Ανάλυση ειδήσεων
ΝΕΑ ΑΓΓΛΙΑ – Παραμονή του Πάσχα, οι ντετέκτιβ στο αστυνομικό τμήμα του Ναραγκάνσετ στο Ρόουντ Άιλαντ είχαν ήδη αρχίσει έρευνες, όταν άρχισαν να καταφθάνουν μαζικά μηνύματα και τηλεφωνήματα. Όπως ανέφερε ο επιθεωρητής Μπρεντ Κούζμαν στην εφημερίδα The Epoch Times, οι πληροφορίες κατευθύνονταν προς μια ανώνυμη ανάρτηση στο Facebook, δημοσιευμένη σε ομάδα με την ονομασία «New England SK» — όπου τα αρχικά SK παραπέμπουν σε «serial killer» («κατά συρροή δολοφόνος»).
Η ταυτότητα του ατόμου που έκανε την ανάρτηση δεν κατέστη διαθέσιμη, ωστόσο το περιεχόμενό της υπαινισσόταν ότι έξι πτώματα είχαν θαφτεί σε όρθια θέση με κατεύθυνση προς τη θάλασσα, σε τοποθεσία γνωστή ως Black Point κοντά στην παραλία Σκάρμπορο. Παρότι η ίδια ανάρτηση ανέφερε ότι πρόκειται για έργο μυθοπλασίας, ο Κούζμαν θεώρησε ότι περιείχε αρκετά στοιχεία για να δικαιολογηθεί περαιτέρω διερεύνηση.
Στις 19 Απριλίου, τέσσερις ντετέκτιβ της τοπικής αστυνομίας και δύο ομάδες με σκυλιά ανίχνευσης πτωμάτων από την πολιτειακή αστυνομία του Ρόουντ Άιλαντ ξεκίνησαν έρευνες στα μονοπάτια και την παραλία της περιοχής Σκάρμπορο. Στο πλαίσιο αυτό, ζητήθηκε και η συνδρομή του FBI. Η έρευνα διήρκεσε 20 ώρες χωρίς να προκύψει κάποιο εύρημα.
Ο Κούζμαν ανέφερε ότι επιστρατεύτηκε ολόκληρο το τμήμα ερευνών για δύο ημέρες, με συνέπεια να ανασταλούν όλες οι άλλες υποθέσεις. Η περιοχή που ερευνήθηκε, είπε, ήταν εκτεταμένη. Η τελική εκτίμηση της αστυνομίας ήταν πως επρόκειτο «κατά 100%» για φάρσα. Ο δημιουργός της ανάρτησης, σύμφωνα με τις αρχές, την διέγραψε στη συνέχεια, ακύρωσε τον λογαριασμό του και παραμένει άγνωστος. Η αστυνομία δεν παρείχε αντίγραφο της ανάρτησης στην Epoch Times.
Το περιστατικό αποτελεί ένα μόνο κεφάλαιο σε μια υπόθεση όπου αληθινές δολοφονίες, θεωρίες συνωμοσίας και διαδικτυακές φάρσες αλληλοεπικαλύπτονται, όλα υπό τη σκιά της φημολογίας για έναν κατά συρροή δολοφόνο — που εντείνεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Με επιφύλαξη
Η δημόσια συζήτηση είχε αρχίσει μήνες νωρίτερα, μετά την ανακάλυψη 13 πτωμάτων ή σκελετικών καταλοίπων σε περιοχές του Κοννέκτικατ, της Μασσαχουσέτης και του Ρόουντ Άιλαντ, από τον Μάρτιο έως τον Απρίλιο. Η πλειονότητα των θυμάτων ήταν γυναίκες, εκ των οποίων δύο είχαν δηλωθεί ως αγνοούμενες από το 2024.
Στη Μασσαχουσέτη, τρεις υποθέσεις χαρακτηρίστηκαν ανθρωποκτονίες, οδηγώντας σε δύο διαφορετικές συλλήψεις με κατηγορίες για φόνο. Οι αιτίες θανάτου στις υπόλοιπες περιπτώσεις παραμένουν αδιευκρίνιστες ή αφορούν συνθήκες που δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν.

Σε δύο υποθέσεις εντοπίστηκαν μερικά μόνο ανθρώπινα υπολείμματα.
Σύμφωνα με το τηλεοπτικό δίκτυο Boston25 News, στις 27 Μαρτίου ένας κυνηγός που αναζητούσε κέρατα ελαφιών ανακάλυψε τμήμα ανθρώπινου κρανίου στην Πλύμουθ της Μασσαχουσέτης. Η αστυνομία απέκλεισε την περιοχή και την ενέταξε σε ενεργή έρευνα. Την επόμενη μέρα ανακοινώθηκε επισήμως ότι «δεν υφίσταται απειλή για τη δημόσια ασφάλεια».
Στις 4 Μαΐου, εντοπίστηκε ένα οστό —πιθανόν ανθρώπινο— που μοιάζει με οστό ποδιού, κοντά στην κατοικία της τραγουδίστριας Τέιλορ Σουίφτ στο παραθαλάσσιο Γουέστερλι του Ρόουντ Άιλαντ. Τα λείψανα δεν έχουν ακόμη ταυτοποιηθεί.
Η Epoch Times επικοινώνησε με την τοπική αστυνομία για σχόλιο.
Συνδέοντας τα περιστατικά
Με κάθε νέο εύρημα, η δημόσια συζήτηση περί ενδεχόμενου κατά συρροή δολοφόνου φούντωνε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ορισμένοι χρήστες εξέφραζαν προβληματισμό για τη στάση των αρχών, θεωρώντας ότι παραγνωρίζεται το ενδεχόμενο ενός κοινού δράστη.
Σε μία χαρακτηριστική ανάρτηση αναφερόταν ότι, παρότι οι αρχές εξακολουθούσαν να απορρίπτουν το σενάριο ύπαρξης κατά συρροή δολοφόνου, αυτός ή αυτοί φαινόταν να γίνονται όλο και πιο τολμηροί — ίσως, όπως αναφέρεται σε ανάρτηση, να αναζητούν αναγνώριση.
Άλλος χρήστης σχολίασε πως, ενώ είναι κατανοητή η επιφύλαξη για πρόκληση πανικού, εντούτοις «η αστυνομία φαίνεται να αρνείται πεισματικά να εξετάσει καν το ενδεχόμενο». Σε ανάρτηση της 1ης Μαΐου αναφερόταν ότι ορισμένοι από τους νεκρούς ήταν πράγματι θύματα εγκληματικής ενέργειας, ενώ άλλοι έμοιαζαν περισσότερο με άτομα που είχαν παραδοθεί στους προσωπικούς τους δαίμονες.
Ο Κούζμαν δήλωσε πως δεν υφίστανται ενδείξεις που να συνδέουν τις υποθέσεις μεταξύ τους, ενώ κατηγόρησε τους χρήστες ότι επιλέγουν μόνο τα στοιχεία που υποστηρίζουν την ιδέα ενός κατά συρροή δολοφόνου. Όπως ανέφερε, αυτό το διαδικτυακό αφήγημα μοιάζει με προσπάθεια που ξεκινά από το συμπέρασμα και στη συνέχεια αναζητά δεδομένα για να το στηρίξει. Υπογράμμισε ότι [καμία αστυνομική υπηρεσία] δεν έχει αναφερθεί σε ύπαρξη πιθανού υπόπτου για κατά συρροή δολοφονίες στην περιοχή. Ωστόσο, παραδέχτηκε ότι η υπόθεση έχει αποκτήσει «δική της υπόσταση».
Στις 24 Απριλίου, ο εισαγγελέας της κομητείας Χάμπντεν, Άντονι Γκουλούνι, εξέδωσε ανακοίνωση μετά τον εντοπισμό μιας γυναίκας χωρίς τις αισθήσεις της σε ποδηλατόδρομο κοντά στο Μουσείο Καλαθοσφαίρισης στ0 Σπρίνγκφιλντ της Μασσαχουσέτης. Η γυναίκα, Μεγκαν Μέρεντιθ, 45 ετών, διαπιστώθηκε νεκρή λίγο μετά τις 8 το πρωί της 22ας Απριλίου. Οι αρχές χαρακτήρισαν τον θάνατό της ως ανθρωποκτονία.

Ο Γκουλούνι ανέφερε πως οι αρχές κατανοούν την ανησυχία που προκαλούν τέτοιες πράξεις βίας και διαβεβαίωσε ότι κάθε υπόθεση ερευνάται διεξοδικά σε στενή συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές.
Παράλληλα, προέτρεψε το κοινό να επιδείξει προσοχή ως προς την αναπαραγωγή αναρτήσεων που διασπείρουν φόβο και παραπληροφόρηση. Επισήμανε ότι ατεκμηρίωτοι ισχυρισμοί μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τις εν εξελίξει έρευνες και να καλλιεργήσουν ένα αίσθημα πανικού που δεν αντανακλά την πλήρη εικόνα.
Κατά συρροή δολοφόνοι παντού
Ανησυχίες για αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που ισχυρίζονται ότι δρουν κατά συρροή δολοφόνοι σε διάφορες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν εκφράσει πολλές αστυνομικές αρχές σε όλη τη χώρα. Οι διωκτικές αρχές ορίζουν ως κατά συρροή δολοφόνο εκείνον που διαπράττει τουλάχιστον δύο φόνους σε διαφορετικά περιστατικά. Συνήθως, το κίνητρο σχετίζεται με ψυχολογική ικανοποίηση, αναζήτηση έντονων εμπειριών, ανάγκη για προσοχή ή οικονομικό όφελος.
Στις 5 Δεκεμβρίου 2024, το γραφείο του σερίφη στην κομητεία Σαν Μπερναρντίνο κάλεσε τους πολίτες να αγνοήσουν σχετικές φήμες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις οποίες χαρακτήρισε μέρος ενός απατηλού «σεναρίου» εθνικής εμβέλειας. Όπως ανέφερε σε ανάρτηση στο Facebook, «σε περίπτωση οποιασδήποτε πιθανής απειλής για την ασφάλειά σας ή για την ασφάλεια της κοινότητάς μας, θα σας ενημερώναμε άμεσα. Η ασφάλειά σας αποτελεί την απόλυτη προτεραιότητά μας».
Παρόμοια ανακοίνωση δημοσίευσε στις 9 Δεκεμβρίου 2024 η αστυνομία στην Οντέσα του Τέξας, μετά από αναρτήσεις που έκαναν λόγο για δήθεν κατά συρροή δολοφόνο «ο οποίος χτυπά πόρτες στην Οντέσα». Σύμφωνα με την ανάρτηση, «πρόκειται για ψευδείς ισχυρισμούς που αποσκοπούν στην πρόκληση αδικαιολόγητης αναστάτωσης στο κοινό».
Η αστυνομία του Ίστλαντ στο Τέξας αντιμετώπισε επίσης ανάλογους ισχυρισμούς, τους οποίους έκρινε ψευδείς, επισημαίνοντας ότι «δεν υπάρχει αξιόπιστη απειλή για την κοινότητά μας» και προσθέτοντας ότι αντίστοιχες αναρτήσεις έχουν εμφανιστεί σε διάφορες περιοχές με στόχο να σπείρουν τον πανικό.
Οι αρχές προέτρεψαν το κοινό να διασταυρώνει τις πληροφορίες με τις τοπικές αστυνομικές υπηρεσίες πριν τις κοινοποιεί.
Στις 31 Ιανουαρίου, η αστυνομία στο Κάμντεν της Νότιας Καρολίνας προειδοποίησε τους κατοίκους για απατηλές αναρτήσεις που κυκλοφορούσαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ανέφεραν ψευδώς ότι κατά συρροή δολοφόνοι δρούσαν σε πολλές πολιτείες.
Οι αναρτήσεις αυτές περιλάμβαναν τυχαία ονόματα και φωτογραφίες συλληφθέντων, ώστε να φαίνονται πειστικές. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, αφού αποκτήσουν ευρεία απήχηση, οι αναρτήσεις τροποποιούνται για να προωθήσουν απάτες, όπως ψευδείς αγγελίες ακινήτων ή συνδέσμους ηλεκτρονικού «ψαρέματος».
Οι αρχές κάλεσαν το κοινό να μην κοινοποιεί και να μην αλληλεπιδρά με τέτοιου είδους περιεχόμενο. Τόνισαν επίσης τη σημασία της ενημέρωσης από έγκυρες πηγές.

Σύμφωνα με τον οργανισμό World Population Review, οι ανθρωποκτονίες που σχετίζονται με κατά συρροή δολοφόνους αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 1% των συνολικών ανθρωποκτονιών. Από τη δεκαετία του 1990, το φαινόμενο παρουσιάζει πτωτική τάση. Κατά την περίοδο 1992–2019, η Καλιφόρνια κατέγραψε τον μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων με 1.777, ακολουθούμενη από το Τέξας με 984 και τη Φλόριντα με 933. Την πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν το Ιλινόι και η Νέα Υόρκη.
Παραπλανώντας τις διωκτικές αρχές
Η διάδοση ή η συζήτηση ψευδών πληροφοριών ή φημών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν θεωρείται γενικά έγκλημα σύμφωνα με τον ομοσπονδιακό νόμο. Ωστόσο, μπορεί να επιφέρει νομικές συνέπειες εάν γίνεται με κακόβουλο σκοπό ή προκαλεί βλάβη. Βάσει του Τίτλου 18 του U.S. Code 1038, γνωστού ως Νόμος για ψευδείς πληροφορίες και φάρσες, αποτελεί ομοσπονδιακό αδίκημα η εκούσια μετάδοση ψευδών ή παραπλανητικών δηλώσεων σχετικά με σοβαρή κρίση, με σκοπό την πρόκληση φόβου και πανικού.
Ο ντετέκτιβ Κούζμαν επισήμανε πως η ανώνυμη ανάρτηση στο Facebook, που ανέφερε έναν τάφο στο Νάραγκανσετ, φαινόταν να είχε σκοπό να προκαλέσει αντιδράσεις στους χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Παρόλα αυτά, οι ερευνητές κατέληξαν ότι δεν συνιστούσε ποινικό αδίκημα.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως, η παραπλάνηση μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να οδηγήσει σε ποινικές κατηγορίες.
Στις 25 Μαΐου, σώμα ενόρκων στην κομητεία Ναβάχο απήγγειλε κατηγορίες σε βάρος γυναίκας από το Σόου Λοου της Αριζόνα, σχετικά με την εξαφάνιση του 16χρονου Τζάρετ Μπρουκς, ο οποίος αγνοείται από τις 4 Ιουλίου 2023.
Η Μόλλυ Όττμαν, 50 ετών, κατηγορήθηκε για παρεμπόδιση έρευνας και για δόλιες ενέργειες, καθώς φέρεται να επικοινώνησε με τις αρχές αναφέροντας αναρτήσεις από λογαριασμό στο Reddit που υποστήριζε ότι ανήκε στον πατέρα του αγοριού.

Οι διωκτικές αρχές έκαναν έρευνες στην κατοικία του πατέρα και στα γραφεία ιδιωτικού ντετέκτιβ που είχε προσλάβει η οικογένεια του Μπρουκς στην περιοχή του Φοίνιξ, σύμφωνα με την Εισαγγελία της κομητείας Ναβάχο.
Περαιτέρω έρευνες οδήγησαν τις αρχές στο συμπέρασμα ότι η Όττμαν πιθανόν δημιούργησε η ίδια τον λογαριασμό και ανήρτησε το ψευδές περιεχόμενο.
Κυνηγώντας ένα αφήγημα
Ως παραθαλάσσια κοινότητα με πληθυσμό λίγο πάνω από 14.000 κατοίκους, το Νάραγκανσετ αποτελεί δημοφιλή προορισμό ενοικίασης για φοιτητές του Πανεπιστημίου του Ρόουντ Άιλαντ.
Τρεις εβδομάδες μετά την ανώνυμη ανάρτηση στο Facebook, ο Κούζμαν λάμβανε τηλεφωνήματα από κατοίκους και γονείς ανήσυχους για την ασφάλεια των παιδιών τους. Το αστυνομικό τμήμα απάντησε δύο φορές μέσω της σελίδας του στο Facebook.
Ο Κούζμαν δήλωσε στην Epoch Times πως εργάζεται στον τομέα επί 15 χρόνια και του φάνηκε εντυπωσιακό το περιεχόμενο της ανάρτησης, ειδικά καθώς κυκλοφορούσαν ήδη φήμες για πιθανό κατά συρροή δολοφόνο. Εξήγησε πως οι κάτοικοι είχαν επενδύσει συναισθηματικά και «κυνήγησαν το θέμα», χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει ποιο ήταν πρώτα, αν οι φήμες ή η κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης.
Υπενθύμισε πως έχουν υπάρξει κατά συρροή δολοφόνοι στη Νέα Αγγλία στο παρελθόν, αλλά η υπόθεση κλιμακώθηκε λόγω των σωμάτων που έβρισκαν.
Ο Κούζμαν και άλλοι αξιωματούχοι των διωκτικών αρχών αναγνώρισαν τα πλεονεκτήματα που προσφέρουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις αστυνομικές έρευνες. Σημείωσε πως όταν υπάρχει ανησυχία στο κοινό μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η αστυνομία οφείλει να διερευνά, αλλά χωρίς να υπερβάλλει στην ανταπόκριση, καθώς αυτό μπορεί να ωφελήσει τους δημιουργούς ψευδών ειδήσεων.
Είναι σημαντικό να ισορροπηθεί η δημόσια ασφάλεια με την αντίδραση.
Σύγκρινε την κατάσταση με την πυροσβεστική που ανταποκρίνεται σε ψευδή συναγερμό σε σχολείο. Η μη ανταπόκριση, είπε, μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικές συνέπειες, όπως απώλεια εμπιστοσύνης στην ασφάλεια του κοινού. Τόνισε ότι δεν θέλουν να γίνουν η υπηρεσία που δεν κάνει τίποτα επειδή κάτι ακουγόταν απίθανο.
Η εκπρόσωπος της FBI στο Μπόστον, Κρίστεν Σετέρα, δήλωσε στην Epoch Times ότι η υπηρεσία γνωρίζει τις φήμες αλλά δεν δίνει βαρύτητα σε διαδικτυακές φήμες. Επιβεβαίωσε πως προς το παρόν δεν υπάρχει γνωστή απειλή για τη δημόσια ασφάλεια.

Ο Φρανκ Φρέντερικσον, διευθυντής της Ένωσης Αρχηγών Αστυνομίας της Νέας Αγγλίας, χαρακτήρισε την κατάσταση «δίλημμα» για τις διωκτικές αρχές.Επισήμανε πως εγείρεται το ζήτημα ισορροπίας μεταξύ της ελευθερίας του λόγου και της δημόσιας ασφάλειας, αφού τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να είναι τόσο χρήσιμο εργαλείο όσο και δυνητικός κίνδυνος. Όταν χρησιμοποιούνται υπεύθυνα, έχουν αποδειχθεί πολύτιμα, ανέφερε.
Παράλληλα, οι ερευνητές αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις όταν διακινούνται ψευδή στοιχεία, τα οποία μπορεί να προκαλέσουν φόβο στην κοινότητα.
Ο Φρέντερικσον, πρώην αρχηγός αστυνομίας στο Γιαρμάουθ της Μασσαχουσέτης, παρατήρησε πως οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συχνά αισθάνονται την ανάγκη να καλύψουν το κενό πληροφοριών όταν οι αρχές δεν μπορούν να κοινοποιήσουν λεπτομέρειες στο κοινό.
Ανέφερε χαρακτηριστικά πως το δίλημμα για τις αρχές είναι το πόσες πληροφορίες να δημοσιοποιηθούν χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο την υπόθεση, περιγράφοντας την κατάσταση ως «ό,τι και να κάνεις, θα βγεις χαμένος».
Θανάσιμη έλξη
Ο Ντέιβιντ Γκερτζοφ Ρίτσαρντ, καθηγητής δημοσίων σχέσεων στο Emerson College της Βοστώνης, πιστεύει πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εκμεταλλεύονται τη δημόσια γοητεία με το θάνατο. Ανέφερε πως υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για υποθέσεις με υψηλό προφίλ, όπως δολοφονίες σε δίκη ή πρόσφατα γεγονότα. «Αν είναι γύρω από έναν πιθανό κατά συρροή δολοφόνο στην περιοχή μας, αυτό τραβάει τα βλέμματα, αποκτά δυναμική και διαδίδεται», εξήγησε.
Όταν το πλήθος αρχίζει να μοιράζεται τέτοιες ειδήσεις, δημιουργείται θόρυβος και μαζική ανησυχία, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα τηλεφωνήματα στις διωκτικές αρχές από ανήσυχους πολίτες. Έτσι ξεκινά όλη αυτή η διαδικασία.
Ανέφερε ως παράδειγμα την επίθεση στον Μαραθώνιο της Βοστώνης στις 15 Απριλίου 2013, όταν «διαδικτυακοί ντετέκτιβ» κατέκλυσαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με θεωρίες για πιθανούς δράστες και κίνητρα. «Αυτά ενισχύονται μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Όλοι γνωρίζουμε ότι δεν πρέπει να φωνάζουμε ‘φωτιά’ σε ένα θέατρο, γιατί η πρόκληση πανικού ποτέ δεν είναι καλή».

Τόνισε την ανάγκη αξιολόγησης της αξιοπιστίας των πληροφοριών και των πηγών τους. Αυτοί οι «διαδικτυακοί ντετέκτιβ», σχολίασε, αναζητούν ό,τι θέλουν να βρουν, δεν είναι ούτε αστυνομικοί ούτε δημοσιογράφοι, αλλά άνθρωποι που μπορεί να κάθονται στον καναπέ του υπόγειου της μητέρας τους προσπαθώντας να λύσουν το μυστήριο.
Το δικηγορικό γραφείο ABT στην Ατλάντα αναγνωρίζει πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να είναι ωφέλιμα αλλά και επιζήμια για τις διωκτικές αρχές, ανάλογα με την περίπτωση. Σε έκθεσή του, ανέφερε πως στην εποχή όπου η συμμετοχή της κοινότητας μπορεί να είναι τόσο απλή όσο ένα κλικ ή μια κοινοποίηση, οι αρχές αξιοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να ζητήσουν βοήθεια στο να διαλευκανθούν εγκλήματα. Υπάρχουν πολλά επιτυχημένα παραδείγματα, όπου υποθέσεις έχουν λυθεί χάρη στην ενεργή ανταπόκριση πολιτών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ωστόσο, η έκθεση υπογραμμίζει και τους κινδύνους, αφού η παραπληροφόρηση μπορεί να διαδοθεί γρήγορα, να περιπλέξει τις έρευνες και μερικές φορές να προκαλέσει αδικαιολόγητη υποψία ή πανικό. Κατά συνέπεια, οι διωκτικές αρχές πρέπει να χειρίζονται αυτά τα ζητήματα με προσοχή, διασφαλίζοντας ότι οι εκκλήσεις τους για βοήθεια στο κοινό είναι μετρημένες, νόμιμες και σέβονται την εμπιστοσύνη της κοινότητας.
Προσεκτικά βήματα
Ο Κούζμαν ανέφερε ότι το τμήμα του είχε την τύχη η διεξαγωγή της δίηρης έρευνας να μην απαιτήσει υπερωρίες ή δαπάνες για εξειδικευμένο εξοπλισμό. Όπως και τα περισσότερα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, πιστεύει πως η αφήγηση γύρω από έναν κατά συρροή δολοφόνο τελικά θα υποχωρήσει μπροστά σε πιο λογικές εξηγήσεις, καθώς οι ερευνητές συγκεντρώνουν περισσότερα στοιχεία.
Παράλληλα, καλεί το κοινό να θυμάται την ανθρώπινη πλευρά των θυμάτων. «Ήταν άνθρωποι. Είχαν αγαπημένα πρόσωπα», τόνισε.
«Όταν μιλάμε για αυτούς, πρέπει να θυμόμαστε ότι ήταν άνθρωποι. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε το ανθρώπινο στοιχείο.»