Η απέλαση δεκάδων Ουιγούρων από την Ταϊλάνδη στην Κίνα έχει σημάνει συναγερμό στην Ουάσιγκτον, με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και Αμερικανούς βουλευτές να εκφράζουν έντονο προβληματισμό για τον κίνδυνο διώξεων και βασανιστηρίων που αντιμετωπίζουν οι Ουιγούροι.
Η ομάδα των 40 Ουιγούρων, που κρατούνταν στην Μπανγκόκ για πάνω από μια δεκαετία, στάλθηκε πίσω στην πατρίδα τους στις 27 Φεβρουαρίου. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ καταδίκασε την ίδια μέρα την απόφαση της Ταϊλάνδης με σκληρά λόγια.
«Καταδικάζουμε με τον πιο έντονο τρόπο την αναγκαστική επιστροφή τουλάχιστον 40 Ουιγούρων στην Κίνα από την Ταϊλάνδη, όπου δεν υπάρχουν εγγυήσεις για δίκαιη δίκη και όπου οι Ουιγούροι έχουν υποστεί διώξεις, καταναγκαστική εργασία και βασανιστήρια», δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο.
«Η Κίνα, υπό την καθοδήγηση και τον έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ), έχει διαπράξει γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, με στόχο κυρίως τους μουσουλμάνους Ουιγούρους και άλλες εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες στο Σιντζιάνγκ», πρόσθεσε.
Ο Ρούμπιο κάλεσε τις κινεζικές αρχές να «επιτρέψουν πλήρη πρόσβαση για να διασφαλιστεί τακτικά η ευημερία των Ουιγούρων που επέστρεψαν». «Η κυβέρνηση της Ταϊλάνδης οφείλει να επιμείνει και να ελέγχει συνεχώς ότι οι κινεζικές αρχές σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ουιγούρων», τόνισε.
Ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Φόλκερ Τουρκ, δήλωσε την Πέμπτη ότι η απέλαση αποτελεί «καθαρή παραβίαση του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». «Το γραφείο μου έχει ζητήσει επανειλημμένα από τις αρχές της Ταϊλάνδης να τηρήσουν τις διεθνείς τους υποχρεώσεις απέναντι σε αυτά τα άτομα που χρειάζονται προστασία», είπε. «Είναι βαθιά λυπηρό που επεστράφησαν με τη βία».
Παρότρυνε τις κινεζικές αρχές να αποκαλύψουν πού βρίσκονται οι Ουιγούροι.
Το Ηνωμένο Βασίλειο δήλωσε ότι «διαφωνεί κατηγορηματικά» με την απόφαση της Ταϊλάνδης, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέφρασε «βαθιά λύπη» για τις απελάσεις.
Μετά τα μεσάνυχτα της Τετάρτης, φορτηγά με καλυμμένα παράθυρα αναχώρησαν από το κέντρο κράτησης μεταναστών της Μπανγκόκ προς το αεροδρόμιο. Η κινεζική πρεσβεία ανέφερε ότι οι άνδρες Ουιγούροι μεταφέρθηκαν στο Σιντζιάνγκ με ναυλωμένη πτήση.
Σε επιστολή στα Ουιγουρικά τον Ιανουάριο, οι κρατούμενοι απηύθυναν έκκληση στη διεθνή κοινότητα για βοήθεια. «Αν μας στείλουν πίσω στην Κίνα, δεν θα αντιμετωπίσουμε μόνο φυλάκιση, αλλά κινδυνεύουν και οι οικογένειες και οι φίλοι μας να μπουν στη φυλακή», έγραψαν. Ανέφεραν ότι 43 από αυτούς, που κρατούνταν στο Κέντρο Κράτησης Μεταναστών Σουάν Πλου, κλήθηκαν στις 8 Ιανουαρίου να υπογράψουν συναίνεση για «εθελοντικό επαναπατρισμό στην Κίνα». Όταν αρνήθηκαν, οι αρχές του κέντρου τούς φωτογράφισαν.
Οι ταϊλανδικές αρχές είχαν δώσει αντικρουόμενα μηνύματα, δηλώνοντας έναν μήνα νωρίτερα ότι δεν σχεδίαζαν να απελάσουν τους Ουιγούρους. Ωστόσο, ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Ταϊλάνδης, Φουμθάμ Βετσαγιατσάι, επιβεβαίωσε την απέλαση στις 27 Φεβρουαρίου, λέγοντας ότι έγινε σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.
Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών ισχυρίστηκε ότι ο επαναπατρισμός στόχευε στην καταπολέμηση της «λαθρομετανάστευσης».
Η ακτιβίστρια Τζούλι Μίλσαπ από την οργάνωση No Business With Genocide κατηγόρησε το καθεστώς ότι προσπαθεί να δικαιολογήσει τις πράξεις του. «Όπως οι ίδιοι οι Ουιγούροι έχουν εκφράσει την επιθυμία να μετεγκατασταθούν με ασφάλεια, τα ψέματα του κινεζικού καθεστώτος δεν προκαλούν έκπληξη, αλλά είναι απαράδεκτα και πρέπει να αντιμετωπιστούν με την πιο σκληρή καταδίκη από τη διεθνή κοινότητα», δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times.
Οι υπουργοί Άμυνας του Λιβάνου και της Συρίας συμφώνησαν σε κατάπαυση του πυρός στις 17 Μαρτίου μετά από δύο ημέρες συνοριακών συγκρούσεων και δέκα νεκρούς τουλάχιστον, σύμφωνα με πληροφορίες.
Σε ξεχωριστές δηλώσεις, ο υπουργός Άμυνας του Λιβάνου Μισέλ Μενάσα, και ο Σύρος ομόλογός του, Μουρχάφ Αμπού Κάσρα, συμφώνησαν επίσης να διατηρήσουν την επαφή μεταξύ των στρατών των δύο χωρών για να αποτρέψουν περαιτέρω συγκρούσεις.
Σύμφωνα με το υπουργείο Άμυνας της Συρίας, τρία μέλη του στρατιωτικού μηχανισμού της χώρας σκοτώθηκαν στην πρόσφατη διασυνοριακή εμπλοκή.
Το υπουργείο Υγείας του Λιβάνου είπε ότι επτά Λιβανέζοι πολίτες σκοτώθηκαν και 52 τραυματίστηκαν μέσα σε δύο ημέρες συγκρούσεων κοντά στα σύνορα.
Ο στρατιωτικός μηχανισμός της Συρίας έχει επικεφαλής τη Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS), μια τρομοκρατική οργάνωση που έχει δεσμούς με τις τρομοκρατικές ομάδες Αλ Κάιντα και ISIS.
Στα τέλη του περασμένου έτους, η HTS — με τουρκική υποστήριξη — έκανε μια αστραπιαία επίθεση που ουσιαστικά ανέτρεψε το μακροχρόνιο καθεστώς του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ.
Παρά τον χαρακτηρισμό της τρομοκρατικής οργάνωσης που της έχει αποδοθεί, η HTS διοικεί τώρα την κυβέρνηση της Συρίας μετά τον Άσαντ, ενώ ο επικεφαλής της, Άχμεντ αλ Σαράα (παλαιότερα γνωστός ως Μοχάμεντ αλ Γκολάν), έχει ονομαστεί προσωρινός πρόεδρος της χώρας.
Πριν από τη γρήγορη κατάρρευση της κυβέρνησης του Άσαντ και τη διάλυση του εθνικού στρατού, η Συρία ήταν βασικός σύμμαχος τόσο της Τεχεράνης όσο και της τρομοκρατικής ομάδας Χεζμπολάχ του Λιβάνου.
Μέσα στους τρεις μήνες από τότε που η HTS ανέλαβε την εξουσία στη Δαμασκό, οι εντάσεις αυξάνονται σταθερά κατά μήκος των περίπου 245 μιλίων των συνόρων της Συρίας με τον Λίβανο.
Στις 16 Μαρτίου, το υπουργείο Άμυνας της Συρίας που διευθύνεται από τη HTS κατηγόρησε τη Χεζμπολάχ ότι διέσχισε τα σύνορα και απήγαγε τρία μέλη του καινούριου στρατού της Συρίας.
Στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι οι τρεις σκοτώθηκαν αργότερα εντός λιβανικού εδάφους. Η Χεζμπολάχ αρνήθηκε τις κατηγορίες.
Σύμφωνα με άλλες αναφορές, οι τρεις Σύροι εισήλθαν οικειοθελώς στο λιβανέζικο έδαφος, όπου σκοτώθηκαν από ένοπλους σιίτες που φοβούνταν μια επικείμενη επίθεση στο χωριό τους.
Σε τηλεοπτικά σχόλια, ο Χουσσεΐν Χατζ Χασσάν, μέλος του κοινοβουλίου του Λιβάνου που συνδέεται με τη Χεζμπολάχ, είπε ότι τα άτομα από τη συριακή πλευρά των συνόρων είχαν εισέλθει παράνομα σε λιβανικό έδαφος και επιτέθηκαν σε πολλά χωριά.
Οι συριακές αρχές απάντησαν βομβαρδίζοντας λιβανικές συνοριακές πόλεις, σύμφωνα με το υπουργείο Άμυνας της Συρίας και τον λιβανικό στρατό.
Σε ανακοίνωσή της, ο τελευταίος ανέφερε ότι απάντησε σε πυρά πυροβολικού από συριακό έδαφος και έστειλε τις ενισχύσεις του στη συνοριακή περιοχή.
Ανέφερε επίσης ότι τα πτώματα των τριών σκοτωμένων Σύρων μαχητών παραδόθηκαν στις συριακές αρχές.
Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X, στις 17 Μαρτίου, ο πρόεδρος του Λιβάνου Ζοζέφ Αούν δήλωσε: «Αυτό που συμβαίνει κατά μήκος των ανατολικών και βορειοανατολικών συνόρων [του Λιβάνου] δεν μπορεί να συνεχιστεί και δεν θα επιτρέψουμε να συνεχιστεί. Έχω διατάξει τον λιβανικό στρατό να αντεπιτεθεί στην πηγή του πυρός.»
Την ίδια μέρα, ο στρατιωτικός μηχανισμός της Συρίας είχε τοποθετήσει στρατεύματα και άρματα μάχης κοντά στα σύνορα του Λιβάνου.
«Μεγάλες στρατιωτικές ενισχύσεις εισήχθησαν για να ενισχύσουν τις θέσεις κατά μήκος των […] συνόρων και να αποτρέψουν τυχόν παραβιάσεις», είπε στο Reuters ο Μάχερ Ζιουάνι, επικεφαλής ενός τμήματος στρατού του Συριακού στρατού που τοποθετήθηκε κοντά στα σύνορα.
Αλαουίτες Σύροι, που διέφυγαν από τις συγκρούσεις στη δυτική Συρία, διασχίζουν τον Ναχρ ελ Καμπίρ μετά από μαζικές δολοφονίες μελών της μειονότητας των Αλαουιτών, στο Ακκάρ του Λιβάνου, στις 11 Μαρτίου 2025. (Mohamed Azakir/Reuters)
Οι τοπικές εντάσεις έχουν κλιμακωθεί από τις 7 Μαρτίου, όταν ο στρατιωτικός μηχανισμός υπό την ηγεσία της HTS λέγεται πως σκότωσε εκατοντάδες άοπλους πολίτες στη βορειοδυτική παράκτια περιοχή της Συρίας, προκαλώντας φόβους για συνεχιζόμενη θρησκευτική βία.
Τα περισσότερα από τα θύματα ανήκαν στη μειονοτική κοινότητα των Αλαουιτών της Συρίας, από την οποία προερχόταν ο Άσαντ, ο έκπτωτος πρόεδρος, και η οικογένειά του.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο προέτρεψε τις συριακές αρχές στις 9 Μαρτίου «να αποδώσουν ευθύνες στους δράστες αυτών των σφαγών».
Ο αρχηγός της HTS, Άχμεντ αλ Σαράα, μεταβατικός πρόεδρος της Συρίας, καταδίκασε τις δολοφονίες και δεσμεύτηκε να τιμωρήσει τους υπευθύνους: «Δεν θα δεχθούμε να χυθεί αίμα άδικα ή να μην τιμωρηθούν», είπε σε συνέντευξή του στις 10 Μαρτίου.
Ενώ παραδέχτηκε ότι «έγιναν πολλές παραβιάσεις» εναντίον αμάχων, ο αλ Σαράα ισχυρίστηκε ότι η βία είχε προκληθεί από στοιχεία πιστά στο καθεστώς Άσαντ.
ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ — Η άνοδος των υδάτων οδήγησε στην εκκένωση εκατοντάδων σπιτιών, αναγκάζοντας τις αρχές να κλείσουν τους δρόμους και να ακυρώσουν τη λειτουργία σχολείων, προτρέποντας τον κόσμο να τηρήσει τις προειδοποιήσεις ασφαλείας. Ένα παντρεμένο ζευγάρι αγνοείται, καθώς το όχημα στο οποίο επέβαιναν παρασύρθηκε από το νερό.
Για την εύρεση τους έχουν κινητοποιηθεί οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης στη νότια Ισπανία. Ο περιφερειακός πρόεδρος της Ανδαλουσίας Χουάνμα Μορένο Μπονίγια είπε ότι το τζιπ του ζευγαριού παρασύρθηκε την ώρα που διέσχιζε ένα ρέμα, στον δήμο Κωνσταντίνα.
«Το όχημα ανατράπηκε ενώ διέσχιζε το ρέμα και το νερό το παρέσυρε», είπε ο Μορένο. «Ζητάμε από όλους να είναι προσεκτικοί. Πολλές φορές οι άνθρωποι δεν βλέπουν τον κίνδυνο.»
Περιφερειακοί αξιωματούχοι διέταξαν την εκκένωση 365 σπιτιών στο χωριό Καμπανίγιας κοντά στην πόλη της Μάλαγα αργά τη Δευτέρα, μετά την πλημμύρα ενός γειτονικού ποταμού. Οι εκτοπισμένοι διανυκτέρευσαν σε δημοτικό αθλητικό κέντρο.
Ο αρχηγός Εσωτερικών της Ανδαλουσίας Αντόνιο Σανθ δήλωσε ότι 19 ποτάμια στην Ανδαλουσία έχουν τεθεί σε κόκκινο συναγερμό λόγω πλημμύρας την Τρίτη, καθώς η κακοκαιρία εξαπλώθηκε από τη Μάλαγα στη νότια ακτή σε ηπειρωτικές περιοχές κοντά στη Σεβίλλη και την Κόρδοβα. Συνολικά 40 αυτοκινητόδρομοι σε όλη την Ανδαλουσία, καθώς και ορισμένες σιδηροδρομικές γραμμές έπρεπε να κλείσουν λόγω της ανόδου των υδάτων.
Οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης ανταποκρίθηκαν σε εκατοντάδες κλήσεις για βοήθεια. Η Πολιτική Αστυνομία βοήθησε ακόμη και στη διάσωση σκύλων που κινδύνευαν να πνιγούν σε λασπωμένα νερά, σύμφωνα με βίντεο που δημοσίευσε η αστυνομία.
Η ίδια περιοχή στη Μάλαγα επλήγη τον Νοέμβριο όταν οι έντονες βροχοπτώσεις σε μια μεγάλη περιοχή της Ισπανίας οδήγησαν σε καταστροφικές πλημμύρες στα ανατολικά της χώρας, στοιχίζοντας 233 ζωές κυρίως στη Βαλένθια.
Η Ισπανία, η οποία έχει υποφέρει από παρατεταμένη ξηρασία τα τελευταία χρόνια, δέχεται σταθερές βροχοπτώσεις τις τελευταίες δύο εβδομάδες, ειδικά στα νότια. Η τελευταία καταιγίδα ξεπέρασε τις δυνατότητες των δεξαμενών και τη χωρητικότητα των ποταμών.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πραγματοποίησαν αεροπορικές επιδρομές στην Υεμένη στις 15 Μαρτίου, στο πλαίσιο επιχείρησης αποτροπής των επιθέσεων των Χούθι σε πλοία που διέρχονται από την περιοχή. Αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη απογειώθηκαν από το αεροπλανοφόρο USS Harry S. Truman και έπληξαν στόχους των Χούθι στη δυτική Υεμένη. Ήταν η πρώτη αμερικανική επίθεση κατά της οργάνωσης εδώ και δύο μήνες.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν τις επόμενες ημέρες. Ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου, Μάικ Γουόλτς, δήλωσε στο Fox News Sunday ότι οι αεροπορικές επιδρομές προκάλεσαν τον θάνατο ηγετικών στελεχών των Χούθι και την καταστροφή πυραύλων και κρίσιμων στρατιωτικών υποδομών.
Ο εκπρόσωπος των Χούθι, Γιαχιά Σαρέε, ανακοίνωσε ότι 47 αμερικανικές επιθέσεις έπληξαν τις επαρχίες Σαναά, Σααντά, Αλ Μπάιντα, Χάτζα, Ντάμαρ, Μαρίμπ και Αλ Τζαούφ. Το υπουργείο Υγείας, που ελέγχεται από τους Χούθι, ανέφερε ότι 31 άμαχοι σκοτώθηκαν και 101 τραυματίστηκαν.
Οι απολογισμοί αυτοί δεν έχουν επιβεβαιωθεί ανεξάρτητα.
Ο αντιπτέραρχος των ΗΠΑ Αλέξους Γκρύνκεβιτς δήλωσε ότι, σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις, τα πλήγματα προκάλεσαν δεκάδες απώλειες μεταξύ των μαχητών των Χούθι, χωρίς επιβεβαιωμένες αναφορές για θύματα αμάχων.
Επαναφορά των Χούθι στη λίστα τρομοκρατικών οργανώσεων
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ θεωρεί τους Χούθι περιφερειακό σύμμαχο του Ιράν και αποφάσισε την εκ νέου καταχώρησή τους στη λίστα των ξένων τρομοκρατικών οργανώσεων, επικαλούμενη τις επιθέσεις τους με drone και πυραύλους κατά του Ισραήλ και πλοίων στη Μέση Ανατολή, από τον Οκτώβριο του 2023.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την επανέναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων με ανάρτησή του στις 15 Μαρτίου, απαιτώντας την άμεση διακοπή των επιθέσεων των Χούθι και προειδοποιώντας για περαιτέρω αντίποινα.
Οι Χούθι δήλωσαν ότι εξαπέλυσαν αντίποινα κατά των αμερικανικών δυνάμεων στη βόρεια Ερυθρά Θάλασσα, εκτοξεύοντας 18 βαλλιστικούς και πυραύλους κρουζ και ένα drone έως τις 16 Μαρτίου, καθώς και δύο ακόμη πυραύλους κρουζ και δύο drone έως τις 18 Μαρτίου.
Χούθι και Χαμάς
Οι Χούθι άρχισαν να επιτίθενται σε πλοία στη Μέση Ανατολή μετά την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ, στις 7 Οκτωβρίου 2023. Δηλώνουν ότι στηρίζουν τη Χαμάς και ότι οι ενέργειές τους στοχεύουν στην άσκηση πίεσης στο Ισραήλ για τη διακοπή των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Λωρίδα της Γάζας.
Από τον Οκτώβριο του 2023 έως τον Ιανουάριο του 2025, οι Χούθι εξαπέλυσαν επιθέσεις με drone και πυραύλους κατά του Ισραήλ, καθώς και εναντίον περισσότερων από 100 εμπορικών πλοίων στην περιοχή. Δύο πλοία βυθίστηκαν. Τον Νοέμβριο του 2023, οι Χούθι πραγματοποίησαν αεροπορική επιδρομή με ελικόπτερα και κατέλαβαν το πλοίο Galaxy Leader, κρατώντας 25 μέλη του πληρώματος ως ομήρους.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν ανέπτυξε πολεμικά πλοία για την προστασία της ναυσιπλοΐας και αργότερα προχώρησε σε άμεσα στρατιωτικά πλήγματα στην Υεμένη.
Αεροσκάφος εκτοξεύεται από το USS Dwight D. Eisenhower (CVN 69) κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων στην Ερυθρά Θάλασσα, στις 22 Ιανουαρίου 2024. (Kaitlin Watt/Ναυτικό των ΗΠΑ μέσω AP)
Οι επιθέσεις των Χούθι συνεχίστηκαν έως τον Ιανουάριο του 2025, όταν Ισραήλ και Χαμάς κατέληξαν σε προσωρινή εκεχειρία. Οι Χούθι σταμάτησαν τις επιχειρήσεις τους και απελευθέρωσαν το πλήρωμα του Galaxy Leader μετά από 459 ημέρες κράτησης.
Η εκεχειρία μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς κλονίστηκε, καθώς οι δύο πλευρές διαφωνούν για τα επόμενα βήματα. Στις 2 Μαρτίου, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου αποφάσισε τη διακοπή της παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα. Στις 11 Μαρτίου, οι Χούθι ανακοίνωσαν ότι θα ξαναρχίσουν τις επιθέσεις εναντίον ισραηλινών πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα.
Ο αναλυτής Μάικλ Χόρτον, από το Jamestown Foundation, δήλωσε ότι οι Χούθι χρησιμοποιούν τη σύγκρουση στη Γάζα για να ενισχύσουν την υποστήριξή τους στην Υεμένη. Ο Ντάνιελ Φλες, αναλυτής του Heritage Foundation, ανέφερε ότι οι ΗΠΑ δεν πρέπει να αφήσουν τις ενέργειες των Χούθι χωρίς απάντηση.
Δορυφορική εικόνα που δείχνει το πλοίο Rubymar με σημαία Μπελίζ να γεμίζει νερό μετά από ζημιά που υπέστη από επίθεση των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα, την 1η Μαρτίου 2024. (Maxar Technologies μέσω AP)
Ο Τραμπ αυξάνει το τίμημα για το Ιράν
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών δήλωσε ότι εφ’ εξής η κυβέρνησή του θα θεωρεί τις ενέργειες των Χούθι συνδεδεμένες με το Ιράν. Σε ανάρτησή του στις 17 Μαρτίου ανέφερε ότι κάθε πυροβολισμός των Χούθι θα αποδίδεται στο Ιράν, το οποίο θα θεωρείται υπεύθυνο και θα υποστεί συνέπειες.
Ο Ντάνιελ Φλες δήλωσε ότι η προειδοποίηση προς το Ιράν αποτελεί αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής, υπογραμμίζοντας ότι η κυβέρνηση Τραμπ επιδιώκει να καταστήσει σαφή τη στάση της απέναντι στους Χούθι και το Ιράν.
Οι Χούθι, ένα κυρίως σιιτικό ισλαμιστικό κίνημα των Ζαΐντι, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά αντιτιθέμενοι στη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Υεμένης. Το 2014, η αντάρτικη φράξια των Χούθι κατέλαβε τη Σαναά, οδηγώντας τον τότε πρόεδρο της Υεμένης Αμπντραμπούχ Μανσούρ Χάντι να παραιτηθεί και να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα της Υεμένης. Αργότερα ο Χάντι ανακάλεσε την παραίτησή του και σχημάτισε εξόριστη κυβέρνηση στην πόλη-λιμάνι της Υεμένης, το Άντεν.
Η Υεμένη παραμένει σε κατάσταση εμφυλίου από το 2014. Αυτή η εσωτερική σύγκρουση έχει επίσης γίνει μια μάχη δι’ αντιπροσώπων σε μια ευρύτερη διαμάχη για περιφερειακή επιρροή μεταξύ του αραβικού συνασπισμού υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, ο οποίος έχει επικεντρωθεί στην αποτροπή της εξάπλωσης των εξτρεμιστικών ιδεολογιών, και του αντιδυτικού ισλαμιστικού καθεστώτος του Ιράν.
Λίγο αφότου ο Χάντι ανασύστησε την κυβέρνησή του στο Άντεν, η Σαουδική Αραβία σχημάτισε έναν συνασπισμό αραβικών κρατών του Κόλπου, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Αιγύπτου, του Μαρόκου, της Ιορδανίας, του Μπαχρέιν, του Σουδάν και του Κουβέιτ, για να υποστηρίξει στρατιωτικά την κυβέρνηση του Χάντι. Μέχρι το 2015, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν επίσης να παρέχουν όπλα, πληροφορίες και υλικοτεχνική υποστήριξη στον υπό σαουδαραβική ηγεσία στρατιωτικό συνασπισμό στην Υεμένη.
Από το 2015, οι αμερικανικές δυνάμεις έχουν επανειλημμένα κατασχέσει πλοία που μετέφεραν όπλα στα ανοικτά των ακτών της Υεμένης, τα οποία, σύμφωνα με την εκτίμησή τους, κατευθύνονται από την Τεχεράνη σε περιοχές που ελέγχουν οι Χούθι, ωστόσο η Τεχεράνη έχει διαψεύσει την αποστολή τέτοιας στρατιωτικής βοήθειας προς την αντάρτικη παράταξη της Υεμένης.
Πλήρωμα της αμερικανικής ακτοφυλακής κατάσχει φορτίο ύποπτων ιρανικών εξαρτημάτων όπλων μετά από θαλάσσια επιδρομή στην Αραβική Θάλασσα, στις 28 Ιανουαρίου 2024. (Φωτογραφία της Κεντρικής Διοίκησης των ΗΠΑ).
Στις 18 Μαρτίου, ο Ιρανός πρεσβευτής στον ΟΗΕ, Αμίρ Σαΐντ Ιραβανί, δήλωσε στο Συμβούλιο Ασφαλείας ότι το Ιράν δεν έχει εξοπλίσει τους Χούθι ούτε καθοδηγεί τις ενέργειές τους. Ο αναλυτής Χόρτον ανέφερε ότι το Ιράν παρέχει πληροφορίες και πιθανώς συμβουλές για την επιλογή στόχων, αλλά οι Υεμενίτες διοικητές λαμβάνουν τις περισσότερες αποφάσεις.
Τα επόμενα βήματα
Κατά το τελευταίο έτος της θητείας του προέδρου Τζο Μπάιντεν, ο αμερικανικός στρατός τοποθέτησε τέσσερεις διαφορετικές ομάδες κρούσης αεροπλανοφόρων για να αναχαιτίσουν τις επιθέσεις των Χούτι και να πλήξουν στόχους στην Υεμένη. Ο αμερικανικός στρατός ανέπτυξε επίσης βομβαρδιστικά stealth B-2 Spirit για την καταστροφή υπόγειων χώρων αποθήκευσης όπλων.
Στην ενημέρωση Τύπου του Πενταγώνου στις 17 Μαρτίου, σχετικά με τα τελευταία αμερικανικά πλήγματα, ο Γκρύνκεβιτς αντιμετώπισε ερωτήσεις σχετικά με το πώς αυτές οι νέες επιχειρήσεις διαφέρουν από εκείνες που έγιναν επί Μπάιντεν. Ο στρατηγός της Πολεμικής Αεροπορίας είπε ότι δεν θα υπεισέλθει σε πολλές λεπτομέρειες λόγω επιχειρησιακών ανησυχιών για την ασφάλεια, αλλά δήλωσε ότι οι αμερικανικές δυνάμεις έχουν πλέον ένα ευρύτερο σύνολο στόχων στην Υεμένη.
Δήλωσε επίσης ότι ο Τραμπ έχει μεταβιβάσει εξουσίες προς τα κάτω στους επιχειρησιακούς διοικητές που βρίσκονται επί τόπου, μειώνοντας τις απαιτήσεις για την έγκριση διαταγής νέων επιθέσεων. «Αυτό μας επιτρέπει να έχουμε έναν ρυθμό επιχειρήσεων ανάλογο με τις ευκαιρίες που βλέπουμε στο πεδίο της μάχης, προκειμένου να συνεχίσουμε να ασκούμε πίεση στους Χούθι», είπε.
Οι Χούθι ελέγχουν μεγάλο μέρος της βορειοδυτικής Υεμένης, όπου κατοικεί σχεδόν το 80% του πληθυσμού της χώρας των 32 εκατομμυρίων κατοίκων.
Μαχητές των Χούθι πραγματοποιούν συγκέντρωση κατά των αμερικανικών και βρετανικών επιδρομών, σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις των Χούθι κοντά στη Σαναά της Υεμένης, στις 14 Ιανουαρίου 2024. (AP Photo)
Ο Χόρτον προειδοποίησε ότι οι απώλειες αμάχων από την εντατικοποίηση των αμερικανικών επιδρομών θα μπορούσαν να οδηγήσουν περισσότερους Υεμενίτες να υποστηρίξουν τους Χούθι. Υποστήριξε ότι οποιοδήποτε βιώσιμο σχέδιο για την αντιμετώπιση, τον περιορισμό και την ήττα των Χούτι θα πρέπει να καθοδηγείται από τους ίδιους τους Υεμενίτες.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ που ενημέρωσε ο Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας Ανθρωπιστικών Υποθέσεων, Τομ Φλέτσερ, που συνεδρίασε εκτάκτως για την κατάσταση στην Λωρίδα της Γάζας, τονίζοντας ότι οι χειρότεροι φόβοι επιβεβαιώθηκαν με την επανέναρξη των αεροπορικών επιδρομών, ενώ «ανεπιβεβαίωτες αναφορές κάνουν λόγο για εκατοντάδες νεκρούς».
Ο κ. Φλέτσερ ανέφερε ότι η αναστολή της βοήθειας και των εμπορικών υλικών αντιστρέφει την πρόοδο που επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας.
«Αυτός ο πλήρης αποκλεισμός της σωτήριας βοήθειας, των βασικών αγαθών και των εμπορικών αγαθών θα έχει καταστροφικές συνέπειες για τους ανθρώπους στη Γάζα, οι οποίοι εξακολουθούν να εξαρτώνται από μια σταθερή ροή βοήθειας» προειδοποίησε. Η εκεχειρία των 42 ημερών, ανέφερε, απέδειξε τι είναι δυνατό.
«Η παράδοση βοήθειας έγινε δυνατή και αυξήσαμε την κλίμακα γρήγορα και αποτελεσματικά. Πάνω από 4.000 φορτηγά με βοήθεια κάθε εβδομάδα εισέρχονταν στη Γάζα. Φτάσαμε σε πάνω από δύο εκατομμύρια ανθρώπους. Και οι στόχοι μας για τον εμβολιασμό κατά της πολιομυελίτιδας ξεπεράστηκαν, φτάνοντας στον εμβολιασμό πάνω από 600.000 παιδιών» σημείωσε.
Ο κ. Φλέτσερ ανέφερε ότι «δεν μπορούμε και δεν πρέπει να δεχθούμε την επιστροφή σε συνθήκες προ της κατάπαυσης του πυρός ή στην πλήρη άρνηση της ανθρωπιστικής βοήθειας» και ότι «πρέπει να επιτραπεί η είσοδος της ανθρωπιστικής βοήθειας και των εμπορικών ειδών πρώτης ανάγκης στη Γάζα».
Η κατάσταση έχει οδηγήσει σε αύξηση τιμών στα βασικά αγαθά, ανέφερε, με «τις τιμές λαχανικών στον βορρά της Γάζας να έχουν ήδη τριπλασιαστεί». Μάλιστα, έξι αρτοποιεία που επιδοτούνταν από το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα έχουν κλείσει λόγω ελλείψεων.
Παρά τις δυσκολίες, τόνισε ότι οι ομάδες του ΟΗΕ συνεχίζουν να παρέχουν ελάχιστες υπηρεσίες, αλλά «δεν μπορούμε να το στηρίξουμε για πολύ ακόμα εκτός αν τα περάσματα ανοίξουν ξανά».
«Οι άμαχοι πρέπει να προστατεύονται και οι βασικές τους ανάγκες πρέπει να ικανοποιούνται. Το διεθνές δίκαιο πρέπει να γίνει σεβαστό» τόνισε.
Αναφερόμενος στη Δυτική Όχθη, εξέφρασε «σοβαρές ανησυχίες» για την προστασία των αμάχων, σημειώνοντας την ανανέωση ευρείας κλίμακας επιχειρήσεων του ισραηλινού στρατού και την εκτόπιση περίπου 40.000 Παλαιστινίων.
Δέσμευση της Ελλάδας για στήριξη της λύσης δύο κρατών στο Μεσανατολικό
Ο Έλληνας Μόνιμος Αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ, πρέσβης Ευάγγελος Σέκερης υπογράμμισε ότι η πρόσφατη «συμφωνία εκεχειρίας και απελευθέρωσης ομήρων στη Γάζα ήταν ένα εξαιρετικό παράδειγμα του τι μπορεί να επιτευχθεί με πολιτική βούληση». Παρ’ όλα αυτά, εξέφρασε σοβαρή ανησυχία για τη «συνέχιση των εχθροπραξιών στη Γάζα» και τον αυξανόμενο αριθμό θυμάτων, καλώντας όλες τις πλευρές να «επιδείξουν αυτοσυγκράτηση και να επανεκκινήσουν τις συνομιλίες για εκεχειρία».
Η Ελλάδα επαναβεβαίωσε την καταδίκη της για την «τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς» στις 7 Οκτωβρίου 2023 και ζήτησε την «άμεση και χωρίς όρους απελευθέρωση» των ομήρων. Ο κ. Σέκερης τόνισε ότι οι Παλαιστίνιοι της Γάζας περνούν δεύτερο σκληρό χειμώνα, με τις συνθήκες να περιγράφονται από τον κ. Φλέτσερ ως «σχεδόν πέρα από την κατανόηση μας».
Η Ελλάδα καλεί το Ισραήλ να «επιτρέψει και να διευκολύνει την ασφαλή, χωρίς όρους, μαζική και απρόσκοπτη παράδοση ανθρωπιστικής βοήθειας» και να αποκαταστήσει «την πρόσβαση σε ηλεκτρικό ρεύμα και νερό», σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο.
Τονίστηκε ότι «ο ρόλος της UNRWA παραμένει καθοριστικός και αναντικατάστατος», ενώ έγινε ειδική αναφορά στη στήριξη του θαλάσσιου ανθρωπιστικού διαδρόμου “Αμάλθεια” της Κύπρου και στην υποδοχή «δέκα παιδιών και των οικογενειών τους από τη Γάζα» για ιατρική περίθαλψη στην Ελλάδα.
Ο κ. Σέκερης εξέφρασε επίσης την ανησυχία για «αύξηση της βίας εποίκων στη Δυτική Όχθη» και την έκρυθμη κατάσταση στην Τζενίν.
Η Ελλάδα, ανέφερε, ζητεί «μόνιμη εκεχειρία» για την ανοικοδόμηση της Γάζας και την απελευθέρωση όλων των ομήρων.
Ο κ. Σέκερης δήλωσε την υποστήριξη της Ελλάδας στην «αραβική πρόταση που παρουσίασε η Αίγυπτος» και επισημαίνει ότι οποιοδήποτε σχέδιο δεν πρέπει να περιλαμβάνει ρόλο για τη Χαμάς, ότι η Χαμάς δεν θα αποτελέσει ποτέ απειλή για την ασφάλεια του Ισραήλ και θα πρέπει να «διασφαλίζει την ασφάλεια του Ισραήλ» και να «μην προβλέπει τον εκτοπισμό των Παλαιστινίων από τη Γάζα».
«Για να συμβεί όμως αυτό, η Παλαιστινιακή Αρχή πρέπει να στηριχθεί οικονομικά και θεσμικά και η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στην παροχή βοήθειας προς αυτή την κατεύθυνση» τόνισε.
Ο εκτοπισμός, ανέφερε, θα «υπονόμευε τη σταθερότητα της περιοχής» και θα έθετε σε κίνδυνο τη λύση των δύο κρατών.
Η Ελλάδα δεσμεύθηκε να στηρίξει την Παλαιστινιακή Αρχή και επανέλαβε τη στήριξη της για τη «δημιουργία ενός κυρίαρχου Παλαιστινιακού Κράτους» βάσει της λύσης των δύο κρατών σύμφωνα με τα σχετικά Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Οι συνομιλίες για την κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία θα ξεκινήσουν την Κυριακή στην πόλη Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας, σύμφωνα με δήλωση του ειδικού απεσταλμένου της αμερικανικής προεδρίας, Στιβ Γουίτκοφ, την Τρίτη. Η ανακοίνωση αυτή ακολούθησε τηλεφωνική συνδιάλεξη μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και του προέδρου της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν.
Όσον αφορά μια περιορισμένη κατάπαυση του πυρός που θα εστιάζει στις ενεργειακές υποδομές και τη διακοπή των εχθροπραξιών στη Μαύρη Θάλασσα, ο κ. Γουίτκοφ ανέφερε ότι οι Ρώσοι έχουν αποδεχτεί τα δύο αυτά σημεία. Εξέφρασε μάλιστα την πεποίθηση ότι και οι Ουκρανοί θα τα αποδεχτούν. Όπως δήλωσε στο τηλεοπτικό δίκτυο Fox News, η κατάπαυση του πυρός αφορά τόσο την ενέργεια όσο και τις υποδομές γενικότερα.
Ο κ. Γουίτκοφ διευκρίνισε ότι η αμερικανική αντιπροσωπεία στη Σαουδική Αραβία θα επικεφαλής από τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, και τον σύμβουλο εθνικής ασφάλειας του Λευκού Οίκου, Μάικ Γουόλτς, χωρίς ωστόσο να αποκαλύψει ποιοι άλλοι θα συμμετέχουν στις συνομιλίες.
Ο αυστραλιανός στρατός σχεδιάζει την ανάπτυξη νέων πυραύλων μεγάλης εμβέλειας, εν μέσω αυξανόμενων ανησυχιών για την παρουσία κινεζικών πολεμικών πλοίων στα ανοιχτά της εκτεταμένης ακτογραμμής της χώρας.
Στο πλαίσιο των προσπαθειών για την ενίσχυση της ναυτικής ασφάλειας, η αυστραλιανή κυβέρνηση σχεδιάζει να εξοπλίσει τις ένοπλες δυνάμεις με αντιπλοϊκούς πυραύλους και προηγμένα συστήματα στόχευσης ραντάρ.
Η Καμπέρα θα διαθέσει έως και 74 δισεκατομμύρια αυστραλιανά δολάρια (43 δισεκατομμύρια ευρώ) την επόμενη δεκαετία για τεχνολογία στόχευσης, δυνατότητες πλήγματος μεγάλης εμβέλειας, αντιπυραυλική άμυνα και κατασκευή πυραύλων και εκρηκτικών, σύμφωνα με επίσημες κυβερνητικές ανακοινώσεις και αμυντικά έγγραφα σχεδιασμού.
Δύο νέοι τύποι προηγμένων αντιπλοϊκών πυραύλων, που θα εκτοξεύονται από κινητούς εκτοξευτές, βρίσκονται υπό αξιολόγηση, με την τελική απόφαση να αναμένεται έως το 2026.
Μελλοντικές εκδόσεις ενός από τους υποψήφιους πυραύλους, του Precision Strike Missile της Lockheed Martin, εκτιμάται ότι θα έχουν εμβέλεια έως και 1.000 χλμ και θα μπορούν να εκτοξεύονται από εκτοξευτές HIMARS (High Mobility Artillery Rocket System). Η Αυστραλία έχει ήδη παραγγείλει 42 εκτοξευτές HIMARS από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με την ένταξή τους σε υπηρεσία να προγραμματίζεται για το 2026-2027, σύμφωνα με το υπουργείο Άμυνας.
Ο Μικ Ράιαν, απόστρατος υποστράτηγος του αυστραλιανού στρατού, δήλωσε ότι οι νέοι πύραυλοι θα προσδώσουν στην Αυστραλία ισχυρή αποτρεπτική ικανότητα έναντι πιθανών αντιπάλων.
«Θα μπορούσε να τοποθετηθεί ένας εκτοξευτής HIMARS με έναν αντιπλοϊκό πύραυλο στο Σίδνεϊ και να έχει τη δυνατότητα να πλήξει ένα από αυτά τα πλοία», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Παράλληλα, η Αυστραλία έχει παραγγείλει νέους πυραύλους μεγάλης εμβέλειας και για το πολεμικό ναυτικό και την αεροπορία της.
Εντονότερη κινεζική παρουσία στην περιοχή
Οι αποφάσεις αυτές ακολουθούν τις πρόσφατες αναφορές για την παρουσία τριών κινεζικών πολεμικών πλοίων — μιας φρεγάτας, ενός πλοίου ανεφοδιασμού και ενός από τα πλέον ισχυρά καταδρομικά του Πεκίνου—στα ανοιχτά των αυστραλιανών ακτών από τα τέλη Φεβρουαρίου.
Στις 21 Φεβρουαρίου, εμπορικές πτήσεις εκτράπηκαν όταν τα κινεζικά πολεμικά πλοία ξεκίνησαν άσκηση με πραγματικά πυρά στη Θάλασσα της Τασμανίας, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση της Αυστραλίας ή της Νέας Ζηλανδίας.
Ενώ η υπουργός Εξωτερικών Πένι Γουόνγκ συναντήθηκε με τον Κινέζο ομόλογό της Γουάνγκ Γι λίγες ώρες μετά την άσκηση, η αντιπολίτευση ζήτησε πιο άμεση αντίδραση απέναντι στο Πεκίνο.
«Το γεγονός ότι κινεζικά πολεμικά πλοία πραγματοποιούν προκλητικές ασκήσεις με πραγματικά πυρά στα ανοιχτά των ακτών μας — ακριβώς μεταξύ της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας — επιβάλλοντας εκτροπές πτήσεων, είναι κάτι το εμπρηστικό, επικίνδυνο και απαράδεκτο», δήλωσε ο Λίνκολν Πάρκερ, πρώην πρόεδρος του Κλάδου Πολιτικής Άμυνας και Εθνικής Ασφάλειας του Φιλελεύθερου Κόμματος.
«Η Κίνα έχει επιτεθεί σε δύτες του αυστραλιανού ναυτικού, σε αεροσκάφη μας και τώρα ρίχνει πραγματικά πυρά στα ύδατά μας. Τι θα ακολουθήσει;» αναρωτήθηκε.
Ανησυχία για την αυξανόμενη στρατιωτική δραστηριότητα της Κίνας
Ο Τζο Κίρι, ανώτερος αναλυτής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Στρατηγικής της Αυστραλίας (ASPI), δήλωσε ότι η πρόσφατη ανάπτυξη κινεζικών δυνάμεων γύρω από την Αυστραλία είναι πρωτοφανής αλλά όχι μοναδική.
«Τα τελευταία χρόνια, το ναυτικό της Κίνας έχει αναπτύξει μια σειρά από σκάφη στην περιοχή της Αυστραλίας, συμπεριλαμβανομένων υπερσύγχρονων πολεμικών πλοίων, πλοίων ανεφοδιασμού, πλοίων συλλογής πληροφοριών, ερευνητικών πλοίων, πλοίων υποστήριξης δορυφόρων και νοσοκομειακών πλοίων», ανέφερε σε άρθρο του στις 10 Μαρτίου στην ιστοσελίδα του ASPI.
Οι αυστραλιανές αρχές ασφαλείας εκτιμούν ότι οι εμφανίσεις των κινεζικών πολεμικών πλοίων στις ακτές της χώρας θα γίνονται ολοένα και συχνότερες και πιο επιθετικές.
«Η μεγαλύτερη και λιγότερο διαφανής στρατιωτική συγκέντρωση από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σημαίνει ότι [ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός] θα μπορεί να επιχειρεί σε μεγαλύτερες αποστάσεις από την ηπειρωτική Κίνα, σε μεγαλύτερους αριθμούς, συμπεριλαμβανομένων των άμεσων θαλάσσιων και εναέριων χώρων της Αυστραλίας», δήλωσε ο Άντριου Σίρερ, γενικός διευθυντής της εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών, σε κοινοβουλευτική ακρόαση στις 24 Φεβρουαρίου.
«Αυτή είναι η νοτιότερη περιοχή στην οποία έχει επιχειρήσει ομάδα κρούσης του Πολεμικού Ναυτικού της Κίνας και τουλάχιστον κάποιες από τις δραστηριότητές της φαίνεται να έχουν σχεδιαστεί για να είναι προκλητικές», είπε.
Ο Κίρι προειδοποίησε ότι η παρακολούθηση και η διαχείριση της αυξανόμενης ναυτικής παρουσίας της Κίνας στην περιοχή της Αυστραλίας θα ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στις στρατιωτικές δυνατότητες της χώρας τα επόμενα χρόνια.
Η Αυστραλία ξοδεύει σήμερα περίπου το 2% του ΑΕΠ της για την άμυνα, με την πρόβλεψη να αυξηθεί στο 2,3% έως το 2034, φέρνοντάς την στο ίδιο επίπεδο με το τρέχον αμυντικό κόστος του Ηνωμένου Βασιλείου και μπροστά από αυτό της Γαλλίας.
Σε μια έκκληση προς τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ζήτησε να δείξει έλεος στους «χιλιάδες Ουκρανούς στρατιώτες» που έχουν περικυκλωθεί από ρωσικές δυνάμεις, σε μια στιγμή που εντείνονται οι προσπάθειες για μια προσωρινή κατάπαυση του πυρός διάρκειας 30 ημερών.
Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social στις 14 Μαρτίου, ο Τραμπ δήλωσε ότι η κυβέρνησή του είχε «παραγωγικές συνομιλίες με τη ρωσική πλευρά» και ότι υπάρχει «μεγάλη πιθανότητα αυτός ο φρικτός, αιματηρός πόλεμος να τελειώσει επιτέλους».
«Αλλά, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, χιλιάδες Ουκρανοί στρατιώτες είναι εντελώς περικυκλωμένοι από τον ρωσικό στρατό, και βρίσκονται σε πολύ άσχημη και ευάλωτη θέση», τόνισε ο Τραμπ με κεφαλαία γράμματα.
«Έχω ζητήσει έντονα από τον πρόεδρο Πούτιν να δείξει έλεος στις ζωές τους. Αυτή θα ήταν μια φρικτή σφαγή, που δεν έχει ξαναδεί ο κόσμος από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Θεός να τους ευλογεί όλους!!!»
Η μάχη για την περιοχή του Κουρσκ
Παρόλο που ο Τραμπ δεν διευκρίνισε πού ακριβώς έχουν περικυκλωθεί οι Ουκρανοί στρατιώτες, η έκκλησή του συμπίπτει με αναφορές του ρωσικού στρατού για πρόσφατη πρόοδο στην επανάκτηση τμήματος της συνοριακής περιοχής του Κουρσκ, την οποία οι ουκρανικές δυνάμεις κατέχουν από τον Αύγουστο.
Ο Πούτιν, μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου στο Κρεμλίνο στις 13 Μαρτίου, προέβαλε τις ρωσικές προόδους στην περιοχή του Κουρσκ και ισχυρίστηκε ότι οι ουκρανικές δυνάμεις στην περιοχή είναι απομονωμένες με ελάχιστες πιθανότητες ασφαλούς υποχώρησης, ενώ οι ρωσικές δυνάμεις τις υπερτερούν σε πυροδύναμη.
Η πρόταση για 30ήμερη κατάπαυση του πυρός
Η κυβέρνηση Τραμπ έχει καλέσει για μια προσωρινή κατάπαυση του πυρός, παρουσιάζοντάς την ως ευκαιρία για την προώθηση συνομιλιών για μια πιο μόνιμη ειρήνη μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.
Το Κίεβο έχει εκφράσει υποστήριξη για την προσωρινή παύση των μαχών, αλλά η Μόσχα έχει αποφύγει την πλήρη υποστήριξη του σχεδίου.
Ο Πούτιν δήλωσε ότι είναι ανοιχτός σε μια 30ήμερη κατάπαυση του πυρός μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, αλλά είπε ότι έχει ερωτήσεις σχετικά με το πώς ακριβώς θα προχωρήσει η συμφωνία.
«Πρώτον, τι θα κάνουμε με το τμήμα εισβολής στην περιοχή του Κουρσκ; Τι θα σήμαινε αν σταματήσουμε τα πυρά για 30 ημέρες;», ρώτησε ο Πούτιν. «Σημαίνει αυτό ότι όσοι βρίσκονται εκεί θα φύγουν απλώς χωρίς μάχη; Πρέπει να τους αφήσουμε να φύγουν αφού διέπραξαν πολυάριθμα ειδεχθή εγκλήματα κατά αμάχων; Ή θα εκδώσει η ουκρανική ηγεσία εντολή να καταθέσουν τα όπλα τους και απλά να παραδοθούν;»
Ο Πούτιν εξέφρασε επίσης ανησυχίες ότι η Ουκρανία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την περίοδο της κατάπαυσης του πυρός ως ευκαιρία για να προετοιμάσει τις δυνάμεις της για περισσότερες μάχες αντί να προχωρήσει προς μια πιο μόνιμη ειρηνευτική διευθέτηση.
Διπλωματικές κινήσεις
Καθώς η Ουκρανία έδειξε την υποστήριξή της για το σχέδιο προσωρινής κατάπαυσης του πυρός αυτή την εβδομάδα, η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα επαναλάβει την ανταλλαγή πληροφοριών και τη βοήθεια ασφαλείας για την Ουκρανία, αντιστρέφοντας μια παύση που είχε διατάξει νωρίτερα αυτό το μήνα.
Ο ειδικός απεσταλμένος του Λευκού Οίκου, Στιβ Γουίτκοφ, αναχώρησε για τη Μόσχα νωρίτερα αυτή την εβδομάδα. Σύμφωνα με το ρωσικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων TASS, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, ανέφερε την Παρασκευή ότι ο Πούτιν είχε συναντηθεί με τον Γουίτκοφ την προηγούμενη ημέρα.
Ο Πεσκόφ είπε ότι ο απεσταλμένος του Λευκού Οίκου παρείχε κάποιες πληροφορίες στον Πούτιν, ο οποίος στη συνέχεια «μετέφερε πληροφορίες και πρόσθετα σήματα στον πρόεδρο Τραμπ». Ο Πεσκόφ δεν παρείχε πρόσθετες λεπτομέρειες σχετικά με τη συνάντησή τους.
Η αντίδραση του Ζελένσκι
Μιλώντας με δημοσιογράφους την Παρασκευή, η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολίν Λέβιτ, επιβεβαίωσε ότι ο Γουίτκοφ συναντήθηκε με τον Πούτιν την προηγούμενη ημέρα. Η Λέβιτ είπε ότι ο Τραμπ δεν είχε επικοινωνήσει με τον Ρώσο ηγέτη τηλεφωνικά κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Γουίτκοφ.
Συζητώντας την πρόταση κατάπαυσης του πυρός την Πέμπτη, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι επέμεινε ότι η Ουκρανία είναι έτοιμη να προχωρήσει με την προσωρινή κατάπαυση του πυρός, αλλά είπε ότι ο Πούτιν περιπλέκει σκόπιμα τη διαδικασία.
«Ο Πούτιν φοβάται να πει στον πρόεδρο Τραμπ άμεσα ότι θέλει να συνεχίσει αυτόν τον πόλεμο και να συνεχίσει να σκοτώνει Ουκρανούς», δήλωσε ο Ζελένσκι. «Γι’ αυτό, στη Μόσχα, περιβάλλουν την ιδέα της κατάπαυσης του πυρός με τέτοιες προϋποθέσεις που είτε αποτυγχάνει είτε παρατείνεται όσο το δυνατόν περισσότερο».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσχώρησαν στους συμμάχους της Ομάδας των Επτά (G7) την Παρασκευή για να εκφράσουν «ακλόνητη υποστήριξη» για την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας και να προτρέψουν τη Ρωσία να αποδεχθεί μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός που θα τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Τα κράτη της G7 καλωσόρισαν μια συμφωνία εκεχειρίας 30 ημερών με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ, στην οποία η Ουκρανία συμφώνησε, και κάλεσαν τη Ρωσία να «ανταποδώσει συμφωνώντας σε μια κατάπαυση του πυρός επί ίσοις όροις».
Σε κοινό ανακοινωθέν, τα έθνη της G7 συμφώνησαν στην ανάγκη για «ισχυρές και αξιόπιστες ρυθμίσεις ασφαλείας» για να διασφαλιστεί ότι η Ουκρανία μπορεί να αμυνθεί από πιθανή μελλοντική ρωσική επιθετικότητα κατά τη διάρκεια εκεχειρίας.
Οι υπουργοί Εξωτερικών της G7 από τον Καναδά, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με την Ευρωπαϊκή Ένωση, εξέδωσαν τη δήλωση μετά από συνάντηση στο Σαρλεβουά του Καναδά.
Οι υπουργοί συζήτησαν την επιβολή πρόσθετων κυρώσεων στη Ρωσία εάν αρνηθεί να συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός, συμπεριλαμβανομένων ανώτατων ορίων τιμών πετρελαίου και αυξημένης υποστήριξης προς την Ουκρανία.
Εξέτασαν επίσης τη χρήση έκτακτων εσόδων που προέρχονται από ακινητοποιημένα ρωσικά κρατικά περιουσιακά στοιχεία, σύμφωνα με τη δήλωση.
Η Ουκρανία συμφώνησε να συνάψει εκεχειρία 30 ημερών με τη Ρωσία μετά τις συνομιλίες στις 11 Μαρτίου μεταξύ Ουκρανών και Αμερικανών αξιωματούχων στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με τη σειρά τους, ξεκίνησαν εκ νέου τις προμήθειες όπλων και την ανταλλαγή πληροφοριών με την Ουκρανία.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν εξέφρασε την υποστήριξή του στις προσπάθειες κατάπαυσης πυρός, αλλά επέμεινε ότι πρέπει να επιλυθούν οι υπόλοιπες ανησυχίες προτού συμφωνήσει να σταματήσει την εισβολή.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους στο Σαρλεβουά, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο είπε ότι τα μέλη της G7 εξέδωσαν μια «πολύ ισχυρή δήλωση» που αντικατοπτρίζει τις αμοιβαίες ανησυχίες των συμμάχων.
«Νομίζω ότι υπάρχει λόγος να είμαστε προσεκτικά αισιόδοξοι, αλλά με την ίδια λογική συνεχίζουμε να αναγνωρίζουμε ότι πρόκειται για μια δύσκολη και περίπλοκη κατάσταση. Δεν θα είναι εύκολο», είπε. «Αλλά σίγουρα αισθανόμαστε ότι βρισκόμαστε τουλάχιστον μερικά βήματα πιο κοντά στον τερματισμό αυτού του πολέμου και την ειρήνη».
Η υπουργός Εξωτερικών του Καναδά, Μέλανι Τζόλι, δήλωσε ότι τα μέλη της G7 έχουν «ισχυρή ενότητα» για την υπεράσπιση της Ουκρανίας και θα υποστηρίξουν μια πρόταση κατάπαυσης του πυρός που υποστηρίζεται από Ουκρανούς.
Η Τζόλι είπε ότι η μπάλα βρίσκεται τώρα «στο γήπεδο της Ρωσίας», και εξαρτάται από εκείνη να δείξει ότι είναι επίσης έτοιμη για κατάπαυση του πυρός, προσθέτοντας ότι η G7 «μελετά» την απάντηση της Ρωσίας στην πρόταση των ΗΠΑ για κατάπαυση του πυρός.
Πέρα από την ιδέα της άμεσης κατάπαυσης πυρός, η Ρωσία υπέβαλε στις Ηνωμένες Πολιτείες μια λίστα με αιτήματα για μια συμφωνία για τον τερματισμό του πολέμου κατά της Ουκρανίας και την επαναφορά των σχέσεων με την Ουάσιγκτον.
Ο Πούτιν προσέθεσε ότι εάν η Μόσχα και η Ουάσιγκτον συμφωνήσουν για ενεργειακή συνεργασία, αυτό θα σήμαινε πιθανόν και την επανεκκίνηση της προμήθειας φυσικού αερίου στην Ευρώπη, αφού η Ρωσία έχει χάσει τον ρόλο του κύριου προμηθευτή της ηπείρου εξαιτίας του πολέμου.
Έντονες αντιδράσεις έχουν ξεσπάσει στη Βολιβία σχετικά με τις νέες συμβάσεις που υπέγραψαν οι αρχές με κινεζικές και ρωσικές εταιρείες για την εκμετάλλευση των τεράστιων αποθεμάτων λιθίου της χώρας. Οι τοπικές κοινότητες διαμαρτύρονται για συμφωνίες που δεν προσφέρουν οφέλη στους πολίτες και δημιουργούν δυσανάλογο οικονομικό ρίσκο για τη Βολιβία.
Σύμφωνα με νομικούς και ειδικούς σε θέματα φυσικών πόρων, η κρατική εταιρεία ενέργειας YLB προχώρησε σε μία «καταστροφική» συμφωνία. Η ανακοίνωση της κυβέρνησης για τη σύμπραξη με την εταιρεία CBC Investment Limited από το Χονγκ Κονγκ και τη ρωσική Uranium One Group έγινε στις 26 Νοεμβρίου 2024, ωστόσο τα συμβόλαια δεν δημοσιοποιήθηκαν άμεσα, γεγονός που προκάλεσε υποψίες, ιδίως στους κατοίκους της περιοχής Ποτοσί, όπου θα επεκταθούν οι εξορυκτικές δραστηριότητες.
Το περιεχόμενο των συμβολαίων
Η συμφωνία με την Κίνα προβλέπει τη δημιουργία δύο νέων εργοστασίων και την ετήσια παραγωγή 35.000 τόνων ανθρακικού λιθίου. Παράλληλα, η ρωσική πλευρά στοχεύει στην εξόρυξη 14.000 τόνων ετησίως. Ο διευθύνων σύμβουλος της YLB, Όμαρ Αλαρκόν, ανέφερε ότι η σύμβαση διασφαλίζει την κυριότητα των εγκαταστάσεων από την YLB, η οποία θα λαμβάνει το 51% των εσόδων, ενώ θα έχει τον πλήρη έλεγχο της εμπορίας του προϊόντος.
Ωστόσο, τα πλήρη στοιχεία των συμβολαίων με τη Ρωσία δεν έχουν δημοσιοποιηθεί, προκαλώντας περαιτέρω ανησυχίες. Το τοπικό ειδησεογραφικό μέσο El Deber αποκάλυψε ορισμένες λεπτομέρειες τον Σεπτέμβριο του 2024, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας από την Uranium One Group πίσω στη Βολιβία και τον οικονομικό κίνδυνο που αναλαμβάνει η YLB.
Όταν οι λεπτομέρειες της σύμβασης με την Κίνα έγιναν γνωστές, ακολούθησαν διαδηλώσεις, με τους πολίτες να απαιτούν την ακύρωσή της και να επικρίνουν τη διοίκηση του προέδρου Λουίς Άρσε.
Οικονομικοί όροι και αμφιλεγόμενες ρυθμίσεις
Η σύμβαση δίνει στην Κίνα το δικαίωμα εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων για 36 χρόνια, με δυνατότητα επέκτασης στα 42. Επιπλέον, η Βολιβία είναι υποχρεωμένη να καλύψει το κόστος ενέργειας και τις δαπάνες εξαγωγής και καθαρισμού του λιθίου. Παράλληλα, η Κίνα έχει το δικαίωμα να αποχωρήσει από τη συμφωνία ανά πάσα στιγμή, ενώ αν η Βολιβία επιδιώξει ακύρωση, θα πρέπει να επιστρέψει τις επενδύσεις με τόκο 12%.
Το Ποτοσί, μία από τις φτωχότερες περιοχές της χώρας, θα λαμβάνει μόλις το 3% των εσόδων, ενώ το 48% θα καταλήγει στην YLB. Επιπλέον, το κόστος παραγωγής εκτιμάται στα 30.000 δολάρια ανά τόνο, τη στιγμή που η τρέχουσα τιμή του λιθίου στην αγορά κυμαίνεται γύρω στα 10.000 δολάρια ανά τόνο, προκαλώντας απορίες για την οικονομική βιωσιμότητα της συμφωνίας.
Η πρώτη ύλη για την παραγωγή ανθρακικού λιθίου. (Gaston Brito Miserocchi/Getty Images)
Αντιδράσεις και νομικές επιπτώσεις
Οι επικριτές των συμφωνιών προειδοποιούν ότι η Βολιβία μπορεί να καταλήξει να πληρώνει υπέρογκα ποσά για την ακύρωσή τους, ενώ εκφράζονται και υποψίες ότι μπορεί να αποτελούν βιτρίνα για ξέπλυμα χρήματος. Αντίστοιχα φαινόμενα έχουν καταγραφεί στο παρελθόν, όπως στην υπόθεση του πρώην υπουργού Αρτούρο Κάρλος Μουρίγιο Πρίγικ, ο οποίος το 2022 δήλωσε ένοχος για συνωμοσία με σκοπό το ξέπλυμα χρήματος.
Οι αντιδράσεις απέναντι στη συμφωνία είναι έντονες. Στις 14 Φεβρουαρίου, ο πρόεδρος της Πολιτικής Επιτροπής του Ποτοσί, Αλμπέρτο Πέρεζ, ανακοίνωσε σειρά απεργιών και διαδηλώσεων, ενώ στους δρόμους εμφανίστηκαν πανό με το σύνθημα «Το λίθιο ανήκει στους Βολιβιανούς».
Στο μεταξύ, ο πρώην πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Μεταλλείων της Βολιβίας, Έκτορ Κόρδοβα, τόνισε ότι οι συμβάσεις θέτουν την τιμή πώλησης του λιθίου μεταξύ 26.000 και 29.000 δολαρίων ανά τόνο, πολύ υψηλότερα από την τρέχουσα αγοραία τιμή, γεγονός που μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας.
Το πολιτικό παρασκήνιο και η προεκλογική συγκυρία
Η συγκυρία των εξελίξεων δεν περνά απαρατήρητη, καθώς η κυβέρνηση του Άρσε βρίσκεται αντιμέτωπη με εκλογές τον Αύγουστο. Αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι νέες συμφωνίες μπορεί να αποτελούν μέσο για τη δημιουργία οικονομικών αποθεμάτων από κυβερνητικούς αξιωματούχους πριν από την πιθανή αποχώρησή τους από την εξουσία.
Το ιστορικό των αμφιλεγόμενων οικονομικών συμφωνιών στη Βολιβία ενισχύει την καχυποψία, ενώ πολλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η υπόθεση θυμίζει προηγούμενες περιπτώσεις διαχείρισης των φυσικών πόρων της χώρας, όπως ο λεγόμενος «Πόλεμος του Αερίου» του 2003.
Ο νομικός Μπενχαμίν Τόρρες υποστηρίζει ότι υπάρχει νομική βάση για την ακύρωση των συμβάσεων βάσει του νόμου 221, ο οποίος προβλέπει ποινές φυλάκισης έως και 10 ετών για δημόσιους αξιωματούχους που υπογράφουν επιζήμιες για το κράτος συμβάσεις. Ο ίδιος θεωρεί ότι ο νόμος ισχύει και για τον ίδιο τον πρόεδρο Άρσε.
Καθώς η συμφωνία αναμένει την έγκριση της Γερουσίας, οι κοινωνικές αναταραχές αυξάνονται, με τους πολίτες να απαιτούν διαφάνεια και λογοδοσία από την κυβέρνηση.