Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, υποδέχθηκε στις 20 Οκτωβρίου τον πρωθυπουργό της Αυστραλίας, Άντονυ Αλμπανέζε, στον Λευκό Οίκο, στην πρώτη επίσημη συνάντησή τους, όπου οι δύο ηγέτες υπέγραψαν νέα συμφωνία για τις σπάνιες γαίες.
Ο Τραμπ υπογράμμισε στους δημοσιογράφους ότι οι δύο χώρες πρόκειται να πετύχουν πολλά, καλωσορίζοντας τον Αυστραλό πρωθυπουργό έξω από τη Δυτική Πτέρυγα.
«Δουλεύουμε εδώ και πολύ καιρό πάνω σε αυτό», είπε ο Τραμπ αναφερόμενος στη συμφωνία για τις σπάνιες γαίες, ενώ υποδεχόταν τον Αλμπανέζε και την αντιπροσωπεία του στην Αίθουσα του Υπουργικού Συμβουλίου. «Σε περίπου ένα χρόνο από σήμερα, θα έχουμε τόσα κρίσιμα μέταλλα και σπάνιες γαίες που δεν θα ξέρουμε τι να τα κάνουμε», προσέθεσε.
Η συμφωνία, η οποία ολοκληρώθηκε σε διάστημα τεσσάρων έως πέντε μηνών, αποτελεί προσπάθεια απεξαρτητοποίησης από τις πρώτες ύλες του Πεκίνου, που ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος των εφοδιαστικών αλυσίδων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, η Κίνα ελέγχει σήμερα το 60-70% της παγκόσμιας παραγωγής μεταλλεύματος σπανίων γαιών και πάνω από το 90% της διύλισης υλικών και μαγνητών, με δεκαετίες κρατικών επιδοτήσεων και στήριξης να έχουν εδραιώσει την κυριαρχία της στην εφοδιαστική αλυσίδα των σπάνιων γαιών.
Προσφάτως, το κινεζικό καθεστώς επιδιώκει να εκμεταλλευτεί περαιτέρω αυτό το πλεονέκτημά, επεκτείνοντας δραστικά τους ελέγχους στις εξαγωγές σπάνιων γαιών και μεταλλευμάτων.
Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα εκφράσει τη δυσφορία του για τις ενέργειες του Πεκίνου. «Δεν θέλω να παίξουν το παιχνίδι των σπάνιων γαιών μαζί μας», δήλωσε μία ημέρα πριν από τη συνάντηση με τον Αλμπανέζε.
Οι δύο χώρες δεσμεύτηκαν να κινητοποιήσουν κρατικούς και ιδιωτικούς πόρους, επενδύοντας συνολικά 8,5 δισεκατομμύρια δολάρια στην εξόρυξη και επεξεργασία κρίσιμων μετάλλων και σπανίων γαιών. «Ένα δισ. δολάρια θα διαθέσουν η Αυστραλία και οι ΗΠΑ μέσα στους επόμενους έξι μήνες για άμεσα διαθέσιμα έργα», ανέφερε ο Αλμπανέζε κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
Βάσει της νέας συμφωνίας, οι δύο πλευρές θα συνεργαστούν για την προστασία των εγχώριων αγορών τους από πολιτικές εκτός αγοράς και αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.
Ο Αλμπανέζε επεσήμανε ότι τα κρίσιμα μέταλλα και το ατσάλι από σπάνιες γαίες θα αναβαθμίσουν το οικονομικό εταιρικό σχήμα μεταξύ των δύο χωρών. «Η σημερινή θα θεωρηθεί μια σημαντική ημέρα στην πορεία των σχέσεών μας», δήλωσε στους δημοσιογράφους.
Η Αυστραλία μπορεί να προμηθεύσει τις ΗΠΑ με 30 είδη σπάνιων γαιών, ενώ η κυβέρνησή της έχει δημιουργήσει φέτος εθνικό στρατηγικό απόθεμα κρίσιμων μετάλλων αξίας περίπου 780 εκατομμυρίων δολαρίων.
Τον Αύγουστο, ο πρέσβης της Αυστραλίας στις ΗΠΑ, Κέβιν Ραντ, είχε δηλώσει σε εκδήλωση του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών ότι η Αυστραλία μπορεί να εξελιχθεί σε μεγάλη δύναμη στον τομέα των κρίσιμων μετάλλων και των σπάνιων γαιών: «Διαθέτουμε τη μεγαλύτερη βιομηχανία εξόρυξης και τις ισχυρότερες μεταλλευτικές εταιρείες στον κόσμο», είχε αναφέρει.
Ωστόσο, η Αυστραλία χρειάζεται την αμερικανική υποστήριξη για την κατεργασία και επεξεργασία των κρίσιμων μετάλλων, ώστε να ανταγωνιστεί την Κίνα.
Στήριξη Τραμπ της συμφωνίας για τα πυρηνικά υποβρύχια
Ο Αλμπανέζε, 62 ετών, είχε πραγματοποιήσει κρατική επίσκεψη στην Ουάσιγκτον το 2023, επί προεδρίας Μπάιντεν.
Ένα από τα βασικά θέματα στην ατζέντα ήταν η τριμερής συμμαχία ασφάλειας Αυστραλίας-Ηνωμένου Βασιλείου-ΗΠΑ (AUKUS), που είχε δημιουργηθεί το 2021 επί Μπάιντεν.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας, η Αυστραλία θα αποκτήσει τρία υποβρύχια κλάσης Βιρτζίνια έως τις αρχές της δεκαετίας του 2030, με δυνατότητα να αποκτήσει δύο ακόμη.
Η συμφωνία προβλέπει επίσης την κατασκευή νέου τύπου υποβρυχίου SSN AUKUS, με το πρώτο να παραδίδεται στο Βασιλικό Ναυτικό του Ηνωμένου Βασιλείου εντός της δεκαετίας του 2030 και το αντίστοιχο αυστραλιανό να εντάσσεται στο Βασιλικό Ναυτικό της Αυστραλίας στις αρχές της δεκαετίας του 2040.
Ο Τραμπ δήλωσε ότι το έργο, το οποίο κινούνταν αργά, πλέον επιταχύνεται σημαντικά.
Επεσήμανε ότι συνεργάζεται στενά με τον Αλμπανέζε για την προώθησή του και επιβεβαίωσε τη στήριξή του στη συμφωνία, παρά τις προηγούμενες φήμες περί ενδεχόμενης ακύρωσης.
«Διαθέτουμε τα καλύτερα υποβρύχια στον κόσμο, οπουδήποτε στον κόσμο, και κατασκευάζουμε ακόμη μερικά αυτή την περίοδο», είπε.
Ο Τραμπ χαρακτήρισε την AUKUS αποτρεπτικό παράγοντα έναντι της Κίνας στον Ινδο-Ειρηνικό, αν και εκτίμησε πως ίσως να μην καταστεί απαραίτητη. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στον κόσμο με διαφορά», υπογράμμισε. «Δεν συγκρίνεται με καμία άλλη, έχουμε τον καλύτερο εξοπλισμό, και όλα – κανείς δεν τολμά να μας αμφισβητήσει».
Τον Ιούνιο, το Πεντάγωνο είχε ανακοινώσει ότι θα επανεξετάσει τη συμφωνία, ώστε να διαπιστώσει αν ευθυγραμμίζεται με τις παρούσες προτεραιότητες του Τραμπ, εξέλιξη που κατέλαβε τα πρωτοσέλιδα στην Αυστραλία και προκάλεσε ανησυχία.
Η εταιρική σχέση είναι ζωτικής σημασίας για την αποτροπή της κινεζικής επιθετικότητας στη συγκεκριμένη περιοχή, δήλωσε η γερουσιαστής Τζιν Σαχίν, κορυφαίο στέλεχος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, εκφράζοντας την ικανοποίηση της για τη στήριξη Τραμπ στην AUKUS.
«Χαίρομαι που ο πρόεδρος Τραμπ προσφέρει τη στήριξή του στη συμφωνία AUKUS, που είναι καθοριστική τόσο για την ασφάλεια των ΗΠΑ όσο και για τη διασφάλιση ότι το βάρος της συλλογικής άμυνας θα επιμεριστεί μεταξύ των εταίρων και συμμάχων», δήλωσε.
Αυξανόμενη απειλή από την Κίνα
Για την Αυστραλία, η Κίνα αποτελεί μία διογκούμενη απειλή.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο Τραμπ επεσήμανε ότι το Πεκίνο πληρώνει υψηλούς δασμούς στις ΗΠΑ και επανέλαβε ότι σκοπεύει να συναντηθεί σύντομα με τον ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, Σι Τζινπίνγκ.
«Πιστεύω ότι η Κίνα μάς δείχνει μεγάλο σεβασμό», τόνισε ο Τραμπ, αναφερόμενος στα δισεκατομμύρια δολάρια που κατέβαλε η χώρα σε δασμούς. «Οι δασμοί που τώρα ισχύουν στο 55% θα αυξηθούν στο 155% αν δεν καταλήξουμε σε συμφωνία με τον Σι στη συνάντησή μας στη Νότια Κορέα, τις επόμενες δύο εβδομάδες. Πιστεύω ότι θα καταλήξουμε σε συμφωνία με τον πρόεδρο Σι της Κίνας. Θα είναι κάτι συναρπαστικό, κάτι καλό και για τις δύο χώρες».
Ο Τραμπ τόνισε ότι οι ΗΠΑ έχουν ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί, καθώς αμερικανικές εταιρείες πωλούν πολλά αεροπλάνα, ανταλλακτικά και εξαρτήματα στην Κίνα.
«Μας απείλησαν με τις σπάνιες γαίες κι εγώ τους απείλησα με δασμούς», σημείωσε. «Όμως, θα μπορούσα να τους απειλήσω και με άλλα, όπως τα αεροπλάνα. Ξέρετε τι γίνεται με τα αεροπλάνα, γιατί δεν μπορούν να βρουν ανταλλακτικά για τα δικά τους. Εμείς κατασκευάζουμε τα αεροπλάνα τους».
Υποστήριξε ότι, όσον αφορά το εμπόριο, η Κίνα βρίσκεται σε δυσχερή θέση.
«Πιστεύω ότι έχουν μεγάλο πρόβλημα, κι εγώ δεν θέλω να έχουν τόσο σοβαρό πρόβλημα», κατέληξε ο Τραμπ.
Η εμπορική αντιπαράθεση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας εισήλθε σε μια νέα, επικίνδυνη φάση με την ταυτόχρονη εφαρμογή αμοιβαίων λιμενικών τελών που άρχισε στις 14 Οκτωβρίου 2025. Αυτή η κίνηση σηματοδοτεί τη μετατροπή της διεθνούς ναυτιλίας από έναν ουδέτερο αγωγό του παγκόσμιου εμπορίου σε ένα άμεσο όργανο γεωπολιτικής, με τις ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες να βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της αναταραχής.
Ανατομία των νέων μέτρων
Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιβάλλουν τέλη ύψους 50 δολαρίων ανά καθαρή ολική χωρητικότητα σε πλοία κινεζικής ιδιοκτησίας, λειτουργίας ή κατασκευής. Τα μέτρα στοχεύουν στην αποδυνάμωση της κινεζικής κυριαρχίας στη διεθνή ναυτιλία και στην ενίσχυση της αμερικανικής ναυπηγικής βιομηχανίας. Σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθηκε κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Μπάιντεν, η Κίνα χρησιμοποιεί άδικες πρακτικές για να κυριαρχήσει στους τομείς της ναυτιλίας, τα logistics και της ναυπηγικής.
Η Κίνα αντέδρασε με την επιβολή αντιμέτρων ύψους 400 γουάν (περίπου 56 δολαρίων) ανά καθαρή ολική χωρητικότητα σε πλοία με αμερικανικά συμφέροντα. Το κρίσιμο στοιχείο των κινεζικών μέτρων είναι η ρήτρα «οικονομικής ιδιοκτησίας», που επεκτείνει τα τέλη σε όλες τις εταιρείες όπου Αμερικανοί πολίτες ή αμερικανικοί οργανισμοί κατέχουν τουλάχιστον το 25% των μετοχών, δικαιωμάτων ψήφου ή θέσεων στο διοικητικό συμβούλιο.
Τα τέλη δεν παραμένουν σταθερά αλλά αυξάνονται προοδευτικά. Από τα αρχικά 55-56 δολάρια ανά καθαρή ολική χωρητικότητα, τα κινεζικά τέλη θα φτάσουν τα 1.120 γουάν (περίπου 157 δολάρια) έως τον Απρίλιο του 2028. Αυτή η κλιμάκωση καθιστά τη μακροπρόθεσμη λειτουργία ορισμένων δρομολογίων οικονομικά ασύμφορη.
Οι ελληνικές ναυτιλιακές στο στόχαστρο
Από τις 31 εισηγμένες ναυτιλιακές εταιρείες ελληνικών συμφερόντων στα αμερικανικά χρηματιστήρια, η συντριπτική πλειονότητα – 29 εταιρείες – έκλεισε με αρνητικά πρόσημα την Παρασκευή 11 Οκτωβρίου, αντικατοπτρίζοντας την ανησυχία των επενδυτών για τις επερχόμενες επιπτώσεις. Η αντίδραση αυτή είναι ενδεικτική της σοβαρότητας που αποδίδει η αγορά στα νέα μέτρα.
Η ελληνική ναυτιλία βρίσκεται σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση λόγω της βαθιάς εξάρτησής της από την κινεζική ναυπηγική βιομηχανία. Σύμφωνα με στοιχεία του καθηγητή ναυτιλιακών σπουδών Ιωάννη Θεότοκα, το 33% του ελληνικού στόλου που βρίσκεται σήμερα στη θάλασσα έχει κατασκευαστεί σε κινεζικά ναυπηγεία, ενώ το 67% των νέων παραγγελιών ελληνικών εφοπλιστών γίνεται στην Κίνα.
Τα στοιχεία της Lloyd’s List Intelligence αποκαλύπτουν ότι περισσότερα από 440 bulk carriers έχουν άμεση ή έμμεση αμερικανική συμμετοχή, ενώ περισσότερο από το 20% των ταξιδιών που πραγματοποιεί ο ελληνικός στόλος προς τις ΗΠΑ γίνεται με πλοία κινεζικής κατασκευής. Συγκεκριμένα, το 2024 καταγράφηκαν 903 αφίξεις ελληνόκτητων πλοίων στις ΗΠΑ που ήταν κινεζικής κατασκευής.
Ο Χάρης Βαφειάς, επιφανής προσωπικότητα της ελληνικής ναυτιλίας, προειδοποίησε ότι εάν τα κινεζικά τέλη πιάσουν τους εφοπλιστές που είναι εισηγμένοι στα αμερικανικά χρηματιστήρια, το κόστος θα είναι «εξαιρετικά υψηλό και άδικο». Αυτή η ανησυχία είναι δικαιολογημένη, καθώς μεγάλα ποσοστά των μετοχών των ελληνικών ναυτιλιακών εταιρειών βρίσκονται σε λογαριασμούς αμερικανικών επενδυτικών τραπεζών και funds.
Αριθμοί που εντυπωσιάζουν
Η Κίνα έχει καταφέρει να αποκτήσει συντριπτική κυριαρχία στη διεθνή ναυπηγική βιομηχανία, που εξηγεί γιατί τα αμερικανικά μέτρα έχουν τόσο μεγάλη επίδραση. Σύμφωνα με το κινεζικό υπουργείο Βιομηχανίας και Πληροφοριακής Τεχνολογίας, οι κινεζικοί όμιλοι ελέγχουν το 55,7% της παγκόσμιας παραγωγής ναυπήγησης, το 74,1% των νέων παραγγελιών παγκοσμίως και το 63,1% του συνολικού παγκόσμιου χαρτοφυλακίου παραγγελιών.
Το κόστος είναι ο κύριος παράγοντας αυτής της κυριαρχίας. Ένα τυπικό container vessel που κατασκευάζεται στην Κίνα κοστίζει περίπου 60 εκατομμύρια δολάρια, ενώ το αντίστοιχο πλοίο που κατασκευάζεται σε αμερικανικά ναυπηγεία μπορεί να κοστίσει έως 330 εκατομμύρια δολάρια
Η κινεζική επιτυχία δεν είναι τυχαία αλλά αποτέλεσμα μιας στρατηγικής προσέγγισης που ονομάζεται «military-civil fusion». Η Κίνα έχει ενσωματώσει την εμπορική και στρατιωτική παραγωγή σε πολλά από τα ναυπηγεία της, δίνοντας στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΛΑΣ) πρόσβαση σε υποδομές, επενδύσεις και πνευματική ιδιοκτησία που αποκτήθηκε από εμπορικά συμβόλαια.
Άμεσες επιπτώσεις στους ναύλους και τη ναυτιλιακή αγορά
Η αγορά αντέδρασε άμεσα στην ανακοίνωση των μέτρων στις 10 Οκτωβρίου με άνοδο των spot ναύλων. Σύμφωνα με αναλυτές, η αρχική αντίδραση περιλαμβάνει τη δημιουργία νέων ναυλοσυμφώνων για αντικατάσταση των επηρεαζόμενων πλοίων, προκαλώντας πρόσκαιρες ανισορροπίες στην αγορά.
Οι νέες συνθήκες θα οδηγήσουν σε μια σημαντική ανακατανομή του παγκόσμιου στόλου. Τα «αμερικανικά» πλοία αναμένεται να κατευθυνθούν προς αγορές εκτός Κίνας (Ινδία, Νοτιοανατολική Ασία, Ατλαντικός), ασκώντας πιθανώς πίεση στους ναύλους των βασικών διαδρομών. Αντιθέτως, τα δρομολόγια προς την Κίνα και τον Ειρηνικό μπορεί να ενισχυθούν προσωρινά, καθώς η διαθεσιμότητα «καθαρής» χωρητικότητας θα μειωθεί.
Η Cosco, η κινεζική ναυτιλιακή γίγαντας και πέμπτη μεγαλύτερη εταιρεία container στον κόσμο, αναμένεται να επωμιστεί το βαρύτερο κόστος. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η Cosco και η θυγατρική της OOCL θα πληρώσουν έως και 1,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2026 λόγω των νέων τελών. Ωστόσο, η εταιρεία έχει ανακοινώσει ότι δεν θα επιβάλει πρόσθετες χρεώσεις στους πελάτες της, πιθανώς απορροφώντας το κόστος μέσω κρατικών επιδοτήσεων.
Οι Έλληνες εφοπλιστές, που παραδοσιακά προτιμούσαν τα οικονομικά κινεζικά ναυπηγεία, ειδικά για bulk carrier και tanker, αντιμετωπίζουν τώρα «σοβαρά στρατηγικά διλήμματα». Η Allied Shipbroking σημειώνει ότι οι ξένοι εφοπλιστές – συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων που ελέγχουν τον μεγαλύτερο εμπορικό στόλο παγκοσμίως – ενδέχεται να ανακατευθύνουν τις μελλοντικές παραγγελίες τους προς νοτιοκορεατικά και ιαπωνικά ναυπηγεία.
Οι επιπτώσεις αυτής της αλλαγής είναι σημαντικές. Για ένα VLCC (Very Large Crude Carrier) κινεζικής κατασκευής που λειτουργεί από ξένο πλοιοκτήτη, τα τέλη θα αυξηθούν από 1,8 εκατομμύρια δολάρια ανά ταξίδι το 2025 σε 3,3 εκατομμύρια δολάρια έως το 2028. Για ένα Capesize bulk carrier, το κόστος θα αυξηθεί από 1 εκατομμύριο σε 1,9 εκατομμύρια δολάρια την ίδια περίοδο.
Οι αναλυτές της Allied Shipbroking προσδιορίζουν διάφορες πιθανές στρατηγικές για τις ελληνικές εταιρείες: ορισμένα πλοία μπορεί να σημαιοστολιστούν υπό αμερικανικά προγράμματα ελέγχου, ενώ άλλα θα μπορούσαν να σχηματίσουν συμμαχίες με αμερικανικούς operator για να επιδιώξουν εξαιρέσεις. Εναλλακτικά, οι εφοπλιστές μπορεί να στραφούν σε feeder και περιφερειακές διαδρομές για να αποφύγουν εντελώς τα αμερικανικά λιμάνια.
Η ευρύτερη γεωπολιτική διάσταση
Πέρα από την άμεση αναστάτωση, αυτή η κίνηση ενισχύει τη διάσπαση του παγκόσμιου εμπορίου σε «δυτικά» και «ανατολικά» δίκτυα. Ο Δρ Ρόαρ Άντλαντ [Dr. Roar Adland] του SSY προειδοποιεί ότι «η αγορά ίσως απορροφήσει τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις, αλλά μακροπρόθεσμα η ναυτιλία θα πρέπει να λειτουργεί σε δύο παράλληλα σύμπαντα – το ένα με αμερικανική και το άλλο με κινεζική σφραγίδα».
Η σημερινή κατάσταση δεν είναι μοναδική στην ιστορία. Η κρίση της Ερυθράς Θάλασσας του 2024-2025, όπου οι επιθέσεις των Χούθι κατά εμπορικών πλοίων ανάγκασαν τις ναυτιλιακές εταιρείες να εγκαταλείψουν τη Διώρυγα του Σουέζ, δημιούργησε παρόμοιες διακοπές. Ο αριθμός των πλοίων που διασχίζουν τη διώρυγα μειώθηκε κατά 66% από τότε που οι εταιρείες άρχισαν να εκτρέπουν τα πλοία τους γύρω από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας.
Σύμφωνα με στοιχεία της A.P. Moller-Maersk, πάνω από το 76% των Ευρωπαίων shippers αντιμετώπισαν διακοπές στην εφοδιαστική αλυσίδα το 2024. Σχεδόν το ένα τέταρτο καταμέτρησε περισσότερα από 20 διασπαστικά συμβάντα, και 1 στους 3 αντιμετώπισε δυσκολίες στην εξασφάλιση υλικών που είναι απαραίτητα για την παραγωγή.
Η εντεινόμενη γεωπολιτική αντιπαράθεση έχει ως παράπλευρη συνέπεια την αύξηση των κυβερνοεπιθέσεων εναντίον ναυτιλιακών στόχων. Κυβερνοεπιθέσεις έχουν ήδη επηρεάσει πολλά λιμάνια, οδηγώντας σε διακοπές λειτουργίας γερανών, εμπλοκές στη ροή φορτίου και παύση των συστημάτων προγραμματισμού. Συμβάντα πλαστογραφίας πλοήγησης, συμπεριλαμβανομένης της χειραγώγησης AIS και GPS, έχουν αναφερθεί κοντά σε ευαίσθητες ζώνες όπως η Ερυθρά Θάλασσα και το Στενό του Χορμούζ.
Τα ασφάλιστρα πολεμικού κινδύνου για πλοία που διασχίζουν το Στενό του Χορμούζ έχουν αυξηθεί κατά περισσότερο από 60%, αυξάνοντας το κόστος κατά δεκάδες χιλιάδες δολάρια ανά ταξίδι. Ορισμένοι ασφαλιστές αποσύρουν εντελώς την κάλυψή τους για διαδρομές υψηλού κινδύνου.
Επιπτώσεις στους διάφορους τύπους πλοίων
Παρότι αρχικά φοβούνταν μεγαλύτερη επίδραση, τα dry bulk carrier μπορεί να αντιμετωπίσουν μικρότερες συνέπειες από τα αναμενόμενα. Τα πλοία που φτάνουν σε ballast condition (για φόρτωση εξαγωγών) εξαιρούνται από τα τέλη, ενώ οι ΗΠΑ είναι καθαρός εξαγωγέας dry bulk commodities, εξάγοντας περισσότερο από το διπλάσιο από ό,τι εισάγουν. Επιπλέον, πλοία κάτω από 80.000 DWT εξαιρούνται από τα τέλη.
Ο τομέας των containerships αντιμετωπίζει μεγαλύτερες προκλήσεις. Πολλοί non-Chinese carrier αποσύρονται από την αμερικανική αγορά καθώς τα USTR τέλη τίθενται σε ισχύ για πλοία κινεζικής κατασκευής. Η MSC, CMA CGM, ONE και Zim είναι μεταξύ αυτών που προσαρμόζουν τις αναπτύξεις στόλου σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Η αγορά tanker έχει παγώσει μετά την κινεζική ανακοίνωση των αντίμετρων, σύμφωνα με brokers. Οι αρχικές αντιδράσεις δείχνουν ορισμένα dry cargo να εκτρέπονται προς την Ινδία και την Ινδονησία για να αποφύγουν την εκφόρτωση στην Κίνα. Τέτοιες μετατοπίσεις θα μπορούσαν να περιορίσουν την προσφορά πλοίων, υποστηρίζοντας γενικά τους ναύλους σε όλα τα τμήματα tanker και bulker.
Αντιδράσεις των Ελλήνων εφοπλιστών
Παρά τις αβεβαιότητες, οι παρατηρήσεις κορυφαίων Ελλήνων εφοπλιστών σε μια μεγάλη πολιτική και οικονομική συγκέντρωση στην Ελλάδα υποδηλώνουν ότι, μέχρι στιγμής, αντιμετωπίζουν τις πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ με αρκετή ψυχραιμία. Ο Πάνος Λασκαρίδης σημείωσε ότι τα πιθανά αμερικανικά τέλη σε πλοία συνδεδεμένα με την Κίνα μπορεί να μεταφερθούν στους ναυλωτές, ενώ ο Σίμος Παληός της Diana Shipping βλέπει το ελληνικό μερίδιο του παγκόσμιου στόλου να αυξάνεται παρά να μειώνεται.
Ο πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, Θεόδωρος Βενιάμης, είχε κατηγορήσει παλαιότερα τον πρόεδρο Τραμπ ότι εξαπέλυσε έναν εμπορικό πόλεμο και κάλεσε τώρα την Ευρωπαϊκή Ένωση να υποστηρίξει καλύτερα τη ναυτιλία σε πολιτικό επίπεδο. Αυτή η δήλωση αντικατοπτρίζει την ανησυχία του κλάδου για την έλλειψη επαρκούς πολιτικής υποστήριξης σε διεθνές επίπεδο.
Τεχνικές λεπτομέρειες εφαρμογής
Η έλλειψη σαφών οδηγιών από την κινεζική πλευρά ενδέχεται να οδηγήσει σε διοικητικά εμπόδια, καθυστερήσεις και ανακατευθύνσεις πλοίων. Η Arrow Research επισημαίνει ότι το κινεζικό μέτρο είναι ξεκάθαρα αντίμετρο και η αβεβαιότητα γύρω από την εφαρμογή του δημιουργεί επιπλέον προκλήσεις.
Τα αμερικανικά τέλη πρέπει να καταβάλλονται εκ των προτέρων, πριν από την άφιξη, μέσω της πλατφόρμας Pay.gov του υπουργείου Οικονομικών, και τα πλοία πρέπει να επιδεικνύουν απόδειξη πληρωμής, διαφορετικά κινδυνεύουν με άρνηση εισόδου ή λειτουργιών φορτίου στα αμερικανικά λιμάνια.
Προβλέψεις και μελλοντικές εξελίξεις
Στο άμεσο μέλλον, οι αναλυτές αναμένουν συνέχιση της αστάθειας στους ναύλους, καθώς οι εταιρείες προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα. Πάνω από 179 εκατομμύρια τόνοι dry bulk φορτίου βρίσκονται σήμερα στη θάλασσα με προορισμό την Κίνα, αντιμετωπίζοντας ξαφνική αύξηση κόστους. Χωρίς άμεση διευκρίνιση, τα πλοία μπορεί να χρειαστεί να περιμένουν έξω από τα κινεζικά λιμάνια ή να εκτραπούν εντελώς ενώ διαπραγματεύονται τα τέλη.
Η βιομηχανία θα πρέπει να προσαρμοστεί σε μια νέα πραγματικότητα όπου η γεωπολιτική σχετίζεται άμεσα με τις επιχειρησιακές αποφάσεις. Το ‘militarization’ (στρατιωτικοποίηση) της εμπορικής και περιβαλλοντικής πολιτικής σηματοδοτεί ότι η ναυτιλία έχει μετακινηθεί από το να είναι ένας ουδέτερος αγωγός του παγκόσμιου εμπορίου σε ένα άμεσο όργανο της κρατικής πολιτικής.
Η «ναυμαχία» των λιμενικών τελών που ξεκίνησε σηματοδοτεί μια θεμελιώδη αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας της διεθνούς ναυτιλίας. Δεν πρόκειται απλώς για μια προσωρινή εμπορική διαμάχη, αλλά για μια στρατηγική αναδιαμόρφωση της παγκόσμιας ναυτιλίας που θα έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες.
Για την ελληνική ναυτιλία, η οποία έχει κτίσει την ηγετική της θέση στηριζόμενη στην αποτελεσματικότητα και τον οικονομικό ορθολογισμό, αυτή η γεωπολιτικοποίηση του κλάδου δημιουργεί νέες προκλήσεις που θα απαιτήσουν στρατηγική αναπροσαρμογή. Η εξάρτηση από την κινεζική ναυπηγική βιομηχανία, που μέχρι πρότινος αποτελούσε σοφή επιχειρηματική επιλογή, τώρα εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους.
Η διάσπαση του παγκόσμιου εμπορίου σε ανατολικά και δυτικά δίκτυα δεν είναι πλέον θεωρητικό σενάριο αλλά επιχειρησιακή πραγματικότητα. Οι ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες, με την παραδοσιακή τους προσαρμοστικότητα και επιχειρηματική οξυδέρκεια, θα πρέπει να πλοηγηθούν σε αυτό το νέο περιβάλλον όπου οι γεωπολιτικές συμμαχίες είναι εξίσου σημαντικές με την οικονομική αποδοτικότητα.
Τελικά, αυτή η κρίση μπορεί να αποδειχθεί καταλυτική για την ανάπτυξη νέων στρατηγικών που θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα του ελληνικού ναυτιλιακού κλάδου στο μέλλον. Όπως έχει συμβεί σε παρελθόντα περιστατικά, η ικανότητα προσαρμογής και καινοτομίας των Ελλήνων εφοπλιστών θα κρίνει την επιτυχή αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων.
Η Rolex είναι ίσως το πιο αναγνωρίσιμο πολυτελές brand ρολογιών παγκοσμίως, όμως ελάχιστοι γνωρίζουν τη συναρπαστική ιστορία πίσω από το στέμμα. Εντυπωσιακό είναι, για παράδειγμα, ότι οι ρίζες της εταιρείας βρίσκονται στο Λονδίνο – όχι στην Ελβετία, όπως θα υπέθεταν πολλοί. Το παρόν άρθρο ακολουθεί αφηγηματικά τη διαδρομή της Rolex από την ίδρυσή της το 1905 από τον Χανς Βίλσντορφ , μέχρι τη μετεξέλιξή της σε σύμβολο πολυτέλειας και status, φωτίζοντας τις καινοτομίες, τις στρατηγικές marketing και τις επιλογές που έχτισαν έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους και κερδοφόρους οίκους ωρολογοποιίας στον κόσμο.
Ίδρυση στο Λονδίνο και το όραμα του Χανς Βίλσντορφ
Η ιστορία ξεκινά το 1905 στο Λονδίνο της Αγγλίας, όταν ο νεαρός Γερμανός επιχειρηματίας Χανς Βίλσντορφ [Hans Wilsdorf], μαζί με τον κουνιάδο του, Άλφρεντ Ντέιβις [Alfred Davis], ίδρυσαν την εταιρεία Wilsdorf & Davis. Η νεοσύστατη επιχείρηση ειδικευόταν στην εισαγωγή ελβετικών μηχανισμών υψηλής ποιότητας (από τον οίκο Hermann Aegler) και την τοποθέτησή τους σε καλαίσθητες κάσες ρολογιών, που στη συνέχεια πωλούνταν σε κοσμηματοπωλεία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Εκείνη την εποχή, συνηθιζόταν να χαράσσουν οι έμποροι το δικό τους όνομα στο καντράν – τα πρώτα αυτά ρολόγια έφεραν μάλιστα τα αρχικά ‘W&D’ χαραγμένα στο εσωτερικό της κάσας, ως διακριτικό της Wilsdorf & Davis.
Χανς Βίλσντορφ (Public Domain)
Ο Χανς Βίλσντορφ όμως είχε μεγαλύτερες φιλοδοξίες. Οραματιζόταν ένα ρολόι χειρός που θα συνδύαζε την κομψότητα με την ακρίβεια ενός χρονομέτρου τσέπης – την εποχή εκείνη τα ρολόγια χειρός θεωρούνταν λιγότερο ακριβή και αρχικά ήταν δημοφιλή κυρίως ως γυναικεία κοσμήματα. Ο Βίλσντορφ πίστευε βαθιά ότι το μέλλον ανήκει στα ρολόγια χειρός και έθεσε ως στόχο να βελτιώσει την αξιοπιστία τους. Ήδη το 1908 κατοχυρώνει ως εμπορικό σήμα το όνομα ‘Rolex’, θέλοντας μια επωνυμία σύντομη, εύηχη σε οποιαδήποτε γλώσσα και αρκετά μικρή ώστε να χωρά στο καντράν. Το όνομα δεν σήμαινε κάτι συγκεκριμένο – κατά μία θεωρία προέρχεται από τις γαλλικές λέξεις horlogerie exquise (εκλεκτή ωρολογοποιία) αν και ο Βίλσντορφ δεν το επιβεβαίωσε ποτέ. Αυτό που είχε σημασία για εκείνον ήταν να γίνει η λέξη Rolex συνώνυμο ποιότητας και ακρίβειας, κάτι που πράγματι πέτυχε όπως απέδειξε η ιστορία .
Ήδη πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Βίλσντορφ φρόντισε να τεκμηριώσει την ακρίβεια των ρολογιών του. Το 1910, ένα ρολόι χειρός Rolex έγινε το πρώτο στον κόσμο που έλαβε επίσημο ελβετικό πιστοποιητικό χρονομέτρου ακριβείας (Certificate of Chronometric Precision) από το παρατηρητήριο της Βιέννης. Λίγα χρόνια μετά, το 1914, ένα μικρό Rolex 25mm πέτυχε τη μέγιστη διάκριση χρονομέτρου (Class A) στο περίφημο Αστεροσκοπείο Kew της Αγγλίας. Αυτά τα επιτεύγματα – πρωτοφανή για ρολόγια χειρός εκείνης της εποχής – έδωσαν στο νεαρό brand τεράστια αξιοπιστία και διαφημίστηκαν εδραιώνοντας τη φήμη της Rolex ως συνώνυμο της χρονομετρικής ακρίβειας.
Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η οικονομική κατάσταση στη Βρετανία ήταν δυσμενής για την ωρολογοποιία (φορολογία πολυτελείας σε εισαγόμενα πολύτιμα μέταλλα, κλπ), οπότε ο Βίλσντορφ πήρε μια καθοριστική απόφαση: το 1919 μετέφερε την έδρα της εταιρείας στη Γενεύη της Ελβετίας. Η Rolex απέκτησε ελβετική ταυτότητα, ενώ ο ίδιος ο Βίλσντορφ – αν και γερμανικής καταγωγής – ενσωμάτωσε το όραμά του στην καρδιά της ελβετικής ωρολογοποιίας. Έως τότε η εταιρεία είχε ήδη μετονομαστεί επίσημα σε Rolex Watch Co. Ltd. (1915) και αργότερα σε Montres Rolex S.A. στη Γενεύη, πριν καταλήξει στο απλό Rolex S.A. που διατηρεί μέχρι σήμερα. Ο Χανς Βίλσντορφ είχε κατοχυρώσει επίσης από το 1925 το διάσημο πλέον στέμμα ως λογότυπο της μάρκας , συμβολίζοντας την ‘κορωνίδα’ της ωρολογοποιίας.
Το πρώτο αδιάβροχο ρολόι: Η επανάσταση του Oyster
Στη δεκαετία του 1920, η Rolex αντιμετώπισε μια μεγάλη πρόκληση της εποχής: την προστασία του ευαίσθητου μηχανισμού ενός ρολογιού από τη σκόνη και το νερό που μπορούσαν εύκολα να εισχωρήσουν από την κορώνα κουρδίσματος και το καντράν. Ο Βίλσντορφ, πάντα προσηλωμένος στην πρακτική αξιοπιστία, οραματίστηκε ένα εντελώς στεγανό ρολόι χειρός. Το 1926 η εταιρεία παρουσίασε τελικά τη λύση: ένα επαναστατικό αδιάβροχο και αεροστεγές περίβλημα ρολογιού που ονόμασε Oyster (στρείδι) . H Rolex δεν εφηύρε εξ ολοκλήρου την ιδέα – απέκτησε ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για βιδωτή κορώνα και κάσα από τους εφευρέτες Πωλ Περρεγκώ και Ζωρζ Περέ [Paul Perregaux & Georges Peret] – όμως τελειοποίησε και προώθησε μαζικά την εφεύρεση αυτή. Το Oyster διέθετε βιδωτή πλάτη, στεφάνωμα και κορώνα που σφράγιζαν ερμητικά, προστατεύοντας τον μηχανισμό από κάθε εισροή νερού ή σκόνης. Ήταν το πρώτο πρακτικά αξιόπιστο αδιάβροχο ρολόι χειρός παραγωγής και αποτέλεσε κομβική καινοτομία για την ωρολογοποιία.
Ο Βίλσντορφ δεν αρκέστηκε στην τεχνική πατέντα, αλλά ανέδειξε το Oyster με ευφυή προβολή. Ως επίδειξη, τοποθέτησε Rolex Oyster σε ενυδρεία βιτρινών, αφήνοντας τα ρολόγια βυθισμένα στο νερό μπροστά στα έκπληκτα μάτια του κοινού. Το μεγαλύτερο διαφημιστικό κόλπο ήρθε το 1927, όταν η νεαρή Βρετανίδα κολυμβήτρια Μερσέντες Γκλάιτσε [Mercedes Gleitze] επιχείρησε να διαπλεύσει τη Μάγχη. Ο Βίλσντορφ της έδωσε ένα Oyster να φορέσει στο εγχείρημα – κρεμασμένο στο λαιμό της – και πράγματι, μετά από περισσότερες από 10 ώρες στα παγωμένα νερά, το ρολόι λειτουργούσε άψογα. Η Μερσέντες Γκλάιτσε έγινε έτσι η πρώτη ‘πρέσβειρα’ του brand, χρόνια πριν εισαχθεί ο όρος brand ambassador στο marketing. Η Rolex, πανηγυρίζοντας το κατόρθωμα, δημοσίευε ολοσέλιδες διαφημίσεις στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Daily Mail επί έναν μήνα, διακηρύσσοντας ότι το Oyster βγήκε νικητής από τη δοκιμασία της Μάγχης.
H Μερσέντες Γκλάιτσε με το Rolex Oyster στον λαιμό της, τον Δεκέμβριο του 1930. (Public Domain)
Με αυτή τη μεγαλοφυή κίνηση, ο Βίλσντορφ ουσιαστικά εφηύρε το μοντέλο της διαφήμισης μέσω επιτευγμάτων. Σύνδεσε το όνομα Rolex με έννοιες όπως η αντοχή, η αξιοπιστία και η ανθρώπινη αποφασιστικότητα. Όπως επισημαίνουν σύγχρονοι αναλυτές, ο τρόπος που μετέτρεψε τον άθλο της Γκλάιτσε σε αφήγημα αντοχής και ακρίβειας, ουσιαστικά θεμελίωσε την έννοια του ‘πρεσβευτή ρολογιών’ στη βιομηχανία. Ακολούθως, η Rolex εμπλούτισε τη διαφημιστική της μυθολογία με ένα ‘πάνθεον ηρώων’: από τον θρυλικό Βρετανό οδηγό ταχύτητας Σερ Μάλκολμ Κάμπελ [Sir Malcolm Campbell], που έσπασε ρεκόρ οδηγώντας τη Bluebird με ένα Rolex στον καρπό του, μέχρι την αποστολή του Έβερεστ το 1953, όπου οι Έντμουντ Χίλλαρυ και Τένζιγκ Νόργκεϋ [Edmund Hillary & Tenzing Norgay] φορούσαν Rolex όταν κατακτούσαν την υψηλότερη κορυφή του κόσμου. Κάθε τέτοια ιστορία ενίσχυε την εικόνα της Rolex ως ρολογιού που συνοδεύει τις μεγαλύτερες ανθρώπινες προκλήσεις.
«Perpetual» – Ο αυτόματος μηχανισμός και η κατοχύρωση της ακρίβειας
Το 1931 η Rolex πέτυχε άλλη μια πρωτιά που θα άλλαζε την ωρολογοποιία: κατοχύρωσε έναν μηχανισμό αυτόματης περιέλιξης (αυτόματου κουρδίσματος) τον οποίο ονόμασε Perpetual Rotor (Αέναος Ρότορας). Επρόκειτο για ένα ημικυκλικό βαρυκεντρισμένου ρότορα που περιστρέφεται ελεύθερα 360° με την κίνηση του χεριού, κουρδίζοντας συνεχώς το ελατήριο του ρολογιού. Μέχρι τότε, τα αυτόματα ρολόγια είχαν πιο περιορισμένη διαδρομή βάρους (π.χ. ο μηχανισμός Harwood του 1924 κινούταν 270°) και λιγότερη αποτελεσματικότητα. Ο Perpetual ρότορας της Rolex έκανε το κούρδισμα αδιάκοπο και αόρατο για τον χρήστη – το ρολόι πλέον ‘φόρτιζε’ μόνο του απ’ την κίνηση του σώματος, καθιστώντας περιττό το καθημερινό χειροκίνητο κούρδισμα. Το πρώτο Oyster με αυτό τον μηχανισμό ονομάστηκε συμβολικά Oyster Perpetual, σηματοδοτώντας ότι ο συνδυασμός ενός στεγανού Oyster με αυτόματο μηχανισμό προσέφερε ένα ρολόι μόνιμης λειτουργίας. Η επινόηση αυτή της Rolex, το 1931, ουσιαστικά καθιέρωσε το πρότυπο για όλα τα αυτόματα ρολόγια χειρός που ακολούθησαν .
Την ίδια περίοδο, η Rolex συνέχισε να επενδύει στη χρονομετρική ακρίβεια. Ο Βίλσντορφ φρόντιζε πολλά από τα ρολόγια που έβγαιναν από το εργοστάσιο να περνούν από επίσημους ελέγχους χρονομέτρησης και να λαμβάνουν πιστοποίηση Chronometer. Ήδη από τα 1920s η λέξη «Chronometer» εμφανιζόταν στα καντράν ορισμένων Rolex, ως ένδειξη της εγγυημένης ακρίβειάς τους. Το 1945 η Rolex παρουσίασε το μοντέλο Datejust, το πρώτο αυτόματο ρολόι χειρός με πιστοποιημένο χρονόμετρο που διέθετε αυτόματη ένδειξη ημερομηνίας στο καντράν. Η καινοτομία αυτή – αν και τεχνικά δεν αφορούσε την ακρίβεια, αλλά την πρακτικότητα – ήταν μέρος της ευρύτερης φιλοσοφίας του Βίλσντορφ να προσφέρει στον κάτοχο του ρολογιού ό,τι πιο εξελιγμένο και αξιόπιστο υπήρχε. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα όπως η στεγανότητα (Oyster), η πιστοποίηση χρονομέτρου, ο αυτόματος μηχανισμός κουρδίσματος (Perpetual) και αργότερα η ημερομηνία, έγιναν στάνταρντ εξοπλισμός ενός Rolex – συμβάλλοντας καθοριστικά στη μοναδική φήμη αντοχής και ποιότητας που απέκτησε η μάρκα.
To Rolex Daytona «Panda» με λευκό καντράν, μαύρα υποκαντράν, κεραμική στεφάνη, κυρτό κρύσταλλο από ζαφείρι, κίνηση κλώνου 4131, κασετίνα από γυαλισμένο ατσάλι, βιδωτά κουμπιά, κορώνα και μπρασελέ Oyster. (Public Domain)
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Rolex δεν επαναπαύθηκε στις δάφνες της ούτε στη δεκαετία του 1930. Παρόλο που ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος διέκοψε πολλές εμπορικές δραστηριότητες, ο Βίλσντορφ ήταν ενεργός και διορατικός. Μάλιστα, στα χρόνια 1935-1940 η εταιρεία παρείχε ειδικές εκδόσεις καταδυτικών ρολογιών για τις υποβρύχιες μονάδες του Ιταλικού Ναυτικού (Decima Flottiglia MAS) – ρολόγια που κατασκεύαζε η Rolex και διένειμε μέσω του οίκου Panerai στη Φλωρεντία. Τα εν λόγω μοντέλα, πρόγονοι του σημερινού Panerai, χρησιμοποιήθηκαν σε τολμηρές επιχειρήσεις βατραχανθρώπων κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αυτό υπογραμμίζει πως ήδη από τότε τα Rolex θεωρούνταν ‘εργαλεία’ ακριβείας για σκληρή χρήση, ανταποκρινόμενα σε ακραίες συνθήκες – μια φήμη που θα εδραιωνόταν ολοκληρωτικά στα μεταπολεμικά χρόνια.
Πολεμικά χρόνια, μεγάλα ρίσκα και άνοιγμα στην Αμερική
Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η φήμη της Rolex ως αξιόπιστου ρολογιού εδραιώθηκε ακόμη περισσότερο με έναν απροσδόκητο τρόπο. Πιλότοι της βρετανικής RAF προτιμούσαν να αγοράζουν Rolex αντικαθιστώντας τα μέτρια υπηρεσιακά τους ρολόγια. Ωστόσο, όταν συλλαμβάνονταν ως αιχμάλωτοι πολέμου, τα Rolex τους κατάσχονταν από τους Γερμανούς. Μαθαίνοντας το γεγονός, ο Χανς Βίλσντορφ έκανε κάτι πρωτοφανές: προσφέρθηκε να αντικαταστήσει κάθε Rolex που είχε αφαιρεθεί από αιχμάλωτους Συμμάχους αξιωματικούς, στέλνοντας νέα ρολόγια στα στρατόπεδα και ζητώντας να πληρωθεί μόνο μετά το τέλος του πολέμου, και μόνο εφόσον ο αξιωματικός ήταν ικανοποιημένος. Ο Βίλσντορφ επέβλεπε αυτό το πρόγραμμα προσωπικά και μέσω του Ερυθρού Σταυρού έστειλε πάνω από 3.000 ρολόγια σε αιχμαλώτους, με τη σιωπηρή συναίνεση των γερμανικών αρχών. Το γεγονός αυτό ανέβασε το ηθικό των αιχμαλώτων – ήταν μια έμπρακτη δήλωση εμπιστοσύνης ότι οι Σύμμαχοι τελικά θα νικήσουν, αλλιώς η Rolex δεν θα πληρωνόταν ποτέ.
Μετά τον πόλεμο, αυτή η γενναιόδωρη πράξη λειτούργησε και ως πανέξυπνο στρατηγικό βήμα: πολλοί Αμερικανοί στρατιώτες που υπηρετούσαν στην Ευρώπη έμαθαν για την κίνηση της Rolex και γύρισαν στην πατρίδα με βαθύ σεβασμό για τη μάρκα. Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, το έδαφος ήταν στρωμένο για την είσοδο της Rolex στην τεράστια αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών. Η εταιρεία έγινε σύμβολο του νικηφόρου Συμμάχου, με αποτέλεσμα να αγκαλιαστεί από το αμερικανικό κοινό ως προϊόν υψηλού κύρους και αξιοπιστίας. Πράγματι, η μεταπολεμική ζήτηση για Rolex στις ΗΠΑ εκτοξεύτηκε, μετατρέποντας την Αμερική σε μία από τις σημαντικότερες αγορές της εταιρείας.
To Rolex Datejust του Αμερικανού προέδρου Ντουάιτ Ντ. Άιζενχάουερ (θητεία 1953-1961). Στο πίσω μέρος φαίνονται χαραγμένα τα αρχικά του: DDE. (Public Domain)
Την ίδια περίοδο, ο Χανς Βίλσντορφ πήρε μια ακόμη διορατική απόφαση σχετικά με το μέλλον της εταιρείας του. Το 1944, όταν πέθανε η αγαπημένη του σύζυγος, εκείνος ίδρυσε το Hans Wilsdorf Foundation – ένα ιδιωτικό κοινωφελές ίδρυμα – και μεταβίβασε σε αυτό το σύνολο των μετοχών του στη Rolex. Με αυτή την κίνηση, εξασφάλισε ότι μετά τον θάνατό του (ο ίδιος απεβίωσε το 1960) η Rolex θα παρέμενε ανεξάρτητη, δεν θα έπεφτε σε χέρια κερδοσκόπων ή αγοραστών και ένα μέρος των κερδών της θα διατίθεται σε φιλανθρωπίες, σύμφωνα με το όραμα και τις αξίες του. Μέχρι σήμερα, η Rolex ανήκει εξολοκλήρου στο Ίδρυμα Hans Wilsdorf, ένα ιδιωτικό τραστ που συνεχίζει τη μακροπρόθεσμη προσέγγιση του ιδρυτή, απαλλαγμένο από την πίεση μετόχων. Αυτός είναι και ένας λόγος που η εταιρεία φημίζεται για τη μυστικότητα και την υπομονετική της στρατηγική: δεν δημοσιοποιεί οικονομικά στοιχεία, επανεπενδύει τα κέρδη της και ακολουθεί τον δικό της ρυθμό ανάπτυξης, όπως ακριβώς θα ήθελε ο Βίλσντορφ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στη δεκαετία του 1950, η Rolex επιδόθηκε σε έναν δημιουργικό οργασμό, παρουσιάζοντας μοντέλα ρολογιών που έμελλε να γίνουν εμβληματικά. Το 1953 λανσαρίστηκε το Submariner, ένα αδιάβροχο ρολόι καταδύσεων με αντοχή έως 100 μέτρα βάθος, σχεδιασμένο για επαγγελματίες δύτες. Την ίδια χρονιά, ο Σερ Έντμουντ Χίλλαρυ και Τένζιγκ Νόργκεϋ φορούσαν πρωτότυπα Rolex Oyster όταν έγιναν οι πρώτοι άνθρωποι που πάτησαν στην κορυφή του Έβερεστ – γεγονός που ενέπνευσε το μοντέλο Explorer που κυκλοφόρησε λίγο αργότερα για να τιμήσει την κατάκτηση. Το 1954 παρουσιάστηκε το GMT-Master, ένα ρολόι με ένδειξη διπλής ώρας σχεδιασμένο σε συνεργασία με την Pan Am για τις ανάγκες των πιλότων υπερατλαντικών πτήσεων. Το 1956 ήρθε το Day-Date, το πρώτο ρολόι χειρός που εμφάνιζε γραπτώς την ημέρα της εβδομάδας μαζί με την ημερομηνία. Όλα αυτά τα μοντέλα – Datejust, Explorer, Submariner, GMT-Master, Day-Date – σχεδιάστηκαν ως ‘εργαλεία’ για συγκεκριμένες επαγγελματικές ή αθλητικές χρήσεις, από τον δύτη και τον πιλότο ως τον επιστήμονα και τον αρχηγό κράτους. Κάθε ένα, όμως, χάρη στην κομψότητα και το κύρος της Rolex, ξεπέρασε τον αρχικό του ρόλο και αγαπήθηκε από το ευρύ κοινό.
To Rolex Oyster Perpetual που δόθηκε στον Σερ Έντμουντ Χίλλαρυ από τη Rolex Bosecks of Calcutta μετά την κατάκτηση του Έβερεστ, το 1953. Μουσείο Αναμνηστικών Πολέμου, Ώκλαντ, Νέα Ζηλανδία. (Public Domain)
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Rolex είχε ισχυρούς ανταγωνιστές και συνοδοιπόρους σε αυτή την πορεία, και συχνά ο ανταγωνισμός λειτούργησε ως υγιής πρόκληση για νέες καινοτομίες. Για παράδειγμα, ενώ το Submariner διαφημίστηκε ως το πρώτο ρολόι κατάδυσης ευρείας παραγωγής, η Omega είχε ήδη παρουσιάσει από το 1932 ένα δικό της αδιάβροχο μοντέλο, το Marine, που άντεχε πίεση αντίστοιχη βάθους 135 μέτρων – ξεπερνώντας μάλιστα τις επιδόσεις του πρώτου Submariner. Στον τομέα της ακρίβειας, η Omega επίσης πρωτοστατούσε σε διαγωνισμούς χρονομέτρησης στα αστεροσκοπεία, κερδίζοντας τίτλους, ενώ αργότερα έγινε διάσημη ως ο κατασκευαστής του πρώτου ρολογιού που πήγε στο φεγγάρι (Speedmaster, 1969). Η Panerai, που κατά τις δεκαετίες του ’30 και ’40 στηρίχθηκε στη Rolex για μηχανισμούς και κάσες, εξελίχθηκε μεταπολεμικά σε ανεξάρτητο οίκο, λανσάροντας από τη δεκαετία του ‘90 πολυτελή καταδυτικά ρολόγια που τιμούν την ίδια κληρονομιά αντοχής. Όμως, η Rolex χάρη στην έμφαση στην ποιότητα και το ισχυρό της brand, κατάφερε μεταπολεμικά να ηγηθεί της αγοράς των μηχανικών ρολογιών υψηλής ποιότητας, δημιουργώντας ουσιαστικά την κατηγορία των πολυτελών sport ρολογιών.
Από εργαλείο ακριβείας σε σύμβολο πολυτέλειας
Παρά τις επιτυχίες της, η μεγαλύτερη δοκιμασία για τη Rolex (και συνολικά τη ελβετική ωρολογοποιία) ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 με την λεγόμενη Quartz Crisis. Η εμφάνιση των οικονομικών και υπερ-ακριβών (σε ακρίβεια) ρολογιών quartz από την Ιαπωνία έφερε την ελβετική βιομηχανία στα πρόθυρα κατάρρευσης. Εταιρείες έκλειναν ή συγχωνεύονταν, προσπαθώντας να ανταγωνιστούν τους νέους ηλεκτρονικούς μηχανισμούς. Ωστόσο, η Rolex υιοθέτησε μια εντελώς διαφορετική στρατηγική: αντί να ανταγωνιστεί τα quartz στην τιμή ή την ακρίβεια, διπλασίασε την έμφαση στην παράδοση, τη δεξιοτεχνία και το κύρος που αντιπροσώπευαν τα μηχανικά της ρολόγια. Με άλλα λόγια, μετέτρεψε την ‘αδυναμία’ των μηχανικών ρολογιών (λιγότερη ακρίβεια, υψηλότερο κόστος) σε προτέρημα, προβάλλοντας τα ως κομψοτεχνήματα για γνώστες, ως σύμβολα στάτους και διαχρονικής αξίας.
Ήδη από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, η Rolex άρχισε να αναβαθμίζει τα μοντέλα της με πολύτιμα υλικά και πολυτελείς λεπτομέρειες. Χαρακτηριστικό ορόσημο ήταν η κυκλοφορία του πρώτου Submariner από χρυσό 18Κ (και αργότερα δίχρωμου χρυσοχάλυβα), σηματοδοτώντας μια φιλοσοφική μετατόπιση: το θρυλικό ‘ρολόι-εργαλείο’ του δύτη μεταμορφωνόταν πλέον και σε κόσμημα πολυτελείας. Το ίδιο συνέβη και με άλλα επαγγελματικά μοντέλα, όπως το GMT-Master, που απέκτησαν εκδόσεις από χρυσό και πολυτελείς προσθήκες. Το μήνυμα ήταν σαφές: αυτά τα ρολόγια δεν είναι πλέον μόνο εργαλεία για επαγγελματίες, αλλά σύμβολα κοινωνικού κύρους που τυχαίνει να διατηρούν εξαιρετική μηχανική κατασκευή.
Η μετάβαση αυτή δεν έγινε σε μια νύχτα – μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η Rolex είχε πλέον εδραιωθεί ως luxury brand. Τα ρολόγια της αντιμετωπίζονταν περισσότερο ως διαχρονικά κομμάτια υψηλής ωρολογοποιίας και λιγότερο ως πρακτικά όργανα. Τη δεκαετία του 1990 είδαμε μια αναβίωση του ενδιαφέροντος για τα μηχανικά ρολόγια διεθνώς, καθώς το κοινό αναζητούσε την αυθεντικότητα και την παράδοση ενάντια στην ψηφιακή μαζικότητα. Τα vintage Rolex άρχισαν να ανεβαίνουν σε αξία, δημιουργώντας μια ολόκληρη κουλτούρα συλλεκτών – χαρακτηριστικά, παλιά σπάνια μοντέλα όπως το Rolex ‘Paul Newman’ Daytona απέκτησαν μυθική φήμη και πουλήθηκαν σε δημοπρασίες για εκατομμύρια δολάρια.
Rolex Datejust, # 1603 (Public Domain)
Η Rolex, από την πλευρά της, εκμεταλλεύτηκε την άνοδο του status των προϊόντων της ελέγχοντας αυστηρά την παραγωγή και τη διανομή. Παράγει σχετικά μεγάλους αριθμούς ρολογιών (σήμερα πάνω από 1 εκατομμύριο κομμάτια τον χρόνο) σε σύγκριση με άλλους οίκους πολυτελείας, όμως η ζήτηση είναι τόσο υψηλή που κάθε νέο μοντέλο εμφανίζεται σπάνιο. Η εταιρεία δημιούργησε λίστες αναμονής στα καταστήματα και περιβάλλει τις κινήσεις της με μυστικότητα – όλα αυτά ενισχύουν το αίσθημα αποκλειστικότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι μόλις κανείς αγοράσει ένα δημοφιλές Rolex σε τιμή καταστήματος, η αξία του ρολογιού μεταπωλητικά συχνά εκτινάσσεται. Αυτό το ελεγχόμενο ‘σπάνιο’ σε συνδυασμό με το αδιαμφισβήτητο κύρος του ονόματος, κάνει τη Rolex μοναδική περίπτωση στον χώρο: πουλά ένα είδος πολυτέλειας ευρείας κυκλοφορίας (με πάνω από ένα εκατομμύριο πελάτες ετησίως) χωρίς όμως το brand να χάνει την αύρα της υψηλής αποκλειστικότητας.
Σε επίπεδο marketing, η Rolex από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα, συνέχισε στην πεπατημένη του Βίλσντορφ: συνέδεσε το όνομά της με ό,τι καλύτερο. Έγινε επίσημος χρονομέτρης σε κορυφαίες διοργανώσεις (όπως τα τουρνουά τένις Grand Slam, μεταξύ των οποίων το Wimbledon από το 1978, και αγώνες γκολφ ή ιστιοπλοΐας παγκόσμιου κύρους). Συγκρότησε ένα περίφημο ‘ρόστερ’ πρεσβευτών – τους αποκαλούμενους Rolex Testimonees – αποτελούμενο από θρύλους του αθλητισμού, της τέχνης και των επιστημών. Ονόματα όπως ο Ρότζερ Φέντερερ, ο Τάιγκερ Γουντς, ο βιολονίστας Γιο-Γιο Μα ή σκηνοθέτες και αστέρες του Hollywood, έχουν κατά καιρούς αποτελέσει μέλη της οικογένειας Rolex. Η εταιρεία μάλιστα, το 2025, λάνσαρε και ειδική ψηφιακή πλατφόρμα «Rolex Family» για να προβάλει όλους αυτούς τους διακεκριμένους πρεσβευτές και το έργο τους. Φυσικά, αυτοί οι διάσημοι δεν «διαφημίζουν» απλώς τα ρολόγια – αποτελούν μέρος μιας προσεκτικά δομημένης εικόνας ότι η Rolex συντροφεύει τους κορυφαίους των κορυφαίων σε κάθε τομέα, από την επιστήμη μέχρι τις τέχνες και τον αθλητισμό.
Η κληρονομιά του Χανς Βίλσντορφ και το διαχρονικό στέμμα
Σε όλη αυτή την πορεία των 120 και πλέον ετών, το διαρκές νήμα που διαπερνά την ιστορία της Rolex είναι το όραμα και η διορατικότητα του ιδρυτή της. Ο Χανς Βίλσντορφ ξεκίνησε ως ένας ‘outsider’ – ούτε Ελβετός ήταν ούτε από οικογένεια ωρολογοποιών – όμως κατάφερε να αφουγκραστεί τις ανάγκες και τις ευκαιρίες της εποχής του: πίστεψε στο ρολόι χειρός όταν οι άλλοι το θεωρούσαν μόδα, επένδυσε στην ακρίβεια όταν οι περισσότεροι ήταν ικανοποιημένοι με τη μέτρια απόδοση, πόνταρε στην ποιότητα και στην επωνυμία σε μια εποχή που τα ρολόγια πωλούνταν ανώνυμα από κοσμηματοπώλες. Η εμμονή του στην τελειότητα – «να φτιάχνουμε μονάχα ρολόγια που δεν χαλάνε ποτέ», έλεγε – γέννησε επινοήσεις που καθόρισαν την ωρολογοποιία: το αδιάβροχο Oyster, το αυτόματο Perpetual, το μοντέρνο χρονόμετρο χειρός. Η δε ευφυΐα του στο marketing έκανε τη μάρκα Rolex συνώνυμη της περιπέτειας, της επιτυχίας και του κύρους.
Τα γραφεία της Rolex στη Γενεύη. Ελβετία, 2020. (Public Domain)
Σήμερα, η Rolex εξακολουθεί να ακμάζει ακολουθώντας τις θεμελιώδεις αρχές του Βίλσντορφ. Παραμένει μια από τις πιο αξιόπιστες, αναγνωρίσιμες και πολιτισμικά σημαντικές μάρκες διεθνώς, ταυτισμένη με την έννοια του status symbol. Παράγει κάθε χρόνο εκατοντάδες χιλιάδες ρολόγια σε ιδιόκτητες υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις στην Ελβετία, έχοντας κάθετα ενσωματώσει την παραγωγή της (από τα μηχανήματα έως το χυτήριο χρυσού της). Κάθε ρολόι που φέρει το στέμμα περνά αυστηρούς ελέγχους ποιότητας και ακριβείας, ώστε να ανταποκρίνεται στη φήμη «εφ’ όρου ζωής» που συνοδεύει τη μάρκα. Κι ενώ τεχνικά ένα Rolex δεν θα ανταγωνιστεί ποτέ ένα ψηφιακό ρολόι των 20 ευρώ στην ακριβέστατη μέτρηση του χρόνου, ο ίδιος ο Βίλσντορφ θα συμφωνούσε ότι η αίσθηση ενός Rolex υπερβαίνει τη χρηστική αξία: είναι ένα μικρό κομμάτι μηχανικής τέχνης, φορτωμένο με ιστορίες από τους βυθούς των ωκεανών και τις κορυφές των βουνών, μέχρι τις αίθουσες ισχύος και τα κόκκινα χαλιά.
Το μέγεθος της επιτυχίας αποτυπώνεται και οικονομικά: η Rolex παραμένει ιδιωτική εταιρεία του Ιδρύματος Wilsdorf, γεγονός που της επιτρέπει να επανεπενδύει μακροπρόθεσμα. Η αξία του brand εκτιμάται σε πολλά δισεκατομμύρια δολάρια και κατατάσσεται σταθερά ανάμεσα στα κορυφαία παγκοσμίως. Ωστόσο, η εταιρεία δεν μετρά την αξία της μόνο σε νούμερα, αλλά και σε πολιτισμική επιρροή. Έχει διαμορφώσει όσο καμία άλλη τον χώρο της υψηλής ωρολογοποιίας: έθεσε στάνταρντ ποιότητας που όλοι ακολουθούν, έδειξε ότι τα μηχανικά ρολόγια μπορούν να θριαμβεύσουν στην ψηφιακή εποχή ως είδη πολυτελείας, και ενέπνευσε σεβασμό ακόμα και στους ανταγωνιστές της.
Η γέφυρα Xans Wilsdorf, στη Γενεύη. Ελβετία, 7 Νοεμβρίου 2012. (Patrick Nouhailler/Public Domain)
Εν τέλει, η ιστορία της Rolex είναι μια ιστορία διαρκούς εξέλιξης με θεμέλιο μια σταθερή φιλοσοφία. Από το ορφανό παιδί στη Βαυαρία του 19ου αιώνα που ήταν ο Χανς Βίλσντορφ, μέχρι τον κολοσσό της σύγχρονης πολυτέλειας, μεσολαβεί ένα όραμα: να δημιουργηθεί «ένα ρολόι που θα κρατάει για πάντα». Αυτό το perpetual spirit – πνεύμα διαρκούς τελειότητας – είναι που κάνει τη Rolex κάτι παραπάνω από έναν κατασκευαστή ρολογιών. Είναι ένας ζωντανός θρύλος που συνεχίζει να γράφεται στον καρπό εκείνων που αναγνωρίζουν όχι μόνο την ώρα, αλλά και την αξία τού να κρατάς τον χρόνο στα χέρια σου.
Πρόταση για το επόμενο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο παρουσίασε την Τετάρτη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προτείνοντας προϋπολογισμό ύψους 2 τρισ. ευρώ για την περίοδο 2028-2034, με έμφαση στην άμυνα και την οικονομική ανταγωνιστικότητα.
Ο Επίτροπος Προϋπολογισμού της ΕΕ, Πιοτρ Σεραφίν, δήλωσε: «300 δισ. ευρώ προορίζονται για τη γεωργία, 218 δισ. ευρώ για τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες και 451 δισ. ευρώ για το Ταμείο Ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης». Παρουσιάζοντας το πακέτο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το χαρακτήρισε «έναν σύγχρονο, πιο ευέλικτο προϋπολογισμό, που ανταποκρίνεται στις εξελισσόμενες προτεραιότητες της Ευρώπης».
Σε συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν τόνισε: «…επενδύουμε περισσότερο στην ικανότητά μας να ανταποκρινόμαστε και στην ανεξαρτησία μας».
Ο Σεραφίν υπογράμμισε ότι το πακέτο αποτυπώνει διδάγματα από πρόσφατες κρίσεις, όπως η πανδημία Covid-19 και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Επανέλαβε ότι στόχος του νέου ΜΠΔΠ είναι «ένας σύγχρονος, πιο ευέλικτος προϋπολογισμός που αξιοποιεί τις επιτυχίες του παρελθόντος και ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του σήμερα».
Δομή τριών πυλώνων
Ο νέος προϋπολογισμός της ΕΕ θα επικεντρωθεί σε τρεις βασικούς τομείς: στήριξη των κρατών-μελών μέσω εθνικών και περιφερειακών σχεδίων σύμπραξης, ενίσχυση επιχειρήσεων και δικαιούχων μέσω του Ταμείου Ανταγωνιστικότητας και υποστήριξη εξωτερικών εταίρων μέσω του προγράμματος Global Europe.
Ο Σεραφίν εξήγησε ότι στα εθνικά και περιφερειακά σχέδια σύμπραξης θα διατεθούν «300 δισ. ευρώ για τους αγρότες και επιπλέον 2 δισ. ευρώ για τους αλιείς». Πρόσθεσε πως οι λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες θα λάβουν «218 δισ. ευρώ για την ενίσχυση της συνοχής και της περιφερειακής ανάπτυξης».
Τα κονδύλια για τη διαχείριση συνόρων και μεταναστευτικού τριπλασιάζονται, ενώ οι περιοχές που συνορεύουν με την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Λευκορωσία θα λάβουν επιπλέον χρηματοδότηση για να αντιμετωπίσουν τις ιδιαίτερες προκλήσεις τους, σημείωσε ο Σεραφίν.
Ο νέος προϋπολογισμός θα κατευθύνει επίσης «131 δισ. ευρώ σε άμυνα και διαστημικές δραστηριότητες», δηλαδή πέντε φορές περισσότερα σε σχέση με το ισχύον πλαίσιο.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στην ενοποίηση όλων των εργαλείων εξωτερικής πολιτικής στο πρόγραμμα Global Europe, με «200 δισ. ευρώ για την ενίσχυση των εξωτερικών δράσεων και των συνεργασιών της Ευρώπης», εκ των οποίων έως και «100 δισ. ευρώ εκτός προϋπολογισμού θα διατεθούν για την ανάκαμψη και ανοικοδόμηση της Ουκρανίας».
«Πρόκειται για μια μακροπρόθεσμη δέσμευση για την ανάκαμψη και ανοικοδόμηση της Ουκρανίας», τόνισε ο Σεραφίν. Παράλληλα, το ενισχυμένο πρόγραμμα Connecting Europe θα διαθέσει «81 δισ. ευρώ σε έργα υποδομής», μεταξύ αυτών δεκαπλασιασμένη χρηματοδότηση για τη στρατιωτική κινητικότητα.
Η φον ντερ Λάιεν επεσήμανε ότι το «κρίσιμο εργαλείο προϋπολογισμού ύψους 400 δισ. ευρώ» θα επιτρέπει ταχεία χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια εκτάκτων αναγκών, με την προϋπόθεση ομόφωνης απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Όπως είπε: «Εάν ξεσπάσει μια σοβαρή κρίση, όπως ο κορωνοϊός, η ενεργειακή κρίση ή ο πόλεμος στην Ουκρανία, το εργαλείο αυτό μας παρέχει τη δυνατότητα άμεσης και ευέλικτης χρηματοδότησης».
Κριτική και αντιδράσεις
Ωστόσο, ο εισηγητής του Κοινοβουλίου για τον προϋπολογισμό, Ζήγκφριντ Μόρρισον, άσκησε κριτική στην πρόταση, επισημαίνοντας την έλλειψη επαρκούς συνεργασίας με τους ευρωβουλευτές και ανεπαρκή ενημέρωση. Κάλεσε σε περισσότερη στήριξη προς τους αγρότες και σε μεταρρυθμίσεις που θα ευθυγραμμίσουν τις πολιτικές με τους νέους στόχους, αντιτιθέμενος ωστόσο σε αλλαγές που πιθανόν να αποδυναμώσουν τις υφιστάμενες πολιτικές.
Όπως δήλωσε: «Θέλουμε έναν προϋπολογισμό σύμφωνο με τις προτεραιότητες της Ένωσης. Κατά δεύτερον, θέλουμε έναν επαρκή προϋπολογισμό που να εξασφαλίζει σταθερότητα και προβλεψιμότητα στους δικαιούχους, στην έρευνα, στους αγρότες, στην τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση». Κατέληξε ότι το προτεινόμενο πακέτο κινδυνεύει να αποδυναμώσει τόσο τον προϋπολογισμό όσο και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για την έγκριση του νέου ευρωπαϊκού προϋπολογισμού απαιτείται ομόφωνη αποδοχή από τα 27 κράτη-μέλη και επικύρωση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν τους επόμενους μήνες, προκειμένου το νέο πλαίσιο να υιοθετηθεί πριν τη λήξη του υφιστάμενου ΜΠΔΠ το 2027.
Σαφή συμφωνία με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ όσον αφορά τις ανησυχίες για παραβίαση των εμπορικών κανόνων και την επιρροή της Κίνας στις παγκόσμιες αγορές εξέφρασε πρόσφατα η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Κατά τη διάρκεια συνόδου της G7, στις 16 Ιουνίου, η φον ντερ Λάιεν δήλωσε: «Σε αυτό το σημείο, ο Ντόναλντ έχει δίκιο, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα». Υπογράμμισε ότι «συμφωνούμε, το σημερινό διεθνές εμπορικό σύστημα δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε. Λείπουν σαφέστατα οι απαραίτητες δικλίδες ασφαλείας.»
Η φον ντερ Λάιεν σημείωσε ακόμη πως οι σημαντικότερες προκλήσεις δεν αφορούν μόνο το εμπόριο μεταξύ των μελών της G7, εξηγώντας ότι τα προβλήματα έχουν τις ρίζες τους στην είσοδο της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το 2001. «Η Κίνα συνεχίζει να αυτοπροσδιορίζεται ως αναπτυσσόμενη χώρα. Αυτό δεν μπορεί να είναι πλέον αποδεκτό. Ενώ οι υπόλοιποι άνοιξαν τις αγορές τους, η Κίνα επικεντρώθηκε στη διάβρωση της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και στις τεράστιες κρατικές επιδοτήσεις, επιδιώκοντας να κυριαρχήσει στη βιομηχανική παραγωγή και τις εφοδιαστικές αλυσίδες παγκοσμίως. Αυτό δεν είναι ανταγωνισμός της αγοράς, είναι σκόπιμη στρέβλωση και υπονομεύει τους τομείς μεταποίησής μας», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επισημαίνοντας το οικονομικό εκτόπισμα των οικονομιών της G7, η πρόεδρος της Κομισιόν τόνισε: «Οι οικονομίες της G7 αντιπροσωπεύουν το 45% του παγκόσμιου ΑΕΠ και πάνω από το 80% των εσόδων από πνευματική ιδιοκτησία. Αυτό αποτελεί μοχλό πίεσης, εφόσον το αξιοποιήσουμε από κοινού.»
Σε κλίμα διαρκών εμπορικών εντάσεων, η Ευρωπαϊκή Ένωση διαπραγματεύεται με τον Τραμπ το ενδεχόμενο επιβολής δασμών ύψους 50% στα ευρωπαϊκά προϊόντα, που έχει προγραμματιστεί για τις 9 Ιουλίου. Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον βρίσκονται ήδη σε καθεστώς αμοιβαίων δασμών: 25% στον ευρωπαϊκό χάλυβα, αλουμίνιο και αυτοκίνητα, ενώ για τα περισσότερα υπόλοιπα προϊόντα ισχύουν αμοιβαίοι δασμοί 10%.
Παράλληλα, η ΕΕ αντιμετωπίζει όλο και σοβαρότερες προκλήσεις και από την Κίνα, κυρίως λόγω της εισροής φθηνών ηλεκτρικών οχημάτων, κάτι στο οποίο είχε ήδη αναφερθεί προειδοποιητικά η φον ντερ Λάιεν τον Σεπτέμβριο του 2023. Όπως είχε επισημάνει, αυτές οι τιμές είναι τεχνητά χαμηλές λόγω των γενναίων κρατικών επιδοτήσεων. Ως απάντηση, τον Οκτώβριο του 2024, τα κράτη-μέλη της ΕΕ ψήφισαν την επιβολή σημαντικών δασμών στα κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα και συμφώνησαν να συζητηθούν κατώτατα όρια τιμών για τις συγκεκριμένες εισαγωγές.
Έρευνες για τις κινεζικές πρακτικές αποκάλυψαν αθέμιτους περιορισμούς στην πρόσβαση ευρωπαϊκών εταιρειών ιατρικών συσκευών σε δημόσιες συμβάσεις. Σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο, η κινεζική κυβέρνηση εφαρμόζει πολιτικές που ευνοούν εγχώριους κατασκευαστές. «Το κινεζικό καθεστώς έχει υιοθετήσει ένα πολυεπίπεδο σύστημα νομικών μέτρων και πολιτικών ώστε να πριμοδοτεί τους Κινέζους κατασκευαστές ιατρικών συσκευών έναντι των ξένων ανταγωνιστών», επισημαίνεται στην έκθεση.
Η ΕΕ και η Κίνα παραμένουν βυθισμένες στις διαφορές τους στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, όπως φαίνεται και από απόρριψη πρόσφατης ευρωπαϊκής προσφυγής για καταστρατήγηση των πνευματικών δικαιωμάτων σε πατέντες τεχνολογίας τηλεπικοινωνιών από την Κίνα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη ανακοινώσει ότι θα ασκήσει έφεση κατά της απόφασης.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ευρωπαϊκού Επιμελητηρίου Εμπορίου, το επιχειρηματικό κλίμα στην Ευρώπη βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό λόγω εντεινόμενων γεωπολιτικών εντάσεων, αβεβαιότητας για την κινεζική οικονομία και επίμονου αποπληθωρισμού. Ο πρόεδρος του επιμελητηρίου Γενς Έσκαλουντ τόνισε: «Η αβεβαιότητα που προκαλούν οι κλιμακούμενες εμπορικές και γεωπολιτικές εντάσεις βαραίνει τη σκέψη τόσο των ευρωπαϊκών όσο και των κινεζικών επιχειρήσεων».
Με τη συμβολή του Guy Birchall και πληροφορίες από το Reuters
Ανησυχίες σχετικά με το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για το ψηφιακό ευρώ εξέφρασαν τη Δευτέρα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ύστερα από διακοπή λειτουργίας του υφιστάμενου συστήματος πληρωμών της τράπεζας, γεγονός που προκάλεσε σημαντικές καθυστερήσεις τον περασμένο μήνα.
Η κατάρρευση του συστήματος πληρωμών Target 2 (T2) στα τέλη Φεβρουαρίου είχε ως αποτέλεσμα οι τράπεζες να μην μπορούν να διεκπεραιώσουν συναλλαγές μεταξύ τους για σχεδόν μία ημέρα. Το πρόβλημα επιδεινώθηκε από τη λανθασμένη αρχική διάγνωση της αιτίας του από τους τεχνικούς της ΕΚΤ.
Εκπρόσωποι των τεσσάρων από τις οκτώ πολιτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δήλωσαν ότι το περιστατικό αυτό θέτει ερωτήματα σχετικά με την ικανότητα της ΕΚΤ να υλοποιήσει το εγχείρημα του ψηφιακού ευρώ, ενός νέου συστήματος πληρωμών που προορίζεται για όλους τους κατοίκους της ευρωζώνης.
Ο Μάρκους Φέρμπερ, μέλος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και της επιτροπής που εποπτεύει την ΕΚΤ, χαρακτήρισε το περιστατικό ως πλήγμα για την αξιοπιστία της τράπεζας. Επεσήμανε ότι οι πολίτες θα θέσουν εύλογα ερωτήματα σχετικά με το πώς η ΕΚΤ θα μπορούσε να διαχειριστεί το ψηφιακό ευρώ, όταν δυσκολεύεται να διατηρήσει την ομαλή λειτουργία των καθημερινών της συναλλαγών.
Ο Ράσμους Άντρεσεν, ευρωβουλευτής των Πρασίνων, επίσης μέλος της επιτροπής εποπτείας, τόνισε ότι η κεντρική τράπεζα πρέπει να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών, διαφορετικά το ψηφιακό ευρώ κινδυνεύει να αποτύχει.
Ο Γιόχαν Βαν Όβερτβελντ, από την Ευρωσκεπτικιστική Ομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών, υποστήριξε ότι η ΕΚΤ οφείλει πρώτα να αποδείξει πως μπορεί να διατηρήσει ένα ασφαλές και αδιάλειπτο χρηματοπιστωτικό σύστημα προτού προχωρήσει στην υλοποίηση του ψηφιακού ευρώ.
Ο Γιούσι Σαράμο, από την Αριστερή Συμμαχία, δήλωσε ότι εξακολουθεί να υποστηρίζει την ιδέα ενός ψηφιακού ευρώ, ωστόσο υπογράμμισε την ανάγκη βελτίωσης των συστημάτων της ΕΚΤ.
Οι δηλώσεις των ευρωβουλευτών έγιναν λίγες ημέρες μετά τη δήλωση της προέδρου της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, ότι η τράπεζα προχωράει με στόχο να καταστήσει το ψηφιακό ευρώ πραγματικότητα μέχρι τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους. Σύμφωνα με την ίδια, η ΕΚΤ διαθέτει «μια πολύ καλή ομάδα» που επικεντρώνεται στην επιτάχυνση του έργου. Μιλώντας στη Φρανκφούρτη στις 6 Μαρτίου, ανέφερε ότι η προθεσμία για την υλοποίηση του σχεδίου είναι ο Οκτώβριος του 2025 και ότι η τράπεζα προετοιμάζεται για αυτήν την ημερομηνία. Η ίδια σημείωσε ότι το εγχείρημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό και πως, παρά τις αμφιβολίες και τον σκεπτικισμό που υπάρχουν, η ανάγκη για το ψηφιακό ευρώ είναι πλέον πιο επίκαιρη και αναγκαία από ποτέ, τόσο σε επίπεδο χονδρικής όσο και λιανικής.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της ΕΚΤ, το ψηφιακό ευρώ θα αποτελεί μία ψηφιακή μορφή μετρητών: ένα ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής λιανικής, εκδιδόμενο από την ίδια την ΕΚΤ. Ως μορφή δημόσιου χρήματος, θα διατίθεται δωρεάν σε όλους τους πολίτες της ευρωζώνης για οποιαδήποτε ψηφιακή πληρωμή. Η ΕΚΤ έχει διευκρινίσει ότι το ψηφιακό ευρώ δεν θα αποτελεί κρυπτονόμισμα, καθώς αυτά δεν υποστηρίζονται ούτε διαχειρίζονται από κάποιο κεντρικό ίδρυμα, γεγονός που τα καθιστά ασταθή και ριψοκίνδυνα. Αντιθέτως, το ψηφιακό ευρώ θα έχει την ίδια εγγύηση που παρέχεται στα μετρητά και η αξία του θα παραμένει σταθερή.
Η τράπεζα έχει παρουσιάσει το ψηφιακό ευρώ και ως απάντηση στις πρωτοβουλίες του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ για την προώθηση του stablecoin (σταθερό νόμισμα), ενός τύπου κρυπτονομίσματος που συνήθως συνδέεται με το αμερικανικό δολάριο και χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο για ψηφιακές πληρωμές. Ωστόσο, οι τράπεζες παραμένουν επιφυλακτικές, καθώς φοβούνται ότι οι πελάτες τους ενδέχεται να μεταφέρουν ένα μέρος των καταθέσεών τους σε ένα πορτοφόλι εγγυημένο από την ΕΚΤ, μειώνοντας τα διαθέσιμά τους. Επιπλέον, υπάρχει αντίσταση και από ευρωβουλευτές, γεγονός που ενδέχεται να αποτελέσει εμπόδιο για την ΕΚΤ, καθώς απαιτείται η έγκρισή τους για την ψήφιση της σχετικής νομοθεσίας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε νομοθεσία για το ψηφιακό ευρώ τον Ιούνιο του 2023, αλλά έκτοτε δεν έχουν σημειωθεί σημαντικές εξελίξεις. Παρ’ όλα αυτά, η ΕΚΤ ελπίζει ότι η σχετική νομοθεσία θα έχει ολοκληρωθεί έως το φθινόπωρο, ώστε να μπορέσει να ψηφίσει την επίσημη έναρξη του έργου.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε χθες Τρίτη πως σχεδιάζει να προχωρήσει στην επιβολή τελωνειακών δασμών ύψους «περίπου» 25% στα αυτοκίνητα που εισάγονται στις ΗΠΑ, προσθέτοντας πως θα αποφασίσει αν θα προχωρήσει ή όχι μέχρι τη 2η Απριλίου.
Ερωτηθείς σχετικά από τον Τύπο στο Μαρ-α-Λάγκο (Φλόριντα), ο κ. Τραμπ είπε πως «θα είναι περίπου 25%», προσθέτοντας ωστόσο πως θέλει να «δώσει χρόνο» στις αυτοκινητοβιομηχανίες «που θέλουν να φέρουν εδώ» τα εργοστάσιά τους ώστε «να μην υποστούν δασμούς».
Ο Αμερικανός πρόεδρος εξέφρασε ικανοποίηση που η Ευρωπαϊκή Ένωση «μειώνει τους δασμούς στα οχήματα στο δικό μας επίπεδο».
«Η ΕΕ εφάρμοζε δασμούς στα οχήματα και πλέον είναι 2,5%, που είναι ακριβώς το ίδιο επίπεδο με εμάς. Αν το κάνει αυτό όλος ο κόσμος, τότε θα παίζουμε με ισότιμους κανόνες» ανταγωνισμού, πρόσθεσε.
«Σημειώνω πως έγινε αυτό. Αλλά η ΕΕ είναι πολύ άδικη μαζί μας, έχουμε εμπορικό έλλειμμα 350 δισεκατομμυρίων δολαρίων, δεν αγοράζουν οχήματά μας, αγροτικά προϊόντα μας, δεν αγοράζουν σχεδόν τίποτα, πρέπει να το διορθώσουμε αυτό», επέμεινε.
Σύμφωνα με τους αριθμούς του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου, το έλλειμμα των ΗΠΑ στο ισοζύγιο τρεχουσών εμπορικών συναλλαγών με την ΕΕ ανήλθε σε 235 δισεκ. δολάρια το 2024.
Αντίθετα, οι ΗΠΑ είχαν εμπορικό πλεόνασμα 109 και πλέον δισεκ. δολαρίων έναντι της ΕΕ σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες το 2023, την τελευταία χρονιά για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα συγκεντρωτικά δεδομένα, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ο ευρωπαίος επίτροπος αρμόδιος για το εμπόριο και την οικονομική ασφάλεια, ο Μάρος Σέφτσοβιτς, έφθασε χθες Τρίτη στην Ουάσιγκτον για διήμερη επίσκεψη, κατά τη διάρκεια της οποίας προγραμματίζει συναντήσεις ιδίως με τον Χάουαρντ Λάτνικ, υπουργό Εμπορίου της κυβέρνησης Τραμπ, και τον Τζέιμισον Γκριρ, αντιπρόσωπο των ΗΠΑ για το εμπόριο (USTR).
Τρεις κύριες προτεραιότητες θέτει για το φθινόπωρο το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, ενώ προεξάρχουσα είναι πάντα η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έως το τέλος του έτους.
Οι εν λόγω προτεραιότητες αφορούν στο φορολογικό νομοσχέδιο, στη νομοθετική ρύθμιση για τους servicers και στην ενίσχυση της υγείας του τραπεζικού συστήματος της χώρας. Παράπλευρα, το υπουργείο θα κινηθεί προς την κατεύθυνση της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, κυρίως μέσω της ΕΤΑΔ.
Το φορολογικό νομοσχέδιο θα έχει ως στόχο την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής
Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, με βάση τον προγραμματισμό του υπουργείου, δρομολογούνται έως και τους πρώτους μήνες του 2024:
*Η διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με τα POS και η επέκταση της χρήσης POS σε περισσότερα επαγγέλματα.
*Η υποχρέωση διαβίβασης στοιχείων από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που βρίσκονται εκτός Ελλάδας στην ΑΑΔΕ.
*Η πληρωμή προνοιακών επιδομάτων μέσω χρεωστικών καρτών.
Παράλληλα, συνεχίζονται εντός του επόμενου έτους τα ψηφιακά μέτρα, όπως:
*Η αυτοματοποίηση και ψηφιοποίηση των ελέγχων της ΑΑΔΕ, με αξιοποίηση των πλέον σύγχρονων ψηφιακών τεχνολογιών
*Η εισαγωγή κυρώσεων για τη μη διαβίβαση στοιχείων στο MyDATA, ύστερα από μια εύλογη περίοδο προσαρμογής.
Επίσης, προχωρούν:
*Η αναμόρφωση των τεκμηρίων διαβίωσης.
*Η κωδικοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας.
*Ο υπερδιπλασιασμός των ελέγχων.
-Η νομοθετική ρύθμιση για τους servicers, όπως έχει αναφέρει ο υπουργός Κωστής Χατζηδάκης, θα ορίζει ένα πλαίσιο κανόνων και υποχρεώσεων. Με υποχρέωση να τηρούν και να παρέχουν προσωποποιημένη πληροφόρηση προς τους οφειλέτες για το σύνολο της οφειλής τους, τις οφειλόμενες δόσεις, το επιτόκιο και άλλες συναφείς πληροφορίες. Και με ποινές όταν δεν παρέχουν σαφή και έγκαιρη ενημέρωση στους οφειλέτες.
Προκλήσεις σχετικές με το τραπεζικό σύστημα
Στο τραπεζικό σύστημα, σύμφωνα με τον υπουργό, μία από τις κυριότερες προκλήσεις είναι η αντιμετώπιση της «ψαλίδας» μεταξύ των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων, μέσα από πρωτοβουλίες που θα ενισχύσουν τον ανταγωνισμό.
Μια άλλη πρόκληση, είναι η αντιμετώπιση του ζητήματος των «κόκκινων» δανείων. Ενώ, μελετώνται νέες βελτιώσεις στον εξωδικαστικό μηχανισμό, ώστε οι διαδικασίες να είναι λιγότερο γραφειοκρατικές και ταχύτερες προς όφελος όλων των εμπλεκομένων.
Παράλληλα, θα χρησιμοποιηθεί το πρόγραμμα «Ηρακλής», έτσι ώστε μέσα στο πλαίσιο των κανόνων που τίθενται από τους θεσμούς της ΕΕ, να αντιμετωπιστούν οι όποιες τυχόν εκκρεμότητες υπάρχουν ακόμα, προς όφελος τελικά της υγείας του τραπεζικού συστήματος.
Φυσικά, όπως έχει δηλώσει ο υπουργός, στόχος παραμένει και η απομείωση της συμμετοχής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) στο τραπεζικό σύστημα, εξέλιξη που θα στείλει διεθνώς ένα μήνυμα δυναμικής πορείας των ελληνικών τραπεζών.
Δημόσια περιουσία
Τέλος, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας σημαίνει, σύμφωνα με τον κο Χατζηδάκη, έσοδα για το Δημόσιο και ανάπτυξη για τη χώρα. Εξ αυτού του λόγου, άλλωστε, ιδρύθηκε και χωριστή Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας.
Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, θα επιδιωχθεί ο ριζικός εκσυγχρονισμός της λειτουργίας της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ), με την εισαγωγή σύγχρονων μεθόδων διαχείρισης και αξιοποίησης του πλούσιου χαρτοφυλακίου της, προς όφελος του Δημοσίου και των πολιτών. Ενδεικτικά αναφέρονται το παραλιακό μέτωπο της Αττικής και τα χιονοδρομικά κέντρα, καθώς και τα δύο θα μπορούσαν να δώσουν πρόσθετη ώθηση στην ανάπτυξη και στην αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος.
Η 5η Ιουνίου σηματοδοτεί την 50η επέτειο της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος που θεσπίστηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1972.
Το θέμα της φετινής Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος επικεντρώνεται στις λύσεις αντιμετώπισης της ρύπανσης από πλαστικά στο πλαίσιο της εκστρατείας #BeatPlasticPollution.
Ο Γιώργος Κρεμλής, ένας από τους “γκουρού” της προστασίας του περιβάλλοντος σε διεθνές επίπεδο με θητεία σε κορυφαίες θέσεις, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ σκιαγραφεί τις καίριες προκλήσεις και τους κινδύνους της εποχής μας.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το περιβάλλον είναι το σπίτι μας και διασφαλίζει την ποιότητα της ζωής μας. Με την Πράσινη Συμφωνία έχει αναδειχθεί σε κυρίαρχη προτεραιότητα. Είναι μια «νέα ιδεολογία», αυτή της κυκλικής οικονομίας που όλοι πρέπει να ασπαστούμε και που μεταξύ άλλων θα συμβάλει στη δημιουργία πράσινων θέσεων εργασίας και σε ένα κοινό όραμα, την προστασία και διάσωση του πλανήτη υπέρ των νέων γενεών».
Αναλυτικά όπως επισημαίνει ο κ. Κρεμλής: «Ο πλανήτης κατακλύζεται από πλαστικά που είναι πανταχού παρόντα. Περισσότεροι από 400 εκατομμύρια τόνοι πλαστικών παράγονται ετησίως, τα μισά από τα οποία είναι μιας χρήσης. Τα μιας χρήσης κλείνουν τον κύκλο της ζωής τους με τη χρήση τους και μετατρέπονται σε απόβλητα, εκτός αν ενταχθούν σε συστήματα συλλογής προκειμένου να ανακυκλωθούν ή να αξιοποιηθούν ενεργειακά. Αλλά και τα άλλα πλαστικά πολλαπλών χρήσεων ανάλογα με τη χρήση τους έχουν ένα σχετικά περιορισμένο κύκλο ζωής, μετά από τον οποίο έχουν συνήθως την ίδια μοίρα, εκτός αν ενταχθούν σε συστήματα συλλογής και αξιοποιηθούν».
Σύμφωνα με τον κ. Κρεμλή: «Το μεγάλο πρόβλημα της μη ορθολογικής διαχείρισης των πλαστικών – ιδίως των μιας χρήσης – είναι ότι συχνά καταλήγουν στο θαλάσσιο περιβάλλον. Πλημύρες μεταφέρουν πλαστικά στη θάλασσα, αλλά και πολλά καταλήγουν εκεί λόγω του παράκτιου ή θαλάσσιου τουρισμού και της αλιείας. Το αποτέλεσμα είναι η αυξανόμενη ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος από μικροπλαστικά που έχουν διεισδύσει στην τροφική αλυσίδα και η καταστροφή της θαλάσσιας βιοποικιλότητας. Αυτή είναι μια από τις μεγάλες περιβαλλοντικές προκλήσεις την οποία η ΕΕ αντιμετωπίζει τόσο μέσω της Πράσινης Συμφωνίας και των δράσεων της Γαλάζιας οικονομίας, αλλά και με επιτυχία μέσω της Οδηγίας για τα μιας χρήσης πλαστικά, που έχει μεταφερθεί και στο ελληνικό δίκαιο».
Οι επιταγές της Ευρώπης
Σημαντική, όπως επισημαίνει ο κ. Κρεμλής, για το θαλάσσιο περιβάλλον είναι και η Οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική (ΟΠΘΣ) που καθορίζει μια κοινή προσέγγιση και κοινούς στόχους σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πρόληψη, την προστασία και τη διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος ενόψει των πιέσεων και των επιπτώσεων που επιφέρουν οι καταστροφικές ανθρώπινες δραστηριότητες, επιτρέποντας παράλληλα τη βιώσιμη χρήση του, μέσω μιας προσέγγισης με βάση το οικοσύστημα, καθώς και η Οδηγία για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό».
«Οι δυο αυτές Οδηγίες είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη χώρα μας που έχει τη μεγαλύτερη ακτογραμμή στην ΕΕ και ένα τεράστιο νησιωτικό χώρο, ως χώρας όπου ο τουρισμός λειτουργεί ως «βαριά βιομηχανία» αλλά και χώρας που θα αξιοποιήσει τη γαλάζια οικονομία στο έπακρο με υπεράκτια αιολικά, αξιοποίηση των βραχονησίδων για υβριδικά έργα ΑΠΕ, αποθήκευση και παραγωγή υδρογόνου, υποθαλάσσιους αγωγούς ,αλλά και με έρευνες και εξόρυξη υδρογονανθράκων. Στο πλαίσιο αυτό, η εκπόνηση θαλάσσιων χωροταξικών που θα προβλέπουν τα σχετικά έργα αποτελεί αιρεσιμότητα και είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Στη χώρα μας έχει σημειωθεί καθυστέρηση στην εκπόνησή τους, που μπορεί να επηρεάσει και τη χρηματοδοτήσή τους από πόρους της ΕΕ στο πλαίσιο και του Κανονισμού Taxonomy για τις πράσινες επενδύσεις», επισημαίνει.
Σύμφωνα πάντα με τον κ. Κρεμλή, «η άλλη μεγάλη πρόκληση είναι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής από την άποψη τόσο του μετριασμού των επιπτώσεων της όσο και της προσαρμογής-ανθεκτικότητας σε αυτήν. Τόσο η Πράσινη Συμφωνία, όσο και ο Κανονισμός της ΕΕ για το κλίμα, αλλά και ο ελληνικός κλιματικός νόμος προβλέπουν μέτρα και οδικό χάρτη αντιμετώπισης της. Η χώρα μας είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε αυτήν, λόγω και της ανόδου της στάθμης της θάλασσας που την επηρεάζει περισσότερο από άλλα κράτη της ΕΕ. Το παράδειγμα της Δήλου, που είναι και παγκόσμιο μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco, είναι χαρακτηριστικό».
Όπως λέει: «Η ελληνική πρωτοβουλία στον ΟΗΕ, της οποίας έχω την τιμή να ηγούμαι, έχει ακριβώς ως στόχο της την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και των μνημείων της φύσης από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Η πρόκληση και φιλοδοξία μας είναι να αποκτήσει οικουμενικό χαρακτήρα, στο πλαίσιο και της COP29.»
Το κυκλικό οικονομικό μοντέλο
Ο κ. Κρεμλής επισημαίνει: «Η μεγάλη πρόκληση για την ΕΕ και τη Χώρα μας είναι η εμπέδωση της κυκλικής οικονομίας, του νέου οικονομικού μοντέλου που θα ενισχύσει την ενεργειακή μετάβαση και θα μας επιτρέψει να επιτύχουμε την κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050. Η κυκλική οικονομία επιτρέπει τη μείωση του κλιματικού, ενεργειακού και περιβαλλοντικού αποτυπώματος κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας μέσω της ενσωμάτωσης της σε όλες τις πολιτικές προκειμένου να τις καταστήσει κυκλικές και μέσω της κυκλικής επιχειρηματικότητας, της C-ESG. Το μεγάλο στοίχημα είναι η δημιουργία μιας νέας «κουλτούρας» κυκλικής οικονομίας που θα οδηγήσει και στο «κυκλικό νοικοκυριό» και τον «κυκλικό πολίτη».
Όπως αναφέρει: «Η χώρα μας έχει εκπονήσει ολιστική στρατηγική κυκλικής οικονομίας με Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου και οδικό χάρτη που επείγει να υλοποιηθεί, για τις πάνω από εβδομήντα δράσεις που προβλέπει, με Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις. Στο πλαίσιο αυτό η διαχείριση των στερεών αποβλήτων, που διαχρονικά ταλάνιζε τη χώρα μας, είναι μια άλλη μεγάλη πρόκληση με δεδομένα ότι οι φιλόδοξοι στόχοι μείωσης, επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης που έχει θέσει η ΕΕ πρέπει να υλοποιηθούν και η απόσταση που μας χωρίζει από αυτούς είμαι ακόμη μεγάλη».
Και συνεχίζει: «Τα απόβλητα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως δευτερογενή προϊόντα ή ως πρώτες ύλες και να μην καταλήγουν σε χωματερές – που ακόμη, έστω και λίγες, υπάρχουν – ή ΧΥΤΑ που ιδανικά πρέπει να λειτουργούν ως ΧΥΤΥ μόνο για το υπόλειμμα που μπορεί να αξιοποιηθεί και ενεργειακά και να βελτιώσει το ενεργειακό μείγμα της χώρας».
Πρόκληση, επίσης, είναι και η διαχείριση των λυμάτων και η αξιοποίηση της λυματολάσπης για παραγωγή εδαφοβελτιωτικών ή ενέργειας. «Η ορθή λειτουργία των ΚΕΛ είναι, επίσης, κεφαλαιώδους σημασίας μιας που κάποια από αυτά χρειάζονται αναβάθμιση. Τέλος, πρόκληση είναι και η προστασία των προστατευόμενων περιοχών του δικτύου Natura 2000, αλλά και των πράσινων υποδομών που προσφέρουν υπηρεσίες οικοσυστημάτων. Ο στόχος της στρατηγικής βιοποικιλότητας της ΕΕ είναι μέχρι το 2030 να φυτευτούν τρία δισεκατομμύρια δέντρα και στο πλαίσιο αυτό η αναλογία που αντιστοιχεί στη Χώρα μας είναι σημαντική» καταλήγει ο κ. Κρεμλής.
Ο Γιώργος Κρεμλής είναι διευθυντής ε.τ. της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Διετέλεσε μέχρι πρόσφατα σύμβουλος του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για θέματα κλίματος, περιβάλλοντος και κυκλικής οικονομίας. Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου (EPLO) και πρόεδρος του Ινστιτούτου κλίματος και κυκλικής οικονομιας του. Είναι μέλος του Κοινωνικού και Περιβαλλοντικού Συμβουλίου της EBRD (ESAC) καθώς και πρόεδρος δυο διεθνών περιβαλλοντικών συμβάσεων των Ηνωμένων Εθνών και πρόεδρος της επιτροπής κυκλικής οικονομίας του AmCham.
Οι αμερικανικές αρχές έθεσαν σήμερα υπό τον έλεγχό τους την τράπεζα First Republic και μεταπώλησαν το μεγαλύτερο μέρος της στην JPMorgan Chase, ελπίζοντας να βάλουν τέλος με αυτό τον τρόπο στο επεισόδιο τραπεζικής κρίσης που προέκυψε το Μάρτιο.
Το ίδρυμα δεχόταν ισχυρή πίεση μετά τις πτωχεύσεις δύο ιδρυμάτων παρόμοιου προφίλ στις αρχές Μαρτίου, της Silicon Valley Bank και της Signature.
Με βάση το ύψος του ενεργητικού (229 δισεκ. δολάρια στις 13 Απριλίου), πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη τραπεζική πτώχευση στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών (πλην των τραπεζών επενδύσεων, όπως η Lehman Brothers) έπειτα από εκείνη της Washington Mutual το Σεπτέμβριο 2008.
Βάσει της συμφωνίας, η JPMorgan θα πάρει όλες τις καταθέσεις της τράπεζας, καθώς και «σχεδόν» όλο το ενεργητικό της, σύμφωνα με την ανακοίνωση της υπηρεσίας που είναι αρμόδια για την εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων (FDIC).
«Η κυβέρνησή μας, μας κάλεσε, καθώς και άλλους, να παρέμβουμε και το πράξαμε», ανέφερε ο Τζέιμι Ντάιμον, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan, σε χωριστή ανακοίνωση.
«Η χρηματοπιστωτική σταθερότητά μας, οι δυνατότητές μας και το επιχειρηματικό μοντέλο μας, μας επέτρεψαν να προτείνουμε μια προσφορά που επιτρέπει να εκτελέσουμε τη συναλλαγή με τρόπο που να ελαχιστοποιεί τα κόστη για το ταμείο ασφάλισης καταθέσεων», τη FDIC, πρόσθεσε.
Στο πλαίσιο του εγχειρήματος, τα δάνεια της First Republic πρόκειται να επανεκτιμηθούν προς τα κάτω και η FDIC δέχθηκε να αναλάβει ένα μέρος αυτών των απωλειών: η υπηρεσία εκτιμά πως η επιχείρηση αυτή θα της κοστίσει περίπου 13 δισεκ. δολάρια.
Τα καταστήματα της τράπεζας θα μπορέσουν να ανοίξουν σήμερα όπως συνήθως.
Το τραπεζικό ίδρυμα βρισκόταν σε αναταραχή μετά τις πτωχεύσεις της SVB και της Signature, τη λειτουργία των οποίων ανέλαβαν οι ρυθμιστικές αρχές έπειτα από μαζικές αποχωρήσεις πελατών που ανησυχούσαν για τη βιωσιμότητά τους.
Οι αρχές και άλλες μεγάλες τράπεζες είχαν σπεύσει τότε να διασώσουν την First Republic για να αποφύγουν να έχει την ίδια τύχη, με 11 χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να δέχονται να εκταμιεύσουν συνολικά για το σκοπό αυτό 30 δισεκ. δολάρια.
Όμως αυτό δεν στάθηκε αρκετό για να καθησυχάσει τους επενδυτές και η μετοχή συνέχισε να πέφτει στη Γουόλ Στριτ.
Η τράπεζα δεν κατάφερε να βρει ένα ικανοποιητικό σχέδιο διάσωσης και, όταν επιβεβαίωσε, την περασμένη Δευτέρα, πως πολλοί πελάτες είχαν αποσύρει τις καταθέσεις τους το πρώτο φετινό τρίμηνο, συνολικά περισσότερα από 100 δισεκ. δολάρια, η μετοχή της σημείωσε κάθετη πτώση.
Στο κλείσιμο του Χρηματιστηρίου την Παρασκευή, η αξία της First Republic δεν ήταν πλέον παρά 654 εκατομμύρια δολάρια, ενώ στην αρχή της χρονιάς άξιζε περισσότερα από 20 δισεκ. δολάρια και περισσότερα από 40 δισεκατομμύρια στην καλύτερη περίοδό της, το Νοέμβριο 2021.
Οι αρχές, οι οποίες έμοιαζαν απρόθυμες να σπεύσουν προς διάσωση άλλης μιας τράπεζας, ανέλαβαν τελικά δράση.
Η FDIC και το υπουργείο Οικονομικών ζήτησαν στα μέσα της περασμένης εβδομάδας από τράπεζες να εκδηλώσουν ενδιαφέρον και την Παρασκευή επέτρεψαν σε λίγες απ’ αυτές να έχουν πρόσβαση σε περισσότερες χρηματοπιστωτικές πληροφορίες για τη First Republic.
Η διαδικασία της υποβολής προσφορών ήταν «πολύ ανταγωνιστική» και κατέληξε σε μια συναλλαγή «συμβατή με την απαίτηση για μικρότερο κόστος», διαβεβαίωσε η FDIC.