Σάββατο, 10 Μαΐ, 2025

Τ. Χατζηβασιλείου: Είμαστε ξεκάθαροι – Δεν υπάρχουν σκέψεις για αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία

Τους τρεις στόχους της Ελλάδας, τις τρεις ελληνικές θέσεις, σε ό,τι αφορά στην Ουκρανία αποσαφήνισε ο υφυπουργός Εξωτερικών για την Οικονομική Διπλωματία και Εξωστρέφεια, Τάσος Χατζηβασιλείου, αποκλείοντας την αποστολή ελληνικών στρατευμάτων στην Ουκρανία σε συνέντευξή του σήμερα το πρωί στο OPEN. «Είμαστε ξεκάθαροι. Δεν υπάρχουν σκέψεις για αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία».

«Προτεραιότητα μας είναι ένα δουλέψει η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός», τόνισε, επισημαίνοντας ότι «στόχος μας δεύτερος είναι να μπορέσει η Ουκρανία να στηριχτεί στην άμυνα της για όσο χρειαστεί, με όποιον τρόπο, στο μέτρο του δυνατού. Και τρίτος στόχος, να μπορέσει η Ουκρανία όταν θα καθίσει σε ένα τραπέζι συζητήσεων να έχει την καλύτερη δυνατή αφετηρία για να πετύχει μία διατηρήσιμη και σταθερή ειρήνη. Αυτές είναι οι ελληνικές θέσεις.»

Και πρόσθεσε: «Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας είναι ξεκάθαρη. Θεωρούμε ότι αυτή τη στιγμή το να υπάρχει μία κουβέντα που περιλαμβάνει αποστολή στρατευμάτων αποδυναμώνει τη συζήτηση για κατάπαυση του πυρός. Αυτό είναι το μείζον σήμερα. Διαφορετικά δεν μπορούμε να μιλάμε για μία αλλαγή σκηνικού στο πεδίο που θα μπορούσε να δημιουργήσει μία αισιοδοξία για την επόμενη φάση.»

Ερωτηθείς για τις σχέσεις της Ελλάδας με τη Ρωσία, ο υφυπουργός Εξωτερικών είπε ότι «η Ελλάδα δεν έχει να χωρίσει τίποτα με τους Ρώσους πολίτες», «αλλά διαφωνεί με την επιλογή του Κρεμλίνου να εισβάλει εναντίον τρίτης κυρίαρχης χώρας». Αποσαφήνισε δε ότι «είμαστε υπέρ εκείνων οι οποίοι δέχονται απρόκλητη εισβολή από τρίτους. Δεν μπορεί η Ελλάδα να είναι ξεκάθαρος υπερασπιστής του Διεθνούς Δικαίου και να έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά σε υποθέσεις άλλων χωρών. Η Ουκρανία δέχθηκε μία εισβολή από τη Ρωσία; Δεν οφείλουν λοιπόν οι σοβαρές και υπεύθυνες χώρες που σέβονται το Δίκαιο να πάρουν θέση υπέρ του αμυνόμενου; Αυτό έκανε η Ελλάδα και αυτό είναι το σωστό.»

Ερωτηθείς για τη στάση της Ευρώπης, είπε ότι «έχασε πολύτιμο χρόνο» ως προς την ανάγκη στρατηγικής αυτονομίας και κοινής άμυνας πριν από την ρωσική εισβολή και εξέφρασε την ικανοποίησή του γιατί «άνοιξε επιτέλους η συζήτηση και μάλιστα πολύ γρήγορα και πηγαίνει με ταχείς ρυθμούς, ώστε να προχωρήσουμε σ’ ένα κοινό πλαίσιο για την ευρωπαϊκή άμυνα». «Θεωρώ», πρόσθεσε, «ότι η Ευρώπη είναι και θα είναι παρούσα στην Ουκρανία, γιατί όταν τελειώσει αυτός ο πόλεμος, η Ευρώπη θα είναι εκείνη η οποία θα συνδιαμορφώσει τον νέο σκηνικό ασφάλειας στην περιοχή. Διότι η Ουκρανία είναι στο σπίτι μας, άρα, μοιραία η Ευρώπη έχει και ρόλο και λόγο και πρέπει να έχει ακόμα ισχυρότερο ρόλο στην ουκρανική υπόθεση.»

Αναφορικά με τη Chevron και την Exxon Mobil, χαρακτήρισε την παρουσία τους ως «ψήφο εμπιστοσύνης» προς την Ελλάδα. «Δε θα έρχονταν εδώ δεν υπήρχαν στοιχεία για κοιτάσματα σε σημαντικό βαθμό ούτε αν δεν αναγνώριζαν την Ελλάδα ως ένα σημαντικό ενεργειακό κόμβο στην ανατολική Μεσόγειο. Άρα η παρουσία τους στην Ελλάδα είναι ψήφος εμπιστοσύνης και ταυτόχρονα είναι μία έμμεση αναγνώριση της ελληνικής δικαιοδοσίας σε αυτή τη θαλάσσια περιοχή», τόνισε.

Επιπροσθέτως, ο κος Χατζηβασιλείου επεσήμανε ότι η πρόσφατη οριοθέτηση από τη Λιβύη οικοπέδων στην περιοχή νοτίως της Κρήτης σεβόμενη τη μέση γραμμή σηματοδοτεί ότι «η συζήτηση, η σκληρή δουλειά και η συστηματική προσπάθεια που κάνει κυβέρνηση απέφερε καρπούς». Και πρόσθεσε: «Εμείς λοιπόν επιμένουμε, ακολουθούμε το Δίκαιο, ασκούμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα χωρίς καμία έκπτωση και συνεχίζουμε τον σχεδιασμό.»

Της Σοφίας Αραβοπούλου

Η ασφάλεια της Γροιλανδίας στο επίκεντρο εν όψει της επίσκεψης του Βανς

Στις 23 Μαρτίου, δύο εβδομάδες μετά τις εκλογές στο αυτόνομο δανικό έδαφος, ο Λευκός Οίκος γνωστοποίησε ότι η δεύτερη κυρία των ΗΠΑ, Ούσα Βανς, και αντιπροσωπεία θα ταξιδέψουν στη Γροιλανδία για να επισκεφθούν πολιτιστικούς χώρους και να παρακολουθήσουν τον Avannaata Qimussersu- τον εθνικό αγώνα ελκήθρων με σκύλους. Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, η αντιπροσωπεία εξέφρασε τον ενθουσιασμό της για την ευκαιρία να συμμετάσχει στον εορτασμό του αγώνα και της γροιλανδικής κουλτούρας.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, συνεχίζει να αναφέρεται στην προοπτική ένταξης της Γροιλανδίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, τονίζοντας τη στρατηγική της σημασία έναντι της Ρωσίας και της Κίνας, καθώς και την αξία των ανεκμετάλλευτων κοιτασμάτων σπάνιων γαιών και άλλων πολύτιμων ορυκτών. Το τελευταίο διάστημα, ωστόσο, έχει μετριάσει τη ρητορική του, δηλώνοντας σε κοινή συνεδρίαση του Κογκρέσου ότι σέβεται το δικαίωμα αυτοδιάθεσης της Γροιλανδίας.

Η ανακοίνωση της επίσκεψης προκάλεσε αντιδράσεις μεταξύ των πολιτικών της Γροιλανδίας, οι οποίοι βρίσκονται σε διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης μετά τις εκλογές της 11ης Μαρτίου. Το κόμμα Demokraatit, που υποστηρίζει τη σταδιακή ανεξαρτησία, επικράτησε με περίπου 30% των ψήφων, ενώ το Naleraq, που προκρίνει την ταχεία ανεξαρτησία και εξετάζει το ενδεχόμενο ένταξης στις ΗΠΑ, κατέλαβε τη δεύτερη θέση με σχεδόν 25%. Τα υπόλοιπα κόμματα υπέρ της ανεξαρτησίας συγκέντρωσαν το μεγαλύτερο μέρος των ψήφων.

Ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός Μούτε Έγκεντε χαρακτήρισε την προγραμματισμένη επίσκεψη «επίδειξη ισχύος» και μίλησε στο Facebook για «αμερικανική επιθετικότητα». Ο αρχηγός των Demokraatit και πιθανός επόμενος πρωθυπουργός, Γενς-Φρέντερικ Νίλσεν, έγραψε ότι τέτοιου είδους επισκέψεις προκαλούν εύλογες ανησυχίες, ενώ προέτρεψε τον πληθυσμό να μην πανικοβάλλεται, επισημαίνοντας ότι οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης βρίσκονται σε εξέλιξη και δεν πρέπει να επηρεαστούν από εξωτερικές πιέσεις.

Ο Ούλρικ Πραμ Γκαντ, ερευνητής διεθνούς ασφάλειας με εξειδίκευση στις σχέσεις Δανίας–Γροιλανδίας, σχολίασε σε ηλεκτρονικό του μήνυμα στην Epoch Times, στις 24 Μαρτίου, ότι η κίνηση αυτή αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα της αδιαφορίας της κυβέρνησης Τραμπ για τις παραδοσιακές διπλωματικές διαδικασίες, θεωρώντας την επίσκεψη μία μορφή πίεσης προς τη νέα κυβέρνηση.

Αντίθετη άποψη εξέφρασε ο Τζέημς Ρόμπινς, κοσμήτορας του Ινστιτούτου Πολιτικής του Κόσμου και ειδικός σε θέματα εθνικής ασφάλειας, ο οποίος υποστήριξε ότι δεν υπάρχει επίσημη αμερικανική πρόταση προς τη Γροιλανδία και πως οι αντιδράσεις δείχνουν υπερβολική ανησυχία για κάτι που δεν έχει ακόμα τεθεί προς διαπραγμάτευση.

Μετά τις αντιδράσεις, το πρόγραμμα της επίσκεψης αναθεωρήθηκε. Στις 25 Μαρτίου, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι η Ούσα Βανς θα συνοδεύεται από τον σύζυγό της, αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Τζ. Ντ. Βανς, και ότι αντί για τον αγώνα ελκήθρων, η αντιπροσωπεία θα επισκεφθεί τη στρατιωτική βάση Pituffik Space Base στη Γροιλανδία, που αποτελεί κεντρικό κόμβο της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Λευκός Οίκος τόνισε ότι η αδράνεια προηγούμενων αμερικανικών κυβερνήσεων και η στάση των δανικών αρχών επέτρεψαν σε ανταγωνιστές να ενισχύσουν την επιρροή τους στην Αρκτική και ότι ο πρόεδρος Τραμπ επιχειρεί να αλλάξει αυτή την κατάσταση.

Οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην Αρκτική δείχνουν αυξημένο ρωσοκινεζικό ενδιαφέρον για την περιοχή. Τον Οκτώβριο του 2024, ακτοφυλακίδες της Ρωσίας και της Κίνας εθεάθησαν να διασχίζουν τον Βερίγγειο Πορθμό σε σχηματισμό, ενώ ανάλυση του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS) το ίδιο έτος χαρακτήρισε το πέρασμα Γροιλανδίας–Ισλανδίας–Ηνωμένου Βασιλείου (GIUK Gap) ως κρίσιμο σημείο για το ΝΑΤΟ, καθώς η στρατιωτική δραστηριότητα της Ρωσίας στην περιοχή έχει αυξηθεί.

Ο Γκαντ συνέδεσε την αλλαγή του προγράμματος με τις προγραμματισμένες διαδηλώσεις κατά την εκδήλωση του αγώνα ελκήθρων. Σε νεότερο μήνυμά του στην Epoch Times, στις 26 Μαρτίου, ανέφερε ότι οι διοργανωτές των διαμαρτυριών είχαν προγραμματίσει να γυρίσουν την πλάτη τους στη δεύτερη κυρία, γεγονός που, όπως υποστήριξε, ώθησε την αμερικανική αντιπροσωπεία να επιλέξει τη στρατιωτική βάση ως εναλλακτικό προορισμό, ώστε να αποφευχθούν οι εικόνες που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν λανθασμένη εντύπωση περί φιλοαμερικανικού αισθήματος στη Γροιλανδία.

Ο Ντρου Χορν, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας εξόρυξης στρατηγικών ορυκτών GreenMet, σχολίασε ότι η αμερικανική αντιπροσωπεία σεβάστηκε τη διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης στη Γροιλανδία, χωρίς να επιχειρήσει παρέμβαση, σε αντίθεση με τα δανικά συμφέροντα. Επιπλέον, τόνισε ότι η επίσκεψη στη βάση Pituffik Space Base επιβεβαιώνει τη δέσμευση των ΗΠΑ στην ασφάλεια της Γροιλανδίας, ως σημαντικού συμμάχου στη Βόρεια Αμερική, με σεβασμό στη βούληση των κατοίκων της.

Η ασφάλεια στην Αρκτική στο επίκεντρο

Ο Ρόμπινς ανέπτυξε τα ζητήματα ασφαλείας που αφορούν την Αρκτική και το πώς αυτά ενδέχεται να εξελιχθούν στο μέλλον, σε συνέντευξή του στην Epoch Times.

Επεσήμανε ότι η τήξη των πάγων στην Αρκτική θα μπορούσε να ανοίξει θαλάσσιους διαύλους στην περιοχή, καθιστώντας την πιο προσβάσιμη για τη Ρωσία — η οποία, σε εκείνο το γεωγραφικό πλάτος, βρίσκεται πιο κοντά στη Γροιλανδία απ’ ό,τι μπορεί να φαίνεται.

Ο Ρόμπινς υποστήριξε ότι εάν η Γροιλανδία γινόταν ανεξάρτητο κράτος, θα έπρεπε οπωσδήποτε να συνάψει κάποιας μορφής συμφωνία ασφαλείας, καθώς δεν θα ήταν σε θέση να υπερασπιστεί μόνη της την επικράτειά της. Παράλληλα, εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο η Δανία θα μπορούσε να εγγυηθεί επαρκή ασφάλεια στην Αρκτική.

Τον Φεβρουάριο, η Δανία ανακοίνωσε σχέδια για αύξηση των αμυντικών δαπανών της σε ποσοστό άνω του 3% του ΑΕΠ.

Ο Ρόμπινς αναφέρθηκε επίσης σε αμερικανικές αδυναμίες στην περιοχή, σημειώνοντας ότι, έως το 2024, η Ρωσία διέθετε 36 παγοθραυστικά, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες μόλις δύο.

Επιπλέον, εκτίμησε ότι μία ανεξάρτητη Γροιλανδία θα είχε τη δυνατότητα να αναπτύξει σχέσεις με οποιαδήποτε άλλη χώρα, συμπεριλαμβανομένων της Ρωσίας και της Κίνας, κάτι που, κατά την άποψή του, θα συνιστούσε απειλή για την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δύσης συνολικά.

Ο Ρόμπινς θεωρεί ότι η εγγύτητα της Γροιλανδίας στη Ρωσία θα μπορούσε να την καταστήσει κομβικό σημείο για την πυραυλική άμυνα και τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης. Για παρόμοιους λόγους, ο Καναδάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεργάζονται στο πλαίσιο του North Warning System, ενός δικτύου ραντάρ επιτήρησης που εκτείνεται στην Αλάσκα και τον βόρειο Καναδά.

Όσον αφορά τα επιθετικά όπλα, όπως οι διηπειρωτικοί βαλλιστικοί πύραυλοι, διευκρίνισε ότι τα στρατηγικά πυρηνικά συστήματα εδάφους έχουν παραμείνει πάντα εντός των Ηνωμένων Πολιτειών.

Σε άλλο σημείο, ο Γκαντ έγραψε ότι Δανοί αναλυτές ασφαλείας έχουν παρομοιάσει τις δηλώσεις του προέδρου  Ντόναλντ Τραμπ για τη Γροιλανδία με τον τρόπο που ο Ρώσος ηγέτης, Βλαντίμιρ Πούτιν, είχε μιλήσει για την Κριμαία πριν από την προσάρτησή της το 2014. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι αντιδράσεις του απερχόμενου και του νεοεκλεγέντος πρωθυπουργού της Δανίας καταδεικνύουν ότι οι περισσότεροι κάτοικοι της Γροιλανδίας πλέον αντιλαμβάνονται τις αμερικανικές προσεγγίσεις ως απειλή.

Ο Ρόμπινς απέρριψε αυτή τη σύγκριση, υποστηρίζοντας ότι η Ρωσία πραγματοποίησε ένοπλη εισβολή έπειτα από εκτεταμένες πολιτικές παρεμβάσεις και υπονόμευση. Σύμφωνα με τον ίδιο, μια πιο ακριβής αναλογία θα ήταν η αγορά των Δανικών Δυτικών Ινδιών από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1916.

Ο Ρόμπινς εκτιμά ότι οι αντιλήψεις των κατοίκων της Γροιλανδίας ενδέχεται να μεταβληθούν, ιδιαίτερα εάν οι όροι μιας πιθανής αμερικανικής πρότασης τους φανούν ελκυστικοί. Ως πιθανό σημείο σύγκρισης ανέφερε το Alaska Permanent Fund, το οποίο κατανέμει έσοδα από φυσικούς πόρους στους κατοίκους της Αλάσκας, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της Γροιλανδίας θα μπορούσε να υποστηρίξει ένα παρόμοιο μοντέλο.

Υπογράμμισε, τέλος, ότι παρά το γεγονός πως οι πρόσφατες εκλογές στη Γροιλανδία ανέδειξαν μια κυβέρνηση που αντιτίθεται στην ιδέα, αυτό δεν σημαίνει ότι η συζήτηση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Εξέφρασε, μάλιστα, την άποψη ότι οι Γροιλανδοί ίσως να ενδιαφέρονται να ακούσουν μια πρόταση, καθώς μέχρι στιγμής δεν έχει διατυπωθεί καμία επίσημη προσφορά.

Του Nathan Worcester

Κυρ. Μητσοτάκης: Σημαντικές αυξήσεις αποδοχών στις Ένοπλες Δυνάμεις

Την ανάγκη να υπάρξει κατάπαυση του πυρός το συντομότερο δυνατόν στην Ουκρανία υπογράμμισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε δηλώσεις του προς τους δημοσιογράφους λίγο μετά το τέλος της διεθνούς διάσκεψης κορυφής που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη στο Παρίσι για το Oυκρανικό.

Ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι «η Ουκρανία έχει αποδεχθεί μία κατάπαυση του πυρός 30 ημερών την οποία δυστυχώς η Ρωσία δεν έχει ακόμα αποδεχτεί», επισημαίνοντας ταυτόχρονα πως θα πρέπει να ασκηθούν πιέσεις προς τη Ρωσία για να σταματήσει τις επιθέσεις της κατά της Ουκρανίας, κυρίως δε κατά των κρίσιμων υποδομών, ούτως ώστε να μπορέσει να διαπραγματευθεί η Ουκρανία μία δίκαιη και βιώσιμη ειρήνη.

Επίσης ανέφερε ότι συζητήθηκε το ζήτημα των εγγυήσεων ασφαλείας τις οποίες ενδεχομένως κάποιες άλλες χώρες είναι πρόθυμες να παράσχουν. Υπογράμμισε ωστόσο ότι ο κοινός τόπος είναι ότι η ισχυρότερη εγγύηση ασφαλείας που μπορεί να δοθεί «είναι η ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων της ίδιας της Ουκρανίας».

Ο πρωθυπουργός υπογράμμισε ακόμη ότι η Ελλάδα δεν ανήκει στις χώρες που είναι έτοιμες να στείλουν στρατεύματα και σημείωσε ότι θεωρεί αυτή τη συζήτηση ενδεχομένως λίγο διασπαστική, στο βαθμό που το βασικό ζητούμενο αυτή τη στιγμή είναι το πώς θα τελειώσει ο πόλεμος μία ώρα αρχύτερα.

Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε επίσης στις συζητήσεις που θα γίνουν την ερχόμενη εβδομάδα στη Βουλή αναφορικά με το νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα της χώρας σημειώνοντας ότι ο βασικός στόχος είναι «να εντάξουμε αυτή τη συζήτηση στο πλαίσιο των γενικότερων μεγάλων γεωπολιτικών αλλαγών που συντελούνται σήμερα». Προσέθεσε ότι στο πλαίσιο αυτών των συζητήσεων θα παρουσιαστεί «το νέο μισθολόγιο και το νέο βαθμολόγιο των Ενόπλων Δυνάμεων», επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι αυτό που μπορεί να πει στην παρούσα φάση είναι ότι έχει αποφασιστεί, σε συνεργασία με το υπουργείο Οικονομικών, να υπάρξουν σημαντικές αυξήσεις αποδοχών, οι οποίες χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξοικονομήσεις που έγιναν από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας στο πλαίσιο της νέας δομής. Υπογράμμισε δε ότι «δεν αρκεί μόνο να αγοράζουμε τα πιο σύγχρονα όπλα, αλλά πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων αμείβονται κατάλληλα έτσι ώστε να μπορέσουμε να προσελκύσουμε νέα παιδιά στις τάξεις τους».

Ζελένσκι: Ο Πούτιν θέλει να «διχάσει» την Ευρώπη και τις ΗΠΑ

Ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι κατηγόρησε σήμερα τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντίμιρ Πούτιν ότι επιδιώκει να «διχάσει» την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, προσεγγίζοντας τις τελευταίες εβδομάδες τον Ντόναλντ Τραμπ, τρία χρόνια και πλέον μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν «θέλει να διχάσει την Ευρώπη και τις ΗΠΑ», δήλωσε ο επικεφαλής του ουκρανικού κράτους, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο Παρίσι, μετά το πέρας της συνόδου χωρών συμμάχων του Κιέβου.

Επιπλέον, ο Ζελένσκι είπε ότι οι ΗΠΑ αλλάζουν «συνεχώς» τους όρους της προτεινόμενης συμφωνίας για τα ορυκτά με την Ουκρανία, όμως πρόσθεσε πως δεν θέλει η Ουάσινγκτον να πιστεύει ότι το Κίεβο είναι κατά της συμφωνίας.

Ο Ζελένσκι επισήμανε πως πιστεύει ότι η αμερικανική στάση έναντι της Ρωσίας θα έπρεπε να είναι σθεναρότερη.

Την ίδια ώρα, ο Ουκρανός πρόεδρος προέτρεψε σήμερα τις χώρες της Δύσης να εμποδίσουν κάθε άρση κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, όπως ζητάει η Μόσχα προκειμένου να επιτευχθεί μια εκεχειρία στη Μαύρη Θάλασσα, εκτιμώντας πως αυτό θα έστελνε «πολύ επικίνδυνα μηνύματα».

«Μετά τα μηνύματα που ακούσαμε […] από τη Σαουδική Αραβία στο θέμα των κυρώσεων, περί μιας ενδεχόμενης άρσης των κυρώσεων… Είναι πολύ επικίνδυνα μηνύματα», τόνισε ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Η επίσκεψη του γιου του Λι Κα-σινγκ στο Πεκίνο πυροδοτεί εικασίες εν μέσω πώλησης λιμανιών στον Παναμά

Η συμμετοχή του Ρίτσαρντ Λι, γιου του δισεκατομμυριούχου Λι Κα-σινγκ, σε οικονομικό φόρουμ στο Πεκίνο στις 23-24 Μαρτίου έχει πυροδοτήσει έντονες εικασίες και συζητήσεις σχετικά με τις προσπάθειες να εξομαλυνθούν οι σχέσεις μεταξύ της εταιρείας του πατέρα του, CK Hutchison, και της κινεζικής κυβέρνησης, μετά την απόφαση του ομίλου να πωλήσει λιμενικές εγκαταστάσεις στρατηγικής σημασίας δίπλα στη Διώρυγα του Παναμά.

Ο Λι συμμετείχε στο Ετήσιο Συνέδριο του Φόρουμ Ανάπτυξης της Κίνας 2025, που διοργανώθηκε από το κέντρο έρευνας ανάπτυξης του Κρατικού Συμβουλίου της Κίνας υπό τον τίτλο «Απελευθερώνοντας την αναπτυξιακή δυναμική για σταθερή ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας». Στο φόρουμ, όπου κεντρική ομιλία απηύθυνε ο κινέζος πρωθυπουργός Λι Τσιανγκ, συμμετείχαν πάνω από 100 ηγέτες και στελέχη πολυεθνικών επιχειρήσεων, όπως ο Τιμ Κουκ της Apple και ο Κριστιάνο Αμόν της Qualcomm.

Το ταξίδι του Ρίτσαρντ Λι έρχεται στον απόηχο της ανακοίνωσης της CK Hutchison, της εταιρείας συμφερόντων του 96χρονου μεγιστάνα Λι Κα-σινγκ, ότι θα πωλήσει το μεγαλύτερο μέρος των λιμενικών επιχειρήσεών της σε 43 χώρες –συμπεριλαμβανομένων των λιμανιών εκατέρωθεν της Διώρυγας του Παναμά– σε κοινοπραξία υπό την αμερικανική επενδυτική εταιρεία BlackRock έναντι 22,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η απόφαση αυτή προκάλεσε την έντονη οργή της κινεζικής κυβέρνησης και πυροδότησε σφοδρές αντιδράσεις στον φιλοκυβερνητικό Τύπο του Χονγκ Κονγκ. Η φιλοκινεζική εφημερίδα Ta Kung Pao δημοσίευσε περισσότερα από 10 άρθρα που χαρακτήρισαν τον Λι Κα-σινγκ «προδότη που ξεπούλησε τη χώρα και τον κινεζικό λαό», ενώ η υπηρεσία Υποθέσεων Χονγκ Κονγκ και Μακάο της κινεζικής κυβέρνησης αναδημοσίευσε ορισμένα εξ αυτών στην ιστοσελίδα της.

Αναλυτές εκτιμούν ότι η εμφάνιση του Ρίτσαρντ Λι στο Πεκίνο, μέσω του επενδυτικού του ομίλου Pacific Century Group, πιθανότατα επιχειρεί να κατευνάσει τις εντάσεις που προκάλεσε η πώληση των λιμενικών εγκαταστάσεων. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας και ειδικός σε θέματα Κίνας, Φρανκ Τιάν Σιε, δήλωσε: «Η απόφαση του Λι Κα-σινγκ ήταν καθαρά επιχειρηματική και δεν είχε πιθανώς προηγηθεί επικοινωνία με την κινεζική κυβέρνηση. Το Πεκίνο αντέδρασε έντονα γιατί θεωρεί τέτοιες επενδύσεις στρατηγικής σημασίας και τις προσεγγίζει υπό το παραδοσιακό δόγμα ‘όλος ο κόσμος ανήκει στον αυτοκράτορα’».

Η διαμάχη αυτή αναδεικνύει και βαθύτερα ζητήματα σχετικά με την πολιτική «μία χώρα, δύο συστήματα» που υποσχέθηκε το καθεστώς του Πεκίνου μετά την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ στην κινεζική κυριαρχία το 1997, αλλά έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε αυξανόμενες ανησυχίες σχετικά με τον αυξανόμενο έλεγχο του Πεκίνου και την αποδυνάμωση της αυτονομίας της πόλης.

Ο καθηγητής Σιε θεωρεί πάντως ότι το Πεκίνο δεν θα μπορέσει να ανατρέψει την απόφαση για την πώληση, καθώς αυτή φαίνεται άμεσα συνδεδεμένη με τις βλέψεις των ΗΠΑ, και ειδικότερα της κυβέρνησης του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, που επιθυμούν να επανακτήσουν τον έλεγχο της Διώρυγας του Παναμά.

«Η απόφαση του Λι Κα-σινγκ σημαίνει, ουσιαστικά, ότι είτε θα πουλήσει τα λιμάνια και θα ανακτήσει χρήματα είτε, αν αρνηθεί να πουλήσει, μπορεί εν τέλει να χάσει τα πάντα», συμπλήρωσε ο Σιε.

Η πώληση των λιμανιών και οι εξελίξεις που ακολούθησαν αναμένεται να έχουν ευρύτερες συνέπειες σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Η οικονομική στρατηγική του Πεκίνου, καθώς και οι σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ, βρίσκονται και πάλι στο επίκεντρο έντονης παγκόσμιας προσοχής, ενώ η έκβαση της υπόθεσης θα έχει καθοριστική σημασία για το μέλλον των κινεζικών επενδύσεων στον δυτικό ημισφαίριο.

Αλλαγές στη Δημόσια Υγεία των ΗΠΑ: Μαζικές περικοπές από τον Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ

Σε μια σαρωτική αναδιάρθρωση προχωράει το αμερικανικό υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών (HHS), όπως ανακοίνωσε στις 27 Μαρτίου ο νέος υπουργός Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζούνιορ.

Η πρωτοβουλία προβλέπει συγχώνευση υπηρεσιών και σημαντική μείωση προσωπικού της τάξεως του 25%, με τον αριθμό των εργαζομένων να μειώνεται από 82.000 σε περίπου 62.000. Ο στόχος της αναδιάρθρωσης, σύμφωνα με τον κ. Κέννεντυ, είναι η «αποτελεσματικότερη λειτουργία» του υπουργείου καθώς και η βελτίωση της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών προς τους Αμερικανούς πολίτες.

«Θα εκσυγχρονίσουμε το υπουργείο, ώστε να γίνει πιο παραγωγικό και πιο αποτελεσματικό», τόνισε ο κ. Κέννεντυ στο μήνυμά του. Αναγνωρίζοντας πως «η μετάβαση αυτή θα είναι επώδυνη», πρόσθεσε ότι το HHS καλείται να «πετύχει περισσότερα, με λιγότερους πόρους».

Μείωση προσωπικού στις βασικές υπηρεσίες

Η νέα δομή προβλέπει δραματικές αλλαγές στις κεντρικές διοικητικές υπηρεσίες. Η Διοίκηση Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) θα υποστεί τη μεγαλύτερη μείωση προσωπικού, με περικοπή 3.500 θέσεων. Παράλληλα, τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) θα μειώσουν το δυναμικό τους κατά 2.400 εργαζόμενους, ενώ τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH) κατά 1.200 και τα Κέντρα Υπηρεσιών Medicare και Medicaid κατά 300.

Σύμφωνα με τη διοίκηση του HHS, πολλές από τις προς κατάργηση θέσεις χαρακτηρίστηκαν «πλεονάζουσες» ή «διπλές αρμοδιότητες». Η αναδιάρθρωση συνεπάγεται επίσης συγχώνευση των 28 υφιστάμενων υπηρεσιών σε 15. Η νέα δομή εκτιμάται ότι θα εξοικονομήσει 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.

Αντικρουόμενες αντιδράσεις

Ο εκπρόσωπος των Δημοκρατικών Τζέραλντ Κόνολι εξέφρασε σοβαρές ανησυχίες για τις επιπτώσεις των περικοπών. «Πρόκειται για σοβαρό λάθος. Ανησυχώ βαθύτατα για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες στην υγεία και την ευημερία των Αμερικανών», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Από την πλευρά της, η Ντορίν Γκρίνγουολντ, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εργαζομένων στον Δημόσιο Τομέα, προειδοποίησε ότι οι περικοπές θα έχουν «καταστροφική επίπτωση» στις διαδικασίες δημόσιας υγείας, χαρακτηρίζοντας «εξωπραγματικό» τον ισχυρισμό ότι τέτοιου βαθμού μειώσεις δεν θα επηρεάσουν κρίσιμες υπηρεσίες προς τους πολίτες.

Ωστόσο, υπήρξαν και θετικότερες αντιδράσεις, όπως του Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή Μπιλ Κάσιντι, ο οποίος εκτίμησε ότι η αναδιοργάνωση μπορεί να βελτιώσει σημαντικές διαδικασίες, όπως η ταχύτερη έγκριση φαρμάκων και η καλύτερη παροχή υπηρεσιών Medicare. «Αναμένω πως θα δω πρακτικά πώς αυτή η αναδιάρθρωση θα φέρει αυτά τα αποτελέσματα», πρόσθεσε.

Τα κίνητρα πίσω από την αναδιάρθρωση

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης προκύπτει μετά από εντολή του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για ένα ευρύ φάσμα περικοπών σε ομοσπονδιακό επίπεδο, που ζητούσε από διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες να προχωρήσουν σε μαζικές απολύσεις και περιορισμό των εξόδων τους.

Ο Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ τόνισε επίσης την αναποτελεσματικότητα του συστήματος υγείας, παρά τη σημαντική αύξηση του προϋπολογισμού του HHS κατά 38% μεταξύ 2021 και 2025, αναφέροντας ως παραδείγματα την αύξηση των χρόνιων νοσημάτων, την άνοδο των περιστατικών καρκίνου και το χαμηλό προσδόκιμο ζωής των Αμερικανών σε σχέση με τους Ευρωπαίους. «Το υπουργείο λειτουργεί σε πολλά επίπεδα απομονωμένα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οι υπηρεσίες ενεργούν εντελώς αντίθετα μεταξύ τους», σημείωσε καταγγελτικά ο υπουργός.

Οι επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης

Το εύρος των αλλαγών στο HHS είναι τέτοιο που, σύμφωνα με αναλυτές, εκτιμάται πως θα πυροδοτήσει έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του επόμενου έτους. Παράλληλα, παραμένει έντονη η ανησυχία για το εάν οι μαζικές απολύσεις θα επηρεάσουν ουσιαστικά την ποιότητα της δημόσιας υγείας στις ΗΠΑ και την ικανότητα της χώρας να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε μελλοντικές κρίσεις δημόσιας υγείας.

Ανεξαρτήτως από πολιτικές ή συνδικαλιστικές αντιδράσεις, είναι βέβαιο πως η αναδιάρθρωση του γιγαντιαίου υπουργείου Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών θα αποτελέσει ένα μεγάλο «στοίχημα» για τη νέα κυβέρνηση Τραμπ και τον Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ, η επιτυχία ή αποτυχία του οποίου θα έχει άμεσο αντίκτυπο για τους πολίτες.

Κορυφαίοι Αμερικανοί αξιωματούχοι ενώπιον δικαιοσύνης για συνομιλίες στο Signal

Μήνυση κατατέθηκε στις 25 Μαρτίου από την αμερικανική ομάδα διαφάνειας «American Oversight» κατά των κορυφαίων αξιωματούχων της κυβέρνησης Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, για την πρόσφατη χρήση της εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων Signal. Σύμφωνα με το κείμενο της προσφυγής που κατατέθηκε σε ομοσπονδιακό δικαστήριο στην Ουάσινγκτον, οι εν λόγω αξιωματούχοι χρησιμοποίησαν τη συγκεκριμένη εφαρμογή για μηνύματα επιχειρησιακού περιεχομένου, τα οποία στη συνέχεια διαγράφηκαν, παραβαίνοντας έτσι την Ομοσπονδιακή Νομοθεσία περί Αρχείων (Federal Records Act).

Η «American Oversight» είχε υποβάλει νωρίτερα εφέτος στην κυβέρνηση αιτήματα βάσει του Νόμου για την Ελευθερία πρόσβασης στην Πληροφόρηση (Freedom of Information Act), ζητώντας από διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες – μεταξύ των οποίων το Πεντάγωνο – πρόσβαση στα αρχεία των συνομιλιών μέσω Signal. Ωστόσο, λόγω της φύσης της εφαρμογής, που δεν μεταφέρει μηνύματα σε επίσημα κανάλια επικοινωνίας και αρχειοθέτησης, η πρόσβαση στα συγκεκριμένα δεδομένα θεωρείται αδύνατη.

Σε ξεχωριστό αίτημα προς το δικαστήριο, η οργάνωση ζητά την άμεση διακοπή κάθε ενέργειας που αφορά καταστροφή αρχείων του Signal, καθώς και την υποχρέωση των αρμοδίων αρχών να προχωρήσουν στην ανάκτηση των ήδη διαγραμμένων μηνυμάτων και στην ενημέρωση της υπηρεσίας Εθνικών Αρχείων των ΗΠΑ (National Archives).

Η επίμαχη συνομιλία περιελάμβανε μεταξύ άλλων τον υπουργό Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, τον υπουργό Εξωτερικών και αναπληρωτή αρχειονόμο Μάρκο Ρούμπιο, τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Μάικ Γουόλτζ, καθώς και άλλους κυβερνητικούς παράγοντες, με κεντρικό θέμα τις αμερικανικές επιχειρήσεις ενάντια σε Χούτι τρομοκράτες στη Μέση Ανατολή.

Η αποκάλυψη αυτών των συνομιλιών έγινε μετά την εισαγωγή στο chat του επικεφαλής σύνταξης του περιοδικού The Atlantic, Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, γεγονός για το οποίο ανέλαβε την ευθύνη ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Μάικ Γουόλτζ. Για την έρευνα της διαρροής αποτελεί κεντρικό πρόσωπο και ο σύμβουλος του Λευκού Οίκου Έλον Μασκ, ενώ εν μέσω των αντιδράσεων, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ήδη ότι πιθανότατα οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι θα σταματήσουν τη χρήση του Signal.

Οι κυβερνητικοί δικηγόροι από την πλευρά τους αντέτειναν, σύμφωνα με έγγραφα που κατατέθηκαν στο δικαστήριο, ότι οι ισχυρισμοί της «American Oversight» πως οι αξιωματούχοι δεν έπραξαν τα δέοντα για να αποτρέψουν τη διαγραφή των μηνυμάτων από το Signal «δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο» και ότι ήδη έχουν γίνει βήματα για ανάκτηση μέρους αυτών των μηνυμάτων.

Η υπόθεση ανατέθηκε στον ομοσπονδιακό δικαστή Τζέιμς Μπόσμπεργκ, ο οποίος πρόσφατα απασχόλησε την επικαιρότητα μέσω άλλων δικαστικών αποφάσεων εις βάρος της κυβέρνησης Τραμπ. Ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ, σχολιάζοντας την ανάθεση, ζήτησε περαιτέρω διερεύνηση για τον πιθανό μεροληπτικό τρόπο επιλογής των δικαστών στην Ουάσινγκτον και ζήτησε την απομάκρυνση του δικαστή. Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, Τζον Ρόμπερτς, απάντησε ωστόσο πως «η απομάκρυνση δεν είναι αρμόδια απάντηση σε διαφωνίες σχετικά με δικαστικές αποφάσεις».

Η παραπάνω νομική διαμάχη έχει ήδη τη δυναμική να προκαλέσει περαιτέρω πολιτικές και νομικές επιπλοκές για την κυβέρνηση Τραμπ εν όψει των προεδρικών εκλογών, αναδεικνύοντας το σοβαρό ζήτημα διαφάνειας και διαχείρισης ευαίσθητων πληροφοριών. Ο τρόπος χειρισμού της από το δικαστήριο αναμένεται να έχει σημαντικές συνέπειες τόσο για την κυβερνητική λειτουργία, όσο και για τις πρακτικές διαχείρισης επικοινωνιών των κορυφαίων κυβερνητικών παραγόντων στο μέλλον.

Σε έναν κόσμο όπου αυτά τα ζητήματα διαφάνειας και λογοδοσίας κατέχουν κεντρικό ρόλο στη δημόσια συζήτηση, η τελική έκβαση αυτής της δίκης θα μπορούσε να σηματοδοτήσει αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο κυβερνήσεις διαχειρίζονται ευαίσθητα δεδομένα και επικοινωνιακές πρακτικές. Μέχρι τότε, η αμερικανική κοινή γνώμη θα παρακολουθεί τις εξελίξεις με έντονο ενδιαφέρον.

Ο Τραμπ αποσύρει την υποψηφιότητα της Στεφάνικ για πρέσβειρα των ΗΠΑ στον ΟΗΕ

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ απέσυρε την Τετάρτη 27 Μαρτίου την υποψηφιότητα της Ρεπουμπλικανής βουλευτού Ελίζ Στεφάνικ για το αξίωμα της πρέσβειρας των ΗΠΑ στον ΟΗΕ. Την απόφαση ανακοίνωσε ο ίδιος ο Τραμπ μέσω ανάρτησης στο κοινωνικό δίκτυο Truth Social, επικαλούμενος την οριακή πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

«Καθώς προωθούμε την ατζέντα “Πρώτα η Αμερική”, είναι ζωτικής σημασίας να διατηρήσουμε ΚΑΘΕ ρεπουμπλικανική έδρα στο Κογκρέσο», δήλωσε ο κ. Τραμπ. Πρόσθεσε πως η Στεφάνικ αποτελεί μία από τους πιο σημαντικούς συμμάχους του, σημειώνοντας ότι της ζήτησε να παραμείνει στη Βουλή «για να βοηθήσει στην υλοποίηση ιστορικών φορολογικών περικοπών, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την ενεργειακή κυριαρχία και την πολιτική ειρήνης μέσω ισχύος, ώστε να κάνουμε την Αμερική σπουδαία ξανά».

«Με μια τόσο οριακή πλειοψηφία, δεν θέλω να διακινδυνεύσω να διεκδικήσει άλλος την έδρα της Ελίζ», τόνισε ο Τραμπ, υποστηρίζοντας ότι η κ. Στεφάνικ θα ενταχθεί στην κυβέρνησή του στο μέλλον.

Η κ. Στεφάνικ επιβεβαίωσε νωρίτερα την αποχώρησή της από τη θέση προέδρου της διάσκεψης (conference chairwoman) των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή, την οποία κατείχε πριν από την προτεινόμενη υποψηφιότητά της για τον ΟΗΕ. Η θέση αυτή καλύφθηκε ήδη από τη βουλευτή Λάιζα ΜακΚλέιν του Μίσιγκαν. Προς το παρόν, παραμένει ασαφές ποιο ρόλο θα αναλάβει η κ. Στεφάνικ μετά την επιστροφή της ηγετική ομάδα των Ρεπουμπλικανών.

Ο πρόεδρος της Βουλής, Μάικ Τζόνσον, ανακοίνωσε μέσω της πλατφόρμας X ότι η Στεφάνικ θα γίνει εκ νέου δεκτή στην ηγετική ομάδα του κόμματος: «Η συμφωνία της Ελίζ να αποσυρθεί από την υποψηφιότητα μάς επιτρέπει να διατηρήσουμε ένα από τα πιο δυναμικά και αποφασιστικά μέλη στη Βουλή, ώστε να προωθήσουμε τις πολιτικές “Πρώτα η Αμερική” του προέδρου Τραμπ».

Κατά την πολύκροτη ακρόαση στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας στις 21 Ιανουαρίου 2025, η κ. Στεφάνικ κατήγγειλε το «αντισημιτικό κλίμα» στον ΟΗΕ, εκτιμώντας ότι οι αμερικανικοί φορολογικοί πόροι «δεν θα πρέπει να ενισχύουν φορείς που αντιβαίνουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ ή προωθούν αντισημιτισμό, απάτη, διαφθορά ή τρομοκρατία». Η επιτροπή ενέκρινε αρχικά την υποψηφιότητά της με ψηφοφορία στις 30 Ιανουαρίου, ανοίγοντας τον δρόμο για το τελικό στάδιο στη Γερουσία.

Η Στεφάνικ θεωρείται πολιτικός με ιδιαίτερη επιρροή μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και ήταν η πρώτη βουλευτής του Κογκρέσου που εξέφρασε δημόσια την υποστήριξή της στον Ντόναλντ Τραμπ στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του 2024.

Η εξέλιξη αυτή καθιστά σαφή την αναγκαιότητα για τον Τραμπ να διατηρήσει σταθερή πλειοψηφία στη Βουλή, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι σημαντικές πρωτοβουλίες, νομοθετήματα και μεταρρυθμίσεις της πολιτικής του ατζέντας θα περάσουν χωρίς προσκόμματα. Από την άλλη, η εμπειρία της Στεφάνικ στο Κογκρέσο και η αναγνωρισιμότητά της ενδέχεται να συμβάλουν θετικά στη συνολική στρατηγική του κόμματος ενόψει των επερχόμενων πολιτικών προκλήσεων.

Σε μία περίοδο που η ισορροπία δυνάμεων είναι τόσο εύθραυστη, η πολιτική σταθερότητα για τους Ρεπουμπλικανούς στη Βουλή θεωρείται κρίσιμη για τη νομοθετική ατζέντα του προέδρου Τραμπ. Η επιστροφή της Στεφάνικ ενδέχεται να ενδυναμώσει την κομματική συνοχή, αλλά και να ενισχύσει τη θέση των Ρεπουμπλικανών σε επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις και πολιτικές διεργασίες.

Πολωνία: Αναστολή του δικαιώματος ασύλου για μετανάστες που εισέρχονται παράνομα στη χώρα

Ο πρόεδρος της Πολωνίας, Αντρέι Ντούντα, υπέγραψε στις 26 Μαρτίου νόμο που αναστέλλει το δικαίωμα υποβολής αίτησης για άσυλο από μετανάστες οι οποίοι περνούν παράνομα τα πολωνικά σύνορα. Το νέο νομοθετικό μέτρο, που προκαλεί έντονες αντιδράσεις εντός και εκτός της χώρας, εντάσσεται στο πλαίσιο των προσπαθειών της Βαρσοβίας να ενισχύσει την ασφάλεια των ανατολικών συνοριακών περιοχών, που βρίσκονται υπό συνεχή πίεση λόγω των μεταναστευτικών ροών από τη Λευκορωσία.

«Πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να ενισχύσουμε την ασφάλεια των συνόρων μας και την ασφάλεια των Πολωνών πολιτών. Το σημαντικότερο είναι να προστατέψουμε τα πολωνικά σύνορα και τις πολωνικές υπηρεσίες που τα φρουρούν», δήλωσε ο πρόεδρος Ντούντα κατά τη δημόσια ανακοίνωση της υπογραφής του νόμου.

Η νέα νομοθεσία επιτρέπει προσωρινή αναστολή για διάστημα έως και 60 ημερών της δυνατότητας υποβολής αίτησης για διεθνή προστασία από όσους εισέρχονται παράνομα στην επικράτεια της Πολωνίας, αλλά και άλλων κρατών-μελών του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως αναφέρεται στον νόμο, κατηγορίες ευάλωτων ατόμων – όπως ασυνόδευτα ανήλικα, έγκυες γυναίκες και πολίτες της Λευκορωσίας που κινδυνεύουν – εξαιρούνται από την εφαρμογή του μέτρου.

Στηρίζοντας απόλυτα το νέο πλαίσιο, ο πρωθυπουργός της Πολωνίας, Ντόναλντ Τουσκ, δήλωσε στο κοινωνικό δίκτυο Χ ότι η κυβέρνησή του θα εφαρμόσει τον νόμο «χωρίς καμία καθυστέρηση», τονίζοντας την αναγκαιότητα διατήρησης της δημόσιας ασφάλειας.

Σε απάντηση στην απόφαση αυτή, η Human Rights Watch έχει ασκήσει έντονη κριτική ήδη από τον περασμένο Φεβρουάριο, επισημαίνοντας ότι ο νόμος αντίκειται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, ο οποίος υποχρεώνει όλα τα κράτη-μέλη να διασφαλίζουν το δικαίωμα στο άσυλο. Η οργάνωση έχει επίσης προειδοποιήσει για ενδεχόμενο έναρξης διαδικασίας παράβασης (infringement procedure) της ΕΕ κατά της Πολωνίας.

Η Πολωνία αντιμετωπίζει σοβαρή κρίση στα ανατολικά της σύνορα ήδη από το 2021, με δεκάδες χιλιάδες άνδρες, κυρίως από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, να προσπαθούν να περάσουν παράνομα τα σύνορα μέσω της Λευκορωσίας. Τόσο η Βαρσοβία όσο και οι Βρυξέλλες έχουν κατηγορήσει τη Λευκορωσία και τη Ρωσία ότι εργαλειοποιούν την παράνομη μετανάστευση ως μέσο άσκησης πίεσης έναντι της ΕΕ, κάτι που φυσικά Μινσκ και Μόσχα αρνούνται κατηγορηματικά.

Σύμφωνα με προκαταρκτικά δεδομένα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής (Frontex), το 2024 έγιναν 17.001 παράτυπες διελεύσεις στα ανατολικά σύνορα της ΕΕ, αριθμός που αποτελεί αύξηση 192% συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά. Το μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών είναι νέοι άνδρες από χώρες όπως η Αιθιοπία, η Ερυθραία και η Σομαλία.

Στα σύνορα της Πολωνίας, περίπου 13.000 στρατιώτες και συνοριοφύλακες προστατεύουν μια συνοριακή γραμμή μήκους 400 χιλιομέτρων, η οποία είναι εφοδιασμένη με χαλύβδινα τείχη και συρματοπλέγματα, καθώς και κάμερες ασφαλείας, drones και τεθωρακισμένα οχήματα. Τον Μάιο του 2024, ένας Πολωνός στρατιώτης μάλιστα τραυματίστηκε θανάσιμα σε επίθεση που δέχτηκε από επίδοξο μετανάστη, γεγονός που ενίσχυσε τη σκληρότητα της στάσης της κυβέρνησης.

Παρόμοια μέτρα ασφαλείας υιοθετούνται και από άλλες χώρες, όπως η Φινλανδία, η οποία ζήτησε πρόσφατα από το κοινοβούλιό της να παρατείνει έως τα τέλη του 2026 τον νόμο που επιτρέπει την επιστροφή των παράνομων μεταναστών που περνούν τα ανατολικά σύνορα με τη Ρωσία.

Η απόφαση της Πολωνίας αναμένεται να έχει σοβαρές πολιτικές και διπλωματικές συνέπειες, δεδομένου ότι αυξάνει τις ήδη τεταμένες σχέσεις της χώρας με την ΕΕ και τα διεθνή όργανα που επιτηρούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, χαίρει σημαντικής υποστήριξης στο εσωτερικό της Πολωνίας από μεγάλη μερίδα πολιτών που ανησυχούν για θέματα ασφάλειας και κοινωνικής συνοχής.

Οι επόμενοι μήνες θα είναι καθοριστικοί όσον αφορά όχι μόνο την εφαρμογή του νέου νόμου αλλά και τη συνοχή της πολιτικής συνοριακής προστασίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αρκετές χώρες να εξετάζουν αντίστοιχα μέτρα υπό το βάρος της μεταναστευτικής κρίσης.

Ευρωπαϊκή δύναμη στην Ουκρανία προτείνει ο Μακρόν ως απάντηση σε πιθανή επίθεση της Ρωσίας

Σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη σύνοδο κορυφής που διοργανώθηκε σήμερα 27 Μαρτίου στο Παλάτι των Ηλυσίων στο Παρίσι, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν υποστήριξε την πρόταση για δημιουργία ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης στην Ουκρανία, η οποία θα μπορούσε να «απαντήσει» σε ενδεχόμενη επίθεση της Ρωσίας.

Την πρωτοβουλία ανέλαβε από κοινού με τον Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ, με σκοπό να σχηματιστεί μία «συμμαχία χωρών» που θα στηρίξει την ανάπτυξη ένοπλων μονάδων στην Ουκρανία, αφού πρώτα καταλήξουν σε ειρηνευτική συμφωνία με τη Ρωσία.

Μιλώντας κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου, ο Μακρόν εξήγησε πως οι δυνάμεις αυτές δεν θα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή μάχης, ούτε θα εμπλακούν άμεσα απέναντι στα ρωσικά στρατεύματα. Ωστόσο, αν εκδηλωθεί «γενικευμένη επίθεση κατά του ουκρανικού εδάφους», τότε αναγκαστικά οι δυνάμεις αυτές θα δεχθούν επίθεση. «Οι στρατιώτες μας, όταν αναπτύσσονται, είναι εκεί για να αντιδράσουν και να ανταποκριθούν στις αποφάσεις του αρχηγού τους και, αν βρεθούν σε κατάσταση σύγκρουσης, να την αντιμετωπίσουν» υπογράμμισε χαρακτηριστικά ο Γάλλος πρόεδρος.

Ο Μακρόν πρόσθεσε ότι οι στρατιωτικές αυτές δυνάμεις θα προέρχονται από «συγκεκριμένα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και θα αναπτυχθούν σε «επιλεγμένες στρατηγικές τοποθεσίες» στην Ουκρανία, ώστε να προσφέρουν εγγυήσεις ασφάλειας και να αποτρέψουν τυχόν νέα ρωσική επιθετικότητα. «Πρόκειται για προσέγγιση ειρηνευτική και αποτρεπτική», υπογράμμισε χαρακτηριστικά.

Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος συμμετείχε στη σύνοδο, κάλεσε τους Ευρωπαίους εταίρους του να δράσουν γρήγορα: «Χρειαζόμαστε ένα σαφές σχέδιο, στο οποίο όλοι συμφωνούμε και το οποίο μπορούμε να αρχίσουμε να εφαρμόζουμε άμεσα». Πρότεινε επίσης την άμεση μετάβαση ευρωπαϊκής αποστολής στην Ουκρανία για την από κοινού εκπόνηση του σχεδίου αυτού.

Πάντως, δεν διαφαίνεται ομοφωνία για τη γαλλο-βρετανική πρόταση. Η Ιταλία εξέφρασε ήδη την αντίθεσή της με δήλωση του υπουργού Εξωτερικών Αντόνιο Ταγιάνι, ο οποίος τόνισε ότι η Ιταλία «δεν πρόκειται να στείλει στρατεύματα σε αποστολές που δεν γίνονται υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών». Αντίστοιχες επιφυλάξεις εξέφρασαν και άλλα κράτη, όπως η Πολωνία, η οποία διατηρεί πάγια στάση απέναντι στην αποστολή στρατευμάτων, και η Τσεχία, δια στόματος του πρωθυπουργού Πετρ Φιάλα, που χαρακτήρισε την πρόταση ως «πρόωρη».

Από την πλευρά της, η Ρωσία αντέδρασε έντονα. Η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας, Μαρία Ζαχάροβα, κατηγόρησε Γαλλία και Βρετανία ότι «σχεδιάζουν στρατιωτική παρέμβαση στην Ουκρανία υπό το πρόσχημα ειρηνευτικής επιχείρησης», προειδοποιώντας ότι κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε ευθεία στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη αναπροσαρμόσει τη στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών προς τον Ειρηνικό με στόχευση την αντιμετώπιση της Κίνας, ενώ έχει ζητήσει από την Ευρώπη να αναλάβει περισσότερες ευθύνες για την ασφάλειά της. Η αμερικανική πλευρά εξέφρασε ήδη επιφυλάξεις σχετικά με την ευρωπαϊκή στρατιωτική πρωτοβουλία, με τον ειδικό απεσταλμένο των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή, Στηβ Γουίτκοφ, να χαρακτηρίζει την πρόταση σε πρόσφατη συνέντευξή του ως «απλοϊκή και στάση εντυπωσιασμού».

Ανεξαρτήτως των διαφορών που έγιναν φανερές, η νέα ευρωπαϊκή πρωτοβουλία ενισχύει την ανάγκη της ΕΕ για μια σαφή και μακρόπνοη στρατηγική σε σχέση με την ασφάλεια της Ουκρανίας και τα όρια της ευρωπαϊκής εμπλοκής. Παρόλα αυτά, προκαλεί ήδη έντονες αναταράξεις εντός της Ευρώπης, αλλά και στη σχέση της με τη Μόσχα, γεγονός που αναμένεται να επηρεάσει καθοριστικά τα επόμενα βήματα για την ειρήνη στην Ουκρανία.