Κατά τη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα, το σκορβούτο ήταν μια συνηθισμένη πάθηση μεταξύ των ναυτικών και προκάλεσε πολλούς θανάτους. Το 1747, ο Σκοτσέζος ιατρός Τζέιμς Λιντ διεξήγαγε ένα πείραμα που έδειξε ότι τα εσπεριδοειδή μπορούσαν να θεραπεύσουν το σκορβούτο. Έδωσε διάφορες δίαιτες στους ναυτικούς, περιλαμβάνοντας και μια με εσπεριδοειδή, και διαπίστωσε ότι αυτοί που κατανάλωσαν λεμόνια και πορτοκάλια ανέκαμψαν γρήγορα.
Το 1928, ο Ούγγρος επιστήμονας Άλμπερτ Σεντ-Γκιέργκη απομόνωσε τη βιταμίνη C και επιβεβαίωσε πως είναι η ουσία-κλειδί για την πρόληψη του σκορβούτου, ανακάλυψη που του χάρισε εν μέρει το Βραβείο Νόμπελ στη Φυσιολογία ή την Ιατρική το 1937.
Η βιταμίνη C είναι ένα θρεπτικό συστατικό με ισχυρές αντιοξειδωτικές ιδιότητες, κρίσιμο και για την καρδιαγγειακή υγεία. Επιπροσθέτως, είναι ζωτικής σημασίας για τη σύνθεση του κολλαγόνου στο σώμα. Το κολλαγόνο είναι η πρωτεΐνη που βρίσκεται σε μεγαλύτερη αφθονία στο σώμα και τον συνδετικό ιστό, η οποία διατηρεί και υποστηρίζει την ελαστικότητα του δέρματος, των συνδέσμων, των τενόντων και των χόνδρων.
Ο όρος «βιταμίνη» προέρχεται από την λατινική λέξη ‘vita’, που σημαίνει ζωή, καθώς αυτές οι ουσίες είναι απαραίτητες για την ευεξία του ανθρώπινου οργανισμού.
Η συγκέντρωση της βιταμίνης C στο σώμα μας είναι σημαντικά υψηλότερη από οποιασδήποτε άλλης βιταμίνης.
Η δράση της βιταμίνης C
Εκτός του ότι αποτρέπει το σκορβούτο, η βιταμίνη C προσφέρει τα ακόλουθα οφέλη στην υγεία:
Καταπολεμά το οξειδωτικό στρες: Η βιταμίνη C είναι ένα πανίσχυρο αντιοξειδωτικό που συμμετέχει στην εξουδετέρωση των ελεύθερων ριζών στο σώμα, μειώνοντας επομένως το οξειδωτικό στρες και ελαχιστοποιώντας την κυτταρική καταστροφή. Το οξειδωτικό στρες είναι υπεύθυνο για την ανάπτυξη ποικίλων ασθενειών.
Υποστηρίζει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού: Η βιταμίνη C ενισχύει την ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να καταπολεμά τις λοιμώξεις και μειώνει τη φλεγμονή, υποστηρίζοντας τη λειτουργία των ανοσοποιητικών κυττάρων και των επιθηλίων του σώματος, και προστατεύοντας τον οργανισμό από τα παθογόνα και το οξειδωτικό στρες του περιβάλλοντος.
Η έλλειψη βιταμίνης C μπορεί να μειώσει την ανοσία και να αυξήσει την ευαισθησία σε μολύνσεις. Αυτές, με τη σειρά τους, μειώνουν σημαντικά τα επίπεδα βιταμίνης C λόγω της φλεγμονής και αυξάνουν τις μεταβολικές απαιτήσεις.
Διευκολύνει τη σύνθεση κολλαγόνου: Η βιταμίνη C είναι απαραίτητη για τη σύνθεση κολλαγόνου, την επούλωση των πληγών και την υγεία του δέρματος εν γένει.
Κλινική δοκιμή του 2021 έδειξε ότι η λήψη συμπληρωμάτων 500mg βιταμίνης C ημερησίως, για τέσσερεις εβδομάδες, από επτά ασθενείς με έλκη στα πόδια, είχε ως αποτέλεσμα την καλύτερη επούλωση των πληγών τους σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, η οποία αποτελούνταν από εννέα ασθενείς. Όλοι οι ασθενείς της ομάδας που λάμβανε βιταμίνη C πέτυχαν πλήρη ίαση των ελκών τους, αποφεύγοντας τον ακρωτηριασμό, ενώ στο 44% της ομάδας ελέγχου παρέμειναν έλκη που δεν είχαν επουλωθεί, ακόμα και στο τέλος της δοκιμής.
Προάγει την καρδιαγγειακή υγεία: Η έλλειψη βιταμίνης C συνδέεται με αυξημένες πιθανότητες θανάτου από καρδιαγγειακή νόσο (CVD). Για όσους έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης C στο αίμα τους, η λήψη επαρκούς ποσότητας βιταμίνης C μπορεί να βελτιώσει ελαφρά τη λειτουργία των αιμοφόρων αγγείων και τα επίπεδα χοληστερίνης.
Διατηρεί την εύρυθμη λειτουργία του εγκεφάλου: Η βιταμίνη C διαπερνά τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και είναι απαραίτητη για την κανονική λειτουργία του εγκεφάλου. Έρευνες έχουν δείξει πως τα επίπεδα βιταμίνης C μέσα στους νευρώνες είναι σημαντικά υψηλότερα από ό,τι σε οποιονδήποτε άλλον ιστό και η συγκέντρωσή της στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό είναι περίπου τέσσερεις φορές μεγαλύτερη από τα μέσα επίπεδα συγκέντρωσης στο πλάσμα. Ωστόσο, το αντίκτυπο της έλλειψης βιταμίνης C στο κεντρικό νευρικό σύστημα είναι σχετικά μικρό.
Η βιταμίνη C παίζει κρίσιμο ρόλο και στην προστασία της υγείας των κυττάρων. Η έλλειψή της μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα με τα μιτοχόνδρια, τα τμήματα του κυττάρου που παράγουν ενέργεια, ακόμη και στα αρχικά στάδια την νόσου Αλτσχάιμερ.
Σε αναφορά τους στο περιοδικό Free Radical and Biology and Medicine, ερευνητές από το Πανεπιστημιακό Ιατρικό Κέντρο Βάντερμπιλτ (Vanderbilt University Medical Center) δήλωσαν: «Το ασκορβικό μπορεί, επομένως, να παρέχει μια χρήσιμη στρατηγική πρόληψης ενάντια στη νευροεκφυλιστική νόσο, ιδίως σε πληθυσμούς με μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν τη νόσο του Αλτσχάιμερ, περίπτωση στην οποία τα αποθέματα συνήθως εξαντλούνται μέσω της δυσλειτουργίας των μιτοχονδρίων και του αυξημένου οξειδωτικού στρες».
Με άλλα λόγια, η λήψη αρκετής βιταμίνης C συντελεί πιθανά στην πρόληψη νευροεκφυλιστικών ασθενειών, ειδικά όσον αφορά τα άτομα με υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης Αλτσχάιμερ. Αυτά τα άτομα συνήθως έχουν χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης C λόγω θεμάτων στα μιτοχόνδρια και αυξημένου οξειδωτικού στρες.
Η σημασία της συχνής λήψης βιταμίνης C
Πολλοί παραβλέπουν τη βιταμίνη C, υποθέτοντας πως είναι άφθονη στα τρόφιμα, ειδικά αφού τα φρούτα και τα λαχανικά είναι διαθέσιμα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Ως αποτέλεσμα, πιστεύουν πως ο κίνδυνος έλλειψης είναι μικρός. Ενώ η σοβαρή έλλειψη βιταμίνης C (σκορβούτο), μαζί με τις επικείμενες αναπηρίες και τη θνησιμότητα, σπανίζουν σήμερα, αξίζει να σημειωθεί πως ένας αρκετά μεγάλος αριθμός ανθρώπων έχει χαμηλά επίπεδα βιταμίνης C.
Συχνά, τα τρόφιμα που καταναλώνουμε έχουν επαρκή βιταμίνη C, αλλά και πάλι μπορεί να βιώσουμε μια βιοχημική έλλειψη. Αυτό συμβαίνει εάν το σώμα, για διάφορους λόγους, είναι ανίκανο να απορροφήσει αποτελεσματικά ή να χρησιμοποιήσει τη βιταμίνη.
Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, επίσης, είναι εχθρικός ως προς τη δημιουργία αποθεμάτων και την απορρόφηση της βιταμίνης C, με συνήθειες όπως το κάπνισμα, η χρήση αλκοόλ, οι περιοριστικές ή επιλεκτικές δίαιτες, οι τροφικές αλλεργίες, ο διαβήτης τύπου 1, η δυσαπορρόφηση και η αιμοκάθαρση. Επιπλέον, το υπερβολικό σωματικό ή ψυχολογικό στρες μπορεί να αυξήσει περαιτέρω τον κίνδυνο έλλειψης βιταμίνης C.
Το ανθρώπινο σώμα δεν μπορεί να συνθέσει βιταμίνη C από μόνο του, οπότε πρέπει να τη λαμβάνει μέσω της τροφής ή από συμπληρώματα. Εφ’ όσον η βιταμίνη C είναι υδατοδιαλυτή και δεν αποθηκεύεται σε σημαντικές ποσότητες, η συχνή λήψη είναι απαραίτητη. Τα συμπληρώματα που λαμβάνονται από το στόμα είναι συνήθως η πρώτη επιλογή.
Η λήψη συμπληρωμάτων υψηλής δόσης ενδοφλεβίως μπορεί να είναι μία λύση για όσους δεν μπορούν να τα λάβουν δια του στόματος ή σε περιπτώσεις όπου μια ταχύτατη διόρθωση σοβαρής ανεπάρκειας είναι απαραίτητη.
Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι του συγγραφέα και δεν αντανακλούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις των Epoch Times.
Του Jingduan Yang, M.D.