Τρίτη, 01 Ιούλ, 2025

Το τέλος της εποχής Σβαμπ: Η παρακμή του WEF και ο σκοτεινός ρόλος των παγκόσμιων ελίτ

Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF) είναι ένας μη κυβερνητικός οργανισμός που ιδρύθηκε από τον Κλάους Σβαμπ, με έδρα τη Γενεύη της Ελβετίας. Ο βασικός του σκοπός είναι να λειτουργεί ως πλατφόρμα διαλόγου ανάμεσα σε πολιτικούς ηγέτες, επιχειρηματίες, ακαδημαϊκούς και άλλους παράγοντες επιρροής με στόχο τη «βελτίωση της κατάστασης του κόσμου».

Στις συνόδους του WEF συγκεντρώνονται μέλη της παγκόσμιας ελίτ για να συζητήσουν κρίσιμα ζητήματα όπως η οικονομία, η τεχνολογία, η κλιματική αλλαγή και η παγκόσμια πολιτική.

«Μετά την πρόσφατη ανακοίνωσή μου, και καθώς μπαίνω στα 88 μου χρόνια, αποφάσισα να παραιτηθώ από τη θέση του προέδρου και μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου, με άμεση ισχύ», είπε ο Σβαμπ σε δήλωση που δημοσίευσε το WEF.

Το Φόρουμ δεν είπε γιατί παραιτήθηκε.

Κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του, το WEF εξελίχθηκε σε μια παγκόσμια πλατφόρμα που συγκέντρωνε πολιτικούς, επιχειρηματίες και διαμορφωτές κοινής γνώμης στο ετήσιο συνέδριο του Νταβός.

Ωστόσο, ο Σβαμπ και το Φόρουμ έχουν δεχθεί κριτική για την προώθηση μιας ατζέντας που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της παγκόσμιας ελίτ, συχνά εις βάρος των υπόλοιπων κοινωνικών στρωμάτων.

Η αποχώρηση του Κλάους Σβαμπ από την ηγεσία του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ σηματοδοτεί όχι μόνο το τέλος μιας εποχής, αλλά και την κορύφωση της παρακμής ενός οργανισμού που, αν και ξεκίνησε με ένα θετικό παγκόσμιο όραμα, έχει δεχθεί έντονη κριτική για παρέκκκλιση από την αρχική αποστολή του.

Ελιτισμός και αποσύνδεση από την κοινωνία

Το WEF έχει κατηγορηθεί ότι λειτουργεί ως «λέσχη των πλουσίων», όπου οι παγκόσμιες ελίτ συζητούν για προβλήματα που επηρεάζουν κυρίως τους λιγότερο προνομιούχους, χωρίς να τους εκπροσωπούν επαρκώς. Παρά τις προσπάθειες για πιο διευρυμένη συμμετοχή, με την πρόσκληση ακτιβιστών και νέων ηγετών, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων συνεχίζει να προέρχεται από τον επιχειρηματικό και πολιτικό χώρο, αφήνοντας εκτός τους ανθρώπους που βιώνουν άμεσα τις συνέπειες των παγκόσμιων προκλήσεων.

Οι διοργανωτές επικρίνονται για αποκλεισμό από τις συνελεύσεις του οργανισμού των «ανθρώπων που πλήττονται περισσότερο» από τα προβλήματα που ελπίζουν να λύσουν, λέει η Αντριέν Σορμπόμ, καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο Κέντρο Οργανωτικής Έρευνας της Στοκχόλμης και συν-συγγραφέας ενός βιβλίου για το WEF.

Έλλειψη διαφάνειας και στα οικονομικά

Ο Σβαμπ έχει επικριθεί και για την έλλειψη διαφάνειας στα οικονομικά του WEF. Η ετήσια αμοιβή του, που ανέρχεται σε περίπου ένα εκατομμύριο ελβετικά φράγκα, έχει προκαλέσει αντιδράσεις, ιδιαίτερα δεδομένου ότι το WEF δεν πληρώνει ομοσπονδιακούς φόρους. Επιπλέον, η ανάθεση συμβολαίων σε εταιρείες στις οποίες ο Σβαμπ είχε προσωπικά συμφέροντα έχει εγείρει ερωτήματα.

Αντιδημοκρατικές διαδικασίες και επιρροή

Το WEF έχει κατηγορηθεί ότι προωθεί ένα μοντέλο πολυμερούς διακυβέρνησης που παρακάμπτει τις δημοκρατικές διαδικασίες, επιτρέποντας σε μια αυτοεπιλεγμένη ομάδα «μετόχων» να λαμβάνει αποφάσεις χωρίς λογοδοσία στους πολίτες. Αυτό έχει οδηγήσει σε ανησυχίες για την υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών και την ενίσχυση της ελίτ.

Έχει κατηγορηθεί και για την προώθηση ιδεών όπως η «Μεγάλη Επανεκκίνηση», που θεωρούνται από ορισμένους ως προσπάθειες ελέγχου των παγκόσμιων πληθυσμών, ενώ η Wall Street Joυrnal πέρυσι κατήγγειλε το Φόρουμ για παρενόχληση, καθώς το WEF είχε αναθέσει σε δικηγορική εταιρεία να διερευνήσει την κουλτούρα της εφημερίδας. Το WEF αρνήθηκε τις κατηγορίες.

Περιβαλλοντική υποκρισία

Παρά τις δηλώσεις για δέσμευση στην αειφορία, το WEF έχει επικριθεί για την περιβαλλοντική του υποκρισία. Οι πολυτελείς εκδηλώσεις, οι μετακινήσεις με ιδιωτικά τζετ, πολυτελή αυτοκίνητα και άλλες μορφές μεταφοράς υψηλής έντασης άνθρακα που χρησιμοποιούνται από χιλιάδες παρευρισκόμενους, καθώς και η παρουσία εταιρειών που ευθύνονται για την περιβαλλοντική υποβάθμιση, αντιβαίνουν στις διακηρύξεις του οργανισμού για προστασία του περιβάλλοντος. Η υποκρισία μιας συγκέντρωσης που υποστηρίζει τη βιωσιμότητα, ενώ συμβάλλει στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος έχει γίνει ένα μείζον σημείο διαμάχης.

Η παραίτηση του Σβαμπ έρχεται σε μια περίοδο αυξανόμενης δυσπιστίας προς τους παγκόσμιους θεσμούς και τις ελίτ που τους διοικούν. Η μετάβαση της ηγεσίας του WEF σε νέα πρόσωπα θα δοκιμάσει την ικανότητα προσαρμογής του οργανισμού στις απαιτήσεις μιας εποχής που ζητά περισσότερη διαφάνεια και λογοδοσία. Θα αναθεωρήσει τον ρόλο του, επαναπροσδιορίζοντας την αποστολή του, με στόχο μια πιο δίκαιη και συμπεριληπτική παγκόσμια συνεργασία;

Κίνα vs Δύση: Η νέα μάχη για την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία

Η παγκόσμια γεωπολιτική και οικονομική σκηνή βρίσκεται σε φάση ραγδαίων μεταβολών, με την Κίνα να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο σε αυτήν τη μετάβαση.

Αν και αντιμετωπίζει προκλήσεις, όπως η δημογραφική συρρίκνωση και η απώλεια εμπορικών εταίρων, η Κίνα ενισχύει τη γεωστρατηγική της θέση μέσω τεχνολογικών επενδύσεων, ενεργειακών συνεργασιών και της προώθησης μιας πολυπολικής παγκόσμιας τάξης με τη συνεργασία  Ρωσίας, Κίνας και των χωρών του Παγκόσμιου Νότου (άλλοτε γνωστές ως χώρες του «τρίτου κόσμου») να επιταχύνουν αυτή τη διαμόρφωση.

Η οικονομική και γεωπολιτική συνεργασία Κίνας- Ρωσίας, σε συνδυασμό με την επέκταση των BRICS, επιδιώκουν να αποδυναμώσουν την κυριαρχία των ΗΠΑ και της Ευρώπης στο διεθνές σύστημα.

Η δημογραφική πρόκληση για την Κίνα, η βόμβα της γήρανσης

Η Κίνα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σοβαρή δημογραφική κρίση. Ο πληθυσμός της έχει αρχίσει να μειώνεται και προβλέπεται ότι μέχρι το 2050 θα είναι κατά 8% μικρότερος από τον σημερινό. Ο ΟΗΕ σημειώνει ότι η δημογραφική ύφεση της Κίνας είναι καταστροφική για την οικονομία της. Αυτό το φαινόμενο, γνωστό ως «4-2-1», όπου ένα παιδί υποστηρίζει δύο γονείς και τέσσερις παππούδες, ασκεί πίεση στο κοινωνικό και συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας. Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι Κινέζοι θα βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε ένα συνταξιοδοτικό σύστημα που υποχρηματοδοτείται.

Η Κίνα θα πληρώνει για πολλά χρόνια την περιβόητη «πολιτική του ενός παιδιού» που ίσχυε για δεκαετίες.

Αξίζει να αναφερθεί πως η Ινδία αναμένεται να συνεχίσει την πληθυσμιακή της αύξηση, φτάνοντας τα 1,7 δισεκατομμύρια μέχρι το 2064, αριθμό σχεδόν διπλάσιο από εκείνο της Κίνας την εποχή που εφαρμόστηκε η πολιτική του ενός παιδιού.

Η βαθύτερη γεώτρηση στην ιστορία της Κίνας

Παρά τις δημογραφικές προκλήσεις, η Κίνα επενδύει σε φιλόδοξα τεχνολογικά έργα. Στη λεκάνη Ταρίμ, στην περιοχή Σιντζιάνγκ, κοντά στο πετρελαϊκό πεδίο Ταρίμ της χώρας, ξεκίνησε η διάνοιξη γεώτρησης βάθους 10.000 μέτρων, που θα διαρκέσει περίπου 457 ημέρες. Το έργο αυτό που διευθύνεται από την China National Petroleum Corp, στοχεύει στην εξερεύνηση του εσωτερικού της γης και στην ανακάλυψη ενεργειακών πόρων, ενισχύοντας τις επιστημονικές και τεχνολογικές δυνατότητες της χώρας, σύμφωνα με τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας του το 2021.

Γεωπολιτική στροφή, η πολυπολική παγκόσμια τάξη

Η Κίνα, σε συνεργασία με τη Ρωσία και άλλες χώρες όπως τη Λατινική Αμερική, την Αφρική, και τις αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας, προωθεί την αποδολαριοποίηση και την ενίσχυση μιας πολυπολικής παγκόσμιας τάξης. Αυτή η συμμαχία είναι απαραίτητη για τις ηγεμονικές βλέψεις της Κίνας, η οποία θέλει να επικρατήσει στη μάχη κατά των ΗΠΑ, του ισχυρότερου ανταγωνιστή της. Η στρατηγική της αποσκοπεί στην αποδυνάμωση της δυτικής κυριαρχίας και στην ενίσχυση της επιρροής των αναδυόμενων οικονομιών.

Τι συζητήθηκε στο 10ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών

Στις 9-12 Απριλίου πραγματοποιήθηκε στους Δελφούς το 10ο Οικονομικό Φόρουμ όπου συζητήθηκε το θέμα της διαμάχης της Κίνας και των ΗΠΑ για το ρόλο του ηγέτη στην παγκόσμια τάξη.

Ο καθηγητής Στρατηγικής, από το Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, κος Αθανάσιος Πλατιάς, έκανε λόγο για ένα νέο «ψυχρό πόλεμο» μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, αλλά και την προσπάθεια απεξάρτησης της αμερικανικής οικονομίας από την κινεζική. Ειδικότερα για την Κίνα, επεσήμανε ότι είναι σε ανοδική πορεία έχοντας στόχο να απομακρύνει τις ΗΠΑ από την κορυφή της οικονομίας. Δημιουργεί μια συμμαχία με τη Ρωσία, τη Βόρεια Κορέα και το Ιράν επιδιώκοντας να ελέγξει την Ευρασία.

Αναφορικά με την οικονομική απεξάρτηση, ο κος Πλατιάς είπε ότι η ΗΠΑ έκαναν το λάθος να μεταφέρουν τη βιομηχανία τους στην Κίνα και τώρα ανησυχούν ότι η κατάσταση γύρισε εναντίον τους. Για αυτόν τον λόγο έχουν στραφεί στους δασμούς, προκειμένου να δημιουργήσουν αντικίνητρα για επενδύσεις στην Κίνα. Απώτερος στόχος αυτής της τακτικής είναι να επιστρέψει η παραγωγή στις ΗΠΑ ή σε γειτονικά κράτη όπως ο Καναδάς ή τουλάχιστον σε φιλικά κράτη όπως η Ιαπωνία και η Ταϊβάν, σημείωσε ο κος Πλατιάς.

Συνολικά, η Κίνα αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, αλλά ταυτόχρονα επιδιώκει να ενισχύσει τη θέση της στον παγκόσμιο χάρτη μέσω τεχνολογικών επενδύσεων και γεωπολιτικών συνεργασιών. Η έκβαση αυτής της προσπάθειας θα καθορίσει την παγκόσμια ισορροπία ισχύος τις επόμενες δεκαετίες.

‘Οραμα ή εφιάλτης; Το κινεζικό μοντέλο των έξυπνων πόλεων και ο κίνδυνος για τη Δύση

Οι «έξυπνες πόλεις» έχουν αναδειχθεί ως μοντέλο αστικής ανάπτυξης, αξιοποιώντας την τεχνολογία για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων. Ωστόσο, η εφαρμογή τους έχει προκαλέσει ανησυχίες σχετικά με την ιδιωτικότητα και την ελευθερία των πολιτών.

Οι «έξυπνες πόλεις» διαφημίζονται ευρέως ως η απάντηση στα σύνθετα προβλήματα των σύγχρονων μητροπόλεων: κυκλοφοριακή συμφόρηση, ενεργειακή σπατάλη, εγκληματικότητα, αειφορία. Πίσω από την ελκυστική πρόσοψη τεχνολογικής καινοτομίας, όμως, αναδύεται ένας βαθύτερος προβληματισμός: ποιο είναι το πραγματικό κόστος αυτής της μετάβασης; Και κυρίως, ποιο πρότυπο έξυπνης πόλης επιχειρεί να επιβληθεί παγκοσμίως;

Η Κίνα προσφέρει σήμερα το πιο εξελιγμένο – και συνάμα πιο ανησυχητικό – παράδειγμα τέτοιου μοντέλου. Πόλεις όπως η Χανγκτζού και η Σαγκάη λειτουργούν ήδη με ολοκληρωμένα δίκτυα επιτήρησης, όπου κάθε περιοχή έχει ένα κέντρο δεδομένων, γνωστό ως «εγκέφαλος της πόλης» που παρακολουθεί και αποθηκεύει απίστευτες ποσότητες πληροφοριών για όλους τους πολίτες, εκατομμύρια κάμερες εξοπλισμένες με αναγνώριση προσώπου και τεχνητή νοημοσύνη, ελέγχοντας σε πραγματικό χρόνο τη συμπεριφορά των πολιτών. Όλα καταγράφονται έως την παραμικρή λεπτομέρεια – όπως, π.χ., το αν ένας εργάτης οικοδομών φοράει το κράνος του εν ώρα εργασίας, η παράνομη απόρριψη σκουπιδιών και άλλες μικροπαραβάσεις. Οι αστυνομικές περιπολίες έχουν πρόσβαση στα συστήματα παρακολούθησης μέσω μιας εφαρμογής για κινητά, που τους επιτρέπει να ενεργούν άμεσα σε περιπτώσεις παράβασης του νόμου.

Σύμφωνα με την Deutsche Welle, «τα κρατικά μέσα ενημέρωσης της Κίνας καυχιούνται ότι η αστυνομία μπορεί να εντοπίσει κάθε άτομο στο δρόμο μέσα σε ένα μόνο δευτερόλεπτο». Οι Κινέζοι πολίτες παρακολουθούνται σε κάθε βήμα της καθημερινής τους ζωής, ακόμα και όταν εισέρχονται στις οικίες τους.

Αυτή η υποδομή αποτελεί τη ραχοκοκαλιά ενός συστήματος κοινωνικής βαθμολόγησης, όπου κάθε πολίτης αξιολογείται, επιβραβεύεται ή τιμωρείται, ανάλογα με τη «συμμόρφωσή» του. Τα αδικήματα οδηγούν έναν πολίτη στη λήψη χαμηλής κοινωνικής πίστωσης, με αποτέλεσμα να μπει στη «μαύρη λίστα». Αυτό σημαίνει στέρηση της δυνατότητάς του να χρησιμοποιεί αεροπλάνα και τρένα υψηλής ταχύτητας, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, άρνηση πρόσβασης σε υπηρεσίες, αδυναμία πρόσβασης των παιδιών σε καλά σχολεία ή κολέγια, αποκλεισμό από την ενοικίαση διαμερίσματος.

Ένα είδος ψηφιακού ελέγχου που δεν προκύπτει τυχαία

Στην πραγματικότητα, ο σκοπός της «έξυπνης πόλης», όπως φαίνεται από την ευρεία χρήση της στην Κίνα, μικρή σχέση έχει με την ποιότητα ζωής. Στην ουσία, πρόκειται για στρατηγική επιλογή ενός αυταρχικού κράτους, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνολογία όχι για να ενισχύσει τις ελευθερίες, αλλά για να τις περιορίσει.

Το πιο ανησυχητικό είναι πως τέτοιες πρακτικές πλέον δεν περιορίζονται στο εσωτερικό της Κίνας. Σύμφωνα με ένα άρθρο του World Population Review του 2024, «οι έξυπνες πόλεις άρχισαν να εμφανίζονται στην Ευρώπη με πρωτοστάτες τη Βαρκελώνη και το Άμστερνταμ», με την τελευταία να βραβεύεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως ‘Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα Καινοτομίας’ για το έτος 2016. «Στις Ηνωμένες πολιτείες, το Σαν Φρανσίσκο, η Ατλάντα, η Νέα Υόρκη, το Μαϊάμι το Ντένβερ, η Βοστώνη, το Κολόμπους, το Σικάγο και το Κάνσας Σίτι ήταν από τις πρώτες έξυπνες πόλεις των ΗΠΑ». Δεν γίνεται αναφορά στην Κίνα και τις περισσότερες από 500 έξυπνες πόλεις της, γιατί αυτό ίσως κάνει τους ανθρώπους να αμφισβητήσουν το σχέδιο. Καλύτερα να προσποιούμαστε ότι είναι ευρωπαϊκή ιδέα.

Οι έξυπνες πόλεις , στην πραγματικότητα, είναι μια κινεζική κομμουνιστική ιδέα, που καθιερώθηκε από το Κομουνιστικό Κόμμα της Κίνας στο 12ο Πενταετές Σχέδιό της, που εκδόθηκε το 2011.

Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF), μέσω της G20 Global Smart Cities Alliance, προωθεί αντίστοιχες αρχές «διακυβέρνησης μέσω τεχνολογίας» και σε άλλες χώρες. Ο ιδρυτής του WEF, Κλάους Σβαμπ, φαίνεται να είναι μεγάλος θαυμαστής του κινεζικού μοντέλου και έχει ανοιχτά χαρακτηρίσει την Κίνα «πρότυπο για το μέλλον». Εδώ και χρόνια, ο ΟΗΕ και το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, με επικεφαλής τον Κλάους Σβαμπ, προωθούν την παγκόσμια επιτήρηση με τη μορφή των «έξυπνων πόλεων». Στην Κίνα, ήδη από το 2018, υπήρχαν περισσότερες από 500 «έξυπνες πόλεις». Ο ρόλος του WEF στην ανάπτυξη έξυπνων πόλεων παγκοσμίως είναι βασικός. Το WEF, παρόλο που δεν εκλέγεται από κανέναν, ηγείται της πρωτοβουλίας 2022 G-20 για τις έξυπνες πόλεις. Ο μη εκλεγμένος Σβαμπ κατέχει επίσης εξέχουσα θέση στις συνεδριάσεις της G20 για λόγους που είναι εντελώς ασαφείς.

Με επικεφαλής το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, η G20 Global Smart Cities Alliance είναι η μεγαλύτερη παγκόσμια πρωτοβουλία που «αναπτύσσει, δοκιμάζει και εφαρμόζει παγκόσμια πρότυπα και πολιτικές για να διασφαλίσει ότι τα δεδομένα που συλλέγονται σε δημόσιους χώρους χρησιμοποιούνται με ασφάλεια και ηθική, μετριάζουν πιθανούς κινδύνους και ενισχύουν την εμπιστοσύνη του κοινού».

Ποιος όμως παρακολουθεί τους «παρατηρητές»; Η όλη ιδέα βασίζεται στο ότι «η αλεπού παρακολουθεί το κοτέτσι».

Η Δύση, και ιδιαίτερα η Ευρώπη, βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι

Αν η Δύση, στο βωμό της «τεχνολογικής εξέλιξης», ακολουθήσει το παράδειγμα αυτό, διακυβεύει κάτι πολύ πιο ουσιαστικό από την αποδοτικότητα της διαχείρισης πόλεων. Διακυβεύει τον ίδιο τον δημοκρατικό της χαρακτήρα.

Η απουσία θεσμικών εγγυήσεων για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, η έλλειψη διαφάνειας στη χρήση αλγορίθμων και η ανεξέλεγκτη επέκταση της παρακολούθησης δημιουργούν ένα πλαίσιο επικίνδυνης κανονικοποίησης του ψηφιακού ελέγχου.

Το ερώτημα. λοιπόν, για τις δυτικές κοινωνίες είναι επείγον και κρίσιμο: Μπορούν να υιοθετήσουν την τεχνολογία των έξυπνων πόλεων χωρίς να υιοθετήσουν και το αυταρχικό της φορτίο;

Η απάντηση προϋποθέτει ξεκάθαρες θεσμικές και ηθικές γραμμές. Πρέπει να διασφαλιστεί η προστασία της ιδιωτικότητας, η λογοδοσία των συστημάτων AI, η δημόσια πρόσβαση στη λήψη αποφάσεων και κυρίως η αποτροπή της παρακολούθησης των πολιτών χωρίς τη συναίνεσή τους.

Η τεχνολογία δεν είναι κακή από μόνη της. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: ποιος την ελέγχει; Με τι σκοπούς; Και με ποια όρια; Στο κινεζικό μοντέλο, ο έλεγχος ανήκει στο κράτος και ο στόχος είναι η «πειθαρχία» του πολίτη, όχι η ελευθερία και η ευημερία του.

Ο Δυτικός κόσμος έχει μπροστά του μια επιλογή: είτε να ενσωματώσει την τεχνολογία με σεβασμό στις αξίες της ελευθερίας, της ιδιωτικότητας και της δημοκρατικής λογοδοσίας είτε να διολισθήσει σε ένα νέο, τεχνοκρατικό καθεστώς, πιο ύπουλο και σιωπηλό από κάθε παραδοσιακή μορφή ελέγχου.

Το κινεζικό μοντέλο ίσως μοιάζει αποτελεσματικό. Αλλά σε έναν κόσμο όπου η αποτελεσματικότητα αντικαθιστά την ελευθερία, αυτό που χάνεται τελικά είναι ο ίδιος ο άνθρωπος.

Θρησκευτική καταστολή στην Κίνα: oλοκληρωτικός έλεγχος και σαρωτικές απαγορεύσεις ξένων δραστηριοτήτων

Νέους κανονισμούς εξέδωσε η κινεζική κυβέρνηση, που αυστηροποιούν τον έλεγχο των θρησκευτικών δραστηριοτήτων των ξένων στη χώρα. Οι υπάρχοντες κανονισμοί, που είχαν τεθεί σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 2023, απαιτούσαν από τους θρησκευτικούς χώρους να υποστηρίζουν την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος και την πολιτική «σινοποίησης» των θρησκειών.

Οι νέοι λεπτομερείς κανόνες, που θα τεθούν σε ισχύ την 1η Μαΐου, καλούν τώρα και τους μη Κινέζους να «σεβαστούν την ανεξαρτησία και την αυτοδιοίκηση» των τοπικών θρησκευτικών κοινοτήτων, υπακούοντας στις οδηγίες του Κόμματος. Θα απαγορεύονται οι μικτοί εορτασμοί μεταξύ αλλοδαπών και Κινέζων, ενώ έχει καθοριστεί ακόμη και ο αριθμός των βιβλίων που θα μπορούν να φέρουν από το εξωτερικό «για προσωπική χρήση».

Η νέα καταστολή της θρησκευτικής δραστηριότητας αλλοδαπών που βρίσκονται στο κινεζικό έδαφος δημοσιεύτηκε εχθές από την Εθνική Διοίκηση για Θρησκευτικά Θέματα (National Religious Affairs Administration – NRAA), το μακρύ χέρι του Ενωμένου Μετώπου του Κομμουνιστικού Κόμματος για θρησκευτικά θέματα.

Ο νέος κανονισμός είναι μία πολύ σαφής έκφραση του συνθήματος «Σινοποίηση», που απηύθυνε εδώ και καιρό ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ σε όλες τις θρησκείες που υπάρχουν στην Κίνα. Ο νέος κανονισμός NRAA διευκρινίζει ότι η σινοποίηση ισχύει και για τους ξένους.

Είναι άξιο λόγου να αναφερθεί ότι από τους πρώτους που δημοσίευσαν τους νέους κανόνες εχθές ήταν ο ιστότοπος της επισκοπής της Σαγκάης, το σταυροδρόμι των σχέσεων μεταξύ της Κίνας και του υπόλοιπου κόσμου.

«Κανένας οργανισμός ή άτομο δεν μπορεί να χρησιμοποιεί ιστότοπους θρησκευτικών δραστηριοτήτων για να διεξάγει δραστηριότητες που θέτουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια, διαταράσσουν την κοινωνική τάξη [ή] βλάπτουν τα εθνικά συμφέροντα», ανέφερε αντίγραφο των κανόνων που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του Ενωμένου Μετώπου, του τμήματος προσέγγισης και επιρροής του κόμματος.

O Τσανγκ Τσία-Λιν, καθηγητής στο Ινστιτούτο της Ηπειρωτικής Κίνας στο πανεπιστήμιο Tamkang της Ταϊβάν, είπε ότι οι νέοι κανόνες αντιπροσωπεύουν τον θρίαμβο της πολιτικής έναντι της πνευματικότητας.

Ένας βουδιστής μοναχός, που χρησιμοποίησε το θρησκευτικό όνομα Σι Νταογκούο για να μιλήσει, είπε: «Ο παραποιημένος βουδισμός [που προωθούν] είναι απλώς μία μορφή κεκαλυμμένης οργανωτικής πλύσης εγκεφάλου. Δεν μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους σε ελεύθερη ή ανεξάρτητη σκέψη». Ο Σι Νταογκούο είπε ότι βρίσκεται ήδη υπό στενή παρακολούθηση και ότι παύθηκε από τα καθήκοντά του όταν άρχισε να μιλάει για την καταστροφή της θρησκείας του.

Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, οι θρησκευτικοί χώροι υποχρεούνται να υποβάλλουν λεπτομερή σχέδια των δραστηριοτήτων τους για έγκριση εκ των προτέρων και να εκπαιδεύουν τους πιστούς στην αγάπη προς την πατρίδα, εναρμονιζόμενοι με την πολιτική της σινοποίησης. Επιπλέον, απαγορεύεται η αποδοχή δωρεών από το εξωτερικό και η πρόσκληση ξένου προσωπικού για διδασκαλία χωρίς προηγούμενη έγκριση.

Η πολιτική της σινοποίησης στοχεύει στην ευθυγράμμιση των θρησκευτικών δογμάτων με τις σοσιαλιστικές αξίες. Πρόκειται για μια μακροχρόνια στρατηγική της κινεζικής κυβέρνησης για την ευθυγράμμιση της θρησκείας με τον κομμουνισμό και τη διασφάλιση της πίστης στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ), το οποίο ασπάζεται και προωθεί τον αθεϊσμό.

Το σύνταγμα της Κίνας λέει ότι οι απλοί πολίτες απολαμβάνουν «ελευθερία θρησκευτικών πεποιθήσεων» και η κυβέρνηση αναγνωρίζει επίσημα πέντε θρησκείες: τον Βουδισμό, τον Καθολικισμό, το Ισλάμ, τον Προτεσταντισμό και τον Ταοϊσμό. Όμως το ΚΚΚ είναι υπεράνω του συντάγματος, παρακολουθεί στενά τη θρησκευτική δραστηριότητα και ρυθμίζει τη θρησκεία.

Η θρησκευτική δραστηριότητα που δεν ανταποκρίνεται στην έγκριση του ΚΚΚ ως «μορφή πολιτιστικής κληρονομιάς» κατηγοριοποιείται από τις αρχές ως «δεισιδαιμονία» ή «κακή λατρεία».

Εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες όπως Ουιγούροι, Θιβετιανοί, άλλοι χριστιανοί και οι ασκούμενοι της πνευματικής πρακτικής Φάλουν Γκονγκ (που αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα) διώκονται βάναυσα και υπόκεινται σε συστηματικά βασανιστήρια, ακόμα και  εξαναγκαστικές αφαιρέσεις των οργάνων τους.

Το κυβερνών ΚΚΚ προωθεί τον αθεϊσμό και αποθαρρύνει τους πολίτες από το να ακολουθούν κάποια θρησκεία. Τα 281 εκατομμύρια Κινέζοι που ανήκουν στο ΚΚΚ ή στις συνδεδεμένες με αυτό οργανώσεις νεολαίας απαγορεύεται επίσημα να συμμετέχουν σε ένα ευρύ φάσμα πνευματικών παραδόσεων.

Αυτή η στάση της Κίνας απέναντι στη θρησκεία χρονολογείται από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, το 1949.

Κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης (1966-1976), ο τότε ηγέτης του ΚΚΚ Μάο Τσε Τουνγκ ορκίστηκε να εξαλείψει τα «τέσσερα παλαιά»: «τα παλιά πράγματα, τις παλιές ιδέες, τα παλιά έθιμα και τις παλιές παραδόσεις». Στο πλαίσιο αυτής της εκστρατείας, οι Ερυθροφρουροί επιτέθηκαν και κατέστρεψαν πολλούς ναούς, αγάλματα και άλλα κειμήλια πολιτιστικής κληρονομιάς.

Οι νέοι κανονισμοί έχουν προκαλέσει ανησυχία μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων, καθώς θεωρείται ότι αποτελούν προσπάθεια περαιτέρω ελέγχου και περιορισμού της θρησκευτικής ελευθερίας στην Κίνα. Παρά το γεγονός ότι το σύνταγμα της Κίνας εγγυάται την ελευθερία της θρησκευτικής πίστης, το ΚΚΚ επιβάλλει αυστηρούς περιορισμούς στις θρησκευτικές δραστηριότητες, με την εφαρμογή των νέων κανονισμών να αποτελεί μέρος της ευρύτερης στρατηγικής του για την ενίσχυση του πολιτικού ελέγχου επί των θρησκειών, εντείνοντας το ήδη βεβαρημένο κλίμα για τη θρησκευτική ελευθερία στη χώρα και προκαλώντας σοβαρές ανησυχίες και στη διεθνή κοινότητα.

Η πώληση των λιμανιών του Παναμά σε αμερικανικά συμφέροντα οξύνει την κινεζική αντίδραση

Η πρόσφατη απόφαση της CK Hutchison Holdings να πουλήσει τα λιμάνια της στον Παναμά σε κοινοπραξία υπό την ηγεσία της αμερικανικής Black Rock έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση της κινεζικής κυβέρνησης και των κρατικών μέσων ενημέρωσης, στέλνοντας τις μετοχές της εταιρείας που έχει έδρα στο Χονγκ Κονγκ σε απότομη πτώση. Η συμφωνία, αξίας 22,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, περιλαμβάνει την πώληση 43 λιμανιών σε 23 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των δύο στρατηγικών λιμανιών στη Διώρυγα του Παναμά.

Η κινεζική κρατική εφημερίδα Ta Kung Pao και ο κρατικός ραδιοτηλεοπτικός σταθμός CCTV επέκριναν τη συμφωνία, χαρακτηρίζοντάς την ως «παράδοση μαχαιριού σε αντίπαλο» και κατηγορώντας τη CK Hutchison για «κερδοσκοπία» και «προδοσία» των εθνικών συμφερόντων της Κίνας και του κινεζικού λαού. Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύθηκε από επίσημες κινεζικές κυβερνητικές ιστοσελίδες, υπογραμμίζοντας τη σοβαρότητα με την οποία το Πεκίνο αντιμετωπίζει την υπόθεση. Ως εταιρεία του Χονγκ Κονγκ, η CK Hutchison θα έπρεπε να είναι προσεκτική σχετικά με το πώς χειρίζεται συμφωνίες που θα μπορούσαν να βλάψουν το εθνικό συμφέρον της Κίνας, ανέφερε η ανάρτηση από τον λογαριασμό Yuyuantantian στην πλατφόρμα κοινωνικών μέσων Weibo.

Ωστόσο, λίγα λεπτά μετά τη ζωντανή μετάδοση, η ανάρτηση είχε εξαφανιστεί. Όποιος κι αν είναι ο λόγος για τη διαγραφή της ανάρτησης, υπογραμμίζει την κάθετη αντίθεση της Κίνας στη συμφωνία, και τελικά κατάφερε να γίνει επανεξέταση της συναλλαγής.

Επίσης, το Reuters ανέφερε την Παρασκευή ότι η CK Hutchinson έχει καθυστερήσει μέρος της διαδικασίας πώλησης, αν και πηγές ανέφεραν ότι η συμφωνία δεν έχει ακυρωθεί. Στην πρόσφατη δήλωση κερδών της, η CK Hutchison δεν έκανε καμία αναφορά στη συμφωνία για τα λιμάνια, αν και είπε ότι «οι γεωπολιτικές και εμπορικές εντάσεις έχουν αυξηθεί […] σημαντικά».

Η οριστική τεκμηρίωση της συμφωνίας αναμένεται να ανακοινωθεί στις 2 Απριλίου, ωστόσο, η παρεμβολή του Πεκίνου για να αποτρέψει την πώληση έχει δημιουργήσει μία νέα συνθήκη.

Στις 28 Μαρτίου, η Κρατική Διοίκηση για τη Ρύθμιση της Αγοράς της Κίνας ανακοίνωσε την έναρξη έρευνας για πιθανές παραβιάσεις των κινεζικών αντιμονοπωλιακών νόμων.

Η κρατική Cosco Shipping Ports ενδέχεται να αναλάβει την εξαγορά κάποιων από τα λιμάνια που προορίζονταν για την BlackRock. H Hutchison σχεδιάζει να πουλήσει λιμάνια σε περιοχές όπου η Cosco εξετάζει επενδύσεις όπως η Νοτιοανατολική Ασία, η Λατινική Αμερική και η Αφρική.

Η κινεζική κυβέρνηση είναι σαφής στην απαίτησή της να ευθυγραμμιστούν οι επιχειρήσεις του Χονγκ Κόνγκ με το Πεκίνο « το οποίο δεν φαίνεται πια να διατηρεί τον ημιαυτόνομο χαρακτήρα του» όπως επεσήμανε και ο Steve Vickers, CEO της εταιρίας διαχείρισης ρίσκου Steve Vickers Associates. Μια τέτοια στοχοποίηση ενδέχεται να δημιουργήσει ανησυχίες για το μέλλον και άλλων μεγάλων εταιρειών του Χονγκ Κονγκ δεδομένης της στρατηγικής τους σημασίας, που λειτουργούν ως ενδιάμεσοι μεταξύ Κίνας και Δύσης όπως οι HSBC,Swire, China Light & Power (CLP) και Jardine Matheson.

Η αντίδραση της Κίνας δεν περιορίζεται μόνο στη συγκεκριμένη συμφωνία. Αναλυτές εκτιμούν ότι η κινεζική δυσαρέσκεια για την πώληση των λιμανιών του Παναμά μπορεί να επηρεάσει και άλλες επιχειρηματικές συμφωνίες μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών, όπως η πιθανή πώληση των αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων της Tik Tok, που ανήκει στην κινεζική εταιρεία ByteDance. Η κινεζική κυβέρνηση φαίνεται να υιοθετεί μια πιο επιθετική στάση απέναντι σε πιέσεις για εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων σε αμερικανικά συμφέροντα, γεγονός που μπορεί να περιπλέξει περαιτέρω τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών.

Το Πεκίνο θεωρεί ότι η Ουάσιγκτον επιχειρεί να εξαναγκάσει κινεζικές επιχειρήσεις να αποχωρήσουν από στρατηγικές θέσεις, είτε πρόκειται για λιμάνια είτε για τεχνολογικές πλατφόρμες.

Η σκληρή στάση της Κίνας δείχνει ότι πιθανότατα θα επιχειρήσει να δυσκολέψει αντίστοιχες συμφωνίες στο μέλλον, ασκώντας οικονομικές και πολιτικές πιέσεις για να διατηρήσει τον έλεγχό της σε κρίσιμες υποδομές και αγορές.

Η ακύρωση της ανάπλασης της Πειραϊκής: Δικαιοσύνη ή χαμένη ανάπτυξη;

Ο Πειραιάς, μια πόλη με πλούσια ιστορία και στρατηγική σημασία, έχει μετατραπεί σε αντικείμενο αντικρουόμενων συμφερόντων και πολιτικών σκοπιμοτήτων. Οι αποφάσεις για την ανάπτυξή του μοιάζουν να κινούνται περισσότερο από επιδιώξεις φορέων και επενδυτών παρά από τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών.

Η αστική του ανάπτυξη, οι επενδύσεις στις υποδομές και οι πολεοδομικές παρεμβάσεις μοιάζουν να μην καθορίζονται από μια ενιαία στρατηγική, αλλά αντίθετα να επηρεάζονται από συγκρούσεις και διαπραγματεύσεις ισχυρών παιχτών.

Η πρόσφατη ακύρωση

Η ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου ακύρωσε τον διαγωνισμό για την ανάπλαση της Πειραϊκής, δικαιώνοντας τις νομικές και κοινωνικές αντιδράσεις που είχαν προκληθεί από τη διακήρυξη του έργου. Με συνολικό προϋπολογισμό 25 εκατομμύρια ευρώ, το έργο είχε προκαλέσει έντονες συζητήσεις σχετικά με τη διαφάνεια, τη χρησιμότητά του για την τοπική κοινωνία και τον σεβασμό του φυσικού και αρχαιολογικού τοπίου.

Οι λόγοι της ακύρωσης

Η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου βασίστηκε σε σοβαρές ενστάσεις για τη διαδικασία ανάθεσης, καθώς κρίθηκε ότι υπήρξε έλλειψη διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων. Στην πράξη, η σύμβαση κατέληξε σε μία μόνο εταιρεία, γεγονός που δημιούργησε υπόνοιες για ευνοϊκή μεταχείριση.

Επιπλέον, η ολομέλεια δεν πείστηκε για την αναγκαιότητα του κόστους των 25 εκατομμυρίων ευρώ για την ανάπλαση μιας περιοχής μόλις 2,5 χιλιομέτρων. Οι παρεμβάσεις που περιλαμβάνονταν – διαπλάτυνση πεζοδρομίων, επισκευή αγωγών όμβριων υδάτων και αισθητικές αλλαγές – θεωρήθηκαν υπερκοστολογημένες, χωρίς τεκμηριωμένη απόδειξη ότι ανταποκρίνονται στις ανάγκες των πολιτών.

Η ακύρωση της ανάθεσης ήταν αποτέλεσμα και των έντονων αντιδράσεων που είχαν προηγηθεί από το Παρατηρητήριο Πειραϊκής και δημοτικές παρατάξεις της αντιπολίτευσης. Οι δημόσιες συγκεντρώσεις στον Σταυρό της Πειραϊκής ανέδειξαν τη δυσαρέσκεια των κατοίκων, οι οποίοι ζητούσαν ουσιαστική διαβούλευση και όχι αποφάσεις ερήμην της τοπικής κοινωνίας.

Οι βασικότερες ενστάσεις που είχαν διατυπωθεί περιελάμβαναν: τη σκοπιμότητα του έργου, καθώς φάνηκε να εξυπηρετεί πρωτίστως τα συμφέροντα της κρουαζιέρας, την αισθητική και αρχαιολογική αλλοίωση της περιοχής, την περιβαλλοντική επιβάρυνση με την κοπή 28 δέντρων και την αντικατάστασή τους από χαμηλή βλάστηση, την ανεπαρκή αιτιολόγηση των 241 νέων θέσεων στάθμευσης στην ακτή Θεμιστοκλέους κ.ά.

Ο Πειραιάς στο σταυροδρόμι των συμφερόντων

Ο Πειραιάς, ως το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας και μία από τις σημαντικότερες πύλες της Ευρώπης, έχει μετατραπεί τα τελευταία χρόνια σε πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ διαφορετικών οικονομικών, πολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων.

Η πρόσφατη ακύρωση του διαγωνισμού για την ανάπλαση της Πειραϊκής δεν είναι παρά ένα ακόμα επεισόδιο σε αυτή τη διαμάχη.

Αυτό το μοτίβο δεν είναι καινούργιο. Η ιστορία του Πειραιά βρίθει από παραδείγματα όπου αποφάσεις για έργα και παρεμβάσεις λαμβάνονταν ερήμην των κατοίκων, είτε για να εξυπηρετηθούν επιχειρηματικά συμφέροντα είτε για να προωθηθούν πολιτικές επιδιώξεις.

Η ιδιωτικοποίηση του λιμανιού, η συνεχιζόμενη επέκταση των δραστηριοτήτων της Cosco, οι αλλαγές στο κυκλοφοριακό μοντέλο της πόλης και οι πολεοδομικές παρεμβάσεις γίνονται συχνά αντικείμενο αντιπαράθεσης ανάμεσα σε κρατικούς φορείς, τοπική αυτοδιοίκηση, επιχειρηματίες και κοινωνικά κινήματα.

Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο το αν μια επένδυση είναι «καλή» ή «κακή», αλλά το ποιος αποφασίζει και με ποια κριτήρια. Ο Πειραιάς φαίνεται να μην ανήκει στους κατοίκους του, αλλά να αποτελεί μια σκακιέρα όπου οι μεγάλοι παίκτες – από δημοτικές αρχές μέχρι πολυεθνικές εταιρείες – διαμορφώνουν την τύχη του ανάλογα με τις δικές τους προτεραιότητες.

Η ακύρωση της ανάπλασης της Πειραϊκής δεν είναι το τέλος αυτής της ιστορίας, αλλά ίσως μια ευκαιρία να ανοίξει ένας ουσιαστικός διάλογος. Ο Πειραιάς αξίζει έναν σχεδιασμό που να σέβεται την ιστορία, το περιβάλλον και τις πραγματικές ανάγκες του, κι όχι άλλη μια απόφαση που θα εξυπηρετήσει λίγους εις βάρος πολλών.

Η κινεζική επένδυση στον ΑΔΜΗΕ: Πώς η State Grid απέκτησε το 24% των μετοχών

Το 2016, η ΔΕΗ αποφάσισε να πουλήσει το 24% των μετοχών του ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας), με στόχο την είσοδο στρατηγικού επενδυτή και την ενίσχυση της ρευστότητά της. Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, Μάνος Μανουσάκης, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία του ΑΔΜΗΕ το 2017, έχει στραφεί σε μία πολύ δυναμική επενδυτική στρατηγική.

Η κινεζική εταιρεία State Grid International Development (SGID) αναδείχθηκε πλειοδότης, προσφέροντας 320 εκατομμύρια ευρώ για το μερίδιο αυτό. Η συμμετοχή της κινεζικής SGID στον ΑΔΜΗΕ ενισχύει τη συνεργασία των δύο χωρών στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, με επενδύσεις σε διασυνδέσεις και δίκτυα μεταφοράς.

Η SGID είναι θυγατρική της State Grid Corporation of China, μίας από τις μεγαλύτερες εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας παγκοσμίως, με παρουσία σε πολλές χώρες.

Ο τέως πρόεδρος της State Corporation of China, Σου Γινμπάο, έχει χαρακτηρίσει το ελληνικό δίκτυο ως κομβικό δίκτυο διασύνδεσης Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής.

Η είσοδος της SGID ως στρατηγικού επενδυτή στον ΑΔΜΗΕ είχε ως στόχο την ενίσχυση της τεχνογνωσίας και της χρηματοοικονομικής θέσης του διαχειριστή, με σκοπό να συμβάλει στην αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Η συμφωνία αυτή αποτέλεσε μέρος της ευρύτερης στρατηγικής της Ελλάδας για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και την ενίσχυση των υποδομών της χώρας στον τομέα της ενέργειας.

Τον Νοέμβριο του 2024, υπεγράφη και άλλη συμφωνία για την πώληση του 20% των μετοχών της θυγατρικής εταιρείας του ΑΔΜΗΕ, Ariadne Interconnection, στη SGID.

Με αυτή την κίνηση ενισχύθηκε περαιτέρω η συνεργασία μεταξύ των δύο εταιρειών, με στόχο την υλοποίηση μεγάλων έργων, όπως η ηλεκτρική διασύνδεση Κρήτης-Αττικής.

Τη συμφωνία υπέγραψαν ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του διαχειριστή κος Μανούσος Μανουσάκης και ο νυν πρόεδρος της SGID κος Γιου Τζουν.

Η παρουσία κινεζικών συμφερόντων σε έναν τόσο κρίσιμο τομέα γεννά ερωτήματα για τη μακροπρόθεσμη επιρροή του Πεκίνου στην ελληνική ενεργειακή στρατηγική.

Η διείσδυση της Κίνας στην Ελλάδα: Από την ενέργεια στις υποδομές και το εμπόριο

Τα τελευταία χρόνια, η Κίνα έχει καταφέρει να εδραιώσει μία ισχυρή παρουσία στην Ελλάδα, επενδύοντας σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας, όπως η ενέργεια, οι υποδομές, η ναυτιλία και το εμπόριο. Η εξαγορά του 24% του ΑΔΜΗΕ από τη State Grid International Development Ltd αποτελεί μόνο ένα μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου επέκτασης της κινεζικής επιρροής στη χώρα.

Η κυριαρχία της Κίνας στο λιμάνι του Πειραιά

Ο εξέχων τομέας διείσδυσης της Κίνας στην Ελλάδα είναι η ναυτιλία. Το 2016, η κινεζική εταιρεία Cosco Shipping απέκτησε το 67% του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ), μετατρέποντας το λιμάνι σε έναν από τους βασικούς κόμβους του κινεζικού εμπορίου στην Ευρώπη. Η Cosco έχει επενδύσει για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, ενώ η διακίνηση των εμπορευματοκιβωτίων έχει αυξηθεί κατά πολύ.

Ωστόσο, η εξαγορά του Πειραιά έχει προκαλέσει ανησυχίες στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, καθώς ενισχύει την εξάρτηση της Ελλάδας από την Κίνα και εγείρει ζητήματα εθνικής κυριαρχίας. Επιπλέον, έχουν υπάρξει αντιδράσεις από συνδικάτα και τοπικούς φορείς, που καταγγέλλουν επιδείνωση των συνθηκών εργασίας και περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Κινεζικές επενδύσεις σε υποδομές και τηλεπικοινωνίες

Η Κίνα έχει επενδύσει και σε άλλους τομείς υποδομών.

Η China State Construction Engineering Corporation (CSCEC), μία από τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρίες παγκοσμίως, με παρουσία σε περισσότερες από 100 χώρες, έχει δείξει ενδιαφέρον για μεγάλα κατασκευαστικά έργα.

Επίσης, οι κινεζικές Huawei και ZTE έχουν διευρύνει την παρουσία τους στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, παρέχοντας εξοπλισμό 5G. Να αναφέρουμε ότι η Γερμανία έχει απαγορεύσει τη χρήση ορισμένων εξαρτημάτων που κατασκευάζονται από τους κινέζους προμηθευτές Huawei και ZTE στα δίκτυα 5G της Γερμανίας. Οι ΗΠΑ απαγόρευσαν επίσης τη Ηuawei και έθεσαν έκτακτους περιορισμούς στην πώληση ημιαγωγών στον κολοσσό των τηλεπικοινωνιών. Αναλυτές και ειδικοί λένε ότι αυτή είναι μία τάση που αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια, καθώς οι σχέσεις της Κίνας με τις ΗΠΑ ειδικά αλλά και με τη Δύση γενικότερα επιδεινώνονται σε όλα τα επίπεδα, από το εμπόριο και τα ανθρώπινα δικαιώματα μέχρι τη σύγκρουση της Ρωσίας με την Ουκρανία και το ζήτημα της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν.

Οι επενδύσεις αυτές ακολουθούν τη στρατηγική επέκτασης της κινεζικής επιρροής στην Ευρώπη μέσω της πρωτοβουλίας «Μία ζώνη, ένας δρόμος» (Belt and Road Initiative – BRI), στοχεύοντας σε βασικούς τομείς υποδομών που εξασφαλίζουν πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά.

Διατλαντική έρευνα από το German Marshal Fund έδειξε ότι πολλοί από τους Ευρωπαίους ερωτηθέντες υποστηρίζουν μία «σκληρότερη» προσέγγιση έναντι της Κίνας, με σχεδόν τους μισούς να τοποθετούν την Κίνα είτε στην κατηγορία του «ανταγωνιστή» ή του «αντιπάλου».

Αυτή η θεώρηση ήταν επικρατέστερη στη Σουηδία, τη Λιθουανία, την Πολωνία, την Ολλανδία και τη Γερμανία. «Νομίζω ότι το ρεύμα στην Ευρώπη έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια», υποστηρίζει ο Μάρτιν Χάλα, διευθυντής του Sinopsis, δεξαμενής σκέψης με έδρα την Πράγα που ακολουθεί την Κίνα.

Το μεγάλο ερώτημα: οφέλη ή εξάρτηση;

Η κινεζική παρουσία στην Ελλάδα έχει ενισχύσει τη στρατηγική θέση της χώρας στο παγκόσμιο εμπόριο. Παρόλα αυτά, η αυξανόμενη επιρροή του Πεκίνου εγείρει ανησυχίες για τη διαφάνεια, την πολιτική εξάρτηση και την εθνική ασφάλεια.

Η Ελλάδα, ως πύλη προς την Ευρώπη, έχει εξελιχθεί σε σημαντικό κρίκο του κινεζικού οικονομικού σχεδιασμού, με το Πεκίνο να διαμορφώνει πλέον ενεργά τους όρους του εμπορίου, των επενδύσεων και των στρατηγικών συνεργασιών στη χώρα.

Αν και οι κινεζικές επενδύσεις έχουν τονώσει κάποιους τομείς, τίθενται ερωτήματα για τη μακροπρόθεσμη επιρροή τους, και το κατά πόσο μπορεί να είναι η Ελλάδα ανεξάρτητη όταν ζωτικοί τομείς της οικονομίας της εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από κινεζικά κεφάλαια και συμφέροντα. Με την Κίνα να εδραιώνει συνεχώς τη θέση της σε βασικές ελληνικές υποδομές, η επιρροή της στην οικονομική και πολιτική σκηνή της χώρας γίνεται ολοένα και πιο αισθητή, θέτοντας το δίλημμα: πρόκειται για μία ευκαιρία ανάπτυξης ή για μία νέα μορφή εξάρτησης;

Η Κίνα και η νέα αντίληψη για τα ανθρώπινα δικαιώματα: Πραγματική πρόοδος ή πολιτική προπαγάνδα;

Τα τελευταία χρόνια, η Κίνα προσπαθεί να παρουσιάσει τον εαυτό της ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο.

Προωθεί ένα μοντέλο που βασίζεται στη συλλογική ευημερία, δίνοντας έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη και την καταπολέμηση της φτώχειας. Ωστόσο, διεθνείς οργανισμοί και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων επισημαίνουν πως η Κίνα χρησιμοποιεί αυτήν τη ρητορική για να συγκαλύψει σοβαρές παραβιάσεις, όπως η καταστολή εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων.

Η διεθνής προώθηση του κινεζικού αφηγήματος

Σε διεθνές επίπεδο, το Πεκίνο προσπαθεί να επηρεάσει τον διάλογο για τα ανθρώπινα δικαιώματα μέσω του ΟΗΕ και άλλων διεθνών θεσμών. Με τη στήριξη χωρών που εξαρτώνται οικονομικά από την Κίνα, επιχειρεί να διαμορφώσει ένα παγκόσμιο αφήγημα, όπου τα κρατικά συμφέροντα και η ανάπτυξη υπερισχύουν των ατομικών ελευθεριών.

Τώρα που οι ΗΠΑ αποχώρησαν από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, οι προσπάθειες της Κίνας να αυξήσει τη δύναμή της εντός του σώματος αντιπροσωπεύουν μια σοβαρή παγκόσμια απειλή.

Η 58η σύνοδος του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ που πραγματοποιείται από τις 24 Φεβρουαρίου έως τις 4 Απριλίου σηματοδοτείται από την αποχώρηση των ΗΠΑ και το πάγωμα της αμερικανικής χρηματοδότησης, γεγονός που επηρεάζει πολλές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Η Κίνα και άλλα αυταρχικά κράτη, που αναζητούν νέες ευκαιρίες για να εκμεταλλευτούν τις αδυναμίες των διεθνών θεσμών, είναι έτοιμα να εκτιναχθούν.

Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (UNHRC) ιδρύθηκε το 2006 για να παρέχει έναν πιο αποτελεσματικό μηχανισμό με στόχο την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την πρόληψη των παραβιάσεων, αντικαθιστώντας την προηγούμενη δομή γνωστή ως Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (UNCHR), η οποία αναδιαρθρώθηκε με την πεποίθηση ότι δεν θα μπορούσε να είναι επαρκώς αποτελεσματική καθώς συνεδρίαζε μόνο μια φορά τον χρόνο. Το Συμβούλιο συνέρχεται τρεις φορές τον χρόνο, τον Μάρτιο, τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο. Ωστόσο είναι σαφές ότι αντιμετωπίζει σοβαρά εμπόδια στην εκπλήρωση των ιδρυτικών του στόχων. Αρχικά θεωρήθηκε ως μια πολλά υποσχόμενη δομή για την αντιμετώπιση ζητημάτων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όμως η πραγματικότητα είναι ότι έχει απομακρυνθεί από τους στόχους του. Με την πάροδο των ετών, ο χώρος των πολιτών και οι ευκαιρίες για όσους πραγματικά είναι αφοσιωμένοι στα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν αντίστοιχα συρρικνωθεί, ιδιαίτερα με την κατάργηση των γενικών συζητήσεων κατά τη σύνοδο του Ιουνίου.

Η πρωτοβουλία που ανέλαβαν αυταρχικά καθεστώτα όπως η Κίνα είχε βαθύτατα αρνητικό αντίκτυπο στην UNHRC, παρέχοντάς τους μία πλατφόρμα για να παρουσιάσουν μια εντελώς ψεύτικη εικόνα για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις χώρες τους. Αυτό εγείρει σοβαρές ανησυχίες για το παγκόσμιο κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο σύνολό του.

Η κινεζική κυβέρνηση εφαρμόζει διάφορες στρατηγικές στη διεθνή σκηνή για να υπερασπιστεί το φρικτό ιστορικό της στα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σχετικά με τους ασκούμενους της πνευματικής πρακτικής Φάλουν Γκονγκ, τους Ουιγούρους, τους Θιβετιανούς, τους χριστιανούς και τον αγώνα του Χονγκ Κόνγκ να βρει μία θέση στην ατζέντα του UNHRC. Ένας από τους παράγοντες που αυξάνουν την επιρροή της Κίνας στο Συμβούλιο είναι η παροχή οικονομικής βοήθειας και η διπλωματική πίεση παγκοσμίως.

Οι προκλήσεις και οι αντιδράσεις της Δύσης

Η προσπάθεια της Κίνας να παρουσιαστεί ως ηγέτης στα ανθρώπινα δικαιώματα έρχεται σε αντίθεση με τις αναφορές για λογοκρισία, μαζική παρακολούθηση και καταστολή αντιφρονούντων. Οι δυτικές κυβερνήσεις και οργανώσεις, αν και καταδικάζουν αυτές τις πρακτικές, δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη επιρροή του Πεκίνου σε διεθνείς θεσμούς.

Πολλές χώρες απλώς δίνουν προτεραιότητα στα εθνικά τους συμφέροντα, αποκλίνοντας έτσι από τον πραγματικό σκοπό του θεσμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του οποίου είναι μέλη.

Η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Συμβούλιο επιδεινώνει τη σοβαρότητα αυτού του ζητήματος.

Ένας από τους κύριους λόγους για την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ είναι η σημαντική μείωση της σημασίας του Συμβουλίου ως γνήσιας δύναμης για το καλό. Ο αριθμός των χωρών με αυταρχικές τάσεις υπερβαίνει πλέον εκείνους που σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Ως εκ τούτου, η αποχώρηση των ΗΠΑ είναι μία σημαντική εξέλιξη που υπονομεύει περαιτέρω την αξιοπιστία του Συμβουλίου όσον αφορά την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η Κίνα ως παγκόσμιος υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: Μια καλοσχεδιασμένη προπαγάνδα

Η Κίνα έχει τελειοποιήσει την τέχνη της πολιτικής προπαγάνδας. Ενώ φυλακίζει αντιφρονούντες, ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης και επιβλέπει κάθε ψηφιακή επικοινωνία, ταυτόχρονα προβάλλει προς τα έξω την εικόνα μίας χώρας που «σέβεται» τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μέσω του ΟΗΕ και άλλων διεθνών οργανισμών, το Πεκίνο επιχειρεί να αναδιαμορφώσει τον διάλογο για τα δικαιώματα, προωθώντας ένα μοντέλο που η υποταγή στο κράτος αντικαθιστά τις ατομικές ελευθερίες.

Στην Κίνα, το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι υπεράνω όλων. Οι πολίτες δεν έχουν πραγματική ελευθερία λόγου, καθώς κάθε μορφή κριτικής προς την κυβέρνηση καταστέλλεται αμέσως. Η μαζική παρακολούθηση μέσω συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης και κοινωνικής βαθμολόγησης εξασφαλίζει ότι κανείς δεν ξεφεύγει από τον έλεγχο του Κόμματος. Τα στρατόπεδα «αναμόρφωσης», η βίαιη καταστολή του Χονγκ Κόνγκ και οι φυλακίσεις ακτιβιστών είναι μερικά μόνο παραδείγματα τού πώς το κινεζικό καθεστώς αντιμετωπίζει όσους τολμούν να αμφισβητήσουν την απόλυτη κυριαρχία του.

Η υποκρισία της κινεζικής ηγεσίας

Το κινεζικό καθεστώς ισχυρίζεται ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα συνδέονται με την οικονομική ανάπτυξη, όμως αυτή η αφήγηση χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει την καταπίεση. Οι εργάτες δεν έχουν δικαίωμα σε ελεύθερα συνδικάτα, οι μειονότητες υφίστανται διακρίσεις, ενώ το δικαστικό σύστημα είναι πλήρως ελεγχόμενο από το Κόμμα. Αντί για δικαιοσύνη και πρόοδο, η Κίνα επιβάλλει έναν ψηφιακό και φυσικό ολοκληρωτισμό, όπου η απόλυτη υπακοή είναι προαπαιτούμενο για την επιβίωση. Πίσω από τη ρητορική περί «κοινωνικής σταθερότητας» και «συλλογικής ευημερίας» κρύβεται μία απολυταρχική μηχανή που συνθλίβει κάθε μορφή ατομικής ελευθερίας. Η διεθνής κοινότητα πρέπει να αναγνωρίσει αυτήν την πραγματικότητα.

Εν ολίγοις, μία νέα τάξη «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» που διαμορφώθηκε υπό την ηγεσία της Κίνας θα απειλήσει χώρες με δημοκρατικές αξίες. Ένα ενιαίο μέτωπο από γνήσιους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι απαραίτητο για να αναμορφωθεί αυτός ο χώρος (των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) και να απωθήσουμε αυτές τις αυταρχικές τάσεις.

 

Προκαταρκτική έρευνα του Ευρωκοινοβουλίου για τις καταγγελίες του Παρατηρητηρίου Πειραϊκής

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έκανε το πρώτο βήμα προς τη διερεύνηση των σοβαρών καταγγελιών για τις κατασκευαστικές ατέλειες, την περιβαλλοντική υποβάθμιση και την αδιαφάνεια στη διαχείριση των πόρων που αφορούν το λιμάνι της Πειραϊκής.

Η Επιτροπή Αναφορών ξεκίνησε προκαταρκτική έρευνα ύστερα από την αναφορά 1260/2024 που κατατέθηκε από τον καθηγητή Βασίλη Τσελέντη, εκπρόσωπο του Παρατηρητηρίου.

Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει τις ανησυχίες που είχαν εκφραστεί από την τοπική κοινωνία και εντείνει την πίεση προς την ελληνική κυβέρνηση (η οποία μέχρι στιγμής έχει αποφύγει να δώσει ουσιαστικές εξηγήσεις) και εμπλεκόμενους φορείς.

Η Επιτροπή Αναφορών, σε συνεργασία με αρμόδιες υπηρεσίες και εμπειρογνώμονες, θα εξετάσει τα στοιχεία και τις καταγγελίες που υποβλήθηκαν.

Τι αποκαλύπτει το Παρατηρητήριο Πειραϊκής

Το Παρατηρητήριο Πειραϊκής κατέθεσε στην Επιτροπή Αναφορών φωτογραφικό και βιντεοληπτικό υλικό που τεκμηριώνει τις κατασκευαστικές αδυναμίες της προβλήτας. Σύμφωνα με τους δύτες-μέλη του Παρατηρητηρίου Πειραϊκής, τα στοιχεία που προσκομίστηκαν αποδεικνύουν:

  • Τη χρήση ακατάλληλων υλικών, τα οποία θέτουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα της λιμενικής υποδομής.
  • Την παντελή έλλειψη ελέγχου από τις ελληνικές αρχές για τη συμμόρφωση του έργου με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές ασφαλείας.
  • Τις σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όπως την επιβάρυνση του θαλάσσιου οικοσυστήματος λόγω ρύπανσης και διάβρωσης της ακτογραμμής.

Εάν από την έρευνα προκύψουν σοβαρά ζητήματα, ενδέχεται να υπάρξουν περαιτέρω έρευνες και κυρώσεις.

Τα επόμενα βήματα και οι αντιδράσεις

Η Επιτροπή Αναφορών του Ευρωκοινοβουλίου έχει ήδη διαβιβάσει την υπόθεση στις Επιτροπές Περιβάλλοντος (ENVI) και Ελέγχου Προϋπολογισμού (CONT), γεγονός που δείχνει ότι η υπόθεση λαμβάνει ευρύτερες διαστάσεις. Η συνέχεια της έρευνας θα εξαρτηθεί από τις απαντήσεις που θα δώσουν οι ελληνικές αρχές και από το αν θα αποδειχθούν παραβιάσεις κοινοτικών κανόνων.

Το Παρατηρητήριο Πειραϊκής συνεχίζει να καταγράφει νέες καταγγελίες, ενώ η υπόθεση αυτή φαίνεται να λειτουργεί ως έναυσμα για μια ευρύτερη συζήτηση σχετικά με το ποιος αποφασίζει για την ανάπτυξη του Πειραιά και ποιος ωφελείται από αυτή.

Ο Πειραιάς σε κρίσιμο σταυροδρόμι

Ο Πειραιάς δεν είναι απλώς ένας εμπορικός κόμβος, είναι μια πόλη με ιστορία, με ανθρώπους που αξίζουν μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Αν το μοντέλο ανάπτυξης που προωθείται δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για ανάπτυξη.

Το αν θα επικρατήσει η διαφάνεια και η λογοδοσία ή αν το λιμάνι θα συνεχίσει να λειτουργεί ως ένα κλειστό σύστημα συμφερόντων, εξαρτάται πλέον από την πίεση που θα ασκηθεί τόσο από τους κατοίκους όσο και από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η σκιώδης «ανάπτυξη» της κρουαζιέρας στον Πειραιά

Οι καταγγελίες, που προήλθαν από το Παρατηρητήριο Πειραϊκής, ανέδειξαν την έλλειψη κρατικού ελέγχου στις κατασκευές, τη θαλάσσια ρύπανση από τις κατεστραμμένες προβλήτες και τη γενικότερη υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των περιοίκων.

Ο καθηγητής θαλάσσιου περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Πειραιά και εκπρόσωπος του Παρατηρητηρίου Πειραϊκής Βασίλης Τσελέντης παρουσίασε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η επέκταση της κρουαζιέρας στον Πειραιά δεν φέρνει την ανάπτυξη που επικαλείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά αντιθέτως (φέρνει)  κοινωνική και περιβαλλοντική υποβάθμιση. Όπως επεσήμανε ο καθηγητής , η χώρα καταδικάστηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση πριν από δύο χρόνια για υπέρβαση των ορίων ατμοσφαιρικής ρύπανσης, χωρίς να έχει ληφθεί κανένα διορθωτικό μέτρο από τότε.

Η αντίδραση της Κομισιόν και η πολιτική στήριξη

Η εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εγκρίνει τις χρηματοδοτήσεις απάντησε ότι η ευθύνη για τον έλεγχο και τη διαχείριση του έργου ανήκει στην ελληνική κυβέρνηση. Υποστήριξε μάλιστα ότι η επέκταση της κρουαζιέρας συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη, επιχείρημα που καταρρίφθηκε πλήρως από την ανάλυση του Βασίλη Τσελέντη.

Η πρόεδρος της Επιτροπής  Αναφορών, μετά την απογοητευτική στάση της Κομισιόν, έκλεισε τη συνεδρίαση με την ξεκάθαρη απαίτηση: «Δεν πήραμε καμία ουσιαστική απάντηση από την Κομισιόν. Ζητούμε γραπτές εξηγήσεις.»

Cosco: «Ανάπτυξη» χωρίς διαφάνεια

Ένα από τα πιο σκοτεινά σημεία στη διαχείριση του λιμανιού του Πειραιά είναι ο ρόλος της Cosco σε θέματα ψηφιοποίησης του λιμανιού, κάτι που αποτελεί κεντρικό άξονα των προσπαθειών της για εκσυγχρονισμό. Η ανάπτυξη της ψηφιακής πλαρφόρμας HPCS (Ηλεκτρονικό Σύστημα Εξυπηρέτησης Πελατών) τέθηκε σε λειτουργία το 2020 από το Σταθμό Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά Α.Ε., θυγατρική της Cosco. Παρότι η εταιρεία παρουσιάζει την ψηφιοποίηση του λιμανιού ως βήμα προς μια «έξυπνη διαχείριση», στην πραγματικότητα η ψηφιοποίηση αυτή ενισχύει την κυριαρχία της Cosco, μετατρέποντας το λιμάνι σε ένα κλειστό οικονομικό σύστημα, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται με γνώμονα την κερδοφορία της εταιρείας χωρίς κανέναν σεβασμό προς τις κοινωνικές ανάγκες και το περιβάλλον.

Τα ερωτήματα που εγείρονται σχετικά με τον τρόπο που διαχειρίζεται και συλλέγει δεδομένα, ποιος έχει πρόσβαση σε αυτά και με ποιο σκοπό χρησιμοποιούνται είναι σοβαρά. Παράλληλα, η τεχνολογική της «επένδυση» δεν έχει λύσει κανένα από τα βασικά προβλήματα που ταλανίζουν την περιοχή.

Χαρακτηριστικά της λειτουργίας της είναι:

Η έλλειψη διαφάνειας ως προς το πώς η εταιρεία αξιοποιεί τις πληροφορίες και τις τεχνολογικές της υποδομές στο λιμάνι.

Η έλλειψη δέσμευσης για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων, με τις ενέργειες της εταιρείας να αφορούν αποκλειστικά στην αύξηση της αποδοτικότητας  και των εσόδων του λιμανιού.

Η αδιαφορία για την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς η χρήση των τεχνολογικών της λύσεων δεν συνοδεύεται από μέτρα μετριασμού της ρύπανσης ή περιορισμού των επιπτώσεων από τις κρουαζιέρες.

Τουριστικοποίηση και τσιμεντοποίηση

Η επέκταση του λιμανιού κρουαζιέρας στον Πειραιά προωθείται ως εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, οι  κάτοικοι της περιοχής βιώνουν την πραγματικότητα διαφορετικά. Η έλλειψη σχεδιασμού και ελέγχου των έργων οδηγεί σε έντονη κυκλοφοριακή συμφόρηση, ρύπανση, τσιμεντοποίηση και σταδιακή εξαφάνιση των ελεύθερων χώρων. Η διοίκηση του λιμανιού αποφασίζει για τις αναπλάσεις των γειτονιών όχι με γνώμονα τις ανάγκες των κατοίκων, αλλά με αποκλειστικό στόχο την εξυπηρέτηση των τουριστικών επιχειρήσεων και την ενίσχυση των συνεργαζόμενων εταιρειών, όπως η Cosco.

H στεγαστική κρίση που μαστίζει τον Πειραιά επιδεινώνεται από την τουριστικοποίηση και τις fast-track πολεοδομικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν την ανέγερση πανύψηλων ξενοδοχείων. Το αποτέλεσμα είναι η εκτόξευση των ενοικίων, που  αναγκάζει πολλούς κατοίκους να εγκαταλείψουν την περιοχή ή ακόμα και να βρεθούν στον δρόμο.

«Σύμφωνα με τη Διακήρυξη της Συνδιάσκεψης της Στοκχόλμης του 1972, η οποία σηματοδότησε την αρχή της νομικής αναγνώρισης της αλληλεπίδρασης μεταξύ ανθρωπίνων δικαιωμάτων και περιβάλλοντος, τονίστηκε ότι η πλήρης απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απαιτεί την προστασία και τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος», τόνισε ο κύριος Τσελέντης στη δευτερολογία του ενώπιον της επιτροπής αναφορών της Ευρωβουλής. Η δευτερολογία του καθηγητή ήταν αποκαλυπτική για το είδος της ανάπτυξης που έχει συμβεί στον Πειραιά, όπου η δημόσια υγεία και η ποιότητα ζωής των κατοίκων θυσιάζονται στον βωμό της τουριστικής ανάπτυξης.

«Οι αναπλάσεις της γειτονιάς αποφασίζονται από τη διοίκηση του λιμανιού σύμφωνα με το συμφέρον των τουριστικών επιχειρήσεων. Η έλλειψη ελεύθερων χώρων και πρασίνου, η αρπαγή της γης από το λιμάνι και η στεγαστική κρίση που έχει ξεσπάσει κάνουν τους ανθρώπους να μην μπορούν να αντιμετωπίσουν το υψηλό ενοίκιο και να ζουν στο δρόμο», είπε χαρακτηριστικά ο καθηγητής.

Η πραγματική ανάπτυξη δεν μπορεί να βασίζεται στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος.

Η υπόθεση του λιμανιού της Πειραϊκής δεν είναι απλώς ένα περιβαλλοντικό ή πολεοδομικό ζήτημα. Είναι μια μάχη για το δικαίωμα των κατοίκων να ζουν σε μια πόλη που μεριμνά και για την ποιότητα ζωής τους.

Ζητούμενο από την Cosco, η οποία διαχειρίζεται τον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ), και τις υπόλοιπες πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται στον Πειραιά (εταιρείες κρουαζιέρας, ναυτιλιακές κ.ά.) είναι η στροφή προς ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που να σέβεται τόσο το περιβάλλον όσο και τους κατοίκους, μέσα από τις αρχές της φερεγγυότητας και της διαφάνειας.