΑ ανέρχονται σε 60-70 εκατ. ευρώ ετησίως, καλύπτοντας περίπου το 8% της ετήσιας ελληνικής παραγωγής.

Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γενικός Διευθυντής της ΣΕΒΙΤΕΛ, Γιώργος Μητράκος, οι αμερικανικοί δασμοί αναμένεται να επηρεάσουν κυρίως το τυποποιημένο ελαιόλαδο.

Ωστόσο, η μεγαλύτερη «απειλή» εντοπίζεται αλλού, σύμφωνα με τον ίδιο.

«Το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι μόνο ο δασμός αυτός καθαυτός, αλλά ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζεται η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού προϊόντος. Υπάρχουν τρίτες χώρες, όπως η Τουρκία και η Τυνησία, που εξάγουν ελαιόλαδο στις ΗΠΑ με δασμούς μόλις 10%, ενώ για εμάς, λόγω της ευρωπαϊκής προέλευσης, ο δασμός φτάνει στο 20%. Αυτό δημιουργεί σημαντικό μειονέκτημα».

Τέλος, όπως τόνισε, η συγκυρία επιβαρύνεται και από την πτώση της διεθνούς τιμής του ελαιολάδου σε σχέση με πέρυσι, στοιχείο που συρρικνώνει περαιτέρω τα περιθώρια κέρδους για τις ελληνικές επιχειρήσεις.

Του Θ. Παπακώστα

Επιχειρηματίες που παρασκευάζουν στην Αμερική βλέπουν ευκαιρίες στους παγκόσμιους δασμούς

ΠΡΕΣΚΟΤ, Αριζ.—Είναι κάτι περισσότερο από μια απλή ετικέτα. Το «Κατασκευασμένο στην Αμερική» αντιπροσωπεύει την υπερηφάνεια και το εθνικό πνεύμα, λέει ο Τζον Ρόυ, διευθυντής της Dawson Knives στο Πρέσκοτ της Αριζόνα.

Η εταιρεία που διευθύνει είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του πνεύματος. Ιδρύθηκε πριν από περισσότερα από 50 χρόνια από έναν βετεράνο του Βιετνάμ με μηχανήματα κατασκευασμένα από εξαρτήματα που βρέθηκαν σε τοπική χωματερή, και η εταιρεία υπερηφανεύεται ότι είναι «συνεχίζει για τρεις γενιές».

Ο Ρόυ πιστεύει ότι οι εγχώριες εταιρείες θα ευδοκιμήσουν υπό τους δασμούς εισαγωγής που θεσπίστηκαν από την κυβέρνηση Τραμπ.

Με την κατανάλωση να αντιπροσωπεύει σχεδόν το 70 τοις εκατό της οικονομίας των ΗΠΑ, ο Ρόυ πιστεύει ότι υπάρχει μια ισχυρή αγορά για προϊόντα που κατασκευάζονται στην Αμερική.

Το 2023, σχεδόν τα μισά από τα αγαθά που αγοράστηκαν από Αμερικανούς ήταν «κατασκευασμένα στην Αμερική», σύμφωνα με το Υπουργείο Εμπορίου. Αυτός ο αριθμός συνοδεύεται από την προειδοποίηση ότι το «κατασκευασμένο στην Αμερική» ​​μερικές φορές σημαίνει «συναρμολογημένο στην Αμερική», με προϊόντα που περιέχουν εισαγόμενα εξαρτήματα.

Οι συνολικές ακαθάριστες εγχώριες αγορές στη χώρα έφτασαν τα 3,7 τρισεκατομμύρια δολάρια, με 1,9 τρισεκατομμύρια δολάρια από αυτό το ποσό να αποδίδονται στις βιομηχανίες των ΗΠΑ.

«Όταν το κρατάς εγχώριο και τα δολάριά σου εδώ [στην Αμερική], αποδίδει», λέει ο Ρόυ περήφανα, φορώντας ένα μπλουζάκι και καπέλο με το λογότυπο της εταιρείας του.

«Περάσαμε μια πανδημία και θα ξεπεράσουμε αυτούς τους δασμούς», είπε στην Epoch Times.

Αυτό δεν είναι απλώς μια τολμηρή δήλωση, είπε ο Ρόυ.

Αφού ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε μια σαρωτική σειρά δασμών στις 2 Απριλίου, ο Ρόυ ανέφερε ότι οι πωλήσεις μαχαιριών της Ντόσον [της εταιρείας του] αυξήθηκαν από 11.000 δολάρια σε 15.000 δολάρια την ημέρα.

Είπε ότι η εταιρεία αναμένει να διπλασιαστούν οι παραγγελίες από 4.000 σε 8.000 για το 2025. Παράγει 40 διαφορετικά μοντέλα μαχαιριών, συμπεριλαμβανομένων ποικιλιών κυνηγιού, επιβίωσης, μαγειρικής, και παλιού τύπου.

Ο Ρόυ είναι πεπεισμένος ότι πολλές αμερικανικές εταιρείες μπορούν να αντέξουν έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο προμηθευόμενες υλικά στο εσωτερικό και μεγιστοποιώντας την αποδοτικότητα της παραγωγής.

«Για να έχουμε αυτή την αποτελεσματικότητα, πρέπει να επενδύσουμε πραγματικά σε υπολογιστές … στα πάντα για να μας βοηθήσουν να κάνουμε καλύτερα μοντέλα, καλύτερη κατασκευή και να μειώσουμε τα βήματα», είπε.

Η εταιρεία απασχολεί σήμερα 15 άτομα και λειτουργεί σε 1.000 τετραγωνικά μέτρα βιομηχανικού χώρου.

Ο Ρόυ είπε ότι πολλοί καταναλωτές προτιμούν προϊόντα που είναι «εντελώς αμερικανικής κατασκευής».

Ο Τζον Ρόυ, διευθυντής της Dawson Knives, παρουσιάζει ένα μέρος της περίπλοκης διαδικασίας κατασκευής μαχαιριών, στο Πρέσκοτ της Αριζ., στις 14 Απριλίου 2025. Allan Stein/The Epoch Times

 

Δεν προβλέπει προβλήματα στην προμήθεια υλικών, εφόσον η εγχώρια προμήθειά του παραμένει σταθερή σε ένα παγκόσμιο δασμολογικό περιβάλλον.

Οι κυβερνητικές πολιτικές που επηρεάζουν τους προμηθευτές του ήταν επίσης μια πρόκληση.

Ο Ρόυ είπε ότι ένας μακροχρόνιος παραγωγός και προμηθευτής χάλυβα στη Νέα Υόρκη έφυγε πρόσφατα λόγω περιορισμών στον άνθρακα — βασικό συστατικό στην παραγωγή χάλυβα.

Η Dawson Knives διατηρούσε εργασιακή σχέση με τον παραγωγό χάλυβα από τότε που ξεκίνησε η εταιρεία το 1973.

Ωστόσο, μια άλλη εταιρεία με έδρα τις ΗΠΑ έχει παρέμβει για να λιώσει τον απαραίτητο χάλυβα, είπε ο Ρόυ.

Παρά το δυνητικά υψηλότερο κόστος για ορισμένες πρώτες ύλες στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ρόυ αναμένει ότι η χρήση εγχώριων προμηθευτών θα σημαίνει λιγότερους «πονοκεφάλους» που σχετίζονται με τη ναυτιλία και έλλειψη δασμών εισαγωγής.

Το θεωρεί αυτό ως ξεχωριστό πλεονέκτημα.

Με τα υλικά που έχει αυτή τη στιγμή σε απόθεμα, και απουσία απρόβλεπτων περιστάσεων, αναμένει να αντιμετωπίσει μια παγκόσμια εμπορική αναταραχή για τουλάχιστον ενάμιση χρόνο.

Ο Ρόυ στήριξε το χρονοδιάγραμμά του στο απόθεμα χάλυβα του προμηθευτή του για τον επόμενο ενάμιση χρόνο.

«Μετά από αυτό, θα έπρεπε να πληρώσουμε δασμούς στον χάλυβα, επειδή ένα συστατικό του χάλυβα που χρησιμοποιούμε μπορεί να βρεθεί μόνο στην Ελβετία», είπε.

«Οι δασμοί δεν θα μας επηρεάσουν αν δεν συνεχιστούν για μεγάλο χρονικό διάστημα».

Γλυκιά επιτυχία


Ο Τζέυ Λεβίν είναι ιδιοκτήτης της San Francisco Chocolate Factory, μιας εταιρείας με έδρα το Φοίνιξ με περισσότερα από 28 χρόνια εμπειρίας.

Η εταιρεία του απασχολεί επί του παρόντος τέσσερα μέλη προσωπικού πλήρους απασχόλησης, τα οποία παράγουν γκουρμέ σοκολάτες, φοντάν και λιχουδιές για ειδικές εκδηλώσεις και πελάτες.

Ο σοκολατοποιός προμηθεύεται τα συστατικά του από την εγχώρια αγορά, καθιστώντας την επιχείρησή του σε μεγάλο βαθμό απρόσβλητη από τους δασμούς.

«Ό,τι αγοράζω είναι τοπικό [ή προέρχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες», είπε ο Λεβίν, που γεννήθηκε στο Μόντρεαλ, στην Epoch Times.

Ο Τζέυ Λεβίν, ιδιοκτήτης του San Francisco Choclate Factory, στέκεται πίσω από τον πάγκο της νέας του εγκατάστασης στο Φοίνιξ στις 10 Απριλίου 2025. Allan Stein/The Epoch Times

 

Αγοράζει τα μήλα του από την πολιτεία Ουάσιγκτον, φράουλες και ξηρούς καρπούς από άλλους εγχώριους προμηθευτές. Τα είδη που παράγονται στην Αμερική δεν υπόκεινται σε περιορισμούς εισαγωγής και είναι άμεσα διαθέσιμα.

Η μοναδική εξαίρεση είναι η υψηλής ποιότητας σοκολάτα Callebaut από το Βέλγιο, ένα συστατικό που υπόκειται πλέον σε εισαγωγικό δασμό 10%.

Καθώς ολοκληρώνει μια νέα εγκατάσταση στην οδό Van Buren στο Φοίνιξ, ο Λεβίν είπε ότι η επιχείρησή του συνέχισε να πηγαίνει καλά παρά την επιβολή νέων δασμών.

Εάν συνεχιστούν οι δασμοί, ο Λεβίν είπε ότι «θα στραφεί σε καλή [εγχώρια] σοκολάτα, η οποία μεγαλώνει τοπικά εδώ». Ωστόσο, ακόμη και αυτός ο τοπικός προμηθευτής προμηθεύεται τους κόκκους κακάο από την Ακτή Ελεφαντοστού.

Σύμφωνα με το Observatory of Economic Complexity, μια πλατφόρμα διεθνών εμπορικών δεδομένων, οι κύριες εισαγωγές της Ακτής Ελεφαντοστού στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Ιανουάριο περιελάμβαναν κόκκους κακάο αξίας 161 εκατομμυρίων δολαρίων και πάστα κακάο αξίας 41,7 εκατομμυρίων δολαρίων, ακολουθούμενες από καουτσούκ αξίας 19,1 εκατομμυρίων δολαρίων.

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ επέβαλε δασμούς 21 τοις εκατό σε προϊόντα από τη μικροσκοπική χώρα της Δυτικής Αφρικής, αν και τέθηκαν σε παύση για 90 ημέρες για να διευκολυνθούν οι διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, όλοι οι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ εξακολουθούν να υπόκεινται σε βασικό δασμολόγιο 10%.

Ωστόσο, οι δασμοί δεν προκαλούν τις τρέχουσες υψηλές τιμές.

«Γνωρίζω ότι η σοκολάτα διπλασιάστηκε [σε τιμή] τον περασμένο χρόνο – και ο λόγος για αυτό ήταν απλώς ο πληθωρισμός των τιμών», είπε ο Λεβίν. «Ποτέ δεν έχω δει σοκολάτα τόσο ψηλά—ποτέ».

Ο Λεβίν εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι η εταιρεία του μπορεί να αντέξει τους τρέχοντες δασμούς, λόγω της σταθερής ζήτησης για σοκολάτα στην Αμερική.

«Είναι μια απόλαυση», είπε. «Οι άνθρωποι θα πληρώσουν επιπλέον για αυτό».

Παρ’ όλα αυτά, «δεν θα αγοράζουν τόση σοκολάτα» υπό τους δασμούς, προέβλεψε. «Η τιμή είναι ένας παράγοντας».

Μια υπάλληλος τυλίγει γλυκά στο Εργοστάσιο Σοκολάτας Σαν Φρανσίσκο στο Φοίνιξ στις 10 Απριλίου 2025. Η εταιρεία απασχολεί επί του παρόντος τέσσερα μέλη προσωπικού πλήρους απασχόλησης που παράγουν γκουρμέ σοκολάτες, φοντάν και λιχουδιές για ειδικές εκδηλώσεις και πελάτες. Allan Stein/The Epoch Times

 

Βαδίζοντας με αυτοπεποίθηση

Το Don’t Tread On Me ιδρύθηκε το 2004 και τα πουκάμισα και τα φούτερ αμερικανικής κατασκευής αποτελούν τη βάση της σειράς προϊόντων ένδυσης.

Εξαίρεση αποτελούν τα καπέλα της εταιρείας, τα οποία διαθέτουν αμερικανικά μοτίβα με το χαρακτηριστικό έμβλημα του κροταλία της εταιρείας.
«Αυτή τη στιγμή, όλα τα καπέλα και τα σκουφιά [παράγονται] στο εξωτερικό, αλλά έχω ψάξει για εγχώριες επιλογές», δήλωσε ο πρόεδρος της εταιρείας Τάιλερ Γουίντς στην Epoch Times.

«Δεν υπάρχουν πολλοί κατασκευαστές καπέλων στις ΗΠΑ, επομένως δυσκολεύει η προμήθεια».

Ο Γουίντς είπε ότι ακόμη και πριν από τις πρόσφατες αλλαγές δασμών, η εταιρεία σκέφτηκε να μεταφέρει την παραγωγή καπέλων της στις Ηνωμένες Πολιτείες.

«Αυτές οι νέες πολιτικές απλώς ενίσχυσαν τη δέσμευσή μας και επιτάχυναν αυτό το χρονοδιάγραμμα», είπε ο Γουίντς.

Η προμήθεια των καπέλων του από έναν εγχώριο κατασκευαστή ήταν πρόκληση, ωστόσο ο Γουίντς εξακολουθεί να ελπίζει ότι οι δασμοί θα οδηγήσουν σε αυξημένες επενδύσεις στην αμερικανική παραγωγή κλωστοϋφαντουργίας και ένδυσης.

Αυτή η εξέλιξη θα διευκόλυνε τις εταιρείες σαν τη δική του να κατασκευάζουν τα προϊόντα τους πλήρως εντός των Ηνωμένων Πολιτειών, είπε.

Με την κλιμάκωση των δασμών, οι ΗΠΑ και η Κίνα εισέρχονται σε μια νέα εποχή
«Ενθαρρυντικά, αρχίσαμε να βλέπουμε ορισμένους κατασκευαστές ρούχων από τις ΗΠΑ να επιστρέφουν στο βαμβάκι που παράγεται στην Αμερική, κάτι που είναι ένα καθησυχαστικό σημάδι για το τι πρόκειται να ακολουθήσει», είπε ο Γουίντς.

«Στον πυρήνα μας, πάντα πιστεύαμε στην προσφορά υψηλής ποιότητας, άνετων ενδυμάτων, ενώ παράλληλα επανεπενδύουμε ξανά σε αμερικανικές επιχειρήσεις. Κάθε ένδυμα που παράγουμε βοηθά στη διατήρηση των θέσεων εργασίας και της δεξιοτεχνίας εδώ στην χώρα μας.»

Η μακροχρόνια δέσμευση της εταιρείας στην αμερικανική παραγωγή αποδίδει τώρα, είπε. «Το γεγονός ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που κάναμε πάντα —και τώρα να παρακάμπτουμε την αύξηση των δασμών—είναι ένα ευπρόσδεκτο μπόνους».

Ο Γουίντς είπε ότι εάν το κόστος κατασκευής αυξηθεί απροσδόκητα λόγω των πρόσφατων αλλαγών, η εταιρεία δεν θα μετακυλίσει αυτά τα υψηλότερα κόστη στους πελάτες της.

«Πιστεύουμε ότι ο ευρύτερος στόχος της αναζωογόνησης της αμερικανικής μεταποίησης ευθυγραμμίζεται στενά με την αποστολή μας και δεσμευόμαστε να είμαστε μέρος αυτής της θετικής αλλαγής», είπε.

Άνθρωποι ψωνίζουν σε ένα κατάστημα λιανικής στη Νέα Υόρκη στις 21 Μαρτίου 2025. Samira Bouaou/The Epoch Times

 

Ο αντίκτυπος της παγκοσμιοποίησης

Ωστόσο, η μεταποίηση στις Ηνωμένες Πολιτείες μειώνεται εδώ και πολλά χρόνια, όπως αναφέρει το Ίδρυμα Τεχνολογίας Πληροφορικής και Καινοτομίας, ένα μη κομματικό ινστιτούτο έρευνας και εκπαίδευσης.

«Κάποτε ήταν παγκόσμιος ηγέτης στον τομέα της μεταποίησης, οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέλειψαν αυτόν τον τίτλο το 2010, παράγοντας τώρα 2,4 τρισεκατομμύρια δολάρια λιγότερα από την Κίνα στη μεταποίηση», σημειώνει ο οργανισμός στον ιστότοπό του.

Το Γραφείο Στατιστικών Εργασίας σημείωσε ότι αφού ήταν επικεφαλής την αύξηση της απασχόλησης για δεκαετίες, ο μεταποιητικός τομέας έχασε θέσεις εργασίας τα τελευταία 40 χρόνια καθώς η οικονομία των ΗΠΑ έχει μεταβεί σε βιομηχανίες που βασίζονται στις υπηρεσίες.

Τον Ιούνιο του 1979, το γραφείο ανέφερε ότι η απασχόληση στη μεταποίηση είχε φτάσει στο ιστορικό υψηλό των 19,6 εκατομμυρίων.

Μέχρι τον Ιούνιο του 2019, ο αριθμός αυτός είχε μειωθεί σε 12,8 εκατομμύρια, μείωση 35 τοις εκατό.

Καταφύγιο από τη δασμολογική καταιγίδα

Τον Νοέμβριο του 2023, η εταιρεία μεταφορικής αλυσίδας SKU Distribution στο Τσάντλερ, Αριζόνα, έλαβε καθεστώς ομοσπονδιακής ζώνης εξωτερικούς εμπορίου (FTZ), την πρώτη στην πολιτεία.

Ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος Τζέιμς Πήκοκ είπε ότι οι εταιρείες βρίσκονται επί του παρόντος σε «πανικό» σχετικά με ζητήματα ροών μετρητών που προκύπτουν από τους νέους δασμούς στις ΗΠΑ.

«Προβλέπουν ποιο θα είναι αυτό το κόστος, αλλά όταν έχουν διπλό, τριπλάσιο, ίσως και τετραπλάσιο, ανάλογα με το πού βρίσκεται — [αυτό είναι] ένα στοιχείο για το οποίο δεν είχαν ετοιμαστεί», είπε ο Πήκοκ.

Οι ζώνες εξωτερικού εμπορίου είναι ασφαλείς περιοχές που εποπτεύονται από τα Τελωνεία και Προστασία Συνόρων (CBP). Μοιάζουν με μια οικονομική «γη για κανέναν άνθρωπο», όπου οι εισαγωγικοί δασμοί αναβάλλονται έως ότου ο κατασκευαστής ή ο διανομέας είναι έτοιμος να μεταφέρει το προϊόν.

Ο Τζέιμς Πήκοκ. Allan Stein/The Epoch Times

Τυπικά τοποθετημένες κοντά σε πύλες εισόδου, οι ζώνες εξωτερικού εμπορίου θεωρούνται ωστόσο ότι βρίσκονται εκτός της επικράτειας της CBP. Λειτουργούν ως το αντίστοιχο των διεθνώς αναγνωρισμένων ζωνών ελεύθερου εμπορίου των ΗΠΑ.

Εκ του σχεδιασμού, οι ζώνες εξωτερικού εμπορίου επιτρέπουν στις εταιρείες να αναβάλουν τις πληρωμές των δασμών, απελευθερώνοντας τους προϋπολογισμούς ενώ τα προϊόντα τους παραμένουν εντός της ζώνης, είπε ο Πήκοκ.

Μια ζώνη εξωτερικού εμπορίου επιτρέπει στις εταιρείες να «πάρουν μια βαθιά ανάσα», είπε.

«Τους δίνει την ευκαιρία να ξεπεράσουν την καταιγίδα από την άποψη των ροών μετρητών μέχρι να καταλάβουν πώς να μετακυλίσουν αυτούς τους δασμούς», είπε ο Πήκοκ.

«Μπορείτε να αποθηκεύσετε αυτά τα αγαθά, να μην πληρώσετε τους δασμούς και τους φόρους για όλα αυτά τα εμπορεύματα που ξέρετε ότι θα μείνουν εκεί για μήνες».

Ο Πήκοκ είπε ότι το ενδιαφέρον για την εταιρεία του έχει αυξηθεί από τότε που τέθηκαν σε ισχύ υψηλότεροι δασμοί στις αρχές Απριλίου.

«Οι εταιρείες σχεδιάζουν στρατηγικά», είπε. «Η ζώνη εξωτερικού εμπορίου έχει απολύτως νόημα για αυτούς, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους».

Ποιος θέλει δουλειά;

Εκτός από τους δασμούς, ο Ρόυ είπε ότι ένα ακόμη μεγαλύτερο ζήτημα είναι η εύρεση ειδικευμένων εργαζομένων σε έναν ολοένα και πιο περίπλοκο και τεχνολογικό βιομηχανικό τομέα.

Η δημιουργία ενός μαχαιριού Dawson δεν είναι απλή δουλειά.

Ο Τζον Ρόυ κρατά ένα ιαπωνικό κατάνα στο Πρέσκοτ, Aριζ., στις 14 Απριλίου 2025. Allan Stein/The Epoch Times

 

Πρώτον, περιλαμβάνει την προμήθεια υλικών υψηλής ποιότητας που κατασκευάζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Στη συνέχεια, υπάρχει η περίπλοκη διαδικασία κατεργασίας και λείανσης του χάλυβα με ακριβείς προδιαγραφές και ανοχές.

Ο απώτερος στόχος είναι να παραχθεί ένα μαχαίρι που θα διαρκέσει για γενιές, είπε ο Ρόυ.

Το σχέδιό του για το 2025 είναι να συνεχίσει να προμηθεύεται υλικά στο εσωτερικό, ενώ θα αγοράζει και θα αποθηκεύει όσο το δυνατόν περισσότερο χάλυβα για να καλύψει την αυξανόμενη ζήτηση για τα προϊόντα του.

«Η χαλυβουργική μας εταιρεία είναι πολύ δίκαιη, κάτι που εκτιμώ», είπε ο Ρόυ. «Δίνουν σε κάθε εταιρεία μια ευκαιρία και δεν αφήνουν έναν μεγάλο να αγοράσει τα πάντα. Στόχος μας είναι να κρατάμε τις παραγγελίες μας, να παραγγείλουμε επιπλέον και να το αποθηκεύσουμε εδώ. Επειδή είναι εξ ολοκλήρου αμερικανικός χάλυβας — μέχρι να τελειώσει», είπε ο Ρόυ.

Μειωμένη προσέλευση στην κορυφαία εμπορική έκθεση της Κίνας μετά την αύξηση των αμερικανικών δασμών

Εξαγωγείς που συμμετείχαν στην μεγαλύτερη εμπορική έκθεση της Κίνας ανέφεραν στην Epoch Times ότι η φετινή διοργάνωση ήταν αισθητά πιο άδεια σε σύγκριση με προηγούμενες χρονιές, με τη γενικευμένη απαισιοδοξία να κυριαρχεί σε πολλούς κλάδους, μετά την επιβολή δασμού 145% από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε κινεζικά προϊόντα λόγω των «αθέμιτων εμπορικών πρακτικών» του κινεζικού καθεστώτος.

Η Έκθεση της Καντώνας – γνωστή και ως Έκθεση Εισαγωγών και Εξαγωγών της Κίνας – είναι η αρχαιότερη, μεγαλύτερη και πιο αντιπροσωπευτική εμπορική διοργάνωση της Κίνας. Διοργανώνεται κάθε άνοιξη και φθινόπωρο από το 1957 στην πόλη Γκουανγκτζού της επαρχίας Γκουανγκντόνγκ, στη νότια Κίνα. Η φετινή διοργάνωση είναι η 137η στην ιστορία της.

Σύμφωνα με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ), η φετινή έκθεση φιλοξενεί περίπου 31.000 εκθέτες, εκ των οποίων περισσότεροι από 30.000 συμμετέχουν στο σκέλος των εξαγωγών για πρώτη φορά. Επίσης, περισσότεροι από 200.000 ξένοι αγοραστές είχαν προεγγραφεί. Ωστόσο, Κινέζοι εξαγωγείς που συμμετέχουν στην έκθεση δήλωσαν ότι έχουν φέτος λιγότερους πελάτες και παραγγελίες, εκφράζοντας ανησυχία για τις επιπτώσεις των δασμών.

Η έκθεση διεξάγεται σε τρεις φάσεις από τις 15 Απριλίου έως τις 5 Μαΐου. Στην πρώτη φάση (έως 19 Απριλίου), παρουσιάστηκαν προϊόντα από τους τομείς των ηλεκτρονικών ειδών ευρείας κατανάλωσης – ηλεκτρικές οικιακές συσκευές, ανταλλακτικά, φωτιστικά, εργαλεία και εξαρτήματα.

Εκπρόσωπος εργοστασίου φωτιστικών από την πόλη Τζονγκσάν της Γκουανγκντόνγκ, που μίλησε υπό καθεστώς ανωνυμίας για λόγους ασφαλείας, ανέφερε ότι δεν υπάρχουν επισκέπτες από τη Γερμανία, τη Γαλλία ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά παρατηρείται μεγαλύτερη παρουσία από την Ουκρανία και τη Ρωσία. Σύμφωνα με τον ίδιο, το πρωί της πρώτης ημέρας η προσέλευση ήταν χαμηλή, ενώ η επιχείρησή του δεν αναμένει να κλείσει φέτος τόσες παραγγελίες όσες στο παρελθόν, παρά το γεγονός ότι η διοργάνωση στο παρελθόν είχε προσελκύσει «ποιοτικούς αγοραστές». Αν και το εργοστάσιό του δεν έχει επηρεαστεί ακόμη άμεσα από τους δασμούς, εκτίμησε ότι αυτό θα συμβεί αργά ή γρήγορα, καθώς μεγάλο μέρος της αγοράς αφορά προϊόντα που τελικά μεταπωλούνται στις ΗΠΑ μέσω τρίτων χωρών.

Η δεύτερη φάση της έκθεσης θα διεξαχθεί από τις 23 έως τις 27 Απριλίου, με προϊόντα όπως κεραμικά, είδη οικιακής χρήσης, έπιπλα κ.ά.

Έμπορος επίπλων από την επαρχία Φουτζιάν της νοτιοανατολικής Κίνας δήλωσε ότι η οικονομική κατάσταση τα τελευταία χρόνια είναι κακή και ότι η αντίστοιχη έκθεση επίπλων που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο μήνα στο Σεντζέν είχε ήδη χαμηλή προσέλευση. Η επιχείρησή του βασίζεται στο παραδοσιακό μοντέλο εξαγωγών προς τις αγορές της Ευρώπης και των ΗΠΑ, το οποίο, όπως ανέφερε, έχει πλέον πληγεί σημαντικά. Χαρακτηριστικά ανέφερε πως προετοιμάζεται να «κάθεται άπραγος για πέντε ημέρες» κατά τη δεύτερη φάση της φετινής έκθεσης.

Η ισχύς περνά στον αγοραστή

Αν και οι δασμοί της κυβέρνησης Τραμπ προς άλλες χώρες είναι προς το παρόν χαμηλότεροι, εκτιμάται ότι θα επηρεάσουν αρνητικά τη συνολική παγκόσμια ζήτηση, περιλαμβανομένης της ζήτησης για κινεζικά προϊόντα από τρίτες χώρες, εξαιτίας των δασμών των ΗΠΑ στα κινεζικά προϊόντα – ακόμη και εκείνων που μεταπωλούνται μέσω άλλων κρατών.

Αναλυτής κινεζικών θεμάτων με έδρα τις ΗΠΑ, ο Γουάνγκ Χε, δήλωσε στην Epoch Times στις 15 Απριλίου ότι η Κίνα συνεχίζει να εξάγει έμμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω τρίτων χωρών. Όπως επεσήμανε, οι αμοιβαίοι δασμοί του Τραμπ ωθούν πλέον τις χώρες να επιλέξουν στρατόπεδο, είτε τις Ηνωμένες Πολιτείες είτε το ΚΚΚ. Εάν, είπε, το Πεκίνο επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει τρίτες χώρες για τη μεταπώληση κινεζικών προϊόντων στις ΗΠΑ, τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιβάλουν αυξημένους δασμούς και σε εκείνες τις χώρες, πλήττοντας έτσι σοβαρά τις έμμεσες εξαγωγές της Κίνας.

Μέλος προσωπικού εργοστασίου γερανών από την επαρχία Λιαονίνγκ που συμμετείχε επίσης στην έκθεση σημείωσε ότι η προσέλευση είναι περιορισμένη και εξέφρασε αβεβαιότητα για τις επόμενες ημέρες, δηλώνοντας ότι «δεν υπάρχουν τόσοι πελάτες όσοι πέρυσι».

Αυτοκίνητα κινεζικής κατασκευής στο λιμάνι της Ναντζίνγκ, στην ανατολική επαρχία Τζιανγκσού της Κίνας, στις 16 Απριλίου 2025. (AFP μέσω Getty Images)

 

Οικονομολόγος με έδρα τις ΗΠΑ, ο Ντέηβυ Τζ. Γουόνγκ, εκτίμησε ότι η Έκθεση της Καντώνας υπήρξε παραδοσιακά πλατφόρμα προβολής των κινεζικών εξαγωγών, όμως πλέον η έκθεση είναι πιο άδεια, καθώς η αγορά των ΗΠΑ έχει «παγώσει». Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό αντικατοπτρίζει την αποδυνάμωση της επιρροής της Κίνας στο παγκόσμιο εμπόριο. Όπως εξήγησε, στο παρελθόν, οι τιμές εξαγωγών καθορίζονταν από την Κίνα, το «εργοστάσιο του κόσμου». Πλέον όμως, όπως είπε, έχει διαμορφωθεί αγορά αγοραστή, με την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες να είναι οι μεγαλύτεροι καταναλωτές και να έχουν τον τελικό λόγο στις παγκόσμιες εξαγωγές.

Ο ίδιος πρόσθεσε ότι η κάμψη της έκθεσης συμβολίζει την εντεινόμενη απαισιοδοξία για την πορεία της κινεζικής οικονομίας, ενώ καταδεικνύει την έλλειψη εμπιστοσύνης της αγοράς για το μέλλον.

Ο Γουάνγκ σημείωσε ότι τα τελευταία χρόνια η Κίνα ακολουθεί πρακτικές πώλησης προϊόντων σε τιμές κάτω του κόστους για να κατακτήσει τις ξένες αγορές και να εκτοπίσει τους ανταγωνιστές, γεγονός που έχει προκαλέσει δυσαρέσκεια διεθνώς. Όπως είπε, με την απώλεια της αμερικανικής αγοράς, τίθεται το ερώτημα πού θα διοχετευθεί ο τεράστιος όγκος των κινεζικών προϊόντων, σε μια περίοδο κατά την οποία πολλές χώρες εμφανίζονται ιδιαίτερα επιφυλακτικές.

Τέλος, η επενδυτική τράπεζα UBS αναθεώρησε προς τα κάτω την πρόβλεψή της για την κινεζική ανάπτυξη το 2025, μειώνοντάς τη στο 3,4% από το αρχικό 4%. Η UBS προβλέπει επίσης πτώση κατά τα δύο τρίτα στις κινεζικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ στους επόμενους τριμηνιαίους κύκλους και συνολική μείωση 10% στις εξαγωγές της χώρας για φέτος.

Με τη συμβολή του Luo Ya και πληροφορίες από το Reuters

Ο Λούτνικ λέει ότι τα εξαιρούμενα ηλεκτρονικά προϊόντα θα αντιμετωπίσουν ξεχωριστούς δασμούς

Ο υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ, Χάουαρντ Λούτνικ, δήλωσε στις 13 Απριλίου ότι ορισμένα ηλεκτρονικά είδη, συμπεριλαμβανομένων των κινητών τηλεφώνων και των υπολογιστών, θα υπάγονται σε χωριστούς δασμούς που περιλαμβάνουν τους ημιαγωγούς, οι οποίοι ενδέχεται να ανακοινωθούν σε έναν μήνα περίπου.

Ο Λούτνικ μίλησε στο «This Week» του ABC στις 13 Απριλίου, δύο ημέρες αφότου ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απήλλαξε μια σειρά εισαγωγών ηλεκτρονικών προϊόντων από τους πρόσφατους αμοιβαίους δασμούς του σε πολλούς εμπορικούς εταίρους των Ηνωμένων Πολιτειών.

Τα στοιχεία που εξαιρούνται από τους αμοιβαίους δασμούς περιλαμβάνουν κινητά τηλέφωνα, υπολογιστές, διακομιστές, φορητούς υπολογιστές, τάμπλετ, μητρικές πλακέτες, επεξεργαστές, μονάδες μνήμης, μηχανήματα που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή συσκευών ημιαγωγών, ολοκληρωμένα κυκλώματα, επίπεδες οθόνες και σχετικές συσκευές, σύμφωνα με την ενημερωμένη καθοδήγηση από την τελωνειακή υπηρεσία των ΗΠΑ, που λέγεται Customs and Border Protection, που δημοσιεύτηκε στις 11 Απριλίου.

Ο Λούτνικ είπε στον Τζόναθαν Καρλ του ABC ότι η ανακοίνωση του Τραμπ στις 11 Απριλίου εξαιρούσε μόνο αυτά τα είδη από τους αμοιβαίους δασμούς.

«Αλλά περιλαμβάνονται στους δασμούς ημιαγωγών, οι οποίοι έρχονται πιθανώς σε έναν ή δύο μήνες», είπε ο Λούτνικ.

Μιλώντας στο «Meet the Press» του NBC στις 13 Απριλίου, ο ανώτερος σύμβουλος και εμπορικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου Πίτερ Ναβάρο είπε ότι οι δασμοί θα καθοριστούν μέσω έρευνας της αλυσίδας εφοδιασμού τσιπ, που ξεκίνησε σύμφωνα με την Ενότητα 232 του νόμου για την επέκταση του εμπορίου του 1962.

Αυτή η πράξη επιτρέπει στον πρόεδρο να περιορίσει τις εισαγωγές που θεωρούνται απειλή για την εθνική ασφάλεια. Οι βιομηχανίες χαλκού και ξυλείας έχουν ήδη δει έρευνες στο Τμήμα 232 από τον Τραμπ τους τελευταίους δύο μήνες και ο πρόεδρος χρησιμοποίησε τα αποτελέσματα μιας έρευνας 232 από την πρώτη του θητεία για να υπερασπιστεί την αύξηση των δασμών αλουμινίου και χάλυβα τον Μάρτιο.

Μετά την ανακοίνωση του Τραμπ στις αρχές Απριλίου για καθολικούς δασμούς 10% σε κάθε εμπορικό εταίρο των ΗΠΑ, μαζί με ξεχωριστούς αμοιβαίους δασμούς για ορισμένους, τα παγκόσμια και εγχώρια χρηματιστήρια υπέστησαν αναταράξεις. Στη συνέχεια, ο πρόεδρος διέκοψε σχεδόν όλους τους δασμούς του για 90 ημέρες αφού δήλωσε ότι μεσολαβεί σε εμπορικές συμφωνίες με πολλούς εταίρους, ενώ αύξησε τους δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές στο 145%.

Μετά την αρχική πτώση του S&P 500 κατά την αποκάλυψη του δασμολογικού σχεδίου στις 2 Απριλίου, ο δείκτης αυξήθηκε 9,5% — η υψηλότερη ημέρα μεμονωμένης κερδοφορίας από τον Οκτώβριο του 2008 — στις 9 Απριλίου αφότου ο Τραμπ ανακοίνωσε αναστολή 90 ημερών για τους περισσότερους δασμούς. Ο δείκτης, ωστόσο, ήταν ακόμα 11,2 % κάτω από το πρόσφατο υψηλό του Φεβρουαρίου.

Ενώ πολλοί δασμοί του προέδρου είναι ανοιχτοί προς διαπραγμάτευση, ο Λούτνικ τόνισε ότι τα προϊόντα τεχνολογίας που βασίζονται σε ημιαγωγούς εξαιρέθηκαν στις 11 Απριλίου ακριβώς επειδή είναι αδιαπραγμάτευτα.

«Επομένως, αυτό δεν είναι ένα μόνιμο είδος εξαίρεσης», είπε. «[Ο Τραμπ] απλώς διευκρινίζει ότι αυτά δεν είναι διαθέσιμα για διαπραγμάτευση.»

Ο Λούτνικ είπε ότι οι δασμοί σε ημιαγωγούς και φαρμακευτικά προϊόντα είναι απαραίτητοι για να δοθεί κίνητρο για την επαναφορά της παραγωγής τους στις Ηνωμένες Πολιτείες.

«Χρειαζόμαστε τα φάρμακά μας και χρειαζόμαστε ημιαγωγούς και τα ηλεκτρονικά μας να κατασκευάζονται στην Αμερική», είπε.

«Δεν μπορούμε να βασιζόμαστε σε ξένες χώρες για θεμελιώδη πράγματα που χρειαζόμαστε. Δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στην Κίνα για θεμελιώδη πράγματα που χρειαζόμαστε.»

Προηγουμένως, η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε επιβάλει στοχευμένους δασμούς σε ημιαγωγούς, ιδιαίτερα από την Κίνα, ως μέσο «υποστήριξης επενδύσεων και δημιουργίας καλών θέσεων εργασίας σε βασικούς τομείς που είναι ζωτικής σημασίας για το οικονομικό μέλλον και την εθνική ασφάλεια της Αμερικής», σύμφωνα με ενημερωτικό δελτίο του Μαΐου 2024 από το υπουργείο Εμπορίου.

Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν εκείνη την εποχή πίεσε να επιστρέψει η παραγωγή ημιαγωγών στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπερασπιζόμενος τον νόμο CHIPS and Science του 2022, ο οποίος επένδυσε σχεδόν 53 δισεκατομμύρια δολάρια σε χρηματοδότηση για να φέρει τις αλυσίδες εφοδιασμού ημιαγωγών πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Μπάιντεν ανέφερε την ανάγκη να μειωθεί η εξάρτηση των Ηνωμένων Πολιτειών από την Κίνα για την προμήθεια ημιαγωγών, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για ένα ευρύ φάσμα ηλεκτρονικών ειδών ευρείας κατανάλωσης, ενώ υποστηρίζουν επίσης θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ.

Ο Λούτνικ επανέλαβε αυτές τις ανησυχίες στις 13 Απριλίου.

«Πρέπει να έχουμε ημιαγωγούς. Πρέπει να έχουμε τσιπ και πρέπει να έχουμε επίπεδες οθόνες. Πρέπει να έχουμε αυτά τα πράγματα κατασκευασμένα στην Αμερική. Δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στη Νοτιοανατολική Ασία για όλα τα πράγματα που λειτουργούν σε εμάς», είπε. «Σχεδόν όλοι οι ημιαγωγοί κατασκευάζονται τώρα στην Ταϊβάν και περνάνε από μια τελική [διαδικασία] στην Κίνα.»

Ο Καρλ, σημειώνοντας ότι θα ήταν απίθανο η Apple να ανοίξει ένα εργοστάσιο «αύριο για να κατασκευάσει iPhone» στις Ηνωμένες Πολιτείες, ρώτησε τον Λούτνικ εάν οι νέοι δασμοί θα οδηγήσουν σε υψηλότερες τιμές, όπως έχουν ήδη δηλώσει δημοσίως ορισμένες εταιρείες, όπως η AutoZone και η Amazon.

«Δεν το πιστεύω απαραίτητα. Νομίζω ότι η ιδέα είναι ότι μπορούμε να κατασκευάσουμε εδώ στην Αμερική», είπε ο Λούτνικ, προσθέτοντας ότι η Panasonic μόλις ολοκλήρωσε την κατασκευή ενός νέου εργοστασίου στο Κάνσας.

«Έκαναν συμφωνίες με τα κοντινά κοινοτικά κολέγια και με όλη την τοπική κοινότητα», είπε. «Εκπαίδευσαν ανθρώπους για αυτό — 4.000 θέσεις εργασίας υψηλής τεχνολογίας στο Κάνσας.»

«Αυτό είναι που επιστρέφει στην Αμερική […] Αυτός ο παράγοντας υψηλής τεχνολογίας θα παράγει πράγματα εδώ σε πολύ λογικές τιμές.»

Η γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Γουόρεν (Δ-Μασσ.), η οποία μίλησε με τον Καρλ μετά τον Λούτνικ, είπε ότι θέλει το Κογκρέσο να μπορεί να εγκρίνει ή να μπλοκάρει τους δασμούς που επιβάλλονται από τον πρόεδρο.

«Κάθε Δημοκρατικός είναι έτοιμος να απωθήσει ή να αφαιρέσει από τον πρόεδρο την εξουσία που ασκεί τώρα», είπε. «Το ερώτημα είναι αν οι Ρεπουμπλικανοί θα συμμετάσχουν ή όχι σε αυτό. Θα υπάρξει ψηφοφορία σε περίπου 15 ημέρες.»

Του Τζέικομπ Μπεργκ

Ανησυχία στην Κίνα για οικονομικό κραχ καθώς Πεκίνο υπόσχεται «αγώνα μέχρι τέλους» απέναντι στους αμερικανικούς δασμούς

Αυξανόμενη είναι η αβεβαιότητα σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους σε όλη την Κίνα, καθώς οι κινεζικές αρχές επιμένουν σε σκληρή στάση απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην αυστηρή πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ για τις εμπορικές και διμερείς σχέσεις.

Στελέχη της βιομηχανίας και εργαζόμενοι τονίζουν πως τα αυξανόμενα τιμολόγια από τις ΗΠΑ τους έχουν φέρει σε δύσκολη θέση: οι παραγγελίες μειώνονται δραματικά, ενώ πολλές εταιρείες αναγκάζονται να λάβουν ακραία μέτρα για να επιβιώσουν.

Παρότι στα κινεζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης επικρατεί κλίμα εθνικισμού και αντιαμερικανικής ρητορικής, όλο και περισσότερο εμφανίζονται αναρτήσεις και βίντεο που προειδοποιούν για μαζικές απολύσεις και παρατεταμένες «αναγκαστικές άδειες», αποκαλύπτοντας το άγχος που διαπερνά μια οικονομία που ήδη δοκιμάζεται από υψηλή ανεργία, συρρίκνωση κερδών και μείωση των ξένων επενδύσεων.

Στις 11 Απριλίου, ο πρόεδρος Τραμπ επέβαλε οριζόντιο δασμό 145% στα περισσότερα κινεζικά προϊόντα, απαντώντας στις αντίστοιχες κινήσεις του Πεκίνου που την ίδια μέρα επέβαλε επιπρόσθετο αντίμετρο 125% σε αμερικανικά αγαθά.

Το Πεκίνο προχώρησε ακόμη περισσότερο στις 14 Απριλίου, περιορίζοντας τις εξαγωγές επτά κατηγοριών σπάνιων γαιών, απαραίτητων για την τεχνολογία αιχμής και την αμυντική βιομηχανία των ΗΠΑ και άλλων χωρών.

Σύμφωνα με ενημερωτικό σημείωμα του Λευκού Οίκου (15 Απριλίου), ορισμένα κινεζικά προϊόντα ενδέχεται πλέον να επιβαρυνθούν με αμερικανικούς δασμούς έως και 245%. Ο Τραμπ επικαλείται άδικες εμπορικές πρακτικές και διακίνηση παράνομων ουσιών ως βασικούς λόγους για την αυστηροποίηση των μέτρων.

Οι μακρόχρονες πιέσεις της Ουάσιγκτον έναντι του Πεκίνου ξεκίνησαν ήδη από την πρώτη θητεία Τραμπ, με καταγγελίες για στρεβλώσεις και προστατευτισμό στη κινεζική οικονομία, αλλά και για εκτεταμένη βιομηχανική κατασκοπεία. Ο Τραμπ έχει επιπλέον κατηγορήσει το Πεκίνο για αδυναμία περιορισμού της παραγωγής και εξαγωγής του συνθετικού οπιοειδούς φαιντανύλη, το οποίο συχνά εισέρχεται στις ΗΠΑ μέσω Μεξικού.

Η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών των ΗΠΑ αναφέρει πως το 2023 πάνω από 107.000 Αμερικανοί έχασαν τη ζωή τους λόγω υπερβολικής δόσης, με σχεδόν το 70% των θανάτων να σχετίζονται με οπιοειδή όπως η φαιντανύλη.

Πίεση στην κινεζική αγορά

Ο Ταιβανέζος επιχειρηματίας Λι Μενγκτσού, μιλώντας στην κινεζική έκδοση των Επίκαιρων, τόνισε ότι οι αυξημένοι αμερικανικοί δασμοί αναγκάζουν πλήθος εξαγωγικών εργοστασίων στην Κίνα είτε να περιορίσουν τη δραστηριότητά τους είτε να βάλουν λουκέτο.

Ενδεικτική είναι και η μαρτυρία ιδιοκτήτη εργοστασίου φακών στην Γιγού της επαρχίας Τσετσιάνγκ, ο οποίος ανέφερε πως από τις τρεις και τέσσερις μεγάλες παραγγελίες μηνιαίως, δεν έχει πια καμία. Πολλοί εργαζόμενοι από το καθεστώς έξι ημερών εργασίας έχουν περάσει σε εβδομάδες με τρεις ή τέσσερις ημέρες άδεια.

Το λογότυπο της εταιρείας ηλεκτρονικού εμπορίου γρήγορης μόδας Shein έξω από τα γραφεία της στο Guangzhou της Κίνας, στις 11 Ιουνίου 2024. Jade Gao/AFP via Getty Images

 

Σύμφωνα με τον Λι, εργοστάσια στο Νότο της Κίνας, κυρίως στην επαρχία Γκουανγκντόνγκ, που εξειδικεύονταν σε ηλεκτρονικά, ενδύματα και φωτισμό με μεγάλες παραγγελίες από τις ΗΠΑ έως το τέλος του έτους, βλέπουν τώρα τις συμφωνίες να ακυρώνονται και τα αποθέματά τους να παραμένουν αδιάθετα.

Το South China Morning Post μετέδωσε στις 10 Απριλίου ότι ορισμένοι Κινέζοι εξαγωγείς, βλέποντας τα νέα τιμολόγια, επέλεξαν να εγκαταλείψουν τα εμπορεύματά τους στα μέσα της διαδρομής, αντί να πληρώσουν τους αυξημένους δασμούς. «Κανείς δεν θα τα αγοράσει μόλις προστεθούν οι δασμοί», ανέφερε χαρακτηριστικά πελάτης εξαγωγέα.

Το κινεζικό οικονομικό έντυπο Caixin, από την πλευρά του, κατέγραψε σχεδόν άδεια τα λιμάνια της Σανγκάης μία μέρα μετά την επιβολή των αμερικανικών δασμών, προβλέποντας μάλιστα πτώση κατά 50% στις μεταφορές Κίνας–ΗΠΑ προσεχώς.

Υπό το νέο περιβάλλον, ο γνωστός κολοσσός Shein προσπάθησε να μεταφέρει μέρος της παραγωγής του εκτός Κίνας, κάτι που απαγορεύτηκε από τις κινεζικές αρχές.

Shein και Temu, δύο δημοφιλή κινεζικά ηλεκτρονικά καταστήματα, αναμένεται να αυξήσουν τις τιμές τους καθώς καταργείται το αμερικανικό προνόμιο εισαγωγής πακέτων μέχρι 800 δολάρια χωρίς τελωνειακούς δασμούς. Το μέτρο εφαρμόζεται από τις 2 Μαΐου για Κίνα και Χονγκ Κονγκ, επηρεάζοντας σχεδόν το 11% των συνολικών συναλλαγών Κίνας–ΗΠΑ.

Πεκίνο: «Δεν κάνουμε πίσω»

Την παραμονή της ανακοίνωσης Τραμπ για 90ήμερη παύση των παγκόσμιων αυξήσεων δασμών, το υπουργείο Εμπορίου της Κίνας διακήρυξε στις 8 Απριλίου πως θα «αγωνιστεί μέχρι τέλους» απέναντι στις ΗΠΑ για το εμπόριο. Παρουσιάζοντας την αντίδραση ως απολύτως εύλογη και αναγκαία για την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων και της «κανονικής διεθνούς εμπορικής τάξης».

Εργαζόμενοι εργάζονται σε ένα εργοστάσιο παιχνιδιών που ειδικεύεται σε πλαστικές συσκευές με ηλιακή ενέργεια στο Yiwu, στην ανατολική επαρχία Zhejiang της Κίνας, στις 11 Απριλίου 2025. Adek Berry/AFP μέσω Getty Images

 

Σε ειδικό λευκό βιβλίο 28.000 λέξεων για τις σινο-αμερικανικές σχέσεις, αξιωματούχος του υπουργείου ανέφερε στις 9 Απριλίου ότι το Πεκίνο έχει τη «θέληση και τα όπλα» για να απαντήσει αποτελεσματικά στους αμερικανικούς δασμούς και τα λοιπά περιοριστικά μέτρα. Σε τακτική ενημέρωση στις 10 Απριλίου, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας τόνισε πως το Πεκίνο «δεν φοβάται» να προχωρήσει σε εμπορικό πόλεμο.

Προμηνύονται δύσκολες μέρες

Την ίδια στιγμή, επιχειρηματίες και μπλόγκερ στην Κίνα αναρωτιούνται πού θα οδηγήσει η αδιάλλακτη γραμμή του Κομμουνιστικού Κόμματος και η πλημμύρα της κρατικής προπαγάνδας. Σύμφωνα με ανάρτηση του μπλογκ «Logistics and Supply Chain Management», ιδιοκτήτης εργοστασίου επίπλων στην Τζιανγκσού κατέληξε ότι, έπειτα από φόρους και χρεώσεις, ακόμα και ένας δασμός 20% εκμηδενίζει το κέρδος του.

Ο Λιου Μινγκ, επικεφαλής ηλεκτρονικής βιομηχανίας στη Σουτζόου (με ψευδώνυμο), είπε στο ίδιο μπλογκ ότι ενώ το εργοστάσιο είχε καθαρό περιθώριο 16% το 2024, «με τους νέους δασμούς πλέον δουλεύουμε με ζημίες».

Σε ανάρτηση στην πλατφόρμα Χ, κάποιος εξαγωγέας με συνεργασίες στις ΗΠΑ σημείωσε ότι με δασμό 34% η δουλειά ήταν δύσκολη αλλά εφικτή, ενώ το χαράτσι 125% «ισοδυναμεί με αυτόματη εξόντωση των Κινέζων εργαζομένων». «Απ’ όσο γνωρίζω, σχεδόν όλοι οι αμερικανικοί εισαγωγείς έχουν παγώσει τις αποστολές από Κίνα», σημείωσε.

Εργαζόμενος στη Ντονγκγουάν της Γκουανγκντόνγκ, σε βίντεο της 9ης Απριλίου, εξήγησε πως με το μηδενισμό των κερδών από εξαγωγές προς ΗΠΑ, οι βιομηχανίες θα στραφούν αναπόφευκτα στον εσωτερικό ανταγωνισμό – «μια κούρσα ως τον πάτο», όπως είπε. Παρότι δεν καταφέρθηκε ευθέως κατά του Κομμουνιστικού Κόμματος, καυτηρίασε όσους στα κοινωνικά δίκτυα «μιλούν διαρκώς για αντίσταση στον εμπορικό πόλεμο με κάθε τίμημα». «Το πιθανότερο είναι να γίνετε εσείς οι ίδιοι μέρος αυτού του “τιμήματος”», προέβλεψε.

Vlogger στη Ναντζίνγκ επισήμανε στις αρχές του μήνα πως η εσωτερική αγορά δεν επαρκεί για να στηρίξει τη διατήρηση των θέσεων εργασίας σε κλάδους που βάσιζαν το τζίρο στις εξαγωγές. «Πολλές εξαγωγικές εταιρείες θα αναγκαστούν να μειώσουν την παραγωγή», εκτίμησε.

Χρηματοοικονομική υπάλληλος στη Σιαμέν (Φουτζιάν), στις 9 Απριλίου προειδοποίησε ότι ένα «πάγωμα» των εξαγωγών θα έχει αντίκτυπο και πέραν της μεταποίησης και της εφοδιαστικής αλυσίδας. «Μην εγκαταλείπετε τη δουλειά σας, κρατήστε τη αν μπορείτε», πρότεινε σε ανάρτησή της.

Τα «παγιδευμένα βήματα» του Πεκίνου

Ο ειδικός αναλυτής για την Κίνα, Γουάνγκ Χε, σχολίασε στην Epoch Times πως το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα μάλλον δεν περίμενε την αιφνιδιαστική αναστολή των παγκόσμιων δασμών που ανακοίνωσε ο Τραμπ στις 2 Απριλίου. «Η Κίνα ήθελε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να συγκροτήσει ένα διεθνές «αντι-αμερικανικό» μέτωπο με τις χώρες που επηρεάζονται από τα αμερικανικά μέτρα, αλλά τελικά απομονώθηκε αρνούμενη κάθε διαπραγμάτευση», τόνισε. «Ως αποτέλεσμα, το Πεκίνο έπεσε σε μια σειρά από παγίδες που του έστησε ο Τραμπ».

Ο ίδιος ο Τραμπ, σε εκδήλωση στον Λευκό Οίκο στις 9 Απριλίου, δήλωσε αισιόδοξος πως «η Κίνα θέλει συμφωνία», διευκρινίζοντας πάντως πως «είναι περήφανος λαός και αυτό το κάνει περίπλοκο».

Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Καρολίν Λέβιτ, υπογράμμισε στις 15 Απριλίου πως «η μπάλα βρίσκεται πλέον στην πλευρά της Κίνας»—«η Κίνα χρειάζεται τη συμφωνία μαζί μας, όχι εμείς μαζί τους», όπως είπε, μεταφέροντας δηλώσεις του προέδρου.

Ο Τραμπ στις 17 Απριλίου ανέφερε στους δημοσιογράφους πως το Πεκίνο έχει επικοινωνήσει με την κυβέρνησή του: «Πιστεύω ότι θα επιτευχθεί συμφωνία με την Κίνα. Κι αν όχι, πάλι θα υπάρξει συμφωνία – γιατί θα ορίσουμε ένα στόχο και θα τελειώσει εκεί», υπογράμμισε ο πρόεδρος.

Οι ρυθμιστικοί κανονισμοί για το διαδίκτυο εκτός των διαπραγματεύσεων για τους δασμούς, λέει η ΕΕ – Οι αναλυτές διαφωνούν

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο απέκλεισαν το ενδεχόμενο οι ρυθμίσεις για τις μεγάλες τεχνολογίες – που θεωρούνται από την κυβέρνηση Τραμπ απειλή για την ελευθερία του λόγου και την καινοτομία των ΗΠΑ – να χρησιμοποιηθούν ως διαπραγματευτικό χαρτί σε πιθανές εμπορικές και δασμολογικές διαπραγματεύσεις.

Εν τω μεταξύ, ορισμένοι αναλυτές είναι πεπεισμένοι ότι ο έλεγχος του διαδικτύου και οι αντι-ανταγωνιστικοί νόμοι της ηπείρου παραμένουν στο παιχνίδι, καθώς οι εμπορικοί εταίροι και τα έθνη αγωνίζονται να συνάψουν συμφωνίες κατά τη διάρκεια της τρίμηνης αναστολής εφαρμογής των δασμών που ανακοινώθηκε την Τετάρτη.

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε στους Financial Times στις 10 Απριλίου ότι η ΕΕ θα επιδιώξει συμφωνία, αλλά προειδοποίησε συγκεκριμένα ότι είναι έτοιμη να αντεπιτεθεί με εισφορά στα έσοδα από την ψηφιακή διαφήμιση, εάν οι συνομιλίες καταρρεύσουν.

Την προηγουμένη, η ΕΕ δήλωσε οριστικά ότι δεν θα κάνει καμία παραχώρηση στους ψηφιακούς και τεχνολογικούς κανονισμούς της στο πλαίσιο των εμπορικών διαπραγματεύσεων. Την ίδια ημέρα, το Ηνωμένο Βασίλειο δήλωσε επίσης ότι οι αυστηροί νόμοι του για την ασφάλεια στο διαδίκτυο δεν είναι προς διαπραγμάτευση.
Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν αυτούς τους κανονισμούς καμουφλαρισμένο οικονομικό προστατευτισμό.

Αν και η Ουάσιγκτον μπορεί συνήθως να εκμεταλλεύεται και να επηρεάζει το εμπόριο, ο νόμος της ΕΕ για τις ψηφιακές αγορές, ο νόμος για τις ψηφιακές υπηρεσίες και ο νόμος του Ηνωμένου Βασιλείου για τη διαδικτυακή ασφάλεια (OSA) δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ελιγμών.

Ο Μάθιου Λες, συνεργάτης δημόσιας πολιτικής στη δεξαμενή σκέψης για την ελεύθερη αγορά Institute of Economic Affairs, είπε στην Epoch Times μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι «οι Βρετανοί και οι νομοθέτες της ΕΕ δεν θα πρέπει να εκπλαγούν αν αναμένεται τώρα από αυτούς να συμβιβαστούν σε ορισμένα από αυτά τα θέματα που σχετίζονται με την τεχνολογία» υπό την πίεση των αμερικανικών δασμών.

Η Βρετανία επιθυμεί να συνάψει μια νέα οικονομική εταιρική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες με επίκεντρο την τεχνολογία και την τεχνητή νοημοσύνη, ώστε να αμβλύνει το πλήγμα των σαρωτικών δασμών που ανακοίνωσε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ την περασμένη εβδομάδα.

Η χώρα, όπως και πολλές άλλες, εξακολουθεί να έχει βασικό δασμό 10% και δασμό 25% στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου. Ωστόσο, ο νόμος περί διαδικτυακής ασφάλειας θα μπορούσε να επηρεάσει τις διαπραγμετεύσεις.

Ο εν λόγω νόμος τέθηκε σε ισχύ τον Οκτώβριο του 2023 και χαιρετίστηκε από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ως ο πρώτος νόμος για την ασφάλεια στο διαδίκτυο στον κόσμο. Οι υποχρεώσεις των χρηστών που απορρέουν από τη ρύθμιση αυτού που ορίζει ως παράνομο περιεχόμενο τέθηκαν σε ισχύ στις 17 Μαρτίου του τρέχοντος έτους.

Σύμφωνα με τα όσα ορίζει ο νόμος, οι διαδικτυακές πλατφόρμες του Ηνωμένου Βασιλείου οφείλουν να εφαρμόζουν μέτρα για την προστασία των ανθρώπων από εγκληματικές δραστηριότητες. Οι περιοριστικές διατάξεις έχουν εκτεταμένες συνέπειες για το διαδίκτυο.

Οι ακτιβιστές για την ασφάλεια των παιδιών και τη διαδικτυακή ασφάλεια αντέδρασαν έντονα στο ενδεχόμενο τροποποίησης της OSA, προκειμένου να επιτευχθεί μια εμπορική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες:

«Οποιαδήποτε ‘ρυθμιστική αναθεώρηση’ ή οποιαδήποτε δέσμευση για πιθανή αλλαγή της εφαρμογής αυτών των πλαισίων δεν θα πρέπει να αποτελεί μέρος μιας εμπορικής συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες», αναφέρουν ρητά σε επιστολή τους.

Στην επιστολή αναφέρεται επίσης ο νόμος για τις ψηφιακές αγορές, τον ανταγωνισμό και τους καταναλωτές, ο οποίος παρέχει στις ρυθμιστικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου νέες εξουσίες για τον περιορισμό των αντιανταγωνιστικών πρακτικών από τις εταιρείες Μεγάλης Τεχνολογίας με «στρατηγικό καθεστώς αγοράς», με στόχο την «εξάλειψη των αθέμιτων πρακτικών και την προώθηση του ανταγωνισμού στις ψηφιακές αγορές».

Ο πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ φάνηκε να επιβεβαιώνει ότι οι κανονισμοί για την τεχνολογία ήταν προς διαπραγμάτευση σε δημόσια ακρόαση στις 8 Απριλίου, όταν ρωτήθηκε σχετικά με τις τρέχουσες εμπορικές συνομιλίες.

«Υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με τον κατάλληλο τρόπο φορολόγησης των ψηφιακών υπηρεσιών. Υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με το πώς η τεχνολογία επηρεάζει την ελευθερία του λόγου«, δήλωσε ο Στάρμερ.

«Ήμουν πολύ σαφής, κατά την άποψή μου, ότι πρέπει να έχουμε μια ρύθμιση για κάποιο είδος ψηφιακού φόρου. Εξίσουν σημαντικό είναι να πρωτοστατούμε υπέρ της ελευθερίας του λόγου – κάτι που κάνουμε εδώ και πάρα πολλά χρόνια σε αυτήν τη χώρα.

«Ταυτόχρονα, όμως, δικαίως προστατεύουμε στο πλαίσιο του νόμου περί διαδικτυακής ασφάλειας – περαιτέρω διατάξεις του οποίου θα τεθούν σε ισχύ πολύ σύντομα – και όταν πρόκειται για την αντιμετώπιση των παιδόφιλων και την προστασία των παιδιών, προτίθεμαι να λάβω αυστηρά μέτρα.»

Την επομένη, η υπουργός Πολιτισμού Λίζα Νάντυ σηματοδότησε αλλαγή θέσης όταν ρωτήθηκε αν θα εξέταζε το ενδεχόμενο αλλαγής του νόμου.

«Ήμασταν ξεκάθαροι ότι πρέπει να ρυθμίσουμε τον διαδικτυακό χώρο προκειμένου να είναι ένας ασφαλής χώρος, όπως θα κάναμε και στον πραγματικό κόσμο», δήλωσε στο Times Radio στις 9 Απριλίου.

«Αυτό δεν είναι διαπραγματεύσιμο.»

Ο βρετανικός νόμος για την ασφάλεια στο διαδίκτυο

Τα διαδικτυακά φόρουμ που εδρεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες και βασίζονται στην προστασία της Πρώτης Τροπολογίας έχουν ήδη αρχίσει να επηρεάζονται από τη βρετανική νομοθεσία.

Πολλοί ιστότοποι που επιτρέπουν την αλληλεπίδραση των χρηστών, περιλαμβανομένων των φόρουμ, αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο αποκλεισμού εάν δεν ολοκληρώσουν μια αξιολόγηση του κινδύνου παράνομης βλάβης.

Σύμφωνα με τον νόμο, οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και άλλοι πάροχοι υπηρεσιών από χρήστη σε χρήστη πρέπει να ελέγχουν προληπτικά την πιθανότητα ύπαρξης επιβλαβούς και παράνομου περιεχομένου, όπως η εκδικητική και ακραία πορνογραφία, η σωματεμπορία, η παρενόχληση, η εξαναγκαστική ή ελεγκτική συμπεριφορά και η διαδικτυακή παρακολούθηση.

Ο νόμος έχει επίσης επηρεάσει δεκάδες μικρότερους ιστότοπους στο Ηνωμένο Βασίλειο, από φόρουμ ποδηλατών έως ομάδες υποστήριξης διαζευγμένων πατέρων. Η κανονιστική επιβάρυνση οδήγησε πολλούς παλιούς ιστότοπους να κλείσουν εντελώς.

Η βρετανική πλατφόρμα διαμοιρασμού βίντεο BitChute είναι ο πιο πρόσφατος ιστότοπος που μπλόκαρε τους χρήστες του Ηνωμένου Βασιλείου, αναρτώντας το μήνυμα: «Παρά τις προσπάθειές μας να ξεπεράσουμε αυτές τις προκλήσεις, η αβεβαιότητα που περιβάλλει την επιβολή της OSA από [το Γραφείο Επικοινωνιών] και οι εκτεταμένες επιπτώσεις της δεν μας αφήνουν άλλη βιώσιμη εναλλακτική λύση από το να σταματήσουμε τη λειτουργία μας στο Ηνωμένο Βασίλειο».

Η Gab – μια πλατφόρμα με έδρα τις ΗΠΑ χωρίς νομική παρουσία στο Ηνωμένο Βασίλειο – ενημερώθηκε με επιστολή της ρυθμιστικής αρχής Office of Communications (Ofcom) στις 16 Μαρτίου ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου και πρέπει να συμμορφωθεί.

Η Ofcom προειδοποίησε ότι η μη συμμόρφωση θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόστιμα ύψους έως και 18 εκατ. στερλινών (πάνω από 20 εκατ. ευρώ) ή 10% των παγκόσμιων εσόδων μιας εταιρείας, καθώς και σε πιθανές δικαστικές αποφάσεις για τον αποκλεισμό της πρόσβασης στο Ηνωμένο Βασίλειο.

«Δεν θα συμμορφωθούμε. Δεν θα πληρώσουμε ούτε ένα σεντ», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος Andrew Torba.

Σε παλαιότερη δήλωσή της στην Epoch Times, η Gab είχε δηλώσει ότι ο νόμος «λειτουργεί εκτός της δικαιοδοσίας τους» και οι δικηγόροι της επιβεβαίωσαν ότι η εταιρεία δεν έχει παρουσία εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο Λες, συνεργάτης του Institute of Economic Affairs για θέματα δημόσιας πολιτικής, είπε στην Epoch Times ότι εδώ και δεκαετίες, η αμερικανική διοίκηση έχει εκφράσει την ανησυχία της για τις πολιτικές της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου, πιστεύοντας «ότι στρέφονται κατά των αμερικανικών εταιρειών τεχνολογίας μέσω προσαρμοσμένων φόρων, αυστηρών κανονισμών και δαπανηρής επιβολής του ανταγωνισμού».

Πρόσθεσε δε ότι η εφαρμογή τέτοιων κανονισμών και φόρων, οι οποίοι θεωρείται ότι πλήττουν εσκεμμένα τις αμερικανικές επιχειρήσεις, έχει γίνει «σημαντικό σημείο ανάφλεξης στις τρέχουσες εμπορικές διαπραγματεύσεις» με την κυβέρνηση Trump.

Η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Στην άλλη πλευρά της Μάγχης, η Ευρωπαϊκή Ένωση δήλωσε ότι δεν θα κάνει παραχωρήσεις όσον αφορά τους ψηφιακούς και τεχνολογικούς κανόνες της στο πλαίσιο καμίας εμπορικής συμφωνίας.

Στις 10 Απριλίου, η ΕΕ δήλωσε ότι θα διακόψει τα αντίμετρα κατά των αμερικανικών δασμών χάλυβα και αλουμινίου για 90 ημέρες, αλλά εξακολουθεί να διαπραγματεύεται.

Η πρόεδρος της Επιτροπής φον ντερ Λάιεν δήλωσε, σε συνέντευξή της στους Financial Times, ότι αν οι συνομιλίες αποτύχουν, ένας φόρος στα έσοδα από την ψηφιακή διαφήμιση θα μπορούσε να πλήξει τεχνολογικούς ομίλους όπως η Amazon, η Google και το Facebook.

«Επεξεργαζόμαστε αντίμετρα», δήλωσε η ίδια, προσθέτοντας ότι αυτά θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την πρώτη χρήση του μέσου της Ένωσης κατά του εξαναγκασμού με τη δύναμη να πλήξει τις εξαγωγές υπηρεσιών.

«Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα αντιμέτρων … σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις δεν εξελιχθούν με ικανοποιητικό τρόπο.»

Ο νόμος για τις ψηφιακές υπηρεσίες (DSA) και ο νόμος για τις ψηφιακές αγορές (DMA) αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο κανονισμών στο πλαίσιο της δέσμης νόμων για τις ψηφιακές υπηρεσίες που ισχύουν σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο DMA επικεντρώνεται στη διασφάλιση δίκαιων και ανοικτών ψηφιακών αγορών, ενώ ο DSA προσανατολίζεται σε αυστηρότερη ρύθμιση του περιεχομένου, τα δικαιώματα των χρηστών και τη διαφάνεια, είτε είναι εγκατεστημένες εντός είτε εκτός της ΕΕ.

Αν και πολλοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ έχουν αυτούς τους νόμους στο στόχαστρό τους, η ΕΕ έχει επανειλημμένα διαφωνήσει με τη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών.

Πιο πρόσφατα, ο Πήτερ Ναβάρο, ανώτερος σύμβουλος του Τραμπ για θέματα εμπορίου, κατηγόρησε την ΕΕ ότι διεξάγει «νομικό πόλεμο» κατά των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών, σε άρθρο του στους Financial Times, στις 7 Απριλίου, στο οποίο ζητούσε αλλαγές στο «χαλασμένο» εμπορικό σύστημα.

Ο διευθύνων σύμβουλος της Meta, Μαρκ Ζάκερμπεργκ, κατηγόρησε την ΕΕ ότι «θεσμοθετεί τη λογοκρισία».

Η Meta, στην οποία ανήκουν το Facebook και το Instagram, δήλωσε πρόσφατα ότι οι κανονισμοί του DMA «δεν αφορούν μόνο τα πρόστιμα – πρόκειται για την Επιτροπή που επιδιώκει να μειώσει τις επιτυχημένες αμερικανικές επιχειρήσεις απλώς και μόνο επειδή είναι αμερικανικές, ενώ αφήνει τους Κινέζους και τους Ευρωπαίους αντιπάλους τους ατιμώρητους».

Ανταγωνισμός με τις αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας

Ο Νόρμαν Λιούις, επισκέπτης ερευνητής στη δεξαμενή σκέψης MCC Brussels και πρώην διευθυντής τεχνολογικής έρευνας στην Orange UK, δήλωσε ότι η προστασία των ψηφιακών κανονισμών της Ευρώπης, ιδίως του DMA, είναι στρατηγικής σημασίας.

«Αυτό που οι Αμερικανοί σωστά αντιλαμβάνονται εδώ είναι μια επίθεση στις μεγάλες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας, και προφανώς θα το χρησιμοποιήσουν ως διαπραγματευτικό χαρτί», είπε οΛιούις στην Epoch Times.

«Και προφανώς αυτές οι πληροφορίες έχουν φτάσει στον Τραμπ – νομίζω ότι θα αντεπιτεθούν πολύ σκληρά αν δουν ότι αυτό που κάνει η ΕΕ είναι κατά κάποιο τρόπο διάκριση εις βάρος αμερικανικών εταιρειών.»

Είπε ότι η ΕΕ νομίζει ότι «μπορεί να ρυθμίσει τη θέση της στην αγορά και να αποκτήσει γεωπολιτικό ρόλο, ρυθμίζοντας την τεχνολογία των άλλων, ενώ η πραγματική αδυναμία της είναι ότι δεν έχει τη δική της και δεν μπορεί να τους ανταγωνιστεί».

Ο Λιούις σημείωσε ότι ο νόμος της ΕΕ του 2018 σχετικά με τα προσωπικά δεδομένα εντός και εκτός ΕΕ, ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ), μετατράπηκε σε «de facto παγκόσμιο πρότυπο».

«Έτσι, ακόμη και σήμερα στην Αμερική, όταν πηγαίνετε σε έναν ιστότοπο, ξέρετε, πρέπει να συναινέσετε στη χρήση cookies […] και αυτό επειδή ο ΓΚΠΔ απλά εφαρμόζεται εξ ορισμού, έχει γίνει ένα είδος παγκόσμιου προτύπου. Αλλά δεν υπάρχει κανένας νόμος στην Αμερική που να λέει ότι αυτό πρέπει να κάνουν», επισημαίνει.

Σύμφωνα με τον Λιούις, η ΕΕ πιστεύει ότι θα μπορούσε να γίνει το ίδιο με τον DSA και τον DMA, επειδή ο έλεγχός της στην πρόσβαση στην ενιαία αγορά της δίνει τη δύναμη να αναγκάσει τις εταιρείες να υιοθετήσουν τους κανονισμούς της.

Πρόσθεσε δε ότι, όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις, «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα γίνουν συμβιβασμοί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, γιατί τι θα κάνει η ΕΕ;»

«Θα έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή των υπηρεσιών της Apple, της Amazon, του Netflix; Μιλάμε για εκατομμύρια ανθρώπους στην Ευρώπη που χρησιμοποιούν αυτές τις υπηρεσίες. Αυτό δεν πρόκειται να περάσει εύκολα», δήλωσε.

«Θα είναι λοιπόν σαν το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Εξαρτάται από το ποιος θα ανοιγοκλείσει πρώτος τα μάτια.»

Του Owen Evans

Κίνα και Ιαπωνία αύξησαν τις αγορές ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου τον Φεβρουάριο

Κίνα και Ιαπωνία, οι δύο μεγαλύτεροι κάτοχοι αμερικανικού χρέους παγκοσμίως, αύξησαν τις τοποθετήσεις τους σε ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου τον Φεβρουάριο, σύμφωνα με νέα κυβερνητικά στοιχεία.

Όπως αναφέρεται στην τελευταία έκθεση του Συστήματος Διεθνών Κεφαλαίων του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, που δημοσιεύθηκε στις 16 Απριλίου, οι ξένες τοποθετήσεις σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα αυξήθηκαν κατά 3,4%, φτάνοντας σε ιστορικό υψηλό ύψους 8,817 τρισεκατομμυρίων δολαρίων τον Φεβρουάριο. Η αύξηση αυτή αντιστοιχεί σε ετήσια άνοδο 10,2% ή 818 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η Ιαπωνία, που παραμένει ο μεγαλύτερος κάτοχος, αύξησε τις τοποθετήσεις της κατά περισσότερο από 4%, φτάνοντας τα 1,125 τρισεκατομμύρια δολάρια — το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δέκα μηνών.

Η Κίνα αύξησε το χαρτοφυλάκιό της κατά περίπου 24 δισεκατομμύρια δολάρια, ή άνω του 3%, αγγίζοντας τα 784,3 δισεκατομμύρια — το υψηλότερο επίπεδο από τον Ιούνιο του 2024. Πρόκειται για τον δεύτερο συνεχόμενο μήνα που το Πεκίνο ενισχύει τις τοποθετήσεις του, μια συγκρατημένη αντιστροφή της μακροχρόνιας στρατηγικής του για διαφοροποίηση εκτός δολαρίου.

Άλλες αγορές που αύξησαν την έκθεσή τους σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα περιλαμβάνουν τον Καναδά (55 δισ. δολάρια), το Βέλγιο (20 δισ.), το Ηνωμένο Βασίλειο (10 δισ.) και το Χονγκ Κονγκ (17 δισ.).

Αντίθετα, μόλις τέσσερις από τους είκοσι μεγαλύτερους ξένους κατόχους μείωσαν τις τοποθετήσεις τους: η Γερμανία (2 δισ. δολάρια), η Νορβηγία (11 δισ.), η Σαουδική Αραβία (500 εκατ.) και η Ελβετία (11 δισ.).

Αν και τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών είναι ελαφρώς καθυστερημένα, καταδεικνύουν ότι οι χώρες αύξησαν τις τοποθετήσεις τους πριν από την ανακοίνωση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ σχετικά με το πολυαναμενόμενο πρόγραμμα δασμών.

Νέος κύκλος για τα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία

Η αγορά ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου αποτελεί τα τελευταία χρόνια πηγή απρόβλεπτης μεταβλητότητας. Παρά τις αναταράξεις στη Wall Street, οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων αμερικανικών ομολόγων αυξήθηκαν μετά την εκδήλωση της 2ας Απριλίου με τίτλο «Make America Wealthy Again» («Κάντε την Αμερική πλούσια ξανά»). Συνήθως, οι αποδόσεις πιέζονται όταν οι επενδυτές στρέφονται σε ασφαλή επενδυτικά καταφύγια, ωστόσο, μετά τη δραματική πτώση στη Wall Street, οι αποδόσεις αυξήθηκαν και παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα.

Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου αναφοράς διαμορφώνεται περίπου στο 4,3%, έχοντας αυξηθεί από το 3,86% της συνεδρίασης της 4ης Απριλίου. Παρότι έχει υποχωρήσει από το υψηλό του 4,5% στις 11 Απριλίου, παραμένει στο ίδιο επίπεδο με πριν την ανακοίνωση των δασμών από τον πρόεδρο Τραμπ.

Οι επενδυτές εμφανίζονται προβληματισμένοι από την κίνηση αυτή, εικάζοντας ότι Κίνα και Ιαπωνία ίσως αποεπενδύσουν από τα αμερικανικά ομόλογα ως απάντηση στους ανταποδοτικούς δασμούς του Τραμπ.

Ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Τζερόμ Πάουελ, δήλωσε ότι είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς τι ακριβώς συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο. «Έχω εμπειρία από σημαντικές κινήσεις, για παράδειγμα, στην αγορά ομολόγων, όπου υπάρχει ένα κυρίαρχο αφήγημα, και μετά από δύο μήνες αντιλαμβάνεσαι ότι ήταν εντελώς εσφαλμένο», είπε κατά την ομιλία του στις 16 Απριλίου στην Οικονομική Λέσχη του Σικάγου. «Νομίζω ότι είναι πολύ πρόωρο να πούμε με βεβαιότητα τι ακριβώς συμβαίνει.»

Παρόλο που μπορεί να σημειωθεί μερική απομόχλευση από υπερβολικά μοχλευμένα αντισταθμιστικά κεφάλαια, ο επικεφαλής της Fed υπογράμμισε ότι οι αγορές λειτουργούν «όπως θα περίμενε κανείς σε μια περίοδο υψηλής αβεβαιότητας».

Ωστόσο, πολλοί ειδικοί εκφράζουν ανησυχίες ότι οι παγκόσμιοι επενδυτές απομακρύνονται από την ισχυρότερη οικονομία του κόσμου.

Οι στρατηγικοί αναλυτές της JPMorgan Chase ανέφεραν ότι οι ξένοι επενδυτές πωλούν μαζικά αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία —μετοχές και ομόλογα— «με τρόπο μη συνηθισμένο».

Πινακίδα της Wall Street στη Νέα Υόρκη, στις 4 Απριλίου 2025. (Samira Bouaou/The Epoch Times)

Ο Στιβ Ίνγκλαντερ, επικεφαλής έρευνας και στρατηγικής μακροοικονομικών θεμάτων Βόρειας Αμερικής της Standard Chartered Bank, επισήμανε ότι το μείζον ερώτημα από εδώ και πέρα είναι κατά πόσο οι δημόσιοι και ιδιωτικοί επενδυτές έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στις ΗΠΑ μετά από δεκαετίες εμπορικών σχέσεων και διαπραγματεύσεων. «Αν η εμπορική πολιτική μπορεί να καθορίζεται μονομερώς και να επιβάλλεται με οικονομικές απειλές, τι εμποδίζει την εφαρμογή αντίστοιχων πολιτικών σε σχέση με τα ομόλογα και άλλα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία που κατέχουν μη Αμερικανοί επενδυτές;», διερωτήθηκε σε σημείωμά του.

Σε συνέντευξή του στη δημοσιογράφο του CBS News, Μάργκαρετ Μπρέναν, ο πρόεδρος της Fed της Μινεάπολης, Νιλ Κασκάρι, παρατήρησε ότι η υποχώρηση του δολαρίου και η άνοδος των αποδόσεων μπορεί να υποδηλώνουν πως οι ξένοι επενδυτές κατευθύνουν τα κεφάλαιά τους αλλού. «Ίσως οι επενδυτές λένε: ‘Υπάρχουν κι άλλες αγορές στις οποίες θέλουμε να επενδύσουμε’. Ότι δεν είναι αυτονόητο πως όλοι θέλουν να επενδύουν αποκλειστικά στις ΗΠΑ», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ο U.S. Dollar Index, δείκτης που αποτυπώνει την αξία του αμερικανικού νομίσματος έναντι ενός σταθμισμένου καλαθιού νομισμάτων —μεταξύ των οποίων το γιεν και η στερλίνα— έχει υποχωρήσει περισσότερο από 8% από την αρχή του έτους.

Του Andrew Moran

Η ΕΚΤ μειώνει τα επιτόκια εν μέσω εμπορικών εντάσεων και εξασθένισης του πληθωρισμού

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε τη μείωση των βασικών της επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, επικαλούμενη τη σταθερή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και τις εντεινόμενες πιέσεις που απειλούν την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη, καθώς οι εμπορικές εντάσεις κλιμακώνονται διεθνώς και η επιχειρηματική εμπιστοσύνη υποχωρεί.

Συγκεκριμένα, με απόφαση που γνωστοποιήθηκε στις 17 Απριλίου, το επιτόκιο καταθέσεων διαμορφώνεται πλέον στο 2,25%, αγγίζοντας το ανώτατο όριο της ζώνης που οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν προσδιορίσει ως «ουδέτερη» για την οικονομία – δηλαδή ούτε επεκτατική, ούτε περιοριστική. Ανάλογες μειώσεις ανακοίνωσε η ΕΚΤ και για το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης (στο 2,4%) και το επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης (στο 2,65%). Οι νέες ρυθμίσεις θα ισχύσουν από τις 23 Απριλίου.

Όπως υπογράμμισε σε ανακοίνωσή της η ΕΚΤ, οι διαδικασίες αποκλιμάκωσης των τιμών βαίνουν καλώς, με τον γενικό αλλά και τον δομικό πληθωρισμό να σημειώνουν περαιτέρω υποχώρηση τον Μάρτιο. Ακόμη και ο πληθωρισμός στις υπηρεσίες, που παρέμενε πεισματικά υψηλός, έδειξε σαφή μείωση, ενώ οι αυξήσεις μισθών φαίνεται να επιβραδύνονται, με τις βασικές πληθωριστικές πιέσεις να ευθυγραμμίζονται πλέον με τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.

Παρά τα μέτρα ενίσχυσης της ανθεκτικότητας που ελήφθησαν το προηγούμενο διάστημα, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ σημείωσε ότι η αβεβαιότητα γύρω από το παγκόσμιο εμπόριο βαραίνει σημαντικά τις προοπτικές της οικονομίας της Ευρωζώνης.

«Η αυξημένη αβεβαιότητα τείνει να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων», αναφέρει η ανακοίνωση, προειδοποιώντας πως η αρνητική αντίδραση των αγορών στις εμπορικές εντάσεις μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη πιο αυστηρές συνθήκες χρηματοδότησης και να πιέσει περαιτέρω τις οικονομικές επιδόσεις της Ευρωζώνης.

Σε συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, επιβεβαίωσε το κλίμα ανησυχίας, σημειώνοντας ότι οι καθοδικοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη αυξάνονται λόγω των νέων εμπορικών εμποδίων, των γεωπολιτικών εντάσεων και της επιδείνωσης της επενδυτικής ψυχολογίας.

«Οι προοπτικές της οικονομίας καλύπτονται από εξαίρετη αβεβαιότητα», δήλωσε η κ. Λαγκάρντ. «Οι διαταραχές στο παγκόσμιο εμπόριο, οι εντάσεις στις αγορές και το γεωπολιτικό ρίσκο επηρεάζουν αρνητικά τις επιχειρηματικές επενδύσεις. Αν οι καταναλωτές γίνουν πιο επιφυλακτικοί για το μέλλον, ενδέχεται να περιορίσουν και τις δαπάνες τους».

Οι καταναλωτικές δαπάνες αποτελούν θεμέλιο της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη – όπως και στις ΗΠΑ, απορροφούν σχεδόν τα δύο τρίτα του ΑΕΠ. Έτσι, ενδεχόμενη κάμψη στη ζήτηση των νοικοκυριών θα μπορούσε να επηρεάσει καθοριστικά την ανάπτυξη του μπλοκ.

Η πρόεδρος της ΕΚΤ επεσήμανε επίσης ότι, παρά τη σχετική ανθεκτικότητα που επέδειξε η οικονομία της ευρωζώνης – με σύμμαχο τη σταθερή αγορά εργασίας, την αύξηση του πραγματικού εισοδήματος, και τα πρώτα σημάδια σταθεροποίησης της βιομηχανικής παραγωγής – το συνολικό κλίμα παραμένει εύθραυστο. Οι εκτιμήσεις για το πρώτο τρίμηνο παραμένουν θετικές, ωστόσο η γενικότερη εικόνα έχει επιδεινωθεί σε σύγκριση με τις προβλέψεις του Μαρτίου.

«Οι καθοδικοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη είναι πλέον περισσότεροι», τόνισε, προσθέτοντας πως οι εμπορικές εντάσεις και η συνακόλουθη αβεβαιότητα αναμένεται να περιορίσουν τις εξαγωγές και την αναπτυξιακή δυναμική της ευρωζώνης, με πιθανές αρνητικές συνέπειες για τις επενδύσεις και την κατανάλωση.

Ο ετήσιος πληθωρισμός στην ευρωζώνη υποχώρησε στο 2,2% τον Μάρτιο χάρη στη μείωση των τιμών ενέργειας και τη σχετική πτώση των τιμών υπηρεσιών στο 3,5%, ήτοι μισή ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερα από τα τέλη του 2024. Οι μισθολογικές πιέσεις επίσης χαλαρώνουν, με τον ετήσιο ρυθμό αύξησης των αποδοχών να περιορίζεται στο 4,1% στο τελευταίο τρίμηνο του 2024 από 4,5% το προηγούμενο.

Η κ. Λαγκάρντ επεσήμανε ότι εξωγενείς παράγοντες θα μπορούσαν να ωθήσουν τον πληθωρισμό ακόμη χαμηλότερα: μεταξύ αυτών, η ενίσχυση του ευρώ, η αποκλιμάκωση των διεθνών τιμών ενέργειας και το ενδεχόμενο αύξησης των κινεζικών εξαγωγών στην ευρωπαϊκή αγορά, λόγω των αμερικανικών δασμών, με αποτέλεσμα να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός στις τιμές.
Αντιθέτως, επιβάρυνση στον πληθωρισμό θα μπορούσαν να προκαλέσουν αυξημένες άμυνες δαπάνες, δημόσιες επενδύσεις και η περαιτέρω διάσπαση των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, που θα επιβάρυναν το κόστος των εισαγόμενων προϊόντων.

Πάντως, παρά το αβέβαιο κλίμα και το ότι οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη θεωρούνται αυξημένοι, η ΕΚΤ δεν έδωσε σαφώς το στίγμα της για τις επόμενες κινήσεις. Η κ. Λαγκάρντ επανέλαβε τη δέσμευση της Τράπεζας για πολιτική «εξαρτημένη από τα δεδομένα», διαμηνύοντας ότι κάθε απόφαση θα λαμβάνεται συνεδρίαση με συνεδρίαση, χωρίς προκαθορισμένες δεσμεύσεις για την πορεία των επιτοκίων.

Οι αγορές ωστόσο εξακολουθούν να αναμένουν τουλάχιστον δύο περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ εντός του 2025 – κάποιοι αναλυτές μάλιστα εκτιμούν ότι ενδέχεται να γίνει και τρίτη, αν οι οικονομικές συνθήκες το επιτρέψουν. Η Τράπεζα, πάντως, τόνισε ότι οι επόμενες κινήσεις θα εξαρτηθούν από τα οικονομικά στοιχεία που θα συλλέγονται, την πορεία του δομικού πληθωρισμού και τις εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής στην οικονομία.

Η πρόεδρος της ΕΚΤ αποκάλυψε πως κατά τη σημερινή συνεδρίαση εξετάστηκε ακόμη και το ενδεχόμενο μεγαλύτερης μείωσης, κατά 50 μονάδες βάσης, ωστόσο η τελική ομόφωνη απόφαση ήταν υπέρ της πιο ήπιας –κατά 25 μονάδες– κίνησης.

Οι αναλυτές της ING σχολίασαν ότι η επιλογή της περιορισμένης μείωσης αντανακλά, εκτός από την αβεβαιότητα, και την πιθανότητα ανατροπών που θα μπορούσαν να βελτιώσουν το κλίμα, όπως για παράδειγμα τυχόν εκτόνωση των εμπορικών εντάσεων ή γρηγορότερη υλοποίηση δημοσιονομικών μέτρων στη Γερμανία.

Παράλληλα, σημείωσαν ότι οι τελικές επισημάνσεις της κ. Λαγκάρντ προς τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης – να προχωρήσουν σε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις – αποτελούν μια εκ των πραγμάτων παραδοχή ότι τα περιθώρια της ΕΚΤ να στηρίξει την οικονομία χωρίς συνδρομή των κυβερνήσεων είναι περιορισμένα.

«Είμαστε πεπεισμένοι ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες μειώσεις επιτοκίων», σημείωσαν οι οικονομολόγοι της ING, υποστηρίζοντας πως η ΕΚΤ εμφανίζει σαφώς μεγαλύτερη αίσθηση επείγοντος.

Την ίδια στιγμή, στην Ουάσιγκτον, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανανέωσε τις πιέσεις προς την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να προχωρήσει σε μείωση επιτοκίων. Ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, ωστόσο, δήλωσε ότι η νομισματική πολιτική βρίσκεται προς το παρόν σε ισορροπία και ότι απαιτείται περισσότερη σαφήνεια σχετικά με την πορεία του πληθωρισμού πριν ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση.