Κυριακή, 22 Δεκ, 2024

Ο «Απολεσθείς Παράδεισος» μέσα από τα μάτια και τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ, μέρος ιδ΄

Σε όλους μας αρέσει να βλέπουμε όμορφα πράγματα. Τι θα ήταν η ζωή μας χωρίς ομορφιά; Ωστόσο, υπάρχει πάντα η πιθανότητα η ομορφιά να κοσμεί ή να καλύπτει επιβλαβή πράγματα. Πώς μπορούμε να διακρίνουμε πότε κάτι είναι αληθινά όμορφο ή πότε η ομορφιά κρύβει κάτι το επιζήμιο;

Σε αυτό το προτελευταίο μέρος της σειράς για την εικονογράφηση του Γκυστάβ Ντορέ στο ποίημα του Τζον Μίλτον «Απολεσθείς Παράδεισος», συνεχίζουμε να αντλούμε σοφία από την ερμηνεία του συγγραφέα για τη βιβλική ιστορία του Αδάμ και της Εύας. Στο προηγούμενο άρθρο (μέρος ιγ΄), είδαμε τη μεταμόρφωση του Σατανά σε φίδι, προκειμένου να βρει έναν τρόπο να βλάψει τον Θεό μέσω του Αδάμ και της Εύας. Οι δύο άνθρωποι απολαμβάνουν ακόμα ευτυχισμένοι τον Κήπο της Εδέμ, αν και ο Αρχάγγελος Ραφαήλ τους έχει προειδοποιήσει για την απειλητική παρουσία του Σατανά μέσα σε αυτόν.

Η ένωση της Σοφίας και της Ομορφιάς

Όταν ξυπνούν, ο Αδάμ και η Εύα επιθυμούν να περιποιηθούν τον κήπο του Θεού, να τον διαμορφώσουν και να πλάσουν μια ευλαβική προς τον Θεό ομορφιά, αλλά υπάρχουν πολλά που πρέπει να φροντίσουν. Η Εύα προτείνει να χωριστούν, ωστόσο ο Αδάμ ανησυχεί ότι μόνοι θα κινδυνεύουν περισσότερο από τον Σατανά, παρά αν μείνουν μαζί:

«Άλλη αμφιβολία με τρώει εντός μου, μην τύχει

Κι έρθει το κακό σαν χωριστούμε – γιατί γνωρίζεις

Πως μας προειδοποίησαν – για τον κακόβουλο εχθρό,

Που ο φθόνος για την ευτυχισμένη μας ζωή τον απελπίζει

Κι η σκέψη του όλο γυρνά στο πώς τον όλεθρο και την ντροπή

Σ’ εμάς θα φέρει, ύπουλα, και ίσως κάπου εδώ κοντά

Ήδη να ελλοχεύει και να μας παρακολουθεί

Με άπληστη ελπίδα πως θά’ βρει τη στιγμή που ξεμοναχιασμένοι

Λεία κατάλληλη στ’ άτιμα σχέδιά του εύκολη θά’ μαστε,

Ενώ τους δυο μαζί δύσκολο να νικήσει, καθώς

Γοργά ο ένας τ’ αλλουνού βοήθεια θα προσφέρουμε.»

(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Ένατο)

Εδώ ο Αδάμ αποκαλύπτει μια σημαντική πτυχή της σχέσης του αρσενικού με το θηλυκό: ότι είναι απαραίτητο να συνεργάζονται και να αλληλοβοηθούνται ενάντια στις επιθέσεις του κακού. Ο Μίλτον αναφέρεται επίσης επανειλημμένα στη σοφία του Αδάμ και στην ομορφιά της Εύας σε όλα τα γραπτά του, υποδηλώνοντας ότι αυτά τα δύο – η σοφία και η ομορφιά – πρέπει να εργάζονται ως ένα για να υπάρχει η αντίσταση στον πειρασμό και η υπακοή στον Θεό.

Στην παρακάτω εικόνα, ο Ντορέ δείχνει τον Αδάμ και την Εύα να κάθονται στο βάθος, κάτω από έναν από τους φουντωτούς θάμνους του κατάφυτου κήπου, που σφύζει από ζωή. Ένα φως λάμπει πάνωθέ τους σαν να προβάλλει την ένωσή τους στο φως και την αγάπη του Θεού. Ο Σατανάς, στο πρώτο πλάνο, μεταμορφωμένος σε φίδι, τους παρακολουθεί, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία.

 “Nearer he drew, and many a walk traversed / Of stateliest covert, cedar, pine, or palm” (Book IX. 434, 435), 1866, by Gustav Doré for John Milton’s “Paradise Lost.” Engraving. (Public Domain)
«Πλησίασε εγγύτερα / και στράτες διαπερνάει, ‘κείνος, με λόχμες στιβαρές / κέδρων, πεύκων, φοινίκων» * (Βιβλίο Θ΄, σελ. 364). Xαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ, από την εικονογράφησή του για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», 1866. (Public Domain)

 

Ο κίνδυνος στον δρόμο της Ομορφιάς

Παρά τις αντιρρήσεις και τις προειδοποιήσεις του Αδάμ, η Εύα τον πείθει ότι όλα θα πάνε καλά και ότι μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της. Η Εύα φεύγει μόνη της και συμβαίνει να είναι αυτή που συναντά ο Σατανάς πρώτη, ενώ περιποιείται τα λουλούδια σε μια μεριά του κήπου. Όμως, η ουράνια ομορφιά της τον αιφνιδιάζει και σχεδόν ξεχνά το μίσος που έχει στην καρδιά του:

«Πόση ευχαρίστηση το Φίδι δοκιμάζει αντικρύζοντας

Στο λουλουδάτο πλάτωμα, της Εύας το γλυκό το καταφύγιο,

Την ίδια, έτσι μόνη, έτσι νωρίς – η ουράνια μορφή της

Αγγελική, αλλά πιο απαλή και θηλυκή,

Τόσο γεμάτη χάρη κι αθωότητα

Σε κάθε κίνησή της, που ανώτερη 

Απ’ την κακία του στερούσε την από τη δύναμή της

και τη φλόγα. Κι έτσι ο Άρχοντας του Σκότους στάθηκε, 

Για λίγο χάνοντας το μένος και την κακία του κι έμεινε

έτσι για λίγο σαν χαζός από την καλοσύνη, αφοπλισμένος

από εχθρότητα, δολιότητα, μίσος και εκδικητικότητα.»

(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Ένατο)

Εδώ, ο Μίλτον υποδηλώνει ότι η ουράνια ομορφιά της Εύας έχει τη δύναμη να μετατρέπει αυτό που είναι γεμάτο μίσος και αμαρτίες σε καλό. Η ομορφιά έχει εγγενώς μεταμορφωτική δυνατότητα. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν μπορούσε να κατέχει αυτή την ομορφιά, αναζωπύρωσε την οργή του Σατανά, ο οποίος πλησίασε τελικά την Εύα για να θέσει το σχέδιό του σε εφαρμογή.

Η Εύα αιφνιδιάζεται από το φίδι που μιλάει. Πώς μπορεί αυτό να μιλάει όταν κανένα από τα άλλα ζώα δεν μπορεί; Ο Σατανάς απαντά ότι το Δέντρο της Γνώσης του Καλού και του Κακού τού έδωσε αυτήν τη δύναμη και ότι θα έπρεπε και εκείνη να φάει από το Δέντρο. Εκείνη του αντιτείνει ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει. Είναι το μόνο πράγμα που ο Θεός έχει ζητήσει από εκείνη και τον Αδάμ να μην κάνουν.

Ο Σατανάς, ωστόσο, με την πονηριά του, στοχεύει κατευθείαν αυτό που μπορεί να γίνει πηγή υπερηφάνειας για εκείνην: την ομορφιά της. Της λέει ότι είναι τόσο όμορφη που πρέπει να τη λατρεύουν όλοι σαν να είναι θεά. Τώρα, μόνο ο Αδάμ μπορεί να απολαύσει την ομορφιά της, αλλά η ομορφιά της είναι υπερβολική για έναν μόνο άνθρωπο και τα ανάξια ζώα του κήπου:

«Πανώριο ομοίωμα ‘συ του Δημιουργού σου, 

Εσέ όλα τα ζωντανά κοιτάζουνε κι όλα δικά σου είναι,

Δώρα σου, λάτρεις και θαυμαστές της ουρανίας 

Ομορφιάς σου – και πού αλλού καλύτερα

Να την κοιτούν παρά εκεί όπου θαυμάζεται από τον κόσμο όλον.

Μα εδώ, μέσα στην άγρια μοναξιά, ανάμεσα στα κτήνη,

Χυδαίους θαυμαστές, ρηχούς, που να διακρίνουν δεν μπορούν

τις πλιότερες τις χάρες σου, εξόν από ‘ναν άντρα

Που σε τηρά (μα τί ‘ναι ο ένας;), που να σε βλέπουν θά ‘πρεπε,

Μία θεά μέσ’ τους θεούς, να σε λατρεύουν και να σε υπηρετούν

αμέτρητοι αγγέλοι, ακόλουθοί σου καθημερινοί;»

(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Ένατο)

Τη διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει τίποτα κακό στον καρπό από το Δέντρο της Γνώσης του Καλού και του Κακού. Αν υπήρχε, πώς θα μπορούσε να φάει ο ίδιος από αυτό και να αποκτήσει τη δύναμη να μιλάει σαν άνθρωπος; Σίγουρα, αν και η Εύα φάει από αυτό, θα γίνει ακόμα πιο όμορφη και θεϊκή, όπως είναι τα όντα στον ουρανό.

Εκείνη αναλογίζεται τα λόγια του και σκέφτεται ότι το φίδι μπορεί να έχει δίκιο, ότι ίσως παρεξήγησαν την εντολή του Θεού – γιατί, αν ο Θεός τους αγαπούσε αληθινά, γιατί να μην ήθελε να φάνε τον καρπό αυτού του δέντρου; Παίρνει λοιπόν καρπούς από το δέντρο και τρώει. Αμέσως μεθάει και αισθάνεται σαν να είναι θεϊκή. Κατά τη διάρκεια της μέθης της, ο Σατανάς γλιστρά μακριά, μέσα στους θάμνους του κήπου.

 “Back to the thicket slunk / The guilty serpent” (Book IX. 784, 785), 1866, by Gustav Doré for John Milton’s “Paradise Lost.” Engraving. (Public Domain)
«To ένοχο φίδι σούρθηκε στα θάμνα και λουφάζει» * (Βιβλίο Θ΄, σελ. 378). Xαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ, από την εικονογράφησή του για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», 1866. (Public Domain)

 

Σε αυτή την εικόνα, ο Ντορέ δείχνει τη στιγμή που ο Σατανάς εγκαταλείπει την παρασυρμένη Εύα με τον καρπό στο χέρι της. Σε αντίθεση με την πρώτη εικόνα, εδώ ο Αδάμ και η Εύα είναι μακριά ο ένας από τον άλλον.

Τώρα η εστίαση είναι στην Εύα μόνο, με το φως να τονίζει την ομορφιά της, αλλά και την ανυπακοή που συνοδεύει τώρα την ομορφιά της – όπως δείχνει ο καρπός που κρατά στο χέρι της. Ο Αδάμ κάθεται στις σκιές, στο βάθος της εικόνας, με το κεφάλι του ακουμπισμένο στο χέρι του, στοχαστικός και ανήσυχος. Θα μπορούσε αυτή η σκηνή να αναπαριστά και την εσωτερική διχόνοια που επέρχεται όταν η ομορφιά και η σοφία διαχωρίζονται – όταν η ομορφιά στολίζει επιπόλαια πράγματα που δεν είναι θεϊκά;

Η ευεργετική, μεταμορφωτική ομορφιά

Σε όλη την ιστορία του δυτικού πολιτισμού, η ομορφιά συνοδευόταν από επιφυλάξεις. Ο Πλάτωνας είχε προειδοποιήσει για τους κινδύνους της, προτείνοντας να εξορίζονται οι ποιητές από τη Δημοκρατία, καθώς είχαν τη δύναμη να κάνουν οτιδήποτε να φαίνεται θελκτικό. Υπάρχει αλήθεια στην ανησυχία του Πλάτωνα: Οτιδήποτε μπορεί να κεκοσμηθεί ώστε να μοιάζει ωραίο, ακόμη και πράγματα που μπορεί να αποδειχθούν καταστροφικά.

Πώς μπορεί η ομορφιά να μας ωφελήσει; Η ομορφιά μπορεί εγγενώς να μεταμορφώσει όσους την βιώνουν, αλλά για ποιο σκοπό; Πώς μπορεί η μεταμόρφωση να είναι ωφέλιμη; Μήπως όπως προτείνει ο Μίλτον, λέγοντας ότι η ομορφιά πρέπει να ενοποιηθεί με τη διάνοια και να υποταχθεί στις εντολές του Θεού; Είναι ευεργετική η ομορφιά εκείνη που πληροί αυτές τις προϋποθέσεις;

Ο Γκυστάβ Ντορέ [Gustav Doré, 1832-1883] ήταν ένας ιδιαίτερα παραγωγικός καλλιτέχνης του 19ου αιώνα. Εικονογράφησε με τα χαρακτικά του μερικά από τα σπουδαιότερα έργα της κλασικής Δυτικής λογοτεχνίας, περιλαμβανομένων της Βίβλου, του «Απολεσθέντα Παραδείσου» και της «Θείας Κωμωδίας». H σειρά «Ο ‘Απολεσθείς Παράδεισος’ μέσα από τα μάτια και τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ» του Έρικ Μπες εμβαθύνει στις ιδέες του ποιήματος του Τζον  Μίλτον που ενέπνευσαν τον Ντορέ και στις εικόνες που φιλοτέχνησε.

Μέχρι τώρα στην Epoch Times έχουν δημοσιευθεί τα πρώτα 13 άρθρα του Έρικ Μπες για την εικονογράφηση του Γκυστάβ Ντορέ στο έργο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος»:

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Η απόδοση των στίχων του Μίλτον στις λεζάντες των εικόνων είναι από τη μετάφραση του Αθανασίου Δ. Οικονόμου, εκδ. Οδός Πανός, τρίτη έκδοση, Αθήνα 2015.

Του Eric Bess

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Τα πολλά βιβλία δεν είναι φτώχεια

Πριν από μερικά χρόνια, στην κρεβατοκάμαρά μου πρόσθεσα άλλη μία βιβλιοθήκη. Καθώς η μεγάλη, εντοιχισμένη βιβλιοθήκη που προϋπήρχε στο δωμάτιο είχε αρχίσει να αποκτά διπλές σειρές και πολλά βιβλία είχαν αρχίσει να στοιβάζονται μέσα στο δωμάτιο ή έμπαιναν όπως-όπως σε ντουλάπες, η αγορά κρίθηκε αναγκαία.

Η νέα βιβλιοθήκη ανακούφισε για λίγο τα πράγματα, αλλά σύντομα χρειάστηκε να αγοράσω και τρίτη βιβλιοθήκη. Και αυτή, όμως, φαίνεται να γεμίζει γρήγορα και θα χρειαστεί αρκετή σκέψη για να βολευτεί μία τέταρτη βιβλιοθήκη…

Υποθέτω ότι η δημοσιογράφος Ντόρι Σέβλεν (Dorie Chevlen) έγραψε το τελευταίο της άρθρο για ανθρώπους σαν κι εμένα. Στο «Ξεφορτωθείτε τα βιβλία σας», που δημοσιεύτηκε στο Slate, κα Σέβλεν υποστηρίζει ότι τα βιβλία «πρέπει να διαβάζονται και μετά να φεύγουν γρήγορα από το σπίτι».

Αν και συμμερίζομαι μέχρι ένα σημείο τις απόψεις της κας Σέβλεν για τη μείωση των αντικειμένων που τείνουν να συσσωρεύονται σε ένα σπίτι και για το μοίρασμα των βιβλίων μας με άλλους, πιστεύω ότι στο βάθος αυτό το σκεπτικό, που υποστηρίζει ότι οι ιδιοκτήτες πρέπει να δίνουν τα βιβλία μόλις τα διαβάσουν, στην πραγματικότητα υποβιβάζει την αξία των βιβλίων. Τα βιβλία είναι κάτι περισσότερο από αντικείμενα που διακοσμούν τα ράφια μας ή ιστορίες που εξαντλούνται γρήγορα – είναι φορείς γνώσεων και παρελθόντων κοινωνιών, άλλων νοοτροπία και πολύτιμων παραδόσεων. Η συλλογή βιβλίων συνδέεται, στην πραγματικότητα με μια ιδιαίτερη νοοτροπία, που ο πολιτισμός μας τείνει να αποβάλλει. Ωστόσο, η ενθάρρυνση αυτής της νοοτροπίας είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της κοινωνίας, όπως υποστηρίζει και ο Κ.Σ. Λιούις.

 Books offer countless benefits for every period in one's life. (Biba Kayewich)
Τα βιβλία μάς βοηθούν και μάς παραστέκουν σε κάθε περίοδο της ζωής μας. (Biba Kayewich)

 

Τα βιβλία προκαλούν τη σκέψη μας

«Πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός στα αναγνώσματα που επιλέγει ένας νεαρός που επιθυμεί να παραμείνει πραγματικά άθεος», γράφει ο Κ.Σ. Λιούις στο «Surprised by Joy» (Ξαφνιασμένος από τη χαρά). «Υπάρχουν παγίδες παντού». Με άλλα λόγια, το να περιβάλλουμε τον εαυτό μας με βιβλία μάς επιτρέπει να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας και να καλλιεργήσουμε τον νου μας.

Ως ερευνήτρια και συγγραφέας, έχω διαβάσει πολλά διακεκριμένα έργα. Θα μπορούσα να διαγράψω αυτά τα έργα από τη λίστα μου, δίνοντας συγχαρητήρια στον εαυτό μου για την κατάκτηση του άλφα ή του βήτα τόμου. Αντ’ αυτού, επιστρέφω σε πολλά από αυτά επανειλημμένα, με άλλη ωριμότητα, αποκομίζοντας νέες γνώσεις, ανάλογα με την εμπειρία ή τις προκλήσεις που έχω αντιμετωπίσει στη ζωή μου. Όπως υπαινίσσεται ο κος Λιούις, τα βιβλία προκαλούν τη σκέψη μας και όταν γεμίζουμε την προσωπική μας βιβλιοθήκη με καλά βιβλία, στα οποία επανερχόμαστε τακτικά, ο νους μας παραμένει νέος και η κρίση μας διαυγής, ικανή να μας οδηγήσει μέσα από το πλήθος των αντικρουόμενων ιδεών και απόψεων του σύγχρονου πνευματικού πολιτισμού.

Τα βιβλία περιέχουν όμορφες αναμνήσεις

«Υπάρχει κάτι φοβερά ωραίο στο να ξαναδιαβάζεις ένα βιβλίο, με όλες τις μισο-συνειδητές αναμνήσεις που σου φέρνει», έγραφε ο κος Λιούις σε μια επιστολή του προς τον Άρθουρ Γκρηβς, σημειώνοντας ότι ένα συγκεκριμένο βιβλίο τού θύμισε έναν περίπατο που είχαν κάνει κάποτε οι δυο τους, «επειδή το διάβαζα τότε».

Πολλοί θα έχουν βιώσει κάτι παρόμοιο συναίσθημα. Για παράδειγμα, οι βραχώδεις παραλίες της λίμνης Σουπήριορ, όπου άρχισα να μελετώ για πρώτη φορά την «Τζέην Έυρ», θα μου θυμίζουν πάντα αυτό το κλασικό έργο. Παίρνοντας στα χέρια μου το «The Story of Holly and Ivy» (Η ιστορία του κισσού και του μηλοπούρναρου») μού φέρνει στη μνήμη τα Χριστούγεννα που, παιδάκι ακόμα ξενύχτησα μαζί με τη μαμά μου, διαβάζοντάς το δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Άλλα βιβλία, κάποια με σκισμένες σελίδες και πολλές υπογραμμίσεις, μου θυμίζουν δύσκολες στιγμές, αλλά με κάνουν επίσης να χαίρομαι που θυμάμαι τις αλήθειες που μου πρόσφεραν σε στιγμές συναισθηματικής ανάγκης.

Έτσι, η διατήρηση των βιβλίων και η προσεκτική αποθήκευσή τους στις βιβλιοθήκες μας μάς βοηθούν να θυμόμαστε το παρελθόν, αλλά και να σημειώνουμε το χρόνο, χαρτογραφώντας την πνευματική, νοητική, σωματική και συναισθηματική μας ανάπτυξη στη ζωή.

home library – findingtimetowrite

Τα βιβλία μάς βοηθούν να απολαμβάνουμε την ομορφιά

Είναι ο «αγράμματος άνθρωπος … αυτός που διαβάζει τα βιβλία μόνο μία φορά», έγραψε ο κος Λιούις στο «Of Other Worlds» («Για άλλους κόσμους»). «Δεν απολαμβάνουμε πλήρως μια ιστορία με την πρώτη ανάγνωση», συνέχισε. «Μόνο όταν η περιέργεια, η καθαρή αφηγηματική λαγνεία, έχει ικανοποιηθεί, μπορούμε πραγματικά να απολαύσουμε τα αληθινά χαρίσματα του έργου.»

Συμφωνώ. Η σειρά της Λ. Μ. Μοντγκόμερυ «Anne of Green Gables» (Η Άννα των αγρών) είναι μια συλλογή βιβλίων που έχω διαβάσει ξανά και ξανά. Η επανάληψη έχει δημιουργήσει μια βαθύτερη σχέση με αυτά τα βιβλία και το περιεχόμενό τους, που με βοηθά να βρίσκω εύκολα τα αποσπάσματα που χρειάζομαι σε μια συζήτηση ή μια ροή σκέψεων, σαν να έχουν γίνει μέρος του εαυτού μου με κάποιον τρόπο, αποκαλύπτοντάς μου καινούρια ψήγματα σοφίας σε κάθε νέα ανάγνωση. Τι κι αν δεν είναι συλλεκτικοί ή ιδιατέρως καλαίσθητοι – η εξοικείωση μαζί τους μου δίνουν  μια διορατικότητα στη ζωή που δεν θα είχα, αν δεν τους είχα κρατήσει ώστε να μπορώ να ανατρέχω σε αυτούς επανειλημμένα.

Παρακάμπτοντας τις ηλικιακές κατηγορίες

Στο «Τρεις τρόποι να γράφετε για παιδιά», ο Κ.Σ. Λιούις επισημαίνει ότι ο διαχωρισμός των βιβλίων σε ηλικιακές κατηγορίες ελάχιστα έχει να κάνει με τις συνήθειες των γνήσιων αναγνωστών. «Όσοι από εμάς κατηγορούμαστε ότι διαβάζουμε βιβλία για παιδιά, κατηγορούμασταν και όταν ήμαστε παιδιά ότι διαβάζαμε μεγαλίστικα βιβλία. Αλλά κανένας αναγνώστης που σέβεται τον εαυτό του δεν υπακούει σε τέτοιου είδους χρονοδιαγράμματα.»

Όταν φυλάμε τα βιβλία που διαβάσαμε, δίνουμε στον εαυτό μας, στα παιδιά και στα εγγόνια μας την ευκαιρία να πάρουν μια γεύση παλαιότερων εποχών και γενεών, να μοιραστούμε τα αναγνωστικά βιώματά μας και να συνδεθούν καλύτερα οι διαφορετικές γενιές. Τα βιβλία αποτελούν τόσο ένα κληροδότημα που βοηθά τους νεότερους να προχωρήσουν προς την ωριμότητα και τη σοφία με πιο σταθερά βήματα όσο και ένα παράθυρο μέσω του οποίου οι μεγαλύτεροι ξαναβρίσκουν τη χαρά και την αθωότητα της νιότης.

Της  Annie Holmquist

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

«Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος

Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός

Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας

Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

 

Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου

Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό

Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε

Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού

Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα

Πρωί, στα πόδια του βουνού

Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.

 

Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα

Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·

Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν

Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·

Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά

Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

 

Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό

Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου

 

Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.

 

Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·

 

O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές

Φυσάει μακριά τη σκόνη του

Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους

H γη κρύβει τις πέτρες της

O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας

Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα

Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας

Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας

Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο

Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες

Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:

Φωτιά ή μαχαίρι!

 

Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν

Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός

Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!

 

Γ´

Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή

Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης

O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο

 

Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα

Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ

Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.

 

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος

Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο

Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!

 

Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!

Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!

Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά…

 

Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες

Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά

Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια

 

Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά

Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―

Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!

 

Δ´

Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη

M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά

M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί

Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά

Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά

Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε

Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα

Kι η απορία μαρμάρωσε…

 

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.

Αιώνες μαύροι γύρω του

Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή

Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες

Aκούν με προσοχή·

Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε

Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή

Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

 

Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα

Xωρίς άλλα κεριά

Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·

Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα

Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο

Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―

Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας

Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο

Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!

Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-

Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς

Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου

Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια

Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη

Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!

 

Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;

Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;

Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;

Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών

Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!

 

Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο

Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα

Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι

Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―

Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;

Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!

Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;

Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!

Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;

Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!

Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός

Πιάνουν το χέρι και παγώνει

Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα

Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει

Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος

Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί

Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!

 

ΣT´

Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε

Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί

Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·

Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε

Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·

Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά

Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…

Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι

Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν

Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί

Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες

Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα

Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια

Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά

Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

 

Ήταν γερό παιδί·

Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα

Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων

Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του

Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,

Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες

Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του

H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε

Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο

Nα βάφει τα λουλούδια

Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει

Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν…

Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του

Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος

Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα…

 

Ήταν γενναίο παιδί.

Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του

Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά

Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι

(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό

Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)

Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά

Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του

―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―

Με το αίμα πάνω από τα φρύδια

Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε

Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν

Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής

Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο

Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας

Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας

Δεν έκλαψαν

Γιατί να κλάψουν

Ήταν γενναίο παιδί!

 

Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.

Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος

Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά

Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας

Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει…

Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε

Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού

Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια

Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού

Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες

Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους

Kαι σταματήσουν

Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί…

 

Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος

Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά

Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται

Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;

Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―

Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―

Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!

Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός

Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν

Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι

Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά

Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!

 

Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο

Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη

Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·

Ή τότε πάλι με χώμα και νερό

Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!

Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο

Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα

Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά

Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!

 

Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα

Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού

Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι

Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς

Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς

Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε

Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε

Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα

Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι

Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες

Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα

Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!

 

Θ´

Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει

Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!

Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει

Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!

Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν

Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!

Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν

Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο

Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»

 

Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα

Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά

Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους

Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο

Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο

Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!

Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι

Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα

Kαι ποιος θα κοιμηθεί

Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου

Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια

Aίμα και λαλιά

Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια

Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―

Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!

 

 

Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι

Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»

Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε

Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο

Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός

Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη

Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε

Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»

 

Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα

Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς

Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·

Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες

Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·

Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του

Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του

Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του

Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει

Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας

Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,

Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ

Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση

Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών

 

Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―

Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!

 

IA´

Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει

Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας

Γιατί τους είχε πάρει

Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο

Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο

Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια

Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια

Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι

Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα

Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά

Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!

 

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο

Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά

M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο

Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο

Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα

Mε πικραμένα μάτια·

Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί

Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή

Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της

Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό

Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!

 

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο

Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού

Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!

 

IB´

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει

Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος…

 

Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε

Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα

Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα

Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους

Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου

Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!

Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους

Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές

Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!

 

Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος

Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του

Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός

Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων…

Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα

Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα

Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε

Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος

Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του

 

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο

Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!

 

IΓ´

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―

 

Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή

Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·

Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια

Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·

Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη

Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας

Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!

 

Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει

Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής

Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας

Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια

Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική

Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους

Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά

Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου

 

Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι

Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του

Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή

Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!

 

IΔ´

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα

Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:

Ελευθερία

Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:

EΛEYΘEPIA

Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος

 

Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά

Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες

Tα πιο αθώα κορίτσια

Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών

Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη

Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη…

 

Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!

 

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει

Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·

Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά

Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·

Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·

Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του

Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του

«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»

«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»

Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του

 

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο

Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!*

* * * * *

Στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός πρεσβευτής Εμανουέλε Γκράτσι θα επισκεφθεί τον Έλληνα πρωθυπουργό και ξυπνώντας τον θα του επιδώσει τελεσίγραφο σύμφωνα με το οποίο η Ιταλία, προκειμένου να αισθανθεί ασφαλής, απαιτούσε να καταλάβει βάσεις και άλλα σημεία του ελληνικού εδάφους – όσα θα έκρινε ότι θα χρειαζόταν ως το τέλος της παγκόσμιας σύρραξης. Ο Ιωάννης Μεταξάς θα απορρίψει αμέσως το τελεσίγραφο, λέγοντας: «Alors, c’est la guerre. Λοιπόν, έχουμε πόλεμο».

Η Ελλάδα είναι πλέον σε πόλεμο με την Ιταλία, έναν πόλεμο στον οποίο θα πάρει μέρος με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού ο Οδυσσέας Ελύτης, κινδυνεύοντας να πεθάνει από βαρύ τύφο. «Στο μέτωπο αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήταν μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και με το ζώο για να βρεθώ σε βατό δρόμο και να διακομισθώ στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχαν αποφασίσει, αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου». Έτσι θα περιγράψει ο Ελύτης, μια εικοσαετία και πλέον αργότερα, σε συνέντευξή του στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική», το 1962, την οδυνηρή περιπέτεια του πολέμου, αλλά και τη νικηφόρα προσπάθειά του να κρατηθεί στη ζωή.

Ο Ελύτης πήρε εξιτήριο τον Απρίλιο του 1941, έκλεινε τότε τα τριάντα του χρόνια, αλλά η φωτιά του αλβανικού μετώπου δεν έσβησε ποτέ από τη μνήμη του. Το 1945 θα δημοσιεύσει στο περιοδικό «Τετράδιο» την ποιητική σύνθεση «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», που αποτελεί, όπως μας προετοιμάζει ο τίτλος, ωδή για τον θρίαμβο της Ελλάδας στη σύγκρουσή της με τον ιταλικό στρατό, αλλά και μία ελεγεία για το άλγος των πεσόντων και τη χαμένη νιότη.

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος,…

Και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό,

Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε

Μα όλος ο κόπος τ’ ουρανού,

Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα

Πρωί στα πόδια του βουνού,

Τώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει,…

Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό

Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου,

Τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.

 

Η ευδία, η ευεργεσία της φύσης και η χαρά της γης και του ουρανού θα δώσουν τη θέση τους στο απειλητικό τοπίο του χειμώνα, στην επερχόμενη φωτιά των όπλων και στον θάνατο, ο οποίος είναι καθ’ οδόν και θα προκαλέσει σύντομα την απόλυτη συντριβή. Προηγείται, καθώς προχωρούμε στο ποίημα, η ανδρεία του ελληνικού στρατού. Άκαμπτοι, παγωμένοι και μπαρουτοκαπνισμένοι πολεμιστές με επικεφαλής τον νεαρό ανθυπολοχαγό, που θα πέσει εντέλει νεκρός, χωρίς ψυχή, με το βλέμμα του να κοιτάζει το πουθενά και την τελευταία να έχει αναχωρήσει για τα πέρατα του κόσμου. Κι αν η δύναμη και το θάρρος της ζωής πρόλαβαν να κρατήσουν μια ύστατη ικμάδα και να δώσουν λίγο ακόμα φως, ο θάνατος θα βάλει τέρμα στην κυριαρχία του ήλιου και στο νεανικό σφρίγος, διώχνοντας την ομορφιά και καλωσορίζοντας το σκοτάδι. Κι όλοι, φύση της Γης, ουράνια σώματα, σκιές του δάσους και άνθρωποι, θα κλάψουν όχι μόνο για τον ανθυπολοχαγό μα και για όσους χάθηκαν μαζί του, ταξιδεύοντας στο άπειρο, κόντρα στο θάμβος, την ένταση, την ψυχική παληκαριά και τα κάποτε αστείρευτα αποθέματα των χαμένων.

Όμως, όσο κι αν πονάει, όσο κι αν ρημάζει ο θάνατος, τίποτε και κανένας δεν έχει τελειώσει, τίποτε και κανένας δεν νοείται να περάσει στη λήθη και στον αφανισμό. Ο νεκρός ανθυπολοχαγός και οι σαρωμένοι συστρατιώτες του δεν προορίζονται για να κηδευτούν, αλλά για θρέψουν με τη μνήμη του αγώνα τους όλους τους καινούργιους κορμούς που θα βλαστήσουν, τώρα κιόλας, τριγύρω τους, κατεβάζοντας στο σκληρό έδαφος την ουράνια σφαίρα, φέρνοντας το όνειρο στον καθημερινό βίο και τραγουδώντας το πώς σε λίγο τα πάντα θα ξεκινήσουν από την αρχή. Γιατί τα πάντα έγιναν για την ελευθερία και τα πάντα αυτή δοξάζουν:

 

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα

Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:

Ελευθερία.

Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο:

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος

[…]

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο

Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!

 

Με το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», ο Ελύτης θα απομακρυνθεί από τον υπερρεαλισμό και από τη φυσική μαγεία των νεανικών του χρόνων για να αναμείξει εφεξής στην ποίησή του τον σκληρό ρεαλισμό της Ιστορίας με την εκ παραλλήλου προσήλωση στο ονειρικό, το μυστηριακό και το υπερβατικό του ελληνικού κοσμοειδώλου. Η ποιητική του γλώσσα θα αποκαλύψει περαιτέρω το μυστήριο της γέννησης των πραγμάτων, το ξαφνικό αγκάλιασμα της έλλογης συνείδησης με το βάθος υποβολής των φθόγγων – από εδώ, άλλωστε, αντλεί η γλώσσα το ήθος και την ηθική της, από εδώ ανασύρει και τη μεγάλη χρονική της διάρκεια. Γιατί η γλώσσα είναι μεταξύ άλλων, ή και πρωτίστως, ποίηση και επειδή η ελληνική ποίηση, από τη Σαπφώ και τον Όμηρο μέχρι και τις ημέρες μας, έχει καταφέρει να διατηρήσει στο ακέραιο, αν και με εντελώς διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, τόσο το μέταλλο όσο και το μέγεθος της φωνής της.

Β. Χατζηβασιλείου

* Το ποίημα (από το Ποίηση, Ίκαρος 2002) και η φωτογραφία προέρχονται από την ιστοσελίδα «Περί ου»

Ο «Απολεσθείς Παράδεισος» μέσα από τα μάτια και τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ, μέρος ιγ΄

Το περιβάλλον μας είναι γεμάτο με πράγματα που δοκιμάζουν τον χαρακτήρα μας. Μερικές φορές τα ξεπερνάμε με επιτυχία, ενώ άλλες δεν τα καταφέρνουμε και αποτυγχάνουμε στη δοκιμασία. Ωστόσο, η αποτυχία δεν είναι απαραίτητα το τέλος του δρόμου – αν είμαστε αρκετά αποφασιστικοί, μπορούμε να ξαναγίνουμε αρεστοί στον Θεό.

Συνεχίζουμε την ιστορία μας με τον «Απολεσθέντα Παράδεισο» του Τζον Μίλτον. Ο Ραφαήλ έχει περιγράψει τον ουρανό στον Αδάμ και ο Αδάμ διηγήθηκε αυτά που θυμάται για όταν δημιουργήθηκε. Τότε ο Ραφαήλ επιστρέφει στον ουρανό.

 <span style="font-weight: 400;">“</span><a href="https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Paradise_Lost_36.jpg"><span style="font-weight: 400;">In with the river sunk, and with it rose Satan</span></a><span style="font-weight: 400;">” (IX. 74, 75), </span><span style="font-weight: 400;">1866, by Gustav Doré for John Milton’s “Paradise Lost.” Engraving. (Public Domain)</span>
«μέσα με το ποτάμι / βυθίστηκε αυτός μαζί και μέσα τον ξεβγάζει» * (Βιβλίο Θ΄, σελ. 348). Xαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ, από την εικονογράφησή του για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», 1866. (Public Domain)

 

Ο Σατανάς επιστρέφει

Όσο ο Αδάμ μιλά με τον Αρχάγγελο Ραφαήλ, ο Σατανάς πετάει γύρω από τη γη περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να ξαναμπεί στην Εδέμ. Μπορεί να τον ανάγκασε προηγουμένως ο Γαβριήλ να απομακρυνθεί από τον Κήπο, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να διώξει ούτε τον ίδιο, ούτε την οργή που τον τροφοδοτούσε. Θα πρέπει να βρει έναν τρόπο για να μπει μέσα κρυφά.

«Μ’ απελπισιά γεμάτος

Επτά ολόκληρες νυχτιές το σκότος καβαλούσε

Μες στο ποτάμι βούλιαξε και από ’κεί

Σηκώθηκε μαζί με την ομίχλη, κι ύστερα

Ολόγυρά του έψαξε για μια καλή κρυψώνα…»

(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Ένατο)

Ο Σατανάς, με βλέμμα άγρυπνο, κάνει κύκλους γύρω από τη Γη για επτά ημέρες, ώσπου τελικά βρίσκει την ευκαιρία να προσγειωθεί εκεί όπου ο ποταμός Τίγρης (πριν τον αλλάξει η Αμαρτία) μπαίνει κάτω από τη γη, πριν ξαναβγεί στην επιφάνεια ως μία πηγή στην Εδέμ. Ο Σατανάς, καλυμμένος από μια ομίχλη, ακολουθεί τον ποταμό μέχρι την Εδέμ και ψάχνει να βρει πού να κρυφτεί.

Στην εικόνα «μέσα με το ποτάμι / βυθίστηκε αυτός μαζί και μέσα τον ξεβγάζει»*, ο Ντορέ απεικονίζει τον Σατανά πάνω σε έναν απόκρημνο βράχο, να κοιτάζει τα ορμητικά νερά του ποταμού Τίγρη. Ωστόσο, η ήρεμη στάση του Σατανά δεν πρέπει να μας ξεγελάσει, γιατί μόνο εξωτερικά, ανάμεσα στα κυματιστά νερά, φαίνεται ακίνητος- μέσα του βράζει από θυμό. Η εσωτερική του αναταραχή αντανακλάται στην αναταραχή του ποταμού και τροφοδοτεί την επιθυμία του να υπομείνει την επίθεση αυτού του ποταμού. Αυτή η εικόνα είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική για την αποφασιστικότητα που διαθέτει το κακό προκειμένου να καταστρέψει το καλό στον κόσμο.

Ο Σατανάς κυριεύει το φίδι

Ο Σατανάς φτάνει στην Εδέμ και ψάχνει ένα μέρος για να κρυφτεί. Καθώς δεν θέλει να τον ανακαλύψουν πάλι οι Αρχάγγελοι, εξετάζει προσεκτικά όλα τα ζώα της Εδέμ για να δει ποιο από αυτά θα είναι πιο κατάλληλο προκάλυμμα για τις απατηλές και εκδικητικές του προθέσεις.

«Ψάχνοντας κι εξετάζοντας όλα προσεκτικά τα πλάσματα…

Βρήκε απ΄όλα τους το Φίδι πιο έξυπνο και πιο κατάλληλο

Να γίνει το δοχείο του, να τον φιλοξενήσει, και μέσα του

Τις δόλιες σκέψεις τις σατανικές να κρύψει,

Αφού στο ύπουλο ερπετό οι πονηριές ταιριάζουν…»

(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Ένατο)

Ο Σατανάς θεωρεί ότι το φίδι είναι το καλύτερο για τους σκοπούς του. Πιστεύει ότι κανείς δεν θα υποψιαστεί αν ένα φίδι έχει κακές προθέσεις. Οι κινήσεις του φιδιού είναι εγγενώς ύπουλες και παραπλανητικές. Ο Σατανάς συνεχίζει να περιφέρεται στην Εδέμ τυλιγμένος σε μια ομίχλη, προκειμένου να μπορέσει να πλησιάσει ένα φίδι για να το κυριεύσει.

«Με την ομίχλη τυλιγμένος και τους νυχτερινούς ατμούς

Γλιστρώ ανεμπόδιστα και ψάχνω

Σε κάθε θάμνο, σε κάθε λόχμη, το Ερπετό για νά ’βρω

Ήσυχα να κοιμάται  και να κρυφτώ εγώ και οι κακοί σκοποί μου

Στις χίλιες του αναδιπλώσεις μέσα… Μέσ’ απ’ το στόμα του

Ο Διάβολος στο Φίδι μπήκε…»

(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Ένατο)

Όταν βρίσκει το φίδι, ο Σατανάς το κυριεύει μπαίνοντας μέσα από το στόμα του και αρχίζει να ελέγχει τις ενέργειές του. Παρόλο που δεν είναι άνθρωπος, ο Σατανάς το κατέχει. Αυτό παρέχει μια βαθύτερη κατανόηση της ρήσης «Είσαι ό,τι τρως» υποδηλώνοντας ότι γινόμαστε αυτό που αφήνουμε να μπει στο μυαλό και την καρδιά μας -όπως κι αν εισέρχεται, το καταπίνουμε.

Στην επόμενη εικόνα («Το βρίσκει βαθυκοίμητο μες σε  λαβυρινδώδεις/ γυροβολιές και συστροφές γύρω απ’ το κορμί του»), ο Ντορέ απεικονίζει τον Σατανά να κοιτάζει έναν σωρό από πλεγμένα φίδια. Εδώ, ο Σατανάς μοιάζει πραγματικά δυσοίωνος: Τα μεγάλα, σαν νυχτερίδες φτερά του, τα μαύρα ατημέλητα μαλλιά του και τα σκοτεινά, στραμμένα προς τα κάτω μάτια του δημιουργούν ένα σκοτάδι που δημιουργεί την ατμόσφαιρα αυτής της σκηνής. Φαίνεται μάλιστα να έχει βρει ο Σατανάς το μοναδικό μέρος στην Εδέμ που δεν είναι γεμάτο φυλλώματα και ζωή.

Το σκοτάδι των φιδιών ταιριάζει με το σκοτάδι των φτερών του Σατανά, και το βλέμμα δεν μπορεί παρά να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στα δύο. Αυτό το συνθετικό στοιχείο μάς βοηθά να ταυτίσουμε τον Σατανά με τα φίδια, τα οποία ταιριάζουν απόλυτα στον χαρακτήρα του.

 <span style="font-weight: 400;">“</span><a href="https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Paradise_Lost_38.jpg"><span style="font-weight: 400;">Him, fast sleeping, soon he found in labyrinth of many a round, self-rolled</span></a><span style="font-weight: 400;">” (IX. 182,183), </span><span style="font-weight: 400;">1866, by Gustav Doré for John Milton’s “Paradise Lost.” Engraving. (Public Domain)</span>
«Το βρίσκει βαθυκοίμητο μες σε  λαβυρινδώδεις/ γυροβολιές και συστροφές γύρω απ’ το κορμί του» * (Βιβλίο Θ΄, σελ. 354). Xαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ, από την εικονογράφησή του για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», 1866. (Public Domain)

 

Τα δεινά του Σατανά

Προηγουμένως, συγκρίναμε την εσωτερική αναταραχή του Σατανά με την απεικόνιση του ορμητικού ποταμού, προτείνοντας ότι αυτή η αναταραχή αντιστοιχεί σε και τροφοδοτεί την οργισμένη πρόθεση του Σατανά να καταστρέψει τη Δημιουργία του Θεού – κάτι που, αργότερα, δηλώνει και μόνος του:

«Ω, άτιμη πτώση! Εγώ, που μόνο με τους υψηλότερους θεούς καταδεχόμουν

Να κάθομαι, τώρα αναγκάζομαι να γίνομαι ένα ζώο –

και σαν το ζώο στις λάσπες να κυλιέμαι…Μα είν’ η Φιλοδοξία μου και η εκδίκηση

που τόσο χαμηλά με πάνε…»

(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Ένατο)

Προσπαθώντας να γίνει ο υψηλότερος στον ουρανό, ο Σατανάς αναγκάζεται να γίνει ο κατώτατος.

Όπως όμως ο ίδιος παραδέχεται, είναι πρόθυμος να πέσει χαμηλά προκειμένου να πραγματοποιήσει την εκδίκησή του εναντίον του Θεού, τόσο χαμηλά που θα αναμείξει το κάποτε αγγελικό του πνεύμα με τη γλίτσα του φιδιού. Έτσι εκδηλώνεται η αποφασιστικότητά του.

Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να νικήσει άμεσα τον Θεό, αλλά πιστεύει ότι μπορεί να καταστρέψει τη δημιουργία Του:

«Ανάμεσα στης Κόλασης τις χθόνιες Δυνάμεις,

όλη δική μου κάποτε η δόξα θα’ναι, ότι ε-

χάλασα ό,τι Αυτός, ο Παντοδύναμος,

σε έξι μέρες και νυχτιές έφτιαχνε αδιαλείπτως …»

(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Ένατο)

Ο Σατανάς είναι αποφασισμένος να καταστρέψει τα ανθρώπινα όντα, τη νέα αγάπη του Θεού, σε μια μέρα, σε μια στιγμή πειρασμού. Ο Μίλτον αναφέρεται επανειλημμένα στην εντολή της υπακοής στον Θεό. Η εντολή ισχύει για τον Αδάμ, την Εύα και όλους τους αγγέλους στον ουρανό. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να είναι υπάκουος στον Θεό και να ακολουθεί τους πειρασμούς του Σατανά ταυτόχρονα, και εδώ έγκειται η δυσκολία του να είσαι άνθρωπος.

Εμείς οι άνθρωποι, ως δημιουργήματα του Θεού, μπορούμε επίσης να είμαστε αποφασισμένοι, παρά τις αδυναμίες μας. Πώς θα εκδηλωθεί η αποφασιστικότητά μας; Αν θέλουμε να είμαστε υπάκουοι στον Θεό και να αντιστεκόμαστε στους πειρασμούς του Σατανά, πρέπει να δίνουμε προσοχή σε ό,τι «προσλαμβάνουμε», σε ό,τι δεχόμαστε. Πρέπει να γίνουμε το αντίθετο από αυτό που αντιπροσωπεύει ο Σατανάς.

Η υπερηφάνεια είναι η αιτία που ο Σατανάς προσπάθησε να υψώσει τον εαυτό του ψηλότερα από όλους τους άλλους, και γι’ αυτό τώρα αναγκάζεται να κατέβει χαμηλά – να συρθεί στη γη ως ο κατώτερος των κατωτέρων. Μήπως στην υπακοή μας, στην υποταγή μας στον Θεό, ο τρόπος με τον οποίο Τον προσκυνάμε είναι να χαμηλώνουμε σκόπιμα, ώστε να μπορέσουμε μετά να ανυψωθούμε στη δόξα του Θεού;

Ο Γκυστάβ Ντορέ [Gustav Doré, 1832-1883] ήταν ένας ιδιαίτερα παραγωγικός καλλιτέχνης του 19ου αιώνα. Εικονογράφησε με τα χαρακτικά του μερικά από τα σπουδαιότερα έργα της κλασικής Δυτικής λογοτεχνίας, περιλαμβανομένων της Βίβλου, του «Απολεσθέντα Παραδείσου» και της «Θείας Κωμωδίας». H σειρά «Ο ‘Απολεσθείς Παράδεισος’ μέσα από τα μάτια και τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ» του Έρικ Μπες εμβαθύνει στις ιδέες του ποιήματος του Τζον  Μίλτον που ενέπνευσαν τον Ντορέ και στις εικόνες που φιλοτέχνησε.

Μέχρι τώρα στην Epoch Times έχουν δημοσιευθεί τα πρώτα 12 άρθρα του Έρικ Μπες για την εικονογράφηση του Γκυστάβ Ντορέ στο έργο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος»:

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Η απόδοση των στίχων του Μίλτον στις λεζάντες των εικόνων είναι από τη μετάφραση του Αθανασίου Δ. Οικονόμου, εκδ. Οδός Πανός, τρίτη έκδοση, Αθήνα 2015.

Του Eric Bess

Επιμέλεια: Αλία Ζάε