Παρασκευή, 09 Μαΐ, 2025

Ο Τραμπ ζητά εξηγήσεις για τις απόπειρες δολοφονίας

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ είπε σε συνέντευξή του την Τετάρτη ότι θέλει περισσότερες πληροφορίες για τις δύο απόπειρες δολοφονίας εναντίον του πέρυσι — η μία στη Φλόριντα και η άλλη στην Πενσυλβάνια.

Σε συνέντευξή του στο Fox News, ο Τραμπ είπε ότι του είπαν αξιωματούχοι ότι οι απόπειρες κατά της ζωής του —σε μια προεκλογική εκδήλωση στο Μπάτλερ της Πενσυλβάνια, τον Ιούλιο και στο γήπεδο του γκολφ στο West Palm Beach της Φλόριντα, τον Σεπτέμβριο— έγιναν από «τρελούς».

Όταν ρωτήθηκε αν πιστεύει αυτόν τον ισχυρισμό, είπε: «Δεν ξέρω … Δεν ξέρω τι να πιστέψω».

Οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς και αξιωματούχοι της Μυστικής Υπηρεσίας είπαν ότι ο ύποπτος από τη Φλόριντα, Ράιαν Γουέσλι Ρουθ, παρέμεινε κοντά στο Διεθνές Γήπεδο Γκολφ Τραμπ για περίπου 12 ώρες προτού τον εντοπίσουν να στρέφει μια κάννη όπλου μέσα από θάμνους σε έναν περιμετρικό φράκτη καθώς ο Τραμπ έπαιζε γκολφ.

Ένας πράκτορας της Μυστικής Υπηρεσίας άνοιξε πυρ, αναγκάζοντας τον Ρουθ να φύγει από τη σκηνή με ένα όχημα. Συνελήφθη ώρες αργότερα ενώ ταξίδευε με προορισμό βορρά σε άλλη κομητεία της Φλόριντα.

Ο Τραμπ σημείωσε ότι ο Ρουθ είχε πολλά τηλέφωνα όταν συνελήφθη.

«Δεν μου έχει εξηγηθεί τέλεια από τη Μυστική Υπηρεσία ή το FBI», είπε ο πρόεδρος για εκείνη την απόπειρα δολοφονίας. «Έχουμε κάποιον, δύο καλούς ανθρώπους που το τρέχουν και θα ήθελα να ακούσω την εξήγηση. Ακόμα κι αν δεν κυκλοφορήσει στο κοινό, θα πρέπει να μου επιτραπεί να την ακούσω και μπορεί κάλλιστα να την δημοσιεύσω».

Οι εισαγγελείς ανέφεραν στα δικαστικά έγγραφα ότι αξιωματούχοι ερεύνησαν 18 τηλεφωνικές συσκευές, 17 από τις οποίες ανήκαν στον ύποπτο. Είπαν επίσης ότι ο Ρουθ είχε αφήσει πίσω του υλικό με έναν γνωστό του που έλεγε ότι ήθελε να δολοφονήσει τον Τραμπ, ειδικά για την απόφαση του προέδρου κατά την πρώτη του θητεία να κατευθύνει τις Ηνωμένες Πολιτείες να εγκαταλείψουν μια πυρηνική συμφωνία της εποχής Ομπάμα με το Ιράν.

Οι λογαριασμοί των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που σχετίζονται με τον Ρουθ ανέφεραν επίσης ότι είναι ένθερμος υποστηρικτής της Ουκρανίας στον συνεχιζόμενο πόλεμο με τη Ρωσία. Δημοσίευσε βίντεο από το Κίεβο που δείχνει τον εαυτό του σε διαδηλώσεις. Άλλες μαρτυρίες έδειχναν ότι προσπαθούσε να στρατολογήσει ανθρώπους για να πολεμήσουν στην Ουκρανία.

Ο Ρουθ βρίσκεται επί του παρόντος στη φυλακή με ομοσπονδιακές κατηγορίες για απόπειρα δολοφονίας ενός σημαντικού προεδρικού υποψηφίου, κατοχή πυροβόλου όπλου για την προώθηση εγκλήματος βίας, επίθεση σε ομοσπονδιακό αξιωματικό, παρανομία στην κατοχή πυροβόλου όπλου και πυρομαχικών και κατοχή πυροβόλου όπλου με σβησμένο αύξοντα αριθμό.

Αναμένεται ενώπιον του δικαστηρίου για τις ομοσπονδιακές κατηγορίες τον Σεπτέμβριο. Η καθυστέρηση μεταξύ της σύλληψής του και της επόμενης ημερομηνίας του δικαστηρίου χορηγήθηκε για να δώσει στους δικηγόρους του χρόνο να ελέγξουν εκατοντάδες ώρες βίντεο από κάμερες σώματος των αστυνομικών και κάμερες παρακολούθησης και να εξετάσουν υλικό από τα 17 κινητά τηλέφωνα και άλλες ηλεκτρονικές συσκευές του Ρουθ.

Εάν καταδικαστεί για την κατηγορία της απόπειρας δολοφονίας, ο Ρουθ μπορεί να καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη.

Στην απόπειρα δολοφονίας στο Μπάτλερ, οι αξιωματούχοι αναγνώρισαν αργότερα τον Τόμας Μάθιου Κρουκς, 20 ετών, ως ύποπτο που πυροβόλησε πολλές φορές σε μια πολιτική συγκέντρωση από τη θέση του σε μια κοντινή ταράτσα. Ένας από τους πυροβολισμούς χτύπησε το αυτί του Τραμπ και ένας άνδρας της κομητείας Μπάτλερ σκοτώθηκε και δύο τραυματίστηκαν, προτού ο Κρουκς πυροβοληθεί και σκοτωθεί από τις αρχές επιβολής του νόμου.

Η Epoch Times επικοινώνησρ με το FBI για σχόλια.

Ο ΠΟΥ ανακοινώνει «συμφωνία για τις πανδημίες», πέντε χρόνια μετά τον COVID-19

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ανακοίνωσε στις 15 Απριλίου ότι τα κράτη-μέλη του κατέληξαν σε μια «συμφωνία για τις πανδημίες», πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας COVID-19, με στόχο την καλύτερη προετοιμασία και προστασία της διεθνούς κοινότητας από μελλοντικές υγειονομικές κρίσεις.

«Έπειτα από τρία χρόνια έντονων και απαιτητικών διαπραγματεύσεων, τα κράτη-μέλη πραγματοποίησαν ένα σημαντικό βήμα για να διασφαλίσουν έναν πιο ασφαλή κόσμο απέναντι στις πανδημίες», ανέφερε σε ανακοίνωσή του ο διεθνής οργανισμός υγείας των Ηνωμένων Εθνών.

Ο Γενικός Διευθυντής του ΠΟΥ, Τέντρος Αντχανόμ Γκεμπρεγέσους, χαιρέτισε την εξέλιξη αυτή και δήλωσε ότι η συμφωνία θα καταστήσει τον κόσμο «ασφαλέστερο», αποδεικνύοντας παράλληλα ότι «η πολυμερής συνεργασία είναι ζωντανή και συνεχίζει να αποδίδει καρπούς ακόμη και σε έναν διχασμένο κόσμο, όπου τα κράτη μπορούν ακόμη να βρίσκουν κοινό έδαφος».

Ένα από τα βασικά σημεία του σχεδίου συμφωνίας είναι η πρόβλεψη που διασφαλίζει ότι χώρες που μοιράζονται κρίσιμα δείγματα ιών θα λαμβάνουν αντίστοιχα πρόσβαση σε διαγνωστικά τεστ, φάρμακα και εμβόλια τα οποία θα αναπτυχθούν από αυτά τα δείγματα. Ο ΠΟΥ θα κρατά ένα 20% αυτών των προϊόντων, ώστε να εξασφαλίζεται η διάθεσή τους σε πιο φτωχές χώρες.

Οι διαπραγματεύσεις γύρω από τη συγκεκριμένη διάταξη αναμένεται να συνεχιστούν και μετά την αποδοχή της συμφωνίας από τα κράτη-μέλη, που αναμένεται επίσημα τον Μάιο.

Ήδη σήμερα οι χώρες δεσμεύονται νομικά από τους Διεθνείς Υγειονομικούς Κανονισμούς να αναφέρουν άμεσα νέες απειλητικές επιδημίες. Ωστόσο, στο παρελθόν οι κανονισμοί αυτοί παραβιάστηκαν επανειλημμένα, τόσο από ορισμένα αφρικανικά κράτη κατά τη διάρκεια της επιδημίας Έμπολα όσο και από το κινεζικό κομμουνιστικό καθεστώς στα πρώτα στάδια της πανδημίας COVID-19 στα τέλη του 2019 και τις αρχές του 2020.

Η Αν Κλερ Αμπρού, μία εκ των επικεφαλής του Διακυβερνητικού Διαπραγματευτικού Οργάνου που δημιουργήθηκε από τα κράτη-μέλη του ΠΟΥ το 2021, υπογράμμισε ότι η νέα συμφωνία αποτελεί «ένα σημαντικό βήμα προς την προστασία των πληθυσμών», με μια αντίδραση στις πανδημίες που θα είναι «πιο γρήγορη, αποτελεσματική και δίκαιη», ενισχύοντας «την ισότητα και την παγκόσμια ασφάλεια».

Σύμφωνα με το σχέδιο, τα κράτη διατηρούν πλήρη κυριαρχία στη διαχείριση ζητημάτων δημόσιας υγείας εντός των συνόρων τους.

«Τίποτα στην προτεινόμενη συμφωνία δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως χορήγηση εξουσίας στον ΠΟΥ να διατάσσει, να αλλάζει ή να επιβάλλει την εθνική νομοθεσία ή πολιτική, ούτε να υποχρεώνει τα κράτη να λαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα, όπως η απαγόρευση ταξιδιών, οι υποχρεωτικοί εμβολιασμοί, θεραπείες, διαγνωστικές εξετάσεις ή lockdown», διευκρινίζεται στην ανακοίνωση του Οργανισμού.

Από τις διαπραγματεύσεις απείχαν οι ΗΠΑ, μετά την απόφαση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να ξεκινήσει τον περασμένο Ιανουάριο τη διαδικασία απόσυρσης της χώρας από τον ΠΟΥ. Ο Τραμπ, μέσω εκτελεστικού διατάγματος, κατηγόρησε τον ΠΟΥ για «αδυναμία διαχείρισης της πανδημίας που ξεκίνησε στη Γουχάν της Κίνας και άλλων υγειονομικών κρίσεων», καθώς και για έλλειψη μεταρρυθμίσεων και «ανάρμοστη πολιτική επιρροή» του Πεκίνου.

Στο ίδιο διάταγμα, ο Τραμπ έδωσε οδηγίες στον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο να «σταματήσει τις διαπραγματεύσεις για τη συγκεκριμένη συμφωνία καθώς και για τις τροποποιήσεις στους Διεθνείς Υγειονομικούς Κανονισμούς». Τόνισε επίσης ότι «ενέργειες που απορρέουν από αυτές τις συμφωνίες δεν θα δεσμεύουν τις ΗΠΑ».

Παράλληλα, απαγορεύθηκε σε ομοσπονδιακούς αξιωματούχους υγείας να συμμετέχουν σε συνομιλίες με τον ΠΟΥ. Σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 οι ΗΠΑ ανέπτυξαν ορισμένα από τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα εμβόλια.

Λίγες εβδομάδες μετά την ανακοίνωση Τραμπ, ο πρόεδρο της Αργεντινής Χαβιέρ Μιλέι ανακοίνωσε επίσης την αποχώρηση της χώρας του από τον ΠΟΥ, χαρακτηρίζοντάς τον ως «επιβλαβή οργανισμό» και ως τον εκτελεστικό βραχίονα «του μεγαλύτερου πειράματος κοινωνικού ελέγχου στην ιστορία», αναφερόμενος στα μέτρα αντιμετώπισης της COVID-19.

Με την συμβολή του Associated Press.

Τελεσίγραφο των Δημοκρατικών προς τον Έλον Μασκ: «Αποχωρήστε από την Kυβέρνηση μετά τις 130 ημέρες»

Περισσότεροι από 70 Δημοκρατικοί μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων έστειλαν επιστολή στην κυβέρνηση Τραμπ την Τετάρτη ζητώντας διαβεβαίωση ότι ο ειδικός σύμβουλος Έλον Μασκ θα αποχωρήσει από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση μετά τη συμπλήρωση των 130 ημερών της θητείας του.

Ο Έλον Μασκ, δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας στον τομέα της τεχνολογίας και επικεφαλής του Τμήματος Κυβερνητικής Αποδοτικότητας (DOGE), υπηρετεί ως ειδικός κυβερνητικός υπάλληλος, κάτι που σημαίνει ότι βάσει κανονισμών πρέπει να αποχωρήσει μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα.

Στην επιστολή τους προς τον Λευκό Οίκο, οι Δημοκρατικοί με επικεφαλής τον βουλευτή Γκρεγκ Κασάρ, υποστηρίζουν ότι μετά την αποχώρησή του από τη θέση αυτή, «ο Μασκ δεν θα έχει το δικαίωμα να επιστρέψει στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση φέτος, εάν δεν αποεπενδύσει πρώτα από όλες τις επιχειρήσεις του, συμπεριλαμβανομένων της Tesla και της SpaceX».

Οι βουλευτές τονίζουν ότι με την ιδιότητα του ειδικού κυβερνητικού υπαλλήλου ο Έλον Μασκ «είναι υποχρεωμένος να εγκαταλείψει τη θέση του μέχρι τις 30 Μαΐου».

«Ζητάμε από την κυβέρνησή σας μια άμεση δημόσια δήλωση που να ξεκαθαρίζει ότι ο κ. Μασκ θα παραιτηθεί και θα παραδώσει κάθε αρμοδιότητα λήψης αποφάσεων», αναφέρει χαρακτηριστικά η επιστολή.

Παρότι απαιτούν τη δημόσια δέσμευση της κυβέρνησης, οι Δημοκρατικοί μέχρι στιγμής δεν έχουν παρουσιάσει κάποια πρόθεση να κινηθούν νομικά ή πολιτικά κατά της κυβέρνησης ή του ίδιου του Μασκ, αν δεν τηρηθεί αυτή η προθεσμία.

Η κυβέρνηση Τραμπ δεν έχει απαντήσει ακόμη επίσημα στην επιστολή των Δημοκρατικών.

Δημοσιογράφοι της Epoch Times επιχείρησαν να επικοινωνήσουν με τον Λευκό Οίκο για κάποιο σχόλιο την Πέμπτη, ωστόσο μέχρι τη στιγμή της δημοσίευσης δεν υπήρξε κάποια απάντηση.

Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε αναφέρει σε δηλώσεις του προς δημοσιογράφους ότι ο Μασκ θα αποχωρήσει «σε λίγους μήνες», σημειώνοντας χαρακτηριστικά πως «έρχεται η στιγμή που θα πρέπει να φύγει».

Από την πλευρά του, ο αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς δήλωσε στο δίκτυο Fox News ότι ο Μασκ θα εξακολουθήσει να συμβουλεύει ανεπίσημα την κυβέρνηση, ακόμα και μετά την αποχώρησή του.

«Το DOGE έχει πολύ δρόμο ακόμη μπροστά του και αυτό θα συνεχιστεί και μετά την αποχώρηση του Έλον», δήλωσε ο Βανς στις 3 Απριλίου, προσθέτοντας: «Σε κάθε περίπτωση, ο Έλον θα παραμείνει ένας πολύτιμος φίλος και σύμβουλος τόσο για εμένα όσο και για τον Πρόεδρο».

Σε πρόσφατες δηλώσεις σε εκδήλωση στο Ουισκόνσιν, ο Μασκ παραδέχθηκε ότι η ανάμειξή του στην κυβέρνηση Τραμπ έχει επηρεάσει αρνητικά την τιμή της μετοχής της Tesla, ενώ παράλληλα ανέφερε πως οι επιθέσεις και οι διαμαρτυρίες εναντίον ακινήτων και αυτοκινήτων της εταιρείας ίσως να έχουν συμβάλει στη μείωση αυτή.

Έως την Πέμπτη, η μετοχή της Tesla είχε υποχωρήσει περισσότερο από 36% από την αρχή του 2025, ωστόσο σημείωνε άνοδο 41% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Παράλληλα, ο Μασκ δήλωσε τον Μάρτιο στον Μπρετ Μπάιερ του Fox News, ότι το DOGE παραμένει επικεντρωμένο στον στόχο του και σημειώνει σημαντική πρόοδο κόστους. «Πιστεύω ότι μέχρι τη λήξη της θητείας μου θα έχουμε επιτύχει το μεγαλύτερο μέρος της απαιτούμενης δουλειάς για τη μείωση του ελλείμματος κατά ένα τρισεκατομμύριο δολάρια», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ο Λευκός Οίκος δεν έχει δηλώσει σαφώς πότε ακριβώς θα διακοπεί η λειτουργία του DOGE, το οποίο είχε εξαρχής προσωρινό χαρακτήρα και προοριζόταν να λειτουργήσει μέχρι τις 4 Ιουλίου 2026.

Αρχικά, το DOGE είχε δημιουργηθεί ως ανεξάρτητη συμβουλευτική επιτροπή, με συν-επικεφαλής τον Μασκ και τον επιχειρηματία στον τομέα της βιοτεχνολογίας, Βιβέκ Ραμασγουάμι, ο οποίος αποχώρησε, προκειμένου να θέσει υποψηφιότητα ως κυβερνήτης του Οχάιο. Έτσι, η επιτροπή εντάχθηκε στον κυβερνητικό μηχανισμό.

Παρά τα εμπόδια που αντιμετώπισε στις δικαστικές αίθουσες, πρόσφατη απόφαση του Εφετείου των ΗΠΑ για την 4η Περιφέρεια επέτρεψε στο DOGE να αποκτήσει πρόσβαση σε αρχεία του Υπουργείου Παιδείας και του Γραφείου Διοίκησης Προσωπικού, ανατρέποντας προηγούμενη απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που είχε εκδοθεί ύστερα από προσφυγή συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Με την συμβολή του Associated Press.

Η επικεφαλής της αμερικανικής κατασκοπείας συγκροτεί ομάδα για εσωτερική έρευνα

Η διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών, Τούλσι Γκάμπαρντ, ανακοίνωσε στις 8 Απριλίου τη συγκρότηση ειδικής ομάδας εργασίας με σκοπό τη μείωση των δαπανών και την εξάλειψη της «εργαλειοποίησης» του κρατικού μηχανισμού.

Σύμφωνα με την ανακοίνωσή της, η εν λόγω ομάδα στοχεύει στην «αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς την Κοινότητα των Μυστικών Υπηρεσιών» και στην ευθυγράμμιση με τα προεδρικά διατάγματα του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.

Η Γκάμπαρντ δήλωσε ότι ήδη εντοπίζονται σπατάλες σε πραγματικό χρόνο, απλοποιούνται ξεπερασμένες διαδικασίες, εξετάζονται έγγραφα προς αποχαρακτηρισμό και υλοποιούνται συνεχιζόμενες προσπάθειες για την αντιμετώπιση καταχρήσεων εξουσίας και πολιτικοποίησης.

Όπως διευκρινίστηκε, αρκετές από τις ενέργειες αυτές εντάσσονται στα προεδρικά διατάγματα που ίδρυσαν το Υπουργείο Αποδοτικότητας της Διακυβέρνησης (Department of Government Efficiency-DOGE) — έναν οργανισμό περιορισμού κόστους, που συνδέεται με τον ανώτατο σύμβουλο του Τραμπ, Έλον Μασκ. Η Υπηρεσία της Διευθύντριας Εθνικών Πληροφοριών δεν παρείχε περαιτέρω λεπτομέρειες, ωστόσο ανέφερε ότι εξετάζονται ενεργά περιπτώσεις σπατάλης, αναποτελεσματικότητας και διοικητικής υπερφόρτωσης.

Η ίδια υπηρεσία γνωστοποίησε πως αξιολογούνται έγγραφα προς αποχαρακτηρισμό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται πληροφορίες για την προέλευση της COVID-19, για τα αποκαλούμενα «ανώμαλα περιστατικά υγείας», για την έρευνα «Crossfire Hurricane» του FBI σχετικά με τους ισχυρισμούς περί συμπαιγνίας του Τραμπ με τη Ρωσία το 2016, καθώς και για τις «δράσεις εσωτερικής παρακολούθησης και λογοκρισίας» της κυβέρνησης Μπάιντεν.

Ο όρος «ανώμαλα περιστατικά υγείας» αναφέρεται στο αποκαλούμενο «σύνδρομο της Αβάνας» — μια σειρά ανεξήγητων και αιφνίδιων συμπτωμάτων όπως ζάλη, πόνος και γνωστικές δυσκολίες, που αναφέρθηκαν από υπαλλήλους της αμερικανικής κυβέρνησης ήδη από το 2016.

Η έρευνα «Crossfire Hurricane» είχε προκαλέσει αντιδράσεις στους κόλπους των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι υποστήριξαν ότι βασίστηκε σε ψευδείς πληροφορίες για να εκδοθεί ένταλμα παρακολούθησης του πρώην συμβούλου της εκστρατείας Τραμπ, Κάρτερ Πέιτζ.

Ο πρώην πρόεδρος Τραμπ έχει επανειλημμένα καταγγείλει την έρευνα του FBI, χαρακτηρίζοντάς την μέρος μιας διαρκούς εκστρατείας σπίλωσης με στόχο τη βλάβη της προεδρίας και της εκστρατείας επανεκλογής του. Η έρευνα του πρώην ειδικού εισαγγελέα Ρόμπερτ Μάλερ διαπίστωσε ότι η Ρωσία παρενέβη στις εκλογές του 2016, χωρίς ωστόσο να εντοπίσει αποδείξεις ότι ο Τραμπ ή η εκστρατεία του συνεργάστηκαν με το Κρεμλίνο.

Η ανακοίνωση ανέφερε επίσης ότι η ομάδα της Γκάμπαρντ θα επιδιώξει να αντιμετωπίσει την εδραιωμένη πολιτικοποίηση στον χώρο των πληροφοριών και να αποκαλύψει «μη εξουσιοδοτημένες αποκαλύψεις διαβαθμισμένων πληροφοριών».

Μεταξύ των ενεργειών που εξετάζονται είναι και η ανάκληση των διαπιστεύσεων ασφαλείας σε άτομα που «δεν έχουν πλέον ενεργό ρόλο στην εθνική ασφάλεια», μεταξύ των οποίων κατονομάζονται η πρώην βουλευτής Λιζ Τσένεϊ (R-Wyo.), η πρώην Υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον και ο πρώην πρόεδρος Τζο Μπάιντεν.

Άλλες δράσεις περιλαμβάνουν τον αποχαρακτηρισμό υλικού που αφορά τις δολοφονίες των Τζ. Φ. Κέννεντυ, Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζ. και Ρ. Φ. Κέννεντυ. Τον Μάρτιο, η κυβέρνηση Τραμπ αποχαρακτήρισε έγγραφα σχετικά με τη δολοφονία Κέννεντυ το 1963, σε εφαρμογή εκτελεστικού διατάγματος που είχε εκδοθεί με την έναρξη της θητείας του προέδρου, τον Ιανουάριο.

Η Γκάμπαρντ ανέφερε στην ανακοίνωση ότι «ο πρόεδρος Τραμπ υποσχέθηκε στον αμερικανικό λαό τη μέγιστη διαφάνεια και λογοδοσία», προσθέτοντας πως η Υπηρεσία είναι αποφασισμένη να υλοποιήσει το όραμα του προέδρου και να επικεντρώσει την Κοινότητα Πληροφοριών στην αποστολή της.

Η Τούλσι Γκάμπαρντ, πρώην βουλευτής των Δημοκρατικών από τη Χαβάη, είχε εγκριθεί από τη Γερουσία τον Φεβρουάριο με ψήφους 52 υπέρ και 48 κατά — με τον γερουσιαστή Μιτς Μακόνελ (R-Ky.) να είναι ο μόνος Ρεπουμπλικανός που καταψήφισε τον διορισμό της.

Κατά την πρώτη της ακρόαση στο Κογκρέσο μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, η Γκάμπαρντ ρωτήθηκε σχετικά με μια ομάδα συνομιλιών στην εφαρμογή Signal, στην οποία συμμετείχαν μέλη του Λευκού Οίκου του Τραμπ και ανταλλάχθηκαν μηνύματα για επιθέσεις στην Υεμένη. Η ίδια απάντησε ότι δεν είχε διαβιβάσει διαβαθμισμένες πληροφορίες εκτός των επίσημων διαύλων.

Ο Τραμπ ανακοινώνει τρίμηνη παύση των αμοιβαίων δασμών, αλλά εκτοξεύει τους δασμούς κατά της Κίνας

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την Τετάρτη ότι αποφάσισε να αναστείλει για 90 ημέρες τους αντισταθμιστικούς δασμούς που είχαν μόλις τεθεί σε ισχύ, πολλαπλασιάζοντας παράλληλα τους δασμούς στις εισαγωγές προϊόντων από την Κίνα.

Σε ανακοίνωσή του στην πλατφόρμα Truth Social, ο Τραμπ δήλωσε ότι ενέκρινε μια παύση 90 ημερών, κατά τη διάρκεια της οποίας τα αντίμετρα θα βρίσκονται στο ποσοστό του 10%, με άμεση ισχύ».

Ο πρόεδρος ανέφερε ότι οδηγήθηκε σε αυτήν την απόφαση επειδή περισσότερες από 75 χώρες έχουν ήδη επικοινωνήσει με αξιωματούχους του Λευκού Οίκου για να «διαπραγματευτούν λύσεις» για τους νέους δασμούς.

Οι συγκεκριμένες χώρες, όπως ανέφερε, «δεν έχουν σε καμία περίπτωση προβεί σε αντίποινα οποιασδήποτε μορφής έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών».

Την ίδια στιγμή, ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι η Κίνα θα αντιμετωπίσει δασμό ύψους 125%, λίγες μόνο ώρες αφότου το Πεκίνο είχε ανακοινώσει την αύξηση των δασμών στις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων.

Στην ανάρτησή του, ο Αμερικανός πρόεδρος επέκρινε δριμύτατα το κινεζικό καθεστώς, κατηγορώντας το για «έλλειψη σεβασμού προς τον κόσμο και προς τις Ηνωμένες Πολιτείες» ως προς τον τρόπο που διαχειρίζεται τον τομέα του διεθνούς εμπορίου.

«Κάποια στιγμή, ελπίζω στο άμεσο μέλλον, η Κίνα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι οι μέρες που εκμεταλλευόταν τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες οικονομικά έχουν παρέλθει και αυτό δεν είναι πλέον ούτε βιώσιμο ούτε αποδεκτό», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Με βάση την ανακοίνωσή του στο Truth Social, ο Τραμπ δεν διευκρίνισε εάν θα ανασταλεί και ο ελάχιστος βασικός δασμός 10%, που τέθηκε σε ισχύ το περασμένο σαββατοκύριακο.

Λίγα λεπτά μετά την ανακοίνωση του προέδρου, η εκπρόσωπος τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολίν Λίβιτ, δήλωσε ενώπιον των δημοσιογράφων ότι το επίπεδο των δασμών θα επανέλθει σε «ενιαίο ποσοστό 10%» για όλες τις χώρες, πλην της Κίνας.

Υπενθυμίζεται ότι την περασμένη εβδομάδα ο πρόεδρος Τραμπ είχε ανακοινώσει την επιβολή βασικού δασμού 10% σε σχεδόν κάθε χώρα, με υψηλότερα ποσοστά που θα αφορούσαν μεγάλους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, όπως την Κίνα. Η απάντηση του Πεκίνου την Τετάρτη με υψηλότερους δασμούς στις αμερικανικές εισαγωγές οδήγησε στον νέο δασμό ύψους 125% που ανακοίνωσε ο Τραμπ.

Ο υπουργός Εμπορίου Χάουαρντ Λάτνικ σημείωσε επίσης την Τετάρτη ότι συναντήθηκε με τον υπουργό Οικονομικών Σκοτ Μπέσσεντ και τον ίδιο τον πρόεδρο Τραμπ ακριβώς την ώρα της ανακοίνωσης στο Truth Social.

«Ο κόσμος είναι έτοιμος να συνεργαστεί με τον πρόεδρο Τραμπ για να επιλυθούν τα ζητήματα του διεθνούς εμπορίου· αντίθετα, η Κίνα έχει επιλέξει διαφορετική κατεύθυνση», σχολίασε ο Λάτνικ στην πλατφόρμα κοινωνικών δικτύων X.

Σε δηλώσεις του έξω από τον Λευκό Οίκο, ο υπουργός Οικονομικών υπογράμμισε ότι ο Τραμπ «είχε το σθένος να επιμείνει μέχρι αυτή τη στιγμή», προσθέτοντας πως η κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει ότι «οι χώρες που δεν θα προβούν σε αντίποινα, θα ανταμειφθούν, οπότε είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε κάθε χώρα που θέλει να διαπραγματευτεί μαζί μας».

Νωρίτερα την ίδια ημέρα, ο Μπέσσεντ, κατά τη διάρκεια τραπεζικής διάσκεψης, προειδοποίησε τις χώρες που επιχειρούν να συσφίξουν τους εμπορικούς τους δεσμούς με την Κίνα πως ενδέχεται «να αντιμετωπίσουν συνέπειες».

Η ανακοίνωση της προσωρινής αναστολής των νέων δασμών από τον πρόεδρο Τραμπ έγινε δεκτή με ενθουσιασμό στις χρηματοπιστωτικές αγορές, με τον Dow Jones να εκτινάσσεται σχεδόν 2.000 μονάδες (5,7%), τον Nasdaq να καταγράφει άλμα 8,7% και τον S&P 500 να σημειώνει άνοδο 6,8% μέχρι τις 13:45 (ώρα Ανατολικής Ακτής).

Από την αρχική ανακοίνωση του νέου δασμολογικού του σχεδίου τη 2α Απριλίου, οι τρεις κύριοι χρηματιστηριακοί δείκτες των ΗΠΑ είχαν καταγράψει σημαντικές απώλειες, με την αστάθεια στις αγορές να επιτείνεται και τους οικονομολόγους και τραπεζίτες να εφιστούν την προσοχή.

Τραμπ προς επιχειρήσεις: «Μετακομίστε στις ΗΠΑ για να αποφύγετε τους δασμούς»

Την πρόταση οι εταιρείες να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους στις Ηνωμένες Πολιτείες προέβαλε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ την Τετάρτη, χαρακτηρίζοντας αυτή τη στρατηγική ως τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης των αυξημένων δασμών που ανακοίνωσε πρόσφατα η κυβέρνησή του και οι οποίοι τέθηκαν ήδη σε ισχύ νωρίτερα μέσα στη μέρα.

«Τώρα είναι μια ΙΔΑΝΙΚΗ στιγμή να μεταφέρετε την επιχείρησή σας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπως έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν μαζικά η Apple και τόσες άλλες εταιρείες», έγραψε ο Τραμπ σε ανάρτησή του στο Truth Social.

Ο πρόεδρος υπογράμμισε πως με τη μετακόμιση στις ΗΠΑ, οι εταιρείες θα πληρώνουν «ΜΗΔΕΝ ΔΑΣΜΟΥΣ», δεν θα έχουν εμπόδια λόγω περιβαλλοντικών κανονισμών, ενώ θα αποκτήσουν επίσης σχεδόν άμεση πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτροδότησης.

Οι δηλώσεις αυτές έγιναν την ώρα που τα προθεσμιακά συμβόλαια των αμερικανικών χρηματιστηριακών δεικτών έδειχναν μικρή ανάκαμψη, μετά την ανακοίνωση της κινεζικής κυβέρνησης για επιβολή πρόσθετων δασμών σε αμερικανικά προϊόντα.

Ωστόσο, με το που ξεκίνησαν οι συναλλαγές, ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones σημείωσε απώλειες άνω των 100 μονάδων. Αντίθετα, ο Nasdaq Composite κατέγραψε κέρδη που ξεπερνούσαν τις 100 μονάδες. Ο S&P 500 βρέθηκε ελαφρώς ενισχυμένος, ενώ ο δείκτης μεταβλητότητας CBOE, που αποκαλείται και «δείκτης φόβου» της Wall Street, σημείωσε άνοδο κατά 0,6%.

Στην Ασία, ο ιαπωνικός δείκτης Nikkei 225 υπέστη βαριές απώλειες 3,9%, ενώ ο δείκτης Hang Seng του Χονγκ Κονγκ και ο Shanghai Composite κατέγραψαν άνοδο 0,7% και 1,3% αντίστοιχα. Ανοδικά κινήθηκε και η χρηματιστηριακή αγορά της Ταϊλάνδης.

Η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι οι δασμοί ύψους 84% σε εισαγόμενα προϊόντα από τις ΗΠΑ θα τεθούν σε ισχύ στις 10 Απριλίου, αγνοώντας προειδοποιήσεις υψηλόβαθμων στελεχών της αμερικανικής κυβέρνησης να αποφευχθεί μια τέτοια κίνηση. Υπενθυμίζεται ότι οι ΗΠΑ είχαν ήδη ανακοινώσει νέους δασμούς της τάξεως του 104% σε κινεζικά προϊόντα, οι οποίοι τέθηκαν επίσημα σε εφαρμογή νωρίς την Τετάρτη.

Παράλληλα, το Πεκίνο επέβαλε περιοριστικά μέτρα σε 18 ακόμη αμερικανικές εταιρείες, κυρίως στον τομέα της άμυνας, ανεβάζοντας στις περίπου 60 τον συνολικό αριθμό των επιχειρήσεων στις οποίες έχουν επιβληθεί αντίποινα λόγω των αμερικανικών δασμών.

Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ δήλωσε την Τετάρτη στο δίκτυο Fox Business πως η Κίνα έχει «την πλέον ανισόρροπη οικονομία στη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία».

«Μπορώ να σας πω με βεβαιότητα πως αυτή η κλιμάκωση είναι χαμένη υπόθεση για την Κίνα», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Μπέσεντ, προσθέτοντας πως είναι «λυπηρό που οι Κινέζοι δεν είναι πρόθυμοι να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».

«Η Κίνα είναι η χώρα με το εμπορικό πλεόνασμα. Οι εξαγωγές τους προς τις ΗΠΑ είναι πέντε φορές μεγαλύτερες από τις δικές μας προς αυτούς. Ας αυξήσουν τους δασμούς, και τι μ’ αυτό;», διερωτήθηκε.

Ο υπουργός Οικονομικών κάλεσε επίσης την Κίνα να λάβει σοβαρά μέτρα ελέγχου ώστε να σταματήσει τη ροή φαιντανύλης και πρόδρομων χημικών ουσιών προς τις ΗΠΑ — ένα ζήτημα που είχε αναδείξει ο Τραμπ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές του 2024 και στα πρώτα στάδια της προεδρίας του.

«Γιατί δεν εφαρμόζουν τους ίδιους αυστηρούς κανόνες και στους εξαγωγείς αυτών των χημικών προς τις ΗΠΑ;», σχολίασε ο Μπέσεντ.

Από την πλευρά της, η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολίν Λίβιτ, υπογράμμισε την Τρίτη πως αν η Κίνα προσεγγίσει την αμερικανική κυβέρνηση με στόχο επανεκκίνησης των διαπραγματεύσεων, ο πρόεδρος Τραμπ «θα δείξει μεγάλη καλή θέληση, όμως η προτεραιότητά του πάντοτε θα είναι το συμφέρον του αμερικανικού λαού».

Η κλιμάκωση της εμπορικής αντιπαράθεσης επηρεάζει απευθείας εμπορικές συναλλαγές ύψους περίπου 600 δισ. δολαρίων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, με τους Αμερικανούς αξιωματούχους να επιμένουν ότι οι δασμοί είναι απαραίτητοι για τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος.

Εκτός από την Κίνα, τα μεσάνυχτα της Τετάρτης τέθηκαν επίσης σε ισχύ αμερικανικοί δασμοί σε εισαγωγές από άλλες χώρες, με τις περισσότερες αγορές ανά τον κόσμο να επιβαρύνονται με βασικό ποσοστό 10%. Ωστόσο, υψηλότερους συντελεστές αντιμετωπίζουν ορισμένοι σημαντικότεροι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ.

Με την συμβολή των Reuters και Associated Press.

ΗΠΑ: Σκληρή προειδοποίηση του υπουργού Οικονομικών σε χώρες που προσεγγίζουν την Κίνα

Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, προειδοποίησε την Τετάρτη τις χώρες που εξετάζουν το ενδεχόμενο στενότερης εμπορικής συνεργασίας με την Κίνα κατά τη διάρκεια των αμοιβαίων αυξήσεων στους δασμούς ΗΠΑ-Κίνας.

Κατά τη διάρκεια ομιλίας που πραγματοποίησε στην εκδήλωση της Αμερικανικής Τραπεζικής Ένωσης στην Ουάσιγκτον, ο Μπέσεντ είπε χαρακτηριστικά ότι όποιος επιθυμεί στενότερους δεσμούς με το Πεκίνο «είναι σαν να κόβει τον ίδιο του τον λαιμό».

Δεν έδωσε συγκεκριμένες πληροφορίες για το πώς μπορεί να αντιδράσει η κυβέρνηση Τραμπ στην περίπτωση που κάποια χώρα επιλέξει να στραφεί περισσότερο προς την Κίνα εν μέσω της επιβολής δασμών.

«Για όσους θυμούνται εκείνη την ταινία της Disney με τις σκούπες που κουβαλούσαν κουβάδες με νερό, αυτό ακριβώς είναι το κινεζικό επιχειρηματικό μοντέλο», δήλωσε, αναφερόμενος στην ταινία του 1940 της Disney «Fantasia», όπου οι μαγικές σκούπες προκαλούν πλημμύρα υπό τις οδηγίες του Μίκυ Μάους στο απόσπασμα «Ο μαθητευόμενος μάγος».

«Συνεχίζουν απλώς να παράγουν και να παράγουν, να κάνουν ντάμπινγκ όλο και περισσότερων αγαθών – και αυτά πηγαίνουν κάπου», πρόσθεσε, περιγράφοντας την κινεζική πολιτική οικονομίας και εξαγωγών ως μη βιώσιμη.

Σε συνέντευξη που παραχώρησε επίσης την Τετάρτη στο Fox Business, ο υπουργός Οικονομικών ρωτήθηκε αν οι ΗΠΑ σχεδιάζουν να αφαιρέσουν τις κινεζικές μετοχές από τα αμερικανικά χρηματιστήρια. «Όλα βρίσκονται στο τραπέζι», απάντησε, σημειώνοντας ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν καταγεγραμμένες 286 κινεζικές εταιρείες σε χρηματιστήρια των Ηνωμένων Πολιτειών.

Πρόσθεσε ωστόσο ότι εκείνος που τελικά θα αποφασίσει είναι ο ίδιος ο Πρόεδρος Τραμπ, ο οποίος διατηρεί «μια πολύ καλή προσωπική σχέση με τον Σι Τζινπίγκ». «Είμαι βέβαιος πως αυτό το ζήτημα θα επιλυθεί στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο», δήλωσε.

Ο Μπέσεντ στην ίδια συνέντευξη υπερασπίστηκε τους πρόσφατους αμερικανικούς δασμούς στην Κίνα, που έφτασαν στο συνολικό ποσοστό του 104%, και τέθηκαν σε εφαρμογή το πρωί της Τετάρτης. Ως ανταπάντηση, το Πεκίνο ανακοίνωσε την επιβολή δασμών 84% σε αμερικανικά αγαθά.

Η Κίνα είναι από τις λίγες χώρες που προχώρησαν άμεσα σε αντίμετρα. Αργότερα την ίδια ημέρα, και η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε γνωστό ότι εγκρίνει πακέτο αντιποίνων με δασμούς στις εισαγωγές ορισμένων αγαθών από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Μπέσεντ και αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου διευκρίνισαν εντός της εβδομάδας ότι περίπου 70 χώρες έχουν ήδη επικοινωνήσει με την Ουάσιγκτον ώστε να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για συμφωνίες. Λίγες μέρες μετά την αρχική ανακοίνωση του Προέδρου Τραμπ για τους δασμούς, ηγέτες από το Βιετνάμ, την Ταϊβάν, την Ιαπωνία και την Ταϊλάνδη έδειξαν πρόθεση να μειώσουν τους δικούς τους δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα.

Ο Τραμπ ανακοίνωσε στις 2 Απριλίου τη θέσπιση ενός βασικού δασμού ύψους 10%, που αφορά σχεδόν κάθε χώρα. Σε ορισμένους από τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ επιβλήθηκαν υψηλότερα ποσοστά από το βασικό 10%.

Παρά την αναταραχή που προκάλεσαν τα μέτρα στις αγορές, ο Τραμπ εμφανίστηκε καθησυχαστικός, στέλνοντας στους επενδυτές ανάμεικτα μηνύματα για το αν οι δασμοί αυτοί θα διατηρηθούν μακροπρόθεσμα. Έχει χαρακτηρίσει τα μέτρα «μόνιμα», αλλά παράλληλα τόνισε ότι κυρίως λειτουργούν ως πίεση για να δεχτούν εμπορικές διαπραγματεύσεις οι υπόλοιποι χώρες. «Όλα θα πάνε καλά. Οι ΗΠΑ θα γίνουν μεγαλύτερες και δυνατότερες από ποτέ!», ανέφερε σε μήνυμά του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ο Αμερικανός Πρόεδρος δηλώνει εξάλλου ανοιχτός σε συμφωνίες, εξετάζοντας ξεχωριστά καθεμία χώρα. Σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, οι δασμοί θα συμβάλουν στην αναγέννηση του βιομηχανικού ιστού των ΗΠΑ, ο οποίος εξασθένησε μετά από δεκαετίες ελεύθερου εμπορίου και παγκοσμιοποίησης.

Με τη συμβολή των Reuters 

ΗΠΑ: Περίπου 70 χώρες ζητούν διαπραγματεύσεις για τους νέους δασμούς

Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, δήλωσε ότι περίπου 70 χώρες έχουν ήδη επικοινωνήσει με την κυβέρνηση Τραμπ, επιθυμώντας έναρξη διαπραγματεύσεων σχετικά με τους νέους δασμούς που ανακοινώθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα.

Σε συνέντευξή του στο Fox News και τον δημοσιογράφο Larry Kudlow τη Δευτέρα, ο κ. Μπέσεντ απέφυγε να διευκρινίσει εάν έχει σημειωθεί πρόοδος, ωστόσο παρατήρησε πως «50, 60, ίσως σχεδόν 70 χώρες» έχουν προσεγγίσει τις ΗΠΑ δηλώνοντας διαθεσιμότητα για διαβουλεύσεις.

«Αναμένεται εντατική δραστηριότητα τον Απρίλιο, τον Μάιο και πιθανόν ως τον Ιούνιο», ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπουργός.

«Όπως υπογράμμισα επανειλημμένα στις 2 Απριλίου, συνιστώ στους ξένους αξιωματούχους να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους, να αποφύγουν την κλιμάκωση και να προσέλθουν σ’ εμάς με συγκεκριμένες προτάσεις. Να μας παρουσιάσουν πώς σχεδιάζουν να μειώσουν τους δασμούς, να άρουν μη δασμολογικούς περιορισμούς, να σταματήσουν τη νομισματική χειραγώγηση και την επιδότηση του εμπορίου τους. Σε κατάλληλο χρόνο, ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ θα είναι έτοιμος να διαπραγματευτεί», πρόσθεσε.

Μιλώντας ειδικά για τις συνομιλίες με το Τόκιο, ο υπουργός Οικονομικών επιβεβαίωσε ότι ο Πρόεδρος Τραμπ έδωσε εντολή στους Αμερικανούς αξιωματούχους του εμπορίου να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με την Ιαπωνία.

«Η Ιαπωνία αποτελεί έναν εξαιρετικά σημαντικό στρατιωτικό και οικονομικό σύμμαχο των ΗΠΑ, με τον οποίο έχουμε μακρά ιστορία. Αναμένω συνεπώς ότι η Ιαπωνία θα έχει προτεραιότητα, διότι ανταποκρίθηκε άμεσα στο κάλεσμά μας», σημείωσε ο κ. Μπέσεντ.

«Ωστόσο, η περίοδος θα είναι πυκνή σε διαβουλεύσεις. Ο πρόεδρος Τραμπ δημιούργησε για τον εαυτό του μέγιστη διαπραγματευτική ισχύ και, ακριβώς μόλις πέτυχε τη μέγιστη αυτή ισχύ, είναι τώρα έτοιμος να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις», πρόσθεσε.

Ερωτηθείς αν οι ΗΠΑ μπορούν πράγματι να επιτύχουν συμφωνία με την Ιαπωνία, ο υπουργός δεν έδωσε συγκεκριμένη απάντηση, αλλά προειδοποίησε ότι οι διαπραγματεύσεις αναμένεται να είναι «δύσκολες και απαιτητικές».

Σε δηλώσεις προς τους δημοσιογράφους έξω από τον Λευκό Οίκο την Τρίτη, ο κ. Μπέσεντ ανέφερε ότι πιστεύει πως «ένα-δύο μεγάλοι εμπορικοί εταίροι» θα προχωρήσουν «πολύ γρήγορα σε συμφωνίες» με την αμερικανική κυβέρνηση, χωρίς ωστόσο να αποκαλύψει περισσότερες λεπτομέρειες.

«Εάν καθίσουν στο τραπέζι με εποικοδομητικές προτάσεις, θεωρώ πως θα προκύψουν καλές συμφωνίες», ανέφερε σε ξεχωριστή του συνέντευξη στο CNBC.

Υπενθυμίζεται πως την προηγούμενη εβδομάδα, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε την επιβολή βασικού δασμού 10% σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου, ενώ για τους ισχυρότερους εμπορικούς εταίρους προβλέπονται ακόμα υψηλότερα ποσοστά. Η συγκεκριμένη απόφαση οδήγησε τις επόμενες μέρες τη Wall Street στη χειρότερη διήμερη πτώση που έχει καταγράψει μετά την πανδημία COVID-19.

Την Τρίτη, ωστόσο, οι τρεις κορυφαίοι αμερικανικοί χρηματιστηριακοί δείκτες ανέκαμψαν εν μέρει, καθώς τόσο ο κ. Μπέσεντ όσο και άλλοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ επιβεβαίωσαν ότι θα ξεκινούσαν σύντομα οι πρώτες διαπραγματευτικές προσπάθειες. Ο Dow Jones σημείωσε αύξηση άνω των 1.000 μονάδων, ενώ θετικά κινήθηκαν και οι δείκτες Nasdaq και S&P 500.

Οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ επισημαίνουν πως οι συγκεκριμένοι δασμοί υλοποιούν τη δέσμευση του προέδρου να αναστρέψει την επί δεκαετίες πολιτική φιλελευθεροποίησης του εμπορίου, η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, έχει πλήξει σοβαρά την αμερικανική οικονομία. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας το 2024, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε υποστηρίξει επανειλημμένα ότι θα επέβαλε δασμούς ώστε να περιορίσει τα μακροχρόνια εμπορικά ελλείμματα των Ηνωμένων Πολιτειών.

Μέσα στο κλίμα αβεβαιότητας της Δευτέρας, ο κ. Τραμπ απέρριψε τις φήμες που έκαναν λόγο για πιθανή αναστολή των δασμών για διάστημα 90 ημερών.

«Δεν το εξετάζουμε αυτό καθόλου», ξεκαθάρισε ο πρόεδρος σε δημοσιογράφους από το Οβάλ Γραφείο. «Πολλές χώρες ήδη έρχονται σε εμάς για διαπραγματεύσεις και αυτές που θα προκύψουν θα είναι δίκαιες συμφωνίες. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι δασμοί θα είναι αξιοσημείωτοι, αλλά πάντα με όρους δικαιοσύνης», συμπλήρωσε.

Μασκ και Λευκός Οίκος βάζουν τέλος στις φήμες για πρόωρη αποχώρηση

Οι φήμες που κυκλοφόρησαν περί πρόωρης αποχώρησης του Έλον Μασκ από τη θέση του ειδικού κυβερνητικού υπαλλήλου στην υπηρεσία DOGE («Department of Government Efficiency», Υπηρεσία Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας) της κυβέρνησης του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, διαψεύστηκαν επισήμως από τον Λευκό Οίκο.

Πρόσφατο δημοσίευμα του Politico, επικαλούμενο ανώνυμες πηγές, ανέφερε ότι ο πρόεδρος Τραμπ ενημέρωσε μέλη του υπουργικού συμβουλίου ότι ο Έλον Μασκ σχεδιάζει να εγκαταλείψει σύντομα τη θέση του στη DOGE. Ωστόσο, η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Καρολίν Λίβιτ, απέρριψε κατηγορηματικά το δημοσίευμα, χαρακτηρίζοντάς το «ανυπόστατο».

«Αυτό το ‘αποκλειστικό’ είναι ανοησίες», έγραψε η Λίβιτ στα κοινωνικά δίκτυα. «Ο Έλον Μασκ και ο πρόεδρος Τραμπ έχουν δηλώσει δημόσια ότι ο Έλον θα αποχωρήσει από τη δημόσια υπηρεσία όταν ολοκληρώσει την εξαιρετική δουλειά που κάνει στη DOGE».

Ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, μιλώντας σε δημοσιογράφους τη Δευτέρα, εξήρε το έργο του Μασκ αλλά αναφέρθηκε και στην αναπόφευκτη επιστροφή του στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. «Θα τον κρατούσα όσο περισσότερο μπορούσα», είπε ο Τραμπ, συμπληρώνοντας πως «είναι εξαιρετικά ταλαντούχος, αλλά έχει και μια μεγάλη εταιρεία να διοικήσει. Κάποια στιγμή θα πρέπει να επιστρέψει σε αυτή».

Η θητεία του Μασκ στη DOGE ολοκληρώνεται στα τέλη Μαΐου, καθώς ο Νόμος για τους ειδικούς κυβερνητικούς υπαλλήλους στις ΗΠΑ προβλέπει μέγιστη διάρκεια υπηρεσίας 130 ημέρες. Σύμφωνα με τις ισχύουσες προθεσμίες, αυτή η περίοδος λήγει στις 30 Μαΐου.

Ο Μασκ δήλωσε πρόσφατα στο δίκτυο Fox News: «Πιστεύω πως μέχρι τότε θα έχουμε επιτύχει το μεγαλύτερο μέρος του στόχου για μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος κατά ένα τρισεκατομμύριο δολάρια».

Εμπόδια και προκλήσεις

Ωστόσο, η παρουσία του Έλον Μασκ στην κυβέρνηση Τραμπ βρέθηκε αντιμέτωπη με αρκετές προκλήσεις. Την περασμένη Τρίτη ο υποψήφιος που υποστηρίχθηκε από τον Μασκ στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ουισκόνσιν απέτυχε να εκλεγεί, προκαλώντας προσωπική ήττα στον επιχειρηματία.

Επιπλέον, η Tesla, η αυτοκινητοβιομηχανία ηλεκτρικών οχημάτων του Μασκ, ανακοίνωσε ότι οι πωλήσεις του πρώτου τριμήνου μειώθηκαν κατά 13% σε ετήσια βάση. Παράλληλα, η μετοχή της εταιρείας έχει σημειώσει πτώση άνω του 35% από την αρχή του 2025. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Μασκ, αυτές οι εξελίξεις συνδέονται εν μέρει με τη δημόσια σχέση του με την κυβέρνηση Τραμπ, που προκάλεσε αντιδράσεις, διαμαρτυρίες και επεισόδια εις βάρος της εταιρείας του.

Δικαστικά προβλήματα στη λειτουργία της DOGE

Τους τελευταίους μήνες, η υπηρεσία DOGE αντιμετωπίζει και νομικά προσκόμματα στη λειτουργία της. Δυο δικαστές εμπόδισαν τον Μασκ και την υπηρεσία DOGE από το να αποκτήσουν πρόσβαση σε ευαίσθητες πληροφορίες που κατέχουν διάφορες ομοσπονδιακές υπηρεσίες, όπως το Γραφείο Διαχείρισης Προσωπικού (Office of Personnel Management), το Υπουργείο Οικονομικών και η Υπηρεσία Κοινωνικής Ασφάλισης.

Παρά τις δυσκολίες, ο Λευκός Οίκος διαβεβαιώνει ότι η DOGE παραμένει επικεντρωμένη στον βασικό της σκοπό —τον περιορισμό «της σπατάλης, της απάτης και της κακοδιαχείρισης» στην ομοσπονδιακή διακυβέρνηση. Αρχικά προβλεπόταν να σταματήσει τη λειτουργία της την 4η Ιουλίου 2026, ωστόσο το ακριβές χρονοδιάγραμμα της λήξης της παραμένει πλέον αβέβαιο.

«Μέσα στους επόμενους δύο με τρεις μήνες, πιθανότατα θα είμαστε ικανοποιημένοι από το έργο που έχει πραγματοποιηθεί», ανέφερε πρόσφατα ο Τραμπ.

Αν και τόσο ο Λευκός Οίκος όσο και ο ίδιος ο Μασκ απέφυγαν να προσδιορίσουν συγκεκριμένη ημερομηνία, η επικείμενη ολοκλήρωση της θητείας του Μασκ δείχνει να πλησιάζει, κλείνοντας ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο μεταξύ πολιτικής και επιχειρήσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Τραμπ δεν αποκλείει τρίτη θητεία παρά τους συνταγματικούς περιορισμούς

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε την Κυριακή ότι «δεν αστειεύεται» με τις πρόσφατες συζητήσεις ότι θα μπορούσε να επιδιώκει μια τρίτη θητεία στην εξουσία, αν και μια τέτοια κίνηση πιθανότατα θα αντιμετωπίσει σημαντικά νομικά εμπόδια.

«Πολλοί άνθρωποι θέλουν να το κάνω», είπε ο Τραμπ στο NBC News το πρωί της Κυριακής. «Αλλά, εννοώ, βασικά τους λέω ότι έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας, ξέρετε, είναι πολύ νωρίς στη διοίκηση».

Όταν ρωτήθηκε για το αν μιλάει σοβαρά ή αστειεύεται με τα σχόλια της τρίτης θητείας, ο Τραμπ είπε: «Δεν αστειεύομαι».

«Είναι πολύ νωρίς για να το σκεφτούμε», είπε, προσθέτοντας σε άλλο σημείο της συνέντευξης ότι «είναι επικεντρωμένος στην τρέχουσα» θητεία.

Από την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Τραμπ έχει προτείνει επανειλημμένα ότι θέλει να θέσει υποψηφιότητα για τρίτη θητεία, κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει νομική πρόκληση, επειδή η 22η Τροποποίηση του Συντάγματος των ΗΠΑ δηλώνει «κανένα άτομο δεν μπορεί να εκλεγεί στο αξίωμα του Προέδρου περισσότερες από δύο φορές». Αυτή η τροποποίηση επικυρώθηκε το 1951 αφού ο πρόεδρος Φράνκλιν Ρούσβελτ εξελέγη τέσσερις συνεχόμενες φορές. Ο Ρούσβελτ ήταν ο μόνος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ που εξελέγη είτε για τρίτη είτε για τέταρτη θητεία.

Μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Τραμπ τον Ιανουάριο, ο βουλευτής Άντυ Ογκλς (Ρ-Τενν.) πρότεινε μια τροποποίηση στο Σύνταγμα που θα μπορούσε να επιτρέψει στους προέδρους να εκλέγονται για τρεις θητείες. Ωστόσο, η τροποποίηση του Συντάγματος θα απαιτούσε τα δύο τρίτα των μελών του Κογκρέσου να ψηφίσουν για την έγκρισή της, η οποία στη συνέχεια θα πρέπει να επικυρωθεί από τα τρία τέταρτα των νομοθετικών σωμάτων των πολιτειών.

Εξηγώντας γιατί θα ήθελε να διεκδικήσει μια τρίτη θητεία, ο Τραμπ είπε ότι: «Πρέπει να ξεκινήσετε λέγοντας ότι έχω τους υψηλότερους αριθμούς δημοσκοπήσεων από οποιονδήποτε Ρεπουμπλικανό τα τελευταία 100 χρόνια».

«Είμαστε στα υψηλά 70 σε πολλές δημοσκοπήσεις, στις πραγματικές δημοσκοπήσεις, και το βλέπετε αυτό. Και, ξέρετε, είμαστε πολύ δημοφιλείς», είπε ο Τραμπ.

Όταν ρωτήθηκε για το πώς θα μπορούσε να εκλεγεί για τρίτη θητεία, ο Τραμπ είπε στο NBC News ότι μπορεί να υπάρχουν τρόποι να το κάνει.

Η Κρίστεν Γουέλκερ του NBC του έδωσε στη συνέχεια μια υποθετική κατάσταση: «Λοιπόν, επιτρέψτε μου να πω έναν όπου ο πρόεδρος Βανς θα διεκδίκησε το αξίωμα και μετά, βασικά… αν κέρδιζε, στην κορυφή του δελτίου, θα έδινε τη σκυτάλη σε εσάς».

Σε απάντηση, ο Τραμπ είπε: «Λοιπόν, αυτός είναι ένας. Αλλά υπάρχουν και άλλοι. Υπάρχουν και άλλοι.»

«Μπορείτε να μου πείτε ποιοι άλλοι;» Η Γουέλκερ ρώτησε τον Τραμπ. «Όχι», είπε.

Η 12η τροποποίηση, η οποία επικυρώθηκε το 1804, λέει ότι «κανένας συνταγματικά μη επιλέξιμος για το αξίωμα του Προέδρου δεν θα είναι επιλέξιμος για το αξίωμα του Αντιπροέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών».

Επίσης στη συνέντευξη, ο Τραμπ ρωτήθηκε γιατί θέλει να συνεχίσει να είναι πρόεδρος, κάτι που η Γουέλκερ περιέγραψε ότι είναι «η πιο σκληρή δουλειά στη χώρα».

«Λοιπόν, μου αρέσει να δουλεύω», απάντησε ο Τραμπ, ο οποίος θα είναι 82 ετών στο τέλος της τρέχουσας θητείας του.

Το Associated Press συνέβαλε σε αυτό το άρθρο.