Τρίτη, 01 Ιούλ, 2025

Τραμπ: Εμπορικές συνομιλίες ΗΠΑ–Κίνας στο Λονδίνο τη Δευτέρα

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, ανακοίνωσε ότι ανώτεροι αξιωματούχοι της κυβέρνησής του θα συναντηθούν με Κινέζους ομολόγους τους στο Λονδίνο, στις 9 Ιουνίου, για συνομιλίες σχετικά με το εμπόριο.

Σε ανάρτησή του στις 6 Ιουνίου, στην πλατφόρμα Truth Social, ανέφερε ότι ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσσεντ, θα συνοδεύεται από τον Εμπορικό Αντιπρόσωπο των ΗΠΑ, Τζέημσον Γκρηρ, και τον υπουργό Εμπορίου, Χάουαρντ Λάτνικ.

Ο Τραμπ εκτίμησε ότι η συνάντηση «αναμένεται να πάει πολύ καλά».

Μιλώντας σε δημοσιογράφους στο προεδρικό αεροσκάφος, ο πρόεδρος ανέφερε ότι ο Σι Τζινπίνγκ συμφώνησε να ξαναρχίσει η ροή σπάνιων γαιών και μαγνητών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και πρόσθεσε ότι έχει γίνει μεγάλη πρόοδος στις διαπραγματεύσεις με την Κίνα.

Σε προηγούμενη ανάρτησή του, σημείωσε ότι είχε μια «πολύ καλή [τηλεφωνική] συνομιλία» με τον Κινέζο πρόεδρο, κατά την οποία συμφωνήθηκε η άρση των περιορισμών στις εξαγωγές σπάνιων γαιών, στο πλαίσιο συμφωνίας που επετεύχθη τον Μάιο.

Κατά τη διάρκεια συνάντησής του με τον Γερμανό καγκελάριο Φρήντριχ Μερτς, στον Λευκό Οίκο, στις 5 Ιουνίου, ο Τραμπ δήλωσε ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο Σι αντάλλαξαν προσκλήσεις για επισκέψεις, τις οποίες και οι δύο αποδέχθηκαν. Όπως ανέφερε, σκοπεύει να επισκεφθεί την Κίνα συνοδευόμενος από την Πρώτη Κυρία, ενώ ελπίζει ότι και ο Σι θα επισκεφθεί τις ΗΠΑ με τη σύζυγό του.

Η ανακοίνωση του Τραμπ έρχεται εν μέσω αλληλοκατηγοριών μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου για παραβίαση των όρων της τρίμηνης εκεχειρίας στο εμπόριο που είχε συμφωνηθεί στη Γενεύη τον προηγούμενο μήνα.

Ο Τραμπ είχε δηλώσει μέσω των κοινωνικών δικτύων ότι το κινεζικό καθεστώς «παραβίασε πλήρως» τη συμφωνία. Από την πλευρά τους, Κινέζοι αξιωματούχοι κατηγόρησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες για παραβίαση της συμφωνίας για προσωρινή αναστολή δασμών. Ο Τζέημσον Γκρηρ, καθώς και άλλα υψηλόβαθμα στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης, σχολίασαν στον Τύπο ότι το Πεκίνο «καθυστερεί συστηματικά» την εφαρμογή των δεσμεύσεών του.

Σε εξέλιξη και άλλες εμπορικές συμφωνίες

Έναν μήνα μετά την προκαταρκτική εμπορική συμφωνία μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ηνωμένου Βασιλείου, αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου επαναλαμβάνουν ότι βρίσκονται σε εξέλιξη και άλλες συμφωνίες, χωρίς να διευκρινίζουν τις εμπλεκόμενες χώρες.

Ο σύμβουλος εμπορικής πολιτικής του Λευκού Οίκου, Πήτερ Ναβάρο, δήλωσε σε συνέντευξή του στη Μαρία Μπαρτιρόμο του Fox Business ότι η κυβέρνηση σκοπεύει να εξασφαλίσει και νέες συμφωνίες. Όπως ανέφερε στις 6 Ιουνίου, τέτοιες διαδικασίες συνήθως διαρκούν μήνες ή και χρόνια, αλλά η παρούσα κυβέρνηση εκτιμά ότι «θα χρειαστούν μέρες».

Περίπου δύο μήνες έχουν περάσει από την ανακοίνωση του Τραμπ για τρίμηνη αναστολή στων νέων δασμών, μετά την επιβολή τους στις 2 Απριλίου, ημερομηνία που χαρακτήρισε ως «Ημέρα Απελευθέρωσης».

Ο Ναβάρο σημείωσε ότι η αμερικανική προσπάθεια επικεντρώνεται στην αποκατάσταση της δικαιοσύνης στο διεθνές εμπόριο, τονίζοντας ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ δεν περιορίζονται στην Κίνα, αλλά είναι «παγκόσμιο ζήτημα».

Ο Στήβεν Μίραν, επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων, δήλωσε στο Fox News ότι βρίσκονται σε εξέλιξη πολλές διαπραγματεύσεις με εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ και εκτίμησε ότι οι σχετικές συμφωνίες θα αρχίσουν να ανακοινώνονται «καταιγιστικά» όσο πλησιάζει η προθεσμία. Ο ίδιος απέφυγε να κατονομάσει συγκεκριμένες χώρες.

Καταθέτοντας στην Επιτροπή Πιστώσεων της Βουλής στις 5 Ιουνίου, ο υπουργός Εμπορίου Χάουαρντ Λάτνικ ανέφερε ότι ο πρόεδρος αναμένει την ολοκλήρωση των περισσότερων εμπορικών συμφωνιών έως τις 9 Ιουλίου. Σε περίπτωση καθυστερήσεων, είπε, ο Τραμπ μπορεί να παρέμβει καθοριστικά και να παρουσιάσει ο ίδιος το τελικό πλαίσιο συμφωνίας.

Πρωτοπόρες σε επιχειρηματική ευκολία η Νέα Ζηλανδία και το Χονγκ Κονγκ – Στη δεκάδα των πιο πολύπλοκων αγορών η Κίνα, με πρώτη την Ελλάδα

Η Νέα Ζηλανδία και το Χονγκ Κονγκ εξακολουθούν να θεωρούνται οι πιο φιλικές χώρες στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, καταλαμβάνοντας την τρίτη και τέταρτη θέση παγκοσμίως, αντίστοιχα, πίσω μόνο από τις Νήσους Κέιμαν και τη Δανία.

Τα ευρήματα αυτά προέρχονται από τον ετήσιο Δείκτη Επιχειρηματικής Πολυπλοκότητας (Global Business Complexity Index – GBCI), ο οποίος αναλύει το επιχειρηματικό περιβάλλον σε 79 δικαιοδοσίες που αντιπροσωπεύουν το 94% του παγκόσμιου ΑΕΠ και τις κατατάσσει βάσει άνω των 250 δεικτών επιχειρηματικής πολυπλοκότητας.

Σύμφωνα με την έκθεση, το Χονγκ Κονγκ εξακολουθεί να διατηρεί ένα «ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον, με χαρακτηριστικό ένα απλό και χαμηλό φορολογικό καθεστώς», παρά την πολιτική κυριαρχία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Όσον αφορά τη Νέα Ζηλανδία, σημειώνεται ότι συνεχίζει να θεωρείται «ένας απλός προορισμός για την επιχειρηματική δραστηριότητα», κάτι που αποδίδεται κυρίως στη θετική στάση της κυβέρνησης απέναντι στις ξένες επενδύσεις και στις απλουστευμένες διοικητικές διαδικασίες.

Ωστόσο, η έκθεση επισημαίνει ότι το «υψηλό κόστος ζωής εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό εμπόδιο, επηρεάζοντας το λειτουργικό κόστος και τις προσπάθειες επέκτασης» των επιχειρήσεων.

Η κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας παραμένει προσηλωμένη στη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες συνεχίζουν να κυριαρχούν στην αγορά. Αυτό μεταφράζεται σε περιορισμένες αλλαγές πολιτικής για τις πολυεθνικές εταιρείες. Αν και εξετάζεται νέα νομοθεσία για την προσέλκυση εύπορων επενδυτών μέσω ενός «χρυσού διαβατηρίου», η έκθεση προβλέπει ότι η εν λόγω ρύθμιση ίσως επηρεάσει ελαφρώς το επιχειρηματικό τοπίο, χωρίς όμως να αναμένονται σημαντικές μεταρρυθμίσεις.

Συγκριτικά, το Χονγκ Κονγκ φέρεται να διατηρεί ένα περιβάλλον που ευνοεί τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, καθώς η ίδρυση εταιρικής οντότητας είναι απλή διαδικασία και η εργατική νομοθεσία εύκολα κατανοητή και εφαρμόσιμη.

Ωστόσο, η έκθεση προειδοποιεί ότι το γεωπολιτικό πλαίσιο, και ειδικότερα οι εμπορικές εντάσεις μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας, επηρεάζουν αρνητικά τον ρόλο του Χονγκ Κονγκ ως ενδιάμεσου σε παγκόσμιο εμπόριο.

Αντίθετα, η Κίνα κατέγραψε επιδείνωση, εισερχόμενη στη λίστα με τις δέκα πιο πολύπλοκες χώρες για εμπορική δραστηριότητα, καταλαμβάνοντας τη 10η θέση από την 11η που είχε το προηγούμενο έτος.

Η έκθεση σημειώνει ότι οι κινεζικοί νόμοι «ανανεώνονται συχνά ώστε να ανταποκρίνονται στις οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές», γεγονός που απαιτεί από τις επιχειρήσεις να προσαρμόζουν διαρκώς τη συμμόρφωσή τους στα νέα δεδομένα. Επιπλέον, παρατηρείται σημαντική διαφοροποίηση των κανονισμών μεταξύ των επαρχιών, κάτι που προσθέτει ένα ακόμη επίπεδο πολυπλοκότητας.

Τονίζεται επίσης ότι η εφαρμογή νέων πολιτικών συχνά γίνεται γρήγορα, χωρίς περιόδους διαβούλευσης, γεγονός που προσδίδει στο επιχειρηματικό περιβάλλον χαρακτήρα απρόβλεπτο.

Η Αυστραλία κατατάσσεται στη μέση της κλίμακας, στην 47η θέση, αρκετά πίσω από χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο (68) και οι ΗΠΑ (64). Σημειώνεται ότι όσο υψηλότερη είναι η κατάταξη τόσο μικρότερη είναι η πολυπλοκότητα.

Η πιο σύνθετη χώρα για επιχειρηματική δραστηριότητα παραμένει η Ελλάδα, η οποία καταλαμβάνει ξανά την πρώτη θέση, ακολουθούμενη από τη Γαλλία, το Μεξικό και την Τουρκία.

Η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκια αλλά άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο παύσης της χαλάρωσης

ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗ — Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προχώρησε την Πέμπτη σε νέα μείωση επιτοκίων, όπως αναμενόταν, ωστόσο άφησε να εννοηθεί ότι ενδέχεται να υπάρξει παύση στον κύκλο χαλάρωσης που ξεκίνησε πριν από έναν χρόνο, καθώς ο πληθωρισμός επανήλθε στον στόχο του 2%.

Η ΕΚΤ έχει μειώσει συνολικά τα επιτόκια οκτώ φορές από τον Ιούνιο του 2023, κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες συνολικά, στην προσπάθειά της να στηρίξει την οικονομία της ευρωζώνης, η οποία εμφάνιζε αδυναμίες ακόμη και πριν από τις επιπτώσεις των ασταθών οικονομικών και εμπορικών πολιτικών των ΗΠΑ.

Καθώς ο πληθωρισμός διαμορφώνεται πλέον λίγο κάτω από το 2%, η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε ότι η Τράπεζα βρίσκεται σε «καλή θέση» σε ό,τι αφορά την τρέχουσα πορεία επιτοκίων – ένδειξη, σύμφωνα με τις αγορές, ότι ενδέχεται να ακολουθήσει παύση στις μειώσεις, αν όχι τερματισμός της νομισματικής χαλάρωσης. Αν και απέφυγε να το δηλώσει ευθέως, άφησε να εννοηθεί πως δεν αναμένονται αλλαγές στην πολιτική της ΕΚΤ κατά την επόμενη συνεδρίαση.

Στη συνέντευξη Τύπου ανέφερε ότι, μετά τη μείωση των 25 μονάδων βάσης και δεδομένων των σημερινών επιπέδων επιτοκίων, η Τράπεζα θεωρεί πως βρίσκεται σε ευνοϊκή θέση.

Οι χρηματαγορές ερμήνευσαν τη δήλωσή της ως ένδειξη παύσης τον Ιούλιο και πιθανής ακόμη μιας μείωσης μέχρι το τέλος του έτους, ενδεχομένως τον Δεκέμβριο. Η ίδια σημείωσε πως ο κύκλος νομισματικής πολιτικής που ανταποκρίθηκε σε πολλαπλά σοκ – όπως η πανδημία COVID-19, ο πόλεμος στην Ουκρανία, τον οποίο χαρακτήρισε «παράνομο», και η ενεργειακή κρίση – πλησιάζει στο τέλος του.

Ορισμένοι οικονομολόγοι εξέλαβαν τα σχόλια αυτά ως σαφή ένδειξη παύσης και εκτίμησαν ότι ενδέχεται να έχει ολοκληρωθεί ο πιο επιθετικός κύκλος χαλάρωσης της ΕΚΤ από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008–2009.

Η Nordea, σε σημείωμα προς τους πελάτες της, ανέφερε ότι θεωρεί πως η ΕΚΤ έχει ολοκληρώσει τον κύκλο μειώσεων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν σοβαρές αρνητικές εκπλήξεις και πως η οικονομική προοπτική θα ενισχυθεί σταδιακά σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας.

Η απόφαση της Πέμπτης ήταν σχεδόν ομόφωνη, με μόνη εξαίρεση, σύμφωνα με πηγές, τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας της Αυστρίας, Ρόμπερτ Χόλτσμαν, ο οποίος δεν απάντησε σε αίτημα για σχολιασμό.

Η HSBC σχολίασε ότι η μείωση της Πέμπτης είναι πιθανότατα η τελευταία για το άμεσο μέλλον.

Η Λαγκάρντ επεσήμανε επίσης ότι η ευρωζώνη φαίνεται να προσελκύει περισσότερες ξένες επενδύσεις, εξέλιξη που ερμηνεύεται ως ένδειξη αυξημένης εμπιστοσύνης και που συμβάλλει στην ενίσχυση του ευρώ – τάση που σχετίζεται και με την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ. Ωστόσο, η ίδια προειδοποίησε ότι οι προοπτικές περιβάλλονται από εξαιρετικά υψηλή αβεβαιότητα.

Σημείωσε επίσης ότι ενδέχεται η πτώση των τιμών ενέργειας και η ενίσχυση του ευρώ να ασκήσουν πρόσθετες καθοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό. Αυτή η επίδραση θα μπορούσε να ενισχυθεί σε περίπτωση που οι υψηλότεροι δασμοί οδηγήσουν σε μείωση της ζήτησης για εξαγωγές της ευρωζώνης και ανακατεύθυνση της πλεονάζουσας παραγωγής προς την ευρωπαϊκή αγορά.

Η ΕΚΤ, αναγνωρίζοντας την αβεβαιότητα, προχώρησε σε μια ασυνήθιστη κίνηση δημοσιεύοντας εναλλακτικά σενάρια ως προς τις προβλέψεις της, σημειώνοντας ότι η εξέλιξη του εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ θα μπορούσε να διαφοροποιήσει σημαντικά τόσο τον πληθωρισμό όσο και την ανάπτυξη.

Το σενάριο παύσης

Το βασικό επιχείρημα υπέρ μιας παύσης βασίζεται στο ότι οι βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ευρωζώνης ενδέχεται να αποκλίνουν σημαντικά, απαιτώντας διαφοροποιημένες πολιτικές απαντήσεις.

Οι προβλέψεις δείχνουν ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει πρόσκαιρα κάτω από τον στόχο της ΕΚΤ το 2025, αλλά η αύξηση των κρατικών δαπανών και τα υψηλότερα εμπορικά εμπόδια ενδέχεται να ενισχύσουν τις πληθωριστικές πιέσεις μεσοπρόθεσμα.

Πρόσθετος παράγοντας πολυπλοκότητας είναι το γεγονός ότι η νομισματική πολιτική επηρεάζει την οικονομία με καθυστέρηση 12 έως 18 μηνών – γεγονός που σημαίνει ότι η στήριξη που εγκρίνεται σήμερα μπορεί να αποδίδει σε μια περίοδο όπου δεν είναι πλέον αναγκαία.

Ο διαχειριστής χαρτοφυλακίων της PIMCO, Κονσταντίν Βάιτ, ανέφερε ότι στο βασικό σενάριο η ΕΚΤ αναμένεται να κάνει παύση τον Ιούλιο και να προχωρήσει σε μία τελευταία μείωση τον Σεπτέμβριο. Πρόσθεσε ότι για να επισπευθούν ή να επεκταθούν οι μειώσεις, θα πρέπει να υπάρξει πιο έντονη ύφεση στην οικονομία.

Αναγνωρίζοντας τη βραχυπρόθεσμη αδυναμία, η ΕΚΤ μείωσε την πρόβλεψη για τον πληθωρισμό του επόμενου έτους. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει κάτω από τον στόχο του 2% το 2025, προκαλώντας ανησυχίες για επιστροφή στο προπανδημικό μοτίβο σταθερής υστέρησης έναντι του στόχου – παρά το γεγονός ότι οι μακροπρόθεσμες προβλέψεις δείχνουν επιστροφή στον στόχο το 2027.

Στο πιο μακρινό μέλλον, οι προοπτικές αλλάζουν σημαντικά. Εάν οι ΗΠΑ επιβάλουν μόνιμους δασμούς, η ΕΕ ενδέχεται να απαντήσει με αντίποινα, γεγονός που θα αυξήσει το κόστος του εμπορίου. Οι επιχειρήσεις μπορεί να μεταφέρουν μέρος των δραστηριοτήτων τους για να αποφύγουν τα εμπόδια, ωστόσο δεν αποκλείεται οι αλλαγές στις εφοδιαστικές αλυσίδες να οδηγήσουν σε αύξηση κόστους.

Η ενίσχυση των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών – ιδίως της Γερμανίας – και το κόστος της πράσινης μετάβασης εκτιμάται ότι θα προσθέσουν πιέσεις στον πληθωρισμό, ενώ η μείωση του ενεργού πληθυσμού λόγω γήρανσης αναμένεται να διατηρήσει τις πιέσεις στους μισθούς.

«Χωρίς δίχτυ ασφαλείας»: Τα συνηθισμένα οικονομικά λάθη των νέων και πώς να τα αποφύγουν

Η νεανική ηλικία είναι συχνά συνυφασμένη με πειραματισμούς και λάθη, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις είναι φυσικά και συγχωρητέα. Όταν, όμως, πρόκειται για οικονομικά σφάλματα, οι συνέπειες μπορεί να είναι πιο δύσκολα αναστρέψιμες.

Σύμφωνα με ειδικούς, οι νέοι καταναλωτές συχνά αγνοούν βασικές αρχές διαχείρισης χρημάτων — όπως η κατάρτιση προϋπολογισμού, η αποταμίευση, ο προγραμματισμός για έκτακτα έξοδα και η ορθή χρήση πιστωτικών καρτών. Οικονομικοί σύμβουλοι αναφέρουν ότι πολλοί νεαροί πελάτες τους δυσκολεύονται να κατανοήσουν ή να εφαρμόσουν αυτές τις βασικές δεξιότητες.

Την ίδια ώρα, φαίνεται πως αρκετοί Καναδοί δεν αντιλαμβάνονται τη σοβαρότητα του προβλήματος. Πρόσφατη δημοσκόπηση της τράπεζας RBC έδειξε ότι το 75% των ερωτηθέντων θεωρούσε ότι έχει καλές οικονομικές συνήθειες, ενώ το 62% αυτοαξιολογήθηκε ως «πάνω από τον μέσο όρο» σε σύγκριση με φίλους και συγγενείς. Ωστόσο, όταν ρωτήθηκαν για τις συγκεκριμένες πρακτικές τους, πάνω από το ένα τρίτο παραδέχθηκε ότι ούτε παρακολουθεί τα έξοδά του ούτε θέτει οικονομικούς στόχους.

Η Μπάρμπαρα Νόμπλατς, οικονομική σύμβουλος στην εταιρεία Money Coaches Canada, περιέγραψε χαρακτηριστικά την περίπτωση ενός πελάτη της στα μέσα της δεκαετίας των 20, ο οποίος φαινόταν να έχει μια σταθερή πορεία — είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του, εργαζόταν με καλό μισθό, διέθετε καινούργιο σχετικά αυτοκίνητο και ζούσε μόνος του. Παρ’ όλα αυτά, η οικονομική του κατάσταση ήταν προβληματική: η πιστωτική του κάρτα ήταν σχεδόν εξαντλημένη, με υπόλοιπο 20.000 δολαρίων, και δυσκολευόταν να πληρώσει το ενοίκιο.

Ένα ατύχημα ανέδειξε το εύθραυστο της κατάστασης: ήταν υπαίτιος σε τροχαίο, το αυτοκίνητό του καταστράφηκε ολοσχερώς, αλλά το χρειαζόταν για τη δουλειά του. Καθώς δεν είχε καθόλου αποταμιεύσεις ούτε διαθέσιμο πιστωτικό όριο, αναγκάστηκε να ζητήσει οικονομική στήριξη από την οικογένειά του.

Όπως ανέφερε η Νόμπλατς, το περιστατικό λειτούργησε ως καμπανάκι για τον νεαρό, που συνειδητοποίησε την ανάγκη να αλλάξει τις οικονομικές του συνήθειες. Η ανάλυση των συναλλαγών του έδειξε πολλές μικρές δαπάνες, κυρίως για φαγητό, που «απλώνονταν σε πολλές σελίδες» κάθε μήνα, χωρίς ο ίδιος να έχει πλήρη εικόνα του συνολικού ποσού.

Η Νόμπλατς τον βοήθησε να οργανωθεί: να παρακολουθεί τα έξοδά του, να παρακολουθήσει μαθήματα μαγειρικής, να μειώσει την εξάρτησή του από το έτοιμο φαγητό, να αρχίσει να αποπληρώνει το χρέος του και να δημιουργήσει ένα μικρό απόθεμα.

Η ίδια εντόπισε τρεις επαναλαμβανόμενες παγίδες στις οποίες είναι ευάλωτοι οι νέοι καταναλωτές: την αδιαφορία για τις μικρές καθημερινές αγορές που τελικά κοστίζουν, τη συσσώρευση χρέους και την έλλειψη αποταμίευσης — κάτι που τους αφήνει εκτεθειμένους σε κάθε οικονομική αναποδιά. Όπως σημείωσε, η απουσία οικονομικού σχεδιασμού είναι σαν να οδηγεί κανείς με παγωμένο παρμπρίζ — δεν μπορεί να δει πού πηγαίνει. Αντίθετα, η έγκαιρη αποταμίευση έχει πολλαπλά οφέλη, με κυριότερο τη δυνατότητα να ζει κανείς εντός των οικονομικών του δυνατοτήτων.

Παρόμοια εικόνα περιέγραψε και η Κέητ Τσίλντερχοζ , σύμβουλος της εταιρείας Edward Jones, η οποία επικαλέστηκε μια συμβουλή του πατέρα της, επιχειρηματία: ότι κανείς δεν θα φροντίσει τα οικονομικά σου καλύτερα από εσένα τον ίδιο.

Η ίδια τόνισε ότι πολλοί νέοι ξεχνούν να βάζουν χρήματα στην άκρη. Αναφερόμενη σε μεγαλύτερους πελάτες της που τώρα ετοιμάζονται να συνταξιοδοτηθούν, είπε πως πολλοί βρίσκονται αντιμέτωποι με τις συνέπειες των νεανικών τους επιλογών — επένδυσαν όλα τους τα χρήματα σε μια κατοικία και τώρα κινδυνεύουν να τη χάσουν, μην μπορώντας να καλύψουν ούτε τους βασικούς λογαριασμούς.

Για την ίδια, η εξυπηρέτηση του χρέους είναι μεν προτεραιότητα, αλλά δεν πρέπει να γίνεται εις βάρος της αποταμίευσης. Το μήνυμά της προς τους νέους είναι πως ακόμη και με υψηλά φοιτητικά δάνεια ή άλλα έξοδα, θα πρέπει να φροντίζουν να κρατούν ένα μικρό ποσό για τον εαυτό τους κάθε μήνα. Η εξάρτηση από πιστωτικές κάρτες για να καλύψουν τα κενά οδηγεί σε υπερβολικούς τόκους και συχνά σε νέα χρέη.

Όπως εξήγησε, όταν κάποιος χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα μετρητά του για να πληρώσει τα χρέη του χωρίς να έχει «εναλλακτικό σχέδιο», είναι πιο επιρρεπής σε λάθη με τις πιστωτικές κάρτες. Για τον λόγο αυτό, υποστήριξε ότι δεν θα πρέπει να μεταφέρονται υπόλοιπα από μήνα σε μήνα και πως οι αγορές πρέπει να γίνονται μόνο εντός προϋπολογισμού και να εξοφλούνται άμεσα.

Η Τσίλντερχοζ περιέγραψε ότι έχει συναντήσει αρκετά νεαρά ζευγάρια με τρεις ή και τέσσερις πιστωτικές κάρτες, όλες με ανεξόφλητα υπόλοιπα και επιτόκια από 15% έως και 30% — κάτι που, όπως σημείωσε, είναι σχεδόν αδύνατον να αποπληρωθεί. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μια μη εξασφαλισμένη γραμμή πίστωσης με χαμηλότερο επιτόκιο θα ήταν καλύτερη εναλλακτική για έκτακτες ανάγκες, όταν δεν υπάρχει αποταμίευση.

Ως προς τις λύσεις, η Νόμπλατς επεσήμανε ότι υπάρχουν διαθέσιμοι και οικονομικά προσιτοί πόροι: βιβλία, προγράμματα σε δημόσιες βιβλιοθήκες, σεμινάρια από μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, καθώς και συμβουλές από ειδικούς.

Η ίδια υπενθύμισε ότι οι νέοι βρίσκονται σε φάση ζωής με πολλές μεταβαλλόμενες ανάγκες και περιορισμένο εισόδημα, κάτι που τους κάνει πιο ευάλωτους. Παράλληλα, η πίεση από το κοινωνικό περιβάλλον συχνά τους οδηγεί σε καταναλωτικές επιλογές που ξεπερνούν τις δυνατότητές τους.

Όπως τόνισε, το να περιβάλλεται κανείς από άτομα που έχουν υγιή οικονομική συμπεριφορά μπορεί να συμβάλει μακροπρόθεσμα στη βελτίωση των δικών του συνηθειών — επικαλούμενη τη γνωστή φράση: «Όμοιος ομοίω αεί πελάζει».

Από την Canadian Press

Η εμπιστοσύνη των ευρωπαϊκών εταιρειών προς την Κίνα πέφτει σε ιστορικό χαμηλό

Η εμπιστοσύνη των ευρωπαϊκών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Κίνα έχει μειωθεί σε ιστορικό χαμηλό, σύμφωνα με ετήσια έρευνα, με τους ερωτηθέντες να επικαλούνται την οικονομική ύφεση της Κίνας και τις αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις.

Στην Έρευνα Επιχειρηματικής Εμπιστοσύνης του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κίνα για το 2025, που δημοσιεύθηκε στις 28 Μαΐου, το 73% των 503 ερωτηθέντων μελών του Επιμελητηρίου δήλωσε ότι είναι πιο δύσκολο να κάνει κανείς επιχειρήσεις στην Κίνα. Η έρευνα διεξήχθη τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, δηλαδή πριν από την κλιμάκωση του δασμολογικού πολέμου, που έγινε τον Απρίλιο.

Μόνο το 5% των εταιρειών της ΕΕ πίστευε ότι η κατάσταση είχε βελτιωθεί, ποσοστό που είναι το χαμηλότερο από την πρώτη διεξαγωγή της έρευνας το 2011.

29% των ερωτηθέντων ήταν αισιόδοξοι για τις προοπτικές ανάπτυξής τους στην Κίνα τα επόμενα δύο χρόνια, ενώ μόνο το 12% των ερωτηθέντων είναι αισιόδοξοι για μελλοντική κερδοφορία στην Κίνα τα επόμενα δύο χρόνια, μειωμένο κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες από πέρυσι. Και οι δύο αριθμοί είναι ιστορικά χαμηλά.

Εν τω μεταξύ, το 49% των ερωτηθέντων εξέφρασε απαισιοδοξία για τη μελλοντική κερδοφορία στην Κίνα τα επόμενα δύο χρόνια.

Επιπλέον, το 60% των εταιρειών που συμμετείχαν στην έρευνα εξέφρασε απαισιοδοξία για τη μελλοντική ανταγωνιστική πίεση, υποδεικνύοντας ότι η κινεζική αγορά δεν είναι πια τόσο ελκυστική για τις επιχειρήσεις που χρηματοδοτούνται από το εξωτερικό.

«Η αβεβαιότητα που προκύπτει από την κλιμάκωση των εμπορικών και γεωπολιτικών εντάσεων, οι ανησυχίες για την εγχώρια οικονομία της Κίνας και ο επίμονος αποπληθωρισμός των τιμών παραγωγού βαραίνουν τόσο τις ευρωπαϊκές όσο και τις κινεζικές εταιρείες», δήλωσε ο Γενς Έσκελουντ, πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κίνα, σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνας.

Το 63% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι έχασαν επιχειρηματικές ευκαιρίες στην Κίνα πέρυσι λόγω περιορισμών πρόσβασης στην αγορά και κανονιστικών φραγμών.

Μεταξύ των εταιρειών που συμμετείχαν στην έρευνα, το 44% πίστευε ότι ήταν δύσκολο να επιτευχθεί δίκαιος ανταγωνισμός μεταξύ ξένων και ντόπιων εταιρειών, γεγονός που υποδηλώνει ότι η θεσμική ανισότητα εξακολουθεί να είναι σοβαρή στην Κίνα.

Η έκθεση περιγράφει την κινεζική αγορά ως «μία οικονομία, δύο συστήματα». Συγκεκριμένα, σε τομείς όπως η τεχνολογία πληροφοριών, τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα και η νομική, οι ξένες εταιρείες περιορίζονται εδώ και καιρό από τις απαιτήσεις τοπικής προσαρμογής και τις αβεβαιότητες συμμόρφωσης. Επιπλέον, τα μέλη του Εμπορικού Επιμελητηρίου της ΕΕ εκφράζουν γενικά ανησυχίες ότι οι πολιτικές δημοσίων συμβάσεων της Κίνας έχουν προσανατολισμό στην αγορά εγχώριων προϊόντων, συμπιέζοντας περαιτέρω τον λειτουργικό χώρο των ξένων εταιρειών, σύμφωνα με την έκθεση της έρευνας.

«Το βασικό μας μήνυμα προς τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής είναι ότι η απόκλιση μεταξύ της αύξησης της προσφοράς και της ζήτησης διαβρώνει τόσο τα κέρδη όσο και την επιχειρηματική εμπιστοσύνη. Η επίτευξη καλύτερης ισορροπίας όχι μόνο θα ωφελήσει τις εταιρείες και θα ξανακάνει την Κίνα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, αλλά μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μείωση των εμπορικών εντάσεων», δήλωσε ο Έσκελουντ.

Ο οικονομολόγος με έδρα τις ΗΠΑ, Ντέηβυ Τ. Γουόνγκ, δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι η έρευνα του Εμπορικού Επιμελητηρίου της ΕΕ αποκαλύπτει «μια βαθιά μείωση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης των ευρωπαϊκών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, η οποία πρόκειται ουσιαστικά για μια κατάρρευση της συστημικής εμπιστοσύνης», η οποία οφείλεται κυρίως στην «αυξανόμενη έλλειψη προβλεψιμότητας του κανονιστικού και πολιτικού περιβάλλοντος της Κίνας», καθώς οι ευρωπαϊκές εταιρείες δεν γνωρίζουν «αν οι σημερινοί κανόνες θα εξακολουθούν να ισχύουν αύριο».

Εκτός από την αυξανόμενη κανονιστική αδιαφάνεια του κινεζικού καθεστώτος, ο Γουόνγκ είπε ότι «η αυξανόμενη πολιτική ευθυγράμμιση με αυταρχικά καθεστώτα όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα» και οι «απειλές για την πνευματική ιδιοκτησία και την ηγεσία στην ενεργειακή μετάβαση» έχουν επίσης συμβάλει στη μείωση της εμπιστοσύνης των εταιρειών της ΕΕ στην ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Κίνα.

Ο Φρανκ Σιε, καθηγητής επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας Aiken, δήλωσε στην Epoch Times, στις 28 Μαΐου, ότι «οι ξένες εταιρείες χάνουν την εμπιστοσύνη τους επειδή η κινεζική οικονομία χειροτερεύει».

Σημείωσε ότι, σε αντίθεση με τις αμερικανικές εταιρείες που παράγουν αγαθά στην Κίνα, τα οποία στέλνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, «πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες έρχονται να παράγουν και να πωλούν αγαθά στην Κίνα».

«Έτσι, η Ευρώπη εξαρτάται κάπως από την Κίνα ως χώρα παραγωγής αλλά και ως αγορά εξαγωγών», είπε ο Σιε.

Εργαζόμενοι σε γραμμή συναρμολόγησης, για την ολοκλήρωση της κατασκευής ηλεκτρικών οχημάτων, στο εργοστάσιο SAIC Volkswagen MEB, στη Σαγκάη. Κίνα, 8 Νοεμβρίου 2019. (Aly Song/Reuters)

 

Είπε ότι «η ζήτηση στην κινεζική αγορά μειώνεται και η κινεζική οικονομία παρακμάζει, και δεν είναι πλέον τόσο εύκολο για τις ευρωπαϊκές εταιρείες να βγάλουν χρήματα στην Κίνα, επομένως έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους.»

«Σιωπηλή αποσύνδεση»

Υπήρξαν περισσότερες εταιρείες της ΕΕ που έχουν ήδη αποσύρει τις υπάρχουσες επενδύσεις ή έχουν αποφασίσει να αποσυρθούν, φτάνοντας το 17% και 16% αντίστοιχα, που είναι 4 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερες από πέρυσι, σύμφωνα με την έρευνα.

Ωστόσο, η έρευνα διαπίστωσε επίσης ότι το 26% των ερωτηθέντων ανέφεραν περαιτέρω μεταφορά των αλυσίδων εφοδιασμού τους στην Κίνα, η οποία αντιπροσωπεύει αύξηση 5% σε ετήσια βάση.

Ο Γουόνγκ είπε ότι αυτή η κίνηση του 26% των ερωτηθέντων εταιρειών «δεν πρέπει να ερμηνεύεται λανθασμένα ως ψήφος ανανεωμένης εμπιστοσύνης».

«Μάλλον αντικατοπτρίζει μια τακτική αναπροσαρμογής», ​​είπε.

Είπε ότι «η επανατοποθέτηση στην Κίνα προσφέρει βραχυπρόθεσμα πλεονεκτήματα κόστους και αποδοτικότητας, τα οποία λειτουργούν ως σύστημα προστασίας για την παγκόσμια αστάθεια». Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, πρόσθεσε, «σηματοδοτεί μια ενοποίηση πριν από την έξοδο — μια επανατοποθέτηση, όχι επανεπένδυση».

Όπως επισημαίνει, η έρευνα δείχνει ότι «ο πραγματικός μετασχηματισμός που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι μια σιωπηλή αποσύνδεση».

«Οι εταιρείες δεν ‘φεύγουν εντελώς από την Κίνα’, αλλά υιοθετούν μια πολυεπίπεδη αρχιτεκτονική: την Κίνα για τα έσοδα, τη Νοτιοανατολική Ασία για τη μεταποίηση και την Ευρώπη για την πνευματική ιδιοκτησία και τη γεωπολιτική απομόνωση.»

Βανς: Το Bitcoin είναι στρατηγικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ έναντι της Κίνας

Ο Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζ. Ντ. Βανς, δήλωσε πως η εχθρική στάση της Κίνας απέναντι στα αποκεντρωμένα κρυπτονομίσματα, όπως το Bitcoin, αποτελεί ακόμη έναν λόγο για τον οποίο οι ΗΠΑ πρέπει να υιοθετήσουν αυτή την τεχνολογία.

«Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν συμπαθεί το Bitcoin. Κι εμείς θα έπρεπε να αναρωτηθούμε: γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί ο μεγαλύτερος αντίπαλός μας είναι τόσο αντίθετος στο Bitcoin; Αν το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας απομακρύνεται από το Bitcoin, τότε ίσως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να κινηθούν προς την αντίθετη κατεύθυνση – και αυτό ακριβώς σκοπεύουμε να κάνουμε», δήλωσε ο Βανς.

Μιλώντας στο συνέδριο Bitcoin 2025 στο Λας Βέγκας στις 28 Μαΐου, ο Βανς αναφέρθηκε στα σχέδια της κυβέρνησης για την ενσωμάτωση των κρυπτονομισμάτων στην ευρύτερη οικονομία. Την ίδια ημέρα, το Υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ ανακάλεσε οδηγία που προειδοποιούσε τους διαχειριστές συνταξιοδοτικών προγραμμάτων 401(k) να αποφεύγουν την ένταξη κρυπτονομισμάτων στα επενδυτικά τους χαρτοφυλάκια.

Ο Βανς χαρακτήρισε το Bitcoin στρατηγικό περιουσιακό στοιχείο, επισημαίνοντας ότι οι ΗΠΑ πρέπει να αξιοποιήσουν το προβάδισμά τους έναντι του κινεζικού καθεστώτος, αφού περίπου 50 εκατομμύρια Αμερικανοί – και ο αριθμός αυξάνεται – είναι κάτοχοι Bitcoin.

Η Κίνα έχει απαγορεύσει τη διαπραγμάτευση και τις επενδύσεις σε κρυπτονομίσματα από το 2019, ενώ το 2021 η κεντρική της τράπεζα ανακοίνωσε πλήρη καταστολή κάθε σχετικής δραστηριότητας.

Ο Βανς ανέφερε πως για τους υποστηρικτές του, το κρυπτονόμισμα λειτουργεί ως «ασφαλές καταφύγιο» απέναντι στον πληθωρισμό και τις πολιτικές διώξεις, φέρνοντας ως παράδειγμα περιπτώσεις ανθρώπων που αποκλείστηκαν από χρηματοοικονομικές υπηρεσίες λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων.

«Με τον Πρόεδρο Τραμπ, το crypto έχει πλέον έναν υποστηρικτή και σύμμαχο στον Λευκό Οίκο», υπογράμμισε. «Στη δική μας κυβέρνηση, κατανοούμε το πλήρες δυναμικό της βιομηχανίας ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων – όχι απλώς ως επενδυτικό μέσο ή καινοτομία, αλλά ως σύμβολο και μοχλό προσωπικής ελευθερίας για όλους τους πολίτες μας».

Παράλληλα, προέτρεψε την κοινότητα των κρυπτονομισμάτων να παραμείνει ενεργή στις δημόσιες πολιτικές συζητήσεις, επισημαίνοντας ότι «ό,τι συμβεί με την τεχνητή νοημοσύνη θα επηρεάσει σημαντικά, με θετικό ή αρνητικό τρόπο, την πορεία του Bitcoin. Και φυσικά, οι εξελίξεις στο Bitcoin θα επηρεάσουν και την τεχνητή νοημοσύνη». Καταλήγοντας, τόνισε: «Το σημαντικότερο είναι να διασφαλίσουμε ότι η Αμερική δεν θα πληγεί αρνητικά από τις εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη».

Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε ήδη προσελκύσει την υποστήριξη της κοινότητας των crypto κατά την προεκλογική του εκστρατεία, όταν δεσμεύτηκε να δημιουργήσει εθνικό στρατηγικό απόθεμα Bitcoin και να μετατρέψει τις ΗΠΑ στην «πρωτεύουσα των crypto στον κόσμο». Υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα με στόχο την ανάδειξη των Ηνωμένων Πολιτειών σε ηγέτη στον τομέα των ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων και της χρηματοοικονομικής τεχνολογίας, προστατεύοντας παράλληλα την οικονομική ελευθερία. Δημιούργησε επίσης ομάδα εργασίας για την τεχνητή νοημοσύνη και τα κρυπτονομίσματα, με επικεφαλής τον επιχειρηματία Ντέιβιντ Σακς, λίγες ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.

Τον Μάρτιο, ο πρόεδρος διοργάνωσε σύνοδο για τα crypto στον Λευκό Οίκο, συγκεντρώνοντας κορυφαία στελέχη του κλάδου για να συζητήσουν τη διαμόρφωση πολιτικής.

Η Γερουσία έχει ήδη προωθήσει νομοθεσία για τα κρυπτονομίσματα, η οποία προβλέπει ότι τα «σταθερά νομίσματα» (stablecoins), που έχουν σταθερή αξία συνδεδεμένη με ασφαλές περιουσιακό στοιχείο, θα πρέπει να εκδίδονται μόνο από αδειοδοτημένες εταιρείες.

Ο Τραμπ έχει επίσης καταργήσει προηγούμενους περιορισμούς στον τομέα των crypto. Τον Απρίλιο υπέγραψε νόμο που ακυρώνει υποχρεώσεις αναφοράς για συναλλαγές με ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία, ενώ τον Μάρτιο, το Γραφείο του Επόπτη του Νομίσματος ανακάλεσε οδηγία που απαγόρευε σε τράπεζες τη συμμετοχή σε συγκεκριμένες δραστηριότητες σχετικές με τα κρυπτονομίσματα.

Της Catherine Yang με πληροφορίες από το Reuters.

Τα κέρδη της μητρικής εταιρείας της Temu μειώθηκαν σχεδόν κατά 50% εν μέσω «εξωτερικών» πιέσεων και αμερικανικών δασμών

Η PDD Holdings Inc., η μητρική εταιρεία της πλατφόρμας λιανικής και αγορών Temu με έδρα τη Σαγκάη, σημείωσε σημαντική μείωση στα κέρδη και τις πωλήσεις του πρώτου τριμήνου, καθώς η κινεζική βιομηχανία ηλεκτρονικού εμπορίου αντιμετωπίζει αυξανόμενες προκλήσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες εντείνουν τις εμπορικές συνομιλίες με το Πεκίνο.

Στην έκθεση του πρώτου τριμήνου που δημοσιεύθηκε πριν από τις προσυνεδριακές συναλλαγές στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, η PDD δήλωσε ότι τα καθαρά της κέρδη μειώθηκαν κατά 47%, στα 14,74 δισεκατομμύρια γουάν (1,77 δισεκατομμύρια ευρώ) από 27,9 δισεκατομμύρια γουάν (3,36 δισεκατομμύρια ευρώ) ένα χρόνο νωρίτερα. Τα έσοδα ανήλθαν σε 95,67 δισεκατομμύρια γουάν (11,67 δισεκατομμύρια ευρώ), αυξημένα κατά 10%, από 86,8 δισεκατομμύρια γουάν (10,61 δισεκατομμύρια ευρώ), το πρώτο τρίμηνο του 2024.

Σε προσαρμοσμένη βάση, η PDD ανακοίνωσε κέρδη 5,19 γουάν ανά μετοχή (0,64 ευρώ ανά μετοχή), πολύ χαμηλότερα από τις προσδοκίες της Wall Street για 2,62 δολάρια (2,32 ευρώ) ανά μετοχή, με πωλήσεις 103,06 δισεκατομμυρίων γουάν (12,64 δισεκατομμύρια ευρώ), σύμφωνα με τη FactSet. Ένα γουάν ισούται με 0,12 ευρώ.

Αυτά τα απογοητευτικά αποτελέσματα οδήγησαν τα αμερικανικά αποθετήρια (ADR) της PDD σε πτώση. Το ADR μειώθηκε κατά 13,64% στο Χρηματιστήριο Nasdaq, κλείνοντας στα 102,98 δολάρια. Στο Λονδίνο, οι μετοχές της εταιρείας διατηρούνταν στα 118,15 δολάρια πριν από το άνοιγμα. Η κινεζική πολυεθνική ξεκίνησε τις δραστηριότητές της στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, αφού μετέφερε τα γραφεία της στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας στις αρχές του 2023, λίγους μήνες μετά την έναρξη της διαδικτυακής αγοράς της στις ΗΠΑ και την επέκταση των δραστηριοτήτων της στην Ευρώπη.

Κατά τη διάρκεια της τηλεδιάσκεψης της εταιρείας με αναλυτές, η οποία μεταφράστηκε από τα κινέζικα, ο πρόεδρος και συν-διευθύνων σύμβουλος της PDD, Λέι Τσεν, απέδωσε τα θλιβερά αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου σε επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων στην διαδικτυακή πλατφόρμα της εταιρείας για την υποστήριξη των εμπόρων ηλεκτρονικού εμπορίου και των καταναλωτών που αγοράζουν και πωλούν προϊόντα Temu σε χαμηλές τιμές. Είπε ότι αυτές οι επενδύσεις επηρέασαν σημαντικά τη βραχυπρόθεσμη κερδοφορία.

«Ξεκινώντας από τις αρχές του τρέχοντος έτους, πραγματοποιήσαμε σημαντικές επενδύσεις στο οικοσύστημα της πλατφόρμας μας και πραγματοποιήσαμε μια ταχεία μετατόπιση στο εξωτερικό περιβάλλον», δήλωσε ο Τσεν. «Από τη μία πλευρά, το πρόγραμμα έχει σχεδιαστεί για να μειώσει περαιτέρω τις χρεώσεις για τους εμπόρους μας, βελτιώνοντας το επιχειρηματικό περιβάλλον της πλατφόρμας μας».

«Από την άλλη πλευρά, θα επενδύσουμε επίσης περισσότερα για να αυξήσουμε τις πωλήσεις των εμπόρων μας και να τους βοηθήσουμε να προσαρμοστούν καλύτερα στις νέες προκλήσεις. Το πρώτο τρίμηνο, τα έσοδά μας ήταν [13,2 δισεκατομμύρια δολάρια], τα οποία επιβραδύνθηκαν σημαντικά εν μέσω ραγδαίων αλλαγών στο εξωτερικό περιβάλλον, ταυτόχρονα λόγω της αναντιστοιχίας μεταξύ των κύκλων επιχειρηματικών επενδύσεων και απόδοσης.»

Οι εξωτερικοί παράγοντες που ανέφερε ο Τσεν περιλαμβάνουν την πολιτική de minimis των ΗΠΑ και τους αμοιβαίους δασμούς στην Κίνα, τους οποίους ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ σταμάτησε προσωρινά για 90 ημέρες στις αρχές Απριλίου για να επιτρέψει την προώθηση των εμπορικών συνομιλιών μεταξύ των δύο χωρών. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη συμφωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες μείωσαν τον δασμολογικό συντελεστή στις κινεζικές εισαγωγές στο 30% από την κορύφωση του 145%. Σε αντάλλαγμα, η κινεζική κυβέρνηση μείωσε τον εισαγωγικό δασμό στα αμερικανικά προϊόντα στο 10% από 125%.

Επιπλέον, ο Τραμπ υπέγραψε στις αρχές Απριλίου εκτελεστικό διάταγμα που τερματίζει την απαλλαγή de minimis ή «αδασμολόγητων» για τις κινεζικές και τις εισαγωγές του Χονγκ Κονγκ. Αυτό επηρεάζει σχεδόν όλα τα κινεζικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των μικρών αποστολών ηλεκτρονικού εμπορίου αξίας κάτω των 800 δολαρίων και των ταχυδρομικών παραδόσεων, οι οποίες πλέον έχουν είτε φόρο 120% επί της αξίας του αντικειμένου είτε μια σταθερή χρέωση ανά τεμάχιο από 100 έως 200 δολάρια.

Ωστόσο, ένα νέο εκτελεστικό διάταγμα που εξέδωσε ο Τραμπ στις 12 Μαΐου μείωσε τον συντελεστή δασμού στις αποστολές de minimis από την Κίνα και το Χονγκ Κονγκ από 120% σε 54%, με ισχύ από τις 14 Μαΐου.

Σύμφωνα με ειδικούς του κλάδου λιανικής, οι κινεζικοί γίγαντες του ηλεκτρονικού εμπορίου, όπως η Shein και η Temu, εκμεταλλεύονται την εξαίρεση de minimis αποστέλλοντας απευθείας πακέτα χαμηλής αξίας σε πελάτες των ΗΠΑ. Η Temu και ο Όμιλος Shein, η κινεζική πλατφόρμα ηλεκτρονικού εμπορίου που ειδικεύεται σε φθηνά ρούχα και είδη μόδας, αποτελούν σχεδόν το ήμισυ όλων των αποστολών de minimis προς τις Ηνωμένες Πολιτείες από την Κίνα, σύμφωνα με έκθεση της Επιτροπής Επιλογής της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ για το 2023.

Ο αναλυτής της Bank of America, Κέρτις Ναγκλ, δήλωσε σε πρόσφατη ερευνητική έκθεση που εστάλη στην Epoch Times ότι οι δασμοί των ΗΠΑ και οι πρόσθετοι φόροι σε κινεζικά προϊόντα θα μπορούσαν να μετριάσουν τον ανταγωνισμό που αντιμετωπίζουν οι αμερικανικές εταιρείες ηλεκτρονικού εμπορίου από διαδικτυακούς προμηθευτές όπως η Temu και η Shein, οι οποίοι πρόσφατα ανακοίνωσαν έναν νέο γύρο αυξήσεων τιμών και μείωσαν τις δαπάνες διαφήμισης στις ΗΠΑ εν μέσω του συνεχιζόμενου εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας.

Τα κέρδη της PDD αυξήθηκαν ραγδαία μετά την κυκλοφορία της διαδικτυακής εφαρμογής Temu στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του 2022, με τα λειτουργικά κέρδη να αυξάνονται κατά 93% το 2023 και 85% το 2024, επωφελούμενα από την ικανότητά της να στέλνει προϊόντα χαμηλού κόστους, κινεζικής παραγωγής απευθείας στους Αμερικανούς καταναλωτές χωρίς να πληρώνει δασμούς.

Ωστόσο, όσον αφορά το μέλλον, ο επικεφαλής οικονομικός διευθυντής της PDD Holdings προειδοποίησε κατά τη διάρκεια της τηλεδιάσκεψης ότι η μητρική εταιρεία της Temu αναμένει να συνεχίσει να βλέπει επιβράδυνση στην αύξηση των πωλήσεων.

«Όπως ανακοινώθηκε προηγουμένως, αναμένεται επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης καθώς η επιχείρησή μας κλιμακώνεται και αναδύονται προκλήσεις. Αυτή η τάση έχει επιταχυνθεί περαιτέρω από τις αλλαγές στο εξωτερικό περιβάλλον κατά το πρώτο τρίμηνο», δήλωσε ο Τζουν Λιου, αντιπρόεδρος οικονομικών της PDD.

Λαγκάρντ: Το ευρώ είναι ικανό να αμφισβητήσει την παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου

Το ενδεχόμενο το ευρώ να αναδειχθεί σε σοβαρή εναλλακτική του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος έθεσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ, υπό τον όρο να προχωρήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση σε βαθύτερη ενοποίηση στον χρηματοοικονομικό και αμυντικό τομέα.

Κατά τη διάρκεια ομιλίας της στις 26 Μαΐου στη Σχολή Hertie του Βερολίνου, η Λαγκάρντ ανέφερε ότι η παγκόσμια οικονομική τάξη, η οποία βασίζεται επί δεκαετίες στο δολάριο, υφίσταται κλονισμούς λόγω των εμπορικών πολιτικών του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Σύμφωνα με την ίδια, η εξέλιξη αυτή δημιουργεί τη δυνατότητα για μια «παγκόσμια στιγμή του ευρώ», ικανή να αμφισβητήσει τον κυρίαρχο ρόλο του δολαρίου στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Οι δηλώσεις της προέδρου της ΕΚΤ έγιναν λίγες ώρες αφότου ο Τραμπ συμφώνησε να αναβάλει την επιβολή δασμών 50% στα ευρωπαϊκά προϊόντα, γεγονός που ενίσχυσε τόσο τις ευρωπαϊκές μετοχές όσο και το ευρώ, ενώ το δολάριο υποχώρησε.

Η Λαγκάρντ προειδοποίησε ότι η υποχώρηση από τον πολυμερισμό απειλεί το διεθνές σύστημα κανόνων που έχει στηρίξει το παγκόσμιο εμπόριο τις τελευταίες δεκαετίες. Όπως επισήμανε, η οικονομική εξωστρέφεια δίνει τη θέση της στον προστατευτισμού, και κάθε αλλαγή που οδηγεί σε μείωση του παγκόσμιου εμπορίου ή σε κατακερματισμό σε οικονομικά μπλοκ θα έχει αρνητικές συνέπειες για την ευρωπαϊκή οικονομία.

Παρότι το δολάριο εξακολουθεί να κυριαρχεί στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η Λαγκάρντ παρατήρησε ότι ο ρόλος του αμφισβητείται όλο και περισσότερο, λόγω γεωπολιτικής αστάθειας και μονομερών αμερικανικών κινήσεων. Εκτίμησε, ωστόσο, ότι η Ευρώπη δεν είναι ακόμη έτοιμη να αξιοποιήσει πλήρως την ευκαιρία που παρουσιάζεται.

Για να μπορέσει το ευρώ να αμφισβητήσει την κυριαρχία του δολαρίου, υπογράμμισε ότι η ΕΕ θα πρέπει να ολοκληρώσει την επί σειρά ετών καθυστερούμενη προσπάθεια για βαθύτερη ενοποίηση, περιλαμβανομένης της δημιουργίας ενιαίας κεφαλαιαγοράς, της σύσφιγξης των νομικών και θεσμικών δεσμών και της μείωσης της εξάρτησης από τις ΗΠΑ στον τομέα της ασφάλειας.

Ανάλογο μήνυμα είχε στείλει και ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος, ο οποίος σε εκδήλωση στη Μαδρίτη τον Απρίλιο είχε δηλώσει ότι η Ευρώπη θα πρέπει να λαμβάνει αποφάσεις με γνώμονα το κοινό συμφέρον και όχι το εθνικό, εάν θέλει το ευρώ να αποκτήσει ισχυρότερο ρόλο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Ο ίδιος είχε εκτιμήσει ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε καλή θέση για να επιτύχει αυτόν τον στόχο μέσα στα επόμενα χρόνια, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει επιπλέον ενοποίηση.

Οι εκκλήσεις των Ευρωπαίων αξιωματούχων για μεγαλύτερη ενότητα εντείνονται καθώς οι εμπορικές πολιτικές της Ουάσιγκτον συνεχίζουν να επηρεάζουν τις παγκόσμιες αγορές. Στις 25 Μαΐου, ο πρόεδρος Τραμπ αποφάσισε να καθυστερήσει την επιβολή των προαναγγελθέντων δασμών από την 1η Ιουνίου στην 9η Ιουλίου, μετά από σχετικό αίτημα της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για περισσότερο χρόνο προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία.

Ο Τραμπ έχει επανειλημμένως χρησιμοποιήσει τους δασμούς ως μοχλό πίεσης σε οικονομικές και διπλωματικές διαπραγματεύσεις, υποστηρίζοντας ότι είναι αναγκαία μια αναδιάρθρωση του εμπορίου ώστε να διορθωθούν δεκαετίες άνισης μεταχείρισης των ΗΠΑ από τρίτες χώρες. Έχει υποστηρίξει επίσης ότι η πολιτική του θα οδηγήσει σε οικονομική άνθηση, παρά τις βραχυπρόθεσμες δυσκολίες.

Παρά τις επανειλημμένες προβλέψεις περί υποχώρησης του δολαρίου, τα τελευταία στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δείχνουν ότι το αμερικανικό νόμισμα εξακολουθεί να αντιστοιχεί σχεδόν στο 58% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων, με το ευρώ να ακολουθεί με λίγο λιγότερο από 20%.

Από την πλευρά του, ο Κρίστοφερ Γουόλερ, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), εξέφρασε επιφυλάξεις για το ενδεχόμενο το ευρώ να αντικαταστήσει το δολάριο. Μιλώντας σε συνέδριο κεντρικών τραπεζών στις Μπαχάμες τον Φεβρουάριο, ανέφερε ότι παρά τους ανησυχητικούς τίτλους, το δολάριο εξακολουθεί να κυριαρχεί ως μέσο αποθήκευσης αξίας, ως μέσο συναλλαγών και ως λογιστική μονάδα.

Ο Γουόλερ επεσήμανε ότι το μέγεθος, η ρευστότητα και η αξιοπιστία των αγορών αμερικανικών κρατικών ομολόγων παραμένουν αξεπέραστα και αποτελούν τον βασικό λόγο για τον οποίο το δολάριο παραμένει θεμέλιο του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Παρά τις γεωπολιτικές εντάσεις και τις προσπάθειες χωρών όπως η Κίνα να απεξαρτηθούν από το δολάριο, σημείωσε ότι το ευρώ δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει ισχυρή παρουσία στο παγκόσμιο εμπόριο, στις διεθνείς τραπεζικές συναλλαγές ή στις αγορές συναλλάγματος. Εκτός Ευρώπης, οι περισσότερες διασυνοριακές συναλλαγές, περιλαμβανομένων και εκείνων σε ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία, εξακολουθούν να τιμολογούνται σε δολάρια.

Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά, σε περιόδους παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αναταραχής, οι επενδυτές και οι κυβερνήσεις αναζητούν ασφαλές καταφύγιο, γεγονός που οδηγεί σχεδόν πάντα σε «στροφή προς το δολάριο». Τέτοια παραδείγματα ήταν το 2008 και το 2020, τα οποία –κατά τον ίδιο– επιβεβαιώνουν ότι το δολάριο είναι και παραμένει το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, καθώς σε περιόδους κρίσης «ο κόσμος καταφεύγει στο δολάριο, δεν απομακρύνεται από αυτό».

Η αναβάθμιση του ευρωπαϊκού δικτύου ανανεώσιμων πηγών ενέργειας κοστίζει τρισεκατομμύρια

Η φιλοδοξία της Ευρώπης να πετύχει μηδενικές καθαρές εκπομπές έως το 2050 βασίζεται στην ενίσχυση της ηλιακής και αιολικής ενέργειας, γεγονός που ενδέχεται να τριπλασιάσει την ποσότητα ηλεκτρισμού που διακινείται μέσω των δικτύων μεταφοράς.

Ωστόσο, το υφιστάμενο δίκτυο έχει σχεδιαστεί για σταθερή και συγκεντρωτική παραγωγή ηλεκτρισμού από εργοστάσια λιγνίτη. Η προσαρμογή του σε ένα σύστημα που θα διαχειρίζεται τεράστιες και ασυνεχείς ροές ενέργειας αποτελεί τη μεγαλύτερη τεχνική πρόκληση από τη δημιουργία του.

Το κόστος αυτής της αναβάθμισης, χωρίς να υπολογίζονται οι επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά και αιολικά πάρκα, αποκαλύπτεται σταδιακά. Πρόσφατες εκτιμήσεις ανεβάζουν το κόστος αναβάθμισης των γραμμών μεταφοράς στην ηπειρωτική Ευρώπη μεταξύ 2 και 3 τρισεκατομμυρίων ευρώ έως τα μέσα του αιώνα. Μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο φορέας National Grid ESO είχε εκτιμήσει από το 2020 ότι για την επίτευξη του στόχου μηδενικών εκπομπών απαιτούνται επενδύσεις ύψους 3 τρισεκατομμυρίων λιρών μέσα σε 30 χρόνια.

Ο Σαμουέλ Φουρφάρι, πρώην ανώτερο στέλεχος της Γενικής Διεύθυνσης Ενέργειας της Ε.Ε., επισήμανε ότι η επέκταση της ανανεώσιμης ενέργειας συνεπάγεται την ανάγκη για πολλαπλασιασμό των διασυνδέσεων μεταξύ κρατών. Όπως ανέφερε, η αποκεντρωμένη παραγωγή απαιτεί νέες συνδέσεις ανάμεσα σε εκατοντάδες χιλιάδες σημεία, με καλώδια χαλκού και υποσταθμούς, γεγονός που εκτοξεύει το κόστος.

Υποστήριξε επίσης ότι η κατασκευή νέων γραμμών για τη διασύνδεση των αποκεντρωμένων μονάδων απαιτεί ακριβό εξοπλισμό και υλικά, ενώ προειδοποίησε πως η τελική επιβάρυνση θα περάσει στους καταναλωτές, οι οποίοι ενδέχεται να αντιδράσουν όταν συνειδητοποιήσουν τις επιπτώσεις στον λογαριασμό ρεύματος.

Με δεσμευτικούς στόχους μηδενικών εκπομπών σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. και το Ηνωμένο Βασίλειο, η επιτάχυνση της εγκατάστασης ανανεώσιμων πηγών σημαίνει ότι τα δίκτυα που είχαν σχεδιαστεί για ροές από ορυκτά καύσιμα πρέπει να μετατραπούν ώστε να υποστηρίζουν ενέργεια από ήλιο και άνεμο. Σήμερα, το ηλεκτρικό δίκτυο καλύπτει περίπου το 18% της ενεργειακής ζήτησης στο Ηνωμένο Βασίλειο και το 23% στην Ε.Ε., όμως ως το 2050 εκτιμάται ότι θα καλύπτει περίπου το 60%. Βραχυπρόθεσμα, η συνολική ζήτηση προς το δίκτυο ενδέχεται να αυξηθεί έως και 40% την περίοδο 2023–2035.

Τον προηγούμενο μήνα, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο –συγγραφείς της έκθεσης που αποτιμά το κόστος στα 2–3 τρισεκατομμύρια ευρώ– ανέφεραν ότι αυτό το ποσό είναι απαραίτητο για την επέκταση, αναβάθμιση και ψηφιοποίηση των δικτύων, ώστε να διασφαλιστεί τόσο η αξιόπιστη ενσωμάτωση των ανανεώσιμων όσο και η ασφάλεια εφοδιασμού. Προειδοποίησε επίσης ότι η Ευρώπη ανταγωνίζεται πλέον διεθνώς για τα απαραίτητα υλικά και εξοπλισμό, γεγονός που επιβαρύνει τις εφοδιαστικές αλυσίδες.

Τα ευρωπαϊκά δίκτυα είχαν αρχικά σχεδιαστεί για ροές εναλλασσόμενου ρεύματος (AC) από μεγάλους σταθμούς προς τους καταναλωτές. Πλέον, οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς (Transmission System Operators-TSOs) 36 χωρών πρέπει να σχεδιάσουν και να λειτουργήσουν ένα ριζικά διαφορετικό σύστημα, ικανό να διαχειριστεί μεταβλητή παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), η οποία παράγει τόσο εναλλασσόμενο όσο και συνεχές ρεύμα (DC).

Περίπου οι μισές γραμμές μεταφοράς στην Ευρώπη είναι άνω των 40 ετών, ενώ τα υφιστάμενα δίκτυα διανομής εκτείνονται σε περισσότερα από 9 εκατομμύρια χιλιόμετρα. Ο στόχος είναι να φτάσουν τα 16,8 εκατομμύρια χιλιόμετρα, με αντικατάσταση πάνω από 4 εκατομμύρια χιλιόμετρα πεπαλαιωμένων γραμμών.

Έκθεση των οργανισμών Beyond Fossil Fuels, Ember, E3G και IEEFA σημείωσε ότι πολλοί διαχειριστές δικτύων δεν συμβαδίζουν με τον ρυθμό της ενεργειακής μετάβασης. Σύμφωνα με τους συντάκτες, η επίτευξη καθαρού ενεργειακού συστήματος ως το 2035 αποτελεί κρίσιμο ορόσημο για την απανθρακοποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ωστόσο, ανέφεραν ότι σε πολλές χώρες έχουν δημιουργηθεί ουρές έργων ΑΠΕ που περιμένουν να συνδεθούν στο δίκτυο, με τον όγκο των εκκρεμών έργων να ξεπερνά τις απαιτούμενες νέες εγκαταστάσεις για την επίτευξη των στόχων του 2030.

Η έκθεση τονίζει ότι απαιτούνται μακροπρόθεσμες επενδύσεις με στήριξη από μητρικές εταιρείες, δημόσιους φορείς και πρόσβαση σε πράσινη χρηματοδότηση.

Οράματα για την ενέργεια το 2030

Σύμφωνα με την BFF, πέντε χώρες (Δανία, Φινλανδία, Ιρλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο και Λιθουανία) έχουν ζητήσει από τους διαχειριστές μεταφοράς να εξετάσουν σενάρια πλήρους αντικατάστασης της ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο με ανανεώσιμες πηγές έως το 2035.

Ασκείται, ωστόσο, κριτική στις φιλόδοξες και δαπανηρές κυβερνητικές δεσμεύσεις. Ο Άντι Μέιερ (Andy Mayer), διευθύνων σύμβουλος και αναλυτής ενέργειας στο φιλελεύθερο ινστιτούτο Institute of Economic Affairs, εξέφρασε την άποψη ότι το σχέδιο επέκτασης των δικτύων σύμφωνα με τα σημερινά χρονοδιαγράμματα είναι μη ρεαλιστικό. Όπως ανέφερε, το συνολικό κόστος, οι περιορισμοί των εφοδιαστικών αλυσίδων, η διαθεσιμότητα πρώτων υλών και η διεθνής εμπορική κατάσταση καθιστούν ανέφικτο τον επιδιωκόμενο ρυθμό.

Κατά τον ίδιο, όταν οι πολιτικές επιδιώξεις προηγούνται των οικονομικών σημάτων της αγοράς, οι τιμές εκτοξεύονται. Υποστήριξε ότι οι σημερινές προτάσεις συγχέουν τη δέσμευση για μηδενικές εκπομπές με την επιβολή των ΑΠΕ ως μοναδική λύση, παραμερίζοντας τεχνολογίες όπως η πυρηνική ενέργεια, η οποία πλέον επανέρχεται σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Ο Μέιερ επισήμανε ακόμη ότι πρόσφατη βλάβη στο ηλεκτρικό δίκτυο –που προκάλεσε διακοπές ρεύματος σε Ισπανία, Πορτογαλία και νότια Γαλλία στις 28 Απριλίου– ενδέχεται, σύμφωνα με ορισμένες αναλύσεις, να σχετίζεται με την αυξημένη εξάρτηση του ισπανικού δικτύου από διαλείπουσες ΑΠΕ.

Κατέληξε λέγοντας πως εάν υιοθετηθεί μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση, όπου οι σταθερές και αξιόπιστες μορφές παραγωγής ηγούνται και χρηματοδοτούν την επέκταση του δικτύου, τότε το κόστος θα μπορούσε να παραμείνει διαχειρίσιμο.

Από την πλευρά του, ο Φουρφάρι δήλωσε στην Epoch Times ότι «οι καταναλωτές» θα επωμιστούν τελικά το κόστος, σημειώνοντας ότι όταν συνειδητοποιήσουν τη συνεχή αύξηση στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, θα αντιδράσουν λέγοντας πως «δεν ζήτησαν ποτέ να έχουν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας».

Του Owen Evans

Έναρξη του προγράμματος ενίσχυσης θερμοκηπιακών καλλιεργειών στις 23 Ιουνίου

Το νέο πρόγραμμα για την ενίσχυση των θερμοκηπιακών καλλιεργειών, που ξεκινά στις 23 Ιουνίου, παρουσιάζεται ως το πρώτο βήμα για τον εκσυγχρονισμό της φυτικής παραγωγής και του πρωτογενούς τομέα.

Σύμφωνα με αρμόδιους παράγοντες, η ανθεκτικότητα της αγροτικής παραγωγής συνδέεται με την ανάπτυξη σύγχρονων αυτόνομων παραγωγικών μονάδων υπό κάλυψη, όπως τα θερμοκήπια, που ευνοούνται ιδιαίτερα στην Ελλάδα λόγω του γεωγραφικού της πλεονεκτήματος και του μεσογειακού της κλίματος. Παράλληλα, επισημαίνεται ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των φυσικών πόρων καθίσταται πιο επιτακτική εξαιτίας των ακραίων καιρικών φαινομένων.

Σημαντικός παράγοντας θεωρείται και η εξασφάλιση των αναγκαίων κεφαλαίων για τη στήριξη της παραγωγικής δραστηριότητας στον αγροτικό τομέα. Ο στόχος του εκσυγχρονισμού είναι, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η αύξηση της παραγωγικότητας και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας της παραγωγής, ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καταναλωτών για ασφαλή και ποιοτικά τρόφιμα.

Το πρόγραμμα έχει δημόσια δαπάνη 150 εκατ. ευρώ και, μαζί με την ιδιωτική συμμετοχή και την αναμενόμενη υπερδέσμευση, αναμένεται να κινητοποιήσει πόρους ύψους έως και 600 εκατ. ευρώ σε εθνικό επίπεδο.

Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστας Τσιάρας, χαρακτήρισε την πρωτοβουλία ως εθνική επιλογή, αναφερόμενος στις δυνατότητες της ελληνικής γεωργίας και στην ανάγκη μετάβασης σε ένα νέο μοντέλο παραγωγής που σέβεται το περιβάλλον, ενσωματώνει την τεχνολογία και στηρίζει τους παραγωγούς. Τόνισε ακόμη ότι η χώρα αντιμετωπίζει ταυτόχρονα μεγάλες προκλήσεις και σημαντικές ευκαιρίες, υπογραμμίζοντας τη σημασία της λήψης αποφάσεων και της υλοποίησης σχεδίων που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εποχής.

Από την πλευρά του, ο Γενικός Διευθυντής Αγροτικής Τραπεζικής της Τράπεζας Πειραιώς, Αλκιβιάδης Αλεξάνδρου, ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η Τράπεζα Πειραιώς είχε αναγνωρίσει την ανάγκη εκσυγχρονισμού των θερμοκηπιακών καλλιεργειών και ήδη από το 2021 είχε ιδρύσει Κέντρο Αριστείας με αντικείμενο τη μελέτη και την υλοποίηση έργων στον αγροδιατροφικό τομέα. Σύμφωνα με τον ίδιο, η τράπεζα θα συμβάλει στην υλοποίηση επενδύσεων ύψους 300 εκατ. ευρώ για σύγχρονα θερμοκήπια, μέσα από ένα συνδυασμό χρηματοδοτήσεων και συμβουλευτικών υπηρεσιών.

Όπως δήλωσε, η χρηματοδοτική στήριξη περιλαμβάνει προεξόφληση του 100% της επιχορήγησης καθώς και μακροπρόθεσμα δάνεια, ανάλογα με τη φύση της κάθε επένδυσης. Τόνισε ότι στόχος είναι η ταχεία υλοποίηση των σχεδίων, ώστε οι επενδυτές να αποκομίσουν εγκαίρως τα οφέλη και να ενισχυθεί η επισιτιστική επάρκεια της χώρας, με αντίκτυπο τόσο στην τοπική όσο και στην εθνική οικονομία.

Πρόγραμμα

Οι αιτήσεις θα γίνονται δεκτές έως και τις 26 Αυγούστου με τον προϋπολογισμό του κάθε επενδυτικού σχεδίου να ανέρχεται μεταξύ 30.000-1.000.000 ευρώ.

Το ποσοστό της επιχορήγησης ορίζεται ως:

60% – Εξοπλισμός τεχνολογίας αιχμής εντός των επιλέξιμων κατασκευών, Συστήματα υδροπονίας, αεροπονίας, Αμιγώς ηλεκτρικά αυτοκινούμενα μηχανήματα (ελκυστήρες, μηχανές συλλογής κ.λπ.)

50% – σε όλες τις επιλέξιμες δαπάνες εκτός των παραπάνω

Επιπλέον των ανωτέρω

+10% μέγιστο 70% – Γεωργοί νεαρής ηλικίας ανεξαρτήτως χωροθέτησης έδρας εκμετάλλευσης

+10% μέγιστο 70% – Δικαιούχοι με έδρα στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους

+10% μέγιστο 65% – Δικαιούχοι με έδρα σε Θεσσαλία, ΠΕ Έβρου και Δήμο Δομοκού

+10% μέγιστο 65% – Δικαιούχοι με έδρα σε ηπειρωτικές περιοχές που συμπεριλαμβάνονται στα Εδαφικά Σχέδια Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (αφορά ΠΕ Δυτικής Μακεδονίας, δηλαδή Κοζάνη και Φλώρινα, καθώς και Αρκαδία, όπου προβλέπεται απόσυρση λιγνιτικών μονάδων

Δικαιούχοι

* Φυσικά πρόσωπα: έως 63 ετών, έχουν υποβάλλει ΟΣΔΕ 2024 και είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Αγροτών ως επαγγελματίες αγρότες, ως νεοεισερχόμενοι επαγγελματίες αγρότες ή ως κάτοχοι αγροτικής εκμετάλλευσης

* Νομικά πρόσωπα: έχουν στο καταστατικό τους ως δραστηριότητα την άσκηση της γεωργίας, έχουν διάρκεια έως 31.12.2035 & 5 έτη μετά την ολοκλήρωση του επενδυτικού σχεδίου και είναι επιλέξιμοι όσοι συστήσουν ΝΠ που πληροί τις προϋποθέσεις πριν την υποβολή της αίτησης

* Συλλογικά σχήματα: εγγεγραμμένα και ενήμερα στο μητρώο, διακριτή λογιστική διαχείριση και κατά τις 3 προηγούμενες χρήσεις με κερδοφόρο μέσο όρο αποτελεσμάτων προ φόρων και αποσβέσεων και μέσο κύκλο εργασιών και Euro60.000 (εξαιρουμένων των νεοσύστατων)

Επιλέξιμες είναι οι εξής δαπάνες:

*Θερμοκηπιακές εγκαταστάσεις με συστήματα υδροπονίας/αεροπονίας

* Συμβατικές θερμοκηπιακές εγκαταστάσεις

* Δικτυοκήπια

* Εγκαταστάσεις τύπου ΤΟΛ για κάλυψη καλλιεργειών

* Θάλαμοι καλλιέργειας κλειστού τύπου κιβωτίου ISO 668

* Κλειστοί θάλαμοι μανιταριών.

Μερικές ενδεικτικές επιλέξιμες επενδύσεις είναι:

* Ανέγερση, επέκταση και εκσυγχρονισμός γεωργικών κατασκευών (κλασικά θερμοκήπια στο έδαφος, υδροπονικά θερμοκήπια, δικτυοκήπια, εγκαταστάσεις τύπου υψηλού ΤΟΛ για κάλυψη καλλιεργειών, κλειστοί θάλαμοι καλλιέργειας μανιταριών, θάλαμοι καλλιέργειας κλειστού τύπου κιβωτίου ISO 668) με εφαρμογή της ΥΑ 2243

* Επενδύσεις που συμβάλλουν στην αξιοποίηση ΑΠΕ (αγροβολταϊκά, φωτοβολταϊκά, κ.λπ.)

* Αγορά, μεταφορά και εγκατάσταση πολυετών φυτειών

* Αγορά καινούργιου αυτοκινήτου με ψυκτικό θάλαμο για την εξυπηρέτηση εκμετάλλευσης παραγωγής ανθέων

* Γενικές δαπάνες, στις οποίες περιλαμβάνεται κάθε δαπάνη λήψης υπηρεσιών που συνδέονται με το σχέδιο

* Μηχανολογικός εξοπλισμός

– υδροπονικά συστήματα, εξοπλισμός θέρμανσης, κουρτίνες, συστήματα θέρμανσης και ψύξης, κ.λπ.

– γεωργικοί ελκυστήρες των κατηγοριών Τ2 και Τ4.1 (<70hp)

– φυτικής παραγωγής που χρησιμοποιείται αποκλειστικά εντός των θερμοκηπίων όπως μηχανήματα κατεργασίας εδάφους, λιπασματοδιανομείς, ψεκαστικά μηχανήματα, συλλεκτικές μηχανές και εξοπλισμός συλλογής, κλαδευτικά αναρτώμενα και συρόμενα, εξαρτήματα ελκυστήρων αναρτώμενα

* Αγορά γης (μέχρι 10% των συνολικών επιλέξιμων δαπανών) και κατασκευές για την εξυπηρέτηση των θερμοκηπίων ([αποθήκες, ψυγεία, διαλογητήρια] <800 τμ, ομβροδεξαμενές, οικίσκοι φιλοξενίας <60 τμ)

Η θέση της Ελλάδας σε θερμοκηπιακές εκμεταλλεύσεις

Σε σύνολο Ευρωπαϊκής Ένωσης οι εκμεταλλεύσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας ανέρχονται σε 167.570 και αναπτύσσονται σε 1,4 εκατ. στρέμματα. Η χώρα μας καταλαμβάνει την έκτη θέση στη σχετική λίστα με 8.319 εκμεταλλεύσεις σε 48.720 στρέμματα.

Στην πρώτη θέση βρίσκεται η Ιταλία με συνολικά 28.720 εκμεταλλεύσεις και εκτάσεις που φτάνουν τα 389.100 στρέμματα, ακολουθεί η Ισπανία με 21.860 εκμεταλλεύσεις και 452.000 στρέμματα. Την πρώτη τριάδα ολοκληρώνει η Ρουμανία με 19.570 εκμεταλλεύσεις σε 33.000 στρέμματα. Αξίζει να σημειωθεί πάντως, ότι η γειτονική Τουρκία έχει θερμοκηπιακές εκμεταλλεύσεις οι οποίες επεκτείνονται σε μια έκταση 750.000 στρεμμάτων, περισσότερο από το 1/2 της συνολικής ευρωπαϊκής έκτασης θερμοκηπιακών εγκαταστάσεων.

Σημειώνεται τέλος ότι στην ελληνική επικράτεια, τη μερίδα του λέοντος κατέχει το νησί της Κρήτης με συνολικά 2.932 εκμεταλλεύσεις σε 15.509 στρέμματα. Ακολουθεί η Κεντρική Μακεδονία με 1.470 εκμεταλλεύσεις σε 5.333 στρέμματα και η Δυτική Ελλάδα με 774 εκμεταλλεύσεις σε 15.627 στρέμματα.

Του Θ. Παπακώστα