Η Ερυθρά Θάλασσα, κάποτε ένας από τους πιο πολυσύχναστους εμπορικούς διαδρόμους του κόσμου, έχει μετατραπεί από το 2023 σε εμπόλεμη ζώνη, με τους αντάρτες Χούθι να επιτίθενται σε εμπορικά πλοία που θεωρούν «εχθρικά». Παρά τη γενικευμένη ανασφάλεια, υπάρχει μια εντυπωσιακή εξαίρεση: τα πλοία που μεταφέρουν κινεζικά αυτοκίνητα φαίνεται να περνούν ανενόχλητα.
Πίσω από αυτό το φαινόμενο κρύβεται ένας βαθύτερος γεωπολιτικός άξονας: η στενή σχέση μεταξύ Τεχεράνης και Πεκίνου.
Η διπλωματία του ‘back-channel’
Το Ιράν είναι ο βασικός σύμμαχος και πάτρωνας των Χούθι στην Υεμένη, παρέχοντάς τους στρατιωτική, οικονομική και τεχνολογική υποστήριξη. Η Κίνα, από την πλευρά της, είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας ιρανικού πετρελαίου, επιτρέποντάς του να παρακάμπτει σε μεγάλο βαθμό τις δυτικές κυρώσεις.
Αυτή η ενεργειακή εξάρτηση δημιουργεί έναν δίαυλο επιρροής: η Τεχεράνη μπορεί να μεταφέρει πολιτικά και στρατηγικά μηνύματα προς τους Χούθι, ενώ το Πεκίνο έχει κάθε λόγο να διατηρεί ανοιχτή τη ροή εμπορευμάτων του προς την Ευρώπη.
Η ‘εξαίρεση’ που ανακοινώθηκε
Τον Μάρτιο του 2024, οι Χούθι έκαναν γνωστό, μέσω δηλώσεων που αποκάλυψε το Bloomberg, ότι πλοία κινεζικών και ρωσικών συμφερόντων δεν θα στοχοποιούνται. Παρότι δεν υπάρχει επίσημη συμφωνία, αναλυτές ερμηνεύουν την ανακοίνωση ως αποτέλεσμα παρασκηνιακών συνεννοήσεων Ιράν-Κίνας, με αμοιβαία οφέλη:
Το Ιράν εξασφαλίζει την εύνοια ενός κρίσιμου εμπορικού εταίρου.
Η Κίνα διατηρεί απρόσκοπτες θαλάσσιες οδούς για τα προϊόντα της, ειδικά για τα αυτοκίνητα που εξάγει μαζικά στην Ευρώπη.
Η εμπορική και στρατηγική διάσταση
To ΚΚ Κίνας βλέπει στην Ερυθρά Θάλασσα κρίσιμο κρίκο του «Νέου Δρόμου του Μεταξιού» (Belt and Road Initiative). Κάθε εκτροπή μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας κοστίζει χρόνο και χρήμα, πλήττοντας την ανταγωνιστικότητα των κινεζικών προϊόντων.
Το Ιράν, από την άλλη, ενισχύει τη γεωπολιτική του θέση ως μεσολαβητής ικανός να εξασφαλίσει ‘ασυλία’ σε ένα τόσο επικίνδυνο πέρασμα. Σε αντάλλαγμα, προσδοκά κινεζικές επενδύσεις, τεχνολογική συνεργασία και συνέχιση των ενεργειακών εξαγωγών.
Όχι απόλυτη ασφάλεια
Παρά την εντύπωση του «ελεύθερου περάσματος», η πραγματικότητα παραμένει σύνθετη. Ορισμένα πλοία με κινεζικούς ή ρωσικούς δεσμούς έχουν δεχθεί επιθέσεις, αποδεικνύοντας ότι η ασυλία δεν είναι απόλυτη. Ωστόσο, η στατιστική εικόνα δείχνει ότι οι κινεζικές αποστολές – ιδίως τα car-carrier – απολαμβάνουν σαφώς μειωμένο ρίσκο.
Το μήνυμα προς τη Δύση
Η διακριτική συνεργασία Ιράν-ΚΚ Κίνας στον χειρισμό των Χούθι στέλνει και ένα ευρύτερο μήνυμα: το Πεκίνο είναι ικανό να διασφαλίζει τα εμπορικά του συμφέροντα ακόμη και σε περιοχές όπου η Δύση αποτυγχάνει να επιβάλει απόλυτη ασφάλεια. Και για το Ιράν, αυτή η σχέση αποτελεί απόδειξη ότι η γεωπολιτική επιρροή του δεν περιορίζεται στα περιφερειακά του σύνορα.
Αντιμέτωπη με σοβαρή οικονομική κρίση βρίσκεται η Eastman Kodak, με την ιστορική εταιρεία φωτογραφικού εξοπλισμού να δηλώνει στις 11 Αυγούστου στους επενδυτές της ότι ενδεχομένως να αναγκαστεί να διακόψει τη λειτουργία της.
Στη σχετική έκθεση οικονομικών αποτελεσμάτων δευτέρου τριμήνου που κατέθεσε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ, η εταιρεία με έδρα το Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης ανέφερε πως υπάρχει «ουσιώδης αμφιβολία» για τη δυνατότητά της να συνεχίσει να λειτουργεί—ανακοίνωση την οποία οι εισηγμένες εταιρείες υποχρεούνται να γνωστοποιούν όταν η οικονομική τους κατάσταση επιδεινώνεται.
Ο κίνδυνος αυτός σχετίζεται με το ότι η Kodak δυσκολεύεται να εξυπηρετήσει χρέος ύψους περίπου 500 εκατ. δολαρίων που λήγει στο προσεχές διάστημα.
Για το τρίμηνο που έληξε τον Ιούνιο του 2025, η Kodak παρουσίασε καθαρές ζημίες 26 εκατ. δολαρίων, έναντι κερδών 25 εκατ. το ίδιο διάστημα το προηγούμενο έτος. Παράλληλα, τα διαθέσιμα της εταιρείας μειώθηκαν σημαντικά στο πρώτο εξάμηνο του έτους, με αποτέλεσμα να κλείσει το τρίμηνο με μόλις 155 εκατ. σε ρευστά, ποσό μειωμένο κατά 46 εκατ. σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2024.
Όπως σημειώνει η ίδια στην ανακοίνωσή της, τους επόμενους 12 μήνες λήγει μεγάλο μέρος του χρέους της και δεν διαθέτει εξασφαλισμένη χρηματοδότηση ή επαρκή ρευστότητα για την κάλυψη των υποχρεώσεων αυτών, εάν καταστούν απαιτητές με βάση τους σημερινούς όρους.
Μέσα σε αυτό το ζοφερό τοπίο, μια νότα αισιοδοξίας πρόσθεσε η διαπίστωση της εταιρείας ότι οι πρόσφατες αλλαγές στην εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των δασμών, έχουν επηρεάσει ελάχιστα τη δραστηριότητά της, καθώς η Kodak παράγει το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων και των πρώτων υλών της εντός αμερικανικού εδάφους.
Για το μέλλον, η Kodak δηλώνει ότι θα επικεντρωθεί στη μείωση κόστους και στην αξιοποίηση υφιστάμενων επενδύσεων με στόχο βιώσιμη ανάπτυξη.
Σε ξεχωριστή δήλωση, ο διευθύνων σύμβουλος Τζιμ Κοντενένζα σημείωσε: «Η εταιρεία συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο έναντι του μακροπρόθεσμου σχεδίου μας, παρά τις δυσκολίες που γεννά το ασταθές επιχειρηματικό περιβάλλον».
Στο μεσοδιάστημα, η Kodak έχει διακόψει την καταβολή επικουρικών συντάξεων σε πρώην εργαζόμενους, ώστε να εξοικονομήσει χρήματα για την αποπληρωμή του χρέους της.
«Η κατάργηση του προγράμματος συνταξιοδοτικής εισοδήματος των ΗΠΑ και η εκταμίευση των πλεοναζόντων κεφαλαίων προς απομείωση του χρέους εξελίσσονται σύμφωνα με τον προγραμματισμό», ανέφερε ο Κοντενένζα, προσθέτοντας ότι «η εταιρεία αναμένει να διαθέτει σαφή εικόνα για την ικανοποίηση των υποχρεώσεών της προς όλα τα μέλη του ταμείου συνταξιοδότησης μέχρι το τέλος της εβδομάδας, με τη διαδικασία εκταμίευσης να ολοκληρώνεται έως τον Δεκέμβριο».
Η Kodak, κάποτε συνώνυμη της φωτογραφίας σε παγκόσμιο επίπεδο, κυριάρχησε στην αγορά ψηφιακών καμερών και φιλμ για πάνω από έναν αιώνα, ενώ το 1975 παρουσίασε την πρώτη ψηφιακή φωτογραφική μηχανή.
Ωστόσο, το 2012 οδηγήθηκε σε πτώχευση υπό το βάρος χρεών ύψους 6,75 δισ. δολαρίων προς περισσότερους από 100.000 πιστωτές.
Το 2019, είχε εκδώσει ανάλογη προειδοποίηση για το μέλλον της, όπως και αυτή της Δευτέρας. Την αμέσως επόμενη χρονιά, εξασφάλισε προσωρινή ανάσα χάρη σε κρατικό δάνειο 765 εκατ. δολαρίων για την παραγωγή συστατικών φαρμάκων γενικής χρήσης, στο πλαίσιο της προσπάθειας της κυβέρνησης Τραμπ να μειωθεί η εξάρτηση από ξένους προμηθευτές.
Από τότε, η Kodak αναπροσανατολίστηκε προς νέες δραστηριότητες όπως η βιομηχανική εκτύπωση και τα χημικά προϊόντα, διατηρώντας ταυτόχρονα την παραγωγή φωτογραφικών μηχανών και φιλμ.
Με επίκεντρο την ενίσχυση της τοπικής παραγωγής και την προβολή της υδατοκαλλιέργειας ως βασικού αναπτυξιακού πυλώνα, ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Χρήστος Κέλλας, βρέθηκε στην Ηγουμενίτσα, όπου συμμετείχε στην 1η Έκθεση Τοπικών Αγροτικών Προϊόντων Θεσπρωτίας και επισκέφθηκε μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας της περιοχής.
Η έκθεση, η οποία διοργανώθηκε από το Επιμελητήριο Θεσπρωτίας, την Περιφερειακή Ενότητα Θεσπρωτίας, τον Δήμο Ηγουμενίτσας, την Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος και τον Σύλλογο Υδατοκαλλιεργειών Θεσπρωτίας, ανέδειξε την ποιότητα και την ταυτότητα των τοπικών προϊόντων και επιβεβαίωσε τη δυναμική συνεργασίας μεταξύ παραγωγικών φορέων και θεσμικών αρχών.
Στην 1η Έκθεση Τοπικών Αγροτικών Προϊόντων Θεσπρωτίας παρευρέθηκαν, μεταξύ άλλων, ο βουλευτής Θεσπρωτίας της Νέας Δημοκρατίας Βασίλης Γιόγιακας, η πρόεδρος του Περιφερειακού Συμβουλίου Ηπείρου Σταυρούλα Μπότση-Μπραΐμη, ο δήμαρχος Φιλιατών Βασίλης Τσίγκος, o πρόεδρος του Επιμελητηρίου Θεσπρωτίας Αντώνης Νικολάου, ο πρόεδρος της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ) Απόστολος Τουραλιάς και ο πρόεδρος του Συλλόγου Υδατοκαλλιεργητών Θεσπρωτίας Ιωάννης Χεκίμογλου.
Στον χαιρετισμό του, ο υφυπουργός συνεχάρη τους διοργανωτές και συμμετέχοντες, υπογραμμίζοντας πως η έκθεση αυτή δίνει βήμα και προβολή στην τοπική παραγωγή, αναδεικνύει την ποιότητα και την ταυτότητα των προϊόντων της περιοχής και αποτελεί ζωντανό παράδειγμα της δύναμης της συνεργασίας ανάμεσα στους θεσμικούς φορείς και τον παραγωγικό κόσμο.
Η Θεσπρωτία, όπως σημείωσε, διαθέτει φυσικά συγκριτικά πλεονεκτήματα και ισχυρή παράδοση στον τομέα της υδατοκαλλιέργειας, ο οποίος αποτελεί στρατηγικό πυλώνα του πρωτογενούς τομέα, συμβάλλοντας στην εθνική οικονομία, τις εξαγωγές, την απασχόληση και τη διατροφική αυτάρκεια.
Ο υφυπουργός αναφέρθηκε στην προηγούμενη προγραμματική περίοδο, όπου μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας και Θάλασσας 2014-2020 εγκρίθηκαν 16 πράξεις υδατοκαλλιέργειας στη Θεσπρωτία, με συνολική δημόσια δαπάνη 5.907.345 ευρώ, καθώς και στο επιτυχημένο «πρόγραμμα ανάδειξης και προβολής προϊόντων θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας Θεσπρωτίας», προϋπολογισμού 244.303 ευρώ, που υλοποιήθηκε από το Επιμελητήριο Θεσπρωτίας με απορρόφηση άνω του 98%.
Όπως επισημαίνεται σε σχετική ανακοίνωση, η επιτυχία αυτή αποτέλεσε τη βάση για τη συνέχιση των δράσεων στη νέα προγραμματική περίοδο 2021-2027, όπου ήδη εγκρίθηκε το έργο «Θησαυροί στη θάλασσα της Θεσπρωτίας: Η υδατοκαλλιέργεια στην τοπική γαστρονομία, την πολιτιστική κληρονομιά και το περιβάλλον», με δημόσια δαπάνη 697.539 ευρώ. Το πρόγραμμα προωθεί μια ολιστική προσέγγιση που συνδέει την παραγωγή με την εκπαίδευση, την τουριστική εμπειρία και την τοπική πολιτισμική ταυτότητα.
Παράλληλα, έχουν υποβληθεί δέκα νέες επενδυτικές προτάσεις υδατοκαλλιέργειας, συνολικού προϋπολογισμού 10.340.896 ευρώ και αιτηθείσας δημόσιας δαπάνης 6.272.714 ευρώ, αποδεικνύοντας τη δυναμική και την εμπιστοσύνη των επενδυτών στον κλάδο.
«Η υδατοκαλλιέργεια είναι το μέλλον της θάλασσας, όπως η γεωργία είναι το μέλλον της γης», δήλωσε ο υφυπουργός και υπογράμμισε: «Εργαζόμαστε για ένα σταθερό θεσμικό και χρηματοδοτικό πλαίσιο που θα δίνει τη δυνατότητα στους επαγγελματίες του κλάδου να αναπτύξουν βιώσιμες επενδύσεις, να αυξήσουν την προστιθέμενη αξία των προϊόντων τους και να ενισχύσουν την εξωστρέφειά τους στις διεθνείς αγορές. Η στήριξη της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας είναι πολιτική προτεραιότητα».
Ο κος Κέλλας τόνισε επίσης ότι το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, μέσω του Προγράμματος Αλιείας, Υδατοκαλλιέργειας και Θάλασσας 2021-2027, ύψους άνω των 519 εκατομμυρίων ευρώ, στηρίζει με συνέπεια έναν κλάδο που δραστηριοποιείται και σε απομακρυσμένες περιοχές με περιορισμένες αναπτυξιακές δυνατότητες, δημιουργώντας θέσεις εργασίας και ενισχύοντας τον κοινωνικό ιστό.
«Οραματιζόμαστε έναν κλάδο καινοτόμο, εξωστρεφή και κοινωνικά υπεύθυνο, με έμφαση στην ποιότητα, τη διασύνδεση με τη γαστρονομία, την τουριστική εμπειρία και τη συνεχή επιμόρφωση του ανθρώπινου δυναμικού. Η Θεσπρωτία μπορεί να γίνει πρότυπο αυτής της νέας πορείας», κατέληξε ο υφυπουργός.
Πρωτοστατεί στην ΕΕ η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια
Το 2023, η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια αναδείχθηκε πρώτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τον Γιάννη Πελεκανάκη, διευθυντής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας. «Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα πρωτοπορεί στην ΕΕ και είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός σε τσιπούρα και λαυράκι σε όλη την Ευρώπη και δεύτερος μεγαλύτερος στη Μεσόγειο μετά την Τουρκία», είπε στο ΑΠΕ ΜΠΕ σε παλαιότερη συνέντευξή του.
Η Τουρκία αποτελεί και τον μεγαλύτερο ανταγωνιστή της Ελλάδας, πρόσθεσε ο κος Πελεκανάκης, τουλάχιστον όσον αφορά τις εξαγωγές στην ΕΕ, με χαμηλές τιμές και ιδρύοντας στην Ελλάδα εταιρείες εμπορίας τουρκικών προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας που αξιοποιούν το δίκτυο διανομής που αναπτύχθηκε χάρη στις ελληνικές εταιρείες.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε να παρατείνει για 90 ημέρες ακόμη την αποκλιμάκωση στο μέτωπο των τελωνειακών δασμών που έχει ανοίξει με την Κίνα, μερικές ώρες προτού θεωρητικά τελειώσει η ανακωχή στο πεδίο αυτό ανάμεσα στις δυο δυνάμεις, τις μεγαλύτερες οικονομίες στον πλανήτη.
Η απόφασή του αυτή προκύπτει εν μέρει από τη διήμερη συνάντηση στη Στοκχόλμη στα τέλη Ιουλίου μεταξύ των δύο κυρίαρχων οικονομιών, κατά την οποία και οι δύο πλευρές εξέφρασαν την ιδέα της παράτασης της συμφωνίας, ώστε να καταστεί δυνατή η συνέχιση των συνομιλιών.
Στις 11 Αυγούστου, λίγο πριν την υπογραφή του διατάγματος με το οποίο επικύρωσε τη νέα τρίμηνη αναστολή, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ιδιαίτερα ικανοποιημένος από τις εμπορικές σχέσεις της χώρας του με την Κίνα, αναφερόμενους στους δασμούς που έχουν ήδη τεθεί σε ισχύ. Οι αμερικανικοί δασμοί στα κινεζικά προϊόντα ανέρχονται στο 30%, ενώ οι κινεζικοί στις αμερικανικές εισαγωγές στο 10%, ποσοστά που διαμορφώθηκαν μετά από μία μακρά περίοδο αντιπαράθεσης, με τους επαπειλούμενους δασμούς να φτάνουν μέχρι και το 145% από την αμερικανική πλευρά και το 125% από την κινεζική.
Η νέα παράταση μέχρι τον Νοέμβριο επιτρέπει δυνητικά και μια συνάντηση μεταξύ των δύο ηγετών, αν και ο Τραμπ δηλώνει ότι δεν επιδιώκει κάτι τέτοιο.
«Μπορεί να πάω στην Κίνα, αλλά μόνο κατόπιν πρόσκλησης του Προέδρου Σι, η οποία έχει ήδη εκδοθεί. Διαφορετικά, δεν έχω κανένα ενδιαφέρον!» δήλωσε σε ανάρτησή του στο Truth Social, στις 28 Ιουλίου.
Αυτό συνέβη λίγο αφότου επιβεβαιώθηκε ότι οι εταιρείες Advanced Micro Devices (AMD) και Nvidia θα επιβαρύνονται με τέλος 15% επί των εσόδων από τις πωλήσεις τσιπ τεχνητής νοημοσύνης (TN) στην Κίνα. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα μπορούσε να εισπράξει περίπου 2,2 δισεκατομμύρια δολάρια από τις πωλήσεις. Η ανακοίνωση δεν συνέβαλε στην άνοδο των αμερικανικών μετοχών, καθώς οι κύριοι δείκτες αναφοράς παρέμειναν στο κόκκινο. Ο δείκτης blue-chip Dow Jones Industrial Average υποχώρησε 0,4%, ενώ ο δείκτης Nasdaq Composite Index, με μεγάλη συμμετοχή εταιρειών τεχνολογίας, και ο ευρύτερος δείκτης S&P 500 υποχώρησαν 0,1%.
Σόγια
Ένας άλλος κρίσιμος τομέας οικονομικών συναλλαγών μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας είναι η σόγια, όπως φάνηκε και από τις εμπορικές διαπραγματεύσεις της Α΄Φάσης, κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ.
Σε ανάρτησή του στο Truth Social στις 10 Αυγούστου, ο πρόεδρος δήλωσε ότι ελπίζει το Πεκίνο να αυξήσει τις αγορές σόγιας από τις ΗΠΑ:
«Η Κίνα ανησυχεί για την έλλειψη σόγιας. Οι εξαιρετικοί αγρότες μας παράγουν την πιο ανθεκτική σόγια. Ελπίζω η Κίνα να τετραπλασιάσει γρήγορα τις παραγγελίες σόγιας. Αυτός είναι επίσης ένας τρόπος για να μειωθεί σημαντικά το εμπορικό έλλειμμα της Κίνας με τις ΗΠΑ. Θα παρέχεται γρήγορη εξυπηρέτηση.»
Το Πεκίνο, στο πλαίσιο μιας βασικής διάταξης της εμπορικής συμφωνίας του 2020, δεσμεύτηκε να αγοράσει αμερικανικά γεωργικά προϊόντα αξίας 32 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσα σε διάστημα δύο ετών, συμπεριλαμβανομένων τεράστιων ποσοτήτων σόγιας. Αν και η συμφωνία δεν προσδιόριζε την ακριβή ποσότητα σόγιας, Αμερικανοί αξιωματούχοι αναφέρουν ότι οι αγορές της Κίνας δεν άγγιξαν τους ευρύτερους στόχους.
Συγκομιδή σόγιας σε αγρόκτημα της Βόρειας Καρολίνας. ΗΠΑ, 29 Νοεμβρίου 2018. (Charles Mostoller/Reuters)
Αν και ο μεγαλύτερος αγοραστής της αμερικανικής σόγιας (η Κίνα αγόρασε 12,64 δισεκατομμύρια δολάρια από τις Ηνωμένες Πολιτείες πέρυσι), οι αγορές της έχουν μειωθεί από το 2022, σύμφωνα με το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Μεξικό είναι ο δεύτερος και τρίτος μεγαλύτερος εισαγωγέας, με συνολικά 2,45 δισεκατομμύρια δολάρια και 2,3 δισεκατομμύρια δολάρια, αντιστοίχως.
Γενικότερα, η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας σόγιας στον κόσμο, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν τα δύο τρίτα των παγκόσμιων εισαγωγών, σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Έρευνας για την Πολιτική Τροφίμων.
Μετά την ανάρτηση του προέδρου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 11 Αυγούστου, οι τιμές της σόγιας σημείωσαν άνοδο: τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης της σόγιας για τον Νοέμβριο κατά 2,3%, ή 0,2275 δολάρια, στα 10,1025 δολάρια ανά μπούσελ στο Χρηματιστήριο Σικάγου.
Τι δηλώνει ο Λευκός Οίκος
Οι επιθετικές εμπορικές διαπραγματεύσεις των ΗΠΑ στοχεύουν στην αλλαγή της παγκόσμιας οικονομικής δυναμικής. Ο Τραμπ και η ομάδα του προσπαθούν να ξαναφέρουν τις Ηνωμένες Πολιτείες στην πρωθύστερη ηγετική τους θέση του κορυφαίου κατασκευαστή, ενθαρρύνοντας παράλληλα την Κίνα να μεταβεί από μια κυρίαρχη εξαγωγική οικονομία σε μια οικονομία που βασίζεται περισσότερο στην κατανάλωση.
Σύμφωνα με το Γραφείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ, το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Κίνα ανήλθε στα 295,5 δισεκατομμύρια δολάρια πέρυσι, σημειώνοντας αύξηση 5,7% σε σχέση με το 2023. Τα νέα στοιχεία του Γραφείου Οικονομικής Ανάλυσης δείχνουν ότι το εμπορικό έλλειμμα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας μειώθηκε σε 9,4 δισεκατομμύρια δολάρια τον Ιούνιο, από 13,94 δισεκατομμύρια δολάρια τον Μάιο.
Τον περασμένο μήνα, μια αμερικανική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον υπουργό Οικονομικών Σκοτ Μπέσσεντ και τον εμπορικό εκπρόσωπο Τζέημσον Γκρηρ συναντήθηκε με τους Κινέζους ομολόγους τους στη Στοκχόλμη για δύο ημέρες. Σε συνέντευξη Τύπου μετά τη συνάντηση, οι Μπέσσεντ και Γκρηρ ανέφεραν ότι εξετάζεται η δυνατότητα νέας παράτασης 90 ημερών και ότι η τελική απόφαση θα ληφθεί από τον πρόεδρο.
Από την πλευρά του, ο Μπέσσεντ δήλωσε αισιόδοξος: «Πιστεύω ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια συμφωνία. Υπάρχουν ακόμα μερικές τεχνικές λεπτομέρειες που πρέπει να διευθετηθούν από την κινεζική πλευρά. […] Πιστεύω ότι θα γίνει, αλλά δεν είναι 100% σίγουρο», παρατήρησε σε συνέντευξή του στο πρόγραμμα «Squawk Box» του CNBC, στις 31 Ιουλίου.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Αμερικανό πρόεδρο, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να επιβληθούν πρόσθετοι δασμοί στην Κίνα.
«Μπορεί να συμβεί […] Δεν μπορώ να σας πω ακόμα», δήλωσε ο Τραμπ στους δημοσιογράφους σε συνέντευξη Τύπου στις 6 Αυγούστου. «Το κάναμε με την Ινδία. Πιθανόν να το κάνουμε και με μερικές άλλες χώρες. Μία από αυτές μπορεί να είναι η Κίνα».
Συγκεκριμένα για τους δασμούς επί των ινδικών εισαγωγών, προσαυξήθηκαν κατά 25%, φθάνοντας συνολικά το 50%, με αιτιολόγηση της αύξησης τη στάση της Ινδίας απέναντι στο ρωσικό πετρέλαιο. Σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, οι ογκώδεις ποσότητες που προμηθεύεται η χώρα από τη Ρωσία συμβάλλουν στην παράταση του πολέμου στην Ουκρανία, αφού παρέχουν ζωτική οικονομική στήριξη στη Μόσχα.
Σύμφωνα με το Yale Budget Lab, στις 7 Αυγούστου, ο τρέχων συνολικός μέσος πραγματικός δασμολογικός συντελεστής ήταν 18,6%, ο υψηλότερος από το 1933. Τα πρόσφατα στοιχεία της Daily Treasury Statement αποκαλύπτουν ότι η αμερικανική κυβέρνηση έχει αποκομίσει περισσότερα από 154 δισεκατομμύρια δολάρια από δασμούς κατά το τρέχον οικονομικό έτος.
Τα τελευταία χρόνια, ακόμη και πριν από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, το Πεκίνο έχει αντιληφθεί το εξής: ότι η κινεζική οικονομία έχει άμεση ανάγκη από ξένες επενδύσεις και επιχειρηματικά συμφέροντα.
Επί χρόνια, οι Κινέζοι αξιωματούχοι συμπεριφέρονταν σαν να έχουν το πάνω χέρι. Θεωρούσαν, όχι λανθασμένα, ότι οι ξένοι επενδυτές θα υπέμεναν πολλά προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στην τεράστια κινεζική αγορά.
Έτσι, επέβαλλαν αυστηρούς όρους σε αμερικανικές, ευρωπαϊκές και ιαπωνικές εταιρείες: πολύπλοκη γραφειοκρατία, αδιαφορία για την εφαρμογή των νόμων περί πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά κυρίως την υποχρέωση κάθε ξένης εταιρείας να συνεργάζεται με εγχώριο εταίρο, αποκαλύπτοντας τεχνογνωσία και εμπορικά μυστικά. Οι πρακτικές αυτές βρέθηκαν στο επίκεντρο των κυριότερων παραπόνων της κυβέρνησης Τραμπ την περίοδο 2018-2019.
Το κινεζικό καθεστώς δεν άλλαξε πορεία τότε, ωστόσο η αποχώρηση ξένων κεφαλαίων οδήγησε τελικά τις Αρχές του Πεκίνου να αναπροσαρμόσουν σταδιακά τη στάση τους – μια τάση που έχει γίνει ιδιαίτερα εμφανής τις τελευταίες εβδομάδες.
Σε μικρό χρονικό διάστημα, ανακοινώθηκαν μέτρα για την προστασία των ξένων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και το καλοκαίρι θεσπίστηκαν φορολογικά κίνητρα έως και 10% για όσες ξένες επιχειρήσεις επανεπενδύσουν τα κέρδη τους στην Κίνα.
Τον επόμενο μήνα, επτά βασικές κρατικές υπηρεσίες – ανάμεσά τους η Εθνική Επιτροπή Ανάπτυξης και Μεταρρυθμίσεων, το υπουργείο Οικονομικών και η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας – συνυπέγραψαν ανακοίνωση για την εφαρμογή μέτρων ενίσχυσης των επαναεπενδύσεων από ξένες εταιρείες. Όλες αυτές οι νέες πρωτοβουλίες εμφανίζονται εξαιρετικά φιλόξενες για τα διεθνή κεφάλαια και τις επιχειρήσεις του εξωτερικού.
Πλέον, οι τοπικές κυβερνήσεις οφείλουν να καταγράφουν και να στηρίζουν τις ξένες επενδύσεις, με διευρυμένο ορισμό των δικαιούχων. Οι νέοι κανονισμοί αποσκοπούν στη μείωση του κόστους των ξένων αναπτύξεων, με ευκολότερη πρόσβαση σε βιομηχανική γη, συμφωνίες μίσθωσης με δυνατότητα εξαγοράς και ευέλικτη μεταβίβαση γης.
Οι εποπτικές Αρχές καλούνται να επιταχύνουν και να απλοποιήσουν τη διαδικασία έγκρισης έργων, ιδίως για επενδύσεις που επωφελούνται από τις πρόσφατες φοροελαφρύνσεις – μέτρα που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα κερδοφορίας, μεταξύ των οποίων και συναλλαγματικά κέρδη.
Οι κινήσεις αυτές είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη σοβαρή μείωση των ξένων επενδύσεων τα τελευταία χρόνια. Απογοητευμένες από τις καταχρηστικές πρακτικές του Πεκίνου και επηρεασμένες από τη δυσπιστία που επικρατεί σε Ουάσιγκτον, Βρυξέλλες και Τόκυο για τις εμπορικές σχέσεις με την Κίνα, πολλές ξένες εταιρείες αποσύρονται από τη χώρα.
Το 2023, καταγράφηκε καθαρή εκροή ξένων κεφαλαίων, ενώ κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025, οι ξένες επενδύσεις σημείωσαν πτώση 15,2% σε σύγκριση με τα ήδη πεσμένα επίπεδα του 2024. Αυξημένες επενδύσεις παρατηρούνται σε ορισμένους κλάδους – ηλεκτρονικό εμπόριο, φαρμακευτικά προϊόντα, αεροδιαστημικός εξοπλισμός, ιατρικές συσκευές – όμως δεν αρκούν για να αντισταθμίσουν τη συνολική πτωτική τάση.
Οι οικονομικές συνέπειες της μείωσης αυτής είναι προφανείς – επηρεάζουν όχι μόνο τις εξαγωγές, αλλά το σύνολο της κινεζικής οικονομίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ίδιου του Πεκίνου, οι επιχειρήσεις με ξένα κεφάλαια συνεισφέρουν το 20-30% του κινεζικού ΑΕΠ.
Παρότι οι πρόσφατες γενναίες παραχωρήσεις ίσως προκαλέσουν θετική ανταπόκριση από επιχειρήσεις των ΗΠΑ, της Ευρώπης, της Ιαπωνίας και άλλων αγορών, είναι αμφίβολο αν η Κίνα θα ανακτήσει ξανά τον ρόλο του πρώτου προορισμού για τις διεθνείς επενδύσεις.
Οι άνθρωποι της αγοράς δεν ξεχνούν εύκολα προγενέστερες καταχρηστικές πρακτικές και ανησυχούν ότι η πρόσφατη στροφή φιλικότητας του Πεκίνου μπορεί εύκολα να ανατραπεί αν αλλάξουν οι συνθήκες. Γνωρίζουν επίσης πως η αυξημένη ανταπόκριση στα νέα κίνητρα θα ενισχύσει την έκθεσή τους, κάνοντάς τους ευάλωτους σε ενδεχόμενες πολιτικές ανατροπές.
Τέλος, τα τελευταία χρόνια, πολλοί μάνατζερ έχουν διαπιστώσει ότι υπάρχουν ασφαλέστερες επενδυτικές ευκαιρίες σε άλλες περιοχές της Ασίας και στη Λατινική Αμερική. Επομένως, είναι πολύ πιθανό να κινηθούν με αυξημένη επιφύλαξη.
Η Ινδία ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπη με μια δύσκολη επιλογή ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία, καθώς η κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, αυξάνει την πίεση για τον περιορισμό των ενεργειακών της σχέσεων με τη Μόσχα.
Με εκτελεστικό διάταγμα της 6ης Αυγούστου, ο Αμερικανός πρόεδρος αύξησε τους τελωνειακούς δασμούς σε ινδικά προϊόντα που εισάγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες στο 50%. Ο Λευκός Οίκος αιτιολόγησε την απόφαση επικαλούμενος τη συνέχιση των εισαγωγών ρωσικού αργού πετρελαίου από την Ινδία, υποστηρίζοντας ότι συμβάλλουν στη χρηματοδότηση της ρωσικής στρατιωτικής δραστηριότητας στην Ανατολική Ευρώπη.
Παρότι το Νέο Δελχί έχει εκφράσει την αντίθεσή του στις νέες δασμολογικές επιβαρύνσεις, η Ουάσιγκτον επιμένει ότι η ενεργειακή συνεργασία Ινδίας-Ρωσίας ενισχύει τη ρωσική οικονομία και δυσχεραίνει τις προσπάθειες επίλυσης της σύρραξης στην Ουκρανία.
Σε τηλεοπτική του συνέντευξη στο CNBC, στις 5 Αυγούστου, ο Τραμπ δήλωσε ότι οι ινδικές αγορές ρωσικού πετρελαίου «τροφοδοτούν την πολεμική μηχανή» της Μόσχας. Οικονομολόγοι της ING σχολίασαν την ίδια ημέρα ότι δεν είναι σαφές εάν ο απώτερος στόχος των ΗΠΑ είναι η επιβολή δευτερογενών κυρώσεων στην Ινδία ή εάν πρόκειται για μοχλό πίεσης ώστε η χώρα να ανοίξει την αγορά της σε αμερικανικά γεωργικά προϊόντα ή να δεσμευτεί για εισαγωγές ενέργειας από τις ΗΠΑ.
Ενίσχυση εμπορικών σχέσεων Ινδίας–Ρωσίας
Η Ινδία έχει εξελιχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της Ρωσίας, με το διμερές εμπόριο να προσεγγίζει τα 69 δισ. δολάρια ετησίως. Η ραγδαία αύξηση αποδίδεται κυρίως στις ενεργειακές συναλλαγές: από περίπου 1 δισ. δολάρια ετησίως πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι ινδικές εισαγωγές ρωσικού αργού ανήλθαν σε 25,5 δισ. δολάρια το 2022, 48,6 δισ. το 2023 και 52,7 δισ. το 2024, σύμφωνα με τα στοιχεία της βάσης δεδομένων Comtrade των Ηνωμένων Εθνών.
Επιπλέον, η Ινδία απορροφά το 19% των ρωσικών εξαγωγών άνθρακα από τον Δεκέμβριο του 2022, ενώ εκτιμήσεις του ινδικού ινστιτούτου Observer Research Foundation αναφέρουν ότι το Νέο Δελχί καλύπτει πάνω από το ένα τρίτο των εξαγωγών ρωσικού πετρελαίου, δεύτερο μετά από την Κίνα, η οποία εισάγει περίπου το 50%.
Μόνο στο πρώτο εξάμηνο του 2025, οι ινδικές εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο στα 1,75 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως.
Διυλιστήριο της Gazprom Neft στο Ομσκ. Ρωσία, 10 Φεβρουαρίου 2020. (Alexey Malgavko/Reuters)
Η επιβολή πλαφόν τιμής στα 60 δολάρια ανά βαρέλι από την Ομάδα των Επτά (G7) και την Ευρωπαϊκή Ένωση επέτρεψε σε χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα να αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο με έκπτωση. Ωστόσο, καθώς οι διεθνείς αγορές πετρελαίου έχουν σταθεροποιηθεί, το όφελος για την Ινδία έχει περιοριστεί. Η τιμή του Brent – διεθνές σημείο αναφοράς για το πετρέλαιο – διαμορφώνεται σήμερα στα περίπου 68 δολάρια ανά βαρέλι στο ICE Futures του Λονδίνου, καταγράφοντας πτώση 9% από τις αρχές του έτους.
Αναλυτές εκτιμούν ότι η G7 και η ΕΕ εξετάζουν την πιθανότητα περαιτέρω μείωσης του πλαφόν, ώστε να ενταθεί η πίεση στη Μόσχα.
Η ανάγκη ενεργειακής ασφάλειας
Η Ινδία καλύπτει σχεδόν το σύνολο των ενεργειακών της αναγκών μέσω εισαγωγών. Η διαχρονική στρατηγική της εξωτερικής της πολιτικής έχει στηριχθεί στην ισορροπία σχέσεων με τις μεγάλες δυνάμεις – ΗΠΑ και Κίνα – χωρίς δέσμευση σε συμμαχίες.
Καθώς το πλαφόν της G7 δεν συνιστά καθολική απαγόρευση, χώρες που δεν συμμετέχουν – όπως η Ινδία – δεν υποχρεούνται να σταματήσουν τις αγορές ρωσικού πετρελαίου.
Ινδοί αξιωματούχοι τόνισαν πως οι αυξημένες αγορές από τη Ρωσία κατέστησαν αναγκαίες όταν οι προμήθειες από παραδοσιακούς προμηθευτές διοχετεύθηκαν στην Ευρώπη. Εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Ινδίας ανέφερε στις 5 Αυγούστου ότι η χώρα αναγκάστηκε να στραφεί στη ρωσική αγορά για να εξασφαλίσει επαρκή και οικονομικά προσιτή ενέργεια για τον πληθυσμό της, ο οποίος ανέρχεται σε 1,46 δισεκατομμύρια.
Παρά τη σταθεροποίηση των τιμών του πετρελαίου κάτω από τα προπολεμικά επίπεδα, τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η Ινδία δεν έχει μειώσει τη ζήτηση για ρωσική ενέργεια. Σύμφωνα με ανάλυση του Observer Research Foundation, ινδικά διυλιστήρια έχουν αυξήσει τις εισαγωγές ρωσικού αργού, χωρίς ενδείξεις ανησυχίας από την πολιτική ηγεσία.
Οι ΗΠΑ έχουν κατηγορήσει την Ινδία για μεταπώληση ρωσικού πετρελαίου στη διεθνή αγορά, αποκομίζοντας κέρδη και ενισχύοντας έμμεσα τη ρωσική οικονομία. Στο εκτελεστικό διάταγμα της 6ης Αυγούστου αναφέρεται ότι η Ινδία, μέσω της μεταπώλησης, «επιτρέπει επιπλέον χρηματοδότηση της επιθετικότητας της Ρωσικής Ομοσπονδίας».
Εμπόριο με ΗΠΑ και Ρωσία
Οι εμπορικοί δεσμοί Ινδίας–Ρωσίας είχαν αρχίσει να ενισχύονται ήδη πριν τον πόλεμο. Τον Δεκέμβριο του 2021, οι πρόεδροι Πούτιν και Μόντι υπέγραψαν σειρά συμφωνιών σε τομείς όπως το εμπόριο και η άμυνα. Τον Ιούλιο του 2024 ακολούθησαν εννέα ακόμη συμφωνίες, που κάλυπταν από την έρευνα έως την κλιματική πολιτική.
Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν κομβικής σημασίας για την ινδική οικονομία. Ο διμερής όγκος εμπορίου ΗΠΑ–Ινδίας ανήλθε σε περίπου 212 δισ. δολάρια, με την Ινδία να διατηρεί πλεόνασμα. Ο Τραμπ έχει κατ’ επανάληψη επικρίνει τους ινδικούς δασμούς, χαρακτηρίζοντάς τους «υπερβολικούς» και «ενοχλητικούς».
Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social την περασμένη εβδομάδα, ο Αμερικανός πρόεδρος υποστήριξε ότι «δεν έχουμε κάνει ουσιαστικό εμπόριο με την Ινδία – οι δασμοί τους είναι εξαιρετικά υψηλοί, από τους υψηλότερους παγκοσμίως».
Σύμφωνα με το Γραφείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ, το εμπορικό έλλειμμα αγαθών με την Ινδία ανήλθε σε σχεδόν 46 δισ. δολάρια το 2024, αυξημένο κατά 5,9% σε σχέση με το 2023.
Η Ντιπάλι Μπαρκάβα, επικεφαλής ανάλυσης για την Ασία και τον Ειρηνικό στην ING, εκτίμησε ότι οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αντιστοιχούν περίπου στο 18% του συνόλου των ινδικών εξαγωγών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τη Ρωσία δεν ξεπερνά το 1%. Όπως σημείωσε σε ανάλυσή της, στις 6 Αυγούστου, το αυξημένο δασμολογικό καθεστώς «θα μπορούσε να επηρεάσει ουσιαστικά την ανάπτυξη του ΑΕΠ».
Στο δεύτερο τρίμηνο του 2025, η ανάπτυξη του ινδικού ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 7,4%, από 6,4% στο πρώτο τρίμηνο. Οι πρώιμες εκτιμήσεις δείχνουν ότι η τάση θα συνεχιστεί και το τρίτο τρίμηνο.
Η Μπαρκάβα εκτίμησε ότι οι δύο χώρες θα συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις και δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο η Ινδία να μειώσει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου με αντάλλαγμα χαμηλότερους δασμούς. Παράλληλα, προειδοποίησε ότι η επενδυτική εμπιστοσύνη προς την Ινδία, εσωτερικά και διεθνώς, ενδέχεται να αποδυναμωθεί, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει την Κεντρική Τράπεζα της Ινδίας σε μείωση των επιτοκίων πριν το τέλος του έτους.
Η εφημερίδα The Epoch Times έχει ζητήσει επίσημο σχόλιο από την ινδική κυβέρνηση.
Σε ισχύ τέθηκαν από τα μεσάνυχτα της 7ης Αυγούστου οι νέοι δασμοί που αποφάσισε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ εις βάρος δεκάδων χωρών, στο πλαίσιο του αναθεωρημένου εμπορικού του δόγματος. Η εφαρμογή του μέτρου είχε αρχικά οριστεί για την 1η Αυγούστου, ωστόσο αναβλήθηκε κατά μία εβδομάδα, προκειμένου να οριστικοποιηθεί το σχετικό ρυθμιστικό πλαίσιο.
Βάσει της σχετικής προεδρικής εντολής, σχεδόν 70 εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ θα αντιμετωπίζουν δασμούς που θα κυμαίνονται από 10% έως 41%. Εξαίρεση αποτελούν προϊόντα που είχαν ήδη αποσταλεί προς αμερικανικά λιμάνια πριν από την ημερομηνία εφαρμογής και θα εισέλθουν στη χώρα για κατανάλωση έως τις 5 Οκτωβρίου.
Ιδιαίτερη πρόβλεψη υπάρχει για τα προϊόντα διαμετακόμισης, δηλαδή αγαθά που παράγονται σε μία χώρα και επαναδρομολογούνται μέσω τρίτης χώρας για να αποφύγουν δασμούς. Για αυτά προβλέπεται επιβάρυνση εισαγωγής 40% καθώς και επιπλέον πρόστιμα, σύμφωνα με το διάταγμα.
Η εντολή του Τραμπ καθιερώνει και επισήμως τους λεγόμενους «ανταποδοτικούς δασμούς», που είχε εξαγγείλει τέσσερις μήνες νωρίτερα, αλλά ήταν σε αναστολή 90 ημερών για την προώθηση διαπραγματεύσεων. Σε αυτό το διάστημα, ο Λευκός Οίκος απέστειλε επιστολές σε πολλούς ξένους ηγέτες – οι οποίες δημοσιεύθηκαν και στην πλατφόρμα Truth Social – ενώ έχει συνάψει νέες εμπορικές συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα.
Αναφερόμενος στις ανησυχίες για τις επιπτώσεις στην επιχειρηματική δραστηριότητα και τις παγκόσμιες εμπορικές ροές, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσσεντ, υποστήριξε σε συνέντευξή του στο CNBC στις 29 Ιουλίου ότι δεν πρόκειται για «το τέλος του κόσμου». Σύμφωνα με τον ίδιο, οι προσωρινοί αυτοί δασμοί θα μπορούσαν να διατηρηθούν για «λίγες ημέρες ή εβδομάδες», εφόσον οι εμπλεκόμενες χώρες διαπραγματεύονται καλή τη πίστει.
Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος Εμπορίου των ΗΠΑ, Τζέημσον Γκρηρ, δήλωσε στις 3 Αυγούστου στο δίκτυο CBS ότι οι τρέχοντες δασμοί «είναι σε μεγάλο βαθμό οριστικοί» και δεν αναμένεται να μειωθούν σύντομα. Ωστόσο, ανέφερε ότι οι ξένες κυβερνήσεις μπορούν ακόμη να επικοινωνήσουν με την Ουάσιγκτον και να επιδιώξουν καλύτερες συμφωνίες. Κατά την άποψή του, «ο κόσμος βλέπει πλέον καθαρά τα βασικά χαρακτηριστικά της δασμολογικής πολιτικής του προέδρου».
Σύμφωνα με στοιχεία του Yale Budget Lab, ο μέσος αποτελεσματικός δασμός στις ΗΠΑ ανέρχεται πλέον στο 18,3% – το υψηλότερο ποσοστό από το 1934.
Προαναγγελία επιπλέον μέτρων
Ο πρόεδρος Τραμπ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο για περαιτέρω επιβολή δασμών. Όπως δήλωσε στις 6 Αυγούστου, οι δασμοί που αφορούν ημιαγωγούς και υπολογιστικά μικροκυκλώματα θα φτάσουν «περίπου το 100%». Διευκρίνισε, πάντως, ότι επιχειρήσεις που κατασκευάζουν εντός των ΗΠΑ δεν θα υπόκεινται σε επιβαρύνσεις, ακόμα κι αν η παραγωγή τους δεν έχει ακόμα ξεκινήσει. Δεν διευκρινίστηκε πότε θα τεθούν σε ισχύ οι συγκεκριμένοι δασμοί.
Παράλληλα, ο πρόεδρος επιβεβαίωσε ότι θα επιβληθούν δασμοί και σε φαρμακευτικά προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον ίδιο, στην αρχική φάση θα εφαρμόζεται ένας «μικρός δασμός», ενώ μετά από ένα έτος και πλέον, προβλέπεται «ανώτατος» δασμός που μπορεί να φτάσει έως και το 250%. Όπως ανέφερε, στόχος είναι η επανεγκατάσταση της φαρμακευτικής παραγωγής εντός των ΗΠΑ.
Φάρμακα σε φαρμακείο στο Λος Άντζελες. Καλιφόρνια, ΗΠΑ, 12 Μαΐου 2025. (Eric Thayer/Getty Images)
Λίγες ώρες πριν από την έναρξη ισχύος των μέτρων, ο Τραμπ υπέγραψε προεδρικό διάταγμα με το οποίο επιβάλλεται επιπλέον δασμός 25% σε προϊόντα από την Ινδία, ανεβάζοντας τη συνολική επιβάρυνση στο 50% – το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών που πλήττονται από τα νέα μέτρα.
Στην αιτιολόγηση του διατάγματος, αναφέρεται ότι η ινδική κυβέρνηση «εισάγει άμεσα ή έμμεσα πετρέλαιο από τη Ρωσική Ομοσπονδία». Η Ουάσιγκτον έχει εντείνει τις πιέσεις προς τη Μόσχα για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ ο Τραμπ – παρότι χαρακτήρισε τον Ινδό πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι «φίλο» – ζήτησε από το Νέο Δελχί να περιορίσει τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, οι ινδικές εισαγωγές ρωσικού αργού πετρελαίου ανήλθαν σχεδόν στα 53 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024, έναντι μόλις 1 δισεκατομμυρίου πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η Ινδία είναι πλέον ο δεύτερος μεγαλύτερος πελάτης ρωσικού πετρελαίου, απορροφώντας πάνω από το ένα τρίτο των εξαγωγών αργού της Μόσχας.
Την ίδια στιγμή, οι διαπραγματεύσεις με τον Καναδά και το Μεξικό δεν έχουν ακόμη αποδώσει καρπούς. Ο Τραμπ συμφώνησε πρόσφατα σε παράταση 90 ημερών για να μην αυξηθούν οι δασμοί στο Μεξικό, διατηρώντας ωστόσο τους ισχύοντες: 50% σε χάλυβα, αλουμίνιο και χαλκό, και 25% σε αυτοκίνητα.
Την 1η Αυγούστου, οι ΗΠΑ αύξησαν τους δασμούς στα μη συμμορφούμενα προς τη συμφωνία USMCA καναδικά προϊόντα από 25% σε 35%, ενώ επιβλήθηκε και επιπλέον δασμός 40% για προϊόντα διαμετακόμισης από τον Καναδά.
Ανάμεικτες αντιδράσεις στις αγορές
Παρά την ένταση γύρω από τη δασμολογική πολιτική, οι αμερικανικές χρηματιστηριακές αγορές κατέγραψαν άνοδο στις 6 Αυγούστου, λίγο πριν την εφαρμογή των νέων μέτρων.
Ο δείκτης Nasdaq ενισχύθηκε κατά 1,2% (253 μονάδες) και έκλεισε στις 21.169 μονάδες, ενώ ο Dow Jones σημείωσε μικρή άνοδο 0,18% (81 μονάδες), φτάνοντας στις 44.193. Ο ευρύτερος δείκτης S&P 500 κινήθηκε επίσης ανοδικά κατά 0,73% (46 μονάδες), στις 6.345 μονάδες.
Αναλυτές επισημαίνουν ότι ενώ οι αρχικές εξαγγελίες των δασμών είχαν προκαλέσει πτώση στις αγορές, πλέον υπάρχει μεγαλύτερη αισιοδοξία για την κατεύθυνση των εμπορικών σχέσεων. Ο Ντέηβιντ Μίλλερ, επικεφαλής επενδύσεων στην Catalyst Funds, εκτίμησε – σε σχόλιό του προς την εφημερίδα The Epoch Times – ότι η τρέχουσα δασμολογική στρατηγική ενδέχεται να λειτουργήσει «καθαρά θετικά» για την οικονομία και τις αγορές. Κατά τον ίδιο, η στροφή αυτή συνοδεύεται από ισχυρές εμπορικές συμφωνίες, περισσότερη αμοιβαιότητα και δεσμεύσεις επενδύσεων ύψους τρισεκατομμυρίων δολαρίων εντός των ΗΠΑ.
Την ίδια ώρα, το δολάριο δεν κατάφερε να διατηρήσει την ορμή που είχε πριν από την έναρξη του Αυγούστου. Ο δείκτης δολαρίου (DXY), που το συγκρίνει με άλλα βασικά νομίσματα όπως το γεν και η στερλίνα, υποχώρησε κατά 0,6% – με συνολική πτώση 9,5% από την αρχή του έτους.
Την αυξανόμενη ευαλωτότητα της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών λόγω της εξάρτησής τους από την Κίνα για βασικά αγαθά επισημαίνει σε πρόσφατη προειδοποίησή της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), αναφέροντας ότι αμφότερες διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο διαταραχών στην αλυσίδα εφοδιασμού, ιδίως σε τομείς όπως η ενέργεια, η υγεία και οι ψηφιακές τεχνολογίες.
Σε περίληψη δελτίου που δημοσιεύθηκε στις 5 Αυγούστου, οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ υπογράμμισαν πως ακόμη και ήπιες διαταραχές σε αυτές τις κρίσιμες εξαρτήσεις μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις.
«Παρότι οι κρίσιμες εξαρτήσεις αποτελούν μικρό τμήμα του συνολικού εμπορίου και των εισροών στην παραγωγή, κάθε διαταραχή στον εφοδιασμό τους συνεπάγεται δυσανάλογα υψηλό οικονομικό κόστος λόγω της χαμηλής δυνατότητας υποκατάστασής τους», σημείωσαν χαρακτηριστικά.
Η ανάλυση της ΕΚΤ επισημαίνει πως η απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου από τη δεκαετία του 1990, παρότι τόνωσε την αποδοτικότητα, επέτρεψε και σε χώρες όπως η Κίνα να κυριαρχήσουν σε σημαντικά ορυκτά.
Ως συνέπεια αυτού, Ευρώπη και ΗΠΑ έχουν καταστεί σε υψηλό βαθμό εξαρτημένες από εισαγόμενες πρώτες ύλες, κάτι που οδηγεί σε στρατηγικές αδυναμίες.
«Αυτές οι εξαρτήσεις εγκυμονούν στρατηγικές ευπάθειες, καθώς ενδεχόμενη διατάραξή τους από γεωπολιτικούς αντιπάλους μπορεί να επιφέρει σημαντικά οικονομικά πλήγματα», αναφέρουν οι οικονομολόγοι.
Το δελτίο αναφέρει πως περίπου το 30% των κρίσιμων εισαγωγών της Ευρώπης από την Κίνα – συμπεριλαμβανομένων των σπανίων γαιών, των αντιβιοτικών και των ηλεκτρονικών ειδών ευρείας κατανάλωσης – ανήκει στην κατηγορία των «μοναδικών σημείων αποτυχίας», δηλαδή προϊόντων για τα οποία υπάρχουν ελάχιστοι ή καθόλου εναλλακτικοί προμηθευτές. Η εξάρτηση είναι ακόμη μεγαλύτερη στις ΗΠΑ, όπου περίπου το 40% των κρίσιμων εισροών προέρχεται από την Κίνα.
Σε αντιδιαστολή με τη Δύση, η Κίνα έχει μειώσει δραστικά τη δική της εξάρτηση από εισαγόμενα δυτικά προϊόντα, μέσω σειράς βιομηχανικών πολιτικών, μεταξύ των οποίων και η πρωτοβουλία «Made in China 2025». Παράλληλα, υλοποιεί στρατηγική «οικονομικού οχυρού» για να αντέξει τυχόν εξωτερικούς κραδασμούς.
Η κυριαρχία της Κίνας εντοπίζεται κυρίως στις στρατηγικές πρώτες ύλες, αφού ραφινάρει περίπου το 73% του παγκόσμιου κοβαλτίου και το 40% του λιθίου, ενώ ελέγχει πάνω από το 95% της παγκόσμιας παραγωγής σπανίων γαιών – υλικά ζωτικά για τα ηλεκτρικά οχήματα, τα συστήματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τις τεχνολογίες άμυνας αιχμής.
Η ΕΚΤ εκφράζει έντονη ανησυχία για το πλήγμα που θα μπορούσε να προκαλέσει οποιοσδήποτε «σοκ» στον εφοδιασμό, παρά το ότι τα αντίστοιχα αγαθά αντιπροσωπεύουν μικρό μόνο μέρος του συνολικού εμπορίου.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, οι απώλειες τελικής ζήτησης στη ζώνη του ευρώ έχουν δεκαπλασιαστεί από το 1995, φθάνοντας σήμερα το 0,41%, ενώ αντίστοιχα στις ΗΠΑ ανέρχονται σε 0,32%.
Όπως διευκρινίζουν οι συντάκτες, «απώλειες τελικής ζήτησης σημαίνουν αρνητικές επιπτώσεις στη συνολική δαπάνη νοικοκυριών, επιχειρήσεων και Δημοσίου, με την πτώση να αποτυπώνει συνολικό πλήγμα στην παραγωγή και την κατανάλωση».
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής βρίσκονται αντιμέτωποι με το δίλημμα μεταξύ ενίσχυσης της ανθεκτικότητας των εφοδιαστικών αλυσίδων και διατήρησης των πλεονεκτημάτων του οικονομικού ανοίγματος.
Η έκθεση εισηγείται στοχευμένες και συντονισμένες στρατηγικές «μείωσης κινδύνου» (de-risking) αντί για οριζόντιο προστατευτισμό, ώστε να αντιμετωπίζονται συγκεκριμένες ευπάθειες χωρίς να θυσιάζονται τα οφέλη της διεθνούς ολοκλήρωσης.
Απαντώντας στις προκλήσεις αυτές, οι ΗΠΑ έχουν ήδη ξεκινήσει να λαμβάνουν μέτρα για τη μείωση της εξάρτησής τους από κινεζικές εφοδιαστικές αλυσίδες, σε μια διαδικασία που ξεκίνησε επί της πρώτης προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ.
Ένας φορτωτής μεταφέρει χώμα που περιέχει ορυκτά σπάνιων γαιών σε λιμάνι στο Λιανγιουνγκάνγκ, στην επαρχία Τζιανγκσού. Κίνα, 5 Σεπτεμβρίου 2010. (AFP μέσω Getty Images)
Τον Σεπτέμβριο του 2020, ο Τραμπ υπέγραψε προεδρική εντολή με την οποία κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για την εθνική εξάρτηση από κρίσιμα ορυκτά, περιλαμβανομένων των σπανίων γαιών, του γαλλίου και του γραφίτη, εγκαινιάζοντας ταχύτερες διαδικασίες αδειοδότησης, ενδεχόμενη επιβολή δασμών ή ποσοστώσεων, αλλά και ενίσχυση των εγχώριων δυνατοτήτων εξόρυξης και επεξεργασίας.
Οι προσπάθειες αυτές συνεχίστηκαν και επί προεδρίας Τζο Μπάιντεν, ο οποίος το 2022 υπέγραψε τον νόμο Chips and Science Act, σηματοδοτώντας σημαντικό βήμα για την ενίσχυση της αμερικανικής βιομηχανίας ημιαγωγών, μέσω χορήγησης 52 δισ. δολαρίων σε επιδοτήσεις και φορολογικά κίνητρα για τη στήριξη της εγχώριας παραγωγής και έρευνας, με απώτερο στόχο τη μείωση της εξάρτησης από ξένους κατασκευαστές, κυρίως στην Κίνα και την Ταϊβάν.
Περαιτέρω πρωτοβουλίες ελήφθησαν και με νέα προεδρική εντολή, τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, που ενεργοποίησε τον Νόμο για την Αμυντική Παραγωγή (Defense Production Act), προσφέροντας ώθηση στην εγχώρια παραγωγή λιθίου, κοβαλτίου και άλλων κρίσιμων μεταλλευμάτων που χρησιμοποιούνται σε μπαταρίες και προηγμένα οπλικά συστήματα.
Το Πεντάγωνο. Βιρτζίνια, ΗΠΑ, 2 Απριλίου 2025. (Madalina Vasiliu/The Epoch Times)
Το Πεντάγωνο έχει επίσης δρομολογήσει νέες χρηματοδοτήσεις και σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την ανάπτυξη εγκαταστάσεων παραγωγής μαγνητών σπανίων γαιών και τη διεύρυνση εναλλακτικών προμηθευτών για εξαρτήματα πυραύλων και αεροναυπηγικής.
Παρ’ όλες τις ενισχυμένες προσπάθειες για την επανατοποθέτηση των αμυντικών αλυσίδων εφοδιασμού εκτός Κίνας, αναλυτές προειδοποιούν ότι ο ευρύς έλεγχος που ασκεί το Πεκίνο στη διύλιση και επεξεργασία κρίσιμων υλικών εξακολουθεί να συνιστά σοβαρή πρόκληση.
Η πρόεδρος της Ελβετίας, Καρίν Κέλερ-Σούτερ, και ο υπουργός Οικονομίας, Γκυ Παρμελέν, θα μεταβούν την Τρίτη στην Ουάσιγκτον για συνομιλίες με στόχο την αποτροπή της επιβολής δασμών 39% που ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.
Ο εν λόγω δασμός, που ανακοινώθηκε στις 31 Ιουλίου, αναμένεται να τεθεί σε ισχύ την Πέμπτη και θα επιβάλει στις ελβετικές εταιρείες έναν από τους υψηλότερους φόρους σε εξαγωγές παγκοσμίως.
Μόνο το Λάος, η Μιανμάρ και η Συρία αντιμετωπίζουν υψηλότερα ποσοστά, στο 40% και το 41% αντίστοιχα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση υπόκειται σε δασμούς 15%, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο διαπραγματεύθηκε ποσοστό 10%.
Όπως ανέφερε σε ανακοίνωσή της στις 5 Αυγούστου η ελβετική κυβέρνηση, η Κέλερ-Σούτερ και ο Παρμελέν θα επιδιώξουν άμεσα συναντήσεις με τις αμερικανικές αρχές για να βελτιώσουν τα δεδομένα σχετικά με τους δασμούς που αφορούν την Ελβετία.
Στόχος τους είναι να παρουσιάσουν μια πιο δελεαστική πρόταση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να μειωθεί το ύψος των αμοιβαίων δασμών για τα ελβετικά προϊόντα εξαγωγής, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις αμερικανικές ανησυχίες. Το ομοσπονδιακό συμβούλιο δεν διευκρίνισε ποιοι ακριβώς παράγοντες ή μέλη της αμερικανικής κυβέρνησης θα συμμετάσχουν στις συνομιλίες ούτε αν προβλέπεται κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον ίδιο τον Τραμπ.
Ο οικονομολόγος Χανς Γκέρσμπαχ από το KOF Swiss Economic Institute στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης σχολίασε: «Η ελβετική αντιπροσωπεία θα πρέπει να προσφέρει κάτι ουσιαστικό για να αποσπάσει μείωση του δασμού. Μια μικρή παραχώρηση δεν θα φτάσει· απαιτείται κάτι σημαντικό, το οποίο ο Τραμπ θα μπορέσει να παρουσιάσει στους ψηφοφόρους του ως νίκη των διαπραγματεύσεών του». Πρόσθεσε επίσης: «Είναι ζωτικής σημασίας η Κέλερ-Σούτερ και ο Παρμελέν να συναντηθούν προσωπικά με τον Τραμπ, διότι εκείνος είναι ο άνθρωπος που λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις».
Η ελβετική κυβέρνηση εξέφρασε τη Δευτέρα την ετοιμότητά της να αναθεωρήσει την πρότασή της προς την Ουάσιγκτον ώστε να αποφευχθεί ο βαρύς αυτός δασμός.
Το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο, το συλλογικό όργανο που λειτουργεί ως αρχηγός κράτους της Ελβετίας στα πρότυπα υπουργικού συμβουλίου, συνεδρίασε εκτάκτως τη συγκεκριμένη ημέρα και ανέφερε πως είναι διατεθειμένο να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις και μετά τη διορία της 7ης Αυγούστου.
Δεν αποσαφήνισε, ωστόσο, ποια επιπλέον κίνητρα θα μπορούσαν να δοθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες για την επίτευξη καλύτερης συμφωνίας, διευκρινίζοντας πάντως ότι δεν εξετάζεται το ενδεχόμενο αντιμέτρων εις βάρος των ΗΠΑ.
Ο Παρμελέν, τη Δευτέρα, άφησε να εννοηθεί ότι μία από τις πιθανές παραχωρήσεις θα μπορούσε να είναι η αγορά αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου, ενώ άλλη επιλογή θα ήταν η ενίσχυση των ελβετικών επενδύσεων στις ΗΠΑ.
Όπως τόνισε, «ο δασμός 39% θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την ελβετική οικονομία, δεδομένου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν τη μεγαλύτερη αγορά εξαγωγών για τα ελβετικά φαρμακευτικά προϊόντα, τα μηχανήματα και τα παγκοσμίως φημισμένα ρολόγια».
Ενδεικτικά, η αμερικανική αγορά απορρόφησε το 16,8% των συνολικών εξαγωγών πολυτελών ελβετικών ρολογιών το 2024, με πωλήσεις περίπου 5,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ο Τραμπ δήλωσε την Παρασκευή πως το κύριο πρόβλημα με την Ελβετία είναι το εμπορικό έλλειμμα, υπογραμμίζοντας: «Το ζήτημα είναι ότι έχουμε έλλειμμα 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων με την Ελβετία – είναι μεγάλο έλλειμμα».
Απόψη της Γενεύης. Στο βάθος διακρίνονται κτήρια που φέρουν τα λογότυπα των Vacheron Constantin, Zenith, Baume & Mercier και Breitling. Ελβετίας, 2 Αυγούστου 2025. (Robert Hradil/Getty Images)
Ο σύνδεσμος Econοmy Suisse, που εκπροσωπεί το ελβετικό επιχειρείν, καταδίκασε την επιβολή των δασμών σε ανακοίνωση που εξέδωσε την Παρασκευή, επισημαίνοντας πως «δεν υφίσταται ούτε αιτιολογία ούτε κατανοητός λόγος ώστε η Ελβετία να υπόκειται σε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά δασμών παγκοσμίως». Ο οργανισμός υπενθύμισε: «Η Ελβετία δεν περιορίζει την εισαγωγή αμερικανικών προϊόντων ούτε μέσω δασμών ούτε με άλλους εμπορικούς φραγμούς».
Αξίζει να σημειωθεί πως η Ελβετία είναι ο έκτος μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στις ΗΠΑ, με τις ελβετικές εταιρείες να δημιουργούν περίπου 400.000 θέσεις εργασίας στην αμερικανική οικονομία. Τη Δευτέρα, το χρηματιστήριο της Ζυρίχης άνοιξε με πτώση 1,9%, σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg.
Ο κορυφαίος οικονομολόγος του οίκου αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας Moody’s Analytics προειδοποίησε ότι η αμερικανική οικονομία θα μπορούσε να εισέλθει σύντομα σε ύφεση.
«Η οικονομία βρίσκεται στο χείλος της ύφεσης. Αυτό είναι το σαφές συμπέρασμα από τα οικονομικά στοιχεία της περασμένης εβδομάδας. Οι καταναλωτικές δαπάνες έχουν στασιμοποιηθεί, οι κατασκευές και η μεταποίηση συρρικνώνονται, ενώ η απασχόληση πρόκειται να μειωθεί. Και με τον πληθωρισμό να αυξάνεται, είναι δύσκολο για την Ομοσπονδιακή Τράπεζα σώσει την κατάσταση», δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της Moody’s, Μαρκ Ζάντι, σε σειρά αναρτήσεων στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X αυτή την εβδομάδα, αναφερόμενος στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.
Σε μία από τις αναρτήσεις του, ο Ζάντι τόνισε ότι παρότι η ανεργία παραμένει χαμηλή, «αυτό συμβαίνει μόνο επειδή η αύξηση του εργατικού δυναμικού έχει μείνει στάσιμη», καθώς «το εργατικό δυναμικό αλλοδαπής προέλευσης συρρικνώνεται και η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό μειώνεται».
Σύμφωνα με τον αναλυτή, υπάρχει επίσης «παγοποίηση των προσλήψεων σε όλη την οικονομία, ιδιαίτερα για τους πρόσφατους αποφοίτους, καθώς και μείωση των ωρών εργασίας».
Στη συνέχεια, ο Ζάντι αναφέρθηκε στους δασμούς που εισήγαγε η κυβέρνηση Τραμπ και στην «εξαιρετικά περιοριστική μεταναστευτική πολιτική». Οι δασμοί μειώνουν δραστικά τα κέρδη των εταιρειών και την αγοραστική δύναμη των Αμερικανών, όπως τόνισε, ενώ «λιγότεροι μετανάστες εργαζόμενοι σημαίνει μικρότερη οικονομία».
Η ύφεση συνήθως ερμηνεύεται ως σημαντική και μείζονα πτώση της οικονομικής δραστηριότητας. Ορισμένοι οικονομολόγοι ορίζουν την ύφεση ως δύο διαδοχικά τρίμηνα αρνητικής ανάπτυξης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ).
Οι δηλώσεις του Ζάντι έγιναν καθώς έκθεση της 1ης Αυγούστου από το Υπουργείο Εργασίας έδειξε ότι οι αμερικανοί εργοδότες προσέθεσαν 73.000 θέσεις εργασίας τον Ιούλιο, λιγότερες από τις 115.000 που είχαν προβλέψει οι αναλυτές. Παράλληλα, οι αναθεωρήσεις προς τα κάτω αφαίρεσαν 258.000 θέσεις εργασίας από τις μισθοδοσίες Μαΐου και Ιουνίου, σύμφωνα με την έκθεση που δημοσίευσε το Γραφείο Εργασιακών Στατιστικών (BLS).
Μετά τη δημοσίευση της έκθεσης την 1η Αυγούστου, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι απέλυε την Έρικα ΜακΕντάρφερ, η οποία διηύθυνε τον οργανισμό. Αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου δήλωσαν την Κυριακή ότι ο Τραμπ είχε «πραγματικές ανησυχίες» σχετικά με την ακρίβεια των στοιχείων.
Σε δήλωση στο Truth Social, ο Τραμπ ισχυρίστηκε ότι η ΜακΕντάρφερ είχε «παραποιήσει τα στοιχεία απασχόλησης» πριν από τις εκλογές του 2024 για να ενισχύσει την τότε αντίπαλό του, τη Δημοκρατική Αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις. «Κανείς δεν μπορεί να κάνει τόσο μεγάλο λάθος», δήλωσε ο πρόεδρος.
Σε άλλη ανάρτηση στο Truth Social, ο Τραμπ δήλωσε ότι πιστεύει πως η έκθεση της 1ης Αυγούστου για την απασχόληση ήταν «ΣΤΗΜΕΝΗ προκειμένου να σπιλωθεί η εικόνα των Ρεπουμπλικάνων και η ΔΙΚΗ μου».
Δύο ημέρες πριν από τη δημοσίευση της έκθεσης του BLS, ξεχωριστή ανάλυση που δημοσίευσε το Γραφείο Οικονομικών Αναλύσεων έδειξε ότι το ΑΕΠ των ΗΠΑ αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 3,0% στο δεύτερο τρίμηνο.
Εν τω μεταξύ, ο Τραμπ έχει καλέσει την Ομοσπονδιακή Τράπεζα να μειώσει τα επιτόκια φέτος, με ορισμένους αξιωματούχους της Fed να υποστηρίζουν πρόσφατα αυτές τις εκκλήσεις. Ο πρόεδρος και άλλοι έχουν δηλώσει ότι η Fed μπορεί να είναι πολύ αργά στην παράδοση μειώσεων επιτοκίων για να υποστηρίξει μια εξασθενημένη αγορά εργασίας.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ ανακοίνωσε ότι η αμερικανική κεντρική τράπεζα θα διατηρήσει το βασικό επιτόκιο δανεισμού μεταξύ 4,25% και 4,5%, όπου παραμένει από τον Δεκέμβριο του 2024. Δύο μέλη της Fed ψήφισαν κατά του σχεδίου, δηλώνοντας ότι θα προτιμούσαν τη μείωση των επιτοκίων.
«Παρά την αυξημένη αβεβαιότητα, η οικονομία βρίσκεται σε στέρεη θέση», δήλωσε ο Πάουελ σε συνέντευξη Τύπου, εξηγώντας ότι η κεντρική τράπεζα προσπαθεί να μεγιστοποιήσει την απασχόληση διατηρώντας παράλληλα χαμηλό τον πληθωρισμό.
Ο Τραμπ και αξιωματούχοι της κυβέρνησης έχουν δηλώσει ότι οι παγκόσμιοι δασμοί είναι απαραίτητοι για την επαναπατρίδα της μεταποίησης και τη διόρθωση των άδικων εμπορικών πρακτικών άλλων χωρών που εκμεταλλεύονται τις ΗΠΑ εδώ και χρόνια. Έχουν επίσης σηματοδοτήσει ότι ο Λευκός Οίκος χρησιμοποιεί αυτούς τους φόρους εισαγωγής ως μοχλό πίεσης σε άλλες συμφωνίες.
Η Epoch Times επικοινώνησε με τον Λευκό Οίκο για σχόλιο σχετικά με τις δηλώσεις του Ζάντι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.