Ανάλυση ειδήσεων
Ενώ πολλοί Αμερικανοί ανησυχούν για την ολοένα αυξανόμενη λογοκρισία, οι υπεύθυνοι για αυτήν έχουν επιτύχει να μεγεθύνουν τις επιδράσεις της δημιουργώντας ένα κλίμα αυτολογοκρισίας, λογοκρισίας του εαυτού.
Λόγω των ψυχολογικών μηχανισμών της αυτολογοκρισίας, ένας μόνον διαγραμμένος λογαριασμός, ένα μόνο διαγραμμένο βίντεο, ή ένα βιβλίο που πλέον απαγορεύεται μπορεί να έχει αποτέλεσμα ένα ευρύ πάγωμα του λόγου.
Σημαντικές πολιτικές συζητήσεις δεν συμβαίνουν, ιδέες για δημοσιογραφικά άρθρα δεν δίνονται στους συντάκτες, και βιβλία δεν γίνονται δεκτά για έκδοση, ή δεν γράφονται καν εξ αρχής.
Σε κάποιες περιπτώσεις, φαίνεται πως οι λογοκριτές εφαρμόζουν τα ψυχολογικά κόλπα εσκεμμένα, επιτυγχάνοντας μέγιστη καταστολή με ελάχιστη ευθύνη. Αυτές οι μέθοδοι δεν είναι καινούριες – στην πραγματικότητα, χρησιμοποιούνται εδώ και πολύ καιρό από απολυταρχικά καθεστώτα.
Η αρχή της αυτολογοκρισίας είναι ότι οι άνθρωποι, απλώς για να νιώθουν ότι θα είναι σίγουρα ασφαλείς, δεν εκφράζουν σκέψεις που ούτε καν απαγορεύονται ρητά από κάποιους κανόνες.
Ένα παράδειγμα είναι η επίδραση της Τροπολογίας Τζόνσον, ενός νόμου που απαγορεύει μη κερδοσκοπικές που εξαιρούνται από φορολόγηση, περιλαμβανομένων θρησκευτικών οργανισμών, από το να υποστηρίζουν ή να αντιτίθενται σε πολιτικούς υποψηφίους. Αν και ο νόμος δεν απαγορεύει την συζήτηση πολιτικών θεμάτων και βασικά δεν υπάρχει επιτήρηση για την επιβολή του, οι επικριτές από καιρό λένε πως πάστορες έχουν αποφύγει πολιτικά θέματα στο κήρυγμά τους απλώς για να είναι σίγουροι ότι δεν θα κατηγορηθούν για παραβίαση του νόμου.
Εδώ είναι μερικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για ενίσχυση της αυτολογοκρισίας.
Ασαφείς κανονισμοί
Το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ), ο πιο διαβόητος λογοκριτής ελεύθερου λόγου παγκοσμίως, έχει εδώ και δεκαετίες χρησιμοποιήσει την μέθοδο του να κάνει τους κανονισμούς του επίτηδες ασαφείς. Κατά την διάρκεια των παρελθόντων πολιτικών εκστρατειών του, για παράδειγμα, η κεντρική ηγεσία θα εξέδιδε μια εντολή ότι «δεξιοί» και «αντεπαναστάτες» θα πρέπει να τιμωρηθούν. Το επόμενο χαμηλότερο επίπεδο αξιωματούχων του Κόμματος δεν θα λάβαινε σαφείς οδηγίες για το τι καθιστά κάποιον «δεξιό» ή «αντεπαναστάτη» και ίσως ούτε ακόμα ποια είναι η ποινή. Κανένας αξιωματούχος, ωστόσο, δεν ήθελε να φανεί ως πολύ επιεικής – αυτό θα έφερε τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί ο ίδιος έτσι. Συνεπώς, κάθε επόμενο επίπεδο γραφειοκρατίας θα ενέτεινε την ερμηνεία του στα μέτρα, οδηγώντας σε ακόμα πιο ακραία αποτελέσματα. Σε κάποιες περιόδους, η υστερία πήγε πολύ πέραν της αυτολογοκρισίας, καθώς ακόμα και η αποχή από πολιτικό λόγο δεν ήταν αρκετή.
«Κατά την Πολιτιστική Επανάσταση, … άνθρωποι δεν μπορούσαν να αγοράσουν φαγητό σε καντίνες αν δεν απήγγειλαν ένα ρητό ή δεν έδιναν έναν χαιρετισμό στον Μάο [Τσεντόνγκ]. Όταν έκαναν ψώνια, έπαιρναν το λεωφορείο, ή ακόμα και όταν έκαναν μια τηλεφωνική κλήση, κάποιος θα έπρεπε να απαγγείλει ένα ρητό του Μάο, ακόμα κι αν ήταν τελείως άσχετο. Σε αυτά τα τελετουργικά λατρείας, οι άνθρωποι ήταν είτε φανατικοί είτε κυνικοί», γράφεται στα «Εννέα Σχόλια στο Κομμουνιστικό Κόμμα».
Στην σημερινή Κίνα, αντιφρονούντες συχνά γίνονται στόχοι κατηγοριών «υπονόμευσης της πολιτείας» ή «διάδοσης φημών». Το καθεστώς έχει αποδείξει ότι βασικά κάθε πολιτική δήλωση μπορεί να υπαχθεί σε μία εξ αυτών των κατηγοριών.
Η μέθοδος φαίνεται να χρησιμοποιείται πλέον στην σύγχρονη Αμερική.
Το Amazon πρόσφατα άλλαξε τους κανονισμούς του ώστε να απαγορεύει βιβλία που περιέχουν «λόγο μίσους», χωρίς να εξηγεί τι συνιστά τέτοιον λόγο. Καθώς το Amazon ελέγχει πάνω από το 80 τοις εκατό της λιανικής αγοράς βιβλίων, οι εκδότες πλέον κάνουν υποθέσεις για το αν κάποιο βιβλίο μπορεί να πάρει την ταμπέλα «λόγια μίσους» και έτσι θα είναι πολύ λιγότερο κερδοφόρο αν εκδοθεί.
Ο Ρότζερ Κίμπαλ, εκδότης της Encounter Books και αρθρογράφος της Epoch Times, είπε ότι έως τώρα δεν έχει σκεφτεί να αποφύγει τίτλους που θα μπορούσαν να γίνουν στόχοι του Amazon, αλλά αποκάλεσε το μέτρο «έναν πολύ ανησυχητικό προάγγελο».
«Είναι πιθανόν ότι άλλοι εκδότες θα το κάνουν αυτό», είπε στην Epoch Times. «Σίγουρα, πιστεύω πως η ατμόσφαιρα για έκφραση γνώμης είναι πολύ πιο πιεστική τώρα από ό,τι ήταν στο παρελθόν.»
Έδωσε το παράδειγμα του Simon & Schuster, ενός μεγάλου εκδότη που πρόσφατα ακύρωσε την έκδοση του βιβλίου του Αμερικανού γερουσιαστή Τζος Χώλυ (Ρ-Μο.) επειδή ο Χώλυ αμφισβήτησε την ακεραιότητα των προεδρικών εκλογών του 2020.
Αν εκδότες υποκλιθούν στο Amazon, συγγραφείς μπορεί να πάνε παραπέρα, και να αποφεύγουν θέματα που μπορεί να φοβίσουν τους εκδότες.
Άλλες πλατφόρμες τεχνολογίας όπως το Facebook, YouTube, και Twitter συνήθως παρέχουν κάποιον ορισμό του λόγου μίσους και άλλων κανόνων περιεχομένου, αλλά έχουν παραδεχτεί ότι κρατούν εσκεμμένα μέρως των κανονισμών τους κρυφό ώστε ο κόσμος να μην μπορεί να τους αποφύγει. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι χρήστες εικάζουν τα όρια της λογοκρισίας οι ίδιοι.
Αυτοί που έχουν δώσει μεγάλες προσπάθειες για να χτίσουν την διαδικτυακή ακολουθία τους μάλλον θα εφαρμόσουν εξαιρετικά αυστηρή αυτολογοκρισία, καθώς έχουν τα περισσότερα να χάσουν. Το YouTube, για παράδειγμα, απαγορεύει κάθε περιεχόμενο που λέει ότι το αποτέλεσμα των εκλογών του 2020 είχε επηρεαστεί από απάτη. Το μέτρο μοιάζει σχετικά σαφές, αλλά φαίνεται να έχει παρακινήσει προσωπικότητες του YouTube να αποφεύγουν συνολικά το θέμα της ακεραιότητας των εκλογών, απλώς για να νιώθουν ασφαλείς.
Αντίληψη τυχαίας στόχευσης
Μια ακόμα μέθοδος για υποκίνηση αυτολογοκρισίας είναι η επιλεκτική επιβολή κανονισμών. Κατά τις παλιότερες πολιτικές εκστρατείες του ΚΚΚ, θα επέλεγε στόχους για δίωξη φαινομενικά τυχαία. Ακόμα και οι στόχοι δεν θα γνώριζαν απαραίτητα τι ακριβώς επέφερε πάνω τους την οργή του Κόμματος. Ως απάντηση, οι άνθρωποι θα πάσχιζαν να καταλάβουν την κατάσταση, βάζοντας κόκκινες γραμμές αυτολογοκρισίας βάσει υποθέσεων.
Στοιχεία αυτής της μεθόδου μπορούν να βρεθούν σε πολλά μέρη της Δύσης.
Όταν το Amazon πρόσφατα απαγόρευσε ένα βιβλίο που επέκρινε την ιδεολογία αλλαγής φύλου, που είχε εκδοθεί από τον Encounter Books το 2018, δεν εξήγησε τον λόγο. Αντ’ αυτού το Amazon άλλαξε ήσυχα τους κανονισμούς του περί εκφοράς μίσους. Μετά το άφησε στο κοινό να κάνει υποθέσεις και να βάλει το ίδιο το κοινό την ταμπέλα της εκφοράς μίσους σε αυτό το βιβλίο.
Παρομοίως, άλλες τεχνολογικές πλατφόρμες συχνά αρνούνται να σχολιάσουν συγκεκριμένες περιπτώσεις λογοκρισίας ή ακόμα να πουν στον κατηγορούμενο τι ακριβώς έκανε λάθος.
Αυτή η μέθοδος μπορεί επίσης να εφαρμοστεί μέσω αλλαγών και εξαιρέσεων στους κανόνες. Το ΚΚΚ έχει γίνει πολύ γνωστό για τις συνεχείς αλλαγές του στα πολιτικά μέτρα. Σύμμαχοι της χθεσινής επανάστασης βρήκαν πως έγιναν εχθροί του Κόμματος σήμερα, αλλά θα μπορούσαν να αναμένουν να κληθούν να συνεργαστούν με το Κόμμα αύριο. Έτσι προήλθε το ρητό: «Η πολιτική του Κόμματος είναι όπως η σελήνη, αλλάζει κάθε 15 μέρες». Οι άνθρωποι βρήκαν πως είχαν εκπέσει σε μια κατάσταση όπου συνεχώς προσπαθούσαν να καταλάβουν πως να είναι συμμορφωμένοι με αυτό που λέει επί του παρόντος το Κόμμα και ακόμα να υποθέτουν τι μπορεί να πει το Κόμμα το επόμενο διάστημα και προληπτικά να αποφύγουν να πουν κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί προβληματικό στο μέλλον.
Οι πλατφόρμες τεχνολογίας του σήμερα αναγνωρίζουν ανοιχτά ότι οι κανονισμοί περιεχομένου τους είναι μια δουλειά που δεν έχει ολοκληρωθεί. Ανά τα χρόνια, νέοι κανονισμοί έχουν επανειλημμένα προστεθεί και συνήθως εφαρμόζονται αναδρομικά. Συνεπώς, περιεχόμενο που ήταν αποδεκτό χθες ίσως απαγορευτεί και αφαιρεθεί σήμερα. Περισσότεροι περιορισμοί μπορούν να αναμένονται για αύριο, ή οι εταιρείες ίσως αναιρέσουν κάποιους παλιότερους κανονισμούς.
Οι κανονισμοί μπορούν επίσης να στρεβλωθούν για πολιτική σκοπιμότητα. Το Facebook, για παράδειγμα, θεωρεί τις λεκτικές επιθέσεις σε ανθρώπους βάσει της φυλής, φύλου, ή σεξουαλικής κατάστασης να είναι εκφορά μίσους. Αλλά οι εξωτερικοί διαχειριστές του πληροφορήθηκαν το 2018 ότι για μια ορισμένη χρονική περίοδο, επιθέσεις σε σεξουαλικά φυσιολογικούς, λευκούς άντρες θα εξαιρούνταν όσο είχαν στόχο «να ενημερώσουν για [την ατζέντα] του Pride/LGBTQ», έγραφε μια εσωτερική ανακοίνωση.
Ενοχή λόγω άρνησης
Μια άλλη μέθοδος είναι η εκμετάλλευση της άρνησης ή αντίστασης ως ενοχοποιητικό στοιχείο ενοχής.
Στις σημερινές προοδευτικές ιδεολογίες, η άρνηση ότι κάποιος είναι ρατσιστής ή ότι έχει «λευκό προνόμιο» μετρά ως επιβεβαίωση των κατηγοριών. Στην πραγματικότητα, η όποια αντίσταση στην ιδεολογία και στις ταμπέλες της συχνά χαρακτηρίζεται ως «λευκή τρωτότητα» ή «εσωτερικευμένη καταπίεση» και άρα μην αποδεκτή. Μην αφήνοντας καθόλου χώρο για δίκαια επίκριση, η ιδεολογία αποθαρρύνει την συζήτηση. Αντί να αντιμετωπίζουν τον πόνο του να παίρνουν μειωτικούς χαρακτηρισμούς, πολλοί κρατούν τις ενστάσεις τους για τον εαυτό τους.
Η Τζόντι Σω, πρώην συντονίστρια φοιτητικής υποστήριξης στο Πανεπιστήμιο Σμιθ, ένα ελίτ πανεπιστήμιο θηλέων, πρόσφατα άφησε την δουλειά της λόγω αυτού που χαρακτήρισε ως «απάνθρωπου, μειωτικού» περιβάλλοντος.
Το 2018, το τμήμα ελευθέρων τεχνών εκκίνησε κάποιες δράσεις για την καταπολέμηση του «συστημικού ρατσισμού» στο ίδρυμα. Αλλά αυτές οι προσπάθειες δεν μπόρεσαν να γίνουν αποδεκτές από αυτήν, είπε η Σω στην Epoch Times σε τηλεφωνική κλήση.
Οι ανώτεροι της είπαν να συμπεριφέρεται διαφορετικά στους ανθρώπους βάσει της φυλής και του φύλου τους, που στην πράξη σημαίνει να προβάλλεις στους ανθρώπους τα στερεότυπά σου, είπε.
Είπε ότι έμοιζε κάτι το ψεύτικο.
«Υπάρχει ένα κείμενο για να λες σε λευκούς και ένα κείμενο για αυτούς που δεν είναι λευκοί. Και ένιωθες σαν να έπρεπε κάπως να παραμείνεις στο κείμενο», είπε.
Ήταν σαφές σε αυτήν ότι δεν υπήρχε χώρος για διαφωνία ούτε καν αμφισβήτηση.
«Απλώς δεν μπορείς να μιλήσεις για αυτό», είπε. «Δεν μπορείς να εκφράσεις την αμφιβολία σου με λόγια σε κάποιον».
Ως ένθερμη αριστερίζουσα, προσπάθησε να τηρήσει το πρόγραμμα, λέγοντας στον εαυτό της ότι γίνεται απλώς «για να βοηθήσει».
Όταν οι αμφιβολίες της επέμειναν, άρχισε ακόμα και να αμφισβητεί την ίδια την ηθική της.
«Αυτό σημαίνει ότι είμαι ρατσίστρια;» αναρωτιόταν.
«Πιστεύω πως πολλοί στην αριστερά έχουν αυτό το πρόβλημα όπου νιώθουν κάπως μπερδεμένοι. Νιώθουν σαν κάτι να μην είναι εντάξει, αλλά δεν θα έπρεπε να σκέφτομαι ότι κάτι δεν είναι εντάξει», είπε.
Το προσωπικό στο τμήμα της ήταν «πραγματικοί πιστοί», είπε, αλλά μίλησε σε επτά ή οκτώ άτομα από άλλα τμήματα που μοιράστηκαν με αυτήν τις ανησυχίες τους, ιδιωτικά.
«Ξέρετε, ψίθυροι, σε διαδρόμους και παρόμοια, μόνοι, κάτι σαν: “Ναι, αυτό μοιάζει σαν κάποιος να τα έχει κάνει θάλασσα σε αυτό το θέμα”», είπε.
Τελικά, κατέληξε ότι δεν υπήρχε «εσωτερική ρατσίστρια» στην συνείδησή της, και ότι η ιδεολογία απλώς βασάνιζε την ψυχή της.
«Έτσι είναι το πως αυτή η ιδεολογία δουλεύει. Μπαίνει μέσα στο κεφάλι σου, και πιστεύω ότι είναι επιζήμια», είπε.
Ενοχή λόγω συσχετισμού
Ένας άλλος τρόπος επιβολής αυτολογοκρισίας είναι να επεκτείνουν την κατηγορία πέραν του στόχου, σε οποιονδήποτε είναι ακόμα και ασθενώς συσχετισμένος με τον στόχο.
Τα απολυταρχικά καθεστώτα έχουν χρησιμοποιήσει εδώ και πολλές δεκαετίες αυτήν την τακτική, τιμωρώντας οικογένεια, φίλους, συναδέλφους, επιβλέποντες, και άλλους γνωστούς του αντιφρονούντα.
Παραδείγματα ενοχής μέσω συσχετισμού είναι συνήθη σήμερα. Τα μέσα ενημέρωσης, τα πανεπιστήμια, και άλλα ιδρύματα που θέλουν να φιλοξενήσουν ομιλητές από ένα διαφορετικό πολιτικό στρατόπεδο, δέχονται επικρίσεις επειδή «έδωσαν βήμα» στο «μίσος» ή δέχονται κάποιον άλλον μειωτικό χαρακτηρισμό. Οποισδήποτε αρθρώσει λέξη υποστήριξης για κάποιο από τα λογοκριμένα πρόσωπα μπορεί να περιμένει να γίνει ο επόμενος στόχος.
Όταν η Σω άρχισε να μιλάει για τις ανησυχίες της δημοσίως, βρήκε ότι το προσωπικό του Σμιθ που ιδιωτικά συμφωνούσε μαζί της, έγινε ξαφνικά μη διαθέσιμο.
«Ο φόβος της ενοχής μέσω συσχέτισης είναι τόσο έντονος για τον κόσμο – δεν θα μου στείλουν ούτε γραπτό μήνυμα», είπε.
Αυτό δεν υποκινεί μόνο αυτολογοκρισία στον κύκλο κάποιου αλλά απομονώνει περαιτέρω τον στόχο.
«Απομονώνεσαι, και δεν είσαι ικανός να το πεις αυτό σε κάποιον άλλον και να καταλήξεις ότι, ναι, πράγματι υπάρχει κάτι λάθος», είπε η Σω.
Η Κάρι Λέικ, πρώην εκφωνήτρια ειδήσεων στο Fox 10 στην Αριζόνα, αντιμετώπισε κριτική επειδή απλώς είχε φτιάξει έναν λογαριασμό στα εναλλακτικά κοινωνικά μέσα Parler και Gab. Οι επικριτές είπαν πως ήταν ένοχη λόγω συσχετισμού, καθώς το Parler και Gab είχαν χαρακτηριστεί ως οι αγαπημένες πλατφόρμες των «Ναζί».
Ενώ οι επιθέσεις δεν έκαναν ποτέ την Λέικ να αμφισβητήσει τα πιστεύω της, την ώθησαν να αυτολογοκριθεί, είπε στην Epoch Times σε τηλεφωνική κλήση.
«Βασικά έβλεπα ότι δεν αναρτούσα πλέον ιστορίες που ήταν απλώς αντικειμενικές επειδή σκεφτόμουν: “Ω, αν απλώς αναρτήσω αυτό, αν και είναι αλήθεια, μπορεί να εκνευρίσει κάποιους. Μπορεί απλώς να κάνει την αριστερά να θυμώσει τρελά με εμένα και δεν το θέλω, ξέρετε, να κλωτσήσω την σφηκοφωλιά”», είπε.
Ήταν εξαιρετικά αποκαρδιωτικό για την Λέικ να δει ότι η λογοκρισία υποστηρίζεται από πολλούς συναδέλφους δημοσιογράφους.
«Απλώς τους φαίνεται μια χαρά, και με λυπεί», είπε.
Θα ήθελε να δει περισσότερη ποικιλότητα απόψεων μεταξύ των δημοσιογράφων, και εκτιμά ότι οι περισσότεροι στο επάγγελμα κλίνουν αριστερά. Ακόμα και οι λίγοι συντηρητικοί που γνωρίζει είναι «πολύ, πολύ κρυφοί για αυτό».
«Οι άνθρωποι που γνωρίζω μπορεί ακόμα και να δρουν ή να δίνουν ιστορίες που ίσως φαίνονται αριστερίζουσες για να δείξουν στον κόσμο: “κοιτάξτε, δεν είμαι συντηρητικός”», είπε.
Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, η Λέικ παραιτήθηκε από την δουλειά της.
«Αντιλήφθηκα, λοιπόν, ότι είμαι μέρος αυτού. Είμαι μέρος αυτού του συστήματος. Είμαι μέρος των μέσων ενημέρωσης, και αν δεν μου αρέσει και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να το αλλάξω, τότε θέλω να βγω εκτός», είπε.
Λύση
Η λογοκρισία στην Αμερική είναι ιδιαίτερη στην μορφή της καθώς στον μεγαλύτερο βαθμό δεν είναι παράγωγο της κυβέρνησης. Δεν είναι απαραιτήτως ούτε καν αποτέλεσμα κυβερνητικής πίεσης, αν και τώρα αυτό φαίνεται να ετοιμάζεται επίσης. Αντ’ αυτών, βασίζεται σε παράγοντες τόσο εντός όσο και εκτός της κυβέρνησης σε όλη την Αμερικανική κοινωνία που συμμορφώνονται με μια ιδεολογία που είναι στην ρίζα της απολυταρχική.
Δεν είναι πολύ πιθανό οι Αμερικανοί μπορούν να βασιστούν σε κάποιον που θα αντικρούσει αυτήν την ιδεολογία από τα άνω. Στην πραγματικότητα, η ιδεολογία φαίνεται τώρα να υποστηρίζεται από την πλειοψηφία της κυβέρνησης.
Ωστόσο μπορεί να είναι ότι κυβερνητικά μέτρα δεν μπορούν να δώσουν μια λύση όσο ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού ακόμα υποστηρίζει αυτήν την ιδεολογία ή δεν έχει πρόβλημα με αυτήν.
Όπως ο δικαστής Λερντ Χαντ είπε στον λόγο του του 1944 «Το πνεύμα της ελευθερίας»:
«Η ελευθερία στηρίζεται στις καρδιές αντρών και γυναικών· όταν πεθάνει εκεί, κανένα σύνταγμα, κανένας νόμος, κανένα δικαστήριο δεν μπορεί να κάνει κάτι για να βοηθήσει.»
Φαίνεται ότι η στάση των Αμερικανών τώρα είναι να ανάψουν και πάλι αυτήν την σπίθα ελευθερίας στις καρδιές των γνωστών τους.
Διαβάστε επίσης: Μια ιδεολογική συμφωνία ωθεί την Αμερική προς απολυταρχισμό, προειδοποιούν ειδικοί
Ακολουθήστε μας στο Telegram @epochtimesgreece
Ακολουθήστε μας στο Facebook @epochtimesgreece
Ακολουθήστε μας στο SafeChat @epochtimesgreece