Τρίτη, 08 Ιούλ, 2025

Η επίσκεψη του γιου του Λι Κα-σινγκ στο Πεκίνο πυροδοτεί εικασίες εν μέσω πώλησης λιμανιών στον Παναμά

Η συμμετοχή του Ρίτσαρντ Λι, γιου του δισεκατομμυριούχου Λι Κα-σινγκ, σε οικονομικό φόρουμ στο Πεκίνο στις 23-24 Μαρτίου έχει πυροδοτήσει έντονες εικασίες και συζητήσεις σχετικά με τις προσπάθειες να εξομαλυνθούν οι σχέσεις μεταξύ της εταιρείας του πατέρα του, CK Hutchison, και της κινεζικής κυβέρνησης, μετά την απόφαση του ομίλου να πωλήσει λιμενικές εγκαταστάσεις στρατηγικής σημασίας δίπλα στη Διώρυγα του Παναμά.

Ο Λι συμμετείχε στο Ετήσιο Συνέδριο του Φόρουμ Ανάπτυξης της Κίνας 2025, που διοργανώθηκε από το κέντρο έρευνας ανάπτυξης του Κρατικού Συμβουλίου της Κίνας υπό τον τίτλο «Απελευθερώνοντας την αναπτυξιακή δυναμική για σταθερή ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας». Στο φόρουμ, όπου κεντρική ομιλία απηύθυνε ο κινέζος πρωθυπουργός Λι Τσιανγκ, συμμετείχαν πάνω από 100 ηγέτες και στελέχη πολυεθνικών επιχειρήσεων, όπως ο Τιμ Κουκ της Apple και ο Κριστιάνο Αμόν της Qualcomm.

Το ταξίδι του Ρίτσαρντ Λι έρχεται στον απόηχο της ανακοίνωσης της CK Hutchison, της εταιρείας συμφερόντων του 96χρονου μεγιστάνα Λι Κα-σινγκ, ότι θα πωλήσει το μεγαλύτερο μέρος των λιμενικών επιχειρήσεών της σε 43 χώρες –συμπεριλαμβανομένων των λιμανιών εκατέρωθεν της Διώρυγας του Παναμά– σε κοινοπραξία υπό την αμερικανική επενδυτική εταιρεία BlackRock έναντι 22,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η απόφαση αυτή προκάλεσε την έντονη οργή της κινεζικής κυβέρνησης και πυροδότησε σφοδρές αντιδράσεις στον φιλοκυβερνητικό Τύπο του Χονγκ Κονγκ. Η φιλοκινεζική εφημερίδα Ta Kung Pao δημοσίευσε περισσότερα από 10 άρθρα που χαρακτήρισαν τον Λι Κα-σινγκ «προδότη που ξεπούλησε τη χώρα και τον κινεζικό λαό», ενώ η υπηρεσία Υποθέσεων Χονγκ Κονγκ και Μακάο της κινεζικής κυβέρνησης αναδημοσίευσε ορισμένα εξ αυτών στην ιστοσελίδα της.

Αναλυτές εκτιμούν ότι η εμφάνιση του Ρίτσαρντ Λι στο Πεκίνο, μέσω του επενδυτικού του ομίλου Pacific Century Group, πιθανότατα επιχειρεί να κατευνάσει τις εντάσεις που προκάλεσε η πώληση των λιμενικών εγκαταστάσεων. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας και ειδικός σε θέματα Κίνας, Φρανκ Τιάν Σιε, δήλωσε: «Η απόφαση του Λι Κα-σινγκ ήταν καθαρά επιχειρηματική και δεν είχε πιθανώς προηγηθεί επικοινωνία με την κινεζική κυβέρνηση. Το Πεκίνο αντέδρασε έντονα γιατί θεωρεί τέτοιες επενδύσεις στρατηγικής σημασίας και τις προσεγγίζει υπό το παραδοσιακό δόγμα ‘όλος ο κόσμος ανήκει στον αυτοκράτορα’».

Η διαμάχη αυτή αναδεικνύει και βαθύτερα ζητήματα σχετικά με την πολιτική «μία χώρα, δύο συστήματα» που υποσχέθηκε το καθεστώς του Πεκίνου μετά την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ στην κινεζική κυριαρχία το 1997, αλλά έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε αυξανόμενες ανησυχίες σχετικά με τον αυξανόμενο έλεγχο του Πεκίνου και την αποδυνάμωση της αυτονομίας της πόλης.

Ο καθηγητής Σιε θεωρεί πάντως ότι το Πεκίνο δεν θα μπορέσει να ανατρέψει την απόφαση για την πώληση, καθώς αυτή φαίνεται άμεσα συνδεδεμένη με τις βλέψεις των ΗΠΑ, και ειδικότερα της κυβέρνησης του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, που επιθυμούν να επανακτήσουν τον έλεγχο της Διώρυγας του Παναμά.

«Η απόφαση του Λι Κα-σινγκ σημαίνει, ουσιαστικά, ότι είτε θα πουλήσει τα λιμάνια και θα ανακτήσει χρήματα είτε, αν αρνηθεί να πουλήσει, μπορεί εν τέλει να χάσει τα πάντα», συμπλήρωσε ο Σιε.

Η πώληση των λιμανιών και οι εξελίξεις που ακολούθησαν αναμένεται να έχουν ευρύτερες συνέπειες σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Η οικονομική στρατηγική του Πεκίνου, καθώς και οι σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ, βρίσκονται και πάλι στο επίκεντρο έντονης παγκόσμιας προσοχής, ενώ η έκβαση της υπόθεσης θα έχει καθοριστική σημασία για το μέλλον των κινεζικών επενδύσεων στον δυτικό ημισφαίριο.

Ηνωμένο Βασίλειο: Η κυβέρνηση δεσμεύεται να προστατεύει τους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ από την κινεζική διακρατική δίωξη

Η βρετανική κυβέρνηση επικύρωσε και επίσημα τη δέσμευσή της για προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας και της ασφάλειας των ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ στο έδαφός της απέναντι στις πρακτικές διακρατικής καταστολής του κινεζικού κομμουνιστικού καθεστώτος. Με δήλωσή του στις 20 Μαρτίου, ο υπουργός Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Λόρδος Χάνσον του Φλιντ, επιβεβαίωσε την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να προστατεύσει τις ελευθερίες των ασκουμένων και των καλλιτεχνών της ομάδας Shen Yun, η οποία έχει ιδρυθεί από ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ.

Απαντώντας σε κοινοβουλευτικό ερώτημα που κατέθεσε ο Λόρδος Άλτον του Λίβερπουλ για τις πιθανές απειλές που αντιμετωπίζουν οι ασκούμενοι και οι καλλιτέχνες από το κινεζικό καθεστώς, ο Χάνσον τόνισε πως «η κυβέρνηση δεσμεύεται να προασπίζεται και να προστατεύει το δικαίωμα στην ελευθερία της θρησκείας ή πίστης, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ και της καλλιτεχνικής ομάδας τους, Shen Yun». Πρόσθεσε, επίσης, ότι οι βρετανικές αρχές «αξιολογούν συνεχώς πιθανές απειλές στο Ηνωμένο Βασίλειο και λαμβάνουν την προστασία των δικαιωμάτων και της ασφάλειας των πολιτών πολύ σοβαρά».

Το Φάλουν Γκονγκ (ή Φάλουν Ντάφα), μία παραδοσιακή κινεζική μέθοδος αυτοβελτίωσης που δίνει έμφαση στις αρχές της αλήθειας, της συμπόνιας και της ανεκτικότητας, γνώρισε τεράστια δημοτικότητα στην Κίνα τη δεκαετία του ’90, με τον αριθμό των ασκουμένων να ξεπερνά τα 70 εκατομμύρια έως τα τέλη της δεκαετίας. Το καθεστώς της Κίνας, βλέποντας τη ραγδαία ανάπτυξη της πρακτικής ως απειλή για την εξουσία του, ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1999 μία εκστρατεία καταστολής που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με πληροφορίες από το Κέντρο Πληροφοριών για το Φάλουν Ντάφα (Falun Dafa Information Center), εκατομμύρια ασκούμενοι έχουν φυλακιστεί, εκατοντάδες χιλιάδες έχουν υποστεί βασανιστήρια και μεγάλος αριθμός έχει δολοφονηθεί στα χέρια των κινεζικών αρχών.

Οι πρακτικές καταστολής του κινεζικού κομμουνιστικού καθεστώτος δεν περιορίζονται μόνο εντός της Κίνας. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η επίθεση στον εορτασμό του κινεζικού Μεσο-Φθινοπωρινού Φεστιβάλ στη Νέα Υόρκη από αγνώστους Κινέζους, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και καταγγελίες από τοπικούς Αμερικανούς πολιτικούς.

Η καλλιτεχνική ομάδα Shen Yun, με έδρα τη Νέα Υόρκη, δημιουργήθηκε το 2006 από ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ με σκοπό να αναβιώσει την αυθεντική κινεζική καλλιτεχνική παράδοση προτού αναλάβει την εξουσία το κομμουνιστικό κόμμα. Tο Shen Yun έχει δεχθεί δεκάδες απειλές, ακόμη και τηλεφωνικές προειδοποιήσεις για βομβιστικές και άλλες βίαιες ενέργειες εναντίον θεάτρων στα οποία πραγματοποιεί παραστάσεις, με τις δυτικές κυβερνήσεις να θεωρούν τις απειλές αυτές ως διασυνδεδεμένες με το καθεστώς της Κίνας.

Η βρετανική κυβέρνηση ανέφερε πως διαθέτει «διευρυμένες αρμοδιότητες για να αντιμετωπίσει τις ξένες παρεμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συνιστούν διακρατική καταστολή», όπως δήλωσε ο υπουργός Εσωτερικών Λόρδος Χάνσον. Επιπλέον, ανακοίνωσε την έναρξη ειδικού προγράμματος εκπαίδευσης για αστυνομικούς και προσωπικό υπηρεσιών ασφαλείας στο Ηνωμένο Βασίλειο, με στόχο να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν αποτελεσματικότερα τις απειλές που προέρχονται από ξένες χώρες, μεταξύ των οποίων — αν και όχι αποκλειστικά — από την Κίνα.

Αν και η αρχική ανακοίνωση του υφυπουργού Ασφάλειας Νταν Τζάρβις, στις αρχές Μαρτίου, αφορούσε κυρίως τις απειλές από το ιρανικό καθεστώς σε αντιφρονούντες, είναι σαφές ότι υπάρχει μία ευρύτερη δέσμευση για την προστασία όσων απειλούνται από την καταστολή ξένων κρατών στο βρετανικό έδαφος.

Σε διεθνές επίπεδο, ειδική έκθεση της Επιτροπής των ΗΠΑ για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία, που δημοσιεύθηκε στις 25 Μαρτίου, χαρακτηρίζει την Κίνα ως έναν από τους χειρότερους παραβάτες των δικαιωμάτων θρησκευτικής ελευθερίας, και καλεί τις κυβερνήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο να συνεργαστούν ώστε να επιβάλουν στοχευμένες κυρώσεις εναντίον Κινέζων αξιωματούχων που εμπλέκονται σε τέτοιες πρακτικές.

Η πρόσφατη τοποθέτηση της βρετανικής κυβέρνησης στέλνει ένα σαφές μήνυμα προς το Πεκίνο ότι οι προσπάθειές του να εκφοβίσει ακτιβιστές ή θρησκευτικές μειονότητες διεθνώς δεν θα γίνουν ανεκτές, ενισχύοντας το μήνυμα της Δύσης για διατήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών αξιών.

Τραγωδία στο θέρετρο Χουργκάντα της Αιγύπτου: Έξι Ρώσοι νεκροί από βύθιση τουριστικού υποβρυχίου

Τουλάχιστον έξι Ρώσοι τουρίστες έχασαν τη ζωή τους μετά από ναυάγιο του μίνι-υποβρυχίου «Σίντμπαντ» στο δημοφιλές τουριστικό θέρετρο Χουργκάντα της Αιγύπτου, στην Ερυθρά Θάλασσα, το πρωί της 27ης Μαρτίου. Το τραγικό περιστατικό συνέβη λιγότερο από ένα μίλι από τις ακτές του θερέτρου και συνολικά 45 τουρίστες και πέντε μέλη αιγυπτιακού πληρώματος επέβαιναν στο σκάφος.

Σύμφωνα με τον κυβερνήτη της περιφέρειας Ερυθράς Θάλασσας, υποστράτηγο Αμρ Χανάφι, 39 τουρίστες διασώθηκαν, με 29 από αυτούς να έχουν υποστεί διάφορα τραύματα και να μεταφέρονται εσπευσμένα σε νοσοκομεία της περιοχής, χωρίς ωστόσο να κινδυνεύει η ζωή τους.

Η πρεσβεία της Ρωσίας στο Κάιρο ανακοίνωσε αρχικά τέσσερις νεκρούς και αδιευκρίνιστο αριθμό αγνοούμενων, αλλά αργότερα επιβεβαιώθηκε από το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων Tass ότι έξι Ρώσοι τουρίστες – μεταξύ αυτών και δύο ανήλικοι – ανασύρθηκαν νεκροί από συνεργεία έρευνας και διάσωσης.

Σύμφωνα με τη ρωσική πρεσβεία, όλοι οι τουρίστες στο υποβρύχιο ήταν Ρώσοι πολίτες, πελάτες του γνωστού ταξιδιωτικού πρακτορείου Biblio Globus, και συμμετείχαν σε μία «συνήθη υποβρύχια παρατήρηση» κοντά σε έναν από τους κοραλλιογενείς υφάλους που αφθονούν στην Ερυθρά Θάλασσα.

Το υποβρύχιο, ένα από τα μόλις 14 τουριστικά καταδυτικά σκάφη αυτού του τύπου στον κόσμο, ανήκε στην εταιρεία Sindbad Submarines και είχε κατασκευαστεί στη Φινλανδία με δυνατότητα κατάδυσης έως και 68 μέτρα, αν και συνήθως διενεργούσε ξεναγήσεις σε ρηχότερα βάθη, περίπου 23 μέτρα. Εξοπλισμένο με 44 θέσεις και ειδικά σχεδιασμένα παράθυρα για παρατήρηση, αποτελούσε δημοφιλή τουριστική εμπειρία για επισκέπτες της περιοχής.

Ασαφή παραμένουν ακόμα τα αίτια του τραγικού συμβάντος. Οι αρχικές εκτιμήσεις των αρχών δεν έχουν ακόμη αποφανθεί εάν επρόκειτο για μηχανική ή τεχνική βλάβη που εμπόδισε το υποβρύχιο να επανέλθει στην επιφάνεια. Αναμένονται περαιτέρω έρευνες και εμπειρογνωμοσύνη για να εξακριβωθούν πλήρως οι αιτίες της ναυτικής τραγωδίας.

Αυτή είναι η δεύτερη σοβαρή τραγωδία μέσα σε λίγους μήνες στα αιγυπτιακά νερά για Ρώσους τουρίστες, καθώς πριν μερικούς μήνες, τον Νοέμβριο του 2024, η θαλαμηγός «Sea Story» βυθίστηκε επίσης στα ανοιχτά του ίδιου τουριστικού θερέτρου, στοιχίζοντας τη ζωή σε επτά ανθρώπους.

Οι απώλειες αυτές επαναφέρουν στη δημοσιότητα το ζήτημα της ασφάλειας των τουριστικών εγκαταστάσεων και υπηρεσιών στην Αίγυπτο, έναν προορισμό αγαπημένο για τους Ρώσους ταξιδιώτες αλλά και συχνά σκηνικό τραγικών δυστυχημάτων με πολλούς νεκρούς, όπως η πτήση Airbus A321 που συνετρίβη στη χερσόνησο του Σινά το 2015 σκοτώνοντας 224 επιβαίνοντες.

Στο πλαίσιο αυτό, αναμένεται ότι τόσο η αιγυπτιακή κυβέρνηση όσο και οι αρμόδιες ρωσικές αρχές θα εξετάσουν εκ νέου τα μέτρα ασφαλείας σε τουριστικές υποδομές για την προστασία των πολιτών. Η υπόθεση της ασφαλούς χρήσης τέτοιων σκαφών και υποθαλάσσιων μέσων τίθεται στο επίκεντρο καθώς ο τουρισμός αποτελεί βασικό οικονομικό πυλώνα για την Αίγυπτο, με ιδιαίτερη απήχηση στο ρωσικό κοινό.

Το τραγικό συμβάν αφήνει ερωτήματα αλλά και πένθος στις οικογένειες των θυμάτων και προκαλεί προβληματισμό ως προς τη γενικότερη ασφάλεια τουριστών, όχι μόνο στην Αίγυπτο αλλά και σε άλλους δημοφιλείς διεθνείς προορισμούς. Οι αρμόδιες αρχές έχουν ήδη δεσμευτεί για πλήρη διερεύνηση των συνθηκών του δυστυχήματος.

Αλλαγές στη Δημόσια Υγεία των ΗΠΑ: Μαζικές περικοπές από τον Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ

Σε μια σαρωτική αναδιάρθρωση προχωράει το αμερικανικό υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών (HHS), όπως ανακοίνωσε στις 27 Μαρτίου ο νέος υπουργός Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζούνιορ.

Η πρωτοβουλία προβλέπει συγχώνευση υπηρεσιών και σημαντική μείωση προσωπικού της τάξεως του 25%, με τον αριθμό των εργαζομένων να μειώνεται από 82.000 σε περίπου 62.000. Ο στόχος της αναδιάρθρωσης, σύμφωνα με τον κ. Κέννεντυ, είναι η «αποτελεσματικότερη λειτουργία» του υπουργείου καθώς και η βελτίωση της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών προς τους Αμερικανούς πολίτες.

«Θα εκσυγχρονίσουμε το υπουργείο, ώστε να γίνει πιο παραγωγικό και πιο αποτελεσματικό», τόνισε ο κ. Κέννεντυ στο μήνυμά του. Αναγνωρίζοντας πως «η μετάβαση αυτή θα είναι επώδυνη», πρόσθεσε ότι το HHS καλείται να «πετύχει περισσότερα, με λιγότερους πόρους».

Μείωση προσωπικού στις βασικές υπηρεσίες

Η νέα δομή προβλέπει δραματικές αλλαγές στις κεντρικές διοικητικές υπηρεσίες. Η Διοίκηση Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) θα υποστεί τη μεγαλύτερη μείωση προσωπικού, με περικοπή 3.500 θέσεων. Παράλληλα, τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) θα μειώσουν το δυναμικό τους κατά 2.400 εργαζόμενους, ενώ τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH) κατά 1.200 και τα Κέντρα Υπηρεσιών Medicare και Medicaid κατά 300.

Σύμφωνα με τη διοίκηση του HHS, πολλές από τις προς κατάργηση θέσεις χαρακτηρίστηκαν «πλεονάζουσες» ή «διπλές αρμοδιότητες». Η αναδιάρθρωση συνεπάγεται επίσης συγχώνευση των 28 υφιστάμενων υπηρεσιών σε 15. Η νέα δομή εκτιμάται ότι θα εξοικονομήσει 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.

Αντικρουόμενες αντιδράσεις

Ο εκπρόσωπος των Δημοκρατικών Τζέραλντ Κόνολι εξέφρασε σοβαρές ανησυχίες για τις επιπτώσεις των περικοπών. «Πρόκειται για σοβαρό λάθος. Ανησυχώ βαθύτατα για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες στην υγεία και την ευημερία των Αμερικανών», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Από την πλευρά της, η Ντορίν Γκρίνγουολντ, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εργαζομένων στον Δημόσιο Τομέα, προειδοποίησε ότι οι περικοπές θα έχουν «καταστροφική επίπτωση» στις διαδικασίες δημόσιας υγείας, χαρακτηρίζοντας «εξωπραγματικό» τον ισχυρισμό ότι τέτοιου βαθμού μειώσεις δεν θα επηρεάσουν κρίσιμες υπηρεσίες προς τους πολίτες.

Ωστόσο, υπήρξαν και θετικότερες αντιδράσεις, όπως του Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή Μπιλ Κάσιντι, ο οποίος εκτίμησε ότι η αναδιοργάνωση μπορεί να βελτιώσει σημαντικές διαδικασίες, όπως η ταχύτερη έγκριση φαρμάκων και η καλύτερη παροχή υπηρεσιών Medicare. «Αναμένω πως θα δω πρακτικά πώς αυτή η αναδιάρθρωση θα φέρει αυτά τα αποτελέσματα», πρόσθεσε.

Τα κίνητρα πίσω από την αναδιάρθρωση

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης προκύπτει μετά από εντολή του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για ένα ευρύ φάσμα περικοπών σε ομοσπονδιακό επίπεδο, που ζητούσε από διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες να προχωρήσουν σε μαζικές απολύσεις και περιορισμό των εξόδων τους.

Ο Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ τόνισε επίσης την αναποτελεσματικότητα του συστήματος υγείας, παρά τη σημαντική αύξηση του προϋπολογισμού του HHS κατά 38% μεταξύ 2021 και 2025, αναφέροντας ως παραδείγματα την αύξηση των χρόνιων νοσημάτων, την άνοδο των περιστατικών καρκίνου και το χαμηλό προσδόκιμο ζωής των Αμερικανών σε σχέση με τους Ευρωπαίους. «Το υπουργείο λειτουργεί σε πολλά επίπεδα απομονωμένα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οι υπηρεσίες ενεργούν εντελώς αντίθετα μεταξύ τους», σημείωσε καταγγελτικά ο υπουργός.

Οι επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης

Το εύρος των αλλαγών στο HHS είναι τέτοιο που, σύμφωνα με αναλυτές, εκτιμάται πως θα πυροδοτήσει έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του επόμενου έτους. Παράλληλα, παραμένει έντονη η ανησυχία για το εάν οι μαζικές απολύσεις θα επηρεάσουν ουσιαστικά την ποιότητα της δημόσιας υγείας στις ΗΠΑ και την ικανότητα της χώρας να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε μελλοντικές κρίσεις δημόσιας υγείας.

Ανεξαρτήτως από πολιτικές ή συνδικαλιστικές αντιδράσεις, είναι βέβαιο πως η αναδιάρθρωση του γιγαντιαίου υπουργείου Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών θα αποτελέσει ένα μεγάλο «στοίχημα» για τη νέα κυβέρνηση Τραμπ και τον Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ, η επιτυχία ή αποτυχία του οποίου θα έχει άμεσο αντίκτυπο για τους πολίτες.

Κορυφαίοι Αμερικανοί αξιωματούχοι ενώπιον δικαιοσύνης για συνομιλίες στο Signal

Μήνυση κατατέθηκε στις 25 Μαρτίου από την αμερικανική ομάδα διαφάνειας «American Oversight» κατά των κορυφαίων αξιωματούχων της κυβέρνησης Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, για την πρόσφατη χρήση της εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων Signal. Σύμφωνα με το κείμενο της προσφυγής που κατατέθηκε σε ομοσπονδιακό δικαστήριο στην Ουάσινγκτον, οι εν λόγω αξιωματούχοι χρησιμοποίησαν τη συγκεκριμένη εφαρμογή για μηνύματα επιχειρησιακού περιεχομένου, τα οποία στη συνέχεια διαγράφηκαν, παραβαίνοντας έτσι την Ομοσπονδιακή Νομοθεσία περί Αρχείων (Federal Records Act).

Η «American Oversight» είχε υποβάλει νωρίτερα εφέτος στην κυβέρνηση αιτήματα βάσει του Νόμου για την Ελευθερία πρόσβασης στην Πληροφόρηση (Freedom of Information Act), ζητώντας από διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες – μεταξύ των οποίων το Πεντάγωνο – πρόσβαση στα αρχεία των συνομιλιών μέσω Signal. Ωστόσο, λόγω της φύσης της εφαρμογής, που δεν μεταφέρει μηνύματα σε επίσημα κανάλια επικοινωνίας και αρχειοθέτησης, η πρόσβαση στα συγκεκριμένα δεδομένα θεωρείται αδύνατη.

Σε ξεχωριστό αίτημα προς το δικαστήριο, η οργάνωση ζητά την άμεση διακοπή κάθε ενέργειας που αφορά καταστροφή αρχείων του Signal, καθώς και την υποχρέωση των αρμοδίων αρχών να προχωρήσουν στην ανάκτηση των ήδη διαγραμμένων μηνυμάτων και στην ενημέρωση της υπηρεσίας Εθνικών Αρχείων των ΗΠΑ (National Archives).

Η επίμαχη συνομιλία περιελάμβανε μεταξύ άλλων τον υπουργό Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, τον υπουργό Εξωτερικών και αναπληρωτή αρχειονόμο Μάρκο Ρούμπιο, τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Μάικ Γουόλτζ, καθώς και άλλους κυβερνητικούς παράγοντες, με κεντρικό θέμα τις αμερικανικές επιχειρήσεις ενάντια σε Χούτι τρομοκράτες στη Μέση Ανατολή.

Η αποκάλυψη αυτών των συνομιλιών έγινε μετά την εισαγωγή στο chat του επικεφαλής σύνταξης του περιοδικού The Atlantic, Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, γεγονός για το οποίο ανέλαβε την ευθύνη ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Μάικ Γουόλτζ. Για την έρευνα της διαρροής αποτελεί κεντρικό πρόσωπο και ο σύμβουλος του Λευκού Οίκου Έλον Μασκ, ενώ εν μέσω των αντιδράσεων, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ήδη ότι πιθανότατα οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι θα σταματήσουν τη χρήση του Signal.

Οι κυβερνητικοί δικηγόροι από την πλευρά τους αντέτειναν, σύμφωνα με έγγραφα που κατατέθηκαν στο δικαστήριο, ότι οι ισχυρισμοί της «American Oversight» πως οι αξιωματούχοι δεν έπραξαν τα δέοντα για να αποτρέψουν τη διαγραφή των μηνυμάτων από το Signal «δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο» και ότι ήδη έχουν γίνει βήματα για ανάκτηση μέρους αυτών των μηνυμάτων.

Η υπόθεση ανατέθηκε στον ομοσπονδιακό δικαστή Τζέιμς Μπόσμπεργκ, ο οποίος πρόσφατα απασχόλησε την επικαιρότητα μέσω άλλων δικαστικών αποφάσεων εις βάρος της κυβέρνησης Τραμπ. Ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ, σχολιάζοντας την ανάθεση, ζήτησε περαιτέρω διερεύνηση για τον πιθανό μεροληπτικό τρόπο επιλογής των δικαστών στην Ουάσινγκτον και ζήτησε την απομάκρυνση του δικαστή. Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, Τζον Ρόμπερτς, απάντησε ωστόσο πως «η απομάκρυνση δεν είναι αρμόδια απάντηση σε διαφωνίες σχετικά με δικαστικές αποφάσεις».

Η παραπάνω νομική διαμάχη έχει ήδη τη δυναμική να προκαλέσει περαιτέρω πολιτικές και νομικές επιπλοκές για την κυβέρνηση Τραμπ εν όψει των προεδρικών εκλογών, αναδεικνύοντας το σοβαρό ζήτημα διαφάνειας και διαχείρισης ευαίσθητων πληροφοριών. Ο τρόπος χειρισμού της από το δικαστήριο αναμένεται να έχει σημαντικές συνέπειες τόσο για την κυβερνητική λειτουργία, όσο και για τις πρακτικές διαχείρισης επικοινωνιών των κορυφαίων κυβερνητικών παραγόντων στο μέλλον.

Σε έναν κόσμο όπου αυτά τα ζητήματα διαφάνειας και λογοδοσίας κατέχουν κεντρικό ρόλο στη δημόσια συζήτηση, η τελική έκβαση αυτής της δίκης θα μπορούσε να σηματοδοτήσει αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο κυβερνήσεις διαχειρίζονται ευαίσθητα δεδομένα και επικοινωνιακές πρακτικές. Μέχρι τότε, η αμερικανική κοινή γνώμη θα παρακολουθεί τις εξελίξεις με έντονο ενδιαφέρον.

Ο Τραμπ αποσύρει την υποψηφιότητα της Στεφάνικ για πρέσβειρα των ΗΠΑ στον ΟΗΕ

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ απέσυρε την Τετάρτη 27 Μαρτίου την υποψηφιότητα της Ρεπουμπλικανής βουλευτού Ελίζ Στεφάνικ για το αξίωμα της πρέσβειρας των ΗΠΑ στον ΟΗΕ. Την απόφαση ανακοίνωσε ο ίδιος ο Τραμπ μέσω ανάρτησης στο κοινωνικό δίκτυο Truth Social, επικαλούμενος την οριακή πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

«Καθώς προωθούμε την ατζέντα “Πρώτα η Αμερική”, είναι ζωτικής σημασίας να διατηρήσουμε ΚΑΘΕ ρεπουμπλικανική έδρα στο Κογκρέσο», δήλωσε ο κ. Τραμπ. Πρόσθεσε πως η Στεφάνικ αποτελεί μία από τους πιο σημαντικούς συμμάχους του, σημειώνοντας ότι της ζήτησε να παραμείνει στη Βουλή «για να βοηθήσει στην υλοποίηση ιστορικών φορολογικών περικοπών, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την ενεργειακή κυριαρχία και την πολιτική ειρήνης μέσω ισχύος, ώστε να κάνουμε την Αμερική σπουδαία ξανά».

«Με μια τόσο οριακή πλειοψηφία, δεν θέλω να διακινδυνεύσω να διεκδικήσει άλλος την έδρα της Ελίζ», τόνισε ο Τραμπ, υποστηρίζοντας ότι η κ. Στεφάνικ θα ενταχθεί στην κυβέρνησή του στο μέλλον.

Η κ. Στεφάνικ επιβεβαίωσε νωρίτερα την αποχώρησή της από τη θέση προέδρου της διάσκεψης (conference chairwoman) των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή, την οποία κατείχε πριν από την προτεινόμενη υποψηφιότητά της για τον ΟΗΕ. Η θέση αυτή καλύφθηκε ήδη από τη βουλευτή Λάιζα ΜακΚλέιν του Μίσιγκαν. Προς το παρόν, παραμένει ασαφές ποιο ρόλο θα αναλάβει η κ. Στεφάνικ μετά την επιστροφή της ηγετική ομάδα των Ρεπουμπλικανών.

Ο πρόεδρος της Βουλής, Μάικ Τζόνσον, ανακοίνωσε μέσω της πλατφόρμας X ότι η Στεφάνικ θα γίνει εκ νέου δεκτή στην ηγετική ομάδα του κόμματος: «Η συμφωνία της Ελίζ να αποσυρθεί από την υποψηφιότητα μάς επιτρέπει να διατηρήσουμε ένα από τα πιο δυναμικά και αποφασιστικά μέλη στη Βουλή, ώστε να προωθήσουμε τις πολιτικές “Πρώτα η Αμερική” του προέδρου Τραμπ».

Κατά την πολύκροτη ακρόαση στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας στις 21 Ιανουαρίου 2025, η κ. Στεφάνικ κατήγγειλε το «αντισημιτικό κλίμα» στον ΟΗΕ, εκτιμώντας ότι οι αμερικανικοί φορολογικοί πόροι «δεν θα πρέπει να ενισχύουν φορείς που αντιβαίνουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ ή προωθούν αντισημιτισμό, απάτη, διαφθορά ή τρομοκρατία». Η επιτροπή ενέκρινε αρχικά την υποψηφιότητά της με ψηφοφορία στις 30 Ιανουαρίου, ανοίγοντας τον δρόμο για το τελικό στάδιο στη Γερουσία.

Η Στεφάνικ θεωρείται πολιτικός με ιδιαίτερη επιρροή μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και ήταν η πρώτη βουλευτής του Κογκρέσου που εξέφρασε δημόσια την υποστήριξή της στον Ντόναλντ Τραμπ στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του 2024.

Η εξέλιξη αυτή καθιστά σαφή την αναγκαιότητα για τον Τραμπ να διατηρήσει σταθερή πλειοψηφία στη Βουλή, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι σημαντικές πρωτοβουλίες, νομοθετήματα και μεταρρυθμίσεις της πολιτικής του ατζέντας θα περάσουν χωρίς προσκόμματα. Από την άλλη, η εμπειρία της Στεφάνικ στο Κογκρέσο και η αναγνωρισιμότητά της ενδέχεται να συμβάλουν θετικά στη συνολική στρατηγική του κόμματος ενόψει των επερχόμενων πολιτικών προκλήσεων.

Σε μία περίοδο που η ισορροπία δυνάμεων είναι τόσο εύθραυστη, η πολιτική σταθερότητα για τους Ρεπουμπλικανούς στη Βουλή θεωρείται κρίσιμη για τη νομοθετική ατζέντα του προέδρου Τραμπ. Η επιστροφή της Στεφάνικ ενδέχεται να ενδυναμώσει την κομματική συνοχή, αλλά και να ενισχύσει τη θέση των Ρεπουμπλικανών σε επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις και πολιτικές διεργασίες.

Πολωνία: Αναστολή του δικαιώματος ασύλου για μετανάστες που εισέρχονται παράνομα στη χώρα

Ο πρόεδρος της Πολωνίας, Αντρέι Ντούντα, υπέγραψε στις 26 Μαρτίου νόμο που αναστέλλει το δικαίωμα υποβολής αίτησης για άσυλο από μετανάστες οι οποίοι περνούν παράνομα τα πολωνικά σύνορα. Το νέο νομοθετικό μέτρο, που προκαλεί έντονες αντιδράσεις εντός και εκτός της χώρας, εντάσσεται στο πλαίσιο των προσπαθειών της Βαρσοβίας να ενισχύσει την ασφάλεια των ανατολικών συνοριακών περιοχών, που βρίσκονται υπό συνεχή πίεση λόγω των μεταναστευτικών ροών από τη Λευκορωσία.

«Πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να ενισχύσουμε την ασφάλεια των συνόρων μας και την ασφάλεια των Πολωνών πολιτών. Το σημαντικότερο είναι να προστατέψουμε τα πολωνικά σύνορα και τις πολωνικές υπηρεσίες που τα φρουρούν», δήλωσε ο πρόεδρος Ντούντα κατά τη δημόσια ανακοίνωση της υπογραφής του νόμου.

Η νέα νομοθεσία επιτρέπει προσωρινή αναστολή για διάστημα έως και 60 ημερών της δυνατότητας υποβολής αίτησης για διεθνή προστασία από όσους εισέρχονται παράνομα στην επικράτεια της Πολωνίας, αλλά και άλλων κρατών-μελών του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως αναφέρεται στον νόμο, κατηγορίες ευάλωτων ατόμων – όπως ασυνόδευτα ανήλικα, έγκυες γυναίκες και πολίτες της Λευκορωσίας που κινδυνεύουν – εξαιρούνται από την εφαρμογή του μέτρου.

Στηρίζοντας απόλυτα το νέο πλαίσιο, ο πρωθυπουργός της Πολωνίας, Ντόναλντ Τουσκ, δήλωσε στο κοινωνικό δίκτυο Χ ότι η κυβέρνησή του θα εφαρμόσει τον νόμο «χωρίς καμία καθυστέρηση», τονίζοντας την αναγκαιότητα διατήρησης της δημόσιας ασφάλειας.

Σε απάντηση στην απόφαση αυτή, η Human Rights Watch έχει ασκήσει έντονη κριτική ήδη από τον περασμένο Φεβρουάριο, επισημαίνοντας ότι ο νόμος αντίκειται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, ο οποίος υποχρεώνει όλα τα κράτη-μέλη να διασφαλίζουν το δικαίωμα στο άσυλο. Η οργάνωση έχει επίσης προειδοποιήσει για ενδεχόμενο έναρξης διαδικασίας παράβασης (infringement procedure) της ΕΕ κατά της Πολωνίας.

Η Πολωνία αντιμετωπίζει σοβαρή κρίση στα ανατολικά της σύνορα ήδη από το 2021, με δεκάδες χιλιάδες άνδρες, κυρίως από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, να προσπαθούν να περάσουν παράνομα τα σύνορα μέσω της Λευκορωσίας. Τόσο η Βαρσοβία όσο και οι Βρυξέλλες έχουν κατηγορήσει τη Λευκορωσία και τη Ρωσία ότι εργαλειοποιούν την παράνομη μετανάστευση ως μέσο άσκησης πίεσης έναντι της ΕΕ, κάτι που φυσικά Μινσκ και Μόσχα αρνούνται κατηγορηματικά.

Σύμφωνα με προκαταρκτικά δεδομένα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής (Frontex), το 2024 έγιναν 17.001 παράτυπες διελεύσεις στα ανατολικά σύνορα της ΕΕ, αριθμός που αποτελεί αύξηση 192% συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά. Το μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών είναι νέοι άνδρες από χώρες όπως η Αιθιοπία, η Ερυθραία και η Σομαλία.

Στα σύνορα της Πολωνίας, περίπου 13.000 στρατιώτες και συνοριοφύλακες προστατεύουν μια συνοριακή γραμμή μήκους 400 χιλιομέτρων, η οποία είναι εφοδιασμένη με χαλύβδινα τείχη και συρματοπλέγματα, καθώς και κάμερες ασφαλείας, drones και τεθωρακισμένα οχήματα. Τον Μάιο του 2024, ένας Πολωνός στρατιώτης μάλιστα τραυματίστηκε θανάσιμα σε επίθεση που δέχτηκε από επίδοξο μετανάστη, γεγονός που ενίσχυσε τη σκληρότητα της στάσης της κυβέρνησης.

Παρόμοια μέτρα ασφαλείας υιοθετούνται και από άλλες χώρες, όπως η Φινλανδία, η οποία ζήτησε πρόσφατα από το κοινοβούλιό της να παρατείνει έως τα τέλη του 2026 τον νόμο που επιτρέπει την επιστροφή των παράνομων μεταναστών που περνούν τα ανατολικά σύνορα με τη Ρωσία.

Η απόφαση της Πολωνίας αναμένεται να έχει σοβαρές πολιτικές και διπλωματικές συνέπειες, δεδομένου ότι αυξάνει τις ήδη τεταμένες σχέσεις της χώρας με την ΕΕ και τα διεθνή όργανα που επιτηρούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, χαίρει σημαντικής υποστήριξης στο εσωτερικό της Πολωνίας από μεγάλη μερίδα πολιτών που ανησυχούν για θέματα ασφάλειας και κοινωνικής συνοχής.

Οι επόμενοι μήνες θα είναι καθοριστικοί όσον αφορά όχι μόνο την εφαρμογή του νέου νόμου αλλά και τη συνοχή της πολιτικής συνοριακής προστασίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αρκετές χώρες να εξετάζουν αντίστοιχα μέτρα υπό το βάρος της μεταναστευτικής κρίσης.

Ευρωπαϊκή δύναμη στην Ουκρανία προτείνει ο Μακρόν ως απάντηση σε πιθανή επίθεση της Ρωσίας

Σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη σύνοδο κορυφής που διοργανώθηκε σήμερα 27 Μαρτίου στο Παλάτι των Ηλυσίων στο Παρίσι, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν υποστήριξε την πρόταση για δημιουργία ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης στην Ουκρανία, η οποία θα μπορούσε να «απαντήσει» σε ενδεχόμενη επίθεση της Ρωσίας.

Την πρωτοβουλία ανέλαβε από κοινού με τον Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ, με σκοπό να σχηματιστεί μία «συμμαχία χωρών» που θα στηρίξει την ανάπτυξη ένοπλων μονάδων στην Ουκρανία, αφού πρώτα καταλήξουν σε ειρηνευτική συμφωνία με τη Ρωσία.

Μιλώντας κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου, ο Μακρόν εξήγησε πως οι δυνάμεις αυτές δεν θα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή μάχης, ούτε θα εμπλακούν άμεσα απέναντι στα ρωσικά στρατεύματα. Ωστόσο, αν εκδηλωθεί «γενικευμένη επίθεση κατά του ουκρανικού εδάφους», τότε αναγκαστικά οι δυνάμεις αυτές θα δεχθούν επίθεση. «Οι στρατιώτες μας, όταν αναπτύσσονται, είναι εκεί για να αντιδράσουν και να ανταποκριθούν στις αποφάσεις του αρχηγού τους και, αν βρεθούν σε κατάσταση σύγκρουσης, να την αντιμετωπίσουν» υπογράμμισε χαρακτηριστικά ο Γάλλος πρόεδρος.

Ο Μακρόν πρόσθεσε ότι οι στρατιωτικές αυτές δυνάμεις θα προέρχονται από «συγκεκριμένα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και θα αναπτυχθούν σε «επιλεγμένες στρατηγικές τοποθεσίες» στην Ουκρανία, ώστε να προσφέρουν εγγυήσεις ασφάλειας και να αποτρέψουν τυχόν νέα ρωσική επιθετικότητα. «Πρόκειται για προσέγγιση ειρηνευτική και αποτρεπτική», υπογράμμισε χαρακτηριστικά.

Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος συμμετείχε στη σύνοδο, κάλεσε τους Ευρωπαίους εταίρους του να δράσουν γρήγορα: «Χρειαζόμαστε ένα σαφές σχέδιο, στο οποίο όλοι συμφωνούμε και το οποίο μπορούμε να αρχίσουμε να εφαρμόζουμε άμεσα». Πρότεινε επίσης την άμεση μετάβαση ευρωπαϊκής αποστολής στην Ουκρανία για την από κοινού εκπόνηση του σχεδίου αυτού.

Πάντως, δεν διαφαίνεται ομοφωνία για τη γαλλο-βρετανική πρόταση. Η Ιταλία εξέφρασε ήδη την αντίθεσή της με δήλωση του υπουργού Εξωτερικών Αντόνιο Ταγιάνι, ο οποίος τόνισε ότι η Ιταλία «δεν πρόκειται να στείλει στρατεύματα σε αποστολές που δεν γίνονται υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών». Αντίστοιχες επιφυλάξεις εξέφρασαν και άλλα κράτη, όπως η Πολωνία, η οποία διατηρεί πάγια στάση απέναντι στην αποστολή στρατευμάτων, και η Τσεχία, δια στόματος του πρωθυπουργού Πετρ Φιάλα, που χαρακτήρισε την πρόταση ως «πρόωρη».

Από την πλευρά της, η Ρωσία αντέδρασε έντονα. Η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας, Μαρία Ζαχάροβα, κατηγόρησε Γαλλία και Βρετανία ότι «σχεδιάζουν στρατιωτική παρέμβαση στην Ουκρανία υπό το πρόσχημα ειρηνευτικής επιχείρησης», προειδοποιώντας ότι κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε ευθεία στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη αναπροσαρμόσει τη στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών προς τον Ειρηνικό με στόχευση την αντιμετώπιση της Κίνας, ενώ έχει ζητήσει από την Ευρώπη να αναλάβει περισσότερες ευθύνες για την ασφάλειά της. Η αμερικανική πλευρά εξέφρασε ήδη επιφυλάξεις σχετικά με την ευρωπαϊκή στρατιωτική πρωτοβουλία, με τον ειδικό απεσταλμένο των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή, Στηβ Γουίτκοφ, να χαρακτηρίζει την πρόταση σε πρόσφατη συνέντευξή του ως «απλοϊκή και στάση εντυπωσιασμού».

Ανεξαρτήτως των διαφορών που έγιναν φανερές, η νέα ευρωπαϊκή πρωτοβουλία ενισχύει την ανάγκη της ΕΕ για μια σαφή και μακρόπνοη στρατηγική σε σχέση με την ασφάλεια της Ουκρανίας και τα όρια της ευρωπαϊκής εμπλοκής. Παρόλα αυτά, προκαλεί ήδη έντονες αναταράξεις εντός της Ευρώπης, αλλά και στη σχέση της με τη Μόσχα, γεγονός που αναμένεται να επηρεάσει καθοριστικά τα επόμενα βήματα για την ειρήνη στην Ουκρανία.

Διεθνή βραβεία Φωτογραφίας Τοπίου 2024

Η φωτογράφηση ενός τοπίου δεν είναι απλή – απαιτεί υπομονή, επιμονή και αποφασιστικότητα.

«Η φωτογράφηση τοπίου απαιτεί μεγάλη υπομονή – υπομονή να έρθει η κατάλληλη εποχή, ο κατάλληλος καιρός και το σωστό φως», δήλωσε ο πρόεδρος των κριτών Πήτερ Ήστγουεϊ. «Χρειάζεται επίσης επιμονή, γιατί σπάνια η εποχή, ο καιρός και το φως θα συνεργαστούν με τρόπο αρκετά ικανοποιητικό. Γι’ αυτό, ένας επιτυχημένος φωτογράφος τοπίου χρειάζεται επίσης η αποφασιστικότητα για να φέρει το έργο του εις πέρας».

Η διοργάνωση Διεθνής Φωτογράφος Τοπίου της Χρονιάς 2024 είχε περισσότερες από 3.600 συμμετοχές, από ερασιτέχνες και επαγγελματίες φωτογράφους, οι οποίοι διαγωνίστηκαν για να βραβευτούν είτε για μεμονωμένες εικόνες είτε για ένα σύνολο έργων.

Η συλλογή του Άντριου Μιελζύνσκι

Στην 11η διοργάνωση Διεθνούς Φωτογράφου Τοπίου της Χρονιάς, ο Καναδός φωτογράφος Άντριου Μιελζύνσκι διακρίθηκε για το πορτφόλιό του.

Άντριου Μιελζύνσκι, «Λεύκες τον χειμώνα». (Ευγενική παραχώρηση του 11ου Διεθνούς Φωτογράφου Τοπίου της Χρονιάς) 

 

Άντριου Μιελζύνσκι, «Μια υπέροχη ανατολή στην έρημο Ατακάμα της Αργεντινής». (Ευγενική παραχώρηση του 11ου Διεθνούς Φωτογράφου Τοπίου της Χρονιάς)

 

Άντριου Μιελζύνσκι, «Φτελιά σε χιονοθύελλα».  (Ευγενική παραχώρηση του 11ου Διεθνούς Φωτογράφου Τοπίου της Χρονιάς)

 

Άντριου Μιελζύνσκι, «Λεπτό χαντάκι από πάγο, κατά μήκος ενός επαρχιακού δρόμου». (Ευγενική παραχώρηση του 11ου Διεθνούς Φωτογράφου Τοπίου της Χρονιάς)

 

Οι φωτογραφίες του Μιελζύνσκι κυμαίνονται από χιονισμένους χειμώνες στο Οντάριο μέχρι μία ανατολή ηλίου στην έρημο Ατακάμα της Αργεντινής. Πέρυσι, ήταν πολύ κοντά στη δεύτερη θέση, οπότε η απονομή του πρώτου βραβείου φέτος επιβραβεύει το σταθερά υψηλό επίπεδο της δουλειάς του.

Το βραβείο για την καλύτερη Διεθνή Φωτογραφία Τοπίου της Χρονιάς 2024 απονεμήθηκε στην εικόνα «’Ιχνη φωτός» του Ιάπωνα καλλιτέχνη Ρυοχέι Ίριε. Άλλες κατηγορίες ήταν οι: Ασπρόμαυρη, Εναέρια, Χιόνι και πάγος, Ουρανός, Δάσος. Η διοργάνωση έδωσε χρηματικά έπαθλα συνολικής αξίας 12.500 δολαρίων, τα οποία μοιράστηκαν μεταξύ των νικητών.

Ρυοχέι Ίριε, «’Ιχνη φωτός». (Ευγενική παραχώρηση του 11ου Διεθνούς Φωτογράφου Τοπίου της Χρονιάς)

 

Οι 101 καλύτερες φωτογραφίες του φετινού διαγωνισμού θα περιλαμβάνονται στην έκδοση των βραβευθέντων του Διεθνούς Φωτογράφου Τοπίου της Χρονιάς 2024, το οποίο μια διατίθεται μέσω της επίσημης ιστοσελίδας της διοργάνωσης.

Άλλοι βραβευθέντες

Τη δεύτερη θέση πορτφόλιο κατέλαβε ο Ιγνάθιο Παλάσιος από την Αυστραλία  με τοπία της Νότιας Αμερικής.

Ιγνάθιο Παλάσιος, «Πυραμίδα της Αρίτα». (Ευγενική παραχώρηση του 11ου Διεθνούς Φωτογράφου Τοπίου της Χρονιάς)

 

Ιγνάθιο Παλάσιος, «Το βουνό με τα επτά χρώματα». (Ευγενική παραχώρηση του 11ου Διεθνούς Φωτογράφου Τοπίου της Χρονιάς)

 

Ιγνάθιο Παλάσιος, «Πεδίο ελαφρόπετρας». (Ευγενική παραχώρηση του 11ου Διεθνούς Φωτογράφου Τοπίου της Χρονιάς)

 

Ιγνάθιο Παλάσιος, «Φαράγγι Γιανγκικάλα». (Ευγενική παραχώρηση του 11ου Διεθνούς Φωτογράφου Τοπίου της Χρονιάς)

 

Ο Γκεόργκε Πόπα από τη Ρουμανία κατέκτησε την τρίτη θέση με τα τοπία του, που τραβήχτηκαν στην πατρίδα του και αναδεικνύουν την αλλαγή των εποχών.

Γκεόργκε Πόπα, «Αίνιγμα των παγετώνων». (Ευγενική παραχώρηση του 11ου Διεθνούς Φωτογράφου Τοπίου της Χρονιάς)

 

Γκεόργκε Πόπα, «Αρχές φθινοπώρου». (Ευγενική παραχώρηση του 11ου Διεθνούς Φωτογράφου Τοπίου της Χρονιάς)

 

Γκεόργκε Πόπα, «Δηλητηριασμένη ομορφιά». (Ευγενική παραχώρηση του 11ου Διεθνούς Φωτογράφου Τοπίου της Χρονιάς)

 

Γκεόργκε Πόπα, «Ψίθυροι των βυθισμένων δέντρων». (Ευγενική παραχώρηση του 11ου Διεθνούς Φωτογράφου Τοπίου της Χρονιάς)

 

Εν τω μεταξύ, στην κατηγορία των μεμονωμένων φωτογραφιών, τη δεύτερη θέση κέρδισε ο Τζουστίνους Σουκότζο από την Ινδονησία, ενώ η τρίτη θέση πήγε στον Χιμαντρί Μπουγιάν από την Ινδία. Και οι δύο φωτογράφοι υπέβαλαν μαγευτικές ασπρόμαυρες εικόνες.

Τζούστινους Σουκότζο, «Κάδρο μητρικής φροντίδας». (Ευγενική παραχώρηση του 11ου Διεθνούς Φωτογράφου Τοπίου της Χρονιάς)

 

Χιμαντρί Μπουγιάν, «Η ροή». (Ευγενική παραχώρηση του 11ου Διεθνούς Φωτογράφου Τοπίου της Χρονιάς)

 

Της Ileana Alescio

Η κινεζική επένδυση στον ΑΔΜΗΕ: Πώς η State Grid απέκτησε το 24% των μετοχών

Το 2016, η ΔΕΗ αποφάσισε να πουλήσει το 24% των μετοχών του ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας), με στόχο την είσοδο στρατηγικού επενδυτή και την ενίσχυση της ρευστότητά της. Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, Μάνος Μανουσάκης, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία του ΑΔΜΗΕ το 2017, έχει στραφεί σε μία πολύ δυναμική επενδυτική στρατηγική.

Η κινεζική εταιρεία State Grid International Development (SGID) αναδείχθηκε πλειοδότης, προσφέροντας 320 εκατομμύρια ευρώ για το μερίδιο αυτό. Η συμμετοχή της κινεζικής SGID στον ΑΔΜΗΕ ενισχύει τη συνεργασία των δύο χωρών στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, με επενδύσεις σε διασυνδέσεις και δίκτυα μεταφοράς.

Η SGID είναι θυγατρική της State Grid Corporation of China, μίας από τις μεγαλύτερες εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας παγκοσμίως, με παρουσία σε πολλές χώρες.

Ο τέως πρόεδρος της State Corporation of China, Σου Γινμπάο, έχει χαρακτηρίσει το ελληνικό δίκτυο ως κομβικό δίκτυο διασύνδεσης Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής.

Η είσοδος της SGID ως στρατηγικού επενδυτή στον ΑΔΜΗΕ είχε ως στόχο την ενίσχυση της τεχνογνωσίας και της χρηματοοικονομικής θέσης του διαχειριστή, με σκοπό να συμβάλει στην αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Η συμφωνία αυτή αποτέλεσε μέρος της ευρύτερης στρατηγικής της Ελλάδας για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και την ενίσχυση των υποδομών της χώρας στον τομέα της ενέργειας.

Τον Νοέμβριο του 2024, υπεγράφη και άλλη συμφωνία για την πώληση του 20% των μετοχών της θυγατρικής εταιρείας του ΑΔΜΗΕ, Ariadne Interconnection, στη SGID.

Με αυτή την κίνηση ενισχύθηκε περαιτέρω η συνεργασία μεταξύ των δύο εταιρειών, με στόχο την υλοποίηση μεγάλων έργων, όπως η ηλεκτρική διασύνδεση Κρήτης-Αττικής.

Τη συμφωνία υπέγραψαν ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του διαχειριστή κος Μανούσος Μανουσάκης και ο νυν πρόεδρος της SGID κος Γιου Τζουν.

Η παρουσία κινεζικών συμφερόντων σε έναν τόσο κρίσιμο τομέα γεννά ερωτήματα για τη μακροπρόθεσμη επιρροή του Πεκίνου στην ελληνική ενεργειακή στρατηγική.

Η διείσδυση της Κίνας στην Ελλάδα: Από την ενέργεια στις υποδομές και το εμπόριο

Τα τελευταία χρόνια, η Κίνα έχει καταφέρει να εδραιώσει μία ισχυρή παρουσία στην Ελλάδα, επενδύοντας σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας, όπως η ενέργεια, οι υποδομές, η ναυτιλία και το εμπόριο. Η εξαγορά του 24% του ΑΔΜΗΕ από τη State Grid International Development Ltd αποτελεί μόνο ένα μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου επέκτασης της κινεζικής επιρροής στη χώρα.

Η κυριαρχία της Κίνας στο λιμάνι του Πειραιά

Ο εξέχων τομέας διείσδυσης της Κίνας στην Ελλάδα είναι η ναυτιλία. Το 2016, η κινεζική εταιρεία Cosco Shipping απέκτησε το 67% του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ), μετατρέποντας το λιμάνι σε έναν από τους βασικούς κόμβους του κινεζικού εμπορίου στην Ευρώπη. Η Cosco έχει επενδύσει για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, ενώ η διακίνηση των εμπορευματοκιβωτίων έχει αυξηθεί κατά πολύ.

Ωστόσο, η εξαγορά του Πειραιά έχει προκαλέσει ανησυχίες στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, καθώς ενισχύει την εξάρτηση της Ελλάδας από την Κίνα και εγείρει ζητήματα εθνικής κυριαρχίας. Επιπλέον, έχουν υπάρξει αντιδράσεις από συνδικάτα και τοπικούς φορείς, που καταγγέλλουν επιδείνωση των συνθηκών εργασίας και περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Κινεζικές επενδύσεις σε υποδομές και τηλεπικοινωνίες

Η Κίνα έχει επενδύσει και σε άλλους τομείς υποδομών.

Η China State Construction Engineering Corporation (CSCEC), μία από τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρίες παγκοσμίως, με παρουσία σε περισσότερες από 100 χώρες, έχει δείξει ενδιαφέρον για μεγάλα κατασκευαστικά έργα.

Επίσης, οι κινεζικές Huawei και ZTE έχουν διευρύνει την παρουσία τους στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, παρέχοντας εξοπλισμό 5G. Να αναφέρουμε ότι η Γερμανία έχει απαγορεύσει τη χρήση ορισμένων εξαρτημάτων που κατασκευάζονται από τους κινέζους προμηθευτές Huawei και ZTE στα δίκτυα 5G της Γερμανίας. Οι ΗΠΑ απαγόρευσαν επίσης τη Ηuawei και έθεσαν έκτακτους περιορισμούς στην πώληση ημιαγωγών στον κολοσσό των τηλεπικοινωνιών. Αναλυτές και ειδικοί λένε ότι αυτή είναι μία τάση που αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια, καθώς οι σχέσεις της Κίνας με τις ΗΠΑ ειδικά αλλά και με τη Δύση γενικότερα επιδεινώνονται σε όλα τα επίπεδα, από το εμπόριο και τα ανθρώπινα δικαιώματα μέχρι τη σύγκρουση της Ρωσίας με την Ουκρανία και το ζήτημα της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν.

Οι επενδύσεις αυτές ακολουθούν τη στρατηγική επέκτασης της κινεζικής επιρροής στην Ευρώπη μέσω της πρωτοβουλίας «Μία ζώνη, ένας δρόμος» (Belt and Road Initiative – BRI), στοχεύοντας σε βασικούς τομείς υποδομών που εξασφαλίζουν πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά.

Διατλαντική έρευνα από το German Marshal Fund έδειξε ότι πολλοί από τους Ευρωπαίους ερωτηθέντες υποστηρίζουν μία «σκληρότερη» προσέγγιση έναντι της Κίνας, με σχεδόν τους μισούς να τοποθετούν την Κίνα είτε στην κατηγορία του «ανταγωνιστή» ή του «αντιπάλου».

Αυτή η θεώρηση ήταν επικρατέστερη στη Σουηδία, τη Λιθουανία, την Πολωνία, την Ολλανδία και τη Γερμανία. «Νομίζω ότι το ρεύμα στην Ευρώπη έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια», υποστηρίζει ο Μάρτιν Χάλα, διευθυντής του Sinopsis, δεξαμενής σκέψης με έδρα την Πράγα που ακολουθεί την Κίνα.

Το μεγάλο ερώτημα: οφέλη ή εξάρτηση;

Η κινεζική παρουσία στην Ελλάδα έχει ενισχύσει τη στρατηγική θέση της χώρας στο παγκόσμιο εμπόριο. Παρόλα αυτά, η αυξανόμενη επιρροή του Πεκίνου εγείρει ανησυχίες για τη διαφάνεια, την πολιτική εξάρτηση και την εθνική ασφάλεια.

Η Ελλάδα, ως πύλη προς την Ευρώπη, έχει εξελιχθεί σε σημαντικό κρίκο του κινεζικού οικονομικού σχεδιασμού, με το Πεκίνο να διαμορφώνει πλέον ενεργά τους όρους του εμπορίου, των επενδύσεων και των στρατηγικών συνεργασιών στη χώρα.

Αν και οι κινεζικές επενδύσεις έχουν τονώσει κάποιους τομείς, τίθενται ερωτήματα για τη μακροπρόθεσμη επιρροή τους, και το κατά πόσο μπορεί να είναι η Ελλάδα ανεξάρτητη όταν ζωτικοί τομείς της οικονομίας της εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από κινεζικά κεφάλαια και συμφέροντα. Με την Κίνα να εδραιώνει συνεχώς τη θέση της σε βασικές ελληνικές υποδομές, η επιρροή της στην οικονομική και πολιτική σκηνή της χώρας γίνεται ολοένα και πιο αισθητή, θέτοντας το δίλημμα: πρόκειται για μία ευκαιρία ανάπτυξης ή για μία νέα μορφή εξάρτησης;