Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (CDU), υπό τον Φρίντριχ Μερτς, ανακοίνωσε τη σύναψη συμφωνίας σχηματισμού κυβέρνησης με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD).
Σε κοινή συνέντευξη Τύπου στις 9 Απριλίου με τους εταίρους του συνασπισμού, ο Φρίντριχ Μερτς—επικεφαλής του CDU και υποψήφιος καγκελάριος—ανέφερε ότι η συμφωνία αποτελεί, όπως τη χαρακτήρισε, «ένα ισχυρό και σαφές μήνυμα προς τους πολίτες της χώρας» και προς τους εταίρους της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Μερτς δήλωσε πως η συμφωνία αποδεικνύει ότι η χώρα αποκτά μια κυβέρνηση ικανή να ασκήσει αποτελεσματική πολιτική.
Το CDU είχε έρθει πρώτο στις εκλογές του Φεβρουαρίου, χωρίς ωστόσο να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, γεγονός που οδήγησε σε παρατεταμένες διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Παράλληλα, δημοσκόπηση της Ipsos έδειξε ότι το κόμμα AfD προηγείται για πρώτη φορά στην πρόθεση ψήφου με 25%, ενώ το CDU καταγράφει ποσοστό 24%. Ο Μερτς έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί με το AfD, παρότι μια τέτοια συνεργασία θα διασφάλιζε αριθμητικά πλειοψηφία στη Βουλή.
Αναφορικά με το κυβερνητικό πρόγραμμα, ο Μερτς δήλωσε ότι στις προτεραιότητες περιλαμβάνονται αλλαγές στη μεταναστευτική πολιτική. Μεταξύ άλλων, σχεδιάζεται αναστολή της οικογενειακής επανένωσης για ορισμένες ομάδες μεταναστών, διεύρυνση του καταλόγου των «ασφαλών χωρών καταγωγής», εφαρμογή σχεδίου επιστροφών για απορριφθέντες αιτούντες άσυλο και ενδεχόμενες επαναπροωθήσεις στα σύνορα σε συνεννόηση με γειτονικά κράτη. Πρόσθεσε επίσης ότι προτείνεται η κατάργηση της δυνατότητας απόκτησης υπηκοότητας μετά από τριετή παραμονή στη χώρα.
Στο πρόγραμμα περιλαμβάνεται ακόμη η δημιουργία υπουργείου Ψηφιοποίησης. Ο συμπρόεδρος του SPD, Λαρς Κλίνγκμπαϊλ, δήλωσε ότι δεν χρειάζεται τα πάντα να ρυθμίζονται μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, επισημαίνοντας την ανάγκη για αναβάθμιση του τεχνολογικού εξοπλισμού και ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας.
Ο συνασπισμός προτίθεται επίσης να μειώσει το μέγεθος της ομοσπονδιακής διοίκησης κατά 8% εντός της τετραετούς θητείας. Ο Μερτς σημείωσε ότι η προσέγγιση αυτή δεν θα ακολουθήσει πρότυπα άλλων χωρών, αλλά θα γίνει με προσοχή και μέτρο.
Σχεδιάζεται επίσης η εισαγωγή νέας μορφής στρατιωτικής θητείας, σε εθελοντική βάση προς το παρόν, μετά την αναστολή της υποχρεωτικής θητείας το 2011.
Στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου βρίσκεται και το ζήτημα των δημοσιονομικών. Οι αποφάσεις για μεγάλες δαπάνες μέσω δανεισμού επηρέασαν την αποδοχή του Μερτς, ο οποίος είχε προτείνει ένα πακέτο ύψους 500 δισ. ευρώ για τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων και την τόνωση της οικονομίας. Το σχέδιο αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη δέσμευση για διατήρηση του λεγόμενου «φρένου χρέους», το οποίο προβλέπεται από το γερμανικό Σύνταγμα.
Σύμφωνα με έρευνες, περίπου το 60% των πολιτών τάσσεται υπέρ της διατήρησης αυτού του μηχανισμού δημοσιονομικής πειθαρχίας. Το πρόγραμμα του CDU αναφέρει ότι «τα σημερινά χρέη είναι οι αυριανές φορολογικές επιβαρύνσεις» και υπογραμμίζει τη σημασία της τήρησης των συνταγματικών προβλέψεων για τον περιορισμό του δανεισμού.
Στο πλαίσιο του σχεδιασμού για την οικονομία, πολιτικοί κύκλοι προβλέπουν δημιουργία επενδυτικού ταμείου ύψους 500 δισ. ευρώ, με ορίζοντα 12 ετών, για την ενίσχυση των υποδομών και τη στήριξη της οικονομίας. Μετά τις εκλογές, ο οίκος αξιολόγησης Fitch εκτίμησε ότι η Γερμανία αναμένεται να δαπανήσει από 900 δισ. έως 1 τρισ. ευρώ την επόμενη δεκαετία.
Πριν την εκλογική αναμέτρηση, ο πολιτικός αναλυτής Ραλφ Σέλχαμερ, επικεφαλής του Κέντρου Εφαρμοσμένης Ιστορίας στο Mathias Corvinus Collegium, είχε δηλώσει στην Epoch Times ότι οι ψηφοφόροι έστειλαν μήνυμα υπέρ μιας πιο μετριοπαθούς κυβερνητικής κατεύθυνσης, εκτιμώντας όμως ότι το τελικό αποτέλεσμα ενδέχεται να οδηγήσει σε κυβέρνηση με ελαφρώς διαφορετική πολιτική τοποθέτηση.
Του Owen Evans
Με τη συμβολή των Reuters και Associated Press