Η κομμουνιστική Κίνα βρίσκεται εδώ και δεκαετίες σε μια προσπάθεια διεύρυνσης των χερσαίων και θαλάσσιων διεκδικήσεών της, χωρίς να προκαλεί ανοιχτό πολεμικό επεισόδιο, σύμφωνα με όσα ακούστηκαν σε συνεδρίαση του Κογκρέσου.
Μιλώντας στις 7 Οκτωβρίου στην Υποεπιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας αρμόδια για την Ανατολική Ασία, τον Ειρηνικό και την πολιτική διεθνούς κυβερνοασφάλειας, ο γερουσιαστής Κρις Κουνς τόνισε πως διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις απέτυχαν να αντιμετωπίσουν το πρόγραμμα κινεζικής επέκτασης, επειδή το Πεκίνο κινείται κάτω από το όριο που θα οδηγούσε σε διεθνή στρατιωτική σύρραξη.
«Η Κίνα προσπαθεί να αλλάξει την πραγματικότητα στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού ακριβώς όπως έκανε ο Πούτιν με την Κριμαία το 2014», δήλωσε ο Κουνς.
Η τοποθέτησή του συνοψίζει την ευρύτερη κατάθεση ειδικών, οι οποίοι παρουσίασαν στο Κογκρέσο τις μεθοδεύσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας να διευρύνει την εδαφική του κυριαρχία και την επιρροή του μέσω κακόβουλων και συχνά παράνομων ενεργειών.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στη συνεχή στρατιωτική παρενόχληση της Ταϊβάν, αλλά και στη διεκδίκηση κυριαρχίας επί φυσικών πόρων και νησιών στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, εκατοντάδες ναυτικά μίλια μακριά από τα εθνικά κινεζικά σύνορα.
Η πολιτική εδαφικής επέκτασης που ακολουθά στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας περιλαμβάνει την κατασκευή τεχνητών νησιών και τη διεκδίκηση της κυριαρχίας σε τεράστιες θαλάσσιες εκτάσεις με πλούσιους φυσικούς πόρους, πέραν των διεθνών υδάτων.
Το ΚΚΚ υποστηρίζει πως όλα τα νησιά, βράχοι, ύφαλοι και άλλες εδαφικές δομές της Θάλασσας της Νότιας Κίνας ανήκουν παραδοσιακά στην Κίνα, αν και η πρώτη επίσημη διεκδίκηση από κομμουνιστικές αρχές έγινε μόλις το 1947.
Το 2009, το Πεκίνο υπέβαλε δήλωση στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, με την οποία διατεινόταν πως έχει αδιαμφισβήτητη κυριαρχία σε όλα τα νησιά της Θάλασσας της Νότιας Κίνας και τα παρακείμενα ύδατα, καθώς και δικαιώματα κυριαρχίας και δικαιοδοσίας περίπου στα τέσσερα πέμπτα της συνολικής θαλάσσιας έκτασης, μαζί με τον βυθό και το υπέδαφος αυτών των περιοχών.
Το 2016, διεθνές δικαστήριο, έπειτα από προσφυγή των Φιλιππινών, έκρινε πολλές από τις διεκδικήσεις του ΚΚΚ παράνομες.
Το Πεκίνο απέρριψε το πόρισμα, δηλώνοντας πως «η Κίνα ούτε αποδέχεται ούτε συμμετέχει στη διαιτησία για το ζήτημα αυτό».
Η επιθετικότητα του Πεκίνου στην περιοχή εντάθηκε περαιτέρω τα επόμενα χρόνια, με σκάφη της κινεζικής ακτοφυλακής ή ναυτικού να έχουν ανάμειξη στο 79% των σημαντικών περιστατικών στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας την περίοδο 2010-2020, σύμφωνα με στοιχεία του Center for Strategic and International Studies, με έδρα την Ουάσιγκτον. Αυτή η στάση αποτελεί μέρος μιας σαφώς ευρύτερης εκστρατείας επιρροής στον Ινδικό-Ειρηνικό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, διαπιστώθηκαν περιστατικά όπως ο διάπλους κινεζικών πολεμικών πλοίων γύρω από την Αυστραλία, εμβολισμοί ακταιωρών των Φιλιππίνων, παραβιάσεις της ζώνης αεράμυνας της Ταϊβάν, ακόμη και πιθανές επιθέσεις σε υποθαλάσσια καλώδια.
Ο Κρεγκ Σίνγκλετον, ανώτερος ερευνητής του ιδρύματος Foundation for Defense of Democracies (Ίδρυμα για την υπεράσπιση των Δημοκρατιών), κατέθεσε πως η κινεζική επέκταση στη συγκεκριμένη ζώνη είναι σκόπιμα βραδεία και αμφίσημη, σχεδιασμένη προσεκτικά ώστε να μην ξεπερνά τις «κόκκινες γραμμές» των ΗΠΑ, ενώ παράλληλα διαβρώνει διαρκώς την αυτοπεποίθηση της Ταϊβάν για το μέλλον της.
Εκτός από την υφαρπαγή, χωρίς νόμιμα ερείσματα, της Θάλασσας της Νότιας Κίνας, ο Σίνγκλετον σημείωσε πως το ΚΚΚ «καλλιεργεί αργά και σταθερά τις συνθήκες για την υποταγή της Ταϊβάν».
Οι στρατιωτικές ασκήσεις της Κίνας στην περιοχή έχουν πλέον τέτοια συχνότητα και μέγεθος, ώστε «οι ΗΠΑ ίσως να μην μπορούν να εντοπίσουν εγκαίρως πότε μια επίθεση κατά της Ταϊβάν βρίσκεται σε εξέλιξη».
Ο Ρέυμοντ Πάουελ, εκτελεστικός διευθυντής της μη κερδοσκοπικής SeaLight Foundation, ανέφερε πως αξιωματούχοι του στρατού των Φιλιππινών έχουν χαρακτηρίσει τις τακτικές του ΚΚΚ ως «παράνομες, εξαναγκαστικές, επιθετικές και παραπλανητικές».
«Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους δεν καταφέρουν να συγκροτήσουν μια πιο ισχυρή άμυνα και αποτροπή απέναντι σε τέτοιες ενέργειες», προειδοποίησε ο Πάουελ, «το ΚΚΚ απλώς θα συνεχίσει να επεκτείνει την κυριαρχία του».
«Για πάνω από 50 χρόνια, η Κίνα ελέγχει συστηματικά τεράστιες θαλάσσιες περιοχές με σταδιακή και υπομονετική εδαφική επέκταση», προσέθεσε.
«Βρισκόμαστε εδώ και δεκαετίες σε έναν πόλεμο ‘γκρίζας ζώνης’, αλλά δεν έχουμε αντιληφθεί καν ότι πρέπει να πολεμήσουμε».
Ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Κίνα Ντέιβιντ Περντιού επανέλαβε την 1η Οκτωβρίου, σε τηλεοπτική του εμφάνιση, ότι η αμερικανική πολιτική για την Ταϊβάν παραμένει αμετάβλητη, απαντώντας σε δημοσιεύματα που ανέφεραν ότι ο ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, κάλεσε τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ να απορρίψει την ανεξαρτησία της Ταϊβάν.
«Έχουμε διατυπώσει με απόλυτη σαφήνεια ότι δεν αλλάζουμε την πολιτική της μίας Κίνας», δήλωσε ο Περντιού στην εκπομπή Squawk Box του CNBC. «Θα τηρήσουμε τον Νόμο για τις Σχέσεις με την Ταϊβάν, τις τρεις διακοινώσεις και τις έξι διαβεβαιώσεις που υιοθετήθηκαν επί Ρόναλντ Ρήγκαν. Αυτή η προσέγγιση έχει εξυπηρετήσει ιδιαίτερα τα παγκόσμια συμφέροντα. Δεν επιθυμούμε εξαναγκασμό. Θέλουμε η υπόθεση να λυθεί ειρηνικά».
Η πολιτική της μίας Κίνας σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν το Κομμουνιστικό Κόμμα ως νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας, έχοντας ουσιαστικά αναγνωρίσει το 1979 το Πεκίνο αντί της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Κίνας που είχε αποσυρθεί στην Ταϊβάν.
Το Πεκίνο χρησιμοποιεί τον ίδιο όρο για να διεκδικήσει τον αποκλειστικό έλεγχο της Κίνας, διεκδικώντας και την Ταϊβάν ως κινεζικό έδαφος, θέση την οποία επιδιώκει να υιοθετήσουν και άλλες χώρες.
Η αμερικανική στάση έναντι της Ταϊβάν παραμένει εκείνη της «στρατηγικής αμφισημίας»: ούτε αναγνωρίζει το δικαίωμα της Κίνας να κυριαρχεί στην Ταϊβάν ούτε διακόπτει τους δεσμούς με το νησί που αυτοδιοικείται δημοκρατικά.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της Wall Street Journal στις 27 Σεπτεμβρίου, το Πεκίνο ζήτησε τελευταία από την Ουάσιγκτον να τοποθετηθεί δημόσια κατά της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επιβεβαίωσε ότι η πολιτική των ΗΠΑ δεν έχει αλλάξει, επαναλαμβάνοντας τη θέση που διατύπωσε και ο Περντιού.
Ο Περντιού σημείωσε ότι ο Σι Τζινπίνγκ έχει εκφράσει δημοσίως την πρόθεση να καταλάβει την Ταϊβάν με τη βία, εάν χρειαστεί, έχοντας μάλιστα διατάξει τις κινεζικές ένοπλες δυνάμεις να είναι έτοιμες για κάτι τέτοιο έως το 2027.
Τα σχετικά ζητήματα αναμένεται να τεθούν εκ νέου στις επικείμενες εμπορικές συνομιλίες ΗΠΑ–Κίνας, που γίνονται σε κορυφαίο επίπεδο.
Ο Τραμπ έχει ανακοινώσει πως θα συναντηθεί με τον Σι Τζινπίνγκ στη διάσκεψη της APEC, επιλογή που ανακοινώθηκε μετά από μακρά τηλεφωνική συνομιλία και ως συνέχεια της συμφωνίας για πώληση του TikTok στις ΗΠΑ.
Την 1η Οκτωβρίου, ο Τραμπ δήλωσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι θα θέσει επί τάπητος το ζήτημα της μείωσης των κινεζικών εισαγωγών αμερικανικής σόγιας κατά την APEC. Μέχρι πρότινος, η Κίνα ήταν ο μεγαλύτερος αγοραστής αμερικανικής σόγιας, και φέτος οι Αμερικανοί παραγωγοί ανέφεραν ρεκόρ σοδειάς. Ωστόσο, το 2025, το Πεκίνο δεν πραγματοποίησε ούτε μία αγορά από τις ΗΠΑ, προτιμώντας να αγοράσει τεράστιες ποσότητες από τη Βραζιλία και την Αργεντινή.
Τον Αύγουστο, Κινέζος εκπρόσωπος συναντήθηκε με παράγοντες της αμερικανικής αγοράς σόγιας, καλώντας τους αγρότες, αντί να συμφωνήσουν σε αγορές, να πιέσουν για τον τερματισμό του εμπορικού πολέμου.
Με ανάλογο τρόπο είχε κινηθεί και το 2018, όταν διέκοψε προσωρινά τις εισαγωγές αμερικανικής σόγιας. Όταν επανήλθε, τα επίπεδα εισαγωγών ήταν σαφώς χαμηλότερα από αυτά των προηγούμενων ετών, σε μια προσπάθεια διαφοροποίησης των προμηθευτών του.
Η τότε κυβέρνηση Τραμπ επιδότησε τους αγρότες σόγιας για να αντισταθμίσει τις απώλειες που προέκυψαν από την απομάκρυνση της Κίνας, και ο ίδιος ο πρόεδρος άφησε να εννοηθεί πως θα εφαρμόσει εκ νέου παρόμοιο μέτρο, με χρηματοδότηση από τα έσοδα των δασμών-ρεκόρ.
Ο υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσσεντ, δήλωσε ότι ο πρόεδρος ενδέχεται να αναλάβει σχετική πρωτοβουλία στις 7 Οκτωβρίου.
Ο Περντιού ανέφερε, επίσης την 1η Οκτωβρίου, πως ο Τραμπ έχει σημειώσει μεγάλη επιτυχία στο χειρισμό των σχέσεων με την Κίνα, επικαλούμενος μεταξύ άλλων τη συμφωνία για το TikTok και την πρόοδο στις διαπραγματεύσεις με την Boeing.
«Είναι ο μοναδικός πρόεδρος που έχω δει να μπορεί από τη μία να τον ‘χτυπά κατά πρόσωπο’ και από την άλλη να τον αγκαλιάζει και να ξεκινά τις διαπραγματεύσεις», παρατήρησε χαρακτηριστικά ο Περντιού.
Σχετικά με τη δυσφορία του Πεκίνου απέναντι στην αμερικανική πολιτική, ο Περντιού σημείωσε: «Τους το λέω συνεχώς: αυτό είναι δική τους ευθύνη. Οι ενέργειές τους έσπρωξαν την Αμερική στα άκρα και οι Αμερικανοί αντιδρούν. Δεν τους αρέσει που οι βιομηχανίες μας αποδυναμώθηκαν, δεν τους αρέσει που βρίσκονται στο δίκτυο ηλεκτρισμού μας, δεν τους αρέσει που έχουν παρουσία στα λιμάνια μας».
Ο Αμερικανός πρέσβης παραδέχθηκε πως η επικοινωνία Ουάσιγκτον–Πεκίνου έχει ενταθεί το τελευταίο διάστημα, αναφερόμενος σε αλλεπάλληλες συναντήσεις μεταξύ υπουργών και Κινέζων αξιωματούχων, αλλά και σε πρόσφατη επίσκεψη βουλευτικής αντιπροσωπείας των ΗΠΑ στην Κίνα.
«Αν η Κίνα θέλει πραγματικά να σταθεί ως εταίρος στη διαμόρφωση της νέας παγκόσμιας τάξης, περιμένουμε μεγαλύτερη υπευθυνότητα εκ μέρους της», κατέληξε ο Περντιού.
Ο ιός Chikungunya συνεχίζει να εξαπλώνεται στην επαρχία Γκουανγκντόνγκ της νότιας Κίνας το φετινό φθινόπωρο, με την πόλη Τζιανγκμέν να αναδεικνύεται ως το νέο επίκεντρο της επιδημίας.
Το καθεστώς του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας έχει υιοθετήσει υποχρεωτικά μέτρα για την αντιμετώπιση της έξαρσης, προκαλώντας ερωτήματα και επικρίσεις από κατοίκους και επιστήμονες.
Το Επαρχιακό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων της Γκουανγκντόνγκ ανακοίνωσε στις 28 Σεπτεμβρίου ότι την περίοδο 21 έως 27 Σεπτεμβρίου καταγράφηκαν 3.153 νέα τοπικά κρούσματα chikungunya στην επαρχία.
Από αυτά, τα 2.927 αφορούσαν την Τζιανγκμέν, 78 τη Φοσάν, 68 την Γκουανγκτζού, 22 τη Σενζέν και 13 την Τζουχάι.
Σύμφωνα με κρατικά μέσα ενημέρωσης, δεν αναφέρθηκαν σοβαρά περιστατικά ή θάνατοι. Την προηγούμενη εβδομάδα (14–20 Σεπτεμβρίου), στην Τζιανγκμέν ανακοινώθηκαν 2.238 κρούσματα chikungunya, με τις τοπικές αρχές να ενεργοποιούν το Επίπεδο 3 συναγερμού για έκτακτη ανάγκη δημόσιας υγείας, όπως έγινε γνωστό σε ενημέρωση στις 28 Σεπτεμβρίου.
Στην Κίνα υπάρχουν τέσσερα επίσημα επίπεδα αντίδρασης: 1, 2, 3 και 4. Ο ιός chikungunya είναι νόσημα που μεταδίδεται κυρίως μέσω κουνουπιών, με συμπτώματα όμοια με αυτά του δάγκειου πυρετού: πυρετός, έντονοι πόνοι στις αρθρώσεις, μυαλγίες, πονοκέφαλος, κόπωση και εξανθήματα. Οι θάνατοι είναι σπάνιοι, αλλά ενδέχεται να συμβούν, κυρίως σε ευάλωτες ομάδες, όπως άτομα με χρόνια νοσήματα.
Δεν υπάρχει εξειδικευμένη αντιική θεραπεία για το chikungunya.
Αρχικά, το επίκεντρο της επιδημίας βρισκόταν στη Φοσάν, όπου εντοπίστηκε το πρώτο κρούσμα τον Ιούλιο.
Η εξόντωση των κουνουπιών ως πολιτική εκστρατεία
Η Μόνιμη Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας της Τζιανγκμέν συνεδρίασε στις 26 Σεπτεμβρίου για το ξέσπασμα του chikungunya, χαρακτηρίζοντας την καταπολέμηση των κουνουπιών ως το κορυφαίο πολιτικό καθήκον της περιόδου.
Κάλεσε σε πλήρη κινητοποίηση και πανκοινωνική συμμετοχή, διατρανώνοντας πως «με κάθε κόστος πρέπει να εξολοθρεύσουμε τα ενήλικα κουνούπια και να καταστρέψουμε τα αβγά τους μέσα σε τρεις έως τέσσερις ημέρες, πριν την Εθνική Εορτή του καθεστώτος, την 1η Οκτωβρίου», σύμφωνα με κρατικά ελεγχόμενα μέσα.
Λίγες μόλις ημέρες μετά το πέρασμα του τυφώνα Ρεγκάσα, στις 24 Σεπτεμβρίου, η καθημερινότητα των κατοίκων επηρεάστηκε σημαντικά λόγω της μαζικής εκστρατείας εκκαθάρισης κουνουπιών από τις αρχές.
Η κυρία Λιανγκ, κάτοικος της Τζιανγκμέν, που ζήτησε να μην αποκαλυφθεί το πλήρες όνομά της για λόγους ασφαλείας, δήλωσε στην Epoch Times στις 30 Σεπτεμβρίου: «Ψεκάζουν διαρκώς εντομοκτόνα, και η μυρωδιά είναι πολύ έντονη και αποπνικτική. Όταν οι εργαζόμενοι του τοπικού γραφείου έρχονται για ψεκασμούς, αναγκάζομαι να εγκαταλείψω το σπίτι μου για να ξεφύγω από τη δυσοσμία».
Η ίδια περιέγραψε την κατάσταση ως ανεξέλεγκτη και πρόσθεσε: «Όσοι μολύνονται έχουν πυρετό και πόνους στις αρθρώσεις».
Ανάλογη εικόνα περιγράφει και ο κ. Γουάνγκ, επίσης κάτοικος Τζιανγκμέν, που μίλησε υπό τον όρο της ανωνυμίας. «Τα νοσοκομεία μας είναι γεμάτα. Όλοι όσοι δέχθηκαν τσίμπημα και ανέβασαν πυρετό ψάχνουν θεραπεία. Πολυάριθμες αγορές, ακόμα και οι “υγρές” αγορές τροφίμων, έχουν κλείσει. Απαγορεύονται οι γλάστρες σε μπαλκόνια και ταράτσες. Ήρθαν και πήραν τα φυτά. Δεν μπορείς να καλλιεργήσεις ούτε χορτάρι», κατήγγειλε για τα δρακόντεια μέτρα περιορισμού.
Περιέγραψε ακόμη: «Όλη η πόλη παλεύει με τα κουνούπια. Παντού ψεκάζουν χημικά, η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη ομίχλη, και ο κόσμος δεν αντέχει τη μυρωδιά».
Ήδη από τον Ιούλιο, Κινέζοι επιστήμονες είχαν προειδοποιήσει στον τοπικό Τύπο ότι τα κουνούπια της Γκουανγκντόνγκ έδειχναν ανθεκτικότητα στα εντομοκτόνα λόγω των επανειλημμένων, μαζικών ψεκασμών που εφαρμόζουν οι αρχές στην προσπάθεια πρόληψης του δάγκειου πυρετού.
Ο Σον Λιν, επίκουρος καθηγητής στο τμήμα βιοϊατρικών επιστημών του Feitian College και πρώην μικροβιολόγος του αμερικανικού στρατού, δήλωσε στην Epoch Times: «Είναι παράδοξο. Για τα περισσότερα νοσήματα που μεταδίδονται από κουνούπια, οι εκστρατείες εκρίζωσης έχουν άμεσα αποτελέσματα. Στην Γκουανγκντόνγκ, όμως, τα κουνούπια προσαρμόζονται στα υπάρχοντα εντομοκτόνα».
Εξέφρασε επίσης ανησυχία για την ταυτόχρονη εξάπλωση και άλλων μολυσματικών νοσημάτων, όπως ο δάγκειος πυρετός και η μηνιγγίτιδα. «Πρέπει πρώτα να ταυτοποιηθεί ο παθογόνος παράγοντας της επιδημίας. Διαφορετικά, ο έλεγχος δεν θα είναι αποτελεσματικός», τόνισε.
Δημοτικοί υπάλληλοι ψεκάζουν απολυμαντικά για την αποστείρωση και την εξόντωση των κουνουπιών στην πόλη Γκουάνγκτζου της επαρχίας Γκουανγκντόνγκ στα τέλη Σεπτεμβρίου 2014. Στιγμιότυπο οθόνης/Κινεζικό Εθνικό Ραδιόφων
Ο Δρ Τζόναθαν Λιου, καθηγητής στο Canada Public College και υπεύθυνος του Liu’s Wisdom Healing Center, επέκρινε το γεγονός ότι οι αρχές αντιμετωπίζουν τον έλεγχο των κουνουπιών ως ύψιστο πολιτικό διακύβευμα. «Η πρόληψη επιδημιών είναι καταρχάς ιατρικό ζήτημα, άρα οφείλουν να σέβονται την επιστήμη και τον ανθρωπισμό», δήλωσε στην Epoch Times.
«Δεν υφίσταται λόγος για τόσο μεγάλη έξαρση μέτρων κατά των κουνουπιών. Πρώτον, είναι ανέφικτο να τα εξοντώσεις όλα. Στη φύση υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στα όντα – τα κουνούπια, αν και ενοχλητικά, διαδραματίζουν το ρόλο τους. Η μαζική εξάλειψή τους θα δημιουργούσε περαιτέρω ανισορροπίες».
Εκατομμύρια εργαστηριακά κουνούπια στη μάχη
Όπως αποκάλυψε η Epoch Times, το κινεζικό καθεστώς εφαρμόζει, ήδη από τον Μάιο, την απελευθέρωση δεκάδων εκατομμυρίων ειδικά επεξεργασμένων κουνουπιών κάθε μήνα, μέθοδο που προηγείται κατά δύο μήνες του ξεσπάσματος του chikungunya, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του δάγκειου πυρετού και άλλων ασθενειών.
Τα εργαστηριακά αρσενικά κουνούπια ζευγαρώνουν με τα άγρια θηλυκά, παράγοντας μη βιώσιμα αβγά – τεχνική γνωστή ως μόλυνση με Wolbachia, όπου αποικίζει τον οργανισμό τους το συνηθισμένο βακτήριο Wolbachia, περιορίζοντας την αναπαραγωγική τους επιτυχία. Οι λεγόμενες «φάμπρικες κουνουπιών» τρέφουν αυτά τα έντομα με αίμα προβάτων.
Μια τεχνικός εργαστηρίου φοράει μάσκα καθώς τοποθετεί νύμφες κουνουπιών σε ένα κλουβί στο Κέντρο Μαζικής Παραγωγής του Κοινού Κέντρου Ελέγχου Φορέων Τροπικών Ασθενειών του Πανεπιστημίου Sun Yat-Sen και του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν στο Γκουάνγκτζου της Κίνας, στις 20 Ιουνίου 2016. Kevin Frayer/Getty Images
Από τον Αύγουστο, οι αρχές ενέτειναν τη χρήση της μεθόδου Wolbachia, απελευθερώνοντας ολοένα και περισσότερα εργαστηριακά κουνούπια για να ελέγξουν το νέο ξέσπασμα.
Η τεχνική, ωστόσο, έχει αδυναμίες: αν εργαστηριακά θηλυκά δεν διαχωριστούν σωστά και αφεθούν στη φύση, συνεχίζουν να αναπαράγονται και να μεταδίδουν ασθένειες.
Όπως υπογραμμίζει ο Λιν, ο κίνδυνος διαφυγής θηλυκών κατά την απελευθέρωση είναι υπαρκτός. «Κανείς δεν γνωρίζει αν έχουν προκύψει μεταλλάξεις που ενισχύουν την ανθεκτικότητά τους στο περιβάλλον, καθιστώντας την εξάλειψή τους ακόμη δυσκολότερη. Είναι ένα πρόσθετο σημείο ανησυχίας».
Υποχρεωτική καραντίνα
Οι κινεζικές αρχές συνεχίζουν να εφαρμόζουν περιοριστικά μέτρα αντίστοιχα με εκείνα της πανδημίας του Covid-19, συμπεριλαμβανομένης και της υποχρεωτικής καραντίνας.
Στις 29 Σεπτεμβρίου, οι αρχές της Τζιανγκμέν ανήρτησαν στην επίσημη ιστοσελίδα ανακοίνωση κατά την οποία όλοι οι κάτοικοι οφείλουν να συμμορφώνονται με τα μέτρα ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων έρευνας, ελέγχων, λήψης δειγμάτων, απομόνωσης και πάσης φύσεως μέτρων για τη διαχείριση μολυσματικών ασθενειών. Η ανακοίνωση επισήμαινε χαρακτηριστικά: «Δεν επιτρέπεται η άρνηση καραντίνας».
Η κυρία Λιανγκ δήλωσε ότι «φοράω συνεχώς βραχιόλι κατά των κουνουπιών· αν σε τσιμπήσει κουνούπι, σε παίρνουν και σε πηγαίνουν σε καραντίνα».
Ο Λιν επισήμανε πως για την πρόληψη του chikungunya αρκούν βασικά μέτρα, όπως σίτες, κουνουπιέρες και μακρυμάνικα ρούχα. Αναφορικά με τους ακραίους χειρισμούς των αρχών, εξέφρασε την εκτίμηση πως «πιθανόν κυκλοφορούν και άλλες μολυσματικές ασθένειες στην περιοχή, εκτός από chikungunya».
Αγοραστές στο Σενζέν της Κίνας, στις 3 Απριλίου 2025. Getty Images
Υπογράμμισε ακόμη πως η εκμετάλλευση των κατοίκων μέσω υποχρεωτικής, αυτοχρηματοδοτούμενης καραντίνας και διαγνωστικών τεστ είναι μάλλον μόνο μία πτυχή του προβλήματος. «Η κατάσταση είναι μάλλον περίπλοκη και αξίζει διεθνούς προσοχής».
Ο Δρ Λιου συμπλήρωσε: «Η καταστολή των ασθενειών από το κινεζικό καθεστώς, όπως και κατά του Covid-19, οργανώνεται απευθείας από την ηγεσία του ΚΚΚ. Τα lockdown διήρκεσαν πολύ, αφήνοντας πολλούς ανθρώπους σε οριακή κατάσταση – κάποιοι εγκλωβίστηκαν σε πυρκαγιές, άλλοι πείνασαν μέχρι θανάτου. Πρόκειται για καταστροφή και τραγωδία ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε άλλες χώρες, απλώς ακολουθούνται οι ιατρικές πρακτικές και τα μέτρα ελέγχου χωρίς καταναγκασμούς προς τους πολίτες».
Το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας εγκαινίασε αυτήν την εβδομάδα νέα διαδρομή θαλάσσιας μεταφοράς προς την Ευρώπη μέσω της Αρκτικής, όπως μετέδωσαν τα κρατικά μέσα ενημέρωσης στις 22 Σεπτεμβρίου, αναζωπυρώνοντας το διεθνές ενδιαφέρον για τις φιλοδοξίες του Πεκίνου περί «Πολικής Οδού του Μεταξιού».
Η ναυτιλιακή γραμμή Sea Legend απέστειλε το πρώτο της πλοίο, το Istanbul Bridge, από το λιμάνι Νινγκμπό-Τζουσάν της ανατολικής επαρχίας Ζετζιάνγκ με προορισμό το λιμάνι Φέλιξστοου στο Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Xinhua.
Αναλυτές επισημαίνουν ότι η συγκεκριμένη διαδρομή παρουσιάζει για το κινεζικό καθεστώς περισσότερο γεωστρατηγική παρά εμπορική αξία. Η έναρξη λειτουργίας της γραμμής China-Europe Arctic Express έρχεται εν μέσω προσωρινού κλεισίματος των χερσαίων συνόρων Πολωνίας–Λευκορωσίας από τις 12 έως τις 25 Σεπτεμβρίου, γεγονός που διέκοψε τη China-Europe Railway Express, μια κομβική αρτηρία μεταξύ Κίνας κι Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναστέλλοντας το μεγαλύτερο μέρος της διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων μέσω σιδηροδρόμου.
Η νέα διαδρομή αναμένεται να διαρκεί περίπου 18 ημέρες απλής μετάβασης, χρόνος σημαντικά μικρότερος από ό,τι μέσω τρένου, της διώρυγας του Σουέζ ή του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, σύμφωνα με το Xinhua.
Η επίσημη εφημερίδα του Πεκίνου Global Times δημοσίευσε επίσης άρθρο, τονίζοντας ότι δεν πρόκειται απλώς για μια νέα γραμμή ναυσιπλοΐας.
Στο άρθρο παρομοιάζεται η διάνοιξη βόρειας θαλάσσιας οδού δια μέσου της Αρκτικής με τις ιστορικές διώρυγες του Παναμά και του Σουέζ.
Παράλληλα χαρτογραφούνται οι μακρόπνοες επιδιώξεις του κινεζικού κράτους για την Αρκτική, ενώ ασκείται κριτική σε τρίτες δυνάμεις που μεταχειρίζονται την περιοχή σαν «αυλή» τους, ανταγωνιζόμενες για τους ενεργειακούς της πόρους και ενισχύοντας στρατιωτικά ερείσματα.
Το άρθρο αναπτύσσει εκ νέου τη στρατηγική πολιτικής και οικονομικής επέκτασης της Κίνας στην περιοχή. Η «Πολική Οδός του Μεταξιού», που εισήγαγε για πρώτη φορά το 2017 ο ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ, φαίνεται πλέον να υλοποιείται μέσω της γραμμής China-Europe Arctic Express.
Πρόκειται για προέκταση και θεμέλιο λίθο της ευρύτερης πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος», γνωστής και ως Belt and Road Initiative (BRI) – το φιλόδοξο εξωτερικό πολιτικό εγχείρημα του Πεκίνου που ξεκίνησε το 2013, με στόχο την αναβίωση των ιστορικών χερσαίων και θαλάσσιων εμπορικών αρτηριών της αρχαίας Κίνας, συνδέοντας Ασία, Ευρώπη και Αφρική στον 21ο αιώνα.
Στο πλαίσιο αυτό, κινεζικά κεφάλαια επενδύονται σε έργα υποδομών υψηλού κόστους σε περισσότερες από 60 συμμετέχουσες χώρες, μια από τις οποίες είναι και η Ελλάδα, – μια πρωτοβουλία που έχει δεχθεί έντονη κριτική για τη δημιουργία «παγίδων χρέους» και για λειτουργία ως όχημα διεύρυνσης της κινεζικής πολιτικής επιρροής.
Η τρίτη διαδρομή, η «Πολική Οδός του Μεταξιού», εισήχθη επίσημα το 2018 ως μέρος του BRI, με σκοπό την ανάπτυξη ναυτιλιακών οδών στην Αρκτική, κυρίως της Βόρειας Θαλάσσιας Οδού, και τη δημιουργία υποδομών καθ’ όλο το μήκος της.
Διπλός ρόλος
Η στρατηγική της Κίνας μέσω του BRI στοχεύει αφενός σε γεωπολιτική διείσδυση διά ξηράς και θαλάσσης, αφετέρου στην ενίσχυση της οικονομικής και εμπορευματικής της διασύνδεσης.
Ερευνητής του Ινστιτούτου Εθνικής Άμυνας και Ερευνών Ασφάλειας στην Ταϊβάν δήλωσε στη Epoch Times: «Η China-Europe Arctic Express, αυτή η καθοριστικής σημασίας εξέλιξη της «Πολικής Οδού του Μεταξιού», ενσαρκώνει διττή λειτουργία: εμπορικής διασύνδεσης και γεωστρατηγικής επέκτασης και ναυτικής παρουσίας».
Όπως υποστηρίζει ο ίδιος, «εκτός από τη διακίνηση φορτίων μέσω της συντομότερης διαδρομής της Αρκτικής προς την Ευρώπη, διευκολύνεται η διάταξη του κινεζικού πολεμικού ναυτικού στον Αρκτικό Ωκεανό, με δυνητική προβολή δυνάμεων ακόμη και προς τον Ατλαντικό, επηρεάζοντας σοβαρά μελλοντικές εξελίξεις στην ανατολική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών». Αυτό εξηγεί και τη σημασία που δίνει ο Ντόναλντ Τραμπ στη Γροιλανδία.
Ένα πλοίο του Βασιλικού Δανικού Ναυτικού ετοιμάζεται να δέσει στο λιμάνι της πόλης Νουούκ, στη Γροιλανδία, στις 4 Μαΐου 2025. John Fredricks/The Epoch Times
Προσθέτει: «Γι’ αυτό και η Global Times αναφέρει ότι ο δρόμος της Αρκτικής δεν είναι μόνο εμπορικός διάδρομος. Αν το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα ενισχύσει την επιρροή του στην Αρκτική, αυτό αναπόφευκτα θα διαταράξει τη γεωστρατηγική ισορροπία και ναυτική ισχύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή – μια εξέλιξη που δεν πρέπει να υποτιμηθεί».
Γεωπολιτικά, η Αρκτική είναι πλούσια σε φυσικούς πόρους και, καθώς οι πάγοι λιώνουν, η ναυσιπλοΐα και δυναμικότητα εκμετάλλευσης αυξάνονται, σχολιάζει στην Epoch Times ο καθηγητής διεθνών σχέσεων Σουν Κουιξιάν του Πανεπιστημίου Νανχουά, Ταϊβάν.
Ο Σουν επισημαίνει ότι η εμπλοκή της Κίνας στην αρκτική αποσκοπεί στη διασφάλιση ρόλου τόσο στην αξιοποίηση πόρων όσο και στη διαμόρφωση των κανόνων ναυσιπλοΐας του μέλλοντος. Τονίζει ότι αρκετές δυτικές χώρες έχουν εκφράσει ανησυχίες για την αυξανόμενη κινεζική επιρροή στην Αρκτική, που ίσως προσφέρει δικαιολογία για στρατιωτική παρουσία και κατασκοπευτικές δραστηριότητες, απειλώντας τη στρατιωτική ισορροπία και τη γεωπολιτική σταθερότητα στην περιοχή.
Περισσότερο συμβολικό, παρά πρακτικό
Για τον ανεξάρτητο οικονομολόγο Ντέιβι Τζέι Γουάνγκ, που μίλησε στην Epoch Times από τις ΗΠΑ, η China-Europe Arctic Express έχει κυρίως στρατηγική και όχι εμπορική βαρύτητα. «Η συμβολή της στη χωρητικότητα μεταφοράς είναι περιορισμένη και, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τα παραδοσιακά θαλάσσια δρομολόγια ή το China-Europe Railway Express που παραμένει ο κύριος άξονας του BRI μέσω ξηράς».
Ένας γερανός μεταφέρει ένα εμπορευματοκιβώτιο σε ένα τρένο της China Railway Express με προορισμό την Ευρώπη, στην κινεζική παραμεθόρια πόλη Erenhot, στην περιοχή της Εσωτερικής Μογγολίας, στις 18 Απριλίου 2019. STR/AFP μέσω Getty Images
Ο Γουάνγκ εξηγεί ότι η αξιοποίηση και ομαλοποίηση της διαδρομής στην Αρκτική είναι περιορισμένη λόγω εποχικότητας, απαιτήσεων για παγοθραυστικά, ιδιαίτερης ασφάλισης και ανεπαρκούς υποδομής στήριξης.
Προς το παρόν, τονίζει, «η διαδρομή αυτή λειτουργεί μόνον ως συμπλήρωμα, όχι ως εναλλακτική στις κύριες γραμμές μεταφοράς». Συμπληρώνει ακόμη ότι τόσο η διέλευση από την Αρκτική, όσο και οι νότιες διαδρομές (π.χ. Στενό της Μαλάκκα, Θάλασσα της Νότιας Κίνας και Ινδικός Ωκεανός) είναι εξαιρετικά κοστοβόρες. «Η διαδρομή της Αρκτικής δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί πλήρως, επομένως η μεταφορική της δυναμικότητα παραμένει σχετικά χαμηλή».
Ο Σουν συμπληρώνει ότι, εκτός του υψηλού κόστους που σχετίζεται με την εποχικότητα και τα παγοθραυστικά, ζητήματα όπως η ασφάλιση, αλλά και επιπτώσεις στο περιβάλλον και την ασφάλεια — παγκόσμιοι ρύποι τύπου black carbon, διαρροές πετρελαίου, οικολογικές πιέσεις και εργασιακά — απασχολούν εντόνως την ευρωπαϊκή πλευρά και τις περιβαλλοντικές οργανώσεις.
Για δεκαετίες, η Ουάσιγκτον πόνταρε ότι το εμπόριο και η τεχνολογία θα ενσωμάτωναν την Κίνα σε μια πιο ανοιχτή διεθνή τάξη, βασισμένη σε κανόνες. Αντί γι’ αυτό, οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις του κόσμου συγκρούονται πλέον σχεδόν σε κάθε πεδίο – τσιπ και τεχνητή νοημοσύνη, εφοδιαστικές αλυσίδες και τεχνικά πρότυπα, τον κυβερνοχώρο και το διάστημα, ιδεολογία και επιρροή – αναδιαμορφώνοντας, κατά συνέπεια, τις συμμαχίες και την παγκόσμια οικονομία.
Οι αναλυτές το αποκαλούν «ανταγωνισμό τύπου Ψυχρού Πολέμου» με μια κρίσιμη ιδιαιτερότητα: οι δύο αντίπαλοι παραμένουν στενά δεμένοι μέσω εμπορίου και χρηματοοικονομικών σχέσεων. Αντί να κόψουν πλήρως αυτούς τους δεσμούς, κάθε πλευρά αποπειράται να τους ξανασχεδιάσει.
Η Ουάσιγκτον μιλά για «μείωση κινδύνου» και «στοχευμένη αποσύνδεση», ενώ το Πεκίνο υψώνει δικά του νομικά, ρυθμιστικά και εξαγωγικά εργαλεία που συχνά αποκλίνουν από τους παγκόσμιους κανόνες. Αυτή η διελκυστίνδα, λένε οι ειδικοί, πιθανόν να καθορίσει τη σχέση των δύο χωρών πολύ πέρα από το 2027.
Ιστορικό πλαίσιο
Το ταξίδι του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον στο Πεκίνο το 1972 έβαλε τέλος σε δεκαετίες εχθρότητας και άνοιξε τον δρόμο για την πλήρη διπλωματική αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1979.
Μέχρι τότε, η Ουάσιγκτον αναγνώριζε την κυβέρνηση της Ταϊβάν – τη Δημοκρατία της Κίνας – ως τη μοναδική νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας.
Η διπλωματική στροφή άνοιξε τον δρόμο της Κίνας προς τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001, δίνοντάς της ευρεία πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές, υπερτροφοδοτώντας την ανάπτυξη με βάση τις εξαγωγές και μετατρέποντας τη χώρα σε κεντρικό κόμβο των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων.
Η Ουάσιγκτον υπέθεσε ότι η βαθύτερη ενσωμάτωση θα ωθούσε το Πεκίνο προς μια πιο ανοιχτή, θεσμικά ρυθμισμένη και δημοκρατική κατεύθυνση. Αυτό δεν συνέβη.
Η Κίνα εξανάγκασε τις μεταφορές τεχνολογίας, έδωσε αφειδώς επιδοτήσεις σε μεγάλες κρατικά ενισχυόμενες επιχειρήσεις, μπλόκαρε ξένους ανταγωνιστές και έκλεισε τα μάτια σε εκτεταμένες κλοπές πνευματικής ιδιοκτησίας – όλα κατά παράβαση των αρχών του ΠΟΕ.
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ρίτσαρντ Νίξον, η πρώτη κυρία Πατρίσια Νίξον και ο υπουργός Εξωτερικών Ουίλλιαμ Ρότζερς επισκέπτονται το Σινικό Τείχος, κατά τη διάρκεια επίσημου ταξιδιού βόρεια του Πεκίνου. Κίνα, 24 Φεβρουαρίου 1972. (Xinhua/AFP μέσω Getty Images)
Η στρατηγική απέδωσε σε ακατέργαστη ισχύ. Το ονομαστικό ΑΕΠ της Κίνας εκτινάχθηκε από περίπου 1,3 τρισ. δολάρια το 2001 σε περίπου 19,2 τρισ. δολάρια το 2025 – πάνω από δεκατετραπλάσια αύξηση.
Την ανάπτυξη συνόδευσε μια πιο επιθετική στάση. Κινεζικές κρατικά υποστηριζόμενες ομάδες κυβερνοεισβολέων παραβίασαν αμερικανικές κυβερνητικές υπηρεσίες, εταιρείες και κρίσιμες υποδομές, ενώ επιχειρήσεις επιρροής διείσδυσαν σε πανεπιστήμια, δεξαμενές σκέψης και μέσα ενημέρωσης, κατευθύνοντας την πολιτική και τη δημόσια γνώμη υπέρ του Πεκίνου.
Στα παραπάνω προστίθεται και η πλημμύρα πρόδρομων ουσιών φαιντανύλης από την Κίνα που τροφοδοτεί την αμερικανική κρίση οπιοειδών – κάτι που ορισμένοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ αποκαλούν μορφή «πολέμου χωρίς περιορισμούς».
Στρατηγική στροφή της Ουάσιγκτον
Η αλλαγή στο σκεπτικό των ΗΠΑ ήρθε το 2017, όταν η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας της κυβέρνησης Τραμπ χαρακτήρισε την Κίνα κορυφαίο ανταγωνιστή και στρατηγικό αντίπαλο. Αυτή η εκτίμηση συνέχισε να καθοδηγεί την πολιτική της χώρας τόσο υπό την κυβέρνηση Μπάιντεν όσο και υπό την τρέχουσα κυβέρνηση Τραμπ.
Η συμπεριφορά του Πεκίνου μετά την ένταξη στον ΠΟΕ ανάγκασε την Ουάσιγκτον σε σκληροπυρηνικό «τεχνοεθνικισμό και εμπορικό προστατευτισμό», όπως είπε στην εφημερίδα The Epoch Times ο Πήτερ Σ. Γ. Τσόου (Peter C. Y. Chow), καθηγητής οικονομικών στο City College της Νέας Υόρκης.
Αυτή η νέα στάση παράγει πλέον μια σταθερή ακολουθία μέτρων. Στις 20 Αυγούστου, η Microsoft περιόρισε την κινεζική πρόσβαση στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης για τρωτά σημεία κυβερνοασφάλειας, επικαλούμενη ανησυχίες εθνικής ασφάλειας. Μια εβδομάδα αργότερα, το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι κλείνει μια «χαραμάδα» που επέτρεπε σε ορισμένους ξένους κατασκευαστές τσιπ να στέλνουν εργαλεία των ΗΠΑ στην Κίνα χωρίς άδειες.
Ο Κινέζος πρωθυπουργός Λι Κετσιάνγκ συναντά τον συνιδρυτή της Microsoft Μπιλ Γκέιτς στο κυβερνητικό συγκρότημα Τζονγκνανχάι στο Πεκίνο, στις 3 Νοεμβρίου 2017. (Thomas Peter-Pool/Getty Images)
Στις 12 Σεπτεμβρίου, το υπουργείο Εμπορίου δημοσίευσε νέα λίστα ελέγχου εξαγωγών που κατονόμασε 23 κινεζικές εταιρείες που βοηθούν ρωσικά ή κινεζικά στρατιωτικά προγράμματα. Παράλληλα, τιμώρησε δύο κινεζικούς μεσάζοντες για αγορά αμερικανικού εξοπλισμού κατασκευής τσιπ για τον κορυφαίο κινεζικό κατασκευαστή SMIC, σηματοδοτώντας προθυμία να τιμωρηθούν τόσο οι μεσάζοντες όσο και οι τελικοί χρήστες.
Από την 1η Οκτωβρίου, θα εφαρμοστεί υποχρεωτική εκπαίδευση για την ασφάλεια της έρευνας σε επιστήμονες που χρηματοδοτούνται από το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών και το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ.
Το Πεκίνο απαντά
Στις 22 Αυγούστου, οι ρυθμιστικές Αρχές σκλήρυναν τον έλεγχο της εξόρυξης και επεξεργασίας σπάνιων γαιών, επεκτείνοντας τα όρια ποσοστώσεων και σε εισαγόμενα υλικά και απαιτώντας μηνιαίες αναφορές που δίνουν στις Αρχές πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα αποστολών – επίπεδο ελέγχου που ανησυχεί τους ξένους κατασκευαστές.
Λιγότερο από δύο εβδομάδες αργότερα, το Πεκίνο ανακοίνωσε έρευνα για καταστρατήγηση στις εισαγωγές οπτικών ινών από τις ΗΠΑ, έπειτα ξεκίνησε διπλές έρευνες για ύποπτο ντάμπινγκ από Αμερικανούς προμηθευτές αναλογικών τσιπ και για υποτιθέμενη διάκριση εναντίον κινεζικών εταιρειών.
Στις 15 Σεπτεμβρίου, οι ρυθμιστικές Αρχές βάθυναν τον αντιμονοπωλιακό έλεγχο της εξαγοράς της Mellanox Technologies από την Nvidia, εντείνοντας την πίεση στον αμερικανικό τεχνολογικό κολοσσό. Σχεδόν κάθε εβδομάδα, η μία πλευρά σφίγγει τους ελέγχους στις εξαγωγές, τις εξετάσεις ασφάλειας ή τα νομικά εμπόδια, και η άλλη απαντά με δικά της εργαλεία.
Ιδεολογικό χάσμα
«Δεν μπορείς να συμβιβάσεις τον συγκεντρωτικό αυταρχικό έλεγχο με τη σύγχρονη δημοκρατική διακυβέρνηση», είπε στην Epoch Times ο Ντέηβυ Τζ. Ουόνγκ (Davy J. Wong), οικονομολόγος με έδρα τις ΗΠΑ. «Οι δύο αξίες δεν μπορούν να συνυπάρξουν, άρα η σύγκρουση ισχύος είναι αναπόφευκτη».
Η δημοκρατία εκτιμά τη διαφάνεια και την καινοτομία από τη βάση προς τα πάνω, προσέθεσε, ενώ το μονοκομματικό κράτος της Κίνας δίνει αξία στην ταχύτητα και τη συνοχή. Αυτή η συνοχή υπηρετεί έναν σκοπό, είπε ο καθηγητής διεθνούς επιχειρηματικότητας Σεν Ρονγκτσίν (Shen Rongqin) του Πανεπιστημίου Γιορκ στον Καναδά. «Για το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, η επιβίωση του καθεστώτος έχει απόλυτη προτεραιότητα – ακόμη και εις βάρος της οικονομίας ή των συνθηκών ζωής του λαού», είπε.
Οι προτεραιότητες δεν θα μπορούσαν να απέχουν περισσότερο, πρόσθεσε ο Χένρυ Λι (Henry Li), οικονομολόγος και αναλυτής της Κίνας με έδρα το Μέρυλαντ. «Για την Ουάσιγκτον, το ύψιστο κριτήριο είναι η εθνική ευημερία· για το Πεκίνο, η εξουσία», δήλωσε.
Οποιαδήποτε υπόνοια αδυναμίας, τόνισε, θεωρείται από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας υπαρξιακή απειλή, γι’ αυτό αισθάνεται υποχρεωμένο να αντιμετωπίζει την Ουάσιγκτον και να προβάλει ισχύ. Αν αυτή η ισχύς αμφισβητηθεί, προειδοποίησε, «το Κόμμα δεν θα διστάσει να καταφύγει σε μέτρα εξόντωσης, ακόμη και αυτοκαταστροφικά». Υπενθύμισε την εκδήλωση αυτής της νοοτροπίας το 1989, όταν δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες και εκατοντάδες τεθωρακισμένα κατέστειλαν ειρηνικούς φιλοδημοκρατικούς διαδηλωτές στην πλατεία Τιενανμέν.
Κατά τη διάρκεια αγρυπνίας με κεριά στο Πάρκο Βικτώρια στο Χονγκ Κονγκ, ένας άνδρας κρατά εικόνα με τον διάσημο «Tank Man» που στάθηκε απέναντι στα κινεζικά στρατιωτικά τανκ στην πλατεία Τιενανμέν στις 5 Ιουνίου 1989. Χονγκ Κονγκ, 4 Ιουνίου 2020. (Anthony/AFP μέσω Getty Images)
Οι ηγέτες των ΗΠΑ αντιμετωπίζουν διαφορετικές εσωτερικές προκλήσεις, σημείωσε ο Τσόου. Αν η οικονομία κλονιστεί, οι Αμερικανοί ψηφοφόροι μπορούν να τιμωρήσουν τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στις κάλπες, περιορίζοντας το πόσο μακριά μπορεί να πιέσει η Ουάσιγκτον πριν οι απώλειες θέσεων εργασίας ή ο πληθωρισμός γίνουν πολιτικές ευθύνες.
Το εγχειρίδιο του Πεκίνου: Δέσμευση, καθυστέρηση, επαναδιαπραγμάτευση
Παρά το ιδεολογικό χάσμα, η Κίνα εξακολουθεί να βασίζεται στη ζήτηση των ΗΠΑ για τις εξαγωγές της, δίνοντας στην Ουάσιγκτον μοχλό πίεσης. Αλλά το Πεκίνο έχει μάθει πώς να αμβλύνει αυτό το πλεονέκτημα.
Η αντεπίθεση του Πεκίνου, είπε ο Ουόνγκ, είναι «δέσμευση, καθυστέρηση, επαναδιαπραγμάτευση»: η Κίνα προσφέρει τακτικές παραχωρήσεις, καθυστερεί στην εφαρμογή, και μετά επιστρέφει ζητώντας νέους όρους. Ο Λι βλέπει αυτό το σενάριο να επαναλαμβάνεται στις τρέχουσες εμπορικές συνομιλίες, καθώς οι Κινέζοι διαπραγματευτές φαίνονται συνεργάσιμοι αλλά συμβάλλουν με ελάχιστες ουσιαστικές προτάσεις.
Μέχρι στιγμής, το Πεκίνο έχει υποσχεθεί να αναιρέσει κάποιους ανταποδοτικούς δασμούς, να χαλαρώσει περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών και να δημιουργήσει έναν «μηχανισμό διαβούλευσης» για συνεχή διάλογο – βήματα που αφορούν μέτρα που το ίδιο το Πεκίνο είχε επιβάλει πρόσφατα και που δεν έχουν μακροπρόθεσμη δέσμευση.
Το μοτίβο θυμίζει τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις της εμπορικής συμφωνίας «Φάσης Ένα» 2018-2020, όταν οι πολυδιαφημισμένες δεσμεύσεις του Πεκίνου να αυξήσει τις αγορές αμερικανικής σόγιας και τεχνολογίας δεν υλοποιήθηκαν ποτέ πλήρως, είπε ο Λι.
Ο Λι υποστηρίζει ότι το Πεκίνο τραβάει την υπόθεση μέχρι τις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ το 2026, ελπίζοντας ότι οποιαδήποτε αλλαγή στο Κογκρέσο θα περιορίσει τον Τραμπ, ενώ παράλληλα διοχετεύει χρήματα στις εγχώριες εφοδιαστικές αλυσίδες για να μειώσει την εξάρτηση από τις ΗΠΑ.
Εργαζόμενοι σε αποθήκη της εταιρείας ταχυμεταφορών Weijiang International, η οποία συνεργάζεται τον κινεζικό διαδικτυακό κολοσσό ηλεκτρονικών αγορών Temu, στο Γκουανγκτζού. Επαρχία Γκουανγκντόνγκ, Κίνα, 12 Αυγούστου 2025. (Adek Berry/AFP μέσω Getty Images)
Ωστόσο, το περιθώριο κινήσεων της Κίνας στενεύει, σημείωσε ο Τσόου, αφού η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων, η εκρηκτική ανεργία νέων και η αδύναμη κατανάλωση έχουν υπονομεύσει την ελκυστικότητά της ως μαγνήτη ξένων κεφαλαίων. Μια έρευνα του 2025 του Συμβουλίου Επιχειρήσεων ΗΠΑ-Κίνας έδειξε ότι μόνο το 48% των αμερικανικών εταιρειών σχεδιάζει να επενδύσει στην Κίνα το 2025 – πτώση ιδιαιτέρως απότομη από το 80% του 2024.
«Το Πεκίνο ίσως θελήσει να ελαχιστοποιήσει τη ζημιά από τον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ», προειδοποίησε ο Τσόου, «ή να βρεθεί αντιμέτωπο με σοβαρότερη οικονομική κρίση στο εσωτερικό».
Επικείμενοι δευτερογενείς δασμοί στην Κίνα
Η Κίνα και η Ινδία βοήθησαν να διατηρηθεί η ρωσική οικονομία ζωντανή μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, αυξάνοντας τις αγορές ρωσικού πετρελαίου ακόμη και όταν πολλές χώρες τις μείωσαν ή τις διέκοψαν.
Μέχρι το 2025, η Κίνα είχε γίνει ο μεγαλύτερος αγοραστής ορυκτών καυσίμων της Ρωσίας, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 40% των εσόδων από εξαγωγές της Μόσχας, αντισταθμίζοντας μεγάλο μέρος της επίδρασης των δυτικών κυρώσεων.
Σε απάντηση, το Κογκρέσο – με διακομματική ψήφο – παραχώρησε στον πρόεδρο Τραμπ την εξουσία να επιβάλει κυρώσεις και δασμούς σε χώρες που βοηθούν τη Ρωσία. Ο πρόεδρος έχει επίσης παροτρύνει αξιωματούχους της ΕΕ να επιβάλουν δασμούς έως 100% σε κινεζικά και ινδικά αγαθά και έχει δώσει σήμα ότι η Ουάσιγκτον θα δράσει συντονισμένα.
Εμπορευματοκιβώτια στοιβάζονται καθώς γερανοί εκφορτώνουν φορτηγά πλοία στο λιμάνι του Λος Άντζελες στο Σαν Πέδρο. Καλιφόρνια, ΗΠΑ, 15 Απριλίου 2025. (Patrick T. Fallon/AFP μέσω Getty Images)
Το Πεκίνο απάντησε με τα δικά του μέσα πίεσης. Κατά τις τεταμένες συνομιλίες του Μαΐου και του Ιουνίου, περιόρισε τις εξαγωγές βαρέων σπάνιων γαιών – απαραίτητων για κάθε είδος σύγχρονης τεχνολογίας, από πυραύλους και οχήματα μέχρι κινητά τηλέφωνα – προκειμένου να αποσπάσει παραχωρήσεις.
«Αυτός ο στραγγαλισμός λειτούργησε», είπε ο Σεν. Η Ουάσιγκτον χαλάρωσε κάποιους δασμούς και μετρίασε ορισμένους ελέγχους στα τσιπ, επιτρέποντας στις Nvidia και AMD να πουλήσουν στην Κίνα υποβαθμισμένα τσιπ τεχνητής νοημοσύνης, H20 και MI308, με αντάλλαγμα προμήθεια 15% επί των εσόδων.
Ο Σεν υποστηρίζει ότι η συμφωνία στην πραγματικότητα ευνοεί τις Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή κρατά τους Κινέζους προγραμματιστές «κλειδωμένους» στο οικοσύστημα Compute Unified Device Architecture της Nvidia, καθυστερώντας έτσι τις εγχώριες εναλλακτικές τους.
Το κατά πόσο αυτή η συμφωνία θα τηρηθεί από το Πεκίνο παραμένει αβέβαιο. Οι αναλυτές αναμένουν ότι οι εντάσεις θα αναζωπυρωθούν αν δεν υπάρξουν συγκεκριμένες συμφωνίες έως τις 10 Νοεμβρίου, οπότε λήγει και η παράταση της προθεσμίας για τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών. «Κάθε πλευρά αξιοποιεί τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα ως όπλο», είπε ο Σεν. «Αυτό το μοτίβο γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο».
Με δευτερογενείς δασμούς ή χωρίς, κάθε πλευρά επιστρατεύει τα ισχυρότερα όπλα της – την τεχνολογία η Ουάσιγκτον, τις σπάνιες γαίες το Πεκίνο – σε ένα κλιμακούμενο μοτίβο που ολοένα και περισσότερο θυμίζει Ψυχρό Πόλεμο, συμπλήρωσε ο Σεν.
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, και ο ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, ξεκίνησαν συνομιλίες στις 19 Σεπτεμβρίου με αντικείμενο τη συμφωνία που θα επέτρεπε στη ByteDance, με έδρα την Κίνα, να πωλήσει το TikTok σε Αμερικανό αγοραστή.
Σύμφωνα με το επίσημο ανακοινωθέν της συνομιλίας, το οποίο δημοσιοποίησε το κινεζικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Xinhua, οι δύο ηγέτες συζήτησαν και άλλα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένου του εμπορίου.
Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, ο Τραμπ δήλωσε ότι «η Κίνα ενέκρινε την πώληση του TikTok», χωρίς να αποκαλύψει τους όρους της συμφωνίας. «Η συνομιλία ήταν εξαιρετική. Θα μιλήσουμε ξανά τηλεφωνικά. Εκτιμώ την έγκριση σχετικά με το TikTok», ανέφερε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι η συνομιλία ήταν ιδιαίτερα παραγωγική.
Άλλα ζητήματα που έθιξαν οι δύο ηγέτες ήταν ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας: «Σημειώθηκε πρόοδος σε πολλά σημαντικά θέματα, μεταξύ των οποίων το εμπόριο, η φαιντανύλη, η ανάγκη να τερματιστεί ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας», έγραψε ο Τραμπ, ο οποίος ανακοίνωσε και σειρά μελλοντικών συναντήσεων. «Συμφώνησα με τον πρόεδρο Σι να συναντηθούμε στη Σύνοδο APEC στη Νότια Κορέα, να επισκεφθώ την Κίνα στις αρχές του επόμενου έτους, ενώ ο πρόεδρος Σι θα επισκεφθεί και αυτός τις Ηνωμένες Πολιτείες σε κατάλληλο χρόνο».
Σε ό,τι αφορά το TikTok, το πρακτορείο Xinhua μετέδωσε ότι η στάση της κινεζικής πλευράς είναι πως οι εταιρείες μπορούν να προχωρήσουν σε εμπορικές διαπραγματεύσεις βάσει των κανόνων της αγοράς και να καταλήξουν σε λύσεις που συνάδουν με τους κινεζικούς νόμους και ισορροπούν τα συμφέροντα. Δεν δόθηκαν περαιτέρω λεπτομέρειες για τη συμφωνία.
Κινεζικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι η τηλεφωνική επικοινωνία ξεκίνησε στις 20:12 ώρα Πεκίνου, δηλαδή 12 ώρες μπροστά από την Ουάσιγκτον.
Ο Τραμπ είχε ήδη παρουσιάσει τους βασικούς όρους της συμφωνίας εντός της εβδομάδας, σε συνάντηση αντιπροσώπων των ΗΠΑ και της Κίνας στη Μαδρίτη.
Ο Αμερικανός αντιπρόσωπος Εμπορίου Τζέημσον Γκρηρ και ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσσεντ δήλωσαν στους δημοσιογράφους ότι έπειτα από δύο ημέρες διαπραγματεύσεων, κατέληξαν σε ένα πλαίσιο συμφωνίας, με την παρέμβαση Τραμπ να παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή του.
«Ο πρόεδρος Τραμπ συμμετείχε ενεργά. Μιλήσαμε μαζί του χθες το βράδυ. Μας έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες, τις οποίες μεταφέραμε στους Κινέζους συνομιλητές μας», ανέφερε ο Γκρηρ στις 16 Σεπτεμβρίου. «Χωρίς την ηγεσία και το διαπραγματευτικό του πλεονέκτημα, δεν θα είχαμε καταφέρει να ολοκληρώσουμε τη συμφωνία σήμερα».
Ο Μπέσσεντ είπε στους δημοσιογράφους στις 15 Σεπτεμβρίου ότι η κινεζική αποστολή προσήλθε με απαιτήσεις για σημαντικές εμπορικές και τεχνολογικές παραχωρήσεις. Επεσήμανε επίσης ότι επέμειναν να διατηρηθούν τα «κινεζικά χαρακτηριστικά» του TikTok σε περίπτωση πώλησης.
«Το ενδιαφέρον τους είναι τα κινέζικα χαρακτηριστικά της εφαρμογής, τα οποία θεωρούν ως ήπια ισχύ. Εμάς δεν μας ενδιαφέρουν τα κινεζικά χαρακτηριστικά, αλλά η εθνική ασφάλεια», δήλωσε ο Μπέσσεντ. «Δεν είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε την εθνική μας ασφάλεια για μία εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης».
Το Κογκρέσο υιοθέτησε πέρυσι νομοθεσία απαγόρευσης ελέγχου εφαρμογών στις ΗΠΑ από «ξένους αντιπάλους». Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν υπέγραψε τη σχετική διάταξη πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη ByteDance να αποεπενδύσει από το TikTok πριν το τέλος της θητείας του.
Η ByteDance και το TikTok προσέφυγαν στα αμερικανικά ομοσπονδιακά δικαστήρια, τα οποία ανέστειλαν την προθεσμία, δίνοντας στον Τραμπ, ως νέο πρόεδρο, χρόνο να αποφασίσει για τη διαχείριση του ζητήματος.
Ο Τραμπ έχει ήδη παρατείνει αρκετές φορές την προθεσμία, συμπεριλαμβανομένης και αυτής της εβδομάδας, καθώς οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται και η ByteDance υποστηρίζει ότι η κινεζική νομοθεσία δεν επιτρέπει την πώληση.
Οι κινεζικές αρχές έχουν τροποποιήσει τους νόμους περί ελέγχου εξαγωγών ώστε να καλύπτουν τους αλγορίθμους σύστασης – όπως τον αλγόριθμο του TikTok – υπό τον αυστηρότερο έλεγχο του Πεκίνου, την ώρα που η εφαρμογή βρέθηκε στο στόχαστρο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Αυτή την εβδομάδα, ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι υπάρχουν ήδη Αμερικανοί επενδυτές που ενδιαφέρονται να αγοράσουν το TikTok, αλλά οι όροι πρέπει να οριστικοποιηθούν στις συνομιλίες με τον Σι.
«Έχουμε συμφωνία για το TikTok. Υπάρχει μια ομάδα από πολύ μεγάλες εταιρείες που θέλουν να το αγοράσουν», είπε ο Τραμπ σε συνέντευξη Τύπου στις 16 Σεπτεμβρίου.
Ερωτήματα εξακολουθούν να υπάρχουν για το αν θα διατηρηθεί κινεζική συμμετοχή στην εταιρεία και αν η ByteDance θα παραμείνει διαχειρίστρια του αλγορίθμου του TikTok – κάτι που οι Κινέζοι διαπραγματευτές στη Μαδρίτη δήλωσαν πως επιθυμούν να μεταβιβαστεί με άδεια στον Αμερικανό αγοραστή.
Ο Κινέζος διαπραγματευτής Ουάνγκ Τζινγκτάο ενημέρωσε τους δημοσιογράφους ότι έχει επιτευχθεί συναίνεση σχετικά με την αδειοδότηση του αλγορίθμου και των λοιπών δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας του TikTok.
Κυβερνητικοί αξιωματούχοι και μέλη του Κογκρέσου στις ΗΠΑ εξέφρασαν επιφυλάξεις, ζητώντας να εξετάσει το Κογκρέσο τους όρους της συμφωνίας για να διαπιστωθεί αν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της νομοθεσίας περί αποεπένδυσης.
Ο βουλευτής Τζον Μούλεναρ, μιλώντας στην εκπομπή Squawk Box του CNBC, δήλωσε: «Είχα την ελπίδα ότι θα υπάρξει συμφωνία, αλλά παραμένουν ανησυχίες. Όταν μιλάμε για έλεγχο, ο Σι Τζινπίνγκ έχει τον έλεγχο και αν υπάρχει αμφιβολία ότι η ByteDance ελέγχεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς παραπέρα: ο ίδιος ο ηγέτης διαπραγματεύεται την αποεπένδυση με τη ByteDance».
Και συμπλήρωσε: «Το ζήτημα του αλγορίθμου είναι εξαιρετικά κρίσιμο και δεν θέλουμε να επιτρέψουμε στην Κίνα να συνεχίσει να επηρεάζει, να ελέγχει το τι βλέπουν και πώς σκέφτονται 170 εκατομμύρια Αμερικανοί. Αναμένουμε με ενδιαφέρον την επόμενη συνομιλία του προέδρου με τον Σι Τζινπίνγκ».
Στην πρώτη του συνέντευξη, ο Πάπας Λέων ΙΔ΄ έστειλε μήνυμα ότι ενδέχεται να υπάρξουν αλλαγές στη συμφωνία του Βατικανού με την Κίνα, τονίζοντας πως ακούει τις φωνές των καθολικών που υφίστανται διώξεις στη χώρα. Η συνέντευξη, στην ισπανική γλώσσα, δόθηκε στο καθολικό περιοδικό Crux και δημοσιεύθηκε σε συνέχειες από τις 14 Σεπτεμβρίου.
Ο ποντίφικας ανέφερε ότι βρίσκεται σε «συνεχή διάλογο με πολλούς ανθρώπους, Κινέζους, και από τις δύο πλευρές ορισμένων ζητημάτων». Αν και δεν ανακοίνωσε συγκεκριμένες αλλαγές, επισημαίνοντας ότι σέβεται τις αποφάσεις των προκατόχων του, σημείωσε ότι έχουν υπάρξει πολλές συζητήσεις υψηλού επιπέδου για το ζήτημα της Κίνας.
Τόνισε πως προσπαθεί να κατανοήσει καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία μπορεί να συνεχίσει την αποστολή της, με σεβασμό τόσο στον πολιτισμό και τα πολιτικά ζητήματα που έχουν μεγάλη βαρύτητα όσο και στους πολλούς Κινέζους καθολικούς που επί χρόνια βίωσαν καταπίεση ή δυσκολίες στην ελεύθερη άσκηση της πίστης τους, χωρίς να χρειάζεται να επιλέξουν πλευρά. Υπογράμμισε επίσης ότι λαμβάνει υπ’ όψιν του την εμπειρία που έχει αποκτήσει από την επαφή του με Κινέζους κυβερνητικούς, θρησκευτικούς ηγέτες αλλά και λαϊκούς, περιγράφοντας την κατάσταση ως «πολύ δύσκολη».
Πρόσφατα, ο Πάπας Λέων ΙΔ΄ είχε προβεί και σε άλλες κινήσεις που αφορούν την Κίνα, όπως η ανακοίνωση για τη δημιουργία νέας επισκοπής στο Τσανγκτζιακόου και η χειροτονία του πρώτου επισκόπου της, του ιερέα Τζουζέπε Ουάνγκ Ζενγκουί.
Υπενθυμίζεται ότι υπό τον προκάτοχό του, Πάπα Φραγκίσκο, το Βατικανό υπέγραψε το 2018 συμφωνία με την Κίνα σχετικά με τον διορισμό επισκόπων. Οι λεπτομέρειες αυτής της συμφωνίας δεν δημοσιοποιήθηκαν ποτέ. Η συμφωνία προκάλεσε ανησυχία σε υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) είναι γνωστό για τη δίωξη χριστιανών και άλλων θρησκευτικών ομάδων, χαρακτηρίζοντας όσους δεν ακολουθούν την κρατική εκδοχή των θρησκειών ως «αιρετικούς» και ποινικοποιώντας κάθε μορφή λατρείας εκτός κρατικού ελέγχου. Ήδη από το 1955, το ΚΚΚ είχε φυλακίσει τον καθολικό επίσκοπο της Σαγκάης επειδή αρνήθηκε να απαρνηθεί την εξουσία του πάπα, φυλακίζοντάς τον για τρεις δεκαετίες.
Τον Οκτώβριο του 2024, το Βατικανό και η Κίνα ανανέωσαν τη συμφωνία, με την Αγία Έδρα να τονίζει ότι είναι απαραίτητη για την κάλυψη των πολλών κενών επισκοπικών εδρών στη χώρα. Την ίδια περίοδο, το Κέντρο Θρησκευτικής Ελευθερίας του Ινστιτούτου Hudson δημοσίευσε έκθεση, στην οποία καταγραφόταν ότι οι διώξεις καθολικών είχαν «ενταθεί» μετά τη συμφωνία του 2018, με ιδιαίτερη αναφορά σε δέκα επισκόπους. Ορισμένοι είχαν κρατηθεί παράνομα πολλές φορές, ενώ άλλοι είχαν εξαφανιστεί.
Η έκθεση ανέφερε ότι το ΚΚΚ στοχεύει «ιεράρχες που αντιστέκονται στον έλεγχο του κόμματος επί των θρησκευτικών ζητημάτων». Οι διωκόμενοι επίσκοποι είχαν αρνηθεί να ενταχθούν στην Πατριωτική Καθολική Ένωση της Κίνας (Chinese Patriotic Catholic Association – CPCA). Η ένταξη θα τους υποχρέωνε να δηλώσουν ανεξαρτησία από την Αγία Έδρα, να βασίζουν τα κηρύγματά τους στη «Σκέψη Σι Τζινπίνγκ» – την πολιτική και κομμουνιστική ιδεολογία του Κινέζου ηγέτη – και να υπόκεινται σε κρατική εποπτεία.
Η έκθεση σημείωνε ότι το Πεκίνο άσκησε πιέσεις στους επισκόπους να ενταχθούν στην CPCA αμέσως μετά τη συμφωνία του 2018. Το 2019, το Βατικανό εξέδωσε οδηγίες που επέτρεπαν την ένταξη στην Ένωση με «επιφύλαξη συνείδησης», ωστόσο η ίδια η συμφωνία δεν προβλέπει καμία εξαίρεση για τέτοιου είδους αντίρρηση.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι επίσκοποι που αντιτάχθηκαν στην CPCA δημιούργησαν ένα είδος υπόγειας εκκλησίας. Χωρίς αυτούς, η Καθολική Εκκλησία στην Κίνα «αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή πρόκληση στη διαμόρφωση της επόμενης γενιάς Κινέζων επισκόπων». Η ίδια έκθεση κατέληγε πως «η Αγία Έδρα δίνει έναν αγώνα με τον χρόνο για να ενισχύσει τους δεσμούς της με τους επισκόπους που βρίσκονται εντός της CPCA, προτού η κινεζική επισκοπή απορροφηθεί από το υπόλοιπο Τμήμα Ενωτικού Μετώπου», το οποίο αποτελεί μηχανισμό παγκόσμιας επιρροής του κινεζικού καθεστώτος.
«Εάν η Ταϊβάν καταληφθεί δια της βίας από την Κίνα, θα προκληθεί ένα ντόμινο εξελίξεων, θα διαταραχθεί η ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή και θα απειληθούν η ασφάλεια και η ευημερία των Ηνωμένων Πολιτειών», τόνισε ο Τσιού Τσουι-τσενγκ, επικεφαλής του Συμβουλίου Υποθέσεων της Ηπειρωτικής Κίνας της Ταϊβάν.
Μιλώντας στο συντηρητικό think tank Heritage Foundation στις 12 Σεπτεμβρίου, ο Τσιού υπογράμμισε τη στρατηγική σημασία της Ταϊβάν για τα αμερικανικά συμφέροντα. Σημείωσε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) αποσκοπεί στην ενσωμάτωση της Ταϊβάν, επιδιώκοντας να μειώσει την επιρροή των ΗΠΑ στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.
«Το ΚΚΚ θεωρεί την Ταϊβάν αποσχισμένη επαρχία που πρέπει να επανενωθεί με την ηπειρωτική Κίνα, παρόλο που το Πεκίνο δεν έχει κυβερνήσει ποτέ το νησί», εξήγησε ο Τσιού.
Παράλληλα, αναφέρθηκε στη διαρκή στρατιωτική υποστήριξη που λαμβάνει η Ταϊβάν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, στο πλαίσιο του Νόμου για τις Σχέσεις με την Ταϊβάν. Σύμφωνα με πληροφορίες από Αμερικανούς αξιωματούχους, υπάρχει εκτίμηση για πιθανή κινεζική επίθεση στην Ταϊβάν έως το 2027.
«Η Ταϊβάν εκφράζει την ευγνωμοσύνη της στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και στον υπουργό Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, που επανεπιβεβαιώνουν τη δέσμευσή τους προς τη χώρα μας», δήλωσε ο Τσιού, αναφερόμενος στη διαβεβαίωση που εξασφάλισε ο Τραμπ από τον Σι Τζινπίνγκ ότι η Κίνα δεν θα εισέβαλε στην Ταϊβάν κατά τη διάρκεια της προεδρίας του.
Στο ζήτημα της αποτροπής, ο Ρούμπιο επισήμανε: «Για να αποτραπεί μια τέτοια επίθεση, πρέπει το κόστος για την Κίνα να ξεπερνά το πιθανό όφελος. Η αποτροπή είναι το κλειδί», προσθέτοντας πως «η αποτροπή ξεκινά αναμφισβήτητα από τις ίδιες τις αμυντικές δυνατότητες της Ταϊβάν».
Ο Τσιού ανέδειξε τους στόχους της Ταϊβάν για την αύξηση του αμυντικού της προϋπολογισμού στο 3,32% του ΑΕΠ το επόμενο έτος και στο 5% ως το 2030.
Τόνισε τη σημασία της βιομηχανίας ημιαγωγών του νησιού, καθώς εκεί παράγεται το 90% των κορυφαίων μικροτσίπ παγκοσμίως. «Αν υποβαθμιστεί ο ρόλος της Ταϊβάν σε αυτόν τον τομέα, θα είναι τεράστια απώλεια για τη διεθνή κοινότητα, και ειδικά για τις ΗΠΑ και τη βιομηχανία τεχνολογίας τους», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Παράλληλα, επεσήμανε τη σημασία της ειρήνης στην περιοχή, σημειώνοντας ότι «το 50% της παγκόσμιας διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων διέρχεται από το στενό της Ταϊβάν».
Υπογράμμισε ακόμη ότι το ΚΚΚ εντείνει την πίεση προς τη χώρα του χρησιμοποιώντας εργαλεία οικονομικής εξάρτησης λόγω της διασύνδεσης των δύο οικονομιών.
«Οι στρατιωτικές παραβιάσεις του κινεζικού καθεστώτος, με μαχητικά αεροσκάφη και πολεμικά πλοία κοντά στην Ταϊβάν, είναι πλέον όλο και πιο συχνές», σημείωσε ο Τσιού. Μόνο το 2024, η Ταϊβάν έχει καταγράψει περισσότερες από 5.000 εξόδους κινεζικών αεροσκαφών, με σημαντικό αριθμό να διασχίζει τη νοητή γραμμή του στενού.
«Η στρατηγική σημασία της Ταϊβάν είναι αναντικατάστατη, και μια ασφαλής και ευημερούσα Ταϊβάν μπορεί να συμβάλει στην αναγέννηση της αμερικανικής ισχύος», κατέληξε ο Τσιού.
Κατά την πρόσφατη επίσκεψη Αμερικανών γερουσιαστών, η γερουσιάστρια Φίσερ δήλωσε στην ολομέλεια της Γερουσίας: «Μια ισχυρότερη Ταϊβάν σημαίνει ισχυρότερες Ηνωμένες Πολιτείες, και το αντίστροφο. Γι’ αυτό οι δύο χώρες μας οφείλουν να εργαστούν αποφασιστικά για την εμβάθυνση της συνεργασίας».
Καταδίκασε τις τακτικές του ΚΚΚ απέναντι στην Ταϊβάν ως απαράδεκτες, υπογραμμίζοντας ότι η Ταϊβάν αποτελεί δοκιμασία αξιοπιστίας για την αμερικανική προσήλωση στη διατήρηση μιας διεθνούς τάξης βασισμένης σε κανόνες.
«Αν η Ταϊβάν υποκύψει σε καταναγκασμούς, οι συνέπειες θα ξεπεράσουν κατά πολύ τα όρια του στενού της Ταϊβάν, καθώς θα κλονίσουν την αυτοπεποίθηση των συμμάχων μας και θα ενθαρρύνουν τους αντιπάλους μας ανά τον κόσμο», προειδοποίησε η Φίσερ.
Σε ύφεση παραμένει η κινεζική οικονομική δραστηριότητα τον Αύγουστο, με δέσμη κρίσιμων δεικτών να υπολείπεται των προσδοκιών και το Πεκίνο να δέχεται ασφυκτικές πιέσεις για ανάληψη νέων μέτρων στήριξης, εν μέσω διαρκούς κρίσης στην αγορά ακινήτων και εμπορικών εντάσεων με τη Δύση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Κίνας στις 15 Σεπτεμβρίου, η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής επιβραδύνθηκε σημαντικά τον Αύγουστο, καταγράφοντας ετήσια μεταβολή 5,2% έναντι 6,8% τον Ιούλιο.
Ο ρυθμός αυτός υπολείπεται της αύξησης 5,7% που ανέμεναν οι οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε έρευνα του πρακτορείου Reuters και συνιστά τη χαμηλότερη επίδοση των τελευταίων δώδεκα μηνών.
Οι λιανικές πωλήσεις, βασικό μέτρο καταναλωτικής δαπάνης, αυξήθηκαν κατά 3,4% τον Αύγουστο σε ετήσια βάση, από 3,7% που ήταν τον Ιούλιο, φθάνοντας στο χαμηλότερο σημείο από τον Νοέμβριο του 2024.
«Είχαμε εκτιμήσει ότι η αύξηση των λιανικών πωλήσεων θα διατηρούνταν άνω του 4% πριν από τον Σεπτέμβριο λόγω των επιδοτήσεων στους καταναλωτές, οπότε η εξέλιξη των τελευταίων μηνών ήταν απογοητευτική», δήλωσε ο Σου Τιάντσεν, επικεφαλής οικονομολόγος στο Economist Intelligence Unit.
Ο ίδιος προειδοποίησε ότι οι βασικοί οικονομικοί δείκτες της Κίνας ενδέχεται να επιδεινωθούν το τέταρτο τρίμηνο, λόγω της βάσης σύγκρισης. Συνηθίζεται άλλωστε οι αρχές να λαμβάνουν επιπρόσθετα μέτρα στήριξης προς το τέλος του έτους, προκειμένου να διασφαλίσουν την επίτευξη του στόχου ανάπτυξης.
Οι επενδύσεις σε εξοπλισμό, κτίρια και λοιπά πάγια εκτός των αγροτικών νοικοκυριών παρουσίασαν αύξηση μόλις 0,5% μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου, συγκριτικά με το ίδιο διάστημα του περασμένου έτους, έναντι ανόδου 1,6% που είχε καταγραφεί το επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2025.
Οι επενδύσεις στην αγορά ακινήτων βυθίστηκαν κατά 11,9% το εν λόγω οκτάμηνο σε ετήσια βάση, επίδοση που αποτελεί τη χειρότερη από το 2020.
«Τα στοιχεία δραστηριότητας δείχνουν περαιτέρω απώλεια δυναμικής τον περασμένο μήνα», ανέφερε η Σιτσούν Χουάνγκ, οικονομολόγος της Κίνας στην Capital Economics, σε σημείωμά της στις 15 Σεπτεμβρίου.
«Παρότι σε ένα βαθμό αυτό οφείλεται σε προσωρινές διαταραχές λόγω καιρού, η υποκείμενη ανάπτυξη παρουσιάζει σαφή κάμψη, εντείνοντας την ανάγκη για νέα μέτρα στήριξης εκ μέρους των αρχών».
Κτίρια υπό κατασκευή στο Χανγκτσόου, επαρχία Ζετζιάνγκ, Κίνα, στις 15 Σεπτεμβρίου 2025. AFP μέσω Getty Images
Κατάρρευση της αγοράς ακινήτων
Ξεχωριστά στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Τελωνειακή Υπηρεσία της Κίνας νωρίτερα αυτόν τον μήνα δείχνουν ότι οι βιομηχανίες κατάφεραν σε κάποιο βαθμό να ανακατευθύνουν εξαγωγές που προορίζονταν για τις ΗΠΑ προς τη Νοτιοανατολική Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική.
Ωστόσο, η παρατεταμένη κρίση στην αγορά ακινήτων παραμένει αγκάθι. Σύμφωνα με νέα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, οι τιμές των νεόδμητων κατοικιών σε 70 μεγάλες πόλεις μειώθηκαν κατά 2,5% τον Αύγουστο σε σύγκριση με πέρυσι. Σε μηνιαία βάση, η πτώση ανήλθε στο 0,3%.
Η Φου Λινγκχούι, εκπρόσωπος της Στατιστικής Υπηρεσίας, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου στις 15 Σεπτεμβρίου πως «ο τομέας ακινήτων εξακολουθεί να σταθεροποιείται, παρά τις διακυμάνσεις, και χρειάζονται επιπλέον προσπάθειες για την τόνωση της ζήτησης».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αγορά ακινήτων κάλυπτε το ένα τέταρτο της οικονομικής δραστηριότητας της Κίνας πριν από τη δραματική κατάρρευση του κλάδου, πριν από τέσσερα χρόνια, συνεχίζοντας έκτοτε να σκιάζει τις προοπτικές της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο.
«Η υποχώρηση της αγοράς ακινήτων αποτελεί βασικό παράγοντα της χαμηλής καταναλωτικής εμπιστοσύνης, που εξακολουθεί να περιορίζει τις λιανικές πωλήσεις», σημειώνει σε ανάλυσή του ο Λιν Σονγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της ING Economics, στις 15 Σεπτεμβρίου.
«Όπως είχαμε προειδοποιήσει τους προηγούμενους μήνες, βρισκόμασταν κοντά στην κορύφωση του αποτελέσματος των μέτρων τόνωσης μέσω προγραμμάτων επιδοτούμενης αντικατάστασης. Καθώς αυτά εξαντλήθηκαν, ο κίνδυνος ήταν να εμφανιστεί περαιτέρω υποχώρηση της κατανάλωσης».
Επιπλέον, εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες για την αξιοπιστία των κινεζικών οικονομικών στοιχείων, κυρίως λόγω της προϊστορίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας να αποσιωπά ή να παρακρατεί πληροφορίες που θεωρεί επιζήμιες για την εικόνα του.
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, άφησε να εννοηθεί μέσω ανάρτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 15 Σεπτεμβρίου πως έχει επιτευχθεί συμφωνία σχετικά με το μέλλον του TikTok, την ώρα που κορυφαίοι Αμερικανοί και Κινέζοι διαπραγματευτές συναντώνται στη Μαδρίτη για δεύτερη ημέρα συνομιλιών για το εμπόριο.
Σε μήνυμά του, ο Τραμπ ανέφερε: «Η μεγάλη εμπορική συνάντηση στην Ευρώπη μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Κίνας πήγε πολύ καλά. Θα ολοκληρωθεί σύντομα. […] Υπήρξε και συμφωνία για μια συγκεκριμένη εταιρεία, την οποία οι νέοι στη χώρα μας ήθελαν πολύ να σωθεί. Θα είναι πολύ χαρούμενοι».
Ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσσεντ, δήλωσε στους δημοσιογράφους στη Μαδρίτη τη Δευτέρα πως έχει καταρτιστεί ένα πλαίσιο συμφωνίας, κυρίως χάρη στη συμβολή του Τραμπ.
Ο επικεφαλής των αμερικανικών εμπορικών διαπραγματεύσεων, Τζέημσον Γκρηρ, σημείωσε: «Ο πρόεδρος Τραμπ έπαιξε ρόλο σε αυτό – είχαμε επικοινωνία μαζί του χθες το βράδυ, λάβαμε συγκεκριμένες οδηγίες. Τις μοιραστήκαμε με τους Κινέζους ομολόγους μας. Χωρίς την ηγεσία του και τα διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα που μας προσφέρει, δεν θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε σήμερα αυτή τη συμφωνία».
Νωρίτερα, ο Μπέσσεντ εξήγησε πως η κινεζική αντιπροσωπεία κατέθεσε πολύ επιθετικές απαιτήσεις, διεκδικώντας παραχωρήσεις στο εμπόριο και την τεχνολογία ως αντάλλαγμα για να επιτρέψει στην ByteDance να πουλήσει το TikTok. «Δεν είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε την εθνική ασφάλεια για μία εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης», τόνισε χαρακτηριστικά.
Ξεχωριστά, το Πεκίνο ανακοίνωσε τη Δευτέρα ότι προκαταρκτική έρευνα σε βάρος της NVIDIA διαπίστωσε πως ο αμερικανικός τεχνολογικός κολοσσός παραβίασε τον αντιμονοπωλιακό νόμο της Κίνας, σε μία κίνηση που ερμηνεύεται ως αντίποινα στις αμερικανικές εξαγωγικές απαγορεύσεις τεχνολογίας. Ο Μπέσσεντ σχολίασε πως η χρονική συγκυρία της ανακοίνωσης για την NVIDIA ήταν «ατυχής».
Ο Τραμπ ανέφερε ακόμη ότι θα συνομιλήσει με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ στις 19 Σεπτεμβρίου, επισημαίνοντας πως οι σχέσεις των δύο χωρών παραμένουν πολύ ισχυρές. Τόσο το Πεκίνο όσο και η Ουάσιγκτον είχαν καταστήσει σαφές πριν από την έναρξη των συνομιλιών ότι το μέλλον του TikTok θα αποτελούσε κορυφαίο ζήτημα στην ατζέντα.
Υπενθυμίζεται ότι μετά την υπογραφή από τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν του νόμου που προβλέπει την υποχρεωτική πώληση ή απαγόρευση του TikTok, η κινεζική μητρική εταιρεία ByteDance είχε προθεσμία έως τις 19 Ιανουαρίου, τελευταία ημέρα της θητείας Μπάιντεν, για να απεμπλακεί από τη δημοφιλή εφαρμογή.
Ωστόσο, το δικαστήριο ενέκρινε παράταση, καθώς ο Τραμπ ανέμενε να αναλάβει καθήκοντα πρόεδρος την αμέσως επόμενη ημέρα. Έκτοτε, ο Τραμπ έχει παρατείνει αρκετές φορές την προθεσμία και τον Ιούνιο υπέγραψε νέο προεδρικό διάταγμα διατηρώντας τη λειτουργία του TikTok.