Σάββατο, 10 Μαΐ, 2025

Τηλεφωνική επικοινωνία Κάρνεϊ-Τραμπ: Αμοιβαία βήματα προσέγγισης παρά τις εμπορικές εντάσεις

Ο πρωθυπουργός του Καναδά Μαρκ Κάρνεϊ χαρακτήρισε «ουσιαστική» την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε στις 28 Μαρτίου με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, λέγοντας ότι συμφωνήθηκε η έναρξη διαπραγματεύσεων για μια νέα διμερή συμφωνία στους τομείς της οικονομίας και της ασφάλειας.

Μιλώντας στους δημοσιογράφους στο Μόντρεαλ, ο κ. Κάρνεϊ σημείωσε ότι κατά την τηλεφωνική συνομιλία ο πρόεδρος Τραμπ «σεβάστηκε σήμερα την κυριαρχία του Καναδά τόσο στις ιδιωτικές όσο και στις δημόσιες δηλώσεις του». Πρόσθεσε ακόμη ότι είναι αναγκαία μια νέα συμφωνία με τις ΗΠΑ, δεδομένου ότι «υπάρχουν πάρα πολλές μεταβολές, υπερβολικοί δασμοί, συνεχείς απειλές και μεγάλη αστάθεια αυτή τη στιγμή στη μεταξύ μας σχέση».

Η επικοινωνία έγινε μετά από πρωτοβουλία Τραμπ και ενώ οι εντάσεις μεταξύ Οτάβα και Ουάσινγκτον έχουν κλιμακωθεί τις τελευταίες εβδομάδες. Στις 26 Μαρτίου, η αμερικανική πλευρά ανακοίνωσε την επιβολή δασμού ύψους 25% στα εισαγόμενα στις ΗΠΑ οχήματα και σε ορισμένα εξαρτήματά τους. Παράλληλα, προηγήθηκε πρόσφατη επιβολή δασμών σε χάλυβα και αλουμίνιο που εισάγονται στον Καναδά, κίνηση που έχει ενοχλήσει έντονα την καναδική κυβέρνηση.

Ωστόσο, τόσο ο Καναδός πρωθυπουργός όσο και ο πρόεδροs Τραμπ εμφανίσθηκαν συγκρατημένα αισιόδοξοι μετά τη συνομιλία τους. Σε ανάρτησή του στο κοινωνικό δίκτυο Truth Social, ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε λόγο για «μια εξαιρετικά παραγωγική συνομιλία», ανακοινώνοντας επίσης ότι θα συναντήσει τον Καναδό πρωθυπουργό «αμέσως μετά τη διεξαγωγή των επερχόμενων εκλογών στον Καναδά».

«Αυτή η συζήτηση τελικά θα καταλήξει πολύ θετική τόσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής όσο και για τον Καναδά», επισήμανε στην ανάρτησή του ο Αμερικανός πρόεδρος.

Από τη μεριά του Καναδά, ο κ. Κάρνεϊ ανέφερε ότι η χώρα του έχει διαμορφώσει με ξεκάθαρο τρόπο τις προτεραιότητες και τη στρατηγική της ενόψει των επικείμενων διαπραγματεύσεων. Τόνισε μάλιστα ότι, παρά την καλή διάθεση και τους ήπιους τόνους μετά το τηλέφωνημα, ο Καναδάς παραμένει ανοιχτός στην αναζήτηση εναλλακτικών εμπορικών συνεργασιών με άλλες χώρες. «Ίσως τώρα είναι πιο ξεκάθαρο πόσο ισχυρός είναι στην πραγματικότητα ο Καναδάς», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Κάρνεϊ.

Διαφορές σε δασμούς και φόρους

Παρά τη θετική ατμόσφαιρα της συζήτησης, οι διαφορές γύρω από βασικά θέματα των εμπορικών σχέσεων παραμένουν σαφείς. Ο πρωθυπουργός ξεκαθάρισε ότι ο πρόεδρος Τραμπ δεν ανέφερε πιθανότητα άμεσης άρσης των πρόσφατων δασμών για οχήματα, χάλυβα και αλουμίνιο. Ο ίδιος επέμεινε ότι πρόκειται για την «αρχή μιας διαδικασίας» πιο εντατικών συνομιλιών μεταξύ των δύο πλευρών.

Αναφορικά με το ζήτημα του συστήματος διαχείρισης εφοδιασμού του Καναδά, το οποίο έχει γίνει στόχος σφοδρών επικρίσεων από την κυβέρνηση Τραμπ λόγω υψηλών δασμών στα αμερικανικά αγροτικά και γαλακτοκομικά προϊόντα, ο κ. Κάρνεϊ ήταν σαφής: «Έχω ξεκαθαρίσει ότι δεν θα υπάρξει συζήτηση για το σύστημα διαχείρισης εφοδιασμού. Αυτό το θέμα είναι εκτός τραπεζιού διαπραγματεύσεων», διευκρίνισε.

Παρόμοια ήταν και η στάση του Καναδά στο αμφιλεγόμενο φόρο ψηφιακών υπηρεσιών ο οποίος πλήττει μεγάλες αμερικανικές εταιρείες όπως το Netflix. Ο Καναδός πρωθυπουργός επισήμανε ότι για ορισμένα θέματα υπάρχει περιθώριο συζήτησης και διαπραγμάτευσης, ωστόσο «θα συμφωνούμε μόνο σε ζητήματα που εξυπηρετούν αποκλειστικά το εθνικό συμφέρον του Καναδά».

Στρατηγικές επιπτώσεις και επόμενα βήματα

Η συνεννόηση μεταξύ Καναδά και ΗΠΑ κρίνεται απαραίτητη τόσο για τη Βόρεια Αμερική, όσο και για τις διεθνείς εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών. Η δήλωση του πρωθυπουργικού γραφείου του Καναδά ανέφερε ότι «οι ηγέτες συμφώνησαν στην έναρξη διεξοδικών διαπραγματεύσεων μετά από τις καναδικές εκλογές της 28ης Απριλίου», προσθέτοντας ότι έως τότε οι υπουργοί Εμπορίου των δύο χωρών – Ντόμινικ ΛεΜπλανκ και Χάουαρντ Λούτνικ αντίστοιχα – θα συνεχίσουν και θα εντείνουν τον διάλογο για άμεσα ζητήματα.

Η αρχή των συστηματικών συνομιλιών, παρά τις σοβαρές διαφωνίες και τις συνεχιζόμενες εντάσεις, αποτελεί θετικό βήμα για την αποκλιμάκωση της κρίσης καθώς και για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης οικονομικής σταθερότητας και των δύο πλευρών. Το επόμενο διάστημα αναμένεται με ενδιαφέρον, καθώς οι εξελίξεις στα επιμέρους ζητήματα θα καθορίσουν το μέλλον των σχέσεων των δύο σημαντικών εμπορικών εταίρων της Αμερικής.

Ο Τραμπ καλεί τους Αμερικανούς να «αντέξουν» τις αναταραχές από τους δασμούς – Υπόσχεται «ιστορικό» αποτέλεσμα

Η νέα πολιτική δασμών του Τραμπ προκαλεί αναταράξεις παγκοσμίως – Ο Αμερικανός πρόεδρος κάνει λόγο για μια απαραίτητη οικονομική επανάσταση που θα οδηγήσει σε ιστορική επιτυχία

Το Σάββατο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ κάλεσε τους Αμερικανούς πολίτες να επιδείξουν σθένος και υπομονή απέναντι στις δυσκολίες που έχουν προκύψει από τη ριζική του αναθεώρηση της εμπορικής πολιτικής, η οποία έχει πυροδοτήσει αναταράξεις στις διεθνείς αγορές.

Σε ανάρτηση που δημοσίευσε στις 5 Απριλίου στην πλατφόρμα Truth Social, ο Τραμπ περιέγραψε τη συγκυρία ως μια «οικονομική επανάσταση», υπογραμμίζοντας πως το τελικό αποτέλεσμα της πολιτικής του θα είναι «ιστορικό».

«Θα νικήσουμε. Κάντε κουράγιο, δεν θα είναι εύκολο, όμως το τελικό αποτέλεσμα θα είναι ΙΣΤΟΡΙΚΟ», έγραψε ο Τραμπ, προσθέτοντας: «Θα ξανακάνουμε την Αμερική μεγάλη!».

Το μήνυμα αυτό έρχεται στον απόηχο της ανακοίνωσης του Τραμπ στις 2 Απριλίου στον Λευκό Οίκο, στην οποία κήρυξε κατάσταση οικονομικής έκτακτης ανάγκης και επέβαλε έναν γενικό δασμό 10% σχεδόν σε όλα τα εισαγόμενα αγαθά. Παράλληλα, ανακοίνωσε ακόμη υψηλότερους δασμούς για περίπου 60 χώρες, τις οποίες η κυβέρνησή του χαρακτήρισε ως «χειρότερους παραβάτες» όσον αφορά τις εμπορικές ανισορροπίες έναντι των ΗΠΑ. Στην κορυφή αυτής της λίστας βρίσκεται η Κίνα.

Οι ειδικοί αυτοί δασμοί περιλαμβάνουν 34% στα κινεζικά προϊόντα (ανεβάζοντας το σύνολο των δασμών κατά της Κίνας στο 54%), 46% στο Βιετνάμ, 24% στην Ιαπωνία και 20% στην Ευρώπη. Οι δασμοί αυτοί τέθηκαν σε ισχύ τα μεσάνυχτα του Σαββάτου, ενώ οι αυξημένοι, πιο στοχευμένοι δασμοί αναμένεται να εφαρμοστούν από τις 9 Απριλίου.

Η Κίνα αντέδρασε άμεσα την Παρασκευή, ανακοινώνοντας δασμό 34% σε όλα τα αμερικανικά προϊόντα, ενώ προειδοποίησε και για πρόσθετα αντίμετρα, συμπεριλαμβανομένου πιθανού περιορισμού εξαγωγών σπάνιων πρώτων υλών, που είναι απαραίτητες στην κατασκευή ηλεκτρικών οχημάτων και αμυντικών εξοπλισμών.

Απαντώντας στην κινεζική αντίδραση, ο Τραμπ τόνισε πως το Πεκίνο δεν είναι πραγματικά σε θέση να αντεπιτεθεί και ισχυρίστηκε ότι ήδη η πολιτική του έχει προσελκύσει τρισεκατομμύρια δολάρια σε νέες επενδύσεις στις ΗΠΑ και χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας.

«Η Κίνα έχει χτυπηθεί πολύ περισσότερο από τις ΗΠΑ και μάλιστα με μεγάλη διαφορά», υποστήριξε ο Τραμπ. «Αυτοί και πολλές άλλες χώρες μας εκμεταλλεύονταν για δεκαετίες. Δεν είμαστε πια ο ‘εύκολος στόχος’ κανενός. Φέρνουμε πίσω θέσεις εργασίας και επιχειρήσεις όπως ποτέ άλλοτε. Ήδη έχουμε ξεπεράσει τα πέντε τρισεκατομμύρια δολάρια επενδύσεων και ο αριθμός αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς!»

Την Πέμπτη και την Παρασκευή η Γουόλ Στριτ υπέστη αξιοσημείωτες απώλειες. Στις 4 Απριλίου ο δείκτης S&P 500 υποχώρησε κατά 6%, ο Ντάου Τζόουνς σημείωσε πτώση 5,5% και ο Nasdaq έπεσε 5,8%.

Σε ερώτηση σχετικά με τις απώλειες αυτές, ο Τραμπ συνέκρινε την οικονομία με έναν ασθενή που υποβάλλεται σε εγχείρηση.

«Πιστεύω ότι πάμε πάρα πολύ καλά», είπε σε δημοσιογράφους έξω από τον Λευκό Οίκο την Πέμπτη. «Είναι σαν μία επέμβαση. Είναι μεγάλη υπόθεση. Είχα πει εξαρχής ότι κάπως έτσι θα εξελιχθούν τα πράγματα».

Αξιωματούχοι της κυβέρνησης απηύθυναν επίσης έκκληση για υπομονή. Ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ κάλεσε τις ξένες χώρες να μην απαντήσουν με αντίποινα, προειδοποιώντας ότι σε ενδεχόμενη κλιμάκωση οι ΗΠΑ θα ανταπαντήσουν ακόμη πιο σκληρά.

«Αφήστε να δούμε πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση. Αν αντιδράσετε με αντίμετρα, θα υπάρξει κλιμάκωση. Αν όχι, τότε βρισκόμαστε ήδη στο αποκορύφωμα», δήλωσε την Τετάρτη στη συνέντευξή του στο Fox News.

Ο Μπέσεντ απευθύνθηκε και στους Αμερικανούς που ανησυχούν για τις απώλειες των αποταμιεύσεων στους επενδυτικούς λογαριασμούς 401(k) και IRA.

«Θέτουμε τις προϋποθέσεις για μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη», δήλωσε. «Η χώρα είχε μπει σε μη βιώσιμο επίπεδο λόγω υπερβολικών κρατικών δαπανών. Ήμασταν σε τροχιά οικονομικής κρίσης».

Ενώ ορισμένες χώρες ανακοίνωσαν ότι θα προβούν σε αντίποινα, άλλες εμφανίζονται πιο επιφυλακτικές.

«Πρέπει να αποφύγουμε μία πολιτική αντιποίνων που μπορεί να βλάψει συνολικά όλους και κυρίως εμάς», δήλωσε ο Ιταλός υπουργός Οικονομίας Τζιανκάρλο Τζορτζέτι το Σάββατο, μιλώντας σε οικονομικό φόρουμ στο Τσερνόμπιο της Ιταλίας. «Το μήνυμά μας είναι ότι δεν πρέπει να πανικοβαλλόμαστε… η αντίδρασή μας πρέπει να είναι ψύχραιμη και λογική».

Η κυβέρνηση Τραμπ έχει επανειλημμένα δηλώσει πως το περυσινό εμπορικό έλλειμμα των 1,2 τρισ. δολαρίων αποδεικνύει την ανάγκη για ριζική αλλαγή πλεύσης στην οικονομική πολιτική. Ο Αμερικανός πρόεδρος επιμένει ότι επί δεκαετίες ξένες χώρες εκμεταλλεύονταν τις ΗΠΑ και πως η νέα πολιτική δασμών έχει στόχο να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη στο παγκόσμιο εμπόριο.

Ο Τραμπ λέει ότι ο Μασκ πιθανότατα θα φύγει από την κυβέρνηση σε «μερικούς μήνες»

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι ο ειδικός προεδρικός σύμβουλος Ίλον Μασκ είναι πιθανό να αποχωρήσει από την κυβέρνηση σε «μερικούς μήνες».

Απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά με το πότε θα μπορούσε να φύγει ο Μασκ, ο Τραμπ είπε σε δημοσιογράφους στο Air Force One την Πέμπτη ότι «ο Ίλον είναι φανταστικός», αλλά έχει «μια σειρά από εταιρείες να διευθύνει». Ο Μασκ είναι ειδικός κρατικός υπάλληλος, που σημαίνει ότι πρέπει να φύγει 130 ημέρες μετά την ανάληψη της θέσης.

«Θέλω να μείνει όσο περισσότερο γίνεται», είπε. «Θα υπάρξει ένα σημείο όπου θα πρέπει να φύγει».

Ο Μασκ εντάχθηκε στην κυβέρνηση καθώς ο Τραμπ δημιούργησε τον Ιανουάριο το Τμήμα Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας (DOGE) μέσω εκτελεστικού διατάγματος. Από τότε, το DOGE πηγαίνει από υπηρεσία σε υπηρεσία για να εξετάσει αυτό που αποκαλεί απάτη, κατάχρηση και σπατάλη. Το έργο του παρεμποδίστηκε από πολλούς ομοσπονδιακούς δικαστές τις τελευταίες ημέρες.

Εκτός από τις δικαστικές αποφάσεις κατά του DOGE, ο Μασκ αντιμετώπισε μια αποτυχία την Τρίτη στο Ουισκόνσιν, όπου οι ψηφοφόροι απέρριψαν έναν υποψήφιο του Ανωτάτου Δικαστηρίου της πολιτείας που ενέκρινε ο Μασκ, αφού ξόδεψε περισσότερα από 21 εκατομμύρια δολάρια σε προσωπικές δωρεές και εμφανίστηκε στην προεκλογική εκστρατεία του υποψηφίου το Σαββατοκύριακο.

Η ηλεκτρική αυτοκινητοβιομηχανία του δισεκατομμυριούχου επιχειρηματία της Tesla σημείωσε επίσης πτώση 13% στις πωλήσεις τους πρώτους τρεις μήνες του έτους.
Σε σχόλια την Κυριακή, ο Μασκ είπε ότι η δουλειά του στην κυβέρνηση Τραμπ βλάπτει τη μετοχή της Tesla και ότι οι διαμαρτυρίες και οι επιθέσεις εναντίον ακινήτων και αυτοκινήτων της Tesla μπορεί να ευθύνονται εν μέρει. Από τη διαπραγμάτευση της Παρασκευής, η μετοχή της Tesla έχει υποχωρήσει περισσότερο από 36% από την αρχή του 2025, αν και οι μετοχές της εταιρείας έχουν αυξηθεί κατά 41% από έτος σε έτος.

Ο Μασκ είπε ξεχωριστά στον Μπρετ Μπάιερ του Fox News στις 27 Μαρτίου ότι το DOGE βρίσκεται σε καλό δρόμο για την επίτευξη του στόχου του πριν από τη λήξη της θητείας του ως ειδικού κυβερνητικού υπαλλήλου.

«Πιστεύω ότι θα έχουμε ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος του έργου που απαιτείται για τη μείωση του ελλείμματος κατά ένα τρισεκατομμύριο δολάρια εντός αυτού του χρονικού πλαισίου», είπε.

Εκτός από τα σχόλια του Τραμπ, ο αντιπρόεδρος Τζέιμς Βανς είπε ότι ο Μασκ θα συνεχίσει να τους παρέχει συμβουλές μετά την αποχώρηση από την κυβέρνηση.

«Το DOGE έχει πολλή δουλειά να κάνει και ναι, αυτή η δουλειά θα συνεχιστεί μετά την αποχώρηση του Ίλον. Αλλά βασικά, ο Ίλον θα παραμείνει φίλος και σύμβουλος τόσο σε εμένα όσο και στον πρόεδρο», είπε ο Βανς στο Fox News σε συνέντευξή του την Πέμπτη.

Το Politico και άλλα μέσα ενημέρωσης, επικαλούμενα μη κατονομαζόμενες πηγές, ανέφεραν την Τετάρτη ότι ο Τραμπ είχε πει στα μέλη του υπουργικού συμβουλίου του ότι ο Μασκ θα αποχωρήσει σύντομα και θα επιστρέψει στον ιδιωτικό τομέα.

Ο Λευκός Οίκος αμφισβήτησε αυτές τις αναφορές.

«Ο Ίλον Μασκ και ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσαν *δημόσια* ότι ο Ίλον θα αποχωρήσει από τη δημόσια υπηρεσία ως ειδικός κρατικός υπάλληλος όταν ολοκληρωθεί η απίστευτη δουλειά του στο DOGE», έγραψε η Λέβιτ σε μια ανάρτηση στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X.

Ο Λευκός Οίκος δεν έχει αποκαλύψει κανένα σαφές χρονοδιάγραμμα για το κλείσιμο του DOGE. Ο κυβερνητικός οργανισμός περικοπής δαπανών δεν προοριζόταν ποτέ να γίνει μόνιμη έδρα στην Ουάσιγκτον. Αρχικά προοριζόταν να λειτουργήσει μέχρι τις 4 Ιουλίου 2026.

Το DOGE αρχικά είχε σχεδιαστεί ως μια ανεξάρτητη συμβουλευτική επιτροπή, με τον Μασκ να μοιράζεται την ηγεσία με τον Βιβέκ Ραμασγουάμι, έναν επιχειρηματία βιοτεχνολογίας. Ο Ραμασγουάμι, Ρεπουμπλικανός, εγκατέλειψε την θέση και είναι υποψήφιος για κυβερνήτης του Οχάιο, και το DOGE έγινε μέρος της κυβέρνησης.

Το Associated Press συνέβαλε σε αυτό το άρθρο.

Ν. Δένδιας: Oυδεμία συσχέτιση προκύπτει μεταξύ του δυστυχήματος των Τεμπών και της μεταφοράς στρατιωτικού υλικού

«Ουδεμία μεταφορά στρατιωτικού υλικού πραγματοποιήθηκε στο σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας μας για λογαριασμό των Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΔ) ή κρατών – μελών του ΝΑΤΟ κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2023. Ως εκ τούτου, ουδεμία συσχέτιση προκύπτει μεταξύ του δυστυχήματος των Τεμπών και της μεταφοράς αμυντικού υλικού ή καυσίμων είτε για λογαριασμό των ελληνικών ΕΔ είτε για λογαριασμό του ΝΑΤΟ και κρατών – μελών του», αναφέρει ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Δένδιας, σε έγγραφό του που διαβιβάστηκε στη Βουλή, σε απάντηση ερώτησης του ΚΚΕ.

Αντικείμενο της ερώτησης των βουλευτών του ΚΚΕ Γιώργου Λαμπρούλη, Γιώργου Μαρίνου και Νίκου Παπαναστάση ήταν η «μεταφορά εύφλεκτων, επικίνδυνων υλικών σε υποδομές και στις αεροπορικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην Λάρισα, κοντά στον οικιστικό ιστό της πόλης». Οι βουλευτές του ΚΚΕ είχαν ζητήσει από τον υπουργό Εθνικής Άμυνας να απαντήσει τι είδους καύσιμα χρησιμοποιούνται για τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη που βρίσκονται στις αεροπορικές εγκαταστάσεις στη Λάρισα, τι είδους μέτρα ασφαλείας λαμβάνονται κατά τη μεταφορά των καυσίμων αυτών σε μια απόσταση τόσο κοντινή, “εφαπτόμενη” με τον οικιστικό ιστό της Λάρισας, αν αξιοποιούνται ή αξιοποιήθηκαν «την περίοδο του εγκλήματος στα Τέμπη» οι σιδηροδρομικές υποδομές ή άλλοι τρόποι μεταφοράς τέτοιων καυσίμων για τα αμερικανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη, και «τι άλλα εύφλεκτα και επικίνδυνα υλικά μεταφέρουν οι ΗΠΑ στην αεροπορική βάση της Λάρισας».

Στην έγγραφη απάντησή του ο υπουργός Εθνικής Άμυνας αναφέρει ότι το είδος καυσίμου που χορηγείται στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη των ΗΠΑ που βρίσκονται στην Αεροπορική Βάση της Λάρισας είναι το JP-8, το οποίο είναι ο ίδιος τύπος αεροπορικού καυσίμου που χρησιμοποιούν τα ιπτάμενα μέσα της Πολεμικής Αεροπορίας και μεταφέρεται στην Αεροπορική Βάση της Λάρισας μέσω του συστήματος Διακίνησης Αγωγού Καυσίμου της Πολεμικής Αεροπορίας.

Τα εν λόγω αεροσκάφη εφοδιάζονται με καύσιμο JP-8 με τη χρήση ειδικών βυτιοφόρων οχημάτων μεταφοράς και ανεφοδιασμού καυσίμων από το απόθεμα της Πολεμικής Αεροπορίας, αναφέρει ο υπουργός Εθνικής Άμυνας και σημειώνει ότι «κατά την εκτέλεση της εν λόγω διαδικασίας τηρούνται όλα τα προβλεπόμενα στα θεσμικά κείμενα μέτρα ασφαλείας. Επίσης, από τις αμερικανικές δυνάμεις που έχουν αναπτυχθεί στην ΑΒ της Λάρισας για την υποστήριξη των ΜΕΑ/Φ δεν διακινούνται άλλα εύφλεκτα και επικίνδυνα υλικά».

«Οι μεταφορές όπλων, πυρομαχικών, εκρηκτικών υλών κ.ά. με τη χρήση οδικών, σιδηροδρομικών και θαλασσίων υποδομών της Χώρας μας γίνονται με συγκεκριμένες προδιαγραφές ασφάλειας, οι οποίες καθορίζονται στον ν. 2168/1993 (Α΄ 147)», αναφέρει ο υπουργός Εθνικής Άμυνας και σημειώνει: «Εν προκειμένω, όπως με πληροφόρησαν οι αρμόδιες υπηρεσίες, ουδεμία μεταφορά στρατιωτικού υλικού πραγματοποιήθηκε στο σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας μας για λογαριασμό των Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΔ) ή κρατών – μελών του ΝΑΤΟ κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2023. Ως εκ τούτου, ουδεμία συσχέτιση προκύπτει μεταξύ του δυστυχήματος των Τεμπών και της μεταφοράς αμυντικού υλικού ή καυσίμων είτε για λογαριασμό των ελληνικών ΕΔ είτε για λογαριασμό του ΝΑΤΟ και κρατών – μελών του».

Ο Νίκος Δένδιας διαβιβάζει στη Βουλή και έγγραφη απάντηση σε ερώτηση και αίτηση κατάθεσης εγγράφων του προέδρου της Ελληνικής Λύσης Κυριάκου Βελόπουλου με θέμα «ανάγκη διευκρινίσεων σχετικά με τη μετάβαση στελεχών της Πολεμικής Αεροπορίας στον χώρο όπου τελέστηκε η εγκληματική σύγκρουση τρένων στα Τέμπη την 28/2/2023».

«Όπως με πληροφόρησαν οι αρμόδιοι φορείς του υπουργείου, σας γνωρίζω ότι κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο του 2023, ο τότε Αρχηγός Τακτικής Αεροπορίας ήταν επιφορτισμένος με τα καθήκοντα Ανώτατου Διοικητή Φρουράς Λάρισας. Ως εκ τούτου, στελέχη που υπηρετούσαν στη Φρουρά, σε θέσεις σχετικές με θέματα Πολιτικής Προστασίας, μετέβησαν στον τόπο του δυστυχήματος περίπου στις 10 πμ την 01-03-2023, στο πλαίσιο συνδρομής και συνεργασίας των Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΔ) με τις περιφερειακές και τοπικές υπηρεσίες σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ. 84/2009 (Α΄ 108), και κυρίως με σκοπό να ενημερωθούν για την κατάσταση της υγείας ενός στελέχους και της συζύγου άλλου στελέχους, που επέβαιναν στην αμαξοστοιχία. Εκεί παρέμειναν και επιμελήθηκαν την τοποθέτηση πέντε (5) σκηνών από τις ΕΔ (για δημοσιογράφους κ.ά.) και αποχώρησαν περί τις 3 μμ, αφού επιβεβαιώθηκε ότι δεν απαιτείτο πλέον η παρουσία τους», αναφέρει ο υπουργός Εθνικής Άμυνας.

Ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης, Κυριάκος Βελόπουλος, με την ερώτηση που είχε απευθύνει και στον πρωθυπουργό και στον υπουργό Εθνικής Άμυνας ζητούσε να ενημερωθεί:

-Για ποιον ακριβώς λόγο μετέβη στον χώρο της ανωτέρω σύγκρουσης κλιμάκιο αξιωματικών της Πολεμικής Αεροπορίας.

-Ποια ώρα ακριβώς μετέβη στον χώρο της παραπάνω σύγκρουσης των τρένων το ανωτέρω κλιμάκιο.

-Από ποιους αξιωματικούς αποτελούταν το ανωτέρω κλιμάκιο.

Ζητούσε επίσης να του δοθεί αντίγραφο από κάθε έγγραφη ή ηλεκτρονική διαταγή μετάβασης του ανωτέρω κλιμακίου στον χώρο της σύγκρουσης των τρένων.

«Τα ονόματα των στελεχών που μετέβησαν εκεί αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία δεν δύνανται να γνωστοποιηθούν εν προκειμένω, καθότι η γνωστοποίηση αυτή αποτελεί μη νόμιμη επεξεργασία τους, αφού τα δεδομένα αυτά δεν είναι ούτε πρόσφορα ούτε αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού του κοινοβουλευτικού ελέγχου, όπως προϋποθέτει το άρθρο 5 του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων, δεδομένου ότι τα πρόσωπα στα οποία αφορούν δεν ενεπλάκησαν με κανέναν τρόπο στο εν λόγω δυστύχημα», απαντά ο υπουργός Εθνικής Άμυνας.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Γαλλία: Αντιδράσεις πρωθυπουργού και κομμάτων στην καταδίκη Λε Πεν

Αναταράξεις προκαλεί στο εσωτερικό της χώρας η καταδίκη της πολιτικού Μαρίν Λε Πεν, καθώς η γαλλική πολιτική σκηνή να μπαίνει σε αχαρτογράφητα νερά, με το κόμμα της Λε Πεν να καταγγέλει την απόφαση και να καλεί σε κινητοποιήσεις και τα περισσότερα κόμματα να κρατούν αποστάσεις από τη δικαστική απόφαση.

Ο Γάλλος πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού δήλωσε «προβληματισμένος από την απόφαση» του δικαστηρίου του Παρισιού που έκρινε ένοχη σήμερα τη Λε Πεν για κατάχρηση δημοσίου χρήματος και την καταδίκασε σε στέρηση δικαιώματος του εκλέγεσθαι για πέντε χρόνια.

Αυτή η καταδίκη θέτει σε κίνδυνο την υποψηφιότητα της 56χρονης πολιτικού για τις προεδρικές εκλογές του 2027, για τις οποίες παρουσιάζεται από δημοσκοπήσεις ως φαβορί.

Επίσης, της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών, εκ των οποίων τα δύο επρόκειτο να τα εκτίσει υπό ηλεκτρονική παρακολούθηση, καθώς και χρηματικό πρόστιμο ύψους 100.000 ευρώ.

«Σήμερα δεν είναι μόνο η Μαρίν Λε Πεν που καταδικάστηκε άδικα: Ήταν η γαλλική δημοκρατία που θανατώθηκε», δήλωσε ο πρόεδρος της Εθνικής Συγκέντρωσης (κόμματος της Λε Πεν), Ζορντάν Μπαρντελά.

Ο ίδιος κάλεσε σε μια «λαϊκή και ειρηνική κινητοποίηση» κατά της καταδίκης Λε Πεν, καταδίκη που τη χαρακτήρισε «σκάνδαλο δημοκρατίας». «Μέσα από τη λαϊκή και ειρηνική μας κινητοποίηση, ας τους δείξουμε ότι η βούληση του λαού είναι ισχυρότερη», είπε, αναρτώντας στο Χ έναν σύνδεσμο για μία αναφορά στην ιστοσελίδα του κόμματος, η οποία καταγγέλλει «τη δικτατορία των δικαστών».

Αποστάσεις από την καταδικαστική απόφαση φαίνεται να πήρε και ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν του κόμματος της γαλλικής αριστεράς Ανυπότακτη Γαλλία. «Η απόφαση για την απομάκρυνση ενός πολιτικού από το αξίωμα πρέπει να εναπόκειται στους πολίτες», είπε ο Μελανσόν, τονίζοντας ότι συμμερίζεται την πεποίθηση του κόμματός του ότι η μάχη του δεξιού κόμματος της Λε Πεν δεν πρέπει να διεξαχθεί στο δικαστήριο αλλά στις εκλογές.

Ο αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας των συντηρητικών Ρεπουμπλικανών, Λοράν Βουκί επέκρινε επίσης τη δικαστική απόφαση. «Η απόφαση να καταδικαστεί η Μαρίν Λε Πεν είναι σοβαρή και πρωτοφανής», είπε.

Είπε ότι δεν είναι υγιές για μια δημοκρατία να απαγορεύει σε έναν εκλεγμένο πολιτικό να συμμετέχει σε εκλογές. «Οι πολιτικές συζητήσεις πρέπει να αποφασίζονται στην κάλπη από τον γαλλικό λαό.»

Όσον αφορά τις διεθνές αντιδράσεις, εκείνοι που εξέφρασαν τη στήριξή τους στη Λε Πεν και καταδίκασαν την εις βάρος της δικαστική απόφαση ήταν το Κρεμλίνο, ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπάν, ο αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης Ματέο Σαλβίνι, ο Ολλανδός πολιτικός Γκέερτ Βίλντερς, και ο Έλον Μασκ.

Η Epoch Times συνέβαλε σε αυτό το άρθρο.

Η Ρωσία επιδιώκει ισορροπία στις σχέσεις με ΗΠΑ και Κίνα παρά τις εντάσεις

Η Ρωσία επιχειρεί να ισορροπήσει τις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς παράλληλα ενισχύει σημαντικά την στρατηγική συνεργασία της με την Κίνα, δήλωσε ο Ρώσος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Αλεξέι Οβερτσούκ.

Οι δηλώσεις του κ. Οβερτσούκ έγιναν στο πλαίσιο του Φόρουμ Μποάο, στην επαρχία Χαϊνάν της Κίνας, στις 27 Μαρτίου 2025. «Όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας, Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών, δεν θα πρέπει να αναπτύσσουμε τη σχέση μας με μία χώρα εις βάρος μίας άλλης και αντίστροφα», τόνισε χαρακτηριστικά.

Παράλληλα, ο κ. Οβερτσούκ υπογράμμισε ότι η Μόσχα επιθυμεί να συνεχίσει τη στενή συνεργασία με το Πεκίνο στη βάση της στρατηγικής συμφωνίας που υπεγράφη τον Μάρτιο του 2023. Πρόκειται για μια συμφωνία η οποία έχει εμβαθύνει την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική συνεργασία των δύο χωρών. Ειδικοί επισημαίνουν ότι η συγκεκριμένη συνεργασία έχει αρχίσει να προσλαμβάνει χαρακτηριστικά de facto συμμαχίας, με στόχο τη δημιουργία ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος, αντί της κυριαρχίας των ΗΠΑ.

Η εν λόγω σύμπραξη έχει βοηθήσει τη Μόσχα να μετριάσει σημαντικά τις επιπτώσεις των δυτικών κυρώσεων λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς η Κίνα αύξησε σημαντικά τις αγορές ρωσικών αγαθών και ενεργειακών πρώτων υλών.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο αντιπρόεδρος της κινεζικής κυβέρνησης Ντινγκ Σουεσιάνγκ, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, ανέφερε ότι έχει ήδη συναντηθεί δύο φορές φέτος με τον κ. Οβερτσούκ. Οι δύο πλευρές εξέφρασαν την κοινή επιθυμία να επεκτείνουν τις διμερείς σχέσεις.

Την ίδια στιγμή, η νέα αμερικανική κυβέρνηση υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται διατεθειμένη να επαναφέρει τη Ρωσία στην παγκόσμια οικονομική και διπλωματική σκηνή, με τον Λευκό Οίκο να δηλώνει αποφασισμένος να επιδιώξει μια συνολική ειρήνευση στην Ουκρανία. Ωστόσο, η αποτυχία της Μόσχας να συμμορφωθεί πλήρως προς τις προσπάθειες ειρήνευσης έχει επιφέρει ένταση, με τον πρόεδρο Τραμπ να απειλεί νωρίτερα αυτόν το μήνα τη Ρωσία με μεγάλης κλίμακας οικονομικές κυρώσεις και δασμούς εάν δεν επιτευχθεί άμεσα κατάπαυση πυρός.

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Τραμπ στην πλατφόρμα Truth Social στις 7 Μαρτίου, «εξετάζω σοβαρά την επιβολή εκτεταμένων τραπεζικών κυρώσεων και δασμών στη Ρωσία μέχρι να εφαρμοστεί κατάπαυση πυρός και τελική ειρηνευτική συμφωνία. Ρωσία και Ουκρανία, καθίστε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τώρα, πριν είναι πολύ αργά».

Αναλυτές επισημαίνουν ότι το δύσκολο σενάριο ισορροπίας με το οποίο έρχεται αντιμέτωπη η Μόσχα, να ενισχύσει συνεργασία με την Κίνα ενώ παράλληλα δεν θέλει να κάψει τις γέφυρες με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αναμένεται να δοκιμάσει τις διπλωματικές της αντοχές τα επόμενα χρόνια. Στόχος του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν φαίνεται να είναι η οικοδόμηση ενός πολυπολικού κόσμου όπου η Ρωσία θα έχει ισχυρότερο ρόλο, χωρίς όμως να εγκαταλείπει εντελώς τις προοπτικές βελτίωσης των σχέσεων με την Ουάσιγκτον.

Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις στο τρίγωνο ΗΠΑ – Ρωσίας – Κίνας θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τόσο την παγκόσμια σταθερότητα όσο και την πορεία περιφερειακών συγκρούσεων, όπως εκείνης στην Ουκρανία. Το επόμενο διάστημα, πολλοί αναμένεται να παρακολουθούν στενά τις κινήσεις των τριών αυτών μεγάλων δυνάμεων, σε ένα ανταγωνιστικό γεωπολιτικό παιχνίδι με πολλούς αγνώστους, που μένει ακόμη να αποσαφηνιστούν.

Ο Σι Τζινπίνγκ επιχειρεί να καθησυχάσει τους επενδυτές εν μέσω νέων αμερικανικών δασμών

Ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ πραγματοποίησε συνάντηση με δεκάδες υψηλόβαθμα στελέχη μεγάλων ξένων επιχειρήσεων στις 28 Μαρτίου στο Πεκίνο, με στόχο να αμβλύνει την ανησυχία των ξένων επενδυτών ενόψει των επερχόμενων εμπορικών δασμών από τις ΗΠΑ. Σε μια περίοδο κατά την οποία η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο αντιμετωπίζει σημαντική μείωση ξένων επενδύσεων και αυξανόμενη ένταση στις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η κινεζική ηγεσία καταβάλλει προσπάθεια να βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα.

Στη συνάντηση, που έλαβε χώρα στη Μεγάλη Αίθουσα του Λαού, συμμετείχαν περισσότεροι από 40 κορυφαίοι μάνατζερ από τους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας, των φαρμάκων, της αεροδιαστημικής και των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, μεταξύ αυτών και στελέχη των Mercedes-Benz, HSBC και Blackstone Group.

Ο Σι επισήμανε τη σημασία των ξένων επιχειρήσεων για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, υπογραμμίζοντας ότι «οι ξένες εταιρείες συμβάλλουν στο ένα τρίτο των εισαγωγών και των εξαγωγών της Κίνας, στο ένα τέταρτο της βιομηχανικής παραγωγής, και στο ένα έβδομο των φορολογικών εσόδων της χώρας, δημιουργώντας πάνω από 30 εκατομμύρια θέσεις εργασίας».

Ο πρόεδρος Σι δεσμεύθηκε ότι οι κινεζικές αρχές θα βελτιώσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, προβάλλοντας την Κίνα ως έναν «ιδανικό, ασφαλή και πολλά υποσχόμενο προορισμό» για τους ξένους επενδυτές, σύμφωνα με το επίσημο κινεζικό πρακτορείο Xinhua.

Η προσπάθεια αυτή έρχεται τη στιγμή που η κινεζική οικονομία βιώνει μια έντονη κάμψη στις ξένες επενδύσεις. Το 2024, οι ξένες άμεσες επενδύσεις στην Κίνα μειώθηκαν κατά 82%, φτάνοντας σε επίπεδα ρεκόρ χαμηλά τριακονταετίας, στα 33 δισεκατομμύρια δολάρια. Τον Ιανουάριο του 2025, αντίστοιχα, οι ξένες επενδύσεις περιορίστηκαν στα 13 δισ. δολάρια, καταγράφοντας το χειρότερο ξεκίνημα των τελευταίων τριών ετών.

Λίγες ημέρες πριν τη συγκεκριμένη συνάντηση, οι κινεζικές αρχές απελευθέρωσαν το προσωπικό της αμερικανικής εταιρείας Mintz Group, το οποίο κρατείτο από το 2023 με την κατηγορία «παράνομων δραστηριοτήτων». Η κράτηση των εργαζομένων της Mintz είχε συμβάλει στην επιδείνωση του επιχειρηματικού κλίματος, προκαλώντας έντονη κριτική, με Αμερικανούς επιχειρηματίες να χαρακτηρίζουν την Κίνα ως «χώρα μη επενδύσιμη».

Η κίνηση αυτή των κινεζικών αρχών θεωρείται, από αναλυτές, ως μέρος μιας συνολικότερης προσπάθειας να αποκατασταθεί η εικόνα της χώρας έναντι της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας.

Στο πλαίσιο αυτής της εκστρατείας προσέγγισης ξένων επενδυτών, Κινέζοι αξιωματούχοι πραγματοποιούν συχνότερες και πιο εντατικές συναντήσεις με ξένους εκπροσώπους εταιρειών, όπως τον διευθύνοντα σύμβουλο της Blackstone, Στίβεν Σβάρτσμαν, και τον πρόεδρο της Boeing Global, Μπρένταν Νέλσον.

Η συνάντηση του προέδρου Σι πραγματοποιείται λίγες μέρες πριν την έναρξη ισχύος των νέων δασμών 20% στις κινεζικές εισαγωγές που ανακοίνωσε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, επικαλούμενος τον έλεγχο της εισροής φαιντανύλης στις ΗΠΑ και την ανάγκη για ίσους όρους εμπορίου. Η Κίνα έχει ήδη προχωρήσει σε αντίμετρα, επιβάλλοντας δασμούς μέχρι 15% σε ορισμένα αμερικανικά αγροτικά προϊόντα.

Οι εξελίξεις αυτές αναμένεται να θέσουν περαιτέρω προκλήσεις για την κινεζική οικονομία, κάνοντας πιο επιτακτική την ανάγκη για επαναπροσέλκυση των ξένων επιχειρήσεων. Η προσπάθεια του Σι Τζινπίνγκ αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται η φυγή του ξένου κεφαλαίου, εν μέσω μιας διεθνούς ατμόσφαιρας εμπορικής αντιπαλότητας και δυσπιστίας.

Με την Κίνα να βρίσκεται σε κρίσιμη φάση οικονομικά και εμπορικά, ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ αποπειράται να ανατρέψει το κλίμα αρνητισμού που επικρατεί στους κύκλους των διεθνών επενδυτών. Αν και οι κινεζικές αρχές στέλνουν ξεκάθαρο μήνυμα ανοίγματος και εμπιστοσύνης προς τις ξένες επιχειρήσεις, είναι βέβαιο πως η επόμενη περίοδος θα αποτελέσει σημαντική δοκιμασία για τις προοπτικές συνεργασίας και ανάπτυξης τόσο για την Κίνα όσο και για τις ξένες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εκεί.

Ζελένσκι: Η Ουκρανία δεν θα αναγνωρίσει τη στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ ως δάνειο – Προς εξέταση η νέα συμφωνία για τα ορυκτά

Ο Ζελένσκι τόνισε στις 28 Μαρτίου ότι η Ουκρανία δεν πρόκειται να αναγνωρίσει την προηγούμενη στρατιωτική βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών ως δάνειο. Παράλληλα, ανέφερε πως η νέα συμφωνία που προτείνει η Ουάσιγκτον διαφέρει σημαντικά από προηγούμενα προσχέδια και θα πρέπει να υποβληθεί σε ενδελεχή νομικό έλεγχο προτού ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση.

Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο Κίεβο, ο Ουκρανός πρόεδρος επανέλαβε τη δέσμευση της χώρας του για εμβάθυνση της οικονομικής συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικά στον τομέα των κρίσιμων ορυκτών. Ωστόσο, ξεκαθάρισε ότι το Κίεβο δεν θα αποδεχθεί καμία συμφωνία που θα έθετε σε κίνδυνο την κυριαρχία της χώρας, θα υπονόμευε την πορεία της προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή θα προέβλεπε αποπληρωμή της βοήθειας που έχει ήδη λάβει.

Σύμφωνα με τον Ζελένσκι, το νέο αμερικανικό σχέδιο αποτελεί διαφορετικό κείμενο από τα προηγούμενα, περιλαμβάνοντας σημεία που δεν είχαν συζητηθεί, καθώς και όρους που είχαν ήδη απορριφθεί από τις δύο πλευρές. Ο ίδιος υπογράμμισε την ανάγκη για αξιολόγηση από ανώτατους νομικούς συμβούλους προτού η Ουκρανία διαμορφώσει επίσημη θέση. Αν και απέφυγε να επιβεβαιώσει αν η νέα πρόταση περιλαμβάνει ρητά την μετατροπή της αμερικανικής βοήθειας σε δάνειο, κατέστησε σαφές ότι οποιαδήποτε τέτοια απαίτηση θα ήταν μη αποδεκτή. Δήλωσε χαρακτηριστικά ότι η Ουκρανία δεν πρόκειται να αναγνωρίσει την προηγούμενη στρατιωτική βοήθεια ως δανειακή υποχρέωση.

Σε σύνοψη της συμφωνίας που επικαλείται το πρακτορείο Reuters, η Ουάσιγκτον φέρεται να ζητά την αποπληρωμή όλης της βοήθειας που έχει παράσχει στην Ουκρανία από το 2022, με ετήσιο επιτόκιο 4%, προτού το Κίεβο μπορέσει να επωφεληθεί από κέρδη που θα προκύψουν από ένα κοινά διαχειριζόμενο ταμείο φυσικών πόρων. Η προτεινόμενη συμφωνία προβλέπει ότι όλα τα έσοδα από κρατικές και ιδιωτικές επιχειρήσεις φυσικών πόρων της Ουκρανίας θα κατατίθενται στο ταμείο, το οποίο θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο, με τρία μέλη διορισμένα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και δύο από την Ουκρανία.

Επιπλέον, το προσχέδιο της συμφωνίας φέρεται να παραχωρεί στις ΗΠΑ προτεραιότητα στην αγορά ουκρανικών ορυκτών, ενώ δεν περιλαμβάνει τη διαχρονική απαίτηση του Κιέβου για εγγυήσεις ασφαλείας από την Ουάσινγκτον, αίτημα που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επανειλημμένα απορρίψει.

Η Epoch Times ανέφερε ότι δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει ανεξάρτητα το περιεχόμενο του προσχεδίου.

Η αντιπρόεδρος της ουκρανικής κυβέρνησης, Γιούλια Σβιριντένκο, επιβεβαίωσε ότι η συμφωνία βρίσκεται ακόμη υπό διαπραγμάτευση, επισημαίνοντας ότι το Κίεβο εργάζεται ώστε να διασφαλίσει ότι οι όροι της θα αντικατοπτρίζουν πλήρως τα ουκρανικά συμφέροντα. Σε ανάρτησή της στην πλατφόρμα Χ, ανέφερε ότι η τρέχουσα εκδοχή της συμφωνίας αντανακλά κυρίως τις νομικές θέσεις των αμερικανών συμβούλων, ενώ η Ουκρανία διαμορφώνει τώρα τη δική της στάση, διατηρώντας ανοιχτό το ενδεχόμενο διαβουλεύσεων με τη Βερχόβνα Ράντα – το ουκρανικό κοινοβούλιο.

Ο βουλευτής της Γιαροσλάβ Ζελεζνιάκ δήλωσε ότι η τελική εκδοχή της συμφωνίας θα απαιτήσει κοινοβουλευτική έγκριση, καθώς και τροποποιήσεις στη φορολογική και δημοσιονομική νομοθεσία της Ουκρανίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, πρόκειται για μια μακρά πολιτική διαδικασία, εκφράζοντας την άποψη ότι το ουκρανικό κοινοβούλιο δεν πρόκειται να εγκρίνει τη συμφωνία στην παρούσα της μορφή. Σε ανάρτησή του στο Telegram, χαρακτήρισε το προσχέδιο ως «τρομακτική» συμφωνία για την Ουκρανία, τονίζοντας ότι μπορεί και πρέπει να αλλάξει.

Από την πλευρά της, η Σβιριέντενκο προειδοποίησε ότι η δημόσια συζήτηση για το περιεχόμενο της συμφωνίας σε αυτό το στάδιο θα μπορούσε να βλάψει τη διαπραγματευτική διαδικασία.

Η συμφωνία για τα ορυκτά βρίσκεται σε στασιμότητα από τον Φεβρουάριο, όταν μια συνάντηση μεταξύ του Ζελένσκι, του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και του αντιπροέδρου Τζ. Ντ. Βανς στον Λευκό Οίκο δεν οδήγησε σε συμφωνία. Προηγουμένως, ο Τραμπ είχε δηλώσει ότι η Ουκρανία είχε ουσιαστικά συμφωνήσει να παραχωρήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες πρόσβαση στα κοιτάσματά της σε σπάνιες γαίες, τα οποία η Ουάσιγκτον αποτιμά έως και 500 δισεκατομμύρια δολάρια.

Οι σπάνιες γαίες, που αποτελούνται από 17 κρίσιμα στοιχεία, είναι απαραίτητες για τεχνολογίες όπως τα ηλεκτρικά οχήματα και τα αμυντικά συστήματα. Ο Τραμπ έχει θέσει ως προτεραιότητα τη διασφάλιση μακροπρόθεσμων προμηθειών αυτών των πόρων στο πλαίσιο της στρατηγικής του για την αναβίωση του αμερικανικού βιομηχανικού τομέα.

Στις 25 Μαρτίου, ο Ζελένσκι επιβεβαίωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέβαλαν μια νέα, πιο εκτενή εκδοχή της συμφωνίας, χαρακτηρίζοντάς την ως «πλήρους κλίμακας» πρόταση που υπερβαίνει το προηγούμενο πλαίσιο. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι δύο πλευρές πιθανότατα θα συνεχίσουν να διαμορφώνουν τις τελικές διατάξεις του κειμένου.

Ο Τραμπ, από την πλευρά του, δήλωσε στις 24 Μαρτίου ότι αναμένει την ολοκλήρωση της συμφωνίας σύντομα, ενώ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αμερικανικές εταιρείες να αποκτήσουν μετοχικά μερίδια σε ουκρανικές υποδομές, συμπεριλαμβανομένων σταθμών παραγωγής ενέργειας.

Με τη συμβολή των Owen Evans και Reuters

Πιέρ Πουλιέβρ: Ισόβια κάθειρξη για διακινητές ανθρώπων, όπλων και φαιντανύλης

Ο ηγέτης των Συντηρητικών Πιέρ Πουλιέβρ δεσμεύεται να επιβάλει ποινή ισόβιας κάθειρξης σε μεγάλους διακινητές, προβάλλοντας την αυστηρή προσέγγισή του απέναντι στο έγκλημα κατά την προεκλογική του εκστρατεία.

Όπως δήλωσε στις 28 Μαρτίου στο Ναναΐμο της Βρετανικής Κολομβίας, όσοι καταδικαστούν για πέντε ή περισσότερες υποθέσεις εμπορίας ανθρώπων θα τιμωρούνται με ισόβια κάθειρξη υπό μια κυβέρνηση των Συντηρητικών. Το ίδιο θα ισχύει για όσους εισάγουν ή εξάγουν δέκα ή περισσότερα παράνομα πυροβόλα όπλα, καθώς και για όσους διακινούν φαιντανύλη.

Η φαιντανύλη, ένα ισχυρό συνθετικό οπιοειδές, έχει βρεθεί στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης τους τελευταίους μήνες, με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να συνδέει την πρώτη δέσμη δασμών του σε Καναδά και Μεξικό με ανησυχίες για τη διασυνοριακή διακίνησή της.

Ο Πουλιέβρ είχε ήδη δεσμευτεί από τον Φεβρουάριο να επιβάλει ισόβια κάθειρξη στους «βαρόνους» της φαιντανύλης, λίγες ημέρες αφότου ο Τραμπ ανακοίνωσε τους πρώτους δασμούς σε καναδικά προϊόντα. Λίγο αργότερα, οι δασμοί ανεστάλησαν προσωρινά για έναν μήνα.

Κατά την ομιλία του στο Ναναΐμο, ο Πουλιέβρ χαρακτήρισε τους μαζικούς διακινητές ναρκωτικών «μαζικούς δολοφόνους», υποστηρίζοντας ότι η δράση τους ισοδυναμεί με το να πυροβολούν μέσα σε ένα δωμάτιο γεμάτο κόσμο, χωρίς να γνωρίζουν ποιον θα πλήξουν, αλλά σκοτώνοντας σίγουρα κάποιον.

Δύο χιλιοστά του γραμμαρίου φαιντανύλης μπορεί να αποβούν θανατηφόρα, ανάλογα με το σωματικό βάρος και την προηγούμενη έκθεση του ατόμου στην ουσία.

Οι Συντηρητικοί έχουν εδώ και χρόνια ταχθεί υπέρ αυστηρότερης νομοθεσίας, καθώς ο Καναδάς αντιμετωπίζει κύματα ένοπλης βίας, τυχαίων επιθέσεων, διαρρήξεων, κλοπών αυτοκινήτων και θανάτων από υπερβολική δόση ναρκωτικών.

Οι δείκτες εγκληματικότητας που παρακολουθούνται από τη Στατιστική Υπηρεσία του Καναδά μειώθηκαν υπό τις προηγούμενες κυβερνήσεις του Ζαν Κρετιέν, του Πολ Μάρτιν και του Στίβεν Χάρπερ, αλλά αυξάνονται σταθερά από το 2015. Σύμφωνα με τον Πουλιέβρ, η άνοδος της εγκληματικότητας αποτελεί «άμεσο αποτέλεσμα» των πολιτικών των Φιλελευθέρων, αναφέροντας ως παραδείγματα τους νόμους C-5 και C-75.

Ο νόμος C-5, που υιοθετήθηκε τον Νοέμβριο του 2022, κατάργησε τις υποχρεωτικές ελάχιστες ποινές για αδικήματα όπως η ληστεία και ο εκβιασμός με τη χρήση πυροβόλου όπλου. Ο νόμος είχε παρουσιαστεί ως μέτρο κατά του ρατσισμού, με στόχο τη μείωση του αριθμού μαύρων και αυτόχθονων ατόμων στις φυλακές.

Ο νόμος C-75 επέφερε αλλαγές στις διατάξεις περί εγγύησης του Ποινικού Κώδικα, δίνοντας κατευθύνσεις στους δικαστές να εξετάζουν την αποφυλάκιση του κατηγορουμένου το συντομότερο δυνατό και με τους λιγότερο αυστηρούς δυνατούς όρους, λαμβάνοντας υπόψη άτομα από «ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες» που εκπροσωπούνται δυσανάλογα στο ποινικό σύστημα.

Ο Πουλιέβρ δήλωσε ότι θα καταργήσει τους νόμους C-5 και C-75, καθώς και τον νόμο C-83, τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο για τη μεταφορά μαζικών δολοφόνων σε φυλακές μέσης ασφαλείας.

Η μεταφορά του καταδικασμένου κατά συρροή δολοφόνου Πολ Μπερνάρντο σε φυλακή μέσης ασφαλείας τον Μάιο του 2023, μετά από 28 χρόνια σε εγκατάσταση υψίστης ασφαλείας, είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Ο τότε υπουργός Δημόσιας Ασφάλειας, Μάρκο Μεντιτσίνο, είχε δηλώσει ότι δεν είχε ενημερωθεί για τη μεταφορά, αν και το γραφείο του είχε λάβει σχετικές ειδοποιήσεις εβδομάδες νωρίτερα. Επιτροπή επανεξέτασης επικύρωσε την απόφαση λίγους μήνες αργότερα, κρίνοντας ότι η αλλαγή κατηγοριοποίησης και μεταφοράς του Μπερνάρντο ήταν «ορθή και σύμφωνη με τη νομοθεσία και τις ισχύουσες πολιτικές».

Ο ηγέτης των Φιλελευθέρων Μαρκ Κάρνεϊ δεν έχει θέσει τη δημόσια ασφάλεια στο επίκεντρο της προεκλογικής του εκστρατείας, ούτε έχει αναφερθεί εκτενώς στο θέμα αυτό. Στην διαδικτυακή του πλατφόρμα αναφέρεται ότι οι Φιλελεύθεροι θα καταπολεμήσουν το οργανωμένο έγκλημα, θα ενισχύσουν τα σύνορα και θα αυξήσουν την εγχώρια ανθεκτικότητα απέναντι σε πανδημίες, εμπορικές απειλές και πυρκαγιές.

Η κυβέρνηση του προκατόχου του, Τζάστιν Τριντό, είχε απαντήσει στις ανησυχίες του Τραμπ για τα σύνορα, ανακοινώνοντας ένα σχέδιο 1,3 δισ. δολαρίων για την ενίσχυσή τους. Το σχέδιο περιλάμβανε μέτρα κατά της διακίνησης φαιντανύλης, όπως μια κοινή δύναμη κρούσης Καναδά-ΗΠΑ και αυξημένη εμπλοκή του υπουργείου Υγείας για την παρακολούθηση πρόδρομων ουσιών.

Του Noé Chartier

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Νότιας Αφρικής απορρίπτει αίτημα για χαρακτηρισμό του «Kill the Boer» ως ρητορική μίσους

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Νότιας Αφρικής απέρριψε στις 27 Μαρτίου αίτημα να χαρακτηριστεί το τραγούδι «Kill the Boer» ως ρητορική μίσους. «Η αίτηση πρέπει να απορριφθεί, καθώς δεν έχει εύλογες προοπτικές επιτυχίας», ανέφερε η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Την υπόθεση έφερε στο δικαστήριο η οργάνωση AfriForum, μια μη κυβερνητική οργάνωση που εκπροσωπεί τη λευκή μειονότητα της χώρας. Οι λευκοί Νοτιοαφρικανοί αποτελούν το 7% του πληθυσμού της χώρας, αλλά κατέχουν το 70% της γεωργικής γης. Ο συνολικός πληθυσμός της Νότιας Αφρικής ανέρχεται σε 62 εκατομμύρια κατοίκους.

Ο διευθύνων σύμβουλος της AfriForum, Κάλι Κριλ, δήλωσε ότι η απόφαση αυτή είναι «σοκαριστική» και πως «βλέπουμε πλέον μια αυξανόμενη ριζοσπαστικοποίηση της εφαρμογής του Συντάγματος, καθώς και αύξηση των δικαστών που καθοδηγούνται ιδεολογικά». Τόνισε, ωστόσο, ότι η οργάνωση δεν πρόκειται να αποθαρρυνθεί.

Το «Kill the Boer» είναι ένα τραγούδι της εποχής του απαρτχάιντ. Ο όρος «Boer» αναφέρεται στους λευκούς αποίκους, κυρίως ολλανδικής καταγωγής, που εγκαταστάθηκαν στη Νότια Αφρική και ασχολούνταν με τη γεωργία. Στη σύγχρονη χρήση, ο όρος χρησιμοποιείται για τους λευκούς αγρότες της χώρας. Οι στίχοι του τραγουδιού περιλαμβάνουν επαναλαμβανόμενα τη λέξη «πυροβόλησε».

Σύμφωνα με τον πολιτικό ακτιβιστή και διευθυντή του νεοσύστατου οργανισμού Pioneer Initiative, Έρνστ Ρουτς, η απαγγελία του συνθήματος συχνά συνδέεται με αυξημένα περιστατικά βίας εναντίον λευκών αγροτών. Ο Ρουτς ανέφερε στην Epoch Times ότι «όταν το σύνθημα ακούγεται σε υψηλού προφίλ εκδηλώσεις από πολιτικούς, τότε παρατηρείται αύξηση των δολοφονιών σε αγροτικές περιοχές».

Ο Έλον Μασκ, ανώτερος σύμβουλος του Ντόναλντ Τραμπ και καταγόμενος από τη Νότια Αφρική, έγραψε την προηγούμενη εβδομάδα στην πλατφόρμα Χ ότι το τραγούδι «προωθεί ενεργά τη γενοκτονία των λευκών». Ο ίδιος έχει επικρίνει τη νομοθεσία της χώρας που, σύμφωνα με τον ίδιο, επιτρέπει την κατάσχεση γης από λευκούς αγρότες στο πλαίσιο προσπαθειών αποκατάστασης της ανισότητας του παρελθόντος.

Ο Γουίλι Άουκαμπ, εθνικός εκπρόσωπος της Δημοκρατικής Συμμαχίας, του δεύτερου μεγαλύτερου κόμματος στο Κοινοβούλιο της Νότιας Αφρικής, χαρακτήρισε «βαθιά ανησυχητικό και απαράδεκτο» το γεγονός ότι κάποιοι πολιτικοί συνεχίζουν να τραγουδούν το «Kill the Boer». Σε δηλώσεις του στην ιστοσελίδα News24, τόνισε ότι το τραγούδι «ξεπερνά τα όρια του λόγου και υποκινεί βία, καλλιεργεί το μίσος και οξύνει τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις».

«Θα έπρεπε να εργαζόμαστε για την ενότητα και τη συμφιλίωση, αλλά τέτοια τραγούδια απλώς διευρύνουν τα ρήγματα που εξακολουθούν να υπάρχουν στη χώρα μας», πρόσθεσε. «Οι αγρότες διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στην τροφοδοσία του έθνους και το να στοχοποιούνται μέσω αυτής της ρητορικής είναι αντίθετο με τις αξίες του σεβασμού και της αξιοπρέπειας που θα έπρεπε να υπερασπιζόμαστε».

Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ είχε σταματήσει τη χρηματοδότηση προς τη Νότια Αφρική, επικαλούμενη την πολιτική απαλλοτρίωσης γης από λευκούς αγρότες. Τον Φεβρουάριο, ο Λευκός Οίκος ανέφερε ότι η Νότια Αφρική έχει εφαρμόσει «πολιτικές που αποδομούν τις ίσες ευκαιρίες στην εργασία, την εκπαίδευση και τις επιχειρήσεις» και πως η ρητορική και οι ενέργειες της κυβέρνησης «υποκινούν δυσανάλογη βία εναντίον ιδιοκτητών γης που βρίσκονται σε φυλετικά μειονεκτική θέση».

Επιπλέον, η κυβέρνηση των ΗΠΑ κατηγόρησε τη Νότια Αφρική ότι έχει «επιθετική στάση» απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, καθώς κατήγγειλε το Ισραήλ -αντί της Χαμάς- για γενοκτονία στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ενώ παράλληλα ενίσχυσε τις εμπορικές, στρατιωτικές και πυρηνικές της σχέσεις με το Ιράν.

Ο Λευκός Οίκος δήλωσε ότι οι ΗΠΑ θα «προωθήσουν τη μετεγκατάσταση προσφύγων Αφρικάνερ που διαφεύγουν από τις κρατικά επιχορηγούμενες διακρίσεις λόγω φυλής, συμπεριλαμβανομένης της ρατσιστικής απαλλοτρίωσης περιουσιών».

Ο Έρνστ Ρουτς, μέσω του Pioneer Initiative, υποστηρίζει ότι η μόνη λύση είναι ο διαχωρισμός της Νότιας Αφρικής σε μικρότερα, ανεξάρτητα κράτη. Δήλωσε στην Epoch Times ότι «ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός είναι να αποκτήσουν οι εθνοτικές ομάδες, όπως οι Αφρικάνερ, και άλλοι […] αυτοδιοίκηση, ώστε να μην υπόκεινται πλέον σε αυτήν την κατάσταση».

Του Jackson Richman

Με τη συμβολή των Ryan Morgan, Jan Jekielek και του Associated Press