Ο αριθμός των Κινέζων χρηστών κινητών τηλεφώνων μειώθηκε κατά 21 εκατομμύρια τους τελευταίους τρεις μήνες, ανακοίνωσαν οι αρχές του Πεκίνου στις 19 Μαρτίου. Θάνατοι λόγω του ιού του ΚΚΚ ίσως συνέβαλαν στον μεγάλο αριθμό του κλεισίματος λογαριασμών.
Τα κινητά τηλέφωνα είναι απαραίτητα εργαλεία για την ζωή στην Κίνα.
«Το επίπεδο χρήσης ψηφιακής τεχνολογίας είναι πολύ υψηλό στην Κίνα. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς κινητό τηλέφωνο», είπε η Tang Jingyuan, αναλύτρια κινεζικών θεμάτων, με έδρα τις Η.Π.Α., στις Epoch Times, στις 21 Μαρτίου. «Επαφές με την κυβέρνηση σχετικά με τις συντάξεις και την κοινωνική ασφάλιση, την αγορά εισιτηρίων τρένων, ψώνια… οτιδήποτε κι αν θελήσουν να κάνουν οι άνθρωποι, είναι απαραίτητο να χρησιμοποιούν κινητά τηλέφωνα.
«Το κινεζικό καθεστώς απαιτεί όλοι οι Κινέζοι να χρησιμοποιούν τα κινητά τους τηλέφωνα για να αναπαράγουν έναν κώδικα υγείας. Μόνο με έναν πράσινο κώδικα υγείας επιτρέπεται σε Κινέζους να μετακινηθούν στην Κίνα τώρα. Είναι αδύνατον για κάποιον να σταματήσει να χρησιμοποιεί το κινητό του τηλέφωνο».
Η Κίνα εισήγαγε υποχρεωτικό σκανάρισμα αναγνώρισης προσώπου την 1η Δεκεμβρίου 2019, για να επιβεβαιωθεί η ταυτότητα του ατόμου που καταχώρησε το τηλέφωνο. Ακόμη νωρίτερα, την 1η Σεπτεμβρίου 2010, η Κίνα υποχρέωσε όλους τους χρήστες κινητών τηλεφώνων να καταχωρήσουν τα κινητά τους τηλέφωνα μέσω της πραγματικής τους ταυτότητας, κάτι το οποίο επιτρέπει στο καθεστώς να ελέγχει την ομιλία των ανθρώπων μέσω του μεγάλης κλίμακας συστήματος ελέγχου του.
Επιπλέον, οι τραπεζικοί λογαριασμοί των Κινέζων και οι λογαριασμοί κοινωνικής ασφάλισης συνδυάζονται με τα στοιχεία των κινητών τους· εφαρμογές στα κινέζικα τηλέφωνα συγκρίνουν τις κάρτες SIM με τη βάση δεδομένων του κράτους για να επιβεβαιώσουν ότι ο αριθμός ανήκει στον χρήστη.
Το Πεκίνο πρωτοεισήγαγε τους κώδικες υγείας μέσω κινητού τηλεφώνου στις 10 Μαρτίου. Όλοι οι Κινέζοι πρέπει να εγκαταστήσουν μια εφαρμογή και να εισάγουν τα προσωπικά στοιχεία της υγείας τους. Τότε η εφαρμογή μπορεί να παράξει έναν κώδικα QR, ο οποίος εμφανίζεται σε τρία χρώματα, για να ταξινομηθεί το επίπεδο υγείας του χρήστη. Το κόκκινο σημαίνει ότι το άτομο έχει μια μεταδοτική ασθένεια, το κίτρινο σημαίνει ότι ίσως έχει, και το πράσινο σημαίνει ότι δεν έχει ασθένεια.
Το Πεκίνο ισχυρίζεται ότι οι κώδικες υγείας αποσκοπούν στην αποτροπή της εξάπλωσης του ιού του ΚΚΚ, κοινώς γνωστού ως νέου κορωνοϊού.
Μια γυναίκα ελέγχει το κινητό της τηλέφωνο στην Σανγκάη, Κίνα, στις 17 Μαρτίου 2020. (HECTOR RETAMAL/AFP via Getty Images)
21 εκατομμύρια χρήστες κινητών τηλεφώνων
Το Υπουργείο Βιομηχανίας και Τεχνολογίας Πληροφοριών της Κίνας (ΥΒΤΠ) ανακοίνωσε στις 19 Μαρτίου τον αριθμό των χρηστών τηλεφώνου για κάθε επαρχία για τον μήνα Φεβρουάριο. Σε σύγκριση με την προηγούμενη ανακοίνωση, η οποία είχε γίνει στις 18 Δεκεμβρίου 2019, για τα δεδομένα του Νοεμβρίου του ίδιου έτους, ο αριθμός των χρηστών κινητών αλλά και σταθερών τηλεφώνων έχει μειωθεί δραματικά. Την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους, ο αριθμός των χρηστών είχε αυξηθεί.
Ο αριθμός των χρηστών κινητών τηλεφώνων μειώθηκε από 1,600957 δισεκατομμύρια σε 1,579927 δισεκατομμύρια, μια πτώση 21,03 εκατομμυρίων. Ο αριθμός των χρηστών σταθερού τηλεφώνου μειώθηκε από 190,83 εκατομμύρια σε 189,99 εκατομμύρια μια πτώση των 840.000.
Τον περασμένο Φεβρουάριο, ο αριθμός είχε αυξηθεί. Σύμφωνα με το ΥΒΤΠ, ο αριθμός των χρηστών κινητών τηλεφώνων αυξήθηκε τον Φεβρουάριο του 2019 από 1,5591 δισεκατομμύρια σε 1,5835 δισεκατομμύρια, μια αύξηση 24,37 εκατομμυρίων. Ο αριθμός των χρηστών σταθερού τηλεφώνου είχε αυξηθεί από 183,477 εκατομμύρια σε 190,118 εκατομμύρια, μια αύξηση 6,641 εκατομμυρίων.
Σύμφωνα με το Εθνικό Γραφείο Στατιστικών της Κίνας, ο πληθυσμός της χώρας στα τέλη του 2019 ήταν 4,67 εκατομμύρια μεγαλύτερος από ότι το 2018, πλησιάζοντας τα 1,40005 δισεκατομμύρια.
Η μείωση των χρηστών σταθερής τηλεφωνίας του 2020 μπορεί να οφείλεται στην καραντίνα ολόκληρης της επικράτειας τον Φεβρουάριο, κατά την διάρκεια της οποίας οι μικρές επιχειρήσεις έκλεισαν. Αλλά η μείωση των χρηστών της κινητής τηλεφωνίας δεν μπορεί να εξηγηθεί με αυτόν τον τρόπο.
Σύμφωνα με τα δεδομένα λειτουργίας των τριών κινεζικών εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, (δεν υπάρχει τέταρτη εταιρεία), οι λογαριασμοί των κινητών τηλεφώνων είχαν αυξηθεί τον Δεκέμβριο του 2019 αλλά μειώθηκαν απότομα το 2020.
Η China Mobile είναι η μεγαλύτερη εταιρεία, η οποία κατέχει το 60 τοις εκατό της κινεζικής αγοράς κινητών τηλεφώνων. Ανακοίνωσε ότι είχε αποκτήσει 3,732 εκατομμύρια περισσότερους λογαριασμούς τον Δεκέμβριο του 2019, αλλά έχασε 0,862 εκατομμύρια τον Ιανουάριο του 2020 και 7,254 εκατομμύρια τον Φεβρουάριο του 2020.
Η απόδοση της China Mobile τους ίδιους μήνες του 2019 ήταν σαφώς διαφορετική. Είχε αποκτήσει 2,411 εκατομμύρια περισσότερους λογαριασμούς τον Ιανουάριο του 2019 και 1,091 εκατομμύρια τον Φεβρουάριο του 2019.
Η China Telecom είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία παροχής, η οποία κατέχει περίπου το 21 τοις εκατό της αγοράς. Είχε αποκτήσει 1,18 εκατομμύρια χρήστες τον Δεκέμβριο του 2019, αλλά έχασε 0,43 εκατομμύρια χρήστες τον Ιανουάριο του 2020 και 5,6 εκατομμύρια χρήστες τον Φεβρουάριο του 2020.
Το 2019, είχε κερδίσει 4,26 εκατομμύρια τον Ιανουάριο και 2,96 εκατομμύρια τον Φεβρουάριο.
Η China Unicom, που δεν έχει ακόμη δημοσιοποιήσει τα δεδομένα του Φεβρουαρίου, μοιράζεται την ίδια εμπειρία με τις άλλες δύο εταιρείες τηλεπικοινωνιών για τον Ιανουάριο του 2020 και του 2019. Η εταιρεία έχασε 1,186 εκατομμύρια χρήστες τον Ιανουάριο του 2020, αλλά είχε κερδίσει 1,962 εκατομμύρια χρήστες τον Φεβρουάριο του 2019 και 2,763 εκατομμύρια χρήστες τον Ιανουάριο του 2019.
Η Κίνα επιτρέπει σε κάθε ενήλικα να έχει έως πέντε αριθμούς κινητού τηλεφώνου. Από τις 10 Φεβρουαρίου, η πλειονότητα των Κινέζων μαθητών συμμετέχει σε διαδικτυακά μαθήματα μέσω αριθμού κινητού τηλεφώνου επειδή τα σχολεία τους έχουν την εντολή να παραμείνουν κλειστά. Οι λογαριασμοί αυτών των μαθητών υπόκεινται στα ονόματα των γονέων τους, το οποίο σημαίνει ότι κάποιοι από τους γονείς χρειάστηκε να ανοίξουν δεύτερο λογαριασμό κινητού τηλεφώνου τον Φεβρουάριο.
Μια πωλήτρια χρησιμοποιεί το κινητό της τηλέφωνο καθώς περιμένει πελάτες στην Jiujiang, Κίνα, στις 6 Μαρτίου 2020. (NOEL CELIS/AFP via Getty Images)
Αναλύοντας τους αριθμούς
Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν η δραματική μείωση των λογαριασμών κινητών τηλεφώνων αντικατοπτρίζει τα κλεισίματα των λογαριασμών όσων έχασαν τη ζωή τους λόγω του ιού του ΚΚΚ.
«Είναι πιθανό ότι κάποιοι εσωτερικοί οικονομικοί μετανάστες [που δουλεύουν ως εργάτες] είχαν προηγουμένως δύο αριθμούς κινητού τηλεφώνου. Ο ένας για την περιοχή από όπου προέρχονται, και ο άλλος για την πόλη στην οποία εργάζονται. Τον Φεβρουάριο, ίσως απενεργοποίησαν τον αριθμό για την πόλη στην οποία εργάζονται επειδή δεν μπορούσαν να πάνε εκεί», λέει η Tang. Συνήθως, αυτοί οι εσωτερικοί μετανάστες θα επέστρεφαν στην περιοχή τους για την κινεζική πρωτοχρονιά τον Ιανουάριο, και ύστερα οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί θα τους απέτρεπαν από το να επιστρέψουν στην πόλη στην οποία εργάζονταν.
Όμως, επειδή υπάρχει ένα βασικό μηνιαίο κόστος για να έχει κανείς λογαριασμό κινητού τηλεφώνου στην Κίνα, η πλειονότητα των εσωτερικών μεταναστών — που είναι η ομάδα με το χαμηλότερο εισόδημα— πρόκειται το πιθανότερο να έχει έναν μόνο λογαριασμό κινητού τηλεφώνου.
Η Κίνα μέχρι τον Απρίλιο του 2019 είχε 288,36 εκατομμύρια εσωτερικούς οικονομικούς μετανάστες [που δουλεύουν ως εργάτες], σύμφωνα με το Εθνικό Γραφείο Στατιστικών της Κίνας.
Στις 17 Μαρτίου, η Meng Wei, αντιπρόσωπος της Επιτροπής Μεταρρυθμίσεων και Εθνικής Ανάπτυξης της Κίνας είπε σε μια μηνιαία συνέντευξη Τύπου στο Πεκίνο, ότι εκτός από την Hubei, όλες οι επαρχίες δήλωσαν ότι πάνω από 90 τοις εκατό των επιχειρήσεων ξανάρχισαν να λειτουργούν. Στις Zhejiang, Σανγκάη, Jiangsu, Shandong, Guangxi και Chongqing σχεδόν όλες οι επιχειρήσεις ξανάρχισαν την παραγωγή.
Εάν οι αριθμοί των εσωτερικών μεταναστών και του επιπέδου εργασίας είναι ακριβείς, τότε περισσότεροι από 90 τοις εκατό των εσωτερικών μεταναστών έχουν επιστρέψει στη δουλειά.
Η οικονομική διαταραχή που προξενήθηκε από το κλείσιμο των επιχειρήσεων στην Κίνα μπορεί να οδήγησε κάποιους να ακυρώσουν τον δεύτερο λογαριασμό του κινητού τηλεφώνου τους. Με την επιχείρησή τους να φτωχαίνει ή να σταματά την λειτουργία της, ίσως να μην ήθελαν να έχουν αυτό το πρόσθετο έξοδο.
«Προς το παρόν, δεν γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες των δεδομένων. Εάν μόνο 10 τοις εκατό των λογαριασμών της κινητής τηλεφωνίας έκλεισαν λόγω θανάτου των χρηστών τους από τον ιό του ΚΚΚ, ο φόρος αίματος θα μπορούσε να είναι 2 εκατομμύρια», είπε η Tang.
Ο επίσημος αριθμός θανάτων στην Κίνα δεν συνάδει με αυτό που μπορεί να διαπιστωθεί, με άλλον τρόπο, ότι συμβαίνει εκεί.
Επίσης, συγκρίνοντας με την κατάσταση στην Ιταλία φαίνεται ότι ο αριθμός θανάτων στην Κίνα αποκρύπτει σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα. Η Ιταλία έλαβε αντίστοιχα μέτρα με αυτά του κινεζικού καθεστώτος. Ο αριθμός των 4.825 θανάτων στην Ιταλία ισοδυναμεί με ένα ποσοστό θνησιμότητας 9 τοις εκατό. Στην Κίνα όπου ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού έχει εκτεθεί στον ιό, ο επίσημος αριθμός των 3.265 θανάτων ισοδυναμεί με ένα ποσοστό θνησιμότητας μόλις 4 τοις εκατό, λιγότερο από το μισό αυτού που έχει ανακοινωθεί στην Ιταλία.
Δραστηριότητες στο επίκεντρο της εξάπλωσης της επαρχίας Hubei μοιάζουν να αντικρούουν τον επίσημο αριθμό θανάτων της Κίνας. Έχει αναφερθεί ότι τα επτά γραφεία κηδειών στην πόλη της Wuhan έκαιγαν πτώματα 24 ώρες την μέρα, επτά μέρες την εβδομάδα στα τέλη του Ιανουαρίου. Η επαρχία Hubei χρησιμοποίησε 40 φορητούς αποτεφρωτές, ο καθένας με δυνατότητα καύσης πέντε τόνων φαρμακευτικών απορριμάτων και σορών τη μέρα, από τις 16 Φεβρουαρίου.
Λόγω της έλλειψης δεδομένων, ο πραγματικός αριθμός θανάτων στην Κίνα παραμένει ένα μυστήριο. Η ακύρωση 21 εκατομμυρίων κινητών τηλεφώνων είναι ένα δεδομένο που υποδεικνύει ότι ο πραγματικός αριθμός μπορεί να είναι πολύ υψηλότερος από τον επίσημο αριθμό.
Η Epoch Times ονομάζει τον νέο κορωνοϊό, ο οποίος προκαλεί την ασθένεια COVID-19, ιό του ΚΚΚ διότι η συγκάλυψη και η κακοδιαχείριση του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος επέτρεψαν στον ιό να εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Κίνα και να προκαλέσει μια παγκόσμια πανδημία.
Έχοντας υποστήριξη από τις κυβερνητικές αρχές, ένας Κινέζος χειρουργός, πρόσφατα πραγματοποίησε μεταμόσχευση πνεύμονα σε έναν ασθενή που είχε μολυνθεί με τον νέο κορωνοϊό.
Οι αναφορές των κινεζικών μέσων, δηλώνουν πως οι πνεύμονες ήταν εθελοντική δωρεά από ένα άτομο που πέθανε.
Ειδικοί ιατρικής δεοντολογίας και ιολογίας αμφισβήτησαν το αν η θεραπευτική αγωγή θα είναι αποτελεσματική και παράλληλα ανησυχούν για το αν στην εγχείρηση εμπλέκεται η βίαιη αφαίρεση οργάνων, δηλαδή η δολοφονία.
Σε δικαστική απόφαση τον Ιούνιο του 2019, ένα ανεξάρτητο οργανωμένο από εθελοντές δικαστήριο του Λονδίνου συμπέρανε ομόφωνα, «πέρα από κάθε λογική αμφιβολία» πως κρατούμενοι συνείδησης στην Κίνα, συνεχίζουν να δολοφονούνται για τα όργανά τους σε «μεγάλη κλίμακα».
Μεταμοσχεύσεις πνευμόνων
Η κρατική εφημερίδα του Πεκίνου Beijing Daily ανέφερε την 1η Μαρτίου πως ο κορυφαίος ειδικός στις μεταμοσχεύσεις πνευμόνων, Τσεν Τζινγκ-γιου, χρειάστηκε πέντε ώρες για να ολοκληρώσει την πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσης πνευμόνων σε έναν ασθενή με τον ιό στην πόλη Γουσί, η οποία βρίσκεται στην επαρχία Τζιανγκσού της ανατολικής Κίνας.
Ο ασθενής ήταν ένας άντρας 59 ετών ο οποίος άρχισε να παρουσιάζει συμπτώματα στις 23 Ιανουαρίου. Διεγνώσθη με τον ιό COVID-19 στις 27 Ιανουαρίου. Μερικές ημέρες μετά, στις 7 Φεβρουαρίου, διασωληνώθηκε.
Η κατάσταση του ασθενούς συνέχισε να επιδεινώνεται. Στις 22 Φεβρουαρίου, άρχισε να λαμβάνει θεραπεία εξωσωματικής οξυγόνωσης με μεμβράνη (ECMO). Η θεραπεία αυτή περιλαμβάνει την χρήση εξοπλισμού έξω από το ανθρώπινο σώμα για να αντικαταστήσει την λειτουργία των πνευμόνων. Χρησιμοποιεί μια αντλία για να κυκλοφορεί το αίμα στο σώμα του ασθενούς μέσω ενός τεχνητού πνεύμονα.
Στις 24 Φεβρουαρίου, ο ασθενής μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νοσημάτων του Γουσί.
«Μετά την θεραπεία (ECMO), τα αποτελέσματα των διαγνωστικών μέσων κορωνοϊού έδειχναν συνεχώς αρνητικά. Αλλά οι πνεύμονες του ασθενούς ήταν σοβαρά τραυματισμένοι και δεν μπορούσαν να επιδιορθωθούν», ανέφερε η εφημερίδα.
Όσον αφορά την πηγή του οργάνου προς μεταμόσχευση, ανέφερε πως: «Οι πνεύμονες ήταν δωρεά από έναν ασθενή εγκεφαλικά νεκρό. … Οι πνεύμονες στάλθηκαν στο Γουσί από μια άλλη επαρχία, εντός επταώρου, με μια ταχεία αμαξοστοιχία».
Ο Τσεν είναι αναπληρωτής διευθυντής στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νοσημάτων του Γουσί. Είπε στον δημοσιογράφο της εφημερίδας Beijing Daily: «Η εγχείρηση ενέχει μεγάλο κίνδυνο. Το ιατρικό προσωπικό πρέπει να φοράει προστατευτικές στολές και να εκτελεί την εγχείρηση σε θάλαμο αρνητικής πίεσης».
Ο ίδιος ο Τσεν δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει αν ο ασθενής είχε θεραπευτεί από τον νέο κορωνοϊό.
Την 1η Μαρτίου, ο Τσεν μίλησε σε άλλο ένα κρατικό μέσο ενημέρωσης, την The Paper: «Το αρνητικό αποτέλεσμα του τεστ νουκλεϊκού οξέος δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει ο κορωνοϊός στους πνεύμονές του. Επομένως λάβαμε αυστηρά μέτρα προστασίας όταν πραγματοποιήσαμε την εγχείρηση».
Ο Τσεν είπε πως θα πρότεινε στην κεντρική κυβέρνηση να συγκροτήσει μια ομάδα η οποία θα εκτελεί εγχειρήσεις μεταμόσχευσης πνευμόνων σε «σχετικά νέους ασθενείς του ιού COVID-19 που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση, όπως ασθενείς που είναι 20, 30, 40 και 50 ετών».
Τα κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης ανακοίνωσαν στις 2 Μαρτίου πως δεύτερη εγχείρηση μεταμόσχευσης πνευμόνων διεξήχθη σε ασθενή COVID-19, την 1η Μαρτίου, στο Πρώτο Θυγατρικό Νοσοκομείο του Κολλεγίου Ιατρικής του Πανεπιστημίου Τζετζιάνγκ.
Η ασθενής ήταν μια γυναίκα 66 ετών η οποία διεγνώσθη με COVID-19 στις 31 Ιανουαρίου και λάμβανε θεραπευτική αγωγή από τις 2 Φεβρουαρίου, σύμφωνα με αναφορές από τα μέσα ενημέρωσης. Η συγκεκριμένη ασθενής έλαβε επίσης την αγωγή ECMO, αλλά την 1η Μαρτίου και οι δύο πνεύμονές της σταμάτησαν να λειτουργούν.
Τα μέσα ενημέρωσης ανέφεραν πως τα μοσχεύματα προήλθαν από την επαρχία Χουνάν και μεταφέρθηκαν αεροπορικώς. Η δωρεά λέγεται πως έγινε από έναν ασθενή ο οποίος ήταν εγκεφαλικά νεκρός.
Ο Χαν Γουεϊ-λι, διευθυντής του τμήματος μεταμόσχευσης πνευμόνων του νοσοκομείου, διεξήγαγε την εγχείρηση.
Αναφορές από τα μέσα δεν δίνουν λεπτομέρειες για την παρούσα κατάσταση των δύο ασθενών.
Ερωτήματα
Ο Τσεν είπε πως η μεταμόσχευση θα μπορούσε να είναι μια λύση για άλλους ασθενείς με COVID-19 των οποίων οι πνεύμονες έχουν υποστεί σημαντική ζημιά και των οποίων τα διαγνωστικά τεστ είναι αρνητικά.
Αλλά ο Σων Λιν, πρώην ερευνητής ιολογίας για τον στρατό των Η.Π.Α., δήλωσε πως η μεταμόσχευση δεν πρόκειται να θεραπεύσει τους συγκεκριμένους ασθενείς, καθώς η σοβαρά βεβαρημένη κατάστασή τους, υποδεικνύει πως έχουν ακόμη τον ιό.
«Αυτή [η μεταμόσχευση] είναι εντελώς βλάσφημη», είπε ο Λιν σε τηλεφωνική συνέντευξη με την εφημερίδα The Epoch Times.
«Από την πρόοδο της θεραπείας που έλαβε αυτός ο [πρώτος] ασθενής, είναι ξεκάθαρο πως οι πνεύμονες, η αναπνευστική οδός και το σώμα του είναι γεμάτα με τον νέο κορωνοϊό», είπε ο Λιν, σημειώνοντας πως ο ασθενής μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο λοιμωδών νοσημάτων αφότου επιδεινώθηκε η κατάστασή του, υποδηλώνοντας πως η μόλυνση ήταν πολύ σοβαρή.
Ο ιατρός Τόρστεν Τρέι, εκτελεστικός διευθυντής της ομάδας υπεράσπισης «Ιατροί Ενάντια στη Βίαιη Συγκομιδή Οργάνων», με έδρα την Ουάσινγκτον, δήλωσε πως η μεταμόσχευση πνευμόνων είναι μια «πρωτοφανής» προσέγγιση στην θεραπεία του COVID-19.
«Η μεταμόσχευση μπορεί να θεωρηθεί ως επιλογή μόνον αν η μόλυνση από τον ιό έχει τραυματίσει και έχει προκαλέσει μόνιμη ζημιά στον ιστό του πνεύμονα», είπε σε μια συνέντευξη μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, σημειώνοντας πως η παρούσα έρευνα δείχνει ότι η ζημία δεν είναι τόσο σοβαρή στους ασθενείς με COVID-19 .
Και όπως είπε και ο Τσεν, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το γεγονός πως ο ιός βρίσκεται ακόμη στο σώμα του ασθενούς. Επομένως, «η μεταμόσχευση πνεύμονα ενώ ο ιός βρίσκεται ακόμα μέσα στο σώμα δεν θα λύσει το πρόβλημα, καθώς ο ιός θα μολύνει τον νέο πνεύμονα σε σύντομο χρονικό διάστημα», είπε ο Τρέι.
Μετά την μεταμόσχευση, το σώμα παλεύει να μην απορρίψει το νέο όργανο. Οι ιατροί συνήθως χορηγούν ανοσοκατασταλτική θεραπεία για να εμποδίσουν την απόρριψη.
Εκείνο το χρονικό διάστημα «υπάρχει υψηλός κίνδυνος επιδείνωσης της μόλυνσης», είπε ο Τρέι.
Εν τω μεταξύ, ο Λιν σημείωσε πως η διαδικασία εγκυμονεί υψηλό κίνδυνο μόλυνσης στο ιατρικό προσωπικό που εκτελεί την εγχείρηση –όπως υποδεικνύει η εξήγηση του Τσεν στην χρήση των προληπτικών μέτρων που ελήφθησαν.
Η αποτελεσματικότητα των διαγνωστικών κιτ έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση από υψηλόβαθμους Κινέζους ειδικούς, οι οποίοι είπαν πως μερικοί από τους ασθενείς, οι οποίοι έχουν τον ιό, λάμβαναν αρνητικά αποτελέσματα.
Η πηγή των οργάνων
Παρόλο που τα άρθρα στα κινεζικά μέσα ενημέρωσης ισχυρίζονται πως οι πνεύμονες και για τις δύο μεταμοσχεύσεις προήλθαν από δωρητές οργάνων, ειδικοί που έχουν ερευνήσει τις πρακτικές συγκομιδής οργάνων του κινεζικού καθεστώτος σήμαναν συναγερμό για την προέλευση των οργάνων.
«Σίγουρα υπάρχει η πιθανότητα πως τα όργανα που χρησιμοποιήθηκαν στις μεταμοσχεύσεις προήλθαν από βίαιη συγκομιδή από φυλακισμένους. Η πιθανότητα αυξάνεται όταν τα όργανα πρέπει να παραδοθούν τάχιστα», είπε ο Τρέι.
Για πάνω από μια δεκαετία, ερευνητές έχουν συλλέξει τεράστιο πλήθος αποδεικτικών στοιχείων πως το καθεστώς δολοφονεί κρατούμενους συνείδησης, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι ασκούμενοι της διωκόμενης πνευματικής ομάδας Φάλουν Γκονγκ, για τα όργανά τους, τα οποία πουλάει στην αγορά μεταμοσχεύσεων.
Το Φάλουν Γκονγκ, γνωστό και ως Φάλουν Ντάφα, είναι μια πνευματική άσκηση που αποτελείται από ασκήσεις διαλογισμού και διδασκαλία που βασίζονται στις αρχές της αλήθειας, καλοσύνης και ανεκτικότητας. Το κινεζικό καθεστώς διώκει βαρύτατα την πρακτική από το 1999. Οι ασκούμενοι υπόκεινται σε αυθαίρετη κράτηση, καταναγκαστική εργασία και βασανιστήρια. Χιλιάδες έχουν πεθάνει υπό κράτηση σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφόρησης του Φάλουν Ντάφα.
Ο Τσεν δήλωσε επίσης στην συνέντευξή του στην εφημερίδα The Paper, ότι αυτός και η ομάδα του στο νοσοκομείο, συνήθως εκτελούν μεταμόσχευση πνευμόνων κάθε δύο με τρεις ημέρες.
Αυτή η συχνότητα είναι εξαιρετικά ασυνήθιστη στην Δύση, είπε ο Τρέι. «Αυτοί είναι αριθμοί τους οποίους φτάνουν ορισμένοι πολύ δραστήριοι ειδικοί στην διάρκεια μιας ολόκληρης ζωής».
Ο Ντέιβιντ Κίλγκουρ, πρώην υπουργός Εξωτερικού (για την Ασία-Ειρηνικό) του Καναδά και μακροχρόνιος ερευνητής πάνω στο θέμα της βίαιης συγκομιδής οργάνων, είπε στην Epoch Times πως θα ήταν «πραγματικά έκπληκτος» αν οι δωρητές οργάνων για αυτές τις δύο μεταμοσχεύσεις ήταν γνήσιοι δωρητές που είχαν συναινέσει.
Πρόσθεσε πως ανεξάρτητοι παρατηρητές θα πρέπει να μεταβούν στην Κίνα για να εξετάσουν συγκεκριμένα το τι έγινε κατά την διάρκεια αυτών των διαδικασιών.
Ο Ήθαν Γκάτμαν, ειδικός στα θέματα της Κίνας, ο οποίος έχει συγγράψει αναφορές μαζί με τον Κίλγκουρ πάνω στο θέμα, δήλωσε πως η δημοσιοποίηση, από τα κρατικά μέσα, αυτών των μεταμοσχεύσεων πνευμόνων ήταν παρόμοια με πρακτική δημοσίων σχέσεων.
«Αυτές οι μεταμοσχεύσεις που έγιναν σε χρόνο ρεκόρ υποδηλώνουν πως είναι ανοιχτοί για δουλειές», είπε ο Γκάτμαν, σημειώνοντας πως η επικερδής βιομηχανία μεταμοσχεύσεων της Κίνας έχει λάβει σφοδρό πλήγμα από τότε που ξεκίνησε η επιδημία.
Σε τι διαφέρει η Epoch Times από άλλες εφημερίδες;
Η Epoch Times είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη ανεξάρτητη εφημερίδα στην Αμερική. Είμαστε διαφορετικοί από άλλους οργανισμούς μέσων μαζικής ενημέρωσης επειδή δεν επηρεαζόμαστε από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Ο μόνος μας στόχος είναι να φέρουμε στους αναγνώστες μας ακριβείς πληροφορίες και να είμαστε υπεύθυνοι στο κοινό. Δεν ακολουθούμε την ανθυγιεινή τάση στο σημερινό περιβάλλον των μέσων ενημέρωσης, της δημοσιογραφίας που έχει μια ατζέντα, και αντ’ αυτού χρησιμοποιούμε τις αρχές μας Αλήθεια και Παράδοση ως πυξίδα.
Αν εκτιμάτε την ανεξάρτητη δημοσιογραφία μας, βοηθήστε μας να συνεχίσουμε. Στηρίξτε την αλήθεια και την παράδοση.
Για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα του ιού, η Εθνική Επιτροπή Υγείας της Κίνας, στις 19 Μαρτίου ισχυρίστηκε ότι δεν εμφανίστηκαν νέα κρούσματα σε ολόκληρη τη χώρα.
Παρόλα αυτά, οι Κινέζοι πολίτες περιγράφουν μια διαφορετική πραγματικότητα.
Στο Wuhan, το επίκεντρο της επιδημίας, οι κάτοικοι καταγγέλουν μεγάλες ουρές στα νοσοκομεία, ενώ παράλληλα γίνονται και αναφορές για τη δημιουργία νέων εγκαταστάσεων που φιλοξενούνται οι προσβεβλημένοι ασθενείς.
Εν τω μεταξύ, χρήστες του διαδικτύου δηλώνουν ότι δεν εμπιστεύονται τις δηλώσεις του κινεζικού καθεστώτος.
Ο ιός του ΚΚΚ., κοινώς γνωστός και ως νέος κορωνoϊός, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Wuhan τον Δεκέμβριο του 2019.
Οι Epoch Times αναφέρονται στον νέο κορωνοϊό ως “ιός του ΚΚΚ”, λόγω της προσπάθειας συγκάλυψης και της κακόβουλης διαχείρισης από μέρους του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την εξάπλωση του ιού σε όλη την Κίνα, και κατ’ επέκταση τη δημιουργία μιας παγκόσμιας πανδημίας.
Νοσοκομεία
Σε ένα βίντεο που δημοσιεύτηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 19 Μαρτίου, ένας Κινέζος πολίτης δείχνει την ουρά που υπήρχε μπροστά του στο νοσοκομείο Wuhan Union, μια από τις 46 εγκαθιδρυμένες μονάδες για τη θεραπεία του COVID-19.«Δες δες! Οι άνθρωποι περιμένουν στην ουρά έξω από το νοσοκομείο Wuhan Union», λέει ο άνθρωπος. Η Epoch Times, εξακρίβωσε ότι το βίντεο είναι όντως τραβηγμένο στο νοσοκομείο.
Περισσότεροι από 30 άνθρωποι φαίνονται να περιμένουν στην ουρά, σε απόσταση ασφαλείας από τους μπροστινούς τους. Δίπλα τους στέκεται ένας φύλακας του νοσοκομείου, ο οποίος φορά προστατευτική στολή και μάσκα N95.
Από εκείνους που περίμεναν στην ουρά, κάποιοι φορούσαν μάσκες και κάποιοι ήταν ντυμένοι με χειρουργικές στολές ή πλαστικά αδιάβροχα, για να μην προσβληθούν από τον ιό.
Εν τω μεταξύ, ο κ. Wu, κάτοικος της διπλανής πόλης Huanggang, καλούσε για βοήθεια κλαίγοντας. Είπε ότι κανένα από τα νοσοκομεία στο Huanggang ή στο Wuhan δεν μπορεί να διαγνώσει την ασθένειά του, διότι όλες οι εγκαταστάσεις τους ήταν γεμάτες από ασθενείς με κορωνοϊό.
Η κόρη του κ. Wu, σε τηλεφωνική συνέντευξή της στην Epoch Times, δήλωσε :«Κάλεσα γιατρούς από το Wuhan και μου είπαν πωςυπάρχει μεγάλη πιθανότητα ο πατέρας μου να έχει όγκο στο νεφρό, αλλά δεν μπορούν να τον δεχτούν. Τα νοσοκομεία τους είναι γεμάτα από ασθενείς που έχουν προσβληθεί από τον κορωνοϊό».
Νέες εγκαταστάσεις
Στις 19 Μαρτίου, ένας οικοδόμος εργάτης ανέβασε ένα βίντεο με ένα νέο αυτοσχέδιο νοσοκομείο, το οποίο στήθηκε στο εσωτερικό ενός σταδίου,σε ένα προάστιο του Wuhan.
«Άλλη μια νύχτα και η αποστολή μας θα έχει τελειώσει», είπε ο άνθρωπος.«Ένα νέο αυτοσχέδιο νοσοκομείο θα είναι σύντομα σε λειτουργία».
Η κα. Li, κάτοικος του Wuhan, είπε στην Epoch Timesότι, πρόσφατα οι αρχές έχουν δημιουργήσει σε διάφορα σημεία της πόλης τις λεγόμενες κινητές μονάδες.Στημένες συνήθως μέσα σε πανεπιστήμια, οι διαγνωσμένοι ασθενείς κρατιούνται εκεί σε καραντίνα.
«Αφότου έβαλαν λουκέτο στα 14 αυτοσχέδια νοσοκομεία [στις 10 Μαρτίου], έστησαν 300 κινητέςμονάδες. Πιστεύω ότι είναι κάποιου νέου είδους εγκαταστάσεων», δήλωσε η Li. Το κλείσιμο των αυτοσχέδιων νοσοκομείων συνέπεσε με την επίσκεψη του Κινέζου ηγέτη Xi Jinping στο Wuhan, μετά το ξέσπασμα του ιού, με τις αρχές να λένε πως δεν τα είχαν πλέον ανάγκη.
Η κα. Li δήλωσε επίσης ότι πολλοί άνθρωποι δεν τους έχει γίνει καμία διάγνωση και είναι αυτοαπομονωμένοι στο σπίτι.«[Από ό,τι γνωρίζω], κάθε κτιριακό συγκρότημα στην περιοχή Jiang’an, μια περιοχή του Wuhan έχει ασθενείς μολυσμένους από τον ιό και εξαναγκάζονται να μένουν στο σπίτι».
Η κα. Zhang, ένας άλλος κάτοικος του Wuhan, πιστεύει ότι η επιδημία είναι πολύ πιο σοβαρή από ό,τι οι αρχές ισχυρίζονται.
«Εάν η έξαρση της επιδημίας δεν φτάσει να γίνει ιδιαίτερα κρίσιμη, πιστεύω πως η κυβέρνηση θα μας αφήσει να επιστρέψουμε στις δουλειές μας. Αυτή τη στιγμή όλοι οι δρόμοι είναι ακόμη κλειστοί και υπό έλεγχο, και οι επιχειρήσεις στο Wuhan εκτός λειτουργίας», δήλωσε η Zhang σε τηλεφωνική συνέντευξη της στις 17 Μαρτίου.
Από τα τέλη Ιανουαρίου, το Wuhan βρίσκεται σε καραντίνα. Για να αποφευχθεί η εξάπλωση του ιού,έχουν κλείσει οι εργασιακοί χώροι και έχουν σταματήσει οι δημόσιες συγκοινωνίες. Επίσης τα οδικά ταξίδια και όλες οι δημόσιες εκδηλώσεις έχουν ακυρωθεί και απαγορευθεί.
Εκτός από το Xinjiang και το Guizhou, δύο απομακρυσμένες περιοχές της Κίνας, στις οποίες ξανάνοιξαν πρόσφατα τα γυμνάσια και λύκεια για τους μαθητές, οι οποίοι θα δώσουν κανονικά τις εισαγωγικές εξετάσεις τους, όλα τα σχολεία στις υπόλοιπες επαρχίες και περιοχές θα παραμείνουν κλειστά
Τα σχολεία της Κίνας είναι ήδη κλειστά από τις διακοπές της Κινέζικης Πρωτοχρονιάς και τα μαθήματα γίνονται μέσω διαδικτύου.
Χρήστες του διαδικτύου
Πολλοί από τους χρήστες του διαδικτύου είναι επιφυλακτικοίσχετικά με τους ισχυρισμούς των αρχών, ότιη επιδημία έχει περιοριστεί. Ένα ευρέως διαδεδομένο άρθρο που δημοσιεύτηκε σε ένα διαδικτυακό πίνακα ανακοινώσεων, ανέφερε πως μόνο όταν θα πληρούνται τρία κριτήρια θα αποδειχθεί ότι η επιδημία έχει πραγματικά τελειώσει.
Τα τρία κριτήρια είναι: όλα τα σχολεία στην Κίνα να ανοίξουν ξανά. Η Βόρεια Κορέα και η Ρωσία να ανοίξουν τα σύνορά τους στην Κίνα και το ΚΚΚ να πραγματοποιήσει το ετήσιο συνέδριο του Κόμματος, την Πολιτική Συμβουλευτική Διάσκεψη του Κινεζικού Λαούγνωστό και ως«Οι Δύο Συνεδρίες».
Το φετινό συνέδριο«Οι Δύο Συνεδρίες» είχε προγραμματιστεί να πραγματοποιηθεί μεταξύ 3-13 Μαρτίου, ωστόσο στις 24 Φεβρουαρίου, το Κόμμα ανακοίνωσε την αναβολή του λόγω επιδημίας.
Το κινεζικό καθεστώς ανακάλεσε την άδεια άσκησης δικηγορίας του δικηγόρου Λιάνγκ Σιαοτζούν στις 16 Δεκεμβρίου, επειδή υπερασπιζόταν τους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ, ορισμένοι από τους οποίους έχουν τεθεί υπό κράτηση για τις πεποιθήσεις τους.
«Είστε ο διευθυντής του δικηγορικού γραφείου Beijing Daoheng και επαγγελματίας δικηγόρος. Αλλά αρνηθήκατε δημοσίως ότι το Φάλουν Γκονγκ είναι αίρεση και συνεχίσατε να υποστηρίζετε το Φάλουν Γκονγκ», έγραψε το δικαστικό γραφείο του Πεκίνου στην απόφαση ανάκλησης.
Το Φάλουν Γκονγκ, επίσης γνωστό ως Φάλουν Ντάφα, είναι μια αρχαία κινεζική πνευματική πρακτική που αποτελείται από απλές, αργές ασκήσεις διαλογισμού και διδασκαλίες που βασίζονται στις αρχές της αλήθειας, της καλοσύνης και της ανεκτικότητας. Η δημοτικότητά της αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘90, με 70 έως 100 εκατομμύρια οπαδούς να βρίσκονται στην Κίνα μέχρι το τέλος της δεκαετίας, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις της εποχής.
Ωστόσο, τον Ιούλιο του 1999, το κινεζικό καθεστώς ξεκίνησε μια βίαιη εκστρατεία διώξεων σε μια προσπάθεια να εξαλείψει την ειρηνική πρακτική.
«Είχα επαφή με ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ όταν ήμουν στην Κίνα. Μπορούσα σαφώς να αισθανθώ ότι έγιναν πιο υπεύθυνοι μετά την εξάσκηση. Κυνηγούν την αλήθεια», δήλωσε ο Τσεν Γκουανγκτσένγκ, γνωστός Κινέζος ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα και εξόριστος δικηγόρος, στην κινεζική έκδοση της Epoch Times στις 15 Δεκεμβρίου, την επομένη της ανάκλησης της άδειας του Λιάνγκ. «Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) σχεδίασε το έγκλημα για τον δικηγόρο Λιάνγκ Σιαοτζούν. Απλώς δημιούργησε ένα έγκλημα και το χρησιμοποίησε για να διώξει έναν δικηγόρο».
Ο Γου Σαοπίνγκ, Κινέζος δικηγόρος στις Ηνωμένες Πολιτείες, δήλωσε στην Epoch Times στις 16 Δεκεμβρίου ότι είναι ειρωνικό το γεγονός ότι το κινεζικό δικαστικό σύστημα ανακάλεσε την δικηγορική άδεια του Λιανγκ επειδή υπερασπίστηκε το Φάλουν Γκονγκ.
«Ούτε το Υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας, ούτε οποιοδήποτε άλλο κινεζικό κυβερνητικό όργανο δημοσίευσε οποιοδήποτε έγγραφο που να ονομάζει το Φάλουν Γκονγκ αίρεση. Πώς γίνεται το δικαστικό γραφείο του Πεκίνου να είχε αυτόν τον ορισμό;», αναρωτήθηκε ο Γου.
Κινέζοι έστειλαν λουλούδια στον δικηγόρο ανθρωπίνων δικαιωμάτων Λιάνγκ Σιαοτζούν του οποίου ανακλήθηκε η δικηγορική άδεια, στο Πεκίνο, στις 16 Δεκεμβρίου 2021. (Liang Xiaojun)
«Αυτή η ανάκληση είναι ένα χαστούκι στο πρόσωπο του λεγόμενου “κράτους δικαίου” στην Κίνα υπό αυτό το κομμουνιστικό καθεστώς», δήλωσε ο Ερπίνγκ Ζανγκ, εκπρόσωπος του Κέντρου Πληροφόρησης για το Φάλουν Ντάφα στη Νέα Υόρκη, στην Epoch Times στις 20 Δεκεμβρίου. «Αυτό το κομμουνιστικό καθεστώς παραβιάζει το άρθρο 36 του Συντάγματος της Κίνας, το οποίο αναφέρει: ‘Οι πολίτες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας απολαμβάνουν την ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων’».
Ο Ζανγκ δήλωσε ότι ο Λιανγκ, ένας ευρέως σεβαστός δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ασκούσε το συνταγματικό του δικαίωμα να υπερασπιστεί τους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ στην Κίνα.
«Καλούμε τη διεθνή κοινότητα και τους ευσυνείδητους ανθρώπους να μιλήσουν ανοιχτά ενάντια στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το ΚΚΚ», προέτρεψε ο Ζανγκ.
Ένας σεβαστός δικηγόρος
Ο Λιανγκ απέκτησε πτυχίο από το Hebei Normal University το 1995 και πτυχίο νομικής από το China University of Political Science and Law το 2000. Από τότε, είναι δικηγόρος στο Πεκίνο.
Τις τελευταίες δύο και πλέον δεκαετίες, ο Λιανγκ εκπροσώπησε αμέτρητους ανθρώπους από ευάλωτες ομάδες, φυλακισμένους συνείδησης και ακτιβιστές.
Πριν ανακληθεί η άδειά του, ο Λιανγκ υπερασπιζόταν την Σου Να, ποιήτρια, ζωγράφο και ασκούμενη του Φάλουν Γκονγκ στο Πεκίνο, και 10 συναδέλφους της.
«Αγώνας δρόμου με τον χρόνο! Προσπάθησα να τελειώσω όλα τα πράγματα πριν ανακληθεί η άδειά μου», έγραψε ο Λιανγκ στο Twitter στις 15 Δεκεμβρίου. Εκείνη την ημέρα, πήγε στο κέντρο κράτησης για να συναντηθεί με την Σου και να την ενημερώσει για την επικείμενη ανάκληση. «Εκείνη [η Σου] ανησυχούσε για μένα και ρωτούσε συνεχώς για την κατάστασή μου», έγραψε ο Λιανγκ.
Ο Λιανγκ υπερασπιζόταν επίσης τον Σου Τζιγιόνγκ, έναν διακεκριμένο Κινέζο ακτιβιστή και νομικό που κρατήθηκε επειδή συνέχισε να επιδιώκει το κράτος δικαίου στην Κίνα.
Ο Λιανγκ είπε κάποτε σε δημοσιογράφο των New York Times το 2016 γιατί υπερασπίζεται γενναία τους αντιφρονούντες. Είπε χαρακτηριστικά: «Τα δικαιώματα των ανθρώπων καταπατούνται. … Δεν μπορώ να το αγνοήσω [αυτό]».
Ο δικηγόρος υπεράσπισης του Λιανγκ, Σιε Γιανγί, δήλωσε στην Epoch Times στις 14 Δεκεμβρίου ότι το κινεζικό καθεστώς θέλει να φιμώσει τους δικηγόρους ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δεν θέλει να υπερασπιστεί τον Λιανγκ.
«Το Δημόσιο Κέντρο Νομικών Υπηρεσιών του Πεκίνου αρνήθηκε να με αφήσει να συμμετάσχω στην ακρόαση στην αρχή. Συνεχίζαμε να λέμε στο κέντρο ότι το σύνταγμα και ο νόμος μου έδιναν το δικαίωμα να εισέλθω στην ακρόαση. [Μετά από περίπου μία ώρα] το κέντρο τελικά μου επέτρεψε να εισέλθω», δήλωσε ο Σιε.
Οι Λιάνγκ Σιαοτζούν (Κέντρο), Σιε Γιανγί (3ος Αριστερά), Γιανγκ Χουί (2ος Αριστερά), Γουανγκ Γιού (Αριστερά) και άλλοι Κινέζοι δικηγόροι ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκονται μπροστά από το Κέντρο Δημόσιας Νομικής Υπηρεσίας του Πεκίνου στο Πεκίνο, στις 14 Δεκεμβρίου 2021. (Ευγενική προσφορά του Xie Yanyi)
Στις 14 Δεκεμβρίου, ο Γουάνγκ Γιου, ο Γιανγκ Χουί και αρκετοί άλλοι δικηγόροι ανθρωπίνων δικαιωμάτων πήγαν στην ακρόαση για να υποστηρίξουν τον Λιανγκ, αλλά στους περισσότερους από αυτούς δεν επετράπη η είσοδος στο κέντρο. Ο Γουάνγκ είπε ότι άλλοι δικηγόροι και ακτιβιστές δεν μπορούσαν καν να φτάσουν λόγω της παρέμβασης του καθεστώτος.
«Ο Λι Νταουέι από την πόλη Τιενσουί στη βορειοδυτική επαρχία Γκανσού συνελήφθη όταν έφτασε στον σιδηροδρομικό σταθμό. Αρκετοί δικηγόροι δεν τόλμησαν να έρθουν αφού έλαβαν την προειδοποίηση από το δικαστικό γραφείο του Πεκίνου», δήλωσε ο Γουάνγκ.
«Όλοι οι δικηγόροι μας είναι σοκαρισμένοι [για την ανάκληση της άδειας του Λιανγκ]. Ο [Λιανγκ] Σιαοτζούν είναι ένας ήρεμος και ευγενικός δικηγόρος. Το καθεστώς δεν μπορεί καν να φιλοξενήσει έναν δικηγόρο σαν αυτόν! Αυτό δείχνει ότι το καθεστώς έχει θέσει μια πιο αυστηρή κόκκινη γραμμή», δήλωσε ο Γιανγκ στην Epoch Times.
Ο Γιάνγκ εξήγησε ότι ο Λιάνγκ δεν γινόταν συναισθηματικός με τους Κινέζους δικαστικούς λειτουργούς όταν αντιμετώπιζε αδικίες. Προσπαθούσε πάντα να χρησιμοποιεί τους κινεζικούς νόμους και κανόνες όταν μιλούσε με τους αξιωματούχους. Με άλλα λόγια, ο Λιάνγκ σεβόταν τους αξιωματούχους ακόμη και όταν αυτοί δεν συμπεριφέρονταν σύμφωνα με τους νόμους.
Η Λιθουανία δήλωσε στις 15 Δεκεμβρίου ότι απέσυρε τους εναπομείναντες διπλωμάτες από το Πεκίνο για να τους προστατεύσει και θα λειτουργήσει την πρεσβεία στην Κίνα εξ αποστάσεως.
Αυτή είναι η τελευταία εξέλιξη στις εντάσεις Λιθουανίας-Κίνας μετά την έγκριση του Βίλνιους να ανοίξει αντιπροσωπεία της Ταϊβάν με την επωνυμία Ταϊβάν. Τους προηγούμενους μήνες, το καθεστώς ανακάλεσε τον πρεσβευτή του τον Αύγουστο, υποβάθμισε τις διπλωματικές σχέσεις του με το μικρό κράτος της Βαλτικής τον Νοέμβριο και μπλόκαρε τις λιθουανικές εξαγωγές και εισαγωγές.
Το κινεζικό καθεστώς διεκδικεί το νησί ως δικό του, παρά το γεγονός ότι η Ταϊβάν είναι ανεξάρτητη χώρα, με δικό της στρατό, δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και σύνταγμα. Για να αποφευχθεί μια πιθανή αντίφαση, τα γραφεία εκπροσώπησης της Ταϊβάν συνήθως φέρουν το όνομα Ταϊπέι και όχι Ταϊβάν σε άλλες χώρες, όπως το Γραφείο Οικονομικής και Πολιτιστικής Αντιπροσωπείας της Ταϊπέι στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τελευταία ανάκληση
«Η προσωρινή επιτετραμμένη της Λιθουανίας στην Κίνα, Όντρα Τσιαπιένε (Audra Ciapiene), επιστρέφει στο Βίλνιους για διαβουλεύσεις», ανακοίνωσε την Τετάρτη το υπουργείο Εξωτερικών της Λιθουανίας. Η Τσιαπιένε είναι η πιο υψηλόβαθμη διπλωμάτης της Λιθουανίας στην Κίνα μετά την ανάκληση της πρέσβειρας Νταϊάνα Μικεβιτσιένε (Diana Mickeviciene) τον Σεπτέμβριο, επειδή η Κίνα απέσυρε την πρέσβειρά της τον Αύγουστο και ζήτησε από το Βίλνιους να ανακαλέσει τη Μικεβιτσιένε.
«Ελλείψει αντικαταστάτη διπλωμάτη στο Πεκίνο, η πρεσβεία της Λιθουανίας στην Κίνα θα συνεχίσει τις δραστηριότητές της εξ αποστάσεως», έγραφε η ανακοίνωση. «Η Λιθουανία είναι έτοιμη να συνεχίσει τον διάλογο με την Κίνα και να αποκαταστήσει τις λειτουργίες της πρεσβείας σε πλήρη έκταση μόλις επιτευχθεί μια αμοιβαία επωφελής συμφωνία».
Η πινακίδα στο Γραφείο Αντιπροσωπείας της Ταϊβάν στο Βίλνιους της Λιθουανίας, στις 18 Νοεμβρίου 2021. (Petras Malukas/AFP via Getty Images)
Το υπουργείο Εξωτερικών ανέφερε ότι η συζήτηση μεταξύ του Πεκίνου και του Βίλνιους δεν σταμάτησε ποτέ τους τελευταίους μήνες και εξαρτάται από το Πεκίνο αν θα ανανεώσει τη διαπίστευση των Λιθουανών διπλωματών.
Ωστόσο, η ανάκληση όλων των εναπομεινάντων διπλωματών αποτελεί έκπληξη.
Στα παρασκήνια
Ο υπουργός Εξωτερικών της Λιθουανίας Γκαμπριέλιους Λάντσμπεργκις έγραψε στο Twitter στις 15 Δεκεμβρίου ότι το κινεζικό καθεστώς αποφάσισε μονομερώς να μετονομάσει τη λιθουανική πρεσβεία και ζήτησε από όλο το προσωπικό της πρεσβείας να παραδώσει τις ταυτότητές του.
Η υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Λιζ Τρας δημοσίευσε στο Twitter της δύο ώρες αργότερα: «Απαράδεκτη πίεση από την Κίνα κατά των Λιθουανών διπλωματών στο Πεκίνο».
Διπλωματική πηγή δήλωσε στο Reuters ότι η αποχώρηση των 19 υπαλλήλων και των εξαρτώμενων μελών του προσωπικού της λιθουανικής πρεσβείας από το Πεκίνο είναι «απάντηση στον “εκφοβισμό”».
Η Financial Times πήραν συνέντευξη από τρία άτομα που γνωρίζουν την κατάσταση και ανέφεραν την Τετάρτη ότι το Πεκίνο ήθελε να μετατρέψει την πρεσβεία σε «γραφείο του επιτετραμμένου» και να μειώσει το διπλωματικό καθεστώς όλων των Λιθουανών διπλωματών, γεγονός που προκάλεσε την ανησυχία του Βίλνιους ότι οι αξιωματούχοι μπορεί να χάσουν τη διπλωματική ασυλία.
Υποστήριξη της ΕΕ
Η Λιθουανία είναι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Η επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ Πεκίνου και Βίλνιους έθεσε την ΕΕ σε δίλημμα για το αν θα πρέπει να υποστηρίξει το κράτος μέλος της ή να συμβιβαστεί με τον εξαναγκασμό της Κίνας.
Στις 8 Δεκεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε μια δήλωση για να απαντήσει στην καταγγελία της Λιθουανίας ότι οι εξαγωγές και οι εισαγωγές της μπλοκαρίστηκαν από τα κινεζικά τελωνεία.
«Η ανάπτυξη των διμερών σχέσεων της Κίνας με μεμονωμένα κράτη μέλη της ΕΕ έχει αντίκτυπο στις συνολικές σχέσεις ΕΕ-Κίνας», δήλωσαν ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τζόσεπ Μπορέλ και ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος Βάλντις Ντομπρόβσκις. «Η ΕΕ θα αξιολογήσει επίσης τη συμβατότητα της δράσης της Κίνας με τις υποχρεώσεις της στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου».
Την ίδια ημέρα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέτασε ένα «μέσο κατά του εξαναγκασμού», το οποίο θα αποτελέσει εμπορικό όπλο κατά του οικονομικού εξαναγκασμού του Πεκίνου, όταν τεθεί σε εφαρμογή.
«Όταν ένα κράτος εκτός ΕΕ ασκεί πίεση σε μια εταιρεία της ΕΕ προκειμένου να επηρεάσει την πολιτική της ΕΕ, [το] μέσο αυτό συμβάλλει στην αποτροπή αυτού του εξαναγκασμού», ανέφερε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Twitter την Τετάρτη. «Ο στόχος είναι να αντιμετωπιστεί και να αποκρουστεί αυτή η ξένη πίεση, να προωθηθούν οι επιχειρήσεις και το εμπόριο και να διασφαλιστούν οι θέσεις εργασίας σε όλη την ΕΕ».
Αναλυτικά, η πρόταση χαμηλώνει τον πήχη που επιτρέπει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επιβάλλει κυρώσεις σε κράτη μη μέλη, επιτρέποντας στην κοινότητα των εθνών να ενεργεί αποφασιστικά απέναντι στην οικονομική επιθετικότητα από μη μέλη.
Άγνωστος από τις αρχές του περασμένου έτους, ο δημοσιογράφος-πολίτης Φανγκ Μπιν παραμένει κρατούμενος στη Γουχάν περιμένοντας το δικαστήριο.
Ο Φανγκ Μπιν, ο πρώτος Κινέζος δημοσιογράφος-πολίτης που αναφέρθηκε στις απαρχές της πανδημίας COVID-19 στην κεντρική Κίνα, κρατείται στο κέντρο κράτησης Τζιάνγκ’αν στην πόλη Γούχαν, δήλωσε τοπικός αξιωματούχος στις 24 Νοεμβρίου.
Ο αξιωματούχος δήλωσε στην Epoch Times ότι η υπόθεση του Φανγκ βρίσκεται στα χέρια του περιφερειακού δικαστηρίου Τζιάνγκ’αν.
Αυτή είναι η πρώτη φορά που ο έξω κόσμος γνωρίζει πού βρίσκεται ο Φανγκ από τη σύλληψή του στις 9 Φεβρουαρίου 2020.
Ως επιχειρηματίας στην πόλη Γούχαν, το σημείο μηδέν της πανδημίας COVID-19, ο Φανγκ έγινε μάρτυρας γεμάτων νοσοκομείων και ανθρώπων που πέθαιναν από την ασθένεια τον Ιανουάριο του 2020. Είδε επίσης πώς οι κομμουνιστικές αρχές έλεγαν ψέματα για την πανδημία.
Παρά τις ανησυχίες του ότι θα μολυνθεί ή ότι θα του επιτεθούν οι αρχές επειδή αποκάλυψε την αλήθεια, ο Φανγκ τράβηξε βίντεο στα νοσοκομεία της Γούχαν και στη συνέχεια, στις 25 Ιανουαρίου 2020, κατάφερε να τα δημοσιεύσει στο YouTube, όπου δεν μπορούσε να φτάσει η κινεζική λογοκρισία.
Τα βίντεο του Φανγκ προσέλκυσαν γρήγορα την παγκόσμια προσοχή, επιτρέποντας στους ανθρώπους να καταλάβουν πόσο σοβαρή ήταν η COVID-19. Η γενναιότητά του ενθάρρυνε επίσης αρκετούς Κινέζους πολίτες-δημοσιογράφους να τον ακολουθήσουν.
Σε απάντηση στις προσπάθειές του, το κινεζικό καθεστώς συνέλαβε τον Φανγκ αρκετές φορές μεταξύ 1ης και 9ης Φεβρουαρίου 2020.
Στις 9 Φεβρουαρίου 2020, ο Φανγκ κυκλοφόρησε το τελευταίο του βίντεο, στο οποίο προέτρεπε όλους τους Κινέζους να αντισταθούν στο κομμουνιστικό καθεστώς.
«Δώστε την εξουσία του καθεστώτος πίσω στο λαό», λέει ο Φανγκ στο βίντεο.
Έκτοτε, ο Φανγκ αγνοείται και τα μέλη της οικογένειάς του αρνούνται να πουν οτιδήποτε γι’ αυτόν λόγω του φόβου απέναντι στις αρχές.
Τρεις άλλοι δημοσιογράφοι-πολίτες, ο Τσεν Κιουσί, η Λι Ζεχούα και η Ζανγκ Ζαν, συνελήφθησαν στη Γουχάν σε διάφορες χρονικές στιγμές πέρυσι. Η Λι αφέθηκε ελεύθερη τον Μάρτιο του 2020, η Zhang συνάντησε τον δικηγόρο της στις 8 Ιουνίου 2020 και καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια φυλάκισης, ενώ ο Τσεν επιβεβαιώθηκε ότι είναι ζωντανός και ασφαλής τον Σεπτέμβριο του 2020.
Από τη σύλληψή του, οι αρχές δεν έχουν δώσει καμία πληροφορία γι’ αυτόν στη δημοσιότητα.
Ο Φανγκ είναι ζωντανός
Στις 24 Νοεμβρίου, ένας έμπιστος αξιωματούχος της Γούχαν δήλωσε στην Epoch Times μέσω τηλεφώνου ότι ο Φανγκ ήταν ζωντανός και ότι η υπόθεσή του χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να περάσει από τις νομικές διαδικασίες.
Το όνομα και η θέση του αξιωματούχου έχουν αποκρυφθεί για λόγους ασφαλείας.
«Η υπόθεση του Φανγκ σχετίζεται με την πανδημία, οπότε είναι περίπλοκη. Εμείς [το Περιφερειακό Δικαστήριο Τζιάνγκ’αν και η Περιφερειακή Εισαγγελία (εισαγγελέας)] πρέπει να κάνουμε περισσότερη έρευνα προτού μπορέσουμε να υποβάλουμε την έκθεσή μας [στο Ενδιάμεσο Δικαστήριο της Γούχαν]. Θα ζητήσουμε αναβολή της ακροαματικής διαδικασίας», δήλωσε ο αξιωματούχος.
Ο Κινέζος δικηγόρος για τα ανθρώπινα δικαιώματα με έδρα τις ΗΠΑ Γου Σαοπίνγκ, ο οποίος διατηρούσε δικηγορικό γραφείο στη Σαγκάη και εκπροσωπούσε αντιφρονούντες και φυλακισμένους συνείδησης κατά τη δεκαετία του 2010, παρακολουθεί την υπόθεση του Φανγκ.
«Το δικαστήριο και ο εισαγγελέας σχεδιάζουν εγκλήματα για να τα φορτώσουν στον Φανγκ, και στη συνέχεια μπορούν να τον καταδικάσουν σε φυλάκιση με βάση αυτούς τους λόγους», δήλωσε ο Γου στην Epoch Times στις 24 Νοεμβρίου.
Ο Γου δήλωσε ότι ο Φανγκ δεν παραβίασε κανέναν κινεζικό νόμο.
Ένας κάτοικος της Γούχαν, ο οποίος υποστηρίζει τον Φανγκ, δήλωσε στην Epoch Times μέσω τηλεφώνου ότι η οικογένεια του Φανγκ δεν μπορούσε να προσλάβει δικηγόρο και δεν έχουν λάβει κανένα νομικό έγγραφο από το δικαστήριο ή την εισαγγελία.
«Ο κινεζικός νόμος παρέχει στον Φανγκ Μπιν, έναν πολίτη, το δικαίωμα να κάνει ρεπορτάζ για την κατάσταση στη Γούχαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας ως δημοσιογράφος-πολίτης. Είναι αθώος», δήλωσε ο κάτοικος που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Η οικογένεια του Φανγκ φοβάται πολύ να δεχτεί βοήθεια από οποιονδήποτε λόγω των απειλών των αρχών, δήλωσε ο κάτοικος. Μπορεί να χάσουν την εργασία τους ή τα χρήματά τους αν αναστατώσουν το καθεστώς και αποκαλύψουν την κατάσταση του Φανγκ προς τα έξω. Το χειρότερο σενάριο είναι να συλληφθούν και να καταδικαστούν με ένα καθορισμένο έγκλημα.
Η Epoch Times δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει με τα μέλη της οικογένειας του Φανγκ.
Ο Κιν Τζιν, κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στην κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να υπερασπιστεί τον Φανγκ.
«Χρειαζόμαστε την υποστήριξη από τις κυβερνήσεις των δυτικών χωρών, τους πολιτικούς, τα Ηνωμένα Έθνη, τις ΜΚΟ και τους ακτιβιστές. Θα πρέπει να παροτρύνουν το κινεζικό καθεστώς να απελευθερώσει τον Φανγκ», δήλωσε ο Κιν στην Epoch Times.
Ο δικηγόρος δικαιωμάτων Γου επαίνεσε τη γενναιότητα του Φανγκ που διακινδύνευσε τη ζωή του για να κάνει ρεπορτάζ για την πανδημία.
«Ο Φανγκ Μπιν μας έδειξε πόσο σοβαρή ήταν η COVID-19 στο αρχικό στάδιο. Ο κόσμος πρέπει να μιλήσει γι’ αυτόν», δήλωσε ο Γου.
Η 67χρονη Σου Γιούνσια, ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου στη Γυναικεία Φυλακή Χεϊλονγκτζιάνγκ στις 4 Σεπτεμβρίου, δύο ημέρες πριν λήξει η πενταετής ποινή της.
Φυλακισμένη για τις πεποιθήσεις της, η Σου ξυλοκοπήθηκε επειδή αρνήθηκε να εγκαταλείψει την πρακτική τσιγκόνγκ που ονομάζεται Φάλουν Γκονγκ και που στο παρελθόν είχε εγκρίνει η κυβέρνηση, σύμφωνα με το Minghui.org, μια ιστοσελίδα με έδρα τις ΗΠΑ που καταγράφει και τεκμηριώνει τη δίωξη του Φάλουν Γκονγκ από το κινεζικό καθεστώς.
«Ένας ασκούμενος του Φάλουν Γκονγκ πρέπει να υπογράψει τα λεγόμενα «Τρία Γράμματα»—διακηρύξεις για να εγκαταλείψει την ειρηνική πρακτική—αν επιθυμεί να λάβει την ειδοποίηση αποφυλάκισής του [η οποία είναι απαραίτητη για να φύγει από τη φυλακή]», ανέφερε το Minghui.org. «Σε διαφορετική περίπτωση, θα βασανιστεί άσχημα από κρατούμενους [που έχουν διοριστεί από τους δεσμοφύλακες ημέρες πριν από τη λήξη της ποινής]».
Η Σου εξασκούσε το Φάλουν Γκονγκ για πάνω από δώδεκα χρόνια. Το Φάλουν Γκονγκ, γνωστό και ως Φάλουν Ντάφα, διδάσκει στους ασκούμενους να είναι καλοί άνθρωποι ακολουθώντας τις αρχές της Αλήθειας, της Καλοσύνης και της Ανεκτικότητας. Ωστόσο, τον Ιούλιο του 1999, το κυβερνών κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας εξαπέλυσε μια βίαιη δίωξη σε μια προσπάθεια να εξαλείψει την πρακτική, απλώς και μόνο επειδή 100 εκατομμύρια Κινέζοι δηλαδή περισσότερα από τα μέλη του ΚΚΚ σε αριθμό, ασκούνταν εκείνη την εποχή.
Το Minghui.org ανέφερε για πρώτη φορά ότι η Σου είχε κρατηθεί στο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας Γουανγκτζιά στο Χαρμπίν τον Ιούνιο του 2001. Για να την αναγκάσουν να εγκαταλείψει τις πεποιθήσεις της, οι φρουροί έδεσαν τους καρπούς της στο επάνω μέρος μιας κουκέτας, που ήταν ψηλότερο από αυτήν, και την ανάγκασαν να σταθεί στις μύτες των ποδιών της. Αν ήθελε να ξεκουράσει τα δάχτυλα των ποδιών της, το σχοινί θα έκοβε τους καρπούς της, κάτι που είναι πολύ οδυνηρό. Όλο της το βάρος έπεφτε είτε στους καρπούς είτε στα δάχτυλα των ποδιών της.
Η Σου θα συλληφθεί και θα εξαναγκαστεί σε κράτηση πολλές φορές τις επόμενες δύο δεκαετίες.
Ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ συμμετέχουν σε μια αγρυπνία στο φως των κεριών στη μνήμη των θυμάτων της 22χρονης δίωξης στην Κίνα στο Μνημείο της Ουάσιγκτον στις 16 Ιουλίου 2021. (Samira Bouaou/The Epoch Times).
Διωκόμενη μέχρι Θανάτου
Η Σου καταγόταν από την περιοχή Νταογουάι της πόλης Χαρμπίν στην επαρχία Χεϊλονγκτζιάνγκ της βορειοανατολικής Κίνας. Σύμφωνα με τους ανθρώπους που τη γνώριζαν, η Σου δεν έβλαψε την κοινωνία, ούτε κανέναν από τους ανθρώπους γύρω της. Αντίθετα, η Σου φρόντιζε τα μέλη της οικογένειάς της, καθώς και τους γείτονες και φίλους της. Ωστόσο, λόγω της δυσανεξίας του κινεζικού καθεστώτος στις πεποιθήσεις της, παρενοχλούνταν συνεχώς.
Η τελευταία της κράτηση συνέβη το απόγευμα της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, όταν η Σου συναντήθηκε με έναν συν-ασκούμενο του Φάλουν Γκονγκ, τον Παν Γουένλι, στη γενέτειρά τους. Συλλήφθηκαν στο αστυνομικό τμήμα Σανκεσού απλώς και μόνο επειδή είχαν φυλλάδια στις τσάντες τους και έλεγαν στους ανθρώπους την αλήθεια για το τι είναι πραγματικά το Φάλουν Γκονγκ, σε αντίθεση με τις αναφορές στα κρατικά ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης που έχουν χρησιμοποιηθεί από το καθεστώς για να δικαιολογήσει τη δίωξή του.
Ώρες αργότερα, η αστυνομία εισέβαλε στο σπίτι της και της πήρε τον υπολογιστή, τα βιβλία και τα μετρητά.
Ο σύζυγος της Σου, που βασιζόταν στη φροντίδα της, ήταν παράλυτος στο κρεβάτι του. Όμως, πιστεύοντας υπέρ της αθωότητας της, κατάφερε να πάει στο αστυνομικό τμήμα και στο αστυνομικό γραφείο της περιοχής με τη βοήθεια συγγενών για να απαιτήσει την απελευθέρωση της, μέχρι να τον απορρίψουν. Δεν του επετράπη καν να επισκεφτεί την Σου που βρισκόταν υπό κράτηση.
Στις 31 Μαρτίου 2017, η Σου καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση και πρόστιμο 10.000 γιουάν (1.350 €), απλώς και μόνο επειδή αρνήθηκε να εγκαταλείψει τις πεποιθήσεις της.
Από τότε, η Σου κρατούνταν στη Γυναικεία Φυλακή Χεϊλονγκτζιάνγκ—μια από τις πιο διαβόητες φυλακές της Κίνας όπου το καθεστώς διώκει βάναυσα τους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ, κάνοντας χρήση όλων των μορφών βασανιστηρίων.
Σύμφωνα με το Minghui.org, η κατάσταση του Παν είναι ακόμα άγνωστη. Το καθεστώς αποθαρρύνει τα μέλη της οικογένειας από το να αποκαλύπτουν την κατάσταση των φυλακισμένων ασκουμένων σε άλλους.
Ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ παρελαύνουν για να δείξουν την υποστήριξή τους στην παγκόσμια αγωγή εναντίον του πρώην ηγέτη της Κίνας Τζιάνγκ Ζεμίν στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, στις 4 Σεπτεμβρίου 2015. (William West/AFP μέσω Getty Images)
Σύμφωνα με πληροφορίες που έλαβε το Minghui.org, η Γυναικεία Φυλακή Χεϊλονγκτζιάνγκ ανάγκασε όλες τις πρόσφατα φυλακισμένες ασκούμενες του Φάλουν Γκονγκ να παρακολουθήσουν ένα βίντεο πλύσης εγκεφάλου για 12 ώρες την ημέρα για τρεις μήνες χωρίς κανένα διάλειμμα και στη συνέχεια ανάγκασε τις ασκούμενες που αρνούνταν ακόμα να εγκαταλείψουν τις πεποιθήσεις τους, να καθίσουν σε ένα μικρό σκαμπό πάνω από δώδεκα ώρες την ημέρα σε ένα δωμάτιο χωρίς θέρμανση ή κλιματισμό. Επίσης, το προσωπικό της φυλακής δεν επέτρεπε στις ασκούμενες να κοιμηθούν για εβδομάδες, απέτρεπε το φαγητό και έκανε χρήση βίας.
Ακόμα κι αν μια ασκούμενη απαρνηθεί τις πεποιθήσεις της, η φυλακή θα έστελνε πρώτα την ασκούμενη να κάνει σκληρή εργασία για τουλάχιστον 13 ώρες την ημέρα.
Τα τελευταία 22 χρόνια, υπολογίζεται ότι πάνω από χίλιοι ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ έχουν κρατηθεί στη Γυναικεία Φυλακή της Χεϊλονγκτζιάνγκ. Τουλάχιστον 31 από αυτούς έχουν διωχθεί μέχρι θανάτου, και περίπου το 90 τοις εκατό των άλλων έχουν βασανιστεί σε σημείο που το σώμα τους δεν έχει αναρρώσει ακόμη και μετά από μακροχρόνια θεραπεία.
Σημείωση: Ορισμένες αναφορές αυτού του άρθρου περιέχουν λεπτομέρειες βασανιστηρίων και άλλων μορφών κακοποίησης.
Το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1921, σπέρνοντας τον θάνατο και την καταστροφή στον κινεζικό λαό, εδώ και έναν αιώνα.
Οπλισμένο με τη μαρξιστική ιδεολογία του «αγώνα» ή της «πάλης» ως κατευθυντήρια αρχή του, το Κ.Κ.Κ. ξεκίνησε πολλές εκστρατείες που στόχευαν έναν μακρύ κατάλογο εχθρικών ομάδων: ιδιοκτήτες γης, διανοούμενοι, αξιωματούχοι, φοιτητές υπέρ της δημοκρατίας, πιστοί, και εθνοτικές μειονότητες.
Με κάθε εκστρατεία, ο υποτιθέμενος στόχος του Κόμματος ήταν η δημιουργία ενός «κομμουνιστικού παραδείσου επί της γης». Αλλά ξανά και ξανά, τα αποτελέσματα ήταν τα ίδια: Μαζική δυστυχία και θάνατος. Εν τω μεταξύ, μερικοί αξιωματούχοι του ΚΚΚ που ανήκαν στην πολιτική ελίτ εκείνοι και οι οικογένειές τους συσσώρευσαν τεράστια δύναμη και πλούτο.
Πάνω από 70 χρόνια κομματικής κυριαρχίας είχαν ως αποτέλεσμα την δολοφονία δεκάδων εκατομμυρίων Κινέζων και την διάλυση ενός πολιτισμού 5.000 ετών.
Ενώ η Κίνα έχει αναπτυχθεί οικονομικά τις τελευταίες δεκαετίες, το Κ.Κ.Κ. είναι στην φύση του ένα μαρξιστικό-λενινιστικό καθεστώς που προσπαθεί να παγιώσει την κυριαρχία του πάνω στην Κίνα και σε όλο τον κόσμο. Εκατομμύρια θρησκευτικές ομάδες, εθνοτικές μειονότητες και αντιφρονούντες εξακολουθούν να διώκονται βίαια έως σήμερα.
Ακολουθεί μια σύνοψη ορισμένων από τις μεγαλύτερες φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από το Κ.Κ.Κ. στην 100ετή ιστορία του.
Αντι-μπολσεβικικές δυνάμεις
Λιγότερο από μια δεκαετία μετά την ίδρυση του Κόμματος, ο Μάο Τσε Τουνγκ, τότε επικεφαλής μιας κομμουνιστικής επικράτειας στην επαρχία Τσιανγκσί της νοτιοανατολικής Κίνας, ξεκίνησε μια πολιτική εκκαθάριση των αντιπάλων του, γνωστή ως το συμβάν της αντι-μπολσεβικικής ένωσης. Ο Μάο κατηγόρησε τους αντιπάλους του ότι εργάζονταν για την αντι-μπολσεβικική ένωση, την υπηρεσία πληροφοριών του Κουομιντάνγκ, που ήταν τότε το κυβερνών κόμμα της Κίνας.
Το αποτέλεσμα ήταν χιλιάδες μέλη του Κόκκινου Στρατού και του Κόμματος να χάσουν την ζωή τους στην εκκαθάριση.
Η μονοετής εκστρατεία που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1930 ήταν η πρώτη με επικεφαλής τον παρανοϊκό ηγέτη και ακολούθησαν και άλλες με την πάροδο του χρόνου. Μαζικές σφαγές συνέβαιναν μέχρι τον θάνατο του Μάο το 1976.
Παρόλο που δεν υπάρχει αρχείο που να δείχνει ακριβώς πόσα μέλη του ΚΚΚ σκοτώθηκαν κατά την διάρκεια της εκστρατείας, ο Κινέζος ιστορικός Γκούο Χουά (Guo Hua) έγραψε σε ένα άρθρο του 1999 ότι μέσα σε έναν μήνα, 4.400 από τα 40.000 μέλη του Κόκκινου Στρατού δολοφονήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων δεκάδων στρατιωτικών ηγετών. Μέσα σε λίγους μήνες, η επιτροπή του ΚΚΚ στα νοτιοδυτικά της Τσιανγκσί είχε σκοτώσει περισσότερα από 1.000 από τα μη στρατιωτικά μέλη του.
Στο τέλος του κινήματος, η επιτροπή του ΚΚΚ στην Τσιανγκσί ανέφερε ότι το 80 έως 90 τοις εκατό των αξιωματούχων του ΚΚΚ στην περιοχή κατηγορήθηκαν για κατασκοπεία και εκτελέστηκαν.
Μέλη των οικογενειών ανώτερων αξιωματούχων διώχθηκαν και δολοφονήθηκαν, ανέφερε το άρθρο. Οι μέθοδοι βασανιστηρίων που χρησιμοποιήθηκαν στα μέλη του ΚΚΚ, σύμφωνα με τον Γκούο, περιελάμβαναν το κάψιμο του δέρματος, το κόψιμο των μαστών των γυναικών και την ώθηση ράβδων μπαμπού κάτω από τα νύχια τους.
Ο Μάο παρευρίσκεται σε συνέδριο σχετικά με τις τέχνες και την λογοτεχνία στη Γιανάν το 1942. (Δημόσιος τομέας)
Το κίνημα επανόρθωσης της Γιανάν
Αφού χρίστηκε αρχηγός του Κόμματος, ο Μάο ξεκίνησε το «Κίνημα Επανόρθωσης της Γιανάν» – το πρώτο μαζικό ιδεολογικό κίνημα του Κ.Κ.Κ. – το 1942. Από την βάση του ΚΚΚ στην απομονωμένη ορεινή περιοχή της Γιανάν στη βορειοδυτική επαρχία Σαανσί, ο Μάο και οι ακόλουθοί του εργάστηκαν πάνω στη γνωστή τακτική της κατηγορίας των αντιπάλων τους για κατασκοπεία με σκοπό την εξάλειψη ανώτερων αξιωματούχων και άλλων μελών του Κόμματος.
Συνολικά, δολοφονήθηκαν περίπου 10.000 μέλη του ΚΚΚ.
Κατά την διάρκεια του κινήματος, άνθρωποι βασανίστηκαν και αναγκάστηκαν να ομολογήσουν ψευδώς ότι ήταν κατάσκοποι, έγραψε ο Γουέι Τζουνγί (Wei Junyi) σε βιβλίο του 1998.
«Όλοι έγιναν κατάσκοποι στη Γιανάν, από μαθητές γυμνασίου έως μαθητές δημοτικού», έγραψε ο Γουέι, ο οποίος ήταν τότε συντάκτης του κρατικού πρακτορείου ειδήσεων Xinhua. «Δώδεκα ετών, 11 ετών, 10 ετών, ακόμη και ένας 6χρονος κατάσκοπος βρέθηκε!»
Την τραγική μοίρα της οικογένειας του Σι Μποφού (Shi Bofu), ενός τοπικού ζωγράφου, αφηγήθηκε στο βιβλίο του ο Γουέι. Το 1942, αξιωματούχοι του ΚΚΚ ξαφνικά κατηγόρησαν τον Σι ότι ήταν κατάσκοπος και τον συνέλαβαν. Εκείνο το βράδυ, η σύζυγος του Σι, ανίκανη να αντιμετωπίσει την πιθανή θανατική ποινή του συζύγου της, πήρε τη ζωή της και αυτή των δύο μικρών παιδιών της. Λίγες ώρες αργότερα, αξιωματούχοι βρήκαν αυτήν και τα πτώματα των παιδιών και διακήρυξαν δημοσίως ότι η γυναίκα του Σι είχε «βαθύ μίσος» κατά του Κόμματος και των ανθρώπων, και άρα άξιζε να πεθάνει.
Ένας Κινέζος ιδιοκτήτης γης εκτελείται από έναν στρατιώτη του κομμουνιστικού κόμματος στο Φουκάνγκ της Κίνας. (Δημόσιος τομέας)
Εδαφική μεταρρύθμιση
Τον Οκτώβριο του 1949, το ΚΚΚ πήρε την εξουσία της Κίνας και ο Μάο έγινε ο πρώτος επικεφαλής του καθεστώτος. Μήνες αργότερα, στο πρώτο κίνημα του καθεστώτος, που ονομάστηκε «εδαφική μεταρρύθμιση», ο Μάο κινητοποίησε τους φτωχότερους αγρότες του έθνους να καταλάβουν με την βία την γη και άλλα περιουσιακά στοιχεία των «γαιοκτημόνων» – πολλοί από τους οποίους ήταν απλώς πιο εύποροι αγρότες. Εκατομμύρια πέθαναν.
Ο Μάο, το 1949, κατηγορήθηκε ότι ήταν δικτάτορας και το παραδέχτηκε.
«Αγαπητοί μου κύριοι, έχετε δίκιο, αυτό ακριβώς είμαστε», έγραψε, σύμφωνα με το περιοδικό China File, που εκδόθηκε από το Κέντρο Σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας στην Ασία. Σύμφωνα με τον Μάο, οι κομμουνιστές στην εξουσία πρέπει να είναι δικτατορικοί ενάντια στους ιμπεριαλιστές, τους γαιοκτήμονες, τους γραφειοκράτες της μπουρζουαζίας και τους αντιδραστικούς και συνεργούς τους, οι οποίοι συνδέονταν με την αντιπολίτευση Κουομιντάνγκ.
Φυσικά, οι κομμουνιστές αποφάσιζαν το ποιος μπορούσε να ονομαστεί, «ιμπεριαλιστής», «αντιδραστικός», ή ακόμα και «γαιοκτήμονας».
Σύμφωνα με τον ιστορικό Φρανκ Ντικότερ, ο οποίος έχει κάνει μια ενδελεχή χρονολόγηση των κτηνωδιών του Μάο, «πολλά από τα θύματα ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου και πυροβολήθηκαν, αλλά σε πολλές περιπτώσεις βασανίστηκαν για να τους κάνουν να αποκαλύψουν τα περιουσιακά τους στοιχεία – πραγματικά ή φανταστικά».
Το βιβλίο του 2019 «The Bloody Red Land» περιγράφει την ιστορία του Λι Μαν, ενός ιδιοκτήτη γης από το Τσονγκτσίνγκ της νοτιοδυτικής Κίνας, που επέζησε των διώξεων. Αφότου το Κ.Κ.Κ. ανέλαβε την εξουσία, αξιωματούχοι ισχυρίστηκαν ότι η οικογένεια του Λι είχε αποθηκεύσει 1,5 τόνους χρυσού. Αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια, καθώς η οικογένεια είχε χρεοκοπήσει χρόνια νωρίτερα λόγω της τοξικομανίας του πατέρα τού Λι.
Χωρίς χρυσό για να δώσει στο Κ.Κ.Κ., ο Λι βασανίστηκε στα πρόθυρα του θανάτου.
«Έβγαλαν τα ρούχα μου, έδεσαν τα χέρια και τα πόδια μου σε ένα δοκάρι. Έπειτα έδεσαν ένα σχοινί γύρω από τα γεννητικά μου όργανα και έδεσαν μια πέτρα στα πόδια μου», εξήγησε ο Λι. Είπε ότι στη συνέχεια κρέμασαν το σχοινί σε ένα δέντρο. Αμέσως, «εκτοξεύτηκε αίμα από τον ομφαλό μου», είπε ο Λι.
Ο Λι τελικά σώθηκε από έναν αξιωματούχο του ΚΚΚ που τον έστειλε στο σπίτι ενός γιατρού κινεζικής ιατρικής. Ακόμα και μετά από σοβαρούς τραυματισμούς στα εσωτερικά του όργανα και στα γεννητικά όργανα, ο Λι εξακολουθούσε να θεωρείται τυχερός. Άλλα δέκα άτομα που βασανίστηκαν ταυτόχρονα με τον Λι έχασαν την ζωή τους. Τους επόμενους μήνες, οι στενοί συγγενείς και η ευρύτερη οικογένεια του Λι θα βασανίζονταν μέχρι θανάτου, ο ένας μετά τον άλλον.
Ως αποτέλεσμα των βασανιστηρίων, ο Λι – που ήταν 22 ετών τότε – έχασε την ικανότητα να έχει απογόνους. Κατά την διάρκεια των μεταγενέστερων εκστρατειών του Κ.Κ.Κ., ο Λι βασανίστηκε πολλές φορές, χάνοντας την όρασή του.
Μια πεινασμένη οικογένεια, άγνωστη ημερομηνία. (Δημόσιος τομέας)
Μεγάλο άλμα προς τα εμπρός
Ο Μάο ξεκίνησε το «Μεγάλο άλμα προς τα εμπρός» το 1958, μια τετραετή εκστρατεία με την οποία προσπάθησε να αυξήσει εκθετικά την παραγωγή χάλυβα, ενώ ταυτόχρονα κολεκτιβοποιούσε την γεωργία με στόχο η παραγωγή της Κίνας να ξεπεράσει αυτήν της Βρετανίας και μετά της Αμερικής.
Οι αγρότες διατάχτηκαν να φτιάξουν φούρνους στις αυλές τους για να παράγουν χάλυβα, αφήνοντας παραμελημένες τις γεωργικές τους εκτάσεις. Ως αποτέλεσμα, οι αγρότες δεν είχαν τίποτα να τρώνε αφού παρέδιδαν το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργειών τους ως φόρους.
Αυτό που ακολούθησε ήταν η χειρότερη ανθρωπογενής καταστροφή στην ιστορία: ο Μεγάλος Λιμός, κατά τον οποίον δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν από ασιτία, από το 1959 έως το 1961.
Οι πεινασμένοι αγρότες στράφηκαν για την τροφή τους στο κυνήγι άγριων ζώων, στα χόρτα, ακόμη και στον καολινίτη, ένα αργιλοπυριτικό ορυκτό. Η ακραία πείνα οδήγησε πολλούς στον κανιβαλισμό.
Υπάρχουν καταγεγραμμένες περιπτώσεις ανθρώπων να τρώνε πτώματα ξένων, φίλων και μελών της οικογένειας καθώς και γονείς που σκότωσαν τα παιδιά τους για φαγητό – και το αντίστροφο.
Ο Τζάσπερ Μπέκερ, ο οποίος έγραψε το «Hungry Ghosts», ανέφερε ότι οι Κινέζοι αναγκάστηκαν να εμπλακούν – από καθαρή απελπισία – στην πώληση ανθρώπινης σάρκας στην αγορά και την ανταλλαγή παιδιών, ώστε να μην τρώνε τα δικά τους.
Σε 13 επαρχίες, υπήρξαν συνολικά 3.000 έως 5.000 καταγεγραμμένες περιπτώσεις κανιβαλισμού.
Ο Μπέκερ σημειώνει ότι ο κανιβαλισμός στην Κίνα στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60 πιθανότατα συνέβη «σε κλίμακα άνευ προηγουμένου στην ιστορία του 20ου αιώνα».
Ο Κινέζος ιστορικός Γιου Σιγκουάνγκ (Yu Xiguang) στη δεκαετία του 1980 βρήκε μια φωτογραφία αρχείου από την πατρίδα του στην επαρχία Χουνάν. Φαίνεται ότι ένας άντρας με το όνομα Λιού Τζιαγιουάν στέκεται δίπλα στο κεφάλι και τα κόκκαλα του ενός χρόνου γιου του. Ο Λιού τελικά εκτελέστηκε για δολοφονία.
Ο Γιου αργότερα πήρε συνέντευξη από τα επιζήσαντα μέλη της οικογένειας του Λιού την πρώτη δεκαετία του 2000 για να επαληθεύσει την ιστορία. Έγραψε σε μια αναφορά: «Ο Λιού Τζιαγιουάν ήταν εξαιρετικά πεινασμένος. Σκότωσε τον γιο του και μαγείρεψε την σάρκα του. Πριν τελειώσει το φαγητό του, τα μέλη της οικογένειάς του βρήκαν το έγκλημά του και τον ανέφεραν στην αστυνομία. Στη συνέχεια συνελήφθη και εκτελέστηκε».
Περίπου 45 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν κατά την διάρκεια του «Μεγάλου άλματος προς τα εμπρός», σύμφωνα με τον ιστορικό Ντικότερ, συγγραφέα του «Μεγάλου Λιμού του Μάο».
Στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος κρεμούν μια πινακίδα στον λαιμό ενός Κινέζου άνδρα κατά την διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης το 1966. Στην πινακίδα αναφέρεται το όνομα του άνδρα και τον κατηγορούν ότι είναι μέλος της «μαύρης τάξης» (Δημόσιος τομέας)
Πολιτιστική επανάσταση
Μετά την καταστροφική αποτυχία του Μεγάλου άλματος προς τα εμπρός, ο Μάο, που αισθάνθηκε ότι έχανε την δύναμη του στην εξουσία, ξεκίνησε την Πολιτιστική Επανάσταση το 1966 σε μια προσπάθεια να χρησιμοποιήσει τον κινέζικο λαό για να ισχυροποιήσει τον έλεγχό του επί του ΚΚΚ. Δημιουργώντας μια προσωπολατρεία του εαυτού του, ο Μάο είχε ως στόχο να «συντρίψει τα πρόσωπα που έχουν την εξουσία και ακολουθούν τον καπιταλιστικό δρόμο» ώστε να ενισχύσει τις δικές του ιδεολογίες.
Μέσα σε περισσότερο από 10 χρόνια χάους, εκατομμύρια σκοτώθηκαν ή οδηγήθηκαν σε αυτοκτονία εν μέσω της κρατικής βίας, ενώ οι ενθουσιώδεις νεαροί ιδεολόγοι, οι περίφημοι Κόκκινοι Φρουροί, ταξίδεψαν ανά την χώρα καταστρέφοντας και δυσφημίζοντας τις παραδόσεις και την κληρονομιά της Κίνας.
Ήταν μια προσπάθεια ολόκληρης της κοινωνίας, με το Κόμμα να ενθαρρύνει ανθρώπους από όλα τα κοινωνικά στρώματα να καταδίδουν συναδέλφους, γείτονες, φίλους, ακόμη και μέλη της οικογένειας που ήταν «αντεπαναστάτες» – οποιονδήποτε με πολιτικά λανθασμένες σκέψεις ή συμπεριφορές .
Τα θύματα, που περιελάμβαναν διανοούμενους, καλλιτέχνες, αξιωματούχους του Κ.Κ.Κ. και άλλους που θεωρούνταν «ταξικοί εχθροί», υποβάλλονταν σε τελετουργική ταπείνωση – δημόσιες συγκεντρώσεις όπου τα θύματα θα αναγκάζονταν να παραδεχτούν τα υποτιθέμενα εγκλήματά τους και να υποστούν σωματική και λεκτική κακομεταχείριση από το πλήθος. Στην συνέχεια βασανίζονταν και αποστέλλονταν στην ύπαιθρο για καταναγκαστική εργασία.
Ο παραδοσιακός κινεζικός πολιτισμός και οι παραδόσεις αποτέλεσαν άμεσο στόχο της εκστρατείας του Μάο για την εξόντωση των «Τεσσάρων Παλαιών» – παλιά έθιμα, παλιός πολιτισμός, παλιές συνήθειες και παλιές ιδέες. Ως αποτέλεσμα, καταστράφηκαν αμέτρητα πολιτιστικά κειμήλια, ναοί, ιστορικά κτήρια, αγάλματα και βιβλία.
Η Τζανγκ Τζισίν (Zhang Zhixin), ένα μέλος της ελίτ του Κ.Κ.Κ. που εργαζόταν στην επαρχία Λιαονίνγκ, ήταν μεταξύ των θυμάτων της εκστρατείας. Σύμφωνα με ένα άρθρο κινεζικών μέσων ενημέρωσης μετά την Πολιτιστική Επανάσταση, ένας συνάδελφος ανέφερε την Τζανγκ το 1968 αφού σχολίασε στον συνάδελφό της ότι δεν μπορούσε να καταλάβει κάποιες από τις ενέργειες του ΚΚΚ. Η 38χρονη συνελήφθη τότε σε ένα τοπικό κέντρο εκπαίδευσης στελεχών του Κόμματος, όπου κρατούνταν περισσότερα από 30.000 μέλη του προσωπικού της επαρχιακής κυβέρνησης.
Ενώ ήταν υπό κράτηση, αρνήθηκε να παραδεχτεί ότι έκανε κάτι λάθος και παρέμεινε στις πολιτικές της απόψεις. Ήταν αφοσιωμένη στο Κόμμα, αλλά διαφωνούσε με ορισμένες από τις πολιτικές του Μάο. Εστάλη στην φυλακή.
Εκεί, η Τζανγκ υπέφερε τρομερά καθώς αξιωματούχοι προσπάθησαν να την αναγκάσουν να εγκαταλείψει τις απόψεις της. Οι φρουροί των φυλακών χρησιμοποιούσαν ένα σιδερένιο σύρμα για να κρατήσουν το στόμα της ανοιχτό και στη συνέχεια να του βάλουν μέσα μια βρόμικη σφουγγαρίστρα. Έδεσαν τα χέρια της πίσω από την πλάτη της και κρέμασαν ένα σιδερένιο βαρίδιο 40 κιλών από τις αλυσίδες. Οι επαρχιακοί αξιωματούχοι του ΚΚΚ της ξερίζωσαν τα μαλλιά και συχνά παρακινούσαν άλλους άνδρες κρατούμενους να την βιάζουν ομαδικά.
Η Τζανγκ προσπάθησε να αυτοκτονήσει, αλλά απέτυχε, γεγονός που έκανε τους φρουρούς της φυλακής να εντείνουν τον έλεγχό τους. Ο σύζυγός της εξαναγκάστηκε επίσης από τις αρχές να την χωρίσει. Στις αρχές του 1975, η Τζανγκ τρελάθηκε και τον Απρίλιο του ίδιου έτους, εκτελέστηκε. Πριν πυροβολήσουν, οι φρουροί της φυλακής έκοψαν την τραχεία της για να την σιωπήσουν. Πέθανε σε ηλικία 45 ετών.
Κατά την διάρκεια της κράτησης της Τζανγκ, ο σύζυγός της και τα δύο μικρά παιδιά τους αναγκάστηκαν να διακόψουν κάθε σχέση μαζί της. Μόλις πληροφορήθηκαν για τον θάνατό της, δεν τόλμησαν ούτε να κλάψουν – φοβούμενοι ότι θα τους ακούσουν οι γείτονες και θα ανέφεραν την δυσαρέσκειά τους στο Κόμμα.
Η καταστροφική εκστρατεία έληξε τον Οκτώβριο του 1976, λιγότερο από ένα μήνα μετά τον θάνατο του Μάο.
Η επίδραση της Πολιτιστικής Επανάστασης πηγαίνει πολύ πέραν των ζωών που καταστράφηκαν, σύμφωνα με τον Ντικότερ.
Σύμφωνα με τον Ντικότερ «δεν ήταν τόσο ο θάνατος που χαρακτήρισε την Πολιτιστική Επανάσταση, όσο το ψυχικό τραύμα», είπε στο NPR το 2016.
«Ήταν ο τρόπος με τον οποίον οι άνθρωποι στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου, ήταν υποχρεωμένοι να καταγγείλουν οικογενειακά μέλη, τους συναδέλφους, τους φίλους τους. Πρόκειται για απώλεια, απώλεια εμπιστοσύνης, απώλεια φιλίας, απώλεια πίστης σε άλλους ανθρώπους, απώλεια προβλεψιμότητας στις κοινωνικές σχέσεις. Και αυτό είναι πραγματικά το σημάδι που άφησε η Πολιτιστική Επανάσταση».
Ένα νεαρό ορφανό κορίτσι κάθεται στην κούνια σε ένα ορφανοτοφείο στο Πεκίνο στις 2 Απριλίου 2014. (Kevin Frayer / Getty Images)
Πολιτική ενός παιδιού
Το 1979, το καθεστώς ξεκίνησε την «πολιτική ενός παιδιού», η οποία επέτρεπε στα παντρεμένα ζευγάρια να έχουν μόνο ένα παιδί, σε μια εκστρατεία που φαινόταν φαινομενικά να ενισχύει το βιοτικό επίπεδο περιορίζοντας την αύξηση του πληθυσμού. Η πολιτική προκάλεσε μαζικές εξαναγκαστικές αμβλώσεις, αναγκαστικές στειρώσεις και ανθρωποκτονία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Υγείας της Κίνας που ανέφεραν κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης, έγιναν 336 εκατομμύρια εκτρώσεις από το 1971 έως το 2013.
Η Σιά Ρουνγίνγκ, χωρικός από την επαρχία Τσιανγκσί που υπέστη αναγκαστική άμβλωση, έγραψε σε δημόσια επιστολή το 2013 ότι η οικογένειά της ζήτησε να αναβληθεί η χειρουργική επέμβαση λόγω της κακής υγείας της. Ο τοπικός αξιωματούχος, ωστόσο, είπε ότι θα έκαναν την χειρουργική επέμβαση ακόμα κι αν έπρεπε να είναι δεμένη με σχοινιά.
Άρχισε να ουρεί αίμα και να έχει πονοκεφάλους και στομαχόπονο μετά την επέμβαση. Αργότερα, αναγκάστηκε να σταματήσει να εργάζεται.
Το καθεστώς διέκοψε την πολιτική του ενός παιδιού το 2013, επιτρέποντας δύο παιδιά. Στις 31 Μαΐου, ανακοίνωσε ότι οι οικογένειες μπορούν να έχουν τρία παιδιά.
Μια τραυματισμένη νέα μετά την επίθεση του στρατού κατά φοιτητών στις 4 Ιουνίου 1989, κοντά στην πλατεία Τιενανμέν. (MANUEL CENETA / AFP / Getty Images)
Σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν
Αυτό που ξεκίνησε ως μια φοιτητική συγκέντρωση τον Απρίλιο του 1989 για να θρηνήσει τον θάνατο του πρώην ηγέτη της Κίνας Χου Γιάο-Μπανγκ μεταμορφώθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες διαμαρτυρίες που είχε δει ποτέ το καθεστώς. Φοιτητές πανεπιστημίου που συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου ζήτησαν από το Κ.Κ.Κ. να ελέγξει τον έντονο πληθωρισμό, να περιορίσει τη διαφθορά αξιωματούχων, να αναλάβει την ευθύνη για προηγούμενα σφάλματα και να υποστηρίξει την ελευθερία τύπου και δημοκρατικές ιδέες.
Μέχρι τον Μάιο, φοιτητές από όλη την Κίνα, και κάτοικοι του Πεκίνου από όλα τα κοινωνικά στρώματα, είχαν συμμετάσχει στη διαδήλωση. Παρόμοιες διαδηλώσεις εμφανίστηκαν σε όλη τη χώρα.
Οι ηγέτες του ΚΚΚ δεν συμφώνησαν με τα αιτήματα των φοιτητών.
Αντ’ αυτού, το καθεστώς διέταξε τον στρατό να συντρίψει την διαμαρτυρία. Το απόγευμα της 3ης Ιουνίου, τεθωρακισμένα άρματα άρχισαν να κυκλοφορούν στην πόλη και να περιβάλλουν την πλατεία. Πλήθος άοπλων διαδηλωτών σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν αφού συντρίφθηκαν από τανκς ή πυροβολήθηκαν από στρατιώτες οι οποίοι πυροβολούσαν αδιάκριτα στο πλήθος. Υπολογίζεται ότι χιλιάδες έχασαν την ζωή τους.
Η Λίλι Τζανγκ, η οποία ήταν επικεφαλής νοσοκόμα σε νοσοκομείο του Πεκίνου που ήταν 15 λεπτά με τα πόδια από την πλατεία, περιέγραψε στην Epoch Times την αιματοχυσία εκείνης της νύχτας. Ξύπνησε με τον ήχο των πυροβολισμών και έσπευσε στο νοσοκομείο το πρωί της 4ης Ιουνίου, αφού άκουσε για τη σφαγή.
Ήταν τρομοκρατημένη όταν έφτασε στο νοσοκομείο και αντίκρισε μια σκηνή που έμοιαζε με «πολεμική ζώνη». Μια άλλη νοσοκόμα, που έκλαιγε, της είπε ότι το νοσοκομείο ήταν γεμάτο από τραυματίες διαδηλωτές που αιμορραγούσαν βαριά.
Στο νοσοκομείο της Τζανγκ, τουλάχιστον 18 είχαν πεθάνει την ώρα που τους έφεραν στις εγκαταστάσεις.
Οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν σφαίρες «νταμ-νταμ», οι οποίες θα επεκτείνονταν μέσα στο σώμα του θύματος και θα προκαλούσαν περαιτέρω τραυματισμούς, είπε η Τζανγκ. Πολλοί υπέστησαν σοβαρές πληγές και αιμορραγούσαν τόσο βαριά που ήταν «αδύνατο να τους επαναφέρουμε».
Στην πύλη του νοσοκομείου, ένας τραυματισμένος δημοσιογράφος από την κρατική εφημερίδα China Sports Daily είπε στους δύο εργαζόμενους στον τομέα της υγείας που τον έφεραν ότι «δεν φαντάστηκε ότι το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα θα άνοιγε πυρ».
«Να πυροβολείς άοπλους φοιτητές και απλούς πολίτες — τι είδους κυβερνών κόμμα είναι αυτό;» ήταν τα τελευταία του λόγια, θυμήθηκε η Τζανγκ.
Ο τότε Κινέζος ηγέτης Ντενγκ Σιαοπίνγκ, ο οποίος διέταξε την αιματηρή καταστολή, αναφέρθηκε από ένα κανάλι της βρετανικής κυβέρνησης να λέει ότι «διακόσιοι νεκροί θα μπορούσαν να φέρουν 20 χρόνια ειρήνης στην Κίνα», ένα μήνα πριν από τη σφαγή τον Μάιο του 1989.
Μέχρι σήμερα, το καθεστώς αρνείται να αποκαλύψει τον πραγματικό αριθμό που σκοτώθηκε στη σφαγή ή τα ονόματά τους και καταστέλλει αυστηρά τις πληροφορίες σχετικά με το περιστατικό.
Δύο αστυνομικοί με πολιτικά συλλαμβάνουν έναν ασκούμενο του Φάλουν Γκονγκ στην πλατεία Τιενανμέν στο Πεκίνο, στις 31 Δεκεμβρίου 2000. (Minghui.org)
Δίωξη του Φάλουν Γκονγκ
Μια δεκαετία αργότερα, το καθεστώς αποφάσισε να πραγματοποιήσει μια ακόμα αιματηρή καταστολή.
Στις 20 Ιουλίου 1999, οι αρχές ξεκίνησαν μια ευρεία εκστρατεία με στόχο περίπου 70 έως 100 εκατομμύρια ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ, μιας πνευματικής άσκησης που περιλαμβάνει διαλογιστικές ασκήσεις και ηθικές διδασκαλίες που επικεντρώνονται στις αξίες της αλήθειας, της συμπόνιας και της ανεκτικότητας.
Σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφόρησης για το Φάλουν Ντάφα, έναν ιστότοπο με πληροφορίες για το Φάλουν Γκονγκ, εκατομμύρια ασκούμενοι απολύθηκαν από την δουλειά τους, εκδιώχθηκαν από το σχολείο, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν ή σκοτώθηκαν απλώς και μόνο επειδή αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την πίστη τους.
Το 2019, ένα ανεξάρτητο δικαστήριο εθελοντών στο Λονδίνο επιβεβαίωσε ότι το καθεστώς έχει πραγματοποιήσει βίαιη συγκομιδή οργάνων «σε σημαντική κλίμακα» και ότι οι φυλακισμένοι ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ ήταν «πιθανότατα η κύρια πηγή».
Ο Λιφάνγκ, ένας 45χρονος ασκούμενος του Φάλουν Γκονγκ από την Τσινγκτάο, μια πόλη στην επαρχία Σαντόνγκ, πέθανε μετά από φυλάκιση δύο μηνών. Οι συγγενείς του είπαν ότι υπήρχαν τομές στο στήθος και την πλάτη του. Το πρόσωπό του έμοιαζε σαν να υπέμενε πόνο και υπήρχαν πληγές σε όλο του το σώμα, σύμφωνα με τον Minghui.org, έναν ιστότοπο που συγκεντρώνει πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία για την δίωξη του Φάλουν Γκονγκ.
Ένας περιμετρικός φράχτης κατασκευάστηκε γύρω από αυτό που είναι επίσημα γνωστό ως «εκπαιδευτικό κέντρο εποχικών ικανοτήτων» στην Νταμπαντσένγκ, επαρχία Σιντζιάνγκ, Κίνα, 4 Σεπτ. 2018. (Thomas Peter / Reuters)
Καταστολή θρησκευτικών και εθνοτικών μειονοτήτων
Για την διατήρηση της εξουσίας του, το καθεστώς του Κ.Κ.Κ. μετέφερε μεγάλο αριθμό ανθρώπων της εθνοτικής ομάδας Χαν στο Θιβέτ, την Σιντζιάνγκ και την Εσωτερική Μογγολία, όπου οι εθνοτικές ομάδες ζουν με τους δικούς τους πολιτισμούς και γλώσσες. Το καθεστώς ανάγκασε τα τοπικά σχολεία να χρησιμοποιούν τα Κινέζικα μανδαρινικά ως επίσημη γλώσσα.
Το 2008, οι Θιβετιανοί διαδήλωσαν για να εκφράσουν τον θυμό τους για τον έλεγχο του καθεστώτος. Το καθεστώς, σε απάντηση, έστειλε την αστυνομία. Εκατοντάδες Θιβετιανοί έχασαν την ζωή τους.
Από το 2009, περισσότεροι από 150 Θιβετιανοί αυτοπυρπολούνται, ελπίζοντας ότι οι θάνατοί τους ίσως σταματήσουν τον αυστηρό έλεγχο του καθεστώτος στο Θιβέτ.
Στην Σιντζιάνγκ, οι αρχές του καθεστώτος έχουν κατηγορηθεί για γενοκτονία εναντίον Ουιγούρων και άλλων εθνοτικών μειονοτήτων, τμήμα της οποίας είναι η κράτηση ενός εκατομμυρίου ανθρώπων σε μυστικά στρατόπεδα «πολιτικής επανεκπαίδευσης».
Πέρυσι, το καθεστώς στο Πεκίνο θέσπισε μια νέα πολιτική που επιβάλλει την διδασκαλία μόνο Κινέζικων Μανδαρινικών σε ορισμένα σχολεία της Εσωτερικής Μογγολίας. Όταν οι γονείς και οι μαθητές διαμαρτυρήθηκαν, απειλήθηκαν με σύλληψη, κράτηση και απώλεια θέσεων εργασίας.
Το καθεστώς χρησιμοποιεί επίσης ένα σύστημα παρακολούθησης για την παρακολούθηση εθνοτικών ομάδων. Κάμερες παρακολούθησης έχουν εγκατασταθεί σε μοναστήρια του Θιβέτ και στην Σιντζιάνγκ συλλέγονται βιομετρικά δεδομένα.
Η Eva Fu, ο Jack Phillips, ο Leo Timm και η Cathy He συνέβαλαν σε αυτό το άρθρο.
Το κινεζικό καθεστώς διαπράττει εισβολές σε σπίτια ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ και τους συλλαμβάνει σε όλη την χώρα κατά τον μήνα Ιούνιο, πριν από τον ερχόμενο εορτασμό του 100 χρόνων την 1η Ιουλίου.
Το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) θα γιορτάσει τα εκατό χρόνια από την ίδρυσή του τον επόμενο μήνα. Για να «διατηρήσει κοινωνική σταθερότητα», που είναι ο όρος που χρησιμοποιείται από το καθεστώς για να δικαιολογήσει την απολυταρχική εξουσία του στην Κίνα, το ΚΚΚ ανακοίνωσε μια σειρά αυστηρών ελέγχων στους Κινέζους τον Ιούνιο – ειδικά στο Πεκίνο, την πρωτεύουσα της χώρας.
Ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ – μιας παραδοσιακής κινεζικής πνευματικής άσκησης από την Βουδιστική σχολή που διδάσκει τις αξίες αλήθεια, καλοσύνη, και ανεκτικότητα – βρέθηκαν μεταξύ των στόχων που το καθεστώς θέλησε να ελέγξει.
Από την 1η Ιουνίου, έχουν εμφανιστεί άρθρα που αναφέρουν ότι έγιναν εισβολές και λεηλασία από την τοπική αστυνομία σε σπίτια ασκουμένων. Προσωπική ιδιοκτησία των ασκουμένων κατασχέθηκε, και κάποιοι αστυνομικοί συνέλαβαν ακόμα και οικογενειακά μέλη που δεν ασκούν Φάλουν Γκονγκ.
«Η δίωξη του ΚΚΚ συνεχίζεται από τον Ιούλιο του 1999. Δεν υπάρχει κάποιο σημάδι, έως τώρα, κάποιας αλλαγής πολιτικής από το ΚΚΚ, και συνεχίζουμε να βλέπουμε την ανηλεή εκστρατεία δίωξης κατά ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ στην Κίνα», είπε ο Τζανγκ. «Συνεχίζουμε να καλούμε ανθρώπους καλής συνείδησης ανά τον κόσμο να μιλήσουν κατά της βίας του ΚΚΚ στο Φάλουν Γκονγκ.»
Ασκούμενοι της πνευματικής άσκησης Φάλουν Γκονγκ κάνουν μια παρέλαση στην Νέα Υόρκη για τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Φάλουν Ντάφα και για να διαδηλώσουν για την συνεχιζόμενη δίωξη της ομάδας από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα στην Κίνα, στις 13 Μαΐου 2020. (Larry Dai/The Epoch Times)
Μεγάλης κλίμακας συλλήψεις
Στις 10 Ιουνίου, το Δημοτικό Αστυνομικό Τμήμα Μουνταντζιάνγκ στην επαρχία Χεϊλονγκτζιάνγκ της βορειοανατολικής Κίνας, διέταξε αστυνομικούς στις έξι κομητείες και τέσσερις περιοχές της πόλης να συλλάβουν ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ στα σπίτια τους.
Το καθεστώς είπε ότι οι συλλήψεις ήταν μέρος μιας εκστρατείας που ονόμασε «Ασφάλεια 1 Ιουλίου».
Σε μια περίοδο 36 ωρών, η αστυνομία συνέλαβε 28 ασκουμένους του Φάλουν Γκονγκ στην πόλη, παρενόχλησε άλλους έξι, και κατέσχεσε κινητά τηλέφωνα, υπολογιστές, εκτυπωτές, βιβλία, μετρητά, και ακόμα και τραπεζικές κάρτες από σπίτια ασκουμένων, ανέφερε το Minghui.org, ένας ιστότοπος αφιερωμένος στην συλλογή στοιχείων για την δίωξη του Φάλουν Γκονγκ στην Κίνα.
Στις 3 π.μ. στις 10 Ιουνίου, αστυνομικοί εισέβαλαν στο σπίτι του ασκουμένου του Φάλουν Γκονγκ Γκουό Λιμπίν στην Χαϊλίν, μια πόλη κομητειακού επιπέδου στην Μουνταντζιάνγκ, συνέλαβαν τον Γκουό και την γυναίκα του, άρπαξαν την τραπεζική κάρτα του γιου του Γκουό, και εισέβαλαν επίσης στο σπίτι της αδελφής του Γκουό, από όπου πήραν το σύστημα εικόνας και ήχου του σπιτιού, κινητά τηλέφωνα, και βιβλία.
Στις 8 π.μ., αστυνομικοί από την περιοχή Αϊμίν προσέλαβαν έναν κλειδαρά και εισέβαλαν στο σπίτι της ασκουμένης Τσεν Γιανγουέι όταν η Τσεν και η οικογένειά της βρίσκονταν στο σπίτι. Στην συνέχεια συνέλαβαν την Τσεν και την αδελφή της Τσεν Γιανφού.
Σε κάποιες περιπτώσεις, η αστυνομία χρησιμοποίησε ακόμα και σπρέι πιπεριού σε ασκούμενους καθώς προσπαθούσαν να προστατεύσουν τα υπάρχοντά τους.
Ασκούμενοι της πνευματικής άσκησης Φάλουν Γκονγκ κάνουν μία παρέλαση στην Νέα Υόρκη για τον εορτασμό της Παγκοσμίας Ημέρας Φάλουν Ντάφα και για διαδήλωση για την συνεχιζόμενη δίωξη της ομάδας από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα στην Κίνα, στις 13 Μαΐου 2020. (Larry Dai/The Epoch Times)
Στην πόλη Ντάλιαν στην επαρχία Λιαονίνγκ της βορειοανατολικής Κίνας, 29 ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ και τουλάχιστον έξι οικογενειακά τους μέλη που δεν ασκούνται επίσης συνελήφθησαν εντός των κατοικιών τους μεταξύ 1 και 3 Ιουνίου ως μέρος της εκστρατείας «Ασφάλεια 1 Ιουλίου» του καθεστώτος, ενώ αστυνομικοί στην επαρχία Σαντόνγκ της ανατολικής Κίνας έκαναν τις δικές τους εισβολές σε κατοικίες ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ ως μέρος της εκστρατείας.
Ο Minghui.org επίσης ανέφερε παρόμοιες συλλήψεις που συνέβησαν στις πόλεις Πεκίνο και Τιεντζίν, και στην Σιτσουάν, Γκουανγκντόνγκ, Γκανσού, Χεμπέι, Γιουνάν, και περίπου δέκα ακόμα άλλες επαρχίες.
Φόβος για απώλεια εξουσίας
Το κινεζικό καθεστώς εκκίνησε την βάρβαρη δίωξή του για την εξάλειψη του Φάλουν Γκονγκ τον Ιούλιο του 1999, και εκτιμάται ότι εκατομμύρια ασκουμένων έχουν συλληφθεί, βασανιστεί, και ακόμα και δολοφονηθεί τα τελευταία 22 χρόνια.
Η νέα εκστρατεία που σχετίζεται με την εκατονταετηρίδα έχει περισσότερους λόγους εκτός της συνεχιζόμενης δίωξης.
Πίνακας που απεικονίζει την μέθοδο βασανιστηρίου «κρέμασμα τούβλων από τον λαιμό». Είναι μία από τις πιο συνήθεις μεθόδους βασανισμού που χρησιμοποιούνται για να σπάσουν το πνεύμα των ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ και να τους εξωθήσουν να αποκηρύξουν την πίστη τους. (FalunArt.org)
«Το καθεστώς του ΚΚΚ έχει συλλάβει ασκουμένους του Φάλουν Γκονγκ, ανθρώπους που έκαναν εκκλήσεις για δικαιοσύνη, δημοκρατικούς ακτιβιστές, και ακόμα και ακραίους αριστερούς τους οποίους δεν εμπιστεύεται, πριν από την εκδήλωση εκατό χρόνων», είπε ο Τανγκ Τζινγκγιουάν, σχολιαστής κινεζικών θεμάτων με έδρα στις ΗΠΑ, στην Epoch Times στις 17 Ιουνίου. «Είναι επειδή ο Κινέζος επικεφαλής Σι Τζινπίνγκ και οι αρχές του Πεκίνου φοβούνται την απώλεια δύναμης.»
Ο Τανγκ σημείωσε ότι το καθεστώς θέλει να παγιώσει την δικτατορία του, και ο Σι θέλει πολύ να κρατήσει πιο σφιχτά την απολυταρχική του θέση.
«Στις περασμένες δεκαετίες, ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ έχουν αποκαλύψει τις διώξεις που υφίστανται στην Κίνα, και έχουν εκθέσει τα εγκλήματα που διέπραξε το ΚΚΚ όταν αντιμετώπιζε καλέσματα να σταματήσει την δίωξη, εντός και εκτός της Κίνας. Αυτό φοβίζει το ΚΚΚ», είπε ο Τανγκ.
«Το ΚΚΚ θέλει να φιμώσει τους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ μέσω της αύξησης έντασης στην δίωξη και της σύλληψης όσο το δυνατόν περισσότερων ασκουμένων. Αλλά η ιστορία έχει πει στο ΚΚΚ ότι άνθρωποι με πίστη, όπως οι ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ, δεν φοβούνται το κακό. Θα κάνουν οτιδήποτε πιστεύουν ότι είναι καλό για τους άλλους και για την κοινωνία [οδηγούμενοι από τις βασικές διδασκαλίες του Φάλουν Γκονγκ αλήθεια, καλοσύνη, και ανεκτικότητα].»
Μια πρόσφατα δημοσιευμένη έρευνα χορηγούμενη από την Ελβετία αποκαλύπτει ότι η Κίνα δεν έχει εξαλείψει την φτώχεια, ένα «θαύμα» που ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ ισχυρίζεται πως έχει επιτύχει.
Στις 25 Φεβρουαρίου, το κινεζικό καθεστώς οργάνωσε μια τελετή βράβευσης, στην οποία ο Σι ανακοίνωσε ότι η Κίνα έχει εξαλείψει την φτώχεια, βάσει των προτύπων φτώχειας της Κίνας.
«[Η Κίνα] δημιούργησε άλλο ένα θαύμα στα χρονικά της ιστορίας», σχολίασε ο Σι για την εξάλειψη της φτώχειας. «[Αυτό είναι] ένα μεγάλο ιστορικό επίτευγμα.»
Στις 6 Απριλίου, το κινεζικό καθεστώς δημοσίευσε ένα έγγραφο πληροφοριών με τίτλο «Η πρακτική της Κίνας στην μείωση της ανθρώπινης φτώχειας». Με αυτό το έγγραφο, οι αρχές του Πεκίνου θέλουν να θέσουν την Κίνα ως παράδειγμα προς μίμηση για τον κόσμο.
«Η Κίνα δεν έχει εξαλείψει την φτώχεια – ούτε καν την ακραία φτώχεια», γράφει ο Μπιλ Μπίκαλης, πρώην ανώτερος οικονομολόγος των ΗΕ στην Κίνα, στην αναφορά «Εξέταση της μείωσης φτώχειας στην Κίνα» (pdf) που δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουνίου.
Ο Μπίκαλης σημειώνει ότι η φτώχεια είναι δυναμική, αλλά το καθεστώς του Πεκίνου εστιάζεται μόνο στους ανθρώπους που είναι σε αγροτικές περιοχές και δήλωσαν φτώχεια μεταξύ 2014-15, χωρίς να ενημερώνει την λίστα στα χρόνια που ακολούθησαν και χωρίς να καλύπτει την πλειοψηφία του κινεζικού πληθυσμού, που ζει σε αστικές περιοχές.
«Δεν δημοσιεύθηκαν ποτέ στατιστικά [στην Κίνα] σχετικά με τα προσφάτως φτωχοποιημένα νοικοκυριά λόγω του εισοδηματικού σοκ που προέκυψε [λόγω της πανδημίας] και η βοήθεια σε μη δηλωμένα φτωχά νοικοκυριά ήταν περιορισμένη», έγραψε ο Μπίκαλης. «Για να καταγραφεί με ακρίβεια η επίδραση της COVID-19 στην φτώχεια οπουδήποτε αλλού εκτός των ήδη ταυτοποιημένων κομητειών και χωριών απαιτούνται συστήματα που απλώς δεν υπάρχουν.»
Το κινεζικό καθεστώς ισχυρίζεται ότι αν το εισόδημα ενός ανθρώπου είναι υψηλότερο από 3.218 γιουάν ($500, €419) ανά έτος, αυτός ή αυτή δεν μπορεί να ονομαστεί φτωχός. Αν το εισόδημα ενός φτωχού ατόμου φτάσει τα 4.000 γιουάν ($625, €523), αυτός ή αυτή αφαιρείται από την λίστα αυτών που δικαιούνται κοινωνικά επιδόματα, και δεν μπορεί ποτέ ξανά να ονομαστεί φτωχός. Η Κίνα ισχυρίζεται ότι επειδή το κόστος των αγαθών στην Κίνα είναι χαμηλό, δεν απαιτείται για κάποιον ένα υψηλό εισόδημα για να ζει χωρίς φτώχεια.
Τους τελευταίους μήνες, άνθρωποι από την Κίνα που έδωσαν συνέντευξη στην Epoch Times είπαν ότι ακόμα δεν μπορούν να έχουν καθαρό νερό, αρκετό φαγητό, και δημόσια συγκοινωνία, αλλά το καθεστώς αρνήθηκε να πληρώσει κοινωνικά επιδόματα επειδή η Κίνα υποτίθεται ότι είχε εξαλείψει την φτώχεια.
Κρατικά κινεζικά μέσα ενημέρωσης έχουν αποκαλύψει ότι ακόμα και οι αφαιρεμένοι από την λίστα φτωχοί άνθρωποι ζουν ακόμα σε ακραία φτώχεια, και οι τοπικές αρχές είπαν ψέματα στις κεντρικές αρχές.
Ο αγρότης Λιού Τσίνγκγιοου στο σπίτι του στην κομητεία Μπαοτζίνγκ, στην κεντρική επαρχία Χουνάν της Κίνας, 12 Ιαν. 2021. (Noel Celis/AFP μέσω Getty Images)
Η φωνή των ανθρώπων
Ένας μεγάλος αριθμός Κινέζων σε αγροτικές περιοχές δεν έχουν καθαρό νερό να πιουν και δεν έχουν αρκετά χρήματα για να αγοράσουν κρέας και άλλα τρόφιμα πλούσια σε πρωτεΐνη και λιπαρά, σύμφωνα με αυτούς που έδωσαν συνέντευξη. Υπάρχουν Κινέζοι σε αστικές περιοχές που επίσης δεν μπορούν να θρέψουν τον εαυτό τους και την οικογένειά τους.
«Ο πατέρας μου και οι συγχωριανοί του δεν έχουν χρήματα. Τρώνε αυτά που φύτεψαν και γενικά δεν έχουν κρέας. Ο πατέρας μου δεν έχει αρκετά χρήματα για να πληρώσει για ηλεκτρισμό, και ας μην αναφέρω τις εγκαταστάσεις καθαριότητας, το μπάνιο», μια γυναίκα με επώνυμο Γουάνγκ είπε στην κινεζικής γλώσσας Epoch Times στις 25 Φεβρουαρίου.
Η Γουάνγκ ζει σε μια πόλη και έχει ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, διαδίκτυο, και τηλέφωνο. Ο πατέρας της ζει στην κοινότητα Τάοχε στην κομητεία Σιτσουάν, στην κεντρική επαρχία Χενάν της Κίνας, μια ορεινή περιοχή.
«Δεν έχουν νερό βρύσης. Εξαρτώνται από μια μικρή δεξαμενή [που μπορεί να αποθηκεύει το νερό της βροχής] και νερό που αποστέλλεται από έξω», είπε η Γουάνγκ. «Δεν έχουν χρήματα να πληρώσουν για νοσοκομεία, κλινικές, ούτε και για φάρμακα. Απλώς πολεμούν τις ασθένειες χρησιμοποιώντας το ανοσοποιητικό σύστημα των σωμάτων τους. Αν αρρωστήσουν σοβαρά, απλώς περιμένουν τον θάνατο στο σπίτι.»
Αγρότες φυτεύουν δέντρα Saxaul (αμμόδεντρα) στην Ντουνχουάνγκ, βορειοδυτική επαρχία Γκανσού της Κίνας, 22 Απριλίου 2019. (Lintao Zhang/Getty Images)
Ένας άλλος Γουάνγκ είναι μετανάστης εργάτης στο Πεκίνο καταγόμενος από την επαρχία Χεμπέι της βόρειας Κίνας. Είπε στην κινεζικής γλώσσας Epoch Times στις 2 Μαρτίου ότι αγρότες στην Χεμπέι δεν έχουν χρήματα να πληρώσουν για ιατρική ασφάλιση γενικά, το καθεστώς δεν παρέχει δωρεάν ιατρικές υπηρεσίες, και αγρότες δεν έχουν χρήματα για νοσηλεία ασθενειών.
«Για εμάς, απλώς επισκεπτόμαστε μια μικρή κλινική αν έχουμε κάποιες μη θανάσιμες ασθένειες. Αν αρρωστήσουμε βαριά, θα προσπαθήσουμε να δανειστούμε χρήματα από συγγενείς. Αν μπορέσουμε να λάβουμε κάποια χρήματα, θα πάμε σε ένα νοσοκομείο. Αλλιώς, απλώς μένουμε σπίτι και περιμένουμε τον θάνατο», είπε ο Γουάνγκ.
Η πλειοψηφία των φτωχών Κινέζων δεν έχουν τηλέφωνο, ούτε υπολογιστή, και η λογοκρισία του καθεστώτος δεν αφήνει σχετικά στοιχεία να εκτεθούν στο διαδίκτυο.
Ωστόσο, στοιχεία που δείχνουν ακραία φτώχεια μπορούν να βρεθούν από αυτά που λένε οι άνθρωποι σε συζητήσεις, όπως και σε δημοσιογραφικά άρθρα άλλων θεμάτων.
Στις 12 Δεκεμβρίου 2020, ένας λογαριασμός μέσου κοινωνικής δικτύωσης ανήρτησε ένα μακροσκελές άρθρο στο WeChat, στο οποίο μιλάει για παιδιά σε αστικές περιοχές που διέπραξαν αυτοκτονία επειδή οι οικογένειές τους ήταν τόσο φτωχές που δεν μπορούσαν να πληρώσουν για εκπαίδευση, να τα θρέψουν, ή να νοσηλεύσουν ασθένειές τους.
Ο Μπίκαλης έγραψε στην έρευνά του ότι το 63 τοις εκατό των Κινέζων ζουν σε πόλεις, και αυτοί οι άνθρωποι δεν συμπεριλήφθηκαν ποτέ στην λίστα φτώχειας της Κίνας. Και, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του Σι, ακόμα και οι φτωχοί άνθρωποι στην λίστα δεν έχουν αφήσει την φτώχεια.
Τον Απρίλιο, το CCTV ανέφερε περιπτώσεις στην κομητεία Λουονάν, στην επαρχία Σαανσί της νοτιοδυτικής Κίνας, στις οποίες άνθρωποι δεν έχουν ένα ασφαλές σπίτι να μείνουν και δεν έχουν καθαρό νερό για να πιουν. Οι τοπικοί αξιωματούχοι είπαν ψέματα για την κατάσταση, και προσπάθησαν να αρπάξουν το κινητό τηλέφωνο του δημοσιογράφου, με το οποίο ο δημοσιογράφος κατέγραφε την σκηνή.
Μια αγρότισσα δουλεύει σε χωράφι σε όχθη έναντι του Τζονγκμπά, ενός μικρού νησιού κοντά στην πόλη Τσονγκτσίνγκ της νοτιοδυτικής Κίνας στις 29 Νοεμ. 2020. (Noel Celis/AFP μέσω Getty Images)
Αφαίρεση από την λίστα φτώχειας
Η Λουονάν αφαιρέθηκε από την λίστα φτώχειας τον Φεβρουάριο 2020, που σημαίνει πως όλοι οι κάτοικοι στην κομητεία λέγεται πως κερδίζουν ένα εισόδημα υψηλότερο από το όριο φτώχειας.
Στα μέσα Απριλίου, όταν το CCTV πήγε στην κομητεία, οι δημοσιογράφοι βρήκαν έναν γέροντα με όνομα Λενγκ που ζούσε σε ένα μικρό και ετοιμόρροπο σπίτι ενός δωματίου με τούβλα. Το σπίτι δεν έχει κουζίνα, ούτε τουαλέτα, ούτε θέρμανση.
Ο Λενγκ ήταν στην λίστα φτώχειας. Είπε στο CCTV ότι το σπίτι με τούβλα ήταν αποθηκευτικός χώρος ενός συγγενούς του. Επειδή το σπίτι του από λάσπη έχει ρωγμές και μπορεί να καταρρεύσει άμεσα, ο συγγενής του του επιτρέπει να μένει σε αυτό το σπίτι από τούβλα. Ο Λενγκ δεν έχει εισόδημα και δεν έχει χρήματα να νοικιάσει ένα δωμάτιο.
Το CCTV επισκέφθηκε δύο χωριά στην Λουονάν, και τα δύο δεν είχαν πόσιμο νερό. Χωρικοί χρειάζεται να οδηγούν για μεγάλη απόσταση για να αγοράσουν νερό από άλλες πόλεις, και αυτό το νερό πρέπει να φιλτραριστεί πριν την χρήση.
Επειδή οι χωρικοί είναι γενικά φτωχοί, οι περισσότεροι δεν έχουν χρήματα για να αγοράζουν νερό συχνά. Αποθηκεύουν νερό της βροχής και στις καθημερινές ζωές τους προσπαθούν να αποθηκεύσουν την κάθε σταγόνα νερού που θα βρουν.
Ο ιστότοπος ειδήσεων με έδρα την Σανγκάη και όνομα Paper, ανέφερε μια άλλη περίπτωση από την επαρχία Γιουνάν της νοτιοδυτικής Κίνας στις 19 Νοεμβρίου 2020.
Το τοπικό καθεστώς στην κομητεία Τζενσιόνγκ, πόλη Τζαοτόνγκ, αφαίρεσε τον χωρικό Τζιανγκ Τονγκσούν από την λίστα φτώχειας τον Οκτώβριο του 2020 επειδή το καθεστώς είπε πως το συνολικό ακαθάριστο εισόδημα του Τζιανγκ το 2020 θα ήταν 5.811,76 γιουάν ($908). Αυτό είναι υψηλότερο από το επίπεδο εισοδήματος του 2020 των 4.000 γιουάν ($625), υπό το οποίο κάποιος μπορεί να παραμείνει δικαιούχος για την λίστα φτώχειας.
Ο Τζιανγκ διαφώνησε με το καθεστώς και αρνήθηκε να υπογράψει το έγγραφο αναίρεσης του δικαιώματός του να λαμβάνει το όποια περαιτέρω κοινωνικά επιδόματα.
Σύμφωνα με στοιχεία του καθεστώτος, ο Τζιανγκ κέρδισε 3.000 γιουάν δουλεύοντας ως μετανάστης εργάτης, έλαβε 2.568 γιουάν κοινωνικών επιδομάτων από το καθεστώς, και 243,76 άλλων επιδομάτων από το καθεστώς, που χρησιμοποιήθηκαν για αγορά αγροτικών σπόρων και λιπασμάτων.
Ο Τζιανγκ είπε ότι δεν έλαβε επιδόματα από το καθεστώς, και η χρηματοδότηση βοήθειας για φτώχεια από το κεντρικό καθεστώς ή από το επαρχιακό καθεστώς δόθηκε σε χωρικούς που είχαν καλές σχέσεις με αξιωματούχους. Το άρθρο λέει πως ο Τζιανγκ δεν μπορούσε πλέον να ονομαστεί φτωχός και δέχτηκε επικρίσεις από το καθεστώς.
Κινέζοι κάτοικοι είπαν στην Epoch Times σε τηλεφωνικές συνεντεύξεις ότι 4.000 γιουάν δεν αρκούν για τα αναγκαία της ζωής.
Ο Τζόου, ένας συνταξιούχος που ζει στην πόλη Σανγκάη, είπε στην κινεζικής γλώσσας Epoch Times στις 25 Φεβ.: «Το ελάχιστο κόστος φαγητού είναι 500 γιουάν ανά μήνα ανά άτομο στην Σανγκάη. Χρειάζεται να ξοδέψεις 200 γιουάν για μετακινήσεις, και πάνω από 2.000 γιουάν για ενοικίαση ενός δωματίου … 4.000 γιουάν ανά έτος σημαίνουν 333 ανά μήνα. Δεν μπορείς να επιβιώσεις με αυτό το εισόδημα.»
Ο Χου Πινγκ, επίτιμος αρχισυντάκτης του περιοδικού Beijing Spring με έδρα την Νέα Υόρκη και ειδικός θεμάτων Κίνας, είπε στην Epoch Times στις 26 Φεβ.: «Η Κίνα είναι ακόμα εξαιρετικά φτωχή αυτό το έτος … Πόσα σιτηρά έχει τώρα η Κίνα; Συμπεριλαμβανομένων άλλων αγροτικών προϊόντων, η Κίνα χρειάζεται πολύ περισσότερα από ό,τι έχει [για να θρέψει ανθρώπους].»
Αγρότες μαζεύουν λάχανα στην κομητεία Χουαρόνγκ στην επαρχία Χουνάν της νότιας Κίνας στις 5 Μαρτίου 2020. (Noel Celis/AFP μέσω Getty Images)