Πέμπτη, 18 Απρ, 2024

Ο «Απολεσθείς Παράδεισος» μέσα από τα μάτια και τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ, μέρος στ΄

Σε αυτή τη σειρά άρθρων για την εικονογράφηση του Γκυστάβ Ντορέ στο επικό ποίημα του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος, βλέπουμε και πώς αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας τον Σατανά: πατέρας της Αμαρτίας και του Θανάτου, ταυτίζεται με την υπερηφάνεια, τη ματαιοδοξία, την εξαπάτηση και την εκδίκηση. Αλλά η σύλληψη του Μίλτον δεν σταματά εδώ. Στο τελευταίο άρθρο, είδαμε πώς ο Σατανάς κορόιδεψε τον Αρχάγγελο Ουριήλ, για να μάθει πού βρίσκεται η Γη και να επιτεθεί στην καινούρια θεϊκή δημιουργία, τα ανθρώπινα όντα.

Το εσωτερικό μαρτύριο του Σατανά

Φτάνοντας στη Γη και πλησιάζοντας στον Κήπο της Εδέμ, ο Σατανάς γεμίζει αμφιβολίες και φόβο. Βλέπει την αλήθεια της σχέσης του με τον Θεό:

«Τρόμος κι αμφιβολία μαζί αποσπούν

τους ταραγμένους λογισμούς του κι από τα βάθη

μέσα του την Κόλαση ξυπνούν, γιατί αυτή εντός του

βρίσκεται κι ολόγυρά του, κι από την Κόλαση

ούτε βήμα δεν μπορεί να κάμει, όπως κι από τον εαυτό του

να απομακρυνθεί δε γίνεται σ’ άλλονε τόπο αν πάει:

Και η συνείδηση από τον ύπνο της ξυπνά

Μ’ απελπισία τώρα, με πίκρα όταν σκέπτεται τον πρότερο εαυτό της,

Τι είναι τώρα, αλλά και το χειρότερο που μέλλεται να γίνει…»

 (Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Τέταρτο)

 Κατά πρώτον, ο Μίλτον μας λέει ότι η Κόλαση ακολουθεί τον Σατανά όπου κι αν αυτός πηγαίνει. Παρόλο που βγήκε από τις πύλες της, ακόμα η παρουσία της τον βασανίζει. Η Κόλαση είναι πλέον μια υπαρξιακή κατάσταση για τον Σατανά. Δεν ήταν μονάχα ένα μέρος στο οποίο εκδιώχθηκε, αλλά και μέρος του εαυτού του.

Στο βαθύτερό του μαρτύριο, ο Σατανάς καλείται να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα της κατάστασής του. Δεν είναι πια ένα λαμπερό, μεγαλειώδες ουράνιο ον. Με αυτήν τη διαπίστωση, ο ποιητής φανερώνει επίσης την άποψή του για την πηγή κάθε εσωτερικού μαρτυρίου και θλίψης: ο χωρισμός από τον Θεό.

Σε μια στιγμή βασανιστικής διαύγειας, ο Σατανάς ομολογεί το λάθος του απέναντι στον Θεό:

«Ω, ήλιε, άκουσε τις αχτίδες σου πόσο μισώ,

Τις αναμνήσεις που ξυπνούν αυτού που ήμουν,

Πόσο ψηλότερα από τη σφαίρα σου έλαμπα,

Μέχρι που η περφάνια μου και η χειρότερη φιλοδοξία

κι ο ουράνιος πόλεμος ενάντια στον Βασιλέα τ’ Ουρανού

Με ρίξαν κάτω – Αχ!, δεν Του άξιζε μια τέτοια πληρωμή

Εκ μέρους μου, που μ’ έφτιαξε τόσο λαμπρόν, χωρίς να μ’ επιπλήττει.

Κι ούτε βαριά ήτανε τα καθήκοντά μου, τι μόνο να υμνώ

Και να ευχαριστώ Αυτόν, τούτο έπρεπε! Κι όμως,

Η καλοσύνη Του με χάλασε εμένα και το κακό εγέννησε

Και την υποταγή αρνούμενος, θέλησα να ανέβω

Ψηλότερα, ψηλότερ’ απ’ τον Ύψιστο,

Να ξεπληρώσω μονομιάς πεθύμησα

Το χρέος το απέραντο και την ευγνωμοσύνη,

Που τόσο με εβάραινε, συνέχεια να πληρώνω και να χρωστώ ακόμα…»

 (Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Τέταρτο)

 Ο Σατανάς εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο, γιατί φιλοδόξησε να φτάσει σε μεγαλείο τον Θεό, κάτι αδύνατον και τώρα μισεί τις ακτίνες του ήλιου, που του θυμίζουν την πάλαι ποτέ λαμπρότητά του. Λέει πόση δόξα είχε στον Παράδεισο και παραδέχεται ότι δεν άξιζε στον Θεό το ανεξέλεγκτο μίσος του. Τι είναι αυτό που αξίζει στον Θεό; Μόνο ευγνωμοσύνη και αίνος. Ο Σατανάς λέει ότι η ευγνωμοσύνη και ο αίνος είναι το ελάχιστο που μπορούμε να δώσουμε στον Θεό.

Όμως ο Σατανάς, και αυτό είναι το πρόβλημά του, δεν θέλει να νιώθει ότι οφείλει να υμνεί τον Θεό. Ο Θεός είναι τόσο μεγάλος που Του αξίζουν ατελείωτοι ύμνοι και ευγνωμοσύνη. Αυτό ο Σατανάς δεν θέλει να το κάνει, γιατί το νιώθει σαν ένα χρέος που το χρωστά αιώνια, νιώθει σαν ένας οφειλέτης αιώνια χρεωμένος στον πιστωτή του. Για τον Σατανά, αυτό ισούται με σκλαβιά και ο ίδιος αισθάνεται πολύ σπουδαίο τον εαυτό του για να είναι σκλάβος οποιουδήποτε, ακόμα και του ίδιου του Θεού.

Ο Σατανάς αρνείται να μετανοήσει

Ωστόσο, συλλογίζεται τη μετάνοια:

«Ω, ας υποχωρήσω λοιπόν: να μετανιώσω δεν μπορώ

Και να συγχωρεθώ; Μονάχα να υποταχθώ,

Μα αυτή τη λέξη ανάξιά μου θεωρώ και μου απαγορεύω…

Μα ας υποθέσουμε πως μετανοώ και χάρη παίρνω

Και ξαναγίνομαι αυτός που κάποτε ήμουν.

Δεν θα ξανάρχονταν οι υψιπετείς οι σκέψεις

Εκεί ψηλά που θά ’μουνα; […]

Και εύκολα τους όρκους που ’δωσα με τόση δυσκολία

Θα απαρνιόμουνα, ως βάναυσους και άδειους…

Κι αυτό ο τιμωρός μου ξέρει, γι’ αυτό αποκλείεται τη χάρη

Να μου δώσει, κι εγώ το ίδιο αποκλείεται ειρήνη να ικετέψω…»

 (Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Τέταρτο)

 Η αποκοπή από τον Θεό και το μαρτύριο της Κόλασης εντός του κάνουν τον Σατανά να σκέπτεται τη μετάνοια. Όμως, ταυτίζει τη μετάνοια με την υποταγή και αρνείται να υποταχθεί στον Θεό. Παραδέχεται ότι ακόμα κι αν μετανοούσε, θα ήταν μόνο εξαιτίας του πόνου που νιώθει και όχι επειδή πιστεύει πραγματικά στην αξία της μετάνοιας. Μόλις ο πόνος υποχωρήσει, θα χαθεί και η διάθεσή του να μετανοήσει.

Ο Σατανάς σκέφτεται ότι ο Θεός γνωρίζει ότι η μετάνοιά του θα ήταν ψεύτικη κι έτσι δεν θα τη δεχόταν. Υπαινίσσεται ότι το να του δώσει ο Θεός χάρη για μια ψευδή μετάνοια είναι το ίδιο με το να ικετεύει για ειρήνη, κάτι που η υπερηφάνειά του του απαγορεύει.

Έτσι, ο Σατανάς συνεχίζει το δρόμο του προς το κακό. Αρνείται να υποταχθεί στον δρόμο της μετάνοιας που οδηγεί πίσω στον Θεό και προτιμά να υποταχθεί στα χαρακτηριστικά της Κόλασης και σε ό,τι αντιτίθεται στον Θεό:

«Άθλιος εγώ! Προς τα πού να πετάξω,

Ατέλειωτη οργή κι ατέλειωτη απελπισιά;

Όπου κι αν πετώ, η Κόλαση. Εγώ ο ίδιος Κόλαση…

Κι έτσι, χαμένη πάσα ελπίδα…

Αντίο ελπίδα, αντίο φόβοι, πάτε με την ελπίδα,

Αντίο μετάνοια: πάει από μέσα μου όλο το καλό.

Εσύ, τώρα, κακό θα είσαι το καλό μου…»

 (Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Τέταρτο)

 Το μαρτύριο του Σατανά του Μίλτον

«Άθλιος εγώ! Προς τα πού να πετάξω / Ατέλειωτη οργή κι ατέλειωτη απελπισιά;». Χαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ από την εικονογράφησή του για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», 1866. (Public Domain)

 

Ο Ντορέ απεικονίζει τον Σατανά σε μια στάση που μαρτυρά την αγωνία του. Είναι από τις πρώτες φορές που τον βλέπουμε χωρίς τη συνηθισμένη του πόζα ισχύος. Αντιθέτως, γέρνει στον βράχο, αρπάζοντας τα μαλλιά του, έτσι όπως είναι απορροφημένος από τον διάλογο που έχει με τον εαυτό του. Το άγριο τοπίο μοιάζει σαν να πλέει σε μια άδεια σκοτεινιά, δυναμώνοντας τη συναισθηματική ένταση της εικόνας.

Ο λόγος που υποφέρει ο Σατανάς είναι η εκούσια απόσχισή του από τον δημιουργό του, τον Θεό. Παρά το μεγαλείο της θεϊκής καλοσύνης και τη δόξα των ουρανών, ο Σατανάς προτιμά να έρθει αντιμέτωπος με τον Θεό, παρά να δείξει ταπεινότητα και ευγνωμοσύνη.

Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στη σκέψη του Μίλτον και τη σύγχρονη αύξηση της κατάθλιψης; Μπορεί η απομάκρυνσή μας από την καλοσύνη του Θεού να μας κάνει να ζούμε ως θύματα, βρίσκοντας περισσότερους λόγους να παραπονούμαστε παρά να νιώθουμε ευγνωμοσύνη;

Στην εικόνα του Ντορέ, εντούτοις, πέφτει ακόμα λίγο φως πάνω στον Σατανά. Είναι θεϊκό φως; Είναι μήπως σημάδι που στέλνει ο Θεός στον Σατανά για να τον βοηθήσει να μετανιώσει, να αφήσει το μαρτύριό του και να επιστρέψει στον Παράδεισο;

Όταν εγκαταλείπουμε τον Θεό, εγκαταλείπουμε και την ταπεινότητα και την ευγνωμοσύνη προς το θείον. Και είναι η υπερηφάνειά μας που μας έχει οδηγήσει σε αυτό τον δρόμο. Άραγε υπάρχει για εμάς ελπίδα, μας φωτίζει ακόμα λίγο θεϊκό φως για να μπορέσουμε να επιστρέψουμε;

 

Ο Γκυστάβ Ντορέ [Gustav Doré, 1832-1883] ήταν ένας ιδιαίτερα παραγωγικός καλλιτέχνης του 19ου αιώνα. Εικονογράφησε με τα χαρακτικά του μερικά από τα σπουδαιότερα έργα της κλασικής Δυτικής λογοτεχνίας, περιλαμβανομένων της Βίβλου, του «Απολεσθέντα Παραδείσου» και της «Θείας Κωμωδίας». Στη σειρά «Ο ‘Απολεσθείς Παράδεισος’ μέσα από τα μάτια και τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ» θα εμβαθύνουμε στις ιδέες του ποιήματος του Τζον  Μίλτον που ενέπνευσαν τον Ντορέ και στις εικόνες που φιλοτέχνησε.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Η απόδοση των στίχων του Μίλτον στη λεζάντα είναι από τη μετάφραση του Αθανασίου Δ. Οικονόμου, εκδ. Οδός Πανός, τρίτη έκδοση, Αθήνα 2015.

Μετάφραση: Αλία Ζάε

Ο «Απολεσθείς Παράδεισος» μέσα από τα μάτια και τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ, μέρος ε΄

Στο προηγούμενο άρθρο της σειράς «Ο ‘Απολεσθείς Παράδεισος’ μέσα από τα μάτια και τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ» είδαμε τη συνάντηση του Σατανά με τα παιδιά του, την Αμαρτία και τον Θάνατο, στην πύλη της Κολάσεως, όπως την περιγράφει ο Τζον Μίλτον στο επικό του ποίημα. Τον αφήνουν να περάσει την πύλη και ο Σατανάς συνεχίζει το ταξίδι του προς το νέο δημιούργημα του Θεού, τη Γη.

Ο Θεός, ο Σατανάς και το ανθρώπινο μέλλον

Στη συνέχεια, βλέπουμε τον Θεό να παρακολουθεί τον Σατανά από τον ουρανό και να λέει ότι γνωρίζει για τους πειρασμούς με τους οποίους θα προσπαθήσει να δελεάσει τους ανθρώπους. Εξηγεί το μέγεθος της κακίας του Σατανά, αναφέροντας ότι το μίσος του προέρχεται μέσα από τον ίδιο του τον εαυτό. Εντούτοις, οι άνθρωποι που θα παρασυρθούν από τα έργα του, δεν θα κριθούν εξίσου αυστηρά, καθώς δεν μισούν τον Θεό μέσα στην καρδιά τους, αλλά Του αντιστέκονται επειδή ξεγελάστηκαν από τον Σατανά.

Ο Θεός ρωτά τα άλλα πλάσματα του Παραδείσου ποιο θα θυσιαστεί για την αιώνια ζωή των ανθρώπων. Μόνον ο Ιησούς, ο Υιός Του, προσφέρεται και ο Θεός επαινεί την αγάπη και τη συμπόνια Του.

Paradise_Lost_12
«Κάτω προς την στεριά της γης / κάτω από τα όρια τα εκλειπτικά του γήλιου / με την ελπίδα έσπευσε ώριας επιτυχίας / και ρίπτεται απότομα κατωφερή σε πτήση / μ’ ανάλαφρη πλοήγηση»*. Χαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ από την εικονογράφησή του για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», 1866. (Public Domain)

 

Η πτήση του Σατανά προς τη γη

Εν τω μεταξύ, ο Σατανάς ψάχνει ματαίως να βρει τη Γη, ώσπου συναντά έναν από τους επτά αρχαγγέλους, τον Ουριήλ, ο οποίος είναι αφιερωμένος σε στοχασμούς κοιτώντας μακριά. Γνωρίζοντας ότι ο αρχάγγελος θα τον αποπέμψει αν καταλάβει ποιος είναι, ο Σατανάς αλλάζει τη μορφή του:

«Χαρά στο πνεύμα το λερό, μ΄ελπίδα τώρα

Που ηύρε έναν οδηγό την πτήση του να στείλει

Στ’ ανθρώπου τον Παράδεισο, τ’ ωραίο σπίτι,

αισίως το ταξίδι του αυτός να τερματίσει

και ο δικός μας ο καημός και θρήνος ν’ αρχινίσει.

Ν’ αλλάξει όμως πρώτιστα τη βδελυρή μορφή του […]

Σαν νέο χερουβείμ να δείξει.»

(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Τρίτο)

Μεταμορφωμένος σε χερουβείμ, λοιπόν, πλησιάζει ο Σατανάς τον Ουριήλ και τον ρωτά που βρίσκεται η Γη, για να δει με τα μάτια του και να θαυμάσει τον νέο δημιούργημα του Θεού. Ο Ουριήλ ξεγελιέται και του περιγράφει τη Γη και πώς μπορεί να τη βρει:

«Είδα πώς με τον Λόγο Του το Χάος,

Του κόσμου το υλικό, μαζεύτηκε:

Άκουσ’ η σύγχυση και με μεγάλο σάλο

Υπάκουσε, τ’ άπειρο συγκρατήθηκε.

Και με τη δεύτερη την προσταγή χάνεται το σκοτάδι,

Φέγγει το φως, και μπαίνει η τάξη […]

Κοιτά εκεί στα χαμηλά ’κείνη τη σφαίρα

Που η δώθε της πλευρά το φως αντανακλάει.

’Κείν’ είν’ η γη,  το σπίτι του ανθρώπου [..] »

(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Τρίτο)

Οι αντιθέσεις του Ντορέ

Στην εικόνα του Ντορέ, ο Σατανάς είναι μια σκοτεινή μορφή που κατευθύνεται προς τη γη, η οποία φωτίζεται από θεϊκό φως, κάτι που μας υπενθυμίζει ότι, παρά τις προσπάθειες του Σατανά, η γη και οι κάτοικοί της έχουν δημιουργηθεί από τον Θεό και έχουν θεϊκή φύση.

Σύννεφα τη σκεπάζουν, εκτός από ένα σημείο όπου λάμπει το ουράνιο φως. Ίσως τα σύννεφα να συμβολίζουν τη σύγχυση και το χάος, υποδεικνύοντας ότι από τον ουρανό θα προέλθει το ξεκαθάρισμα της σύγχυσης και η συγκρότηση του χάους. Όπως μας πληροφορεί ο Ουριήλ, ήταν η φωνή του Θεού που διέλυσε τη σύγχυση και έβαλε τάξη στην αταξία.

Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τη σύγχυση και το χάος ως αντίθετα της αλήθειας, αφού η αλήθεια είναι, εξ ορισμού, καθαρή και ‘εν τάξει’. Σε αυτή την περίπτωση, η εικονογράφηση του Ντορέ περιέχει ακόμα πιο λεπτές αποχρώσεις, από αυτές που φαίνονται με την πρώτη ματιά. Γιατί τότε εικονογραφεί κατά βάθος την αντίθεση ανάμεσα στην αλήθεια και την εξαπάτηση.

Μαθαίνουμε για τις ανέντιμες μεθόδους στις οποίες καταφεύγει ανενδοίαστα ο Σατανάς, από τη μεταμόρφωσή του σε χερουβείμ.  Σε αντίθεση με την αλήθεια – η οποία στην πιο αγνή της μορφή είναι πάντα αληθινή – όχι μόνο αλλάζει ο Σατανάς τη μορφή του πολλές φορές (όπως θα δούμε αργότερα), αλλάζει και αυτό που αντιπροσωπεύει, δηλαδή η φύση του κακού αλλάζει. Πρώτα ήταν η υπερηφάνεια, μετά η δύναμη και κατόπιν η ματαιοδοξία. Τώρα, η φύση του κακού είναι η εξαπάτηση.

Κατ’ επέκταση, η απεικόνισή του ως μια σκοτεινή μορφή αντιστοιχεί στο πώς το ψέμα και το κακό συσκοτίζουν την αλήθεια. Με άλλα λόγια, ο Σατανάς είναι το αντίθετο της αλήθειας. Ο Μίλτον καθιστά σαφές ότι ακόμα και οι πιο ορθοί, ακόμα κι ένας αρχάγγελος, μπορεί να εξαπατηθούν. Γιατί:

«Ούτε άνθρωπος ούτε άγγελος να δουν μπορούν

Την υποκρισία, μοναδικό κακό που σ’ όλους

Είν΄ αόρατο, εξόν απ’ τον Θεό.»

(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Τρίτο)

Οι επιτυχίες του Σατανά οφείλονται στο ταλέντο του στην υποκρισία. Μπορεί να εμφανίζεται ορθός, προκειμένου να καταστρέψει το ορθό.

Μια άλλη αντίθεση που τονίζει ο Μίλτον είναι η καίρια, κατ’ αυτόν, διαφορά ανάμεσα στο θείο και το σατανικό. Ο Θεός είναι η αλήθεια της αυτοθυσίας για χάρη της αγάπης, ενώ ο Σατανάς είναι το ψέμα που θέλει να καταστρέψει την αλήθεια από υπερηφάνεια.

Σε έναν κόσμο γεμάτο ψέματα και απάτες, όπου οι αήθεις εμφανίζονται ως ορθοί, πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε τι είναι πραγματικά αληθινό και γεμάτο αγάπη και συμπόνια;

 

 Ο Γκυστάβ Ντορέ [Gustav Doré, 1832-1883] ήταν ένας ιδιαίτερα παραγωγικός καλλιτέχνης του 19ου αιώνα. Εικονογράφησε με τα χαρακτικά του μερικά από τα σπουδαιότερα έργα της κλασικής Δυτικής λογοτεχνίας, περιλαμβανομένων της Βίβλου, του «Απολεσθέντα Παραδείσου» και της «Θείας Κωμωδίας». Στη σειρά «Ο ‘Απολεσθείς Παράδεισος’ μέσα από τα μάτια και τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ» θα εμβαθύνουμε στις ιδέες του ποιήματος του Τζον  Μίλτον που ενέπνευσαν τον Ντορέ και στις εικόνες που φιλοτέχνησε.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Η απόδοση των στίχων του Μίλτον στις λεζάντες των εικόνων είναι από τη μετάφραση του Αθανασίου Δ. Οικονόμου, εκδ. Οδός Πανός, τρίτη έκδοση, Αθήνα 2015.

Η απόδοση των στίχων εντός του άρθρου είναι της μεταφράστριας του άρθρου.

Μετάφραση: Αλία Ζάε

Ο «Απολεσθείς Παράδεισος» μέσα από τα μάτια και τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ, μέρος δ΄

Μετάφραση: Αλία Ζάε

Ακολουθώντας την εικονογράφηση του Γκυστάβ Ντορέ για το επικό ποίημα του 17ου αιώνα που έγραψε ο Τζον Μίλτον, είδαμε πώς εκδιώχθηκαν ο Σατανάς και οι άλλοι επαναστατημένοι άγγελοι από τον Παράδεισο, αφότου ξεκίνησαν τον πόλεμο κατά του Θεού. Είδαμε επίσης πώς συγκέντρωσε και πάλι ο Σατανάς τα στρατεύματά του και έγινε βασιλιάς της Κόλασης. Σε αυτό το άρθρο, ερευνούμε γιατί φεύγει ο Σατανάς από την Κόλαση και τι ανακαλύπτει στις πύλες.

Μετά από την ανοικοδόμηση του Πανδαιμόνιου, της αυτοκρατορίας των επαναστατημένων αγγέλων, ο Σατανάς στέφεται βασιλιάς και αρχίζει να μελετά πώς θα μπορούσαν να πάρουν εκδίκηση μαζί με τον στρατό του. Όλοι συμφωνούν ότι είναι μάταιο να επιτεθούν ξανά στον Θεό στον Παράδεισο. Γνωρίζουν καλά ότι δεν έχουν καμία ελπίδα να νικήσουν. Ωστόσο, κάποιοι άγγελοι λένε ότι θα προτιμούσαν να πάψουν να υπάρχουν παρά να συνεχίσουν να ζουν στη φρίκη της Κολάσεως.

Τίθεται το ζήτημα να ζητήσουν συγχώρεση από τον Θεό, αλλά ούτε να ζήσουν υπό την εξουσία Του θέλουν. Πιστεύουν ότι ζητώντας έλεος και συγχώρεση θα γίνουν υποτελείς του Θεού και καθώς το μίσος τους τους τυφλώνει, δεν μπορούν να δουν πόσο σοφή κίνηση θα ήταν η υποταγή τους.

Ο Βεελζεβούλ, δεύτερος αρχηγός μετά τον Σατανά, προτείνει κάτι άλλο για να εκδικηθούν τον Θεό:

«Κάτι καλό μπορεί να βγει με τον  αιφνιδιασμό

είτε με της Κολάσεως τη φωτιά

Αν κάψουμε την Πλάση είτε αν την πάρουμε

Άπασα για δικιά μας και διοικήσουμε,

Όπως εμάς μας διοικούσαν, τους κακομοίρηδες κατοίκους.

Κι αν δεν τους διοικήσουμε, τότε ας τους παρασύρουμε,

Να έρθουν με το μέρος μας και τότε ο Θεός

Εχθρός γι’ αυτούς θε να’ ναι και με το χέρι Του

μετανιωμένος το δημιούργημά Του θ’ απαλείψει.»

(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Δεύτερο)

Τα παιδιά του Σατανά

Ο Σατανάς επικροτεί την ιδέα και αποφασίζει να περάσει μόνος του μέσα από τη φρίκη της Κολάσεως για να πάει στη γη. Διασχίζει την Κόλαση και φτάνει στις πύλες της. Ο Μίλτον περιγράφει τη σκηνή ως εξής:

«Μπροστά στην πύλη κάθονταν

Σε κάθε της πλευρά από μια, με σχήμα φοβερό,

Μία γυναίκα όμορφη απ’ τον κορμό και πάνω,

Τέρας φολιδωτό πιο κάτω, ένα γιγάντιο ερπετό

Μ’ ένα κεντρί θανατηφόρο: γύρω από τη μέση της

Αγέλη από σκυλιά της Κόλασης που γάβγιζαν

Αδιάλειπτα με τα τεράστια, Κερβερικά τους στόματα

Και χτύπααν απαίσιο κουδούνι: μα όταν έγερναν,

Στη μήτρα της μέσα θα μπαίνανε σουρτά, κι εκεί

Φωλιάζαν, ακόμα αλυχτώντας και ουρλιάζοντας

Αόρατα, από μέσα […]

Η άλλη μορφή,

Αν τέτοιο τίτλο μπορούσες να της δώσεις

Αφού μορφή καμμιά δεν είχε

Σαν κόκκαλο ή  μέλος ή αρθρώσεις

Κι ούτε ουσία – Φάντασμα να την πεις μπορούσες τη σκιά,

Έτσι το κάθε μέλος έμοιαζε. Και μαύρη στεκόταν σαν τη Νυχτιά,

Σαν δέκα Ερινύες άγρια και τρομερή σαν Κόλαση,

Βέλος σειώντας φοβερό. Κι αυτό που έμοιαζε κεφάλι του

Με κάτι σαν κορώνα ήτανε στολισμένο.»

(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Δεύτερο)

Ποια είναι αυτά τα δύο όντα που φυλάνε την πύλη της Κόλασης; Το ένα, μισό γυναίκα και μισό ερπετό, με τον Κέρβερο να γαβγίζει αγριεμένος ακόμα και μέσα από τη μήτρα της. Το άλλο ένα άμορφο φάντασμα, που κινείται απότομα προς το μέρος του Σατανά.

Αυτός τα κοιτάζει και τα δύο με αηδία, γιατί είναι πράγματι φρικτά πλάσματα. Προειδοποιεί το βίαιο φάντασμα να σταματήσει, αλλιώς θα νιώσει την οργή του. Το πλάσμα που είναι μισό γυναίκα, μισό ερπετό εξηγεί πώς έχουν τα πράγματα.

Η ίδια είναι η Αμαρτία, κόρη του Σατανά που γεννήθηκε από το κεφάλι του όταν αυτός, ψηλά στον ουρανό, άρχισε να συνωμοτεί ενάντια στον Θεό. Στον Παράδεισο θεωρούνταν όμορφη και οι άλλοι συνωμότες την αγαπούσαν. Ο Σατανάς την ερωτεύτηκε – ή τουλάχιστον το κομμάτι του εαυτού του που είδε σε αυτήν – και έπιασε μαζί της το φάντασμα, τον Θάνατο.

Όταν τελείωσε ο πόλεμος, πετάχτηκαν όλοι στην Κόλαση και στην Αμαρτία δόθηκε το κλειδί και η εντολή να φυλάει την πύλη. Εκεί γέννησε τον Θάνατο, γιο του Σατανά και δικό της. Αργότερα, ο Θάνατος την κυνήγησε μέχρι που την κατάφερε κι έκανε μαζί της το πολυκέφαλο τερατώδες σκυλί που τη βασανίζει αδιάκοπα. Αφότου είπαν την ιστορία τους, οι τρεις τους συμφωνούν να συνεργαστούν για να καταστρέψουν τη νέα δημιουργία του Θεού και η Αμαρτία με τον Θάνατο αφήνουν τον Σατανά να βγει από την Κόλαση.

«Μπροστά στην πύλη κάθονταν/Σε κάθε της πλευρά από μια, με σχήμα φοβερό». Χαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ από την εικονογράφησή του για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος». 1866. (Public Domain)

 

Τα δυο τέρατα του Ντορέ

Ο Ντορέ επέλεξε να απεικονίσει τη σκηνή με ήπιο τρόπο, επιλέγοντας τη στιγμή που φτάνει ο Σατανάς στην πύλη. Η πόζα που έχει είναι αυτή που έχει και στις περισσότερες εικόνες: στέκεται όρθιος πάνω από τις δυο άλλες μορφές, με το δόρυ του στο ένα χέρι και με το άλλο χέρι τεντωμένο προς τα δυο πλάσματα.

Αν και στέκεται ψηλότερα από αυτά, ο τρόπος που έχει φωτίσει ο Ντορέ τη σκηνή καθοδηγεί την προσοχή μας στο πιο σημαντικό στοιχείο της: εδώ, στις δυο μορφές μπροστά από την πύλη.

Η μορφή που αυτοαποκαλείται Αμαρτία αναπαρίσταται όπως την περιγράφει το κείμενο, μισή γυναίκα και μισή ερπετό. Απλώνει και αυτή το Χέρι της προς τον Σατανά, σαν να μιλά μαζί του. Η άλλη μορφή – που μορφή δεν έχει, ο Θάνατος – αν και θα έπρεπε να είναι μια σκοτεινή μάζα, στην εικόνα αναπαρίσταται με φτερά. Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε τη νοητή γραμμή που σχηματίζουν τα απλωμένα χέρια του Σατανά και της Αμαρτίας. Αφ’ ενός μεν δείχνουν την επικοινωνία που υπάρχει μεταξύ τους, σύμφωνα με το κείμενο, αφ’ ετέρου δημιουργούν μια σύνδεση και μας υποβάλλουν την ιδέα ότι ο Σατανάς οδηγεί κατευθείαν στην Αμαρτία και η Αμαρτία στον Σατανά.

Αλλά, πάλι, επειδή δεν είναι απολύτως σαφές ποιον ακριβώς δείχνει με το χέρι του ο Σατανάς, μπορούμε να εικάσουμε ότι δείχνει τον Θάνατο. Σε αυτή την περίπτωση, η Αμαρτία οδηγεί στον Σατανά και ο Σατανάς στον Θάνατο.

Ο Σατανάς, η Αμαρτία και ο Θάνατος: ξεπερνώντας τα τέρατα

Ο Μίλτον μας βοηθά να καταλάβουμε πώς ερμηνεύει ο ίδιος αυτό το σχήμα. Η Αμαρτία γεννιέται από το κεφάλι του Σατανά, όταν αυτός συνωμοτεί ενάντια στον Θεό. Αυτό αμέσως μας δείχνει τη φύση της Αμαρτίας: εφόσον γεννιέται από την αντίδραση στον Θεό, ενσαρκώνει την αντίδραση (ή αντίσταση) στον Θεό. Στον ουρανό φαινόταν όμορφη (ίσως επειδή όλα στον ουρανό φαίνονται όμορφα – Σ.τ.Μ.), αλλά στην Κόλαση η πραγματική της φύση αποκαλύπτεται και μοιάζει μισή γυναίκα και μισή ερπετό. Η μορφή της μας βοηθά να καταλάβουμε άλλο ένα χαρακτηριστικό της: ότι, αν και μπορεί να δείχνει επιφανειακά όμορφη, κάτω από την ομορφιά της υπάρχει ασχήμια.

Και ο Θάνατος; Αυτός γεννιέται ως παιδί του Σατανά με την Αμαρτία, γιατί ο πρώτος βλέπει τον εαυτό του – την ομορφιά του –  στη δεύτερη. Συνεπώς, ο Θάνατος είναι ο καταστροφικός συνδυασμός των χαρακτηριστικών της Αμαρτίας – αντίδραση στον Θεό, επενδεδυμένη με ομορφιά – με τη ματαιοδοξία του Σατανά. Εδώ, όπως και στο προηγούμενο άρθρο της σειράς, ισχύει και πάλι το αρχαίο ρητό «όπως πάνω έτσι και κάτω» και η συγκεκριμένη σκηνή παραπέμπει στην Αγία Τριάδα, της οποίας είναι η αντιστροφή. Όπως, δηλαδή, στον Ουρανό υπάρχει η Αγία Τριάδα του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αντίστοιχα η τριάδα της Κόλασης έχει έναν πατέρα (τον Σατανά), μια κόρη (την Αμαρτία) και ένα πνεύμα-φάντασμα, τον Θάνατο.

Τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά για εμάς; Ο φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε είχε πει ότι «όποιος πολεμάει με τέρατα πρέπει να προσέξει να μην γίνει κι ο ίδιος στην πορεία τέρας». Αλλά για να προσέξουμε, πρέπει κατ’ αρχάς να γνωρίζουμε τι είναι ένα τέρας ώστε να φυλαγόμαστε από τα στοιχεία και χαρακτηριστικά που θα μας μεταμόρφωναν σε κάτι τέτοιο.

Εν προκειμένω, τα τέρατα του Μίλτον είναι ο Σατανάς, η Αμαρτία και ο Θάνατος. Μαζί, συνιστούν την αντίσταση στο θείον και στην καλοσύνη του Θεού. Τα όμορφα πράγματα μπορούν να ξυπνήσουν τη ματαιοδοξία μας και να μας απομακρύνουν από την αγνή, βαθιά αγάπη για τον Θεό και τους συνανθρώπους μας. Ίσως η αναγνώριση ενός τέρατος ως τέτοιου να είναι και το πρώτο βήμα για να το υπερβούμε.

Ο Γκυστάβ Ντορέ [Gustav Doré, 1832-1883] ήταν ένας ιδιαίτερα παραγωγικός καλλιτέχνης του 19ου αιώνα. Εικονογράφησε με τα χαρακτικά του μερικά από τα σπουδαιότερα έργα της κλασικής Δυτικής λογοτεχνίας, περιλαμβανομένων της Βίβλου, του «Απολεσθέντα Παραδείσου» και της «Θείας Κωμωδίας». Στη σειρά «Οι ιδέες και οι εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ», θα εμβαθύνουμε στις ιδέες που ενέπνευσαν τον Ντορέ και στις εικόνες που γεννήθηκαν.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Η απόδοση των στίχων του Μίλτον είναι από τη μετάφραση του Αθανασίου Δ. Οικονόμου, εκδ. Οδός Πανός, τρίτη έκδοση, Αθήνα 2015.

Ο «Απολεσθείς Παράδεισος» μέσα από τα μάτια και τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ, μέρος γ΄

Μετάφραση: Αλία Ζάε

Συνεχίζοντας τη μελέτη της εικονογράφησης του Γκυστάβ Ντορέ για το επικό ποίημα του 17ου αιώνα που έγραψε ο Τζον Μίλτον, συναντάμε πάλι τον Σατανά, αφού έχει μιλήσει πια με τον στρατό του και έχει καταφέρει να αναζωπυρώσει την ορμή τους για εξέγερση ενάντια στον Θεό. Άρχισε μιλώντας σε έναν μόνο άγγελο, σύντομα όμως το ακροατήριό του πολλαπλασιάστηκε και οι επαναστατημένοι άγγελοι ήταν έτοιμοι για την αντεπίθεση.

Παρόλο που ο Σατανάς ήταν αυτός που τους είχε ξεσηκώσει και είχε προκαλέσει την πτώση τους από τον Παράδεισο, οι άγγελοι δεν διστάζουν να ανασυνταχτούν μαζί του. Ο Μίλτον περιγράφει τη σκηνή ως εξής:

Τόσο αναρίθμητοι ήσαν οι άγγελοι που πέταγαν

Με τα φτερά τους  απλωτά στης Κόλασης το χείλος

Μέσα και πάνω απ’ τις φωτιές που τους περικυκλώναν.

Μέχρι που με το σήμα που ’δωκε ο μέγας τους Σουλτάνος

Το δόρυ του κραδαίνοντας ψηλά για να τους κατευθύνει

Κάτω πετούνε σύσσωμοι στο σταθερό θειάφι

Τα πλήθη τους γεμίζοντας την απλωτή πεδιάδα […]

Αυτοστιγμεί απ’ τα τάγματα κι από τις μεραρχίες

Όλοι οι αρχηγοί πετάγονται,

Στον μέγα στρατηγό τους σπεύδουν […]

Κι ας σβήστηκαν τα ονόματά των πια

Απ’ τους Ουράνιους καταλόγους, που έμειναν

Χωρίς καμιά αναφορά σ’ εξεγερμένους

Απ’ τα Βιβλία της Ζωής

Διωγμένους, γκρεμισμένους…

 (Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Πρώτο)

Ακολουθώντας τον αρχηγό

«Τόσο αναρίθμητοι ήσαν οι άγγελοι που πέταγαν / Με τα φτερά τους απλωτά στης Κόλασης το χείλος…» Χαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ από την εικονογράφησή του για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», 1866. (Public Domain)

 

Η εικόνα του Ντορέ μας επιτρέπει να εμβαθύνουμε στους στίχους του Μίλτον. Βλέπουμε μια λεγεώνα αγγέλων να διασχίζουν την Κόλαση πετώντας, σαν ένα κοπάδι κοράκια, πάνω από καπνούς που ανυψώνονται και οριοθετούν τη σύνθεση και από τις δύο πλευρές. Μόνον ο Σατανάς, που ηγείται του σμήνους, και λίγοι άγγελοι που βρίσκονται κοντά του είναι διακριτοί ως μεμονωμένες μορφές. Οι υπόλοιποι άγγελοι ενοποιούνται σε ένα ομοιογενές, φιδίσιο σχήμα.

Αν κάνουμε μια μικρή παύση εδώ και κοιτάξουμε τη σκηνή αναφορικά με άλλα κείμενα, ο νους μας είναι εύκολο να πάει στο «1984» του Τζωρτζ Όργουελ, όπου και εκεί απαιτείται από τους ανθρώπους να συμμορφώνονται με τη γενικότερη ομοιομορφία και κάθε ατομική ιδιαιτερότητα απαλείφεται. Αναρωτιόμαστε το εξής: πού οδηγούν τον Σατανά και τους πεπτωκότες αγγέλους αυτή η ομοιομορφία και η έλλειψη ατομικότητας;

Οι απαρχές της τυραννίας

Epoch Times Photo
«Με τα σαλπίσματά τους κάλεσαν από τις μεραρχίες / Κι από τα τάγματα τους άξιους, τους πιο καλούς». Χαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ από την εικονογράφησή του για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», 1866. (Public Domain)

 

Συνεχίζει ο Μίλτον:

Μίλησε: κι απάντηση στον Λόγο του μυριάδες δώσανε

τα λαμπερά σπαθιά που τράβηξαν με δύναμη απ’ τα θηκάρια

τα Χερουβείμ που είχανε ζωσμένα στους γοφούς τους

Κι η λάμψη τους εφώτισε την Κόλαση ως πέρα:

Πολύ οργισμένοι ήσανε κατά του Ανωτάτου και την οργή τους

Δείξανε χτυπώντας τις ασπίδες, πόλεμο κρούοντας

Κι απείθεια ξαπολύοντας κατά του Παραδείσου…

 (Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Πρώτο)

 Αναμφίβολα, η ομοιομορφία και η έλλειψη ατομικότητας είναι ένα βήμα προς την επιβολή της τυραννίας. Στο ποίημα του Μίλτον, ο Σατανάς συνεχίζει την ομιλία του προς τους αγγέλους του και τους ενώνει με μία σκέψη: μίσος, περιφρόνηση και αψηφισιά για τον Θεό και τον Παράδεισο.

Για αυτήν τη σκηνή, ο Ντορέ φιλοτεχνεί μια έντονα δυναμική εικόνα. Στην κορυφή ενός λόφου, διαγράφονται οι σιλουέτες επτά αγγέλων, απ’ όπου σαλπίζουν τις τρομπέτες τους. Οι υπόλοιποι άγγελοι, ακούγοντας το κάλεσμα, συρρέουν από παντού. Μερικοί έρχονται καλπάζοντας πάνω σε άλογα, ενώ όσοι διαφαίνονται στο βάθος της εικόνας φωτίζουν τα σκοτάδια της Κόλασης με τα φλογισμένα όπλα τους.

Ακολουθώντας τον Μίλτον, που αποκαλεί τον Σατανά «Στρατηγό», ο Ντορέ υιοθετεί και αυτός μια γενικά μιλιταριστική προσέγγιση: ο Σατανάς οδηγεί, ξεσηκώνει, διατάζει και οι επαναστατημένοι άγγελοι επικροτούν ουρλιάζοντας και ετοιμάζονται να επιστρέψουν στη μάχη.

Διαβάζοντας αυτό το σημείο του ποιήματος, θυμάμαι τις δίκες της Νυρεμβέργης, όπου δικάστηκαν τα μέλη του Ναζιστικού κόμματος για τα εγκλήματα που διέπραξαν υπό την ηγεσία του Αδόλφου Χίτλερ και του Γ΄ Ράιχ. Πολλοί Ναζί επικαλέστηκαν ως δικαιολογία το ότι απλώς ακολουθούσαν διαταγές, κάτι που το δικαστήριο δεν αποδέχθηκε ως επαρκή αιτιολόγηση που θα μπορούσε να αφαιρέσει από αυτούς την ευθύνη για τις πράξεις τους. Αναρωτιέμαι: αν δικάζονταν οι πεπτωκότες άγγελοι, ποια δικαιολογία θα επικαλούνταν;

Ο τύραννος  ανεβαίνει στον θρόνο

«Σ’ ένα θρονί ψηλά βασιλικό, που ’κανε να ωχριούν μπροστά του / όλα τα πλούτη του Ορμούζ και των Ινδιών εξίσου…». Χαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ από την εικονογράφησή του για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», 1866. (Public Domain)

 

Οι άγγελοι του Σατανά χτίζουν στην Κόλαση ένα βασίλειο που μοιάζει το αντίστροφο του Παραδείσου, διαστρεβλώνοντας την αρχαία ρήση «Όπως πάνω, έτσι και κάτω». Το βασίλειό τους, το «Πανδαιμόνιο», όπου ενθρονίζεται ο Σατανάς ως ανώτατος άρχων, απηχεί τις προθέσεις του αρχηγού τους.

Ο Μίλτον το περιγράφει ως εξής:

Οι κήρυκες οι φτερωτοί, μετά από διαταγή,

Σαλπίζουν και με απαίσια τελετή καλούν

Ένα συμβούλιο σοβαρό να συγκληθεί

Στο Πανδαιμόνιο, του Σατανά και των ομοίων του

Την υψηλή πρωτεύουσα.

Με τα σαλπίσματά τους κάλεσαν από τις μεραρχίες

Κι από τα τάγματα τους άξιους, τους πιο καλούς […]

Σ’ ένα θρονί ψηλά βασιλικό, που ’κανε να ωχριούν μπροστά του

Όλα τα πλούτη του Ορμούζ και των Ινδιών εξίσου…

 (Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Πρώτο και Βιβλίο Δεύτερο)

Εδώ, ο Ντορέ μας δείχνει τον Σατανά να ενθρονίζεται σε ένα μεγαλειώδες παλάτι στο Πανδαιμόνιο. Ο προβολέας είναι στραμμένος επάνω του, καθώς στέκεται μπροστά από τον θρόνο, με το χέρι του υψωμένο σε ένδειξη της δύναμής του μέσα στο βασίλειό του. Πολλοί επαναστάτες άγγελοι έρχονται να τον λατρέψουν και να τον προσκυνήσουν και περιμένουν τη συμβουλή του.

Το μη σεσημασμένο κακό γίνεται αντικείμενο θαυμασμού

«Ω! γη, συνόμοια τ’ Ουρανού, σύντας και προτιμιώσουν πιο δίκαια»*. Χαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ από την εικονογράφησή του για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», 1866. (Public Domain)

 

Ας αναλογιστούμε πώς εφαρμόζονται τα παραπάνω στα δι’ ημών. Στο α΄ μέρος της σειράς, συνειδητοποιήσαμε ότι, όπως εξόρισε ο Θεός τον Σατανά από τον ουρανό, έτσι κι εμείς πρέπει να διώξουμε δια παντός από την καρδιά και τον νου μας ό,τι μας κρατάει μακριά από τον Θεό. Στο β΄ μέρος, είδαμε ότι αν αφήσουμε το κακό ανεξέλεγκτο, πολλαπλασιάζεται γρήγορα. Τι μπορούμε να συνάγουμε από τη σύναξη των δυνάμεων του Σατανά στην Κόλαση και ποιος είναι ο συμβολισμός της στέψης του Εωσφόρου ως βασιλιά της Κόλασης;

Η σκέψη μου είναι ότι πρόκειται για μία προειδοποίηση, που μας δείχνει τι μπορεί να συμβεί αν δεν προστατέψουμε τους εαυτούς μας από το κακό: αυτό θα μεγαλώσει και θα δυναμώσει τόσο πολύ μέσα μας, ώστε σιγά σιγά θα αρχίσουμε να δικαιολογούμε την ύπαρξή του, φτάνοντας στο σημείο να το θαυμάζουμε και να το επαινούμε. Όταν στο νου μας έχει μπει το κακό, είμαστε ανίκανοι να σκεφτούμε λογικά και ψύχραιμα. Δεν μπορούμε καν να καταλάβουμε πόσο πόνο μας προκαλεί μια τέτοια κατάσταση. Έχοντας χάσει κατά ένα μέρος την αίσθηση του εαυτού μας, είναι δυνατόν ακόμα και να μπερδευτούμε ως προς το ποιοι πραγματικά είμαστε ή να αρνούμεθα την ευθύνη των πράξεών μας.

Όταν βρισκόμαστε σε αυτή την κατάσταση, είμαστε θύματα μιας εσωτερικής τυραννίας και η μόνη δικαιολογία για τις κακές μας πράξεις είναι ότι ακολουθούσαμε διαταγές. Ωστόσο, είμαστε κάτι περισσότερο από αυτό, σωστά;

 

Ο Γκυστάβ Ντορέ [Gustav Doré, 1832-1883] ήταν ένας ιδιαίτερα παραγωγικός καλλιτέχνης του 19ου αιώνα. Εικονογράφησε με τα χαρακτικά του μερικά από τα σπουδαιότερα έργα της κλασικής Δυτικής λογοτεχνίας, περιλαμβανομένων της Βίβλου, του «Απολεσθέντα Παραδείσου» και της «Θείας Κωμωδίας». Στη σειρά «Οι ιδέες και οι εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ», θα εμβαθύνουμε στις ιδέες που ενέπνευσαν τον Ντορέ και στις εικόνες που γεννήθηκαν.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Η απόδοση των στίχων του Μίλτον στη λεζάντα της εικόνας είναι από τη μετάφραση του Αθανασίου Δ. Οικονόμου, εκδ. Οδός Πανός, τρίτη έκδοση, Αθήνα 2015.

Οι υπόλοιποι στίχοι έχουν αποδοθεί από τα αγγλικά από τη μεταφράστρια του άρθρου.

 

Ο “Απολεσθείς Παράδεισος” μέσα από τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ, μέρος β΄

Μετάφραση: Αλία Ζάε

Αφότου ο Εωσφόρος – ο Σατανάς, όπως ονομάστηκε μετά από την επανάσταση και την πτώση του- εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο, αυτός και ο στρατός του βρέθηκαν να βασανίζονται στην Κόλαση. Ωστόσο, πριν περάσει καιρός, προσπαθεί να ανασυντάξει τις δυνάμεις του για να συνεχίσει τον πόλεμο ενάντια στον Θεό και τους αγγέλους Του, παρά την αρχική του ήττα.

Epoch Times Photo
«Μονοστιγμής,τανύζοντας τα πισινά ποδάρια / τραβάει τ’ απανωκόρμι του κι ορθώνεται τεράστιος»1. Χαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ από την εικονογράφησή του για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», 1866. (Public Domain)

 

Λέει ο Μίλτον στην αρχή:

«Ας πάμε προς τα ’κεί,

Μακριά από τα κύματα που καίν’ και μας χτυπάνε,

Εκεί ας ξαποστάσουμε, αν είναι δυνατόν

ποτέ ανάπαψη εδώ να υπάρξει

και ας ανασυντάξουμε την πληγωμένη δύναμή μας

κι ας δούμε πώς μπορεί να πλήξουμε πιο καίρια τον εχθρό μας,

πώς να αναπληρώσουμε όλα όσα χάσαμε και

πώς να ξεπεράσουμε ετούτα τα δεινά μας,

αν κάποια ελπίδα έχουμε που να μας δώσει θάρρος

κι αν όχι αυτό, τότε μ’ αποφασιστικότητα

η απελπισία ας μας οπλίσει».

Έτσι ο Σατανάς εμίλησε στον κοντινό του φίλο,

με το κεφάλι του ψηλά από το κύμα πάνω

και φλόγες μες στα μάτια του…

(Τζον Μίλτον, «Ο Απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Πρώτο)

Βρίσκοντας τον πρώτο σύμμαχο

Το παραπάνω απόσπασμα απεικονίζεται στη δεύτερη εικόνα του Γκυστάβ Ντορέ για το ποίημα του Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος». Σε ένα σκοτεινό περιβάλλον γεμάτο καπνούς βλέπουμε δυο μορφές – δυο από τους επαναστατημένους αγγέλους. Ο άγγελος που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο είναι πεσμένος σε κάτι που μοιάζει με θάλασσα φωτιάς, που φωτίζει την πανοπλία του.

Κοιτάζει πάνω από τον ώμο του τον Σατανά, μια όρθια μορφή στην όχθη της λίμνης  περιτριγυρισμένη από καπνούς. Αν και στέκεται στη σκιά, τα υψωμένα του χέρια και το στραμμένο του κεφάλι καθιστούν σαφές ότι απευθύνεται στον πεσμένο άγγελο και μάλιστα από θέση ισχύος. Από το δόρυ που κρατά καταλαβαίνουμε ότι είναι έτοιμος να συνεχίσει τον πόλεμο ενάντια στον Θεό.

Epoch Times Photo
Λεπτομέρεια από το χαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», 1866. (Public Domain)

 

Τόσο η περιγραφή του Μίλτον όσο και η εικόνα του Ντορέ καθιστούν σαφές ότι ο Σατανάς δεν έχει πει την τελευταία του λέξη. Σκοπεύει να ξεκουραστεί στην Κόλαση, να αναλάβει τις δυνάμεις του, να ανασυντάξει τον στρατό του, να υπερνικήσει τους συνεχείς πόνους του και να συνεχίσει να προκαλεί τον Θεό – τον εχθρό του. Ο δεύτερος εκπεσών άγγελος ακούει το μήνυμα του αρχηγού του προσεκτικά.

Ο ένας γίνεται πολλοί

Και συνεχίζει ο Μίλτον:

Από τη φλογισμένη θάλασσα μπροστά στεκόταν και καλούσε

τις λεγεώνες του, στρατιές αγγέλων, που μαγεμένοι…

τη μεταμόρφωσή τους κοίταζαν με θαυμασμό και φρίκη.

Με τόσο δυνατή φωνή καλεί, που ολόκληρη της Κόλασης

η βαθουλή κοιλάδα αντιλαλεί. «Πρίγκηπες, ηγεμόνες,

πολεμιστές, άνθος πάλαι ποτέ του Ουρανού, που κάποτε τον είχατε

δικό σας, μα τώρα πια είν’ χαμένος, μπορεί τέτοια κατάπληξη

Αιώνια Πνεύματα ποτέ ν’ αδράξει; Ή μήπως επιλέξατε

Σε τούτο ‘δω το μέρος να ξαποστάσει η ανδρεία σας

μετά από τη μάχη και ν’ αποκοιμηθείτε ’δώ με άνεση

σα να βρισκόσασταν σ’ ουράνιες κοιλάδες;

Ή μήπως έτσι άθλιοι ορκίζεστε λατρεία

και στον Κατακτητή υποτάσσεστε; Τα χερουβείμ

και σεραφείμ, μες στην πλημμύρα βλέποντάς σας,

έτσι πεσμένους και με τα όπλα και τα λάβαρα ως πέρα σκορπισμένα,

θα δουν το πλεονέκτημα κι αμέσως θα κατεβούν

απ’ τον Παράδεισο είτε να μας τσακίσουν

είτε μ’ αστροπελέκια κάτω σ’ αυτό το βάραθρο

γερά να μας καρφώσουν. Εμπρός, λοιπόν,

ξυπνήστε, σηκωθείτε, ειδ’ άλλως

για πάντα ας μείνετε πεσμένοι.»

Τον άκουσαν και με ντροπή πετάχτηκαν απάνω…

(Τζον Μίλτον, «Ο Απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Πρώτο)

 Εδώ, ο Ντορέ απεικονίζει τον Σατανά να απευθύνεται σε ολόκληρο το στράτευμά του κι όχι πια μόνο σε ένα πνεύμα. Ο στρατός του έχει βγει τώρα από την πυρακτωμένη λίμνη και πατά σε στέρεο έδαφος. Είναι ένας ηττημένος στρατός – οι θέσεις των επιμέρους μορφών που βρίσκονται διάσπαρτες στη σύνθεση και οι συστραμένες στάσεις τους το επιβεβαιώνουν.

Στη σύνθεση, η ιεραρχία αποτυπώνεται ξεκάθαρα. Όπως και στην προηγούμενη εικόνα, ο Σατανάς είναι μια μορφή όρθια και ψηλή που στέκεται υπερήφανος ψηλότερα από όλα τα άλλα πνεύματα. Η στάση του είναι περίπου η ίδια. Έχει το ένα του χέρι του υψωμένο, ενώ με το άλλο κρατά το δόρυ του καθώς απευθύνεται στον στρατό του. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ο αριθμός των πνευμάτων στα οποία απευθύνεται.

Epoch Times Photo
«Τον άκουσαν και με ντροπή πετάχτηκαν απάνω…». Χαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», 1866. (Public Domain)

 

Για να τους ξεσηκώσει, προσπαθεί να τους κάνει να ντραπούν για την κατάντια τους και αμφισβητεί τη δύναμη της θέλησής τους. Ουσιαστικά, αυτό που τους ρωτά είναι: είστε μαζί μου ή με τον Θεό;

Οι εκπεσόντες άγγελοι νιώθουν ντροπή, ανασυντάσσονται και ετοιμάζονται να συνεχίσουν τον πόλεμο ενάντια στον Θεό.

Όταν το κακό δεν ξεριζώνεται

Ας αναλογιστούμε τις ιδέες του Μίλτον και του Ντορέ σε συνάρτηση με τον δικό μας κόσμο και τις μάχες του. Για να παραμείνει ο Παράδεισος ένα αγνό μέρος, πρέπει ο  Σατανάς, το αρχετυπικό κακό, να διωχθεί. Αντίστοιχα κι εμείς οφείλουμε να διώχνουμε από μέσα μας κάθε κακό που σπιλώνει τη θεϊκή μας φύση.

Είναι φυσικό να ακολουθήσει το ερώτημα: τι θα συμβεί αν δεν καταφέρουμε να αποβάλλουμε πλήρως το κακό από μέσα μας; Τι θα συμβεί αν παραμείνουν κάποια μικροστοιχεία; Το κείμενο του Μίλτον και η εικονογράφηση του Ντορέ υπονοούν ότι το κακό δεν αργεί να πολλαπλασιαστεί. Αρκεί μια κακή επιθυμία, έστω και αποδυναμωμένη, να βρει καταφύγιο μέσα μας και αργά ή γρήγορα θα γεννήσει και άλλες. Πριν καλά καλά το καταλάβουμε θα βρεθούμε να παλεύουμε πάλι για πράγματα που θεωρούσαμε ήδη κερδισμένα.

Πώς όμως μπορούμε να είμαστε ποτέ σίγουροι ότι έχουμε ψάξει ενδελεχώς μέσα μας; Πώς μπορούμε να προφυλαχτούμε από τις κακές σκέψεις και πράξεις;

 

Ο Γκυστάβ Ντορέ [Gustav Doré, 1832-1883] ήταν ένας ιδιαίτερα παραγωγικός καλλιτέχνης του 19ου αιώνα. Εικονογράφησε με τα χαρακτικά του μερικά από τα σπουδαιότερα έργα της κλασικής Δυτικής λογοτεχνίας, περιλαμβανομένων της Βίβλου, του «Απολεσθέντα Παραδείσου» και της «Θείας Κωμωδίας». Στη σειρά «Οι ιδέες και οι εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ», θα εμβαθύνουμε στις ιδέες που ενέπνευσαν τον Ντορέ και στις εικόνες που γεννήθηκαν.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Η απόδοση των στίχων του Μίλτον είναι από τη μετάφραση του Αθανασίου Δ. Οικονόμου, εκδ. Οδός Πανός, τρίτη έκδοση, Αθήνα 2015. Βιβλίο Πρώτο, σ. 18.

Ο “Απολεσθείς Παράδεισος” μέσα από τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ, μέρος α΄

Μετάφραση: Αλία Ζάε

Στο ποίημά του «Ο απολεσθείς Παράδεισος», ο Τζον Μίλτον ξεκινά την αφήγησή του περιγράφοντας έναν μεγάλο πόλεμο που ξέσπασε στον Παράδεισο. Φιλοδοξώντας να γίνει άρχοντας του Παραδείσου, ο Εωσφόρος πείθει λεγεώνες αγγέλων να ενωθούν μαζί του ενάντια στον Θεό. Έτσι ξεκινά ο πόλεμος στα ουράνια. Φυσικά, ο Εωσφόρος, που αποκαλείται Σατανάς πλέον, και όσοι άγγελοι τον ακολούθησαν χάνουν τον πόλεμο και διώχνονται από τον Παράδεισο:

«Όταν η αλαζονεία του

Τον έδιωξε κι αυτόν και τον στρατό του

Απ’ τον Παράδεισο που ήθελε

αυτός να κατακτήσει κι από τον Παντοδύναμο

Ψηλότερα ν’ ανέβει, από τον θρόνο Του

Τον άρχοντα Δημιουργό να διώξει,

Αρχίζοντας τον πόλεμο μ’ ασέβεια

Ματαίως. Ο Παντοδύναμος τον γκρέμισε

Με φλόγες απ’ τα ουράνια,

Μ’ εκρήξεις και αντάριασμα

σ’ απύθμενο χαμό τον πέταξε

Να κείτεται ζωσμένος

Με αδαμάντινα δεσμά και με φωτιά που καίει…» 1

(Βιβλίο Α΄)

«Ο απολεσθείς Παράδεισος»

Ως  πρώτη εικόνα του ποιήματος, ο Γκυστάβ Ντορέ επιλέγει να ζωντανέψει το παραπάνω απόσπασμα. Χωρίζει τη σύνθεσή του σε δύο μέρη: στο επάνω μέρος τοποθετεί τους αγγέλους που υπερασπίζονται τον Θεό. Δεν έχουν έντονη φωτοσκίαση, αντίθετα τους βλέπουμε λουσμένους στο φως που χύνεται από ψηλά.

Χαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ από την εικονογράφησή του για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», 1866. (Public Domain). Λεπτομέρεια από την εικόνα «Ο Παντοδύναμος τον γκρέμισε / Με φλόγες απ’ τα ουράνια» (Ι.44,45), που αναπαριστά τη μάχη των αγγέλων στον ουρανό και τον διωγμό των επαναστατών.

 

Ορισμένων αγγέλων το σώμα μοιάζει να διαπερνάται από το λαμπερό φως. Ο πρώτος άγγελος όμως πετά μπροστά με δύναμη, διώχνοντας τους αποστάτες που γκρεμίζονται προς τα κάτω.

Το φως ξεχύνεται μέσα από τα σύννεφα και διαπερνά τη εικόνα μέχρι το κάτω κάτω σκοτεινό της μέρος. Κάποιες από τις αχτίδες μοιάζουν με φωτεινά βέλη, που τρυπούν τους αγγέλους που πέφτουν, με τα χέρια απλωμένα και τα σώματα συστραμμένα σαν να τους διαπερνά μεγάλος πόνος. Κάποιοι προσπαθούν να κρυφτούν από το φως, ενώ αυτοί που βρίσκονται στο χαμηλότερο μέρος της σύνθεσης φαίνονται απλώς σαν μαύρες σιλουέτες.

Μπορούμε να εικάσουμε ότι η κυρίαρχη μορφή των αγγέλων που πέφτουν είναι ο ίδιος ο Σατανάς. Στο ένα του χέρι κρατά δόρυ, ενώ φέρνει το άλλο στο κεφάλι με αγωνία. Η κεντρική θέση που κατέχει στη σύνθεση, η έντονη φωτοσκίαση και το μέγεθός του τον καθιστούν σημείο εστίασης στην εικόνα, ακριβώς όπως είναι και το σημείο εστίασης του τραγικού ποιήματος του Μίλτον.

Μια ιστορία προς παραδειγματισμό

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο σκοπός του έργου είναι να «αιτιολογήσει τη θεϊκή βούληση στους ανθρώπους» (Βιβλίο Α΄, στίχοι 32-33)2. Γι’ αυτό επέλεξε να αποφύγει μια συμβατική προσέγγιση, κάνοντας τον Σατανά κεντρική μορφή του ποιήματος – κάτι που ο εικονογράφος του ακολούθησε πιστά. Με αυτόν τον τρόπο, το ποίημα γίνεται έργο προς παραδειγματισμό.

Ποιο είναι όμως το δίδαγμά του;

Χαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ από την εικονογράφησή του για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», 1866. (Public Domain). Θέλοντας να γίνει άρχοντας του Παραδείσου, ο Σατανάς συγκεντρώνει υποστηρικτές ανάμεσα στις λεγεώνες των αγγέλων για να πολεμήσουν τον Θεό. Αλλά «ο Παντοδύναμος τον γκρέμισε / Με φλόγες απ’ τα ουράνια» (Α΄, 44, 45).

 

Η ιστορία του Μίλτον μας δίνει να καταλάβουμε ότι η θεμελιώδης αμαρτία, η θεμελιώδης προσβολή απέναντι στον Θεό είναι η υπερηφάνεια και η συνεπακόλουθη αλαζονεία. Η αντίθεση ανάμεσα στην αλαζονεία του Σατανά και την παντοδύναμη θεϊκή ορθότητα είναι καταφανής και οι άγγελοι πρέπει να διαλέξουν τι θα ακολουθήσουν. Ο Θεός και οι άγγελοι που επιλέγουν την ορθότητα διώχνουν όσους επέλεξαν να ακολουθήσουν την αλαζονεία.

Μήπως ο συγγραφέας προτείνει ότι η ίδια η φύση της υπερηφάνειας την διαχωρίζει από την ορθότητα;

Κάθε μέρα καλούμαστε να διαλέξουμε ανάμεσα σε αυτό που ζητάει ο Θεός από εμάς και σε αυτό που θέλουμε να κάνουμε εμείς για τον εαυτό μας. Όπως και οι άγγελοι που επέλεξαν το θεϊκό φως, έτσι κι εμείς καλούμαστε να διώξουμε από μέσα μας ό,τι αντιστέκεται και αρνείται το θείον.

Ο Γκυστάβ Ντορέ [Gustav Doré, 1832-1883] ήταν ένας ιδιαίτερα παραγωγικός καλλιτέχνης του 19ου αιώνα. Εικονογράφησε με τα χαρακτικά του μερικά από τα σπουδαιότερα έργα της κλασικής Δυτικής λογοτεχνίας, περιλαμβανομένων της Βίβλου, του «Απολεσθέντα Παραδείσου» και της «Θείας Κωμωδίας». Στη σειρά «Ο απολεσθείς Παράδεισος μέσα από τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ» θα εμβαθύνουμε στις ιδέες που ενέπνευσαν τον Ντορέ για την εικονογράφησή του.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Η μετάφραση των στίχων έγινε από την Αλία Ζάε.

2. «και τις βουλές του άναρχου Θεού να δικαιώσω / και στους ανθρώπους έπειτα να επιβεβαιώσω.» (από τη μετάφραση του Αθ. Οικονόμου, εκδ. Οδός Πανός, γ΄έκδοση, 2015, σελ. 9)

Το έλατο: μια μακραίωνη παράδοση

Μετάφραση: Αλία Ζάε

Εδώ και αρκετά χρόνια, η παράδοση του χριστουγεννιάτικου δέντρου έχει εξελιχθεί σε παγκόσμιο έθιμο, από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ μέχρι την Άπω Ανατολή και την Αφρική. Το στολίζουμε με μπάλες, με ξύλινα στολίδια, με κουκουνάρια, με γιρλάντες, με κορδέλες ή με φωτάκια, ακόμα και με ‘χιόνι’ πολλές φορές, ενώ στη βάση του βάζουμε τη φάτνη και τα δώρα που θα χαρίσουμε ο ένας στον άλλον. Από πού όμως κατάγεται αυτή η συνήθεια;

Ένα διαχρονικό σύμβολο

Τα αειθαλή δέντρα, κατηγορία στην οποία ανήκει και το έλατο, είχαν συμβολική αξία για πολλούς λαούς ανά τον κόσμο, πολύ πριν εξαπλωθεί ο Χριστιανισμός. Για παράδειγμα, στις παραδόσεις αρχαίων μεσογειακών λαών, αλλά και σε αυτές των κινέζικων Δυναστειών, τα αειθαλή δέντρα συσχετίζονταν με την αιώνια ζωή.

Οι πολιτισμοί που ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό οικειοποιήθηκαν πληθώρα αρχαίων παγανιστικών και ειδωλολατρικών εθίμων, προσαρμόζοντάς τα στη χριστιανική θρησκεία. Ένα από αυτά ήταν το στόλισμα των αειθαλών δέντρων, που μετατράπηκαν σε σύμβολα του Κήπου της Εδέμ. Τα πρώτα στολίδια ήταν μήλα, γκοφρέτες1 και κεριά. Τα πρώτα λόγω της ονομαστικής εορτής των πρωτοπλάστων2, οι δεύτερες για το σώμα του Χριστού και τα τρίτα για το φως του Χριστού.

Μετά από τον 16ο αιώνα, το χριστουγεννιάτικο δέντρο – το έλατο, πια – έγινε αναπόσπαστο μέρος των παραδόσεων της λουθηρανικής Γερμανίας, το οποίο μεταλαμπαδεύτηκε στη Βρετανία στις αρχές του 19ου αιώνα από τη γερμανικής καταγωγής βασίλισσα Βικτωρία και τον Γερμανό σύζυγό της Αλβέρτο της Σαξονίας. Στις ΗΠΑ μεταφέρθηκε από Γερμανούς μετανάστες (η πρώτη καταγραφή που έγινε σχετικά χρονολογείται από τη δεκαετία του 1830). Κοντά στα τέλη της δεκαετίας του 1800, ο Έντουαρντ Χίμπερντ Τζόνσον, συνεργάτης του Τόμας Έντισον, πρόσθεσε φώτα στο έλατο, σηματοδοτώντας τη γέννηση του σύγχρονου χριστουγεννιάτικου δέντρου.

Χριστουγεννιάτικο Δέντρο με μπαρόκ ναπολιτάνικη φάτνη. Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη (Public Domain)

Ένα μπαρόκ έλατο στο Met

Μέχρι τις 8 Ιανουαρίου 2023, στην Αίθουσα Μεσαιωνικής Γλυπτικής του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης, μπορείτε να απολαύσετε το «Χριστουγεννιάτικο Δέντρο με μπαρόκ ναπολιτάνικη φάτνη» του μουσείου. Το δέντρο, με ύψος 6 μέτρα, φιλοξενεί αμέτρητους αγγέλους που ίπτανται πάνω από τη σκηνή της Γέννησης. Στη βάση του βρίσκεται η φάτνη και όλη η σκηνή της Γέννησης.

Οι φιγούρες της φάτνης, κατασκευασμένες το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα από ξύλο και τερακότα, είναι δωρεά της Λορέτα Χάινς Χάουαρντ. Έχουν ύψος 30-40 εκ. και εικάζεται ότι προέρχονται από το εργαστήριο του Ιταλού Ναπολιτάνου γλύπτη Τζουζέπε Σανμαρτίνο.

Οι άγγελοι αιωρούνται με μαγευτικό τρόπο πάνω από τη φάτνη, η οποία είναι περιτριγυρισμένη από φιγούρες, οι οποίες αναπαριστούν ανθρώπους κάθε εθνικότητας, που πλησιάζουν για να προσκυνήσουν τη Γέννηση του Σωτήρα. Οι επισκέπτες μπορούν επίσης να περπατήσουν περιμετρικά του δέντρου για να θαυμάσουν τις όμορφες φιγούρες. Η χριστουγεννιάτικη διάθεση επιτείνεται από τη χορωδιακή μουσική που πλανάται στον αέρα.

Το επιβλητικό έλατο και η περίτεχνη φάτνη προσελκύουν την πλειοψηφία των επισκεπτών του μουσείου και δικαίως. Οι άνθρωποι στέκονται να το θαυμάσουν για ώρα και μοιάζουν να βυθίζονται σε σκέψεις, που γεννιούνται από το ξεχωριστό θέαμα που ατενίζουν.

Τζουζέπε Σανμαρτίνο, «Άγγελος», δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη (Public Domain)

 

Αναζητώντας νέα νοήματα

Όταν οι ρίζες μιας παράδοσης χάνονται στα βάθη των αιώνων, πολλές φορές χάνονται και τα βαθύτερα νοήματα και οι συμβολισμοί που υπάρχουν. Κάτι τέτοιο έχει συμβεί και στην περίπτωση του χριστουγεννιάτικου δέντρου.

Οι συνειρμοί που προκαλεί στο νου μας έχουν αλλάξει. Ως σύμβολο προέρχεται από το μακρινό παρελθόν, αλλά μέχρι να διανύσει την απόσταση μέχρι το παρόν, το νόημά του έχει διαφοροποιηθεί. Τι συμβολίζει για εμάς τώρα το δέντρο των Χριστουγέννων; Και ακόμα, τι θα θέλαμε να συμβολίζει;

Θα θέλαμε, για παράδειγμα, να το δούμε και πάλι σαν σύμβολο του χαμένου Παραδείσου; Ή σαν ένα σύμβολο της χριστιανικής αρετής που απομακρύνει το κακό, τους δαίμονες και την κακοτυχία στην αρχή κάθε καινούριας χρονιάς; Ή πάλι, θα μπορούσαμε να το συνδέσουμε με την αθανασία, με την αιωνιότητα και με τα θεϊκά όντα που μας προσέχουν από ψηλά. Ή μπορεί, πολύ απλά, να είναι ένα σύμβολο για τη συντροφικότητα και τη φιλοξενία, κάτι που θερμαίνει τις καρδιές των ανθρώπων και τους βοηθά να ξαναέρθουν κοντά ο ένας με τον άλλον, με αφορμή την περίοδο των γιορτών.

Σε κάθε περίπτωση, ό,τι νόημα κι αν αποφασίσουμε να αποδώσουμε στο έλατο, οι συνυποδηλώσεις ας παραμείνουν φωτεινές και αισιόδοξες, συνεχίζοντας τη μακριά του παράδοση.

Ο Έρικ Μπες είναι εικαστικός – παραστατικός καλλιτέχνης και υποψήφιος για διδακτορικό στις Εικαστικές Τέχνες στο Ινστιτούτο Διδακτορικών Σπουδών (Institute for Doctoral Studies in the Visual Arts / IDSVA). 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. γκοφρέτες σαν όστια, την Αγία Μετάληψη των Καθολικών.

2. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη των πρωτοπλάστων, Αδάμ και Εύα, την Κυριακή προ του Χριστού Γεννήσεως μεταξύ 18 και 24 Δεκεμβρίου εκάστου έτους. https://orthodoxoiorizontes.gr/Agiologia/Palaia_Diathikh/Dikaioi_Palaias_Diathikhs/Dikaioi_Adam_kai_Eua.htm

 

Βρίσκοντας την ελευθερία στο νόμο του Θεού: ‘Ο Δανιήλ στη φωλιά των λεόντων’

Ο Δανιήλ ήταν ένας ευσεβής Ιουδαίος κατά την εποχή της βασιλείας του βασιλιά Δαρείου. Ο Δαρείος, βασιλιάς της Περσίας γύρω στον έκτο και πέμπτο αιώνα π.Χ., ήταν φιλικός προς τους Εβραίους και μάλιστα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανοικοδόμηση του Ναού στην Ιερουσαλήμ μετά την καταστροφή του από τους Βαβυλώνιους.

Ο βασιλιάς Δαρείος θαύμαζε τον Δανιήλ και προσπάθησε να του δώσει περισσότερη εξουσία κάνοντας τον διοικητικό υπάλληλο, γεγονός που προκάλεσε τη ζήλια άλλων διοικητικών υπαλλήλων στην περιοχή. Ως αποτέλεσμα, οι άλλοι διοικητές θέλησαν να δυσφημίσουν τον Δανιήλ, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν ψεγάδι στον χαρακτήρα του.

Για να δυσφημίσουν τον Δανιήλ, οι διοικητές επινόησαν ένα σχέδιο. Έπεισαν τον βασιλιά Δαρείο να δημιουργήσει έναν νόμο που όριζε ότι όποιος προσευχόταν σε οποιονδήποτε μη αναγνωρισμένο θεό θα ρίχνονταν στο λάκκο με τα λιοντάρια. Ο νόμος θα ίσχυε για 30 ημέρες και δεν θα μπορούσε να τροποποιηθεί μετά τη δημιουργία του. Ο βασιλιάς Δαρείος συμφώνησε. Οι διοικητές γνώριζαν ότι μπορούσαν να βλάψουν τον Δανιήλ μόνο αν επιτίθονταν στη σχέση του με τον Θεό.

Ο Δανιήλ άκουσε για το νέο νόμο, αλλά δεν τον άφησε να επηρεάσει καθόλου τις πράξεις του. Συνέχισε να προσεύχεται στον Θεό, ακριβώς όπως έκανε και πριν. Οι διοικητικοί υπάλληλοι πήγαν μαζί για να πιάσουν τον Δανιήλ να προσεύχεται στον Θεό και ανέφεραν στον βασιλιά Δαρείο ότι ο Δανιήλ είχε παραβιάσει το νέο νόμο. Ο βασιλιάς Δαρείος στενοχωρήθηκε από αυτή την πληροφορία, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να προστατεύσει τον Δανιήλ.

Οι διοικητές διέταξαν τον Δανιήλ να μπει στο λάκκο με τα λιοντάρια, γελοιοποιώντας τον προτού τον κλειδώσουν μέσα.

Ο βασιλιάς Δαρείος ανησυχούσε για τον Δανιήλ καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας και με το πρώτο φως έτρεξε να δει αν ο Δανιήλ είχε πάθει τίποτα. Ο Δαρείος τον βρήκε σώο και αβλαβή. Εξήγησε στον βασιλιά ότι ο Θεός είχε στείλει αγγέλους για να κλείσουν τα στόματα των λιονταριών, επειδή, σύμφωνα με τον νόμο του Θεού, ήταν αθώος.

Ο βασιλιάς Δαρείος χάρηκε και απελευθέρωσε τον Δανιήλ. Στη συνέχεια, έριξε στη θέση του τους διοικητές στο λάκκο που προκάλεσαν προβλήματα. Τα λιοντάρια τους κατασπάραξαν.

“Ο Δανιήλ στη φωλιά των λεόντων” του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς

Ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, που θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους στον Δυτικό κανόνα της ιστορίας της τέχνης, ζωγράφιζε κατά τη διάρκεια της Αντιμεταρρύθμισης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ήταν μια εποχή κατά την οποία η Εκκλησία, στον αγώνα της κατά του προτεσταντισμού, γιόρταζε τους πρώτους χριστιανούς μάρτυρες, ώστε να ξυπνήσει τους πιστούς από τον πνευματικό λήθαργο.

Ο Ρούμπενς, ευσεβής Καθολικός, έπαιξε το δικό του ρόλο στην Αντιμεταρρύθμιση. Ζωγραφίζοντας τον “Δανιήλ στη φωλιά των λεόντων” ήταν μια ευκαιρία που εκμεταλλεύτηκε για να εμπνεύσει άλλους καθολικούς με το πνεύμα των βιβλικών μαρτύρων.

Ο Ρούμπενς ζωγράφισε τον Δανιήλ ως τη μοναχική ανθρώπινη φιγούρα στη σύνθεση. Κάθεται στα δεξιά, με τα πόδια του σταυρωμένα και τα χέρια του ενωμένα σε προσευχή. Ένα ανεπαίσθητο φως λάμπει από την αριστερή πλευρά του κεφαλιού του, και κοιτάζει με δέος το άνοιγμα της φωλιάς.

Λεπτομέρεια από το έργο “Ο Δανιήλ στη φωλιά των λεόντων”, περίπου 1614-1616, του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς. Λάδι σε καμβά, 88 1/4 ίντσες επί 130 1/8 ίντσες. Εθνική Πινακοθήκη, Ουάσιγκτον. (Public Domain)

 

Εννέα λιοντάρια περιβάλλουν τον Δανιήλ, αλλά δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται γι’ αυτόν. Μερικά από τα λιοντάρια κοιμούνται, άλλα ξεκουράζονται, δύο φαίνεται να παίζουν και ένα χασμουριέται. Το λιγότερο που τους απασχολεί φαίνεται να είναι ο Δανιήλ, ο οποίος, παρά τα ανθρώπινα οστά που είναι διασκορπισμένα γύρω από τη φωλιά, είναι ασφαλής.

Η δικαιοσύνη του θεϊκού νόμου

Εκ πρώτης όψεως, η ιστορία του Δανιήλ και του λάκκου των λιονταριών αντιπροσωπεύει πολύ απλά τη δύναμη της πίστης στον Θεό. Ο Δανιήλ διατήρησε την πίστη του στον Θεό παρά την επίθεση που δέχτηκε από όσους βρίσκονταν σε θέσεις εξουσίας. Η πίστη του επέφερε ένα θαύμα, σώζοντάς τον από έναν φρικτό θάνατο. Αλλά μπορεί να υπάρχουν και άλλα νοήματα σε αυτή την ιστορία.

Κατ’ αρχάς, ας ξεκινήσουμε με τη διερεύνηση δύο τύπων νόμων. Ο βασιλιάς είναι το ισχυρότερο και πλουσιότερο άτομο στην περιοχή. Έχει τη δύναμη να δημιουργεί νόμους όταν τους βρίσκει ευχάριστους και να τους καταργεί όταν τους βρίσκει δυσάρεστους.

Ωστόσο, οι διοικητικοί υπάλληλοι χειραγώγησαν εύκολα τον βασιλιά Δαρείο για να δημιουργήσει έναν νέο νόμο με μοναδικό σκοπό να βλάψουν τον Δανιήλ. Ο νόμος, στην πραγματικότητα, στηρίχθηκε στη ζήλεια των “δικαίων” και σε αυτόν τον νόμο ήταν ενσωματωμένη η απόφαση ότι ήταν αμετάβλητος. Ως αποτέλεσμα, ο βασιλιάς δεν μπορούσε να σταματήσει να βλάψει έναν αθώο άνθρωπο. Ο νόμος εμπόδιζε τον βασιλιά να ενεργήσει ως καλός άνθρωπος.

Υπάρχει όμως ένας άλλος, ανώτερος νόμος: ο νόμος του Θεού.

Παρόλο που ο νόμος του βασιλιά δεν παρουσιάζεται ξεκάθαρα στον πίνακα, ο νόμος του Θεού εμφανίζεται. Η αλήθεια του νόμου του Θεού φαίνεται να συνδέεται με τη συμπόνια προς τους δίκαιους. Η πίστη του Δανιήλ ήταν ισχυρή- ήταν τόσο ισχυρή που ο νόμος του βασιλιά -ένας ανθρώπινος νόμος που προσπαθούσε να εμποδίσει τον νόμο του Θεού- δεν επηρέασε τον Δανιήλ.

Αντί να ακολουθήσει έναν ανθρώπινο νόμο, ο Δανιήλ επέλεξε να ακολουθήσει τον νόμο του Θεού. Ο νόμος του Θεού μπόρεσε να φτάσει εκεί όπου η δύναμη και ο πλούτος του βασιλιά δεν μπορούσαν να φτάσουν. Και κράτησε τον Δανιήλ -ένα υπόδειγμα δίκαιου χαρακτήρα- ασφαλή.

Ο δάσκαλος της ζωώδους επιθυμίας

Ας επιστρέψουμε στον πίνακα για να διερευνήσουμε ένα πιθανό, δεύτερο νόημα.

Τα λιοντάρια μπορεί να αντιπροσωπεύουν τις ζωώδεις επιθυμίες μας, δηλαδή τις σαρκικές μας επιθυμίες. Αυτά τα λιοντάρια είναι σαν πειρασμοί που καραδοκούν και περιμένουν να μας κατασπαράξουν τη στιγμή που δεν είμαστε ακλόνητα δίκαιοι.

Εξ ορισμού, οι φυλακισμένοι δεν είναι ελεύθεροι, και η φωλιά των λεόντων ήταν το μέρος όπου οι φυλακισμένοι στέλνονταν για να πεθάνουν. Τα οστά που είναι διασκορπισμένα στο δάπεδο του κρησφύγετου μεταδίδουν στους θεατές του πίνακα την τύχη των προηγούμενων κρατουμένων.

Λεπτομέρεια του πίνακα “Ο Δανιήλ στη φωλιά των λεόντων”, περίπου 1614-1616, του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς. Λάδι σε καμβά, 88 1/4 ίντσες επί 130 1/8 ίντσες. Εθνική Πινακοθήκη, Ουάσιγκτον. (Public Domain)

 

Αν τα λιοντάρια όντως αντιπροσωπεύουν τις ζωώδεις επιθυμίες, τότε ο Δανιήλ πρέπει να κάνει μια επιλογή. Αν επιλέξει τους πειρασμούς που αντιπροσωπεύουν τα λιοντάρια, θα ενταχθεί στα προηγούμενα θύματά τους. Αν όμως επιλέξει τον νόμο του Θεού, θα υπερβεί τον κόσμο και θα είναι ελεύθερος όπου κι αν βρίσκεται.

Ο Δανιήλ κοιτάζει με δέος προς τα πάνω και έξω από τον λάκκο των λιονταριών. Μήπως κράτησε το νου και την καρδιά του στον Θεό και έτσι υπερέβη τον λάκκο που τον φυλακίζει; Μήπως αυτό σημαίνει ότι είναι πραγματικά ελεύθερος παρά τη φυλάκισή του;

Τα λιοντάρια συμπεριφέρονται σαν να μην έχουν καν επίγνωση του Δανιήλ. Ο πειρασμός διαλύεται παρουσία μιας καρδιάς και ενός νου που αναλογίζονται τον Θεό, και μήπως αυτή είναι η πραγματική πηγή της ελευθερίας του;

Είναι ενδιαφέρον ότι ο βασιλιάς δεν είναι ελεύθερος να εμποδίσει την εκτέλεση του νόμου του, ωστόσο ο Δανιήλ φαίνεται ελεύθερος παρά το γεγονός ότι είναι κλειδωμένος στο λάκκο των λιονταριών. Μερικές φορές, οι ανθρώπινοι νόμοι μας επιτρέπουν πράγματα που μπορεί να μην αρμόζουν σε δίκαιη συμπεριφορά. Μήπως αυτή η ψευδαίσθηση της ελευθερίας -δηλαδή η ιδέα ότι είμαστε ελεύθεροι όταν ενδίδουμε στον πειρασμό απλώς και μόνο επειδή οι νόμοι μας το επιτρέπουν- μας εμποδίζει να είμαστε πραγματικά ελεύθεροι;

Δεν μπορούμε να είμαστε ηθικοί χωρίς να είμαστε ελεύθεροι, διότι η ηθική πράξη προϋποθέτει την έμφυτη ικανότητά μας να επιλέγουμε μεταξύ αυτού που πιστεύουμε ότι είναι σωστό και λάθος. Μήπως, όπως ο βασιλιάς Δαρείος, δημιουργούμε νόμους που μας εμποδίζουν να είμαστε καλοί προς τους συνανθρώπους μας; Μήπως πρέπει, όπως ο Δανιήλ, να δαμάσουμε τις ζωώδεις επιθυμίες μας με τον νόμο του Θεού, αν θέλουμε να βιώσουμε την αληθινή ελευθερία;

Έχετε δει ποτέ ένα έργο τέχνης που σας φάνηκε όμορφο, αλλά δεν είχατε ιδέα τι σήμαινε; Στη σειρά μας “Αγγίζοντας το Έσω: Η προσφορά της κλασικής τέχνης στην ψυχή”, ερμηνεύουμε τις κλασικές εικαστικές τέχνες με τρόπους που μπορεί να είναι ηθικά διορατικοί για εμάς σήμερα. Προσπαθούμε να προσεγγίσουμε κάθε έργο τέχνης για να δούμε πώς οι ιστορικές δημιουργίες θα μπορούσαν να εμπνεύσουν μέσα μας τη δική μας έμφυτη καλοσύνη.

Ενδοσκόπηση και κριτική σκέψη

Μετάφραση: Αλία Ζάε

Για τα ανθρώπινα όντα, η κριτική σκέψη μοιάζει να είναι μια έμφυτη τάση. Κρίνουμε αν κάτι μας αρέσει, αν δεν μας αρέσει, τι είναι καλό, τι είναι κακό, το όμορφο και το άσχημο. Και αυτές οι κρίσεις μας καθοδηγούν και διαμορφώνουν τη ζωή μας σε μεγάλο βαθμό, καθώς απορρίπτουμε τις πεποιθήσεις και τα πράγματα που δεν έχουμε εγκρίνει ή διαπιστώσει ως αληθή.

Είναι όμως πράγματι έμφυτη στον άνθρωπο η κριτική στάση; Είναι αυτός ο τρόπος που λειτουργεί ο εγκέφαλός μας; Ή μήπως είναι κάτι που διδασκόμαστε ως κοινωνικά όντα; Μέχρι πρόσφατα, οι κοινωνίες βάσιζαν τα ήθη και τις παραδόσεις τους στις θρησκείες, οι οποίες στην πλειονότητά τους μιλούσαν για την Ημέρα της Τελικής Κρίσεως. Ιδωμένο από αυτήν τη σκοπιά, η κρίση είναι στενά συνδεδεμένη με βαθύτερα ερωτήματα σχετικά με τη μοίρα του ανθρώπου.

Ωστόσο, στην κοινωνία, η κριτική ενίοτε χρησιμοποιείται και για όχι και τόσο θεάρεστους σκοπούς, όπως η επιδίωξη δύναμης και η επιβολή μιας ‘αλήθειας’. Η ιστορία βρίθει περιπτώσεων όπου κάποιος ή κάποιοι κρίνουν ως ‘κακό’ το διαφορετικό, ζημιώνοντας έτσι την κοινωνία, αφού η αποδοχή της διαφορετικότητας είναι βασική προϋπόθεση της ελευθερίας.

Η αντίθετη στάση, δηλαδή όταν διστάζουμε ή αποφεύγουμε να χαρακτηρίσουμε κάτι που είναι καταφανώς κακό ως τέτοιο, είναι εξίσου επιβλαβής. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην κρίση μιας πράξης και στην κρίση μιας εμφάνισης, η οποία ανάγεται στο παλιό φιλοσοφικό ερώτημα για την πρωτοκαθεδρία του περιεχομένου έναντι της μορφής. Τη δεκαετία του 1960, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ο Νεότερος έδωσε τη δική του απάντηση λέγοντας ότι ονειρεύεται για τα παιδιά του να «ζήσουν σε μια χώρα όπου δεν θα κρίνονται για το χρώμα του δέρματός τους αλλά για την ποιότητα του χαρακτήρα τους».

Η διαμάχη όμως ακόμα συνεχίζεται, ακόμη και στις μέρες μας, με τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης να συνεχίζουν να δίνουν το προβάδισμα στη μορφή κι όχι στο περιεχόμενο. Το μήνυμά τους, που περιβάλλεται από μια αύρα ηθικότητας βασισμένης στην ενσυναίσθηση και την ελευθερία, είναι ότι είναι πιο σημαντικό το φαίνεσθαι από το είναι, η εμφάνιση από τις πράξεις μας.

Να βρίσκονται άραγε εδώ τα όρια της κριτικής μας ικανότητας; Μήπως υπάρχει και κάποιος καλύτερος τρόπος να ασκήσουμε την κριτική μας σκέψη, κάποιο πεδίο όπου αυτή η πράξη να λαμβάνει ένα ανώτερο νόημα και σκοπό;

«Γυναίκα που κρατά ζυγαριά»

Γιοχάνες Βερμέερ, «Γυναίκα που κρατά ζυγαριά», περ. 1664. Λάδι σε καμβά, 40 x 35 εκ. Εθνική Πινακοθήκη, Ουάσιγκτον. (Public Domain)

 

Ίσως ο πίνακας του Βερμέερ «Γυναίκα που κρατά ζυγαριά» μας βοηθήσει να δώσουμε μια απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Σε αυτή την εικόνα απεικονίζεται μια γυναίκα με κίτρινη φούστα και μπλε βελούδινη ζακέτα, μόνη της σε ένα δωμάτιο, με μοναδική πηγή φωτός ένα παράθυρο στο πάνω αριστερό σημείο της σύνθεσης.

Μπροστά της υπάρχει ένα τραπέζι με μια ανοιχτή κοσμηματοθήκη πάνω του, γεμάτη με χρυσές αλυσίδες και μαργαριταρένια κολιέ. Στην άκρη του τραπεζιού, κοντά στη γυναίκα, βρίσκονται μερικά νομίσματα, ενώ δίπλα τους είναι ακουμπισμένο ένα μεγάλο, βαρύ μπλε ύφασμα, που γεμίζει τη σύνθεση στα αριστερά.

Η προσοχή της γυναίκας είναι συγκεντρωμένη στη μικρή ζυγαριά που κρατάει, η οποία είναι τόσο λεπτεπίλεπτα ζωγραφισμένη που με δυσκολία τη διακρίνουμε. Η ζυγαριά βρίσκεται στο κέντρο της σύνθεσης: είναι σημαντική, αν και άδεια. Ή ίσως ακριβώς γι΄αυτό.

Πίσω από τη γυναίκα διακρίνεται ένας πίνακας, που αναπαριστά την Τελική Κρίση των ψυχών. Στην κορυφή του πίνακα μέσα στον πίνακα, μια μορφή που βρίσκεται ολόκληρη μέσα σε ένα κίτρινο φωτοστέφανο απλώνει τα χέρια. Δεξιά και αριστερά της υπάρχουν κι άλλες μορφές. Στο κάτω μέρος της σύνθεσης υπάρχουν επίσης φιγούρες, οι οποίες περιστοιχίζουν και το κεφάλι της γυναίκας με την μπλε ζακέτα.

Λεπτομέρεια από τη «Γυναίκα που κρατά ζυγαριά» του Γιοχάνες Βερμέερ, όπου πίσω από τη γυναίκα διακρίνεται ένας πίνακας με θέμα την Τελική Κρίση. (Public Domain)

Κοιτάζοντας μέσα μας

Τι μας λέει αυτός ο πίνακας για την κριτική σκέψη και για το νόημά της ως ανθρώπινη ικανότητα;

Τα αντικείμενα πάνω στο τραπέζι μαρτυρούν τον πλούτο της γυναίκας. Το βαρύ ύφασμα, τα μαργαριτάρια, ο χρυσός και τα νομίσματα μας υποδεικνύουν την υψηλή της θέση στην κοινωνία. Το ίδιο κάνουν και τα ρούχα της: η κίτρινη φούστα και η βελούδινη ζακέτα με τη γούνινη επένδυση. Ακόμα και ο πίνακας στον τοίχο πίσω της αποκαλύπτει την κοινωνική της θέση.

Κρατά μια ζυγαριά, έτοιμη να ζυγίσει τα τιμαλφή που είναι μπροστά της, όμως η ζυγαριά είναι άδεια. Είναι επίσης ζωγραφισμένη με τέτοιον τρόπο ώστε να δείχνει αιθέρια, σαν να ανήκει σε άλλον, πιο πνευματικό κόσμο. Αυτή είναι μια ένδειξη για να εικάσουμε ότι δεν ζυγίζει τα αντικείμενα καθεαυτά, αλλά τη στάση της σχετικά με αυτά. Η ματιά της είναι στραμμένη μέσα, στην ψυχή της.

Μια άλλη ένδειξη για το ότι δεν είναι τα αντικείμενα που κρίνονται στη ζυγαριά του καλού και του κακού είναι το ότι η γυναίκα δεν τα έχει πετάξει ούτε έχει αντικαταστήσει τα όμορφα ρούχα της με τσουβάλια. Κι αυτό γιατί είναι η θέση που παίρνουμε ως προς αυτά, η αντίληψή μας, αυτό που είναι το πιο σημαντικό και αυτό που καθορίζει την πορεία μας προς τα ουράνια.

Λεπτομέρεια με τα τιμαλφή και τη ζυγαριά, από τη «Γυναίκα που κρατά ζυγαριά» του Γιοχάνες Βερμέερ. (Public Domain)

Η εμφάνιση της γυναίκας στον πίνακα υποδηλώνει την εσωτερική της κατάσταση. Το κίτρινο χρώμα της φούστας της συμβολίζει την αναζωπύρωση της πίστης της, το λευκό της κουκούλας της την αγνότητα του πνεύματός της, ενώ το μπλε συσχετίζεται με το πνεύμα, την αλήθεια και την επουράνια αγάπη.

Η τοποθέτησή της σχετικά με τον πίνακα πίσω της αποκαλύπτει την πνευματική προσπάθεια που καταβάλλει. Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για αναπαράσταση της Τελικής Κρίσης. Οι μορφές στο κάτω μέρος του πίνακα, οι οποίες περιβάλλουν το κεφάλι της γυναίκας, πασχίζουν να υψωθούν στον ουρανό. Δηλαδή, η πνευματική αγνότητα που υποδεικνύεται από το λευκό κάλυμμα της κεφαλής είναι κάτι που κατακτιέται με κόπο – ωστόσο αυτή η γυναίκα μπορεί και υπομένει τις δυσκολίες. Ο Θεός, πάλι, που απεικονίζεται στον πίνακα αιωρείται ακριβώς πάνω από το κεφάλι της, σαν να παρακολουθεί την πρόοδό της.

Με τον πίνακα αυτόν, ο Βερμέερ μάς δείχνει μια γυναίκα που ανακάλυψε το βαθύτερο νόημα της κριτικής σκέψης, εφαρμόζοντάς την στον εαυτό της. Τα υλικά πλούτη της είναι δευτερεύοντα – είτε τα έχει είτε όχι δεν έχει σημασία. Το σημαντικό είναι το περιεχόμενο: το μυαλό και η καρδιά της που είναι αγνά, γεμάτα αγάπη και Θεό.

Και ίσως έτσι να απαντάται και το αρχικό μας ερώτημα: γιατί έχουμε την τάση να κρίνουμε; Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της ικανότητας αυτής; Όταν η κριτική στρέφεται προς τα μέσα, όταν εξετάζουμε τον εαυτό μας, τον χαρακτήρα και τις πράξεις μας, τότε μετατρέπεται σε ένα μέσον που μας οδηγεί προς τον Θεό.

Πολλές φορές μπορεί να τύχει να δούμε ένα έργο τέχνης, που, αν και μας φαίνεται θαυμάσιο, δεν το καταλαβαίνουμε. Η σειρά «Αγγίζοντας το Έσω: τι προσφέρει η παραδοσιακή τέχνη στην καρδιά» ερμηνεύει κλασικά έργα, εμβαθύνοντας σε ζητήματα ηθικής με τρόπο που επαυξάνει την αντίληψη και τη συνειδητότητά μας και αναζητά στην ιστορική κληρονομιά μας αυτά τα στοιχεία που απευθύνονται στο Καλό που κάθε άνθρωπος έχει μέσα του.

Ο Eric Bess είναι εικαστικός – παραστατικός καλλιτέχνης και υποψήφιος για διδακτορικό στις Οπτικές Τέχνες στο Ινστιτούτο Διδακτορικών Σπουδών (Institute for Doctoral Studies in the Visual Arts / IDSVA). 

 

Η Ηράκλεια επιλογή: Αρετή ή Κακία

Προσπαθώ κάθε μέρα που ξυπνάω να αντιμετωπίζω αυτή τη μέρα σαν μια ολόκληρη ζωή, σαν μια μικροκοσμική εκδοχή της ίδιας της ζωής. Ρωτάω τον εαυτό μου: «Τι θα έκανα σήμερα αν ήταν η τελευταία ημέρα της ζωής μου; Τι επιλογές να κάνω κατά τη διάρκεια της ημέρας που θα μου επιτρέψουν να κοιμηθώ με γαλήνη και αξιοπρέπεια στην καρδιά μου»;

Πρόσφατα έπεσα πάνω σε έναν πίνακα του Χέραρντ ντε Λαρέσε με τίτλο «Ο Ηρακλής ανάμεσα στην κακία και στην αρετή». Ο Ντε Λαρέσε αποτύπωσε μια κομβική στιγμή μιας ημέρας στη ζωή του Ηρακλή. Βρίσκομαι επίσης αντιμέτωπος με τέτοιες στιγμές καθημερινά στη ζωή μου.

Ας ρίξουμε μια ματιά σε αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή στην ιστορία του Ηρακλή.

Ο μύθος της επιλογής του Ηρακλή

Η ιστορία «Η επιλογή του Ηρακλή» χρησιμοποιήθηκε από τον Σωκράτη για να διδάξει τους μαθητές του. Πιστεύεται ότι γράφτηκε για πρώτη φορά από τον Πρόδικο τον Κείο, αλλά σήμερα είναι περισσότερο γνωστή από τα «Αναμνηστικά» του Ξενοφώντα. Ακολουθεί η περίληψή μου από τη μετάφραση του συγγραφέα του 18ου αιώνα Τζοσέπ Σπενς:

Ως νεαρός άνδρας, ο Ηρακλής αποφάσισε να απομονωθεί για να διαλογιστεί ποιο δρόμο θα ακολουθήσει: τον δρόμο της αρετής ή της κακίας.

Ενώ συλλογιζόταν, τον πλησίασαν δύο γυναίκες. Η πρώτη γυναίκα, ντυμένη σεμνά, είχε έναν έντιμο και αξιοπρεπή αέρα- πλησίασε τον Ηρακλή όπως την είχε φτιάξει η φύση: ανεπηρέαστη και με αξιοπρέπεια.

Η δεύτερη γυναίκα έδινε μεγάλη προσοχή στην εντύπωση που προκαλούσε στους άλλους, καθώς ήθελε να χαίρει μεγάλης εκτίμησης και έσπευσε μπροστά από την πρώτη για να χαιρετήσει τον Ηρακλή.

Προσπάθησε να πείσει τον Ηρακλή να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο στη ζωή. Είπε ότι θα έκανε τη ζωή του «την πιο εύκολη και την πιο ευχάριστη» και του είπε: «Θα γευτείς όλη την ευχαρίστηση της ζωής σε αυτήν και θα είσαι απαλλαγμένος από όλες τις έγνοιες και τα προβλήματά της».

Ο Ηρακλής ρώτησε το όνομά της όταν τελείωσε την ομιλία της. Εκείνη απάντησε: «Το όνομα … με το οποίο με γνωρίζουν οι φίλοι μου, είναι Ευτυχία- αλλά οι Εχθροί μου, από το καλό τους χιούμορ, είναι ευτυχείς να με αποκαλούν Κακία».

Εκείνη τη στιγμή, η πρώτη γυναίκα, η Αρετή, πλησίασε τον Ηρακλή και εκφώνησε την ομιλία της. Ευχήθηκε επίσης στον Ηρακλή να ακολουθήσει τους δικούς της τρόπους και το δικό της μονοπάτι. Είπε:

«Δεν θα πάω να σε εξαπατήσω με κολακευτικούς λόγους, αλλά θα σου εκθέσω τα πράγματα σύμφωνα με την αληθινή τους φύση και τις αμετάβλητες αποφάσεις των Θεών.

«Από όλα τα πραγματικά καλά πράγματα που προσφέρει ο Ουρανός στους θνητούς, δεν υπάρχει κανένα που να μπορεί να επιτευχθεί χωρίς προσπάθεια και κόπο».

Δεν άργησε, ωστόσο, να τη διακόψει η Κακία και να πει στον Ηρακλή ότι μπορούσε να του δείξει ένα συντομότερο δρόμο προς την ευτυχία.

Σε απάντηση, η Αρετή επέπληξε την Κακία, λέγοντας:

«Είναι αλήθεια ότι είχες ουράνια καταγωγή, αλλά δεν εκδιώχθηκες από την κοινωνία των θεών; Και δεν σε έχουν, από τότε, απορρίψει όλοι οι πιο άξιοι Άνθρωποι, ακόμη και στη Γη; … Αντιθέτως, η Συνομιλία μου είναι με τους Θεούς και με τους καλούς ανθρώπους- και δεν υπάρχει κανένα καλό έργο που να παράγεται από κανέναν, χωρίς την επιρροή μου. Με σέβονται πάνω απ’ όλα οι ίδιοι οι Θεοί και όλοι οι καλύτεροι θνητοί».

Η Αρετή ολοκλήρωσε την ομιλία της με τον ισχυρισμό ότι όλοι όσοι την ακολουθούν ευνοούνται από του Θεούς, αγαπιούνται από τους φίλους τους και τιμώνται από την πατρίδα τους: Και όταν έρθει η καθορισμένη περίοδος της ζωής τους, δεν χάνονται σε μια ατιμωτική λήθη και ανθίζουν από τους επαίνους της ανθρωπότητας, ακόμη και οι τελευταίοι τους απόγονοι».

Δεν είναι μυστικό ότι ο Ηρακλής επέλεξε τον δρόμο της αρετής και ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες όπως ο Ντε Λαρέσε.

Η σύνθεση της σκηνής

Ο Ντε Λαρέσε ήταν ζωγράφος του 17ου αιώνα κατά τη διάρκεια της χρυσής εποχής της ολλανδικής ζωγραφικής. Αρχικά, επηρεάστηκε πολύ από τον Ρέμπραντ, ο οποίος ζωγράφισε το πορτρέτο του. Αργότερα, πριν τελικά τυφλωθεί, ο Ντε Λαρέσε επηρεάστηκε από το έργο Γάλλων νεοκλασικών καλλιτεχνών όπως ο Νικολά Πουσέν.

Ο Ντε Λαρέσε χρησιμοποίησε περισσότερα νεοκλασικά στοιχεία στον πίνακά του «Ο Ηρακλής ανάμεσα στην κακία και στην αρετή». Για παράδειγμα, επικεντρώθηκε περισσότερο στη μορφή παρά στο χρώμα, κρατώντας το χρώμα υποτονικό.

Ο Ντε Λαρέσε απεικόνισε πέντε μορφές αντί για τρεις: έναν άνδρα και τέσσερις γυναίκες. Ο άνδρας, φυσικά, είναι ο Ηρακλής. Στα αριστερά του Ηρακλή βρίσκεται η Αρετή. Κοιτάζει τον Ηρακλή αλλά δείχνει προς τα πάνω. Παρουσιάζεται σεμνά και με αξιοπρέπεια.

Πίσω από τη μορφή της Αρετής βρίσκεται μια άλλη γυναίκα, η οποία ρίχνει μια πλάγια ματιά στον Ηρακλή. Το κεφάλι της είναι ελαφρώς κεκλιμένο προς τα πάνω και έχει ένα βλέμμα αξιοπρέπειας στο πρόσωπό της. Στο δεξί της χέρι κρατάει έναν αμυδρά αναμμένο πυρσό.

Στα δεξιά του Ηρακλή βρίσκεται η Κακία. Είναι ντυμένη ατημέλητα και προσπαθεί να αποπλανήσει τον Ηρακλή με χάδια. Κοιτάζει τον Ηρακλή με λατρεία. Πάνω από τον ώμο της είναι μια άλλη, μεγαλύτερη γυναίκα που κρατάει το δάχτυλό της στο στόμα της σαν να κρατάει ένα μυστικό. Η ηλικιωμένη γυναίκα μας κοιτάζει προς τα έξω.

Ο Ηρακλής επίσης μας κοιτάζει απευθείας και είναι το κεντρικό σημείο του πίνακα. Οι δύο φιγούρες στα αριστερά κοιτούν τον Ηρακλή ενώ οι δύο στα δεξιά κλίνουν προς το μέρος του, γεγονός που ενισχύει τον Ηρακλή ως το σημείο εστίασης. Επίσης, το ρόπαλο που κρατάει ο Ηρακλής πάνω από τον δεξιό του ώμο και μαζί το αριστερό του χέρι δημιουργούν ένα “Χ” στο κεφάλι του και ενισχύουν την παρουσία του Ηρακλή στον πίνακα.

Μπορούμε να αποκρυπτογραφήσουμε ποιο μονοπάτι επέλεξε ο Ηρακλής; Ποιες είναι οι άλλες δύο γυναίκες; Γιατί ο Ηρακλής και η ηλικιωμένη γυναίκα μας κοιτάζουν; Γιατί ο Ηρακλής βρίσκεται στο επίκεντρο;

Είναι και δική μας επιλογή

Η γλώσσα του σώματος του Ηρακλή αποκαλύπτει ποιο μονοπάτι επέλεξε. Ο Ηρακλής χρησιμοποιεί το αριστερό του χέρι για να κρατήσει την Κακία σε απόσταση και στρέφεται ελαφρώς μακριά από το Κακία προς την Αρετή. Κρατάει το ρόπαλο στο χέρι του για να δείξει ότι είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει κάθε πρόκληση που μπορεί να βρεθεί στον δρόμο του. Ο Ηρακλής δεν επιλέγει τον “εύκολο” δρόμο της Κακίας.

Βλέπω τις γυναίκες πίσω από την Αρετή και την Κακία ως τις πραγματικές τους αναπαραστάσεις. Με άλλα λόγια, η Κακία παρουσιάζει τον εαυτό της ως κάτι που δεν είναι, προκειμένου να δελεάσει τον Ηρακλή με άμεση ευχαρίστηση και άνεση. Η αληθινή της αναπαράσταση -η συνέπεια της επιλογής του δρόμου της- είναι το αντίθετο από αυτό που προσφέρει, μια προσφορά που είναι δελεαστική μόνο αν το αποτέλεσμά της κρατηθεί μυστικό. Μήπως γι’ αυτό η ηλικιωμένη γυναίκα πίσω από την Κακία μας κοιτάζει με το δάχτυλο στο στόμα σαν να μας ζητάει να κρατήσουμε το μυστικό της;

Το μυστικό είναι ότι η Κακία έχει κάνει κάτι άσχημο -τον εαυτό της- να φαίνεται όμορφο. Αυτός είναι μήπως ο λόγος που η αληθινή αναπαράσταση της Κακίας είναι αυτή μιας ηλικιωμένης γυναίκας;

Η Αρετή λέει στην Κακία: «Αυτοί που σε ακολουθούν, στερούνται τη δύναμή τους, όταν είναι νέοι, και στερούνται τη σοφία, όταν γερνούν. Στα νιάτα τους ανατρέφονται με νωθρότητα και κάθε είδους λιχουδιά- και περνούν τα γηρατειά τους με δυσκολίες και στενοχώριες».

Η αληθινή απεικόνιση της αρετής, ωστόσο, παρουσιάζεται με αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια. Οι συνέπειες του δρόμου της Αρετής είναι αυτές για τις οποίες μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι. Όσο δύσκολα και σκοτεινά κι αν γίνουν τα πράγματα στη ζωή μας, η Αρετή είναι εκεί για να μας φωτίζει το δρόμο, ακόμη κι αν το φως είναι αμυδρό. Μήπως γι’ αυτό η αληθινή αναπαράσταση της Αρετής κρατάει τον πυρσό στο χέρι της;

Εδώ, βλέπουμε επίσης μια μεγάλη αντίθεση μεταξύ της Αρετής και της Κακίας: Η μία φωτίζει το δρόμο μας για εμάς, ενώ η άλλη συσκοτίζει την αλήθεια του δρόμου μας με μυστικότητα.

Αλλά γιατί, τότε, ο Ηρακλής βρίσκεται στο επίκεντρο; Γιατί να μην απεικονίζεται ως επίκεντρο είτε η Αρετή είτε η Κακία; Ο Ηρακλής μοιράζεται κάτι κοινό με εμάς: Πρέπει να πάρει δύσκολες αποφάσεις. Μας κοιτάζει σαν να μοιράζεται αυτή την πολύ κοινή στιγμή, μια στιγμή που απαιτεί από εμάς να μπορούμε ελεύθερα να επιλέξουμε το μονοπάτι μας.

Κατά κάποιον τρόπο, μας προκαλεί και αυτός. Μας δείχνει το μονοπάτι που πήρε -το δύσκολο μονοπάτι- και με το βλέμμα του προς το μέρος μας, μοιάζει να μας ρωτά: «Μπορείτε να πάρετε το δύσκολο μονοπάτι, το μονοπάτι της Αρετής;» Έτσι, όχι μόνο μοιράζεται μια στιγμή μαζί μας αλλά και μας προειδοποιεί να σκεφτούμε βαθιά τις συνέπειες των πράξεών μας.

Όλοι μας έχουμε τη δύναμη να επιλέξουμε τι θα κάνουμε με τη ζωή μας. Έχουμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε την Αρετή ή την Κακία. Μερικές φορές θα κάνουμε ένα λάθος βήμα, αλλά ελπίζουμε ότι η ιστορία του Ηρακλή και αυτός ο πίνακας του Ντε Λαρέσε θα μας υπενθυμίσουν να μην εγκαταλείψουμε ποτέ τον δρόμο της Αρετής.