Πέμπτη, 11 Σεπ, 2025

ΗΠΑ: Περίπου 70 χώρες ζητούν διαπραγματεύσεις για τους νέους δασμούς

Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, δήλωσε ότι περίπου 70 χώρες έχουν ήδη επικοινωνήσει με την κυβέρνηση Τραμπ, επιθυμώντας έναρξη διαπραγματεύσεων σχετικά με τους νέους δασμούς που ανακοινώθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα.

Σε συνέντευξή του στο Fox News και τον δημοσιογράφο Larry Kudlow τη Δευτέρα, ο κ. Μπέσεντ απέφυγε να διευκρινίσει εάν έχει σημειωθεί πρόοδος, ωστόσο παρατήρησε πως «50, 60, ίσως σχεδόν 70 χώρες» έχουν προσεγγίσει τις ΗΠΑ δηλώνοντας διαθεσιμότητα για διαβουλεύσεις.

«Αναμένεται εντατική δραστηριότητα τον Απρίλιο, τον Μάιο και πιθανόν ως τον Ιούνιο», ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπουργός.

«Όπως υπογράμμισα επανειλημμένα στις 2 Απριλίου, συνιστώ στους ξένους αξιωματούχους να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους, να αποφύγουν την κλιμάκωση και να προσέλθουν σ’ εμάς με συγκεκριμένες προτάσεις. Να μας παρουσιάσουν πώς σχεδιάζουν να μειώσουν τους δασμούς, να άρουν μη δασμολογικούς περιορισμούς, να σταματήσουν τη νομισματική χειραγώγηση και την επιδότηση του εμπορίου τους. Σε κατάλληλο χρόνο, ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ θα είναι έτοιμος να διαπραγματευτεί», πρόσθεσε.

Μιλώντας ειδικά για τις συνομιλίες με το Τόκιο, ο υπουργός Οικονομικών επιβεβαίωσε ότι ο Πρόεδρος Τραμπ έδωσε εντολή στους Αμερικανούς αξιωματούχους του εμπορίου να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με την Ιαπωνία.

«Η Ιαπωνία αποτελεί έναν εξαιρετικά σημαντικό στρατιωτικό και οικονομικό σύμμαχο των ΗΠΑ, με τον οποίο έχουμε μακρά ιστορία. Αναμένω συνεπώς ότι η Ιαπωνία θα έχει προτεραιότητα, διότι ανταποκρίθηκε άμεσα στο κάλεσμά μας», σημείωσε ο κ. Μπέσεντ.

«Ωστόσο, η περίοδος θα είναι πυκνή σε διαβουλεύσεις. Ο πρόεδρος Τραμπ δημιούργησε για τον εαυτό του μέγιστη διαπραγματευτική ισχύ και, ακριβώς μόλις πέτυχε τη μέγιστη αυτή ισχύ, είναι τώρα έτοιμος να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις», πρόσθεσε.

Ερωτηθείς αν οι ΗΠΑ μπορούν πράγματι να επιτύχουν συμφωνία με την Ιαπωνία, ο υπουργός δεν έδωσε συγκεκριμένη απάντηση, αλλά προειδοποίησε ότι οι διαπραγματεύσεις αναμένεται να είναι «δύσκολες και απαιτητικές».

Σε δηλώσεις προς τους δημοσιογράφους έξω από τον Λευκό Οίκο την Τρίτη, ο κ. Μπέσεντ ανέφερε ότι πιστεύει πως «ένα-δύο μεγάλοι εμπορικοί εταίροι» θα προχωρήσουν «πολύ γρήγορα σε συμφωνίες» με την αμερικανική κυβέρνηση, χωρίς ωστόσο να αποκαλύψει περισσότερες λεπτομέρειες.

«Εάν καθίσουν στο τραπέζι με εποικοδομητικές προτάσεις, θεωρώ πως θα προκύψουν καλές συμφωνίες», ανέφερε σε ξεχωριστή του συνέντευξη στο CNBC.

Υπενθυμίζεται πως την προηγούμενη εβδομάδα, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε την επιβολή βασικού δασμού 10% σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου, ενώ για τους ισχυρότερους εμπορικούς εταίρους προβλέπονται ακόμα υψηλότερα ποσοστά. Η συγκεκριμένη απόφαση οδήγησε τις επόμενες μέρες τη Wall Street στη χειρότερη διήμερη πτώση που έχει καταγράψει μετά την πανδημία COVID-19.

Την Τρίτη, ωστόσο, οι τρεις κορυφαίοι αμερικανικοί χρηματιστηριακοί δείκτες ανέκαμψαν εν μέρει, καθώς τόσο ο κ. Μπέσεντ όσο και άλλοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ επιβεβαίωσαν ότι θα ξεκινούσαν σύντομα οι πρώτες διαπραγματευτικές προσπάθειες. Ο Dow Jones σημείωσε αύξηση άνω των 1.000 μονάδων, ενώ θετικά κινήθηκαν και οι δείκτες Nasdaq και S&P 500.

Οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ επισημαίνουν πως οι συγκεκριμένοι δασμοί υλοποιούν τη δέσμευση του προέδρου να αναστρέψει την επί δεκαετίες πολιτική φιλελευθεροποίησης του εμπορίου, η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, έχει πλήξει σοβαρά την αμερικανική οικονομία. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας το 2024, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε υποστηρίξει επανειλημμένα ότι θα επέβαλε δασμούς ώστε να περιορίσει τα μακροχρόνια εμπορικά ελλείμματα των Ηνωμένων Πολιτειών.

Μέσα στο κλίμα αβεβαιότητας της Δευτέρας, ο κ. Τραμπ απέρριψε τις φήμες που έκαναν λόγο για πιθανή αναστολή των δασμών για διάστημα 90 ημερών.

«Δεν το εξετάζουμε αυτό καθόλου», ξεκαθάρισε ο πρόεδρος σε δημοσιογράφους από το Οβάλ Γραφείο. «Πολλές χώρες ήδη έρχονται σε εμάς για διαπραγματεύσεις και αυτές που θα προκύψουν θα είναι δίκαιες συμφωνίες. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι δασμοί θα είναι αξιοσημείωτοι, αλλά πάντα με όρους δικαιοσύνης», συμπλήρωσε.

Ο Τραμπ λέει ότι η Κίνα θέλει «πάρα πολύ» να συνάψει συμφωνία, αλλά δεν ξέρει πώς να ξεκινήσει συνομιλίες

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι η Κίνα θέλει «πάρα πολύ» να καταλήξει σε συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σε μια ανάρτηση στο Truth Social στις 8 Απριλίου, ο Τραμπ αποκάλυψε ότι μίλησε με τον αναπληρωτή πρόεδρο της Νότιας Κορέας, Χαν Ντακ-σου, για να συζητήσει το εμπορικό πλεόνασμα της χώρας, τους δασμούς, τη ναυπηγική βιομηχανία, το υγροποιημένο φυσικό αέριο των ΗΠΑ (LNG) και τη στρατιωτική προστασία των ΗΠΑ.

«Ξεκίνησαν αυτές τις στρατιωτικές πληρωμές κατά την πρώτη θητεία μου, δισεκατομμύρια δολάρια, αλλά ο νυσταγμένος Τζο Μπάιντεν, για άγνωστους λόγους, τερμάτισε τη συμφωνία», είπε ο Τραμπ.

Νοτιοκορεάτες αξιωματούχοι θα ταξιδέψουν στις Ηνωμένες Πολιτείες για να διαπραγματευτούν μια εμπορική συμφωνία, σύμφωνα με την ανάρτηση του Τραμπ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

«Έχουμε επίσης να κάνουμε με πολλές άλλες χώρες, που όλες θέλουν να συνάψουν συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες», πρόσθεσε ο πρόεδρος. «Όπως και με τη Νότια Κορέα, θίγουμε άλλα θέματα που δεν καλύπτονται από το εμπόριο και τους δασμούς, και τα κάνουμε επίσης αντικείμενο διαπραγμάτευσης».

Η Κίνα, εν τω μεταξύ, «θέλει να κάνει μια συμφωνία, πάρα πολύ, αλλά δεν ξέρουν πώς να την ξεκινήσουν», είπε.

«Περιμένουμε την κλήση τους. Θα γίνει!»

Την Δευτέρα, ο Τραμπ απείλησε να επιβάλει πρόσθετους δασμούς 50% στο κινεζικό καθεστώς αφότου το τελευταίο ανακοίνωσε αντίποινα 34% στα αμερικανικά προϊόντα που εισέρχονται στη χώρα.

Γιατί οι ΗΠΑ νικούν το Πεκίνο σε έναν πόλεμο δασμών

Ανάλυση ειδήσεων

Καθώς οι αμοιβαίοι δασμοί στους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ πρόκειται να τεθούν σε ισχύ την Τετάρτη, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει επικεντρώσει μεγάλο μέρος της προσοχής του στο κινεζικό καθεστώς.

Σε απάντηση στο γεγονός ότι ο Τραμπ ανακοίνωσε νέους δασμούς 34% στην Κίνα –μεταφέροντας τους συνολικούς πρόσθετους δασμούς των ΗΠΑ στο 54%– το Πεκίνο απάντησε με αυξητικούς δασμούς 34% σε αμερικανικά προϊόντα, και έγινε η πρώτη χώρα που ανταπέδωσε.

Ο Τραμπ αύξησε τα διακυβεύματα τη Δευτέρα, απειλώντας με επιπλέον εισφορά 50% στα κινεζικά προϊόντα, εάν το καθεστώς δεν αποσύρει τους δασμούς αντιποίνων 34% έως τις 8 Απριλίου. Ο νέος φόρος των ΗΠΑ θα τεθεί σε ισχύ στις 9 Απριλίου και όλες οι διαπραγματεύσεις με την Κίνα θα τερματιστούν επίσης. Το υπουργείο Εμπορίου του κινεζικού καθεστώτος απάντησε στις 8 Απριλίου, λέγοντας ότι το Πεκίνο δεν θα δεχτεί τις απαιτήσεις του Τραμπ και υποσχέθηκε να «παλέψει μέχρι το τέλος».

Μέχρι στιγμής, περισσότερες από 50 χώρες έχουν ζητήσει να διαπραγματευτούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αρκετοί ειδικοί λένε ότι ενώ πολλοί παγκόσμιοι ηγέτες θα ικανοποιήσουν τελικά τις απαιτήσεις των ΗΠΑ μετά την αρχική άρνηση, ο επικεφαλής του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ) Σι Τζινπίνγκ δεν θα το κάνει —ακόμα και με το πρόσθετο τελεσίγραφο.

«Ο Σι έχει πουλήσει τον εαυτό του στο εσωτερικό και διεθνώς ως ο τύπος που αντιστέκεται στην Αμερική και οι άνθρωποι που θέλουν να αντισταθούν στην Αμερική θα πρέπει να μπουν στη σειρά πίσω από τον Σι», δήλωσε στην Epoch Times ο Κρίστοφερ Μπάλντινγκ, ανώτερος συνεργάτης στο Henry Jackson Society, μιας δεξαμενής σκέψης με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο.

«Θα ήταν καταστροφικό για τον Σι να θεωρηθεί ότι υποχωρεί στον Τραμπ με οποιονδήποτε τρόπο», είπε.

Ειδικοί είπαν επίσης ότι το ΚΚΚ δεν μπορεί και δεν θέλει να δώσει στις Ηνωμένες Πολιτείες αυτό που θέλουν: να ελέγξει η Κίνα τις εξαγωγές πρόδρομων ουσιών φαιντανύλης και να επεκτείνει την αγορά της.

Η τρέχουσα αντιπαράθεση για τους δασμούς ΗΠΑ-Κίνας είναι κάτι περισσότερο από μια εμπορική σύγκρουση, σύμφωνα με τον Γιε Γιάο-γιουάν, καθηγητή διεθνών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του St. Thomas στο Χιούστον.

«Είναι μια πιο επιθετική αποσύνδεση επειδή οι κλιμακωτοί δασμοί θα προκαλέσουν περαιτέρω πτώση του διμερούς εμπορίου», δήλωσε ο Γιε στην Epoch Times. «Όταν η αποσύνδεση συνεχιστεί, θα οδηγήσει σε ψυχρό πόλεμο».

Ο ειδικός στην Κίνα, Αλεξάντερ Λιάο, πιστεύει ότι η τρέχουσα κατάσταση θα γίνει τελικά μια διαμάχη μεταξύ Τραμπ και Σι. Ο Τραμπ εξαρτάται από την ισχύ της οικονομίας των ΗΠΑ, ενώ ο Σι βασίζεται στην υποστήριξη από το αυστηρό σύστημα ελέγχου του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτό, ο Λιάο είπε ότι ο Σι βρίσκεται σε μειονεκτική θέση επειδή έχει λίγα περιθώρια ελιγμών πολιτικής.

«Η Ουάσιγκτον έχει πολλά χαρτιά. Το Πεκίνο έχει λίγα», είπε στην Epoch Times.

Άνθρωποι περνούν δίπλα από έναν ηλεκτρονικό πίνακα που εμφανίζει μετοχές της Σαγκάης σε χρηματιστηριακό οίκο στο Πεκίνο στις 7 Απριλίου 2025. Andy Wong/AP Photo

 

Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην Κίνα

Κατά την ανακοίνωση των αμοιβαίων δασμών στο Rose Garden στην Ουάσιγκτον στις 2 Απριλίου, ο Τραμπ έδειξε έναν κατάλογο χωρών.

Ενώ η Κίνα ήταν στην κορυφή της λίστας, δεν έλαβε το υψηλότερο ποσοστό. Άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας που χρησιμοποιούν οι κινεζικές εταιρείες ως μεσάζοντες, συμπεριλαμβανομένων του Βιετνάμ και της Καμπότζης, έλαβαν φόρους σχεδόν 50%.

Ωστόσο, ο Μπάλντινγ είπε ότι ο πραγματικός στόχος της διοίκησης ήταν η Κίνα.

«Νομίζω ότι θέλουν να είναι πολύ πιο επιθετικοί με την Κίνα, αλλά θέλουν να το κάνουν πολύ αθόρυβα», είπε.

«Το έκαναν σχεδόν, κατά κάποιο τρόπο, για να θωρακίσουν την Κίνα», πρόσθεσε, αναφερόμενος στην προσέγγιση της κυβέρνησης να ανακοινώσει σαρωτικούς παγκόσμιους δασμούς, έτσι ώστε η εισφορά στα κινεζικά προϊόντα να μην ξεχωρίζει τόσο πολύ.

Ο Μπάλντινγκ σημείωσε ότι ο Τραμπ εφαρμόζει δασμούς διαφορετικά σε άλλες χώρες από ό,τι στην Κίνα. Στην περίπτωση των δασμών των ΗΠΑ σε άλλα έθνη, τα ποσοστά καθορίζονται για να ενθαρρύνουν τις διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, ο Μπάλντινγκ παρατήρησε ότι οι δασμοί που επιβλήθηκαν στην Κίνα είναι τόσο υψηλοί που οι διαπραγματεύσεις είναι πολύ δύσκολες για το Πεκίνο.

Τρεις χώρες εισέπραξαν τους προηγούμενους δασμούς φαιντανύλης 25% : ο Καναδάς, το Μεξικό και η Κίνα.

Οι δύο χώρες της Αμερικής εξαιρέθηκαν από τους αμοιβαίους δασμούς της περασμένης εβδομάδας. Ο Λευκός Οίκος είπε ότι ο Καναδάς και το Μεξικό θα παραμείνουν στο καθεστώς δασμών για τη φαιντανύλη και θα περάσουν στο καθεστώς αμοιβαίων δασμών αφού καταλήξουν σε διμερή συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Συγκριτικά, η Κίνα έλαβε μια αμοιβαία εισφορά εκτός από τους δασμούς φαιντανύλης. Οι περισσότερες κινεζικές εισαγωγές υπόκεινται πλέον σε εισφορά άνω του 60%. το ποσό για το οποίο μίλησε ο Τραμπ στην προεκλογική εκστρατεία.

Σύμφωνα με τον Μπάλντινγκ, ένας τόσο απότομος δασμός στην αρχή της διαπραγμάτευσης καθιστά πολύ δύσκολο για τον Σι να καταλήξει σε οποιαδήποτε συμφωνία. Ο Κινέζος επικεφαλής, είπε, θα έπρεπε να κάνει πολλές παραχωρήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες —συμβιβασμούς που ο Σι δεν είναι διατεθειμένος να κάνει— για να μειώσει η Ουάσιγκτον τον φόρο στο μισό. Ακόμα κι αν αυτό συνέβαινε, το υπόλοιπο μισό θα ήταν ακόμα πολύ υψηλό για να το αντέξει η Κίνα, πρόσθεσε ο Μπάλντινγκ.

«Τι θέλει ο Τραμπ; Μου φαίνεται ότι λέει βασικά: ‘Ας αποσυνδέσουμε τα πάντα όσο περισσότερο μπορούμε από την Κίνα’», είπε ο ειδικός.

Από τότε που επέστρεψε ο Τραμπ στον Λευκό Οίκο, πολλές από τις εξωτερικές του πολιτικές καθοδηγούνται άμεσα και έμμεσα από την Κίνα.

Σε συνέντευξή του στο CBS News την Κυριακή, ο υπουργός Εμπορίου Χάουαρντ Λούτνικ εξήγησε ότι σκοπός των παγκόσμιων δασμών ήταν να εμποδίσουν την Κίνα από τη ρίψη μεγάλων ποσοτήτων αγαθών στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια πρακτική που έκαναν πολλές κινεζικές εταιρείες κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ για να παρακάμψουν τους δασμούς του.

Εμπορευματοκιβώτια πλοίων στο λιμάνι του Λος Άντζελες στις 28 Μαρτίου 2025. John Fredricks/The Epoch Times

 

«Βασικά [ο Τραμπ] είπε: ‘Δεν μπορώ να αφήσω κανένα μέρος του κόσμου να είναι ένα μέρος όπου η Κίνα ή άλλες χώρες μπορούν να αποστέλλουν μέσω αυτών’», είπε ο Λούτνικ.

Ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο επισκέφθηκε τον Παναμά στο πλαίσιο του πρώτου του επίσημου ταξιδιού στο εξωτερικό. Λίγο αργότερα, ο Παναμάς είπε ότι δεν θα ανανεώσει τη συμφωνία του με την Πρωτοβουλία Belt and Road της Κίνας, μια γεωπολιτική πλατφόρμα για το ΚΚΚ για να επεκτείνει την παγκόσμια επιρροή του.

Μια αμερικανική επιχειρηματική κοινοπραξία με επικεφαλής την BlackRock Inc. αγοράζει επίσης την εταιρεία με έδρα το Χονγκ Κονγκ που διαχειρίζεται λιμάνια σε κάθε άκρο της διώρυγας του Παναμά, ένα ζωτικό πέρασμα για πολεμικά πλοία και φορτία μεταξύ του Ατλαντικού και του Ειρηνικού ωκεανού. Η τελική συμφωνία δεν υπογράφηκε στις 2 Απριλίου, όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί, καθώς ο οργανισμός ρύθμισης της αγοράς της Κίνας ανακοίνωσε επανεξέταση λίγες ημέρες πριν από αυτό.

Η επιδίωξη του Τραμπ να αποκτήσει τη Γροιλανδία συνδέεται επίσης με την Κίνα. Ο Ρούμπιο είπε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήθελαν να αγοράσουν τη Γροιλανδία λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης ότι η Δανία θα μπορούσε να αντισταθεί στη διείσδυση του κινεζικού καθεστώτος στη στρατηγική τοποθεσία στην Αρκτική. Η περιοχή είναι κρίσιμη για τον μελλοντικό ανταγωνισμό στους φυσικούς πόρους και τον έλεγχο των παγκόσμιων διαδρομών μεταφορών.

Διδάγματα

Η κυβέρνηση Τραμπ έχει μάθει από την πρώτη της θητεία και τώρα αντιμετωπίζει διαφορετικά την Κίνα, είπαν ειδικοί.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης κυβέρνησης, ο Τραμπ χρειάστηκε δύο χρόνια για να διαπραγματευτεί και να υπογράψει μια εμπορική συμφωνία «πρώτης φάσης» με την Κίνα. Τελικά, το Πεκίνο δεν εκπλήρωσε τη δέσμευσή του να αγοράσει επιπλέον 200 δισεκατομμύρια δολάρια σε προϊόντα των ΗΠΑ σε διάστημα δύο ετών.

Ο Τραμπ έχει επίσης επανειλημμένα αναφέρει ότι ο Σι είχε υποσχεθεί να τιμωρήσει όποιον παρασκευάζει φαιντανύλη και τη στέλνει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ούτε αυτή η υπόσχεση εκπληρώθηκε.

Ο Λιάο είπε ότι η στρατηγική του ΚΚΚ είναι να κερδίζει χρόνο. Για παράδειγμα, μπορεί να χρειαστούν δύο χρόνια για να επιτευχθεί συμφωνία και ένας ακόμη χρόνος για να ανακαλύψει η Ουάσιγκτον ότι το Πεκίνο δεν τήρησε τις υποσχέσεις του.

Στο πλαίσιο αυτού του κύκλου, οι Ηνωμένες Πολιτείες επωμίζονται το κόστος τέτοιων καθυστερήσεων.

Αυτή τη φορά, επιβάλλοντας εκ των προτέρων τους δασμούς, ο Τραμπ έβαλε αμέσως το κόστος στον Σι, είπε ο Λιάο.

Ο Μπάλντινγκ συμφωνεί.

«Αν θέλετε να το τραβήξετε αυτό για χρόνια και χρόνια – προχωρήστε», είπε ο Μπάλντινγκ, περιγράφοντας την προσέγγιση του Τραμπ. «Θα επιβάλουμε τεράστιες ποσότητες πόνου πολύ νωρίς, ώστε αν θέλετε να το παρατείνετε, θα παρατείνετε τον πόνο σας».

Το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Κίνα ήταν περίπου 300 δισεκατομμύρια δολάρια πέρυσι. Αυτό σημαίνει ότι ο αρνητικός αντίκτυπος ενός δασμού 34% θα γίνει πολύ πιο αισθητός στην Κίνα από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κρατά μια επιστολή από τον Κινέζο επικεφαλής Σι Τζινπίνγκ καθώς ανακοινώνει μια αρχική συμφωνία με την Κίνα ενώ συναντά τον ειδικό απεσταλμένο και αντιπρόεδρο της Κίνας Λιού Χε στο Οβάλ Γραφείο στις 11 Οκτωβρίου 2019. Nicholas Kamm/AFP μέσω Getty Images

 

Η οικονομία της Κίνας βασίζεται εδώ και χρόνια σε ένα μοντέλο που βασίζεται στις εξαγωγές. Το 2024, η ανάπτυξη των εξαγωγών της Κίνας ήταν ένας από τους λίγους τομείς καλών ειδήσεων για το Πεκίνο. Λόγω των φθηνών τιμών εξαγωγής, η αύξηση του όγκου των εξαγωγών της Κίνας ξεπέρασε τον όγκο του παγκόσμιου εμπορίου κατά 12% έως 3% τον περασμένο Σεπτέμβριο, σύμφωνα με το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων. Η τελευταία έκδοση δεδομένων υποστηρίζει την ίδια τάση.

Καθώς η Κίνα συνεχίζει να αγωνίζεται να τονώσει την κατανάλωση, έχει μεγαλύτερη ανάγκη από ξένους αγοραστές λόγω της πλεονάζουσας παραγωγικής της ικανότητας. Οι λιγότερες εξαγωγές πιθανότατα θα προκαλέσουν συσσώρευση αγαθών και η εγχώρια κατανάλωση δεν μπορεί να τα απορροφήσει. Τέτοιες συνθήκες θα επιδεινώσουν τον αντίκτυπο των δασμών στην κινεζική οικονομία.

Σύγκρουση Τραμπ-Σι

Μεγάλο μέρος των εξαγωγών της Κίνας στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι αγαθά που μπορούν να αντικατασταθούν, πράγμα που σημαίνει ότι οι Αμερικανοί καταναλωτές μπορούν να βρουν εναλλακτικές λύσεις εύκολα. Ως εκ τούτου, είναι λιγότερο πιθανό να πληρώσουν για την αύξηση της τιμής στα κινεζικά προϊόντα λόγω των δασμών. Αντίθετα, θα αγοράζουν αγαθά που εισάγονται από άλλες χώρες.

Η βάση πόνου της Κίνας στους δασμούς είναι πολύ μεγαλύτερη

Εμπορικά στοιχεία ΗΠΑ-Κίνας του 2024 ταξινομημένα κατά εμπορική ισορροπία από εμπορικό έλλειμα σε πλεόνασμα. Η Κίνα περιλαμβάνει το Χονγκ Κονγκ.

 

Οι σπάνιες γαίες αποτελούν εξαίρεση. Η Κίνα παράγει το 90% αυτών των κρίσιμων μετάλλων στον κόσμο. Στις 4 Απριλίου, το Πεκίνο πρόσθεσε βασικές σπάνιες γαίες στους ελέγχους των εξαγωγών ως μέρος των απαντήσεων στον αμοιβαίο δασμό των ΗΠΑ.

Η Κίνα σταμάτησε τις εξαγωγές σπανίων γαιών στις 4 Απριλίου 2025

Επιπροσθέτως του δασμού αντιποίνων 34% σε όλες τις αμερικανικές εισαγωγές, η Κίνα έθεσε ελέγχους εξαγωγών σε όλα τα 17 κρίσιμα ορυκτά.

 

Αυτός είναι εν μέρει ο λόγος που ο Τραμπ επιδιώκει κρίσιμα ορυκτά στην Ουκρανία, είπε ο Λιάο. Τελικά, όταν οι τιμές αυτών των πρώτων υλών για όπλα και ηλεκτρονικά είδη δεν διατηρούνται πλέον τεχνητά χαμηλές λόγω του μονοπωλίου της Κίνας, πρόσθεσε, περισσότερες εταιρείες θα ενταχθούν στις επιχειρήσεις μεταποίησης προϊόντων.

Σύμφωνα με τον οικονομολόγο Ντέιβυ Τ. Γουόνγκ με έδρα τις ΗΠΑ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα δεν βρίσκονται σε εμπορικό πόλεμο, αλλά μάχη για την εκ νέου παγίωση του διεθνούς εμπορικού πρωτοκόλλου ή ακόμη και της παγκόσμιας τάξης.

«Το Πεκίνο βλέπει τις προκλήσεις που έθεσε ο Τραμπ ως απόρριψη του οικονομικού μοντέλου της Κίνας», δήλωσε ο Γουόνγκ στην Epoch Times. «Επιπλέον, ως μια σοβαρή πρόκληση για ολόκληρο το κινεζικό σύστημα. Επομένως, ο Σι δεν μπορεί να υποχωρήσει. Διαφορετικά, η νομιμότητά του εντός της Κίνας θα καταρρεύσει.»

Οι ΗΠΑ έχουν περισσότερα χαρτιά

Τι πόνο περιμένει να υπομείνει ο ηγέτης κάθε χώρας ενώ εμπλέκεται στη σύγκρουση των δασμών;

Για τον Σι, η ανθεκτικότητα του κομμουνιστικού πολιτικού συστήματος είναι το κλειδί, σύμφωνα με τον Λιάο. Οι Κινέζοι θα γίνουν φτωχότεροι και πιο δυσαρεστημένοι. Ωστόσο, αν ο κομμουνιστικός μηχανισμός κρατήσει τον λαό σε καταστολή, ο Σι θα μπορούσε να αντέξει.

Ο πόνος του Τραμπ θα προερχόταν από την οικονομία των ΗΠΑ, είπε ο Λιάο. Εάν η οικονομία μπορέσει να επιβιώσει από το αρχικό σοκ και οι ψηφοφόροι δεν χάσουν την υπομονή τους με τον Τραμπ, μπορεί να παραμείνει επικεντρωμένος στο να σταθεί σταθερός ενάντια στο ΚΚΚ.

Το χρηματιστήριο των ΗΠΑ παρουσίασε μεγάλες πτώσεις την περασμένη εβδομάδα, κυρίως λόγω της αβεβαιότητας των παγκόσμιων αμοιβαίων δασμών. Με τη μεγαλύτερη τριήμερη πτώση από το καλοκαίρι του 2020 κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, περισσότερα από 6 τρισεκατομμύρια δολάρια σε αξία εξατμίστηκαν στην αγορά μετοχών.

Η αναταραχή του χρηματιστηρίου έχει προσθέσει πίεση στον Λευκό Οίκο και τον Τραμπ, ο οποίος συχνά πιστώνει το έργο της κυβέρνησης για την άνοδο του χρηματιστηρίου.

Αριθμοί χρηματιστηρίων σε οθόνες καθώς οι επενδυτές εργάζονται στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης στις 7 Απριλίου 2025. Και οι τρεις κύριοι χρηματιστηριακοί δείκτες των ΗΠΑ υποχώρησαν ξανά στο άνοιγμα του χρηματιστηρίου για τρίτη συνεχόμενη ημέρα, καθώς οι δασμοί των ΗΠΑ τίθενται σε ισχύ και άλλες χώρες αντεπιτίθενται. Michael M. Santiago/Getty Images

 

Ο Μπάλντινγκ είπε ότι ο Τραμπ πιθανότατα θα αντέξει όσο η χρηματιστηριακή αγορά θα προσαρμόζεται, επειδή η κυβέρνηση των ΗΠΑ δίνει προτεραιότητα στην εθνική ασφάλεια, η οποία είναι διαφορετική από την εστίαση της Wall Street στα επιχειρηματικά κέρδη.

Ο Τραμπ είπε πολλά ο ίδιος, περιγράφοντας την επίδραση στο χρηματιστήριο και την αγορά ως απαραίτητο πόνο για τον ευρύτερο στόχο της εξισορρόπησης του εμπορίου και της αναζωογόνησης της αμερικανικής παραγωγής. «Μερικές φορές πρέπει να πάρεις φάρμακα για να διορθώσεις κάτι», είπε στις 6 Απριλίου.

Ο πρόεδρος συνέδεσε επίσης την εμπορική ανισορροπία ΗΠΑ-Κίνας με την εθνική ασφάλεια, λέγοντας ότι το Πεκίνο χρησιμοποιεί το τεράστιο πλεόνασμά του προς τις Ηνωμένες Πολιτείες για να χρηματοδοτήσει τον στρατό.

«Δεν το θέλουμε αυτό. Δεν θέλω να παίρνουν 500 [δισεκατομμύρια], 600 δισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο και να τα ξοδεύουν στον στρατό τους», είπε ο Τραμπ στο Οβάλ Γραφείο στις 7 Απριλίου.

Τόσο ο Μπάλντινγκ όσο και ο Γιε πιστεύουν ότι εάν ο Τραμπ μπορέσει να διαπραγματευτεί συμφωνίες με βασικές χώρες —όπως το Βιετνάμ, η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία— για να μειώσει σημαντικά τους δασμούς μέσα στον επόμενο μήνα, οι επιχειρήσεις θα αποκτήσουν μεγαλύτερη βεβαιότητα. Αυτό θα συμβάλει στη σταθεροποίηση της χρηματιστηριακής αγοράς.

Η Ουάσιγκτον έχει περισσότερα χαρτιά, είπε ο Λιάο.

Εκτός από περαιτέρω αύξηση των δασμών, ο Λιάο είπε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να ασκήσουν μεγαλύτερη πίεση στο ΚΚΚ ενώνοντας τους γείτονες της Κίνας που δεν τους αρέσει το καθεστώς, όπως το Βιετνάμ και η Ινδία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν επίσης να υιοθετήσουν μια προσέγγιση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και να δημοσιεύσουν μια έκθεση σχετικά με την προέλευση του COVID-19 ή να δημοσιοποιήσουν στοιχεία για την αναγκαστική αφαίρεση οργάνων κρατουμένων συνείδησης και εθνικών μειονοτήτων στην Κίνα.

Ο Andrew Moran και ο Luo Ya συνέβαλαν σε αυτό το άρθρο.

Η Κίνα αρνείται να υποχωρήσει αφότου οι ΗΠΑ απειλούν με επιπλέον δασμούς 50%

Το Πεκίνο επέκρινε την Τρίτη την απειλή του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να επιβάλει επιπλέον δασμούς 50% στις κινεζικές εισαγωγές ως απάντηση στα αντίποινα της Κίνας κατά των αμοιβαίων δασμών των ΗΠΑ.

Το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου είπε ότι θα ήταν λάθος αν ο Τραμπ προχωρήσει με τους πρόσθετους δασμούς και υποσχέθηκε να «παλέψει μέχρι τέλους» για να προστατεύσει τα συμφέροντά του.

Το υπουργείο πρόσθεσε ότι δεν θα δεχτεί τα αιτήματα του Τραμπ και κάλεσε την κυβέρνηση των ΗΠΑ να ακυρώσει τα δασμολογικά μέτρα κατά της Κίνας, σύμφωνα με δήλωσή του.

Ο Τραμπ προειδοποίησε τη Δευτέρα ότι θα επιβάλει πρόσθετους δασμούς 50% στα κινεζικά προϊόντα εάν η Κίνα αρνηθεί να αποσύρει τους δασμούς αντιποίνων 34% στις εισαγωγές των ΗΠΑ.

Οι δασμοί του Πεκίνου ήταν μια απάντηση στην αμοιβαία δασμολογική ανακοίνωση του Τραμπ στις 2 Απριλίου, η οποία αύξησε τους συνολικούς δασμούς των ΗΠΑ στις κινεζικές εισαγωγές στο 54%.

Αυτοί οι δασμοί στις εισαγωγές των ΗΠΑ, είπε ο Τραμπ, προστέθηκαν στους «ήδη υψηλότατους δασμούς, τους μη νομισματικούς δασμούς, στις παράνομες επιδοτήσεις εταιρειών και στην τεράστια, μακροπρόθεσμη χειραγώγηση του νομίσματος».

«Εάν η Κίνα δεν αποσύρει την αύξηση του 34% πάνω από τις ήδη μακροπρόθεσμες εμπορικές καταχρήσεις της μέχρι αύριο, 8 Απριλίου 2025, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιβάλουν ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ δασμούς 50% στην Κίνα, με ισχύ από τις 9 Απριλίου», έγραψε ο Τραμπ σε ανάρτησή του στο Truth Social. Αυτό θα αυξήσει τους δασμούς στα προϊόντα από την Κίνα σε πάνω από 100%.

Ο πρόεδρος προσέθεσε ότι όλες οι εμπορικές διαπραγματεύσεις με την Κίνα «σχετικά με τις συναντήσεις που ζητήθηκαν» με την κυβέρνησή του θα ακυρωθούν εάν το Πεκίνο δεν ακυρώσει τους δασμούς αντιποίνων.

Οι αμοιβαίοι δασμοί 34% στην Κίνα — με στόχο τη χειραγώγηση του νομίσματος, τις βιομηχανικές επιδοτήσεις και άλλες εμπορικές πρακτικές — προστέθηκαν στους υπάρχοντες δασμούς 20% που είχε ήδη επιβάλει ο Τραμπ στις κινεζικές εισαγωγές το τρέχον έτος, σε μια προσπάθεια να περιορίσει τη διακίνηση φαιντανύλης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Προστιθέμενοι, έφτασαν το 54%, κάτι που αντιστοιχεί σε σχεδόν 600 δισεκατομμύρια δολάρια στο ετήσιο εμπόριο.

Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι τα μέτρα είναι απαραίτητα για την αποκατάσταση του εμπορικού ισοζυγίου και έχει κατηγορήσει άλλες χώρες ότι εκμεταλλεύονται τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω αθέμιτων εμπορικών πρακτικών.

Από τον πρώτο γύρο των αμερικανικών δασμών, κατά τη δεύτερη θητεία του Τραμπ, το Πεκίνο έχει αρχίσει να εφαρμόζει μια σειρά από αντίμετρα, όπως τους αυστηρότερους ελέγχους στις εξαγωγές ορισμένων τύπων ορυκτών σπάνιων γαιών και την προσθήκη περισσότερων αμερικανικών εταιρειών στον «κατάλογο των αναξιόπιστων οντοτήτων». Η μαύρη λίστα στοχεύει ξένες επιχειρήσεις που το κινεζικό καθεστώς θεωρεί απειλή για την εθνική ασφάλεια και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Οι σαρωτικοί δασμοί του Τραμπ προκάλεσαν αστάθεια στις αμερικανικές και παγκόσμιες αγορές, με τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης των μετοχών του S&P 500 να πέφτουν κατά 4%, τον Dow Jones να υποχωρεί 3,8% στις 6 Απριλίου και ορισμένους εμπορικούς εταίρους να επιδιώκουν να διαπραγματευτούν καλύτερες εμπορικές συμφωνίες.

Στις 7 Απριλίου, ο Τραμπ δεν έδειξε κανένα σημάδι υποχώρησης όσον αφορά τη δασμολογική πολιτική του, παρά τις  αναφορές για παύση.

Την προηγουμένη δε είχε δηλώσει σε δημοσιογράφους ότι δεν επιδιώκει να κάνει μια συμφωνία με την Κίνα εάν δεν αντιμετωπίσει το «τεράστιο πρόβλημα ελλείμματος» με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

«Όταν κοιτάξετε το εμπορικό έλλειμμα που έχουμε με ορισμένες χώρες, πάνω από ένα δισεκατομμύριο ανά χώρα, με την Κίνα [είναι] τρισεκατομμύρια δολάρια», είπε στους δημοσιογράφους στο Air Force One. «Είμαι πρόθυμος να αντιμετωπίσω την Κίνα, αλλά πρέπει να λύσουν το πλεόνασμά τους.»

Ορισμένοι ειδικοί είπαν ότι θα ήταν δύσκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες να υποχρεώσουν την Κίνα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τους.

Ο Κρίστοφερ Μπάλντινγκ, ανώτερος συνεργάτης του Henry Jackson Society, μιας δεξαμενής σκέψης με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, είπε ότι ο ηγέτης του κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ) Σι Τζινπίνγκ δεν θέλει να «θεωρείται ότι υποχωρεί στον Τραμπ».

«Ο Σι παρουσιάστηκε τόσο στην Κίνα όσο και διεθνώς ως ο ηγέτης που μπορεί να αντισταθεί στην Αμερική – οι άνθρωποι που θέλουν να αντισταθούν στην Αμερική θα πρέπει λοιπόν να τον ακολουθήσουν», δήλωσε ο Μπάλντινγκ στην Epoch Times. «Θα ήταν καταστροφικό για τον Σι να φανεί ότι υποχωρεί στον Τραμπ με οποιονδήποτε τρόπο.»

Με τη συμβολή των Andrew Moran και Terri Wu 

Νέο νομοσχέδιο στη Βουλή των Αντιπροσώπων για τη συνεργασία των ΗΠΑ με Ελλάδα-Κύπρο-Ισραήλ

Νέο νομοσχέδιο για την ενίσχυση της συνεργασίας των ΗΠΑ με την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ στον τομέα της αντιτρομοκρατίας και της θαλάσσιας ασφάλειας κατατέθηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων από τη Ρεπουμπλικανή βουλευτή της Νέας Υόρκης Νικόλ Μαλλιωτάκη.

Με τίτλο «Νόμος για τη συνεργασία στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και για τη θαλάσσια ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο μεταξύ ΗΠΑ-Ελλάδας-Ισραήλ του 2025», το νομοσχέδιο αποτελεί μια διακομματική πρωτοβουλία που αποσκοπεί να θεσμοθετήσει τη συνεργασία του σχήματος 3+1 στους βασικούς τομείς της αντιτρομοκρατίας και της θαλάσσιας ασφάλειας.

Έτεροι εισηγητές του νομοσχεδίου είναι οι βουλευτές Τόμας Κιν Τζούνιορ, Νταν Γκόλντμαν και Τζος Γκότχαϊμερ. Μεταξύ των βασικών προβλέψεων του νέου νομοσχεδίου είναι:

  • Η δημιουργία του προγράμματος εκπαίδευσης TRIREME στη Σούδα και η ενίσχυση της συνεργασίας στη θαλάσσια ασφάλεια.

  • Η δημιουργία του προγράμματος εκπαίδευσης CERBERUS στο κέντρο CYCLOPS στην Κύπρο για την αντιτρομοκρατία.

  • Η κατάργηση της ανανέωσης του εμπάργκο πώλησης όπλων στην Κυπριακή Δημοκρατία.

  • Η θεσμοθέτηση επιμέρους σκέλους ασφάλειας σε διακοινοβουλευτικό επίπεδο εντός του σχήματος 3+1.

  • Η ενίσχυση της χρηματοδότησης του προγράμματος Διεθνούς Στρατιωτικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (IMET) για το Ισραήλ, την Ελλάδα και την Κύπρο.

Η εισαγωγή του νομοσχεδίου έρχεται σε μια χρονική συγκυρία όπου παρατηρείται έντονη κινητικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς μετά από μια περίοδο στασιμότητας το σχήμα 3+1 ετοιμάζεται να αναβιώσει σε ανώτερο πολιτικό επίπεδο, ενώ η Αναπτυξιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (DFC) επεξεργάζεται τη συμμετοχή της στο έργο για την ηλεκτρική διασύνδεση της Ελλάδας, της Κύπρου και του Ισραήλ.

Μέσα σε αυτή την κινητικότητα έρχεται να προστεθεί το νέο εγχείρημα στο Κογκρέσο για την Ανατολική Μεσόγειο, που είναι το τρίτο μεγάλο νομοσχέδιο ελληνικού ενδιαφέροντος που κατατίθεται μέσα στα τελευταία επτά χρόνια. Πρόκειται για μια νέα διακομματική πρωτοβουλία που φιλοδοξεί να οικοδομήσει πάνω στη δυναμική που δημιούργησαν τα δύο προηγούμενα νομοσχέδια του 2019 (Νομοσχέδιο για την ασφάλεια και την ενεργειακή συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο) και του 2021 (Νόμος για την αμυντική και διακοινοβουλευτική εταιρική σχέση ΗΠΑ-Ελλάδας 2021).

Το νομοσχέδιο είναι γραμμένο κατά τρόπο που να εναρμονίζεται με την εξοικονόμηση πόρων που επιβάλλει το νέο Υπουργείο Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας (DOGE), αλλά και με τις νέες πολιτικές προτεραιότητες που έχει θέσει η κυβέρνηση Τραμπ. Το επόμενο κρίσιμο βήμα στη νομοθετική πορεία του θα γίνει με την κατάθεση μιας αντίστοιχης εκδοχής στη Γερουσία το προσεχές διάστημα.

Από εκεί και πέρα, το νομοσχέδιο εκτιμάται ότι δεν θα ψηφιστεί ως αυτοτελές, αλλά ότι θα συμπεριληφθεί ως τροπολογία στο Νομοσχέδιο για τον Αμυντικό Προϋπολογισμό των ΗΠΑ (NDAA). Σύμφωνα με τη διαδικασία, το NDAA είναι αυτό που εγκρίνει τις χρηματοδοτήσεις για δαπάνες αμυντικού χαρακτήρα.

Το τελικό βήμα θα γίνει στον γενικό προϋπολογισμό της αμερικανικής κυβέρνησης, όπου θα προβλέπεται η κατανομή των χρημάτων για τους σκοπούς που περιγράφονται στον «Νόμο για τη συνεργασία στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και για τη θαλάσσια ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο μεταξύ ΗΠΑ-Ελλάδας-Ισραήλ του 2025».

Δημιουργία προγράμματος εκπαίδευσης TRIREME στη Σούδα και ενίσχυση της συνεργασίας στη θαλάσσια ασφάλεια

Με στόχο την παροχή εξειδικευμένης εκπαίδευσης για την ενίσχυση της θαλάσσιας ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο, το νομοσχέδιο προβλέπει τη δημιουργία εκπαιδευτικού προγράμματος με τον τίτλο TRIREME στη ναυτική βάση της Σούδας. Οι πόροι θα προέρχονται από το αμερικανικό Πεντάγωνο και στα εκπαιδευτικά προγράμματα θα συμμετέχουν οι ΗΠΑ μαζί με την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ.

Το πρόγραμμα TRIREME θα λαμβάνει 1,5 εκατομμύριο δολάρια σε ετήσια βάση για τη δημοσιονομική περίοδο 2026-2029, με το συνολικό ποσό να αγγίζει τα 6 εκατομμύρια δολάρια. Σύμφωνα με την πρόβλεψη του νομοσχεδίου, το Πεντάγωνο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα παρέχουν ετήσιες ενημερώσεις στο Κογκρέσο σχετικά με τα αποτελέσματα αυτής της εκπαίδευσης.

Επιπλέον, προβλέπεται ετήσια χρηματοδότηση για την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού προγράμματος θαλάσσιας ασφάλειας στο κέντρο εκπαίδευσης στη Σούδα, ύψους 2 εκατομμυρίων δολαρίων σε ετήσια βάση για τη δημοσιονομική περίοδο 2026-2029.

Για το δημοσιονομικό έτος 2026, προβλέπεται ειδική χρηματοδότηση 5 εκατομμυρίων δολαρίων που θα διατεθεί για τη δημιουργία νέων εγκαταστάσεων ναυτικής εκπαίδευσης και την απόκτηση νέου εκπαιδευτικού εξοπλισμού ναυτικής ασφάλειας στη βάση της Σούδας.

Το νομοσχέδιο φιλοδοξεί να επεκταθεί πέρα από τον τομέα της εκπαίδευσης, θεσμοθετώντας τη συνεργασία στον τομέα της θαλάσσιας ασφάλειας. Υπό αυτό το πρίσμα, ζητά από τον Υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ να συνεργαστεί με τον Αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών για τη δημιουργία στρατηγικής συνεργασίας στο πλαίσιο του σχήματος 3+1.

Δημιουργία προγράμματος εκπαίδευσης CERBERUS στην Κύπρο και ενίσχυση της αντιτρομοκρατικής συνεργασίας

Το νομοσχέδιο επιδιώκει να δημιουργήσει προγράμματα εξειδικευμένης εκπαίδευσης και στον τομέα της αντιτρομοκρατίας. Για τον λόγο αυτό προβλέπεται η δημιουργία του προγράμματος CERBERUS, που θα πραγματοποιείται στο κέντρο εκπαίδευσης CYCLOPS στην Κύπρο, με τη συμμετοχή των ΗΠΑ, της Ελλάδας, της Κύπρου και του Ισραήλ. Το πρόγραμμα θα χρηματοδοτείται με 1,5 εκατομμύριο δολάρια για τη δημοσιονομική περίοδο 2026-2029.

Προβλέπεται επίσης γενική υποστήριξη και αναβάθμιση της λειτουργίας του κέντρου CYCLOPS, μέσω ετήσιας χρηματοδότησης ύψους 2 εκατομμυρίων δολαρίων για την ίδια περίοδο. Παράλληλα, επιδιώκεται η δημιουργία νέων εγκαταστάσεων αντιτρομοκρατικής εκπαίδευσης και η απόκτηση εξοπλισμού, με χρηματοδότηση 5 εκατομμυρίων δολαρίων για το έτος 2026.

Όπως και με τη θαλάσσια ασφάλεια, το νομοσχέδιο φιλοδοξεί να θεσμοθετήσει στρατηγική συνεργασία στην αντιτρομοκρατία. Προβλέπει ότι ο Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ θα συνεργαστεί με τον Υπουργό Εξωτερικών για τον σχεδιασμό αυτής της στρατηγικής στο πλαίσιο του 3+1.

Κατάργηση της ανανέωσης του εμπάργκο όπλων στην Κυπριακή Δημοκρατία

Ένα σημαντικό τμήμα του νομοσχεδίου αφιερώνεται στην κατάργηση της ανανέωσης του εμπάργκο πώλησης αμερικανικών όπλων στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ως εκ τούτου, προβλέπεται η κατάργηση όλων των εναπομεινάντων νομικών περιορισμών στην αποστολή αμυντικού εξοπλισμού και παροχής στρατιωτικής βοήθειας από τις ΗΠΑ. Για την υλοποίηση αυτού του στόχου, το νομοσχέδιο τροποποιεί τον Νόμο περί Εξωτερικής Βοήθειας του 1961 και τον Νόμο περί Εξουσιοδότησης Εθνικής ‘Αμυνας του 2020, διαγράφοντας όλα τα σχετικά άρθρα που επέβαλαν περιορισμούς.

Υπενθυμίζεται ότι το 2023 ο γερουσιαστής Ρόμπερτ Μενέντεζ είχε εισάγει την επέκταση του απαιτούμενου χρόνο για την ανανέωση του εμπάργκο της πώλησης όπλων στην Κύπρο ως τροπολογία στο NDAA. Επίσης, το 2024 με πρωτοβουλία των βουλευτών Γκας Μπιλιράκη, Κρις Πάπας, Ντίνα Τίτους και Νικόλ Μαλλιωτάκη είχε κατατεθεί ο «Νόμος για τον Τερματισμό του Κυπριακού Εμπάργκο» που προέβλεπε την πλήρη κατάργηση της ανάγκης για την ετήσια ανανέωση του.

Θεσμοθέτηση σκέλους ασφάλειας στο διακοινοβουλευτικό σχήμα 3+1

Το νομοσχέδιο καταργεί την ημερομηνία λήξης της υφιστάμενης Διακοινοβουλευτικής Ομάδας που είχε δημιουργηθεί με βάση τον Νόμο για την Αμυντική και Διακοινοβουλευτική Εταιρική Σχέση ΗΠΑ-Ελλάδας του 2021. Επιδιώκοντας να ενισχύσει και να θωρακίσει θεσμικά αυτή τη συνεργασία, το νέο νομοσχέδιο προβλέπει τη δημιουργία ενός επιμέρους σκέλους ασφάλειας εντός του υφιστάμενου σχήματος 3+1 που θα απαρτίζεται από έξι έμπειρους Αμερικανούς βουλευτές και γερουσιαστές. Η νέα διακυβερνητική ομάδα εργασίας που θα συγκροτηθεί θα πρέπει να συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο.

Πρόγραμμα IMET

Το νομοσχέδιο προβλέπει επίσης σημαντικές αυξήσεις στο πρόγραμμα Διεθνούς Στρατιωτικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (IMET) και για τις τρεις χώρες που συνεργάζονται με τις ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτό το πλαίσιο, το Ισραήλ θα λάβει επιπλέον τέσσερα εκατομμύρια δολάρια μέσα στην επόμενη τετραετία, ενώ τα προγράμματα για την Ελλάδα και την Κύπρο θα ενισχυθούν αντιστοίχως με 1 εκατομμύριο δολάρια για το ίδιο διάστημα.

Στήριξη από Αμερικανικό Ελληνικό Ινστιτούτο (AHI)

Το συγκεκριμένο νομοθετικό εγχείρημα στηρίζεται ενεργά από το Αμερικανικό Ελληνικό Ινστιτούτο (AHI), το οποίο κάνει λόγο για ένα κρίσιμο επόμενο βήμα.

Όπως σημειώνεται στην ανακοίνωση, «το AHI υπήρξε επί μακρόν υποστηρικτής της σημασίας της εταιρικής σχέσης 3+1. Είναι μια ισχυρή δομή περιφερειακής συνεργασίας που θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί στο μέγιστο βαθμό για την προστασία των συμφερόντων της Αμερικής, τη διασφάλιση του διεθνούς εμπορίου και την παροχή ειρήνης, σταθερότητας και ασφάλειας σε μια περιοχή μεγάλης γεωπολιτικής σημασίας. Με την έναρξη αυτού του νέου νομοσχεδίου, το AHI και οι ηγέτες του Κογκρέσου σε αυτό το θέμα στοχεύουν να δουν τη συνεργασία 3+1 να εξελίσσεται στο επόμενο επίπεδο, ειδικά όσον αφορά τη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας».

Κίνδυνο κατάρρευσης για την κινεζική οικονομία βλέπει ο Περντού σε ενδεχόμενο μποϊκοτάζ των Αμερικανών καταναλωτών

ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ — Ο υποψήφιος του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για τη θέση του πρέσβη των ΗΠΑ στην Κίνα δήλωσε την Πέμπτη στο Κογκρέσο ότι η αμερικανική οικονομική ισχύς θα μπορούσε να επιφέρει καταστροφικό πλήγμα στην κινεζική οικονομία, σε περίπτωση που οι Αμερικανοί καταναλωτές σταματούσαν να στηρίζουν την κινεζική παραγωγή.

Ο Ντέηβιντ Περντού, πρώην διευθύνων σύμβουλος σε εταιρείες του Fortune 500 και πρώην γερουσιαστής της Τζόρτζια, υποστήριξε, κατά τη διάρκεια της ακρόασης για την επικύρωση της υποψηφιότητάς του, πως είχε φτάσει η στιγμή οι ΗΠΑ να πάρουν θέση απέναντι στις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές του Πεκίνου, αφού επί δεκαετίες έκαναν τα στραβά μάτια, επισημαίνοντας ότι «αυτές οι μέρες έχουν τελειώσει».

Υπογράμμισε πως η μόνη εναλλακτική είναι να ενημερωθούν οι Αμερικανοί πολίτες και να αντισταθούν στους εμπορικούς διαύλους μέσω των οποίων διοχετεύονται κινεζικά προϊόντα. Παραδέχθηκε ότι ενδεχομένως οι Αμερικανοί θα χρειαστεί να προβούν σε κάποιες θυσίες, καθώς, όπως είπε, για τρεις δεκαετίες είχαν εθιστεί στις χαμηλές τιμές και τις φθηνές εισαγωγές από την Κίνα, προϊόντα τα οποία συχνά επιδοτούνταν έμμεσα από το κινεζικό κράτος.

Σε ερώτηση του γερουσιαστή Ρικ Σκοτ (R-Flo) σχετικά με το τι θα συνέβαινε στην κινεζική οικονομία αν το αμερικανικό κοινό αποφάσιζε να αποσύρει τη στήριξή του, ο Περντού φέρεται να απάντησε κατηγορηματικά ότι η κινεζική οικονομία θα κατέρρεε.

Ο πρόεδρος Τραμπ είχε ανακοινώσει στις 2 Απριλίου την επιβολή νέων δασμών ύψους 34%, αυξάνοντας το συνολικό ποσοστό των δασμών σε κινεζικά προϊόντα στο 54%. Σε διάγγελμά του από τον Λευκό Οίκο, ανέφερε ότι ο αμερικανικός λαός πλήρωνε πολύ υψηλό τίμημα και κατηγόρησε το Πεκίνο ότι εκμεταλλευόταν απροκάλυπτα την κατάσταση εδώ και χρόνια.

Υπέγραψε επίσης εκτελεστικό διάταγμα με το οποίο επιβάλλονταν δασμοί στις φθηνές εισαγωγές από την Κίνα, καταργώντας ένα κενό που επέτρεπε σε κινεζικές εταιρείες ηλεκτρονικού εμπορίου να αποστέλλουν στις ΗΠΑ προϊόντα αξίας έως 800 δολαρίων χωρίς καταβολή δασμών.

Σύμφωνα με ειδικούς, η απόφαση αυτή ενδέχεται να οδηγήσει σε αυξημένες τιμές για τους Αμερικανούς καταναλωτές. Ωστόσο, υποστηρικτές της πολιτικής Τραμπ εκτιμούν ότι άλλες κυβερνητικές πρωτοβουλίες, όπως η επαναφορά της μεταποιητικής παραγωγής στις ΗΠΑ, θα αντισταθμίσουν τις επιπτώσεις.

Η κινεζική οικονομία φαίνεται ήδη να αντιμετωπίζει προκλήσεις, με τα ποσοστά ανεργίας να κινούνται σε επίπεδα ρεκόρ και με αισθητή αποχώρηση ξένων επενδυτών. Βάσει επίσημων στοιχείων, η άμεση ξένη επένδυση, η οποία συνεισφέρει σημαντικά στο κινεζικό ΑΕΠ, μειώθηκε κατά 168 δισεκατομμύρια δολάρια το περασμένο έτος.

Ο Περντού χαρακτήρισε τις διμερείς σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας ως τη σημαντικότερη διπλωματική πρόκληση του 21ου αιώνα. Επικαλούμενος τη δέσμευση της κυβέρνησης Τραμπ στην εξωτερική πολιτική να καταστήσει την Αμερική ασφαλέστερη, ισχυρότερη και πιο ευημερούσα, τόνισε ότι οι αρχές της ασφάλειας και της αμοιβαιότητας θα πρέπει να αποτελούν τη βάση κάθε αλληλεπίδρασης με το Πεκίνο.

Σε περίπτωση που εγκριθεί ως πρέσβης των ΗΠΑ στην Κίνα, δήλωσε ότι προτεραιότητά του θα είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ανέφερε πως καθήκον του, ως εκπροσώπου του αμερικανικού λαού και της κυβέρνησης, θα είναι να μεταφέρει ξεκάθαρα την αγανάκτηση των ΗΠΑ απέναντι στις θηριωδίες που διαπράττει το κινεζικό καθεστώς, αναφερόμενος τόσο στις παραβιάσεις στη Σιντζιάνγκ όσο και στην καταστολή της κινεζικής διασποράς σε διεθνές επίπεδο.

Κατηγόρησε επίσης το κινεζικό καθεστώς για τη χρήση καταναγκαστικής εργασίας, την οποία θεωρεί μηχανισμό για την παραγωγή φθηνών προϊόντων, υποστηρίζοντας ότι μέσω αυτής της πρακτικής το Πεκίνο εξαπατά το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα. Υποστήριξε ότι αν οι ΗΠΑ δεν αντισταθούν σε αυτό, κανείς άλλος δεν θα το πράξει.

Ακόμη, αναφέρθηκε σε έκθεση του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για το 2023, σύμφωνα με την οποία η Κίνα δαπανά κάθε χρόνο δισεκατομμύρια δολάρια για στοχευμένη προπαγάνδα και παραπληροφόρηση σε παγκόσμιο επίπεδο. Για την αντιμετώπιση αυτής της απειλής στο εσωτερικό των ΗΠΑ, πρότεινε την έναρξη ευρείας εθνικής ενημερωτικής εκστρατείας.

Επεσήμανε ότι πολλοί πολίτες δεν γνωρίζουν πως οι κινεζικές αρχές έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στο ηλεκτρικό δίκτυο των ΗΠΑ, συλλέγουν δεδομένα και είναι σε θέση να χειραγωγήσουν κρίσιμες υποδομές, όπως τα λιμάνια. Τόνισε την ανάγκη ενίσχυσης της συνεργασίας με συμμάχους, με στόχο τη διάδοση των αμερικανικών αξιών.

Τέλος, αναφέρθηκε στο κινεζικό στρατηγικό εγχειρίδιο «Unrestricted Warfare» («Πόλεμος χωρίς περιορισμούς») του 1999, επισημαίνοντας ότι ένας από τους βασικούς στόχους του Πεκίνου είναι η διάδοση προπαγάνδας σε χώρες-στόχους. Διαβεβαίωσε ότι ο ίδιος θα εργαστεί ώστε.οι Αμερικανοί να αποκτήσουν επίγνωση των κρυμμένων κινδύνων που ενέχουν κινεζικές πολιτικές.

Η Jaguar Land Rover αναστέλλει εξαγωγές στις ΗΠΑ λόγω νέων δασμών 25% στα οχήματα

Η βρετανική αυτοκινητοβιομηχανία Jaguar Land Rover (JLR) ανακοίνωσε προσωρινή παύση στις εξαγωγές οχημάτων προς την αγορά των ΗΠΑ, επισημαίνοντας την ανάγκη επαναξιολόγησης των εμπορικών δραστηριοτήτων της εν μέσω της απόφασης της κυβέρνησης Τραμπ για επιβολή δασμού 25% στις εισαγωγές αυτοκινήτων.

«Οι ΗΠΑ αποτελούν σημαντική αγορά για τις πολυτελείς μάρκες της JLR», ανέφερε η εταιρεία σε δήλωσή της που έστειλε μέσω email στην Epoch Times. «Καθώς εργαζόμαστε για να αντιμετωπίσουμε τους νέους εμπορικούς όρους μαζί με τους συνεργάτες μας, έχουμε αποφασίσει να προβούμε σε ορισμένα βραχυπρόθεσμα μέτρα, μεταξύ των οποίων και τη διακοπή των αποστολών για τον Απρίλιο. Συγχρόνως, επεξεργαζόμαστε σχέδια σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα».

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, οι Βρετανοί κατασκευαστές αυτοκινήτων, συμπεριλαμβανομένης της Jaguar, εξήγαγαν οχήματα αξίας 10,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσα στους τελευταίους 12 μήνες έως τον περασμένο Σεπτέμβριο. Με τον τρόπο αυτό, τα αυτοκίνητα αποτελούν πλέον τη μεγαλύτερη κατηγορία εξαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου προς τις ΗΠΑ.

Η απόφαση της Jaguar ήρθε ως απάντηση στα νέα εμπορικά μέτρα που ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, που περιλαμβάνουν δασμούς 25% σε όλα τα εισαγόμενα οχήματα και εξαρτήματά τους. Στις 2 Απριλίου, σε διάγγελμα που πραγματοποίησε στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ κήρυξε κατάσταση οικονομικής έκτακτης ανάγκης και επέβαλε επιπλέον γενικό δασμό 10% στις περισσότερες εισαγωγές, με ακόμη υψηλότερους δασμούς περίπου σε 60 χώρες που χαρακτηρίστηκαν από την Ουάσινγκτον ως «οι μεγαλύτεροι παραβάτες» στο εμπορικό ισοζύγιο με τις ΗΠΑ. Την κορυφή της λίστας καταλαμβάνει η Κίνα.

Οι δασμοί στον τομέα του αυτοκινήτου τέθηκαν σε ισχύ από τις 3 Απριλίου και ήδη έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στην αυτοκινητοβιομηχανία παγκοσμίως.

Ο όμιλος Stellantis ανακοίνωσε την αναστολή παραγωγής σε δύο μονάδες συναρμολόγησης σε Καναδά και Μεξικό, προκαλώντας προσωρινές αναστολές εργασίας σε εγκαταστάσεις στην Ιντιάνα και το Μίσιγκαν των ΗΠΑ.

«Οι νέοι δασμοί στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας απαιτούν από όλους μας εξαιρετική αντοχή και πειθαρχία προκειμένου να ξεπεράσουμε αυτές τις δύσκολες στιγμές», δήλωσε μέσω email στους εργαζομένους ο επικεφαλής λειτουργιών Βόρειας Αμερικής της Stellantis, Αντόνιο Φιλόζα. «Δεν πρόκειται για αποφάσεις που λαμβάνουμε ελαφρά τη καρδία, είναι όμως απαραίτητες λόγω των σημερινών συνθηκών στην αγορά».

Η Ford από την πλευρά της κινήθηκε επίσης γρήγορα, ανακοινώνοντας στις 3 Απριλίου μία νέα προωθητική εκστρατεία στις ΗΠΑ, προσφέροντας σε όλους τους καταναλωτές τις ίδιες εκπτώσεις που συνήθως ισχύουν για τους εργαζομένους της. Η εταιρεία χαρακτήρισε την πρωτοβουλία της ως μία κίνηση αλληλεγγύης εν μέσω οικονομικής αβεβαιότητας.

«Εδώ και 121 χρόνια στηρίζουμε έμπρακτα την αμερικανική αγορά, κατασκευάζοντας οχήματα που εμπιστεύονται οι πολίτες και στηρίζοντας θέσεις εργασίας στην Αμερική», ανέφερε η Ford στην ανακοίνωσή της. «Σήμερα, είμαστε υπερήφανοι που ανακοινώνουμε μία νέα πρωτοβουλία για τις ΗΠΑ, η οποία δεν είναι απλώς άλλη μία προωθητική ενέργεια. Είναι μια χειραψία με κάθε Αμερικανό πολίτη ξεχωριστά».

Μετά την ανακοίνωση των νέων δασμών από τον Τραμπ, οι δείκτες του χρηματιστηρίου της Wall Street κατέγραψαν σημαντικές απώλειες την περασμένη Πέμπτη και Παρασκευή. Στις 4 Απριλίου, ο δείκτης S&P 500 υποχώρησε κατά 6%, ο Dow Jones κατέγραψε πτώση 5,5% και ο Nasdaq υποχώρησε 5,8%.

Κληθείς να σχολιάσει αυτές τις εξελίξεις, ο Τραμπ παρομοίωσε στην οικονομία με έναν ασθενή που υποβάλλεται σε χειρουργική επέμβαση.

«Πιστεύω πως όλα πάνε πολύ καλά. Είναι μία χειρουργική επέμβαση, όπως όταν ένας ασθενής υποβάλλεται σε θεραπεία, και πρόκειται για κάτι σημαντικό. Είχα ήδη πει ότι τα πράγματα θα είναι ακριβώς έτσι», δήλωσε ο Τραμπ στους δημοσιογράφους έξω από τον Λευκό Οίκο την Πέμπτη.

Σε δημοσίευσή του στο Truth Social το Σάββατο, ο πρώην πρόεδρος υπερασπίστηκε την απόφαση για τους δασμούς και κάλεσε τους Αμερικανούς «να παραμείνουν δυνατοί», περιγράφοντας αυτή την οικονομική μετάβαση ως ένα απαραίτητο -αν και δύσκολο- βήμα για την αποκατάσταση δεκαετιών αθέμιτων εμπορικών πρακτικών.

Σύμφωνα με την κυβέρνηση, το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, το οποίο πέρυσι έφτασε τα 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια, καταδεικνύει πόσο επείγουσα είναι μια δομική αναδιάρθρωση των εμπορικών σχέσεων της χώρας.

Οι ΗΠΑ αντιμέτωπες με τον ευρωπαϊκό «Λεβιάθαν» για τον έλεγχο του διαδικτύου

Η κυβέρνηση Τραμπ έχει ήδη αρχίσει να δείχνει τα δόντια της απέναντι στην Ευρώπη σχετικά με τους κανόνες ρύθμισης των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας.

Σε πολλές διαφωνίες με την Ευρώπη, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιλέγουν είτε να καλοπιάσουν είτε να πιέσουν τις εθνικές κυβερνήσεις μεμονωμένα. Στην περίπτωση όμως των δύο κεντρικών νόμων της ΕΕ για τις διαδικτυακές υπηρεσίες—οι οποίοι, σύμφωνα με την Ουάσιγκτον, περιορίζουν την ελευθερία της έκφρασης—ακόμη κι αν ορισμένοι Ευρωπαίοι ηγέτες επιθυμούσαν να περιστείλουν ή να αναιρέσουν τους κανονισμούς, οι δυνατότητές τους είναι εξαιρετικά περιορισμένες.

Όπως τονίζουν ειδικοί, εάν οι ΗΠΑ θέλουν να ανατρέψουν αυτούς τους νόμους, καλούνται να αντιμετωπίσουν απευθείας τον ρυθμιστικό μηχανισμό της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή τα 800 μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τις περίπλοκες πολιτικές ισορροπίες του θεσμού.

Ο Νόμος για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (Digital Services Act – DSA) και ο Νόμος για τις Ψηφιακές Αγορές (Digital Markets Act – DMA) συνθέτουν το πακέτο σύγχρονων κανόνων που εφαρμόζεται ενιαία σε ολόκληρη την ΕΕ.

Τον περασμένο μήνα, ο Μπρένταν Καρ, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC) στις ΗΠΑ—που διορίστηκε από τον Ντόναλντ Τραμπ—δήλωσε ότι η προσέγγιση του DSA είναι «ασυμβίβαστη τόσο με την αμερικανική παράδοση ελευθερίας λόγου όσο και με τις δεσμεύσεις των τεχνολογικών εταιρειών για σεβασμό στην ποικιλομορφία απόψεων».

Η Αντίνα Πορτάρου, ανώτερη σύμβουλος Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στην ADF International, μια νομική ομάδα με έδρα στις ΗΠΑ, συμμερίζεται τις ανησυχίες της διοίκησης Τραμπ, χαρακτηρίζοντας «λογοκριτικές» τις επιπτώσεις του DSA στην ελευθερία έκφρασης διαδικτυακά.

«Ένα κύμα αντίδρασης κατά του νόμου χτίζεται τόσο εντός όσο και εκτός ΕΕ», δήλωσε η ίδια στους Epoch Times, προσθέτοντας ότι η οργάνωσή της παρακολουθεί στενά την κατάσταση, αναζητώντας τρόπους αντίδρασης ή πιθανής νομικής αμφισβήτησης.

Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ απαντά στις κατηγορίες των ΗΠΑ περί λογοκρισίας λέγοντας πως οι συγκεκριμένοι νόμοι φιλοδοξούν να δημιουργήσουν ένα ασφαλέστερο και δικαιότερο διαδικτυακό περιβάλλον, υποχρεώνοντας τους τεχνολογικούς κολοσσούς να πατάξουν το παράνομο και επιβλαβές περιεχόμενο, όπως τη ρητορική μίσους ή την παιδική κακοποίηση.

Ωστόσο, όσοι γνωρίζουν καλά τον τρόπο λειτουργίας της Ένωσης επισημαίνουν ότι η ανατροπή των κανονισμών αυτών είναι πολύ πιο δύσκολη από το να πείσεις μια χώρα να αλλάξει έναν δικό της νόμο.

Η Χριστίν Άντερσον, Γερμανίδα ευρωβουλευτής από το κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), σημειώνει ότι το Ευρωκοινοβούλιο έχει περιορισμένους ρόλους, καθώς δεν μπορεί να προτείνει νέα νομοθεσία – δικαίωμα που ανήκει αποκλειστικά στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Η ίδια παρομοίασε τις παρεμβάσεις των ευρωβουλευτών με «γράμμα παρακλήσεων»: «Μπορούμε απλώς να εκφράζουμε προτάσεις. Η Επιτροπή κυβερνά στην πράξη», σημείωσε.

Ο Ροντρίγκο Μπαλεστέρ, πρώην στέλεχος ευρωπαϊκών θεσμών και σήμερα διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Mathias Corvinus Collegium, δήλωσε ότι το να αλλάξει κατεύθυνση η ΕΕ είναι εφικτό θεωρητικά, αλλά δύσκολο πρακτικά, καθώς μια νέα πρωτοβουλία απαιτεί άλλη μία μακροσκελή γραφειοκρατική διαδικασία.

Ο DSA είναι Κανονισμός, κάτι που σημαίνει ότι έχει άμεση ισχύ σε όλα τα κράτη-μέλη, δίχως περιθώριο διαφοροποίησης από τις εθνικές κυβερνήσεις.

Οι κανόνες επιβάλλουν αυστηρά πρόστιμα, που ανέρχονται στο 10% του ετήσιου παγκόσμιου τζίρου για τις εταιρείες που δεν συμμορφώνονται—ένα ποσό που ανεβαίνει στο 20% για τους κατ’ εξακολούθηση παραβάτες.

Μπαλεστέρ επεσήμανε πως οι μεγάλες εταιρείες, όπως η Meta και η Google, βρίσκονται «υπό την άμεση εποπτεία» της Επιτροπής, που μπορεί να επιβάλει πρόστιμα χωρίς να καταφεύγει στα κράτη-μέλη.

Από την πλευρά τους, οι υποστηρικτές του DSA δηλώνουν ότι η ΕΕ πρέπει να επιμείνει στη νομοθεσία της, παρά τις αμερικανικές απειλές για εμπορικά αντίμετρα και δασμούς.

Όπως σημείωσαν ειδικοί σε άρθρο τους στο TechPolicy.News, αν η ΕΕ υποχωρήσει, θα βρεθεί σε θέση αδυναμίας, ενώ ενδεχόμενη αποχώρηση των εταιρειών τεχνολογίας από την ευρωπαϊκή αγορά μπορεί να προκαλέσει σοβαρές κοινωνικές αντιδράσεις.

Ο Νόρμαν Λιούις από το MCC Βρυξελλών πιστεύει ότι η ΕΕ δύσκολα θα υποχωρήσει δημόσια, διότι διακυβεύεται πλέον το κύρος της. «Μπορεί να γίνουν συμβιβασμοί πίσω από κλειστές πόρτες», σημειώνει, όμως η νομοθεσία δύσκολα θα αποσυρθεί πλήρως. Παρά τη διαφωνία του ωστόσο με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, δεν συμφωνεί και με την αμερικανική χρήση δασμών, κάτι που χαρακτήρισε ως ξένη παρέμβαση σε εσωτερικά ζητήματα.

«Η ελευθερία της έκφρασης δεν προσφέρεται ως δώρο από καμία κυβέρνηση, ούτε καν από τις ΗΠΑ», τόνισε. «Κερδίζεται μόνο μέσα από τη συνεχή μάχη για τη διαφύλαξή της».

Άνοδος στην παραγωγή ουρανίου των ΗΠΑ – Υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας εξαετίας

Η παραγωγή ουρανίου στις ΗΠΑ σημείωσε σημαντική ανάκαμψη κατά την περυσινή χρονιά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Υπηρεσίας Πληροφοριών Ενέργειας (EIA).

«Οι αμερικανικές εταιρείες παρήγαγαν μεγαλύτερες ποσότητες συμπυκνωμένου ουρανίου το 2024 σε σχέση με κάθε άλλη χρονιά από το 2018, ως αποτέλεσμα της διατήρησης υψηλών τιμών του ουρανίου που ενθάρρυναν την αύξηση της παραγωγής», αναφέρει η Υπηρεσία σε επίσημη ανακοίνωση που εξέδωσε στις 2 Απριλίου.

«Η παραγωγή του τέταρτου τριμήνου 2024 μόνο της ήταν υψηλότερη από τη συνολική ετήσια παραγωγή καθεμίας από τις χρονιές μεταξύ 2019 και 2023».

Το συμπυκνωμένο ουράνιο χρησιμοποιείται ως καύσιμο στους πυρηνικούς αντιδραστήρες. Ωστόσο, πριν φθάσει σε αυτό το στάδιο, υπόκειται σε επιπλέον διαδικασίες μετατροπής και εμπλουτισμού, ώστε να μετατραπεί σε ράβδους ή σφαιρίδια πυρηνικού καυσίμου.

Η παραγωγή ουρανίου στις ΗΠΑ βίωσε δραματική μείωση την τελευταία δεκαετία. Μεταξύ 2010 και 2014, η ετήσια παραγωγή κυμαινόταν από 3,5 έως 5 εκατομμύρια λίβρες, ενώ μεταξύ 2015 και 2017 έπεσε στα 2 έως 3,5 εκατομμύρια λίβρες.

Το 2018, η παραγωγή κατέληξε ακόμη χαμηλότερα, κάτω από 1,5 εκατομμύριο λίβρες, και από το 2019 και μετά η ετήσια παραγωγή περιορίστηκε κάτω από 500.000 λίβρες. Ωστόσο, η τάση αυτή φαίνεται να αλλάζει, καθώς μέσα στο 2024 ξεπεράστηκε σαφώς το όριο των 500.000 λιβρών.

Η υποχώρηση της παραγωγής του ουρανίου ξεκίνησε τουλάχιστον εδώ και 40 χρόνια. Το 1980, η εγχώρια παραγωγή στις ΗΠΑ είχε κορυφωθεί στις 43,7 εκατομμύρια λίβρες. Ωστόσο, μετά από εκείνη την περίοδο, ακολούθησε μια σταθερή καθοδική πορεία.

Η ΕΙΑ επισημαίνει ότι, πριν από τη δεκαετία του ’80, η χώρα είχε σε ισχύ ευνοϊκές πολιτικές και εμπορικά κίνητρα για τη στήριξη της εγχώριας παραγωγής ουρανίου. Οι πολιτικές αυτές όμως σταμάτησαν στη δεκαετία του ’80 οδηγώντας τη χώρα σε μείωση παραγωγής και αύξηση εισαγωγών.

«Άλλες χώρες, όπως ο Καναδάς και η Αυστραλία, διαθέτουν κοιτάσματα ουρανίου υψηλότερης ποιότητας που είναι πιο εύκολα προσβάσιμα, επιτρέποντάς τους να παράγουν ουράνιο με χαμηλότερο κόστος από τις ΗΠΑ», εξηγεί η ανακοίνωση. Από εκεί και έπειτα, οι εισαγωγές ουρανίου προς τις ΗΠΑ παρουσίασαν κατακόρυφη αύξηση.

Η αναζωογόνηση της παραγωγής το 2024 προήλθε σε μεγάλο βαθμό από δύο εγκαταστάσεις ανάκτησης ουρανίου μέσω της μεθόδου “in-situ recovery”, μια στο Τέξας και μια στο Ουαϊόμινγκ, και από την επανέναρξη των εργασιών στο εργοστάσιο White Mesa στη Γιούτα, που είναι σήμερα το μοναδικό ενεργό εργοστάσιο επεξεργασίας ουρανίου στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προωθεί νομοθετικές δράσεις με στόχο την ενίσχυση των πυρηνικών δυνατοτήτων των ΗΠΑ.

Στις 20 Ιανουαρίου, ο Πρόεδρος Τραμπ υπέγραψε ένα προεδρικό διάταγμα με τίτλο «Απελευθέρωση της Αμερικανικής Ενέργειας», ζητώντας αναθεώρηση όλων των διαδικασιών που περιορίζουν την ανάπτυξη εγχώριων ενεργειακών πόρων, μεταξύ των οποίων και η πυρηνική ενέργεια.

Στις 14 Φεβρουαρίου, ο Αμερικανός Πρόεδρος προχώρησε στη δημιουργία του Εθνικού Συμβουλίου Ενεργειακής Υπεροχής, το οποίο έχει ως σκοπό να παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη στον Πρόεδρο σχετικά με ενέργειες που μπορούν να αναλάβουν οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης και της αξιοποίησης μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων (SMR).

Ώθηση στη χρήση πυρηνικής ενέργειας

Η αμερικανική Κυβέρνηση έχει ήδη δρομολογήσει δράσεις στην κατεύθυνση της αύξησης της χρήσης πυρηνικής ενέργειας. Τον Φεβρουάριο, ο Υπουργός Ενέργειας Κρις Ράιτ υπέγραψε απόφαση που ζητά άμεσες ενέργειες από την Υπηρεσία για την «απελευθέρωση της αμερικανικής ενέργειας», σύμφωνα με τα προεδρικά διατάγματα του Τραμπ.

Η απόφαση του Υπουργείου τονίζει πως είναι κρίσιμη η άμεση προώθηση της επόμενης γενιάς πυρηνικών τεχνολογιών. «Η πολυαναμενόμενη αναβίωση της αμερικανικής πυρηνικής ενέργειας πρέπει να γίνει πραγματικότητα υπό τη διοίκηση του Προέδρου Τραμπ. Καθώς οι ενεργειακές ανάγκες παγκοσμίως αυξάνονται, οι ΗΠΑ καλούνται να ηγηθούν στην ανάπτυξη μιας ασφαλούς, αξιόπιστης και οικονομικά προσιτής πυρηνικής ενέργειας», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην απόφαση.

Παράλληλα, τεχνολογικοί κολοσσοί, όπως οι Amazon, Google και Meta, ανακοίνωσαν τα δικά τους σχέδια αξιοποίησης της πυρηνικής ενέργειας, με στόχο να καλύψουν τις αυξανόμενες ενεργειακές ανάγκες των εγκαταστάσεών τους.

Έκθεση της S&P Global, ωστόσο, επισημαίνει ως πρόκληση για τη βιομηχανία το μεγάλο χρονικό διάστημα κατασκευής μικρών αντιδραστήρων. Παρ’ όλα αυτά, καταδεικνύει και το θετικό σημείο της πυρηνικής ενέργειας—την υψηλή απόδοσή της, η οποία υπερβαίνει κάθε άλλη ενεργειακή πηγή σε σχέση με τη σταθερότητα λειτουργίας.

Πρώτος διαγωνισμός εκμετάλλευσης πετρελαίου και φυσικού αερίου στον Κόλπο της Αμερικής

Ο υπουργός Εσωτερικών των ΗΠΑ, Νταγκ Μπέργκαμ, ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι έχει δώσει οδηγία στο Γραφείο Διαχείρισης Ωκεάνιων Πόρων (Bureau of Ocean Energy Management – BOEM) για τη διενέργεια διαγωνισμού εκμετάλλευσης κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στον Κόλπο της Αμερικής εντός του τρέχοντος έτους.

«Η απελευθέρωση του ενεργειακού δυναμικού της Αμερικής θα οδηγήσει σε χαμηλότερες τιμές στα πρατήρια βενζίνης, στα καταστήματα τροφίμων και συνολικά στη ζωή των Αμερικανών πολιτών, ενισχύοντας παράλληλα την εθνική μας ασφάλεια», δήλωσε ο Μπέργκαμ σε σχετική ανακοίνωση.

Η επίσημη προκήρυξη του διαγωνισμού αναμένεται να δημοσιευθεί από το αρμόδιο γραφείο τον Ιούνιο, σύμφωνα με τη δήλωση του Υπουργείου Εσωτερικών.

Ο διαγωνισμός αυτός θα είναι ο πρώτος που διεξάγεται στον «Κόλπο της Αμερικής» υπό τη διοίκηση Τραμπ, ενός κόλπου που πρόσφατα μετονομάστηκε από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ – προηγουμένως γνωστός ως «Κόλπος του Μεξικού».

Πρόκειται επίσης για τον πρώτο διαγωνισμό που εντάσσεται σε ένα πενταετές πλάνο κεφαλαίων μικρής κλίμακας, το οποίο οριστικοποίησε η προηγούμενη κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν το 2023. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα προέβλεπε μόλις τρεις διαγωνισμούς μίσθωσης στον Κόλπο, για τα έτη 2025, 2027 και 2029 – τον μικρότερο έως τώρα αριθμό δημοπρασιών ανά πενταετία.

Η κυβέρνηση Τραμπ θεωρεί ότι η εκμετάλλευση των πετρελαϊκών και αερίων κοιτασμάτων στην εξωτερική υφαλοκρηπίδα είναι κομβικής σημασίας για τη διασφάλιση της αμερικανικής ενεργειακής κυριαρχίας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Πέραν αυτού, το Υπουργείο υπογραμμίζει πως τα έσοδα από τη μίσθωση αδειών εξόρυξης, τα ενοίκια και τα δικαιώματα επί της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου θα ενισχύσουν το Υπουργείο Οικονομικών, αλλά και πολιτείες, μέσω ειδικών προγραμμάτων διαμοιρασμού εσόδων, τα οποία χρηματοδοτούν δράσεις προστασίας περιβάλλοντος και ανάπτυξης υποδομών αναψυχής.

Επιπλέον, όπως τονίζεται στην ανακοίνωση, η διαγωνιστική διαδικασία θα δημιουργήσει «δεκάδες χιλιάδες καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας» για τους Αμερικανούς πολίτες, τόσο κατά την εξερεύνηση και παραγωγή όσο και στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ευρύτερη αλυσίδα εφοδιασμού.

Η εξωτερική υφαλοκρηπίδα των ΗΠΑ θεωρείται σημαντική πηγή πετρελαίου και φυσικού αερίου για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Υπουργείου Εσωτερικών, οι προς εκμετάλλευση περιοχές του Κόλπου της Αμερικής περιέχουν περίπου 29,59 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου και 54,84 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια φυσικού αερίου.

Η ένωση National Ocean Industries Association (NOIA), που αντιπροσωπεύει εταιρείες του κλάδου, χαιρέτισε την κίνηση της κυβέρνησης Τραμπ, υπογραμμίζοντας ότι ο Κόλπος αποτελεί «θεμέλιο λίθο της αμερικανικής ενεργειακής ασφάλειας, της οικονομικής ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας».

«Διαθέτοντας νέα συμβόλαια, η κυβέρνηση ουσιαστικά δηλώνει ότι ‘ξανανοίγει’ τον Κόλπο της Αμερικής για επιχειρήσεις—μια κίνηση που θα ωφελήσει συνολικά τη χώρα», ανέφερε ο Έρικ Μιλίτο, πρόεδρος της NOIA. «Ανυπομονούμε να συνεργαστούμε στενά με την κυβέρνηση και τους νομοθέτες για τη διατήρηση του Κόλπου στην πρώτη γραμμή μιας υπεύθυνης παραγωγής ενέργειας διεθνώς».

Η εξέλιξη αυτή ακολουθεί σχετική εκτελεστική εντολή που υπέγραψε ο Πρόεδρος Τραμπ αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στις 20 Ιανουαρίου 2025, η οποία είχε ως στόχο την ενίσχυση της ενεργειακής έρευνας και παραγωγής στην εξωτερική υφαλοκρηπίδα.

Στην εντολή επισημαίνεται ότι «οι υπερβολικές, ιδεολογικά καθοδηγούμενες ρυθμίσεις» της προηγούμενης διοίκησης εμπόδισαν την πλήρη ανάπτυξη των φυσικών πόρων στις ΗΠΑ, περιόρισαν την παραγωγή αξιόπιστης και οικονομικά προσιτής ηλεκτρικής ενέργειας και είχαν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της δημιουργίας θέσεων εργασίας και την αύξηση του κόστους ενέργειας.

«Είναι λοιπόν εθνικό μας συμφέρον να απελευθερώσουμε τους προσιτούς και αξιόπιστους ενεργειακούς μας πόρους», ανέφερε ο Τραμπ.

Η εντολή υποδεικνύει προς όλες τις κυβερνητικές υπηρεσίες να επανεξετάσουν όλες τις κανονιστικές αποφάσεις, τις οδηγίες, τις πολιτικές και κάθε άλλη ενέργεια της προηγούμενης διοίκησης που «δημιουργεί αδικαιολόγητα βάρη στην αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πηγών». Πρόκειται ουσιαστικά για επανεξέταση δεκάδων μέτρων της κυβέρνησης Μπάιντεν που αφορούσαν ενεργειακά ζητήματα.