Σάββατο, 27 Δεκ, 2025

Τα βασικά συμπεράσματα από την έκθεση του Πενταγώνου για τον κινεζικό στρατό

Το Πεντάγωνο δημοσίευσε στις 24 Δεκεμβρίου 2025 την ετήσια έκθεσή του προς το Κογκρέσο σχετικά με την πορεία της στρατιωτικής ενίσχυσης της Κίνας.

Από το 2000, το Πεντάγωνο παρέχει κάθε χρόνο ενημερώσεις στους νομοθέτες, αξιολογώντας διάφορες πτυχές των κινεζικών δυνάμεων και το πώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε μελλοντικά σενάρια σύγκρουσης. Οι ετήσιες αυτές εκθέσεις έχουν καταγράψει την ανάπτυξη του ναυτικού και των πυρηνικών δυνάμεων της κομμουνιστικής Κίνας, τη στάση της απέναντι στην Ταϊβάν, καθώς και πιο πρόσφατες προόδους στο διάστημα και στην τεχνολογία πληροφοριών.

Η φετινή έκθεση, έκτασης 100 σελίδων, επανέλαβε τις εκτιμήσεις ότι η Κίνα προετοιμάζεται να επιδιώξει τον έλεγχο της Ταϊβάν μέσω στρατιωτικής ισχύος ήδη από το 2027. Κοιτάζοντας μακροπρόθεσμα, Αμερικανοί αναλυτές εκτιμούν ότι η Κίνα θα συνεχίσει να εκσυγχρονίζει τον στρατό της, ώστε να εξελιχθεί σε δύναμη παγκόσμιας κλάσης έως το 2049.

Ακολουθούν πέντε βασικά συμπεράσματα από τη νέα έκθεση.

Αεροπλανοφόρα 

Το Ναυτικό του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Κίνας διαθέτει σήμερα τρία αεροπλανοφόρα.

Το πρώτο αεροπλανοφόρο της Κίνας, το «Liaoning», βασίστηκε σε ένα μερικώς ολοκληρωμένο ρωσικό πλοίο κλάσης «Kuznetsov», με κατάστρωμα τύπου «άλματος» για την απογείωση αεροσκαφών και σύστημα προώθησης συμβατικής ατμοτουρμπίνας.

Το δεύτερο αεροπλανοφόρο, το «Shandong», ήταν πλήρως εγχώριας παραγωγής παράγωγο του «Λιαονίνγκ», και πάλι με κατάστρωμα τύπου «άλματος» και συμβατικό σύστημα προώθησης.

Για το τρίτο αεροπλανοφόρο, το «Fujian», η Κίνα κατασκεύασε το πρώτο της πλοίο με επίπεδο κατάστρωμα, εξοπλισμένο με προηγμένο ηλεκτρομαγνητικό καταπέλτη.

Η έκθεση του Πενταγώνου εκτιμά ότι το κινεζικό ναυτικό σχεδιάζει την κατασκευή ακόμη έξι αεροπλανοφόρων έως το 2035, ανεβάζοντας τον συνολικό τους αριθμό στα εννέα μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Σε σύγκριση, το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ υποχρεούται βάσει νόμου να διατηρεί τουλάχιστον 11 αεροπλανοφόρα σε λειτουργία ανά πάσα στιγμή. Αυτή τη στιγμή αντικαθιστά τα παλαιότερα αεροπλανοφόρα κλάσης «Nimitz» με τα νεότερα κλάσης «Ford».

Το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ υποχρεούται επίσης από τον νόμο να διατηρεί τουλάχιστον 10 ακόμη αμφίβια πλοία επίθεσης, τα οποία μπορούν να λειτουργούν ως μικρότερα αεροπλανοφόρα, κατάλληλα για ελικόπτερα και εξειδικευμένα αεροσκάφη σταθερών πτερύγων.

Πυρηνικές δυνάμεις ταχείας ανταπόκρισης

Μετά την πρόωρη πρόσβαση στην ετήσια έκθεση του Πενταγώνου, το πρακτορείο Reuters ήταν το πρώτο που μετέδωσε την εκτίμηση ότι η Κίνα πιθανότατα έχει ήδη τοποθετήσει τουλάχιστον 100 διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους (ICBMs) με δυνατότητα πυρηνικής κεφαλής σε σιλό, σε τρεις νεόδμητες εγκαταστάσεις σιλό κοντά στα σύνορά της με τη Μογγολία.

Η έκθεση του Πενταγώνου αναλύει περαιτέρω την εκτίμηση των ΗΠΑ ότι οι πυρηνικές δυνάμεις της Κίνας αναπτύσσουν τις δυνατότητες που απαιτούνται για να εντοπίζουν και να εκτοξεύουν ανταποδοτικό πυρηνικό πλήγμα πριν φτάσει στο έδαφός τους ένα εχθρικό πρώτο πυρηνικό πλήγμα.

Η έκθεση αναφέρει ότι το 2024 η Κίνα πιθανότατα σημείωσε πρόοδο στις προσπάθειές της να αποκτήσει δυνατότητα «αντεπίθεσης έγκαιρης προειδοποίησης» (Early Warning Counterstrike – EWCS), παρόμοια με την πρακτική «εκτόξευση κατόπιν προειδοποίησης» (Launch On Warning – LOW), όπου η προειδοποίηση για επικείμενη πυραυλική επίθεση επιτρέπει την εκτόξευση αντεπίθεσης πριν προλάβει να εκραγεί το πρώτο πλήγμα του αντιπάλου. Σύμφωνα με την έκθεση, η Κίνα είναι πιθανό να συνεχίσει να τελειοποιεί και να εκπαιδεύεται σε αυτή τη δυνατότητα σε όλη τη διάρκεια της υπόλοιπης δεκαετίας.

Ο διηπειρωτικός βαλλιστικός πύραυλος DF-61 φαίνεται κατά τη διάρκεια στρατιωτικής παρέλασης που σηματοδότησε το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου, στις 3 Σεπτεμβρίου 2025. (Greg Baker/AFP μέσω Getty Images)

 

Ιδιαίτερα, η έκθεση σημειώνει ότι η Κίνα εκτόξευσε δορυφόρους που θεωρείται ότι μπορούν να ανιχνεύσουν πυρηνική εκτόξευση μέσα σε 90 δευτερόλεπτα. Επισημαίνεται επίσης ότι η Κίνα χρησιμοποιεί πολλαπλά μεγάλα επίγεια ραντάρ με συστοιχίας φάσης, ικανά να ανιχνεύουν εκτοξεύσεις από απόσταση χιλιάδων μιλίων.

Οι αναλυτές του Πενταγώνου κατέγραψαν επίσης ασκήσεις στα τέλη του 2024, κατά τις οποίες οι κινεζικές πυρηνικές δυνάμεις εξασκήθηκαν στην εκτόξευση πολλαπλών ICBMs σε γρήγορη διαδοχή, μια ικανότητα κρίσιμη για την αξιοπιστία μιας στάσης ανταποδοτικής πυρηνικής εκτόξευσης.

Σε άλλο σημείο, η έκθεση επανέλαβε τις αμφιβολίες για το κατά πόσον η Κίνα είναι διατεθειμένη να ενταχθεί σε πλαίσια ελέγχου πυρηνικών εξοπλισμών με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εξέφρασε την ελπίδα ότι θα μπορούσε να φέρει τόσο τη Ρωσία όσο και την Κίνα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ώστε να συμφωνήσουν σε αμοιβαίες μειώσεις των αντίστοιχων στρατιωτικών τους δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών τους οπλοστασίων. Τον Αύγουστο, ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών Γκούο Τζιακούν ξεκαθάρισε ότι το Πεκίνο απορρίπτει την πρόταση για συνομιλίες μείωσης πυρηνικών όπλων.

Τεχνητή νοημοσύνη και άλλες τεχνολογίες

Το Πεντάγωνο εκτιμά ότι ο κινεζικός στρατός επιδιώκει να κυριαρχήσει, ενσωματώνοντας την ΑΙ και άλλες τεχνολογίες πληροφοριών στο δόγμα του.

Η έκθεση αναφέρει ότι η Κίνα πιστεύει πως η επόμενη επανάσταση στις στρατιωτικές υποθέσεις θα συμβεί όταν οι στρατοί μεταβούν σε «ευφυοποιημένο» πόλεμο και ενσωματώσουν πλήρως την ΑΙ, τα μεγάλα δεδομένα, την προηγμένη υπολογιστική και άλλες τεχνολογίες στη διακλαδική δύναμη.

Οι αναλυτές του Πενταγώνου εκτιμούν ότι η Κίνα εξακολουθεί να αναπτύσσει τις έννοιες και τις δυνατότητες που θα απαιτούνταν για να υλοποιήσει αυτό το δόγμα του «ευφυοποιημένου πολέμου», αλλά μελετά ενεργά τη σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας για να εντοπίσει χρήσιμες πρακτικές σε σχέση με την ΑΙ και τα μη επανδρωμένα συστήματα.

Η έκθεση προσθέτει ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024 η Κίνα συνέχισε να επενδύει σε τεχνολογίες ΑΙ για ένα εύρος στρατιωτικών εφαρμογών, συμπεριλαμβανομένων των μη επανδρωμένων συστημάτων, της συλλογής και ανάλυσης πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης, της υποβοήθησης λήψης αποφάσεων, των κυβερνοεπιχειρήσεων και των εκστρατειών πληροφοριών.

Η έκθεση αναφέρει ότι η κινεζική πλατφόρμα ΑΙ Deepseek και η εταιρεία τηλεπικοινωνιών Huawei έκαναν κινήσεις για να αποθεματοποιήσουν διάφορους ημιαγωγούς και μονάδες επεξεργασίας γραφικών πριν οι νόμοι ελέγχου εξαγωγών περιορίσουν την πρόσβαση της Κίνας σε τέτοια προϊόντα. Οι αναλυτές του Πενταγώνου σημείωσαν ότι η κινεζική βιομηχανία ΑΙ έχει επίσης δημιουργήσει εταιρείες βιτρίνα και έχει βρει άλλους μεσάζοντες ως τρόπο να παρακάμπτει τις προσπάθειες ελέγχου εξαγωγών.

Το λογότυπο της DeepSeek εμφανίζεται δίπλα στην εφαρμογή βοηθού ΑΙ της σε κινητό τηλέφωνο, σε αυτή τη φωτογραφία που τραβήχτηκε στις 28 Ιανουαρίου 2025. (Florence Lo/Illustration/Reuters File Photo)

 

Οι Ηνωμένες Πολιτείες λαμβάνουν μέτρα για να διατηρήσουν τον ρυθμό τους απέναντι στην κινεζική υιοθέτηση της ΑΙ και άλλων αναδυόμενων τεχνολογιών.

Τον περασμένο μήνα, το Πεντάγωνο ανακοίνωσε ότι θα εστιάσει την έρευνα και τη χρηματοδότηση στην ΑΙ, την κβαντική υπολογιστική, τη βιοπαραγωγή, τα όπλα κατευθυνόμενης ενέργειας, τα υπερηχητικά όπλα και καινοτομίες για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων εφοδιαστικής υποστήριξης σε αμφισβητούμενους χώρους.

Αυτόν τον μήνα, το Πεντάγωνο εγκαινίασε το GenAI.mil ως πλατφόρμα για την ενσωμάτωση μοντέλων ΑΙ στις διάφορες ροές εργασίας του αμερικανικού στρατού.

Πύραυλοι μεγάλου βεληνεκούς

Η φετινή έκθεση του Πενταγώνου παρείχε νέο πλαίσιο για τον βαλλιστικό πύραυλο DF-27 της Κίνας.

Στην περσινή έκθεση, το Πεντάγωνο είχε συμπεριλάβει πολλαπλές αναλυτικές αναφορές για τις πιθανές δυνατότητες και τους σκοπούς του DF-27, μεταξύ των οποίων ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει ως σύστημα εκτόξευσης υπερηχητικών ολισθητικών οχημάτων, να μεταφέρει πυρηνικές κεφαλές και να διεξάγει συμβατικές επιθέσεις.

Αντίθετα, η φετινή έκθεση αναφέρεται στον DF-27 μόνο σε έναν πίνακα, περιγράφοντάς τον ως διηπειρωτικό βαλλιστικό πύραυλο σχεδιασμένο για συμβατικές αποστολές πλήγματος, συμπεριλαμβανομένων επιθέσεων κατά χερσαίων στόχων και αντιπλοϊκών ρόλων.

Ο πίνακας αναφέρει ότι ο DF-27 έχει εμβέλεια μεταξύ 4.800 και 8.000 χλμ, γεγονός που επιτρέπει σε κινεζικές πυραυλικές δυνάμεις να πλήττουν στόχους σε τμήματα των ηπειρωτικών Ηνωμένων Πολιτειών.

Ένα τέτοιο οπλικό σύστημα θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύτιμο για τις κινεζικές δυνάμεις σε ένα σενάριο σύγκρουσης, όπου θα επιδιώξουν να καταλάβουν την Ταϊβάν ή να επιβάλουν άλλες εδαφικές διεκδικήσεις σε όλη την περιοχή Ινδο-Ειρηνικού.

Για χρόνια, Αμερικανοί αναλυτές εκτιμούν ότι ο κινεζικός στρατός αναπτύσσει δυνατότητες για μια στρατηγική που έχουν αποκαλέσει «άρνηση πρόσβασης/απαγόρευση περιοχής», κατά την οποία θα μπορούσε να προβάλλει επεκτατικές εδαφικές διεκδικήσεις και στη συνέχεια να αποτρέπει εξωτερικές δυνάμεις από το να παρέμβουν. Τα αντιπλοϊκά όπλα μεγάλης εμβέλειας, όπως ο DF-27, θα μπορούσαν να υπηρετήσουν αυτή τη στρατηγική, επεκτείνοντας τη ζώνη μέσα στην οποία εξωτερικές δυνάμεις θα διατρέχουν κίνδυνο να πληγούν αν επιχειρήσουν να αμφισβητήσουν τις εδαφικές φιλοδοξίες της Κίνας.

Διαφθορά, ατυχήματα, ευπάθειες

Παρότι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, στρατιωτικοί σχεδιαστές και αναλυτές έχουν χαρακτηρίσει την Κίνα ως την «απειλή που καθορίζει τον ρυθμό» για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η νέα έκθεση του Πενταγώνου δείχνει ότι ο κινεζικός στρατός δεν είναι απρόσβλητος από λάθη και θεσμικές προκλήσεις.

Η φετινή έκθεση σημειώνει ότι αρκετοί Κινέζοι στρατιωτικοί ηγέτες είτε ερευνήθηκαν, είτε αντικαταστάθηκαν, είτε τιμωρήθηκαν με άλλους τρόπους, στο πλαίσιο επίμονων ανησυχιών για διαφθορά στις τάξεις τους. Οι ανησυχίες αυτές, σύμφωνα με την έκθεση, έχουν φτάσει μέχρι τα υψηλότερα επίπεδα ηγεσίας της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής της Κίνας (CMC).

Μέλη της μπάντας του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού αποχωρούν μετά την έναρξη της NPC, δηλαδή του Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου, στο Μέγαρο του Λαού στο Πεκίνο, στις 5 Μαρτίου 2024. (Kevin Frayer/Getty Images)

 

Η έκθεση αναφέρει ότι ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός συνέχισε να αντιμετωπίζει έρευνες που σχετίζονται με διαφθορά σε κάθε κλάδο, οδηγώντας στην απομάκρυνση δεκάδων ανώτερων αξιωματικών. Μέχρι τα τέλη του 2024, τα ζητήματα διαφθοράς είχαν φτάσει ξανά στο επίπεδο της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής.

Οι αναλυτές του Πενταγώνου ανέφεραν ότι η διαφθορά στις δομές προμηθειών του κινεζικού στρατού συνέβαλε σε αποτυχίες νέων όπλων και εξοπλισμού, όπως δυσλειτουργικά καπάκια σε κινεζικά σιλό πυραύλων. Σύμφωνα με τους ίδιους, η διαφθορά μπορεί να έπαιξε ρόλο και σε ελαττώματα εξοπλισμού που οδήγησαν στη βύθιση στο λιμάνι, το 2024, του πρώτου υποβρυχίου κλάσης «Zhou» της Κίνας.

Η έκθεση αναφέρει επίσης ότι η πολιτική ηγεσία της Κίνας φαίνεται πρόθυμη να εκκαθαρίσει στρατιωτικούς ηγέτες που θεωρεί ότι δεν είναι πιστοί, ανεξάρτητα από την αναστάτωση που μπορεί να προκαλέσει αυτό στις κινεζικές στρατιωτικές δυνάμεις.

Περιορισμοί βίζας σε πέντε Ευρωπαίους για «πιέσεις σε αμερικανικές τεχνολογικές πλατφόρμες»

Το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών επέβαλε περιορισμούς χορήγησης βίζας σε πέντε Ευρωπαίους αξιωματούχους και ακτιβιστές, μεταξύ των οποίων και σε έναν πρώην επίτροπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατηγορώντας τους ότι συντόνισαν προσπάθειες για πίεση σε αμερικανικές τεχνολογικές πλατφόρμες, με σκοπό τη λογοκρισία των Αμερικανών.

Τη σχετική ανακοίνωση έκανε ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο στις 23 Δεκεμβρίου, προκαλώντας άμεση καταδίκη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Γαλλία και τη Γερμανία και επιτείνοντας τις εντάσεις στις διατλαντικές σχέσεις για τη ρύθμιση του διαδικτύου και την ελευθερία έκφρασης.

Η ανακοίνωση των ταξιδιωτικών περιορισμών έρχεται εν μέσω της αντίθεσης των ΗΠΑ στον Ευρωπαϊκό Νόμο για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (Digital Services Act – DSA). Η συγκεκριμένη ευρωπαϊκή νομοθεσία, την οποία οι αξιωματούχοι της ΕΕ χαρακτηρίζουν εργαλείο αντιμετώπισης της ρητορικής μίσους, της παραπληροφόρησης και της διασποράς ψευδών ειδήσεων, επικρίνεται από την Ουάσιγκτον και άλλους, υποστηρίζοντας ότι καταπνίγει την ελευθερία του λόγου και επιβαρύνει τις αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας.

Σε σχόλιό του για τις απαγορεύσεις εισόδου, ο Ρούμπιο ανέφερε: «Τα άτομα που στοχοποιήθηκαν ηγήθηκαν συντεταγμένων προσπαθειών να εξαναγκάσουν αμερικανικές πλατφόρμες να λογοκρίνουν, να στερούν έσοδα και να καταπνίγουν αμερικανικές απόψεις που δεν συμφωνούν μαζί τους». Κατηγόρησε μάλιστα «ριζοσπαστικές» οργανώσεις και ΜΚΟ ότι έχουν εξαπολύσει εκστρατείες λογοκρισίας με στόχο Αμερικανούς ομιλητές και αμερικανικές εταιρείες, προειδοποιώντας ότι οι ενέργειές τους θα μπορούσαν να επιφέρουν «σοβαρές αρνητικές συνέπειες» για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.

Πρόσθεσε ακόμη: «Η εξωτερική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ με επίκεντρο την Αμερική απορρίπτει οποιαδήποτε παραβίαση της αμερικανικής κυριαρχίας», υπενθυμίζοντας ότι τα συγκεκριμένα άτομα ενδέχεται να απελαθούν εάν εντοπιστούν στις ΗΠΑ. «Η εξωεδαφική υπέρβαση της αρμοδιότητας από ξένους λογοκριτές που στοχεύουν την αμερικανική ελευθερία λόγου δεν αποτελεί εξαίρεση».

Ο Ρούμπιο τόνισε επιπλέον: «Το Υπουργείο Εξωτερικών είναι έτοιμο να επεκτείνει τη σημερινή λίστα, εφόσον άλλα ξένα πρόσωπα δεν αναθεωρήσουν τη στάση τους».

Χωρίς να κατονομάσει τους στοχοποιημένους, η υφυπουργός Δημόσιας Διπλωματίας Σάρα Ρότζερς αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα πρόσωπα, με εξέχουσα περίπτωση τον Τιερί Μπρετόν, πρώην υπουργό Οικονομικών της Γαλλίας και επίτροπο Εσωτερικής Αγοράς της ΕΕ (2019-2024), ο οποίος θεωρείται βασικός αρχιτέκτονας του ευρωπαϊκού ρυθμιστικού πλαισίου για την ψηφιακή οικονομία.

Η Ρότζερς κατέγραψε τον Μπρετόν ως «ενορχηστρωτή» του DSA, κατηγορώντας τον ότι απείλησε στελέχη αμερικανικών κολοσσών τεχνολογίας, ανάμεσά τους και τον Έλον Μασκ, με αφορμή διαφωνίες ως προς τον έλεγχο περιεχομένου στην πλατφόρμα X. Μπρετόν και Μασκ έχουν ανταλλάξει αρκετά δημόσια «πυρά» περί των ευρωπαϊκών κανόνων ψηφιακής τεχνολογίας, με τον Μασκ να έχει αποκαλέσει τον Μπρετόν «τύραννο της Ευρώπης».

Απαντώντας στην απαγόρευση εισόδου, ο Μπρετόν υπερασπίστηκε το DSA, γράφοντας στην πλατφόρμα X: «Επιστρέφει το κυνήγι μαγισσών του Μακάρθι; Για υπενθύμιση, το 90% του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δηλαδή το δημοκρατικά εκλεγμένο μας σώμα, και τα 27 κράτη-μέλη ενέκριναν ομόφωνα το DSA. Προς τους Αμερικανούς φίλους μας: η λογοκρισία δεν βρίσκεται εκεί που νομίζετε».

Οι υπόλοιποι στους οποίους επιβλήθηκε απαγόρευση εισόδου είναι ο Ιμράν Άχμεντ, διευθύνων σύμβουλος του αμερικανικού Center for Countering Digital Hate, η Αναλένα φον Χόντενμπουργκ και η Τζοζεφίν Μπάλον της γερμανικής ΜΚΟ HateAid, καθώς και η Κλερ Μέλφορντ, συνιδρύτρια του Global Disinformation Index.

Η Ρότζερς κατηγόρησε τη Μέλφορντ και άλλους πως χαρακτηρίζουν αυθαίρετα διαδικτυακό λόγο ως «μίσος» ή «παραπληροφόρηση» και προωθούν μαύρες λίστες και διακοπή εσόδων για αμερικανικά ΜΜΕ με τη χρήση δημόσιων πόρων. Η ίδια η Μέλφορντ έχει δηλώσει στο παρελθόν ότι στόχος του GDI είναι να υπονομεύσει το «οικονομικό μοντέλο» επιβλαβούς περιεχομένου διευκολύνοντας τους διαφημιζόμενους να μην το χρηματοδοτούν.

Εκπρόσωπος του GDI χαρακτήρισε τις ταξιδιωτικές απαγορεύσεις «ανήθικες, παράνομες και αντιαμερικανικές», κάνοντας λόγο για «αυταρχική επίθεση στην ελευθερία του λόγου και ευθεία κυβερνητική λογοκρισία».

Το γερμανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης εξέφρασε στήριξη στις δύο ακτιβίστριες, τονίζοντας πως οι απαγορεύσεις εισόδου είναι «απαράδεκτες» και ότι η HateAid στηρίζει θύματα διαδικτυακής ρητορικής μίσους. Η γερμανική κυβέρνηση υπογράμμισε: «Όποιος αποκαλεί αυτό λογοκρισία, διαστρεβλώνει το συνταγματικό μας πλαίσιο. Τους κανόνες για τη ζωή στον ψηφιακό χώρο στη Γερμανία και την Ευρώπη δεν τους αποφασίζουν άλλοι, αλλά εμείς».

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταδίκασε τα ταξιδιωτικά μέτρα και υπερασπίστηκε το DSA, σημειώνοντας ότι έχει ζητήσει από την Ουάσιγκτον διευκρινίσεις για τις ενέργειες αυτές. Επέμεινε πως η ΕΕ έχει το κυρίαρχο δικαίωμα να ρυθμίζει την οικονομική δραστηριότητα εντός των συνόρων της, διαμηνύοντας: «Οι ψηφιακοί μας κανόνες διασφαλίζουν ένα πλαίσιο ασφάλειας, δικαιοσύνης και ίσων ευκαιριών για όλες τις εταιρείες, εφαρμόζονται δίκαια και χωρίς διακρίσεις».

Προειδοποίησε μάλιστα: «Εάν χρειαστεί, θα αντιδράσουμε άμεσα και αποφασιστικά για να υπερασπιστούμε την κανονιστική μας αυτονομία απέναντι σε αδικαιολόγητα μέτρα».

Τέλος, ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, χαρακτήρισε τις ταξιδιωτικές απαγορεύσεις ως «εκφοβισμό και εξαναγκασμό με σκοπό την υπονόμευση της ευρωπαϊκής ψηφιακής κυριαρχίας».

Ο Τραμπ ανοιχτός σε συνεργασία με Δημοκρατικούς για το ζήτημα της υγείας

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο συνεργασίας με τους Δημοκρατικούς του Κογκρέσου για την επίλυση ζητημάτων στον τομέα της υγείας, καθώς οι επιδοτήσεις στις ασφαλιστικές εταιρείες πρόκειται να λήξουν στο τέλος του έτους.

«Τι ωραία ομάδα Δημοκρατικών», δήλωσε ο Τραμπ κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στον Λευκό Οίκο στο πλαίσιο της ετήσιας δεξίωσης του Κογκρέσου. «Έχουμε πολλούς Δημοκρατικούς, και σας καλωσορίζουμε. Ειλικρινά, το εννοώ».

Ο πρόεδρος πρόσθεσε: «Νομίζω ότι θα αρχίσουμε να δουλεύουμε μαζί για την υγεία. Το προβλέπω πραγματικά».

Ο Λευκός Οίκος έχει δώσει σήμα για μια νέα προσέγγιση στην υγεία, μετά την απόρριψη—την Πέμπτη—ξεχωριστών προτάσεων τόσο από Ρεπουμπλικάνους όσο και από Δημοκρατικούς στη Γερουσία, ενόψει της προθεσμίας για το τέλος του έτους, που θα μπορούσε να επιφέρει αυξήσεις τιμών λόγω παύσης των επιδοτήσεων.

Τα επιδόματα αυτά είχαν θεσπιστεί εν μέσω της πανδημίας COVID-19 το 2021 και παρατάθηκαν με τον Νόμο Μείωσης του Πληθωρισμού το 2022. Το θέμα βρέθηκε στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης διακοπής της ομοσπονδιακής κυβέρνησης από την 1η Οκτωβρίου ως τα μέσα Νοεμβρίου.

Σε κάποια στιγμή, ο Τραμπ είχε εκφράσει την επιθυμία του να δοθούν άμεσες ενισχύσεις σε λογαριασμούς υγείας πολιτών, αποκαλώντας αυτή την πρόταση «TrumpCare» ως εναλλακτική στο Obamacare, τον νόμο για προσιτή υγειονομική περίθαλψη.

Μιλώντας στη Λόρα Ινγκραμ του Fox News τον Νοέμβριο, ο πρόεδρος ανέφερε: «Θα ήθελα τα χρήματα να πηγαίνουν σε λογαριασμό των πολιτών, ώστε να αγοράζουν οι ίδιοι ασφάλιση υγείας και να διαπραγματεύονται μόνοι τους την ασφαλιστική τους κάλυψη».

Λίγες ημέρες αργότερα, ο Τραμπ είπε σε δημοσιογράφους ότι είχε έρθει σε απευθείας επαφές με Δημοκρατικούς σχετικά με την υγεία, προσθέτοντας πως απαιτείται ένα σχήμα με ατομικούς λογαριασμούς επειδή, όπως ανέφερε, «οι ασφαλιστικές εταιρείες κερδίζουν περιουσίες. Η μετοχή τους έχει αυξηθεί πάνω από 1.000% σε λίγα χρόνια. Εισπράττουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια, και δεν τα επιστρέφουν στην κοινωνία, τουλάχιστον όχι όσο θα έπρεπε».

Καθώς δεν έχει βρεθεί συμβιβασμός μεταξύ Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών, η Γερουσία την Πέμπτη προχώρησε σε ψηφοφορίες επί δύο νομοσχεδίων, τα οποία τελικώς απορρίφθηκαν. Το νομοσχέδιο που υποστήριξαν οι Δημοκρατικοί προέβλεπε παράταση των επιδοτήσεων, ενώ η ρεπουμπλικανική πρόταση προωθούσε τη δημιουργία νέων ατομικών λογαριασμών υγείας.

Η Γερουσία απέρριψε το δημοκρατικό νομοσχέδιο με 51 κατά και 48 υπέρ, με τέσσερις Ρεπουμπλικανούς να ψηφίζουν με τους Δημοκρατικούς. Το νομοσχέδιο χρειαζόταν 60 ψήφους για να προχωρήσει, όπως και το ρεπουμπλικανικό που απορρίφθηκε με το ίδιο αποτέλεσμα—51 κατά, 48 υπέρ.

Ο ηγέτης της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στη Γερουσία, Τζον Θουν, επέκρινε την πρόταση των Δημοκρατικών για απλή παράταση των επιδοτήσεων, χαρακτηρίζοντάς την ως προσπάθεια «συγκάλυψης του πραγματικού αντικτύπου του Obamacare και του εκτροχιασμού του κόστους υγείας. Ας αποτρέψουμε μια καταστροφή».

Από την πλευρά του, ο επικεφαλής της μειοψηφίας στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ, σχολίασε μετά την ψηφοφορία: «Οι Αμερικανοί παρακολουθούν». Η γερουσιαστής Λίζα Μερκάουσκι, που ψήφισε υπέρ του νομοσχεδίου των Δημοκρατικών, πρόσθεσε: «Δεν μπορούμε απλώς να πούμε καλά Χριστούγεννα και να ετοιμαζόμαστε για του χρόνου».

Παράλληλα, ο γερουσιαστής Άνγκους Κινγκ δήλωσε ότι οι Δημοκρατικοί επιχείρησαν να διαπραγματευτούν με τους Ρεπουμπλικανούς μετά τη λήξη του shutdown, αλλά οι συνομιλίες δεν απέδωσαν.

Κατά τη δεξίωση του Κογκρέσου την Πέμπτη, ο Τραμπ εξέφρασε τις ευχαριστίες του για την παρουσία των Δημοκρατικών βουλευτών. «Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους σπουδαίους ανθρώπους εντός της αίθουσας—δημοκρατικούς και ρεπουμπλικανούς—που εργάστηκαν τόσο σκληρά για το καλό του έθνους μας», τόνισε ο Τραμπ στους βουλευτές. «Θεωρώ τιμή το ότι τόσοι πολλοί Δημοκρατικοί βρίσκονται απόψε μαζί μας».

Με πληροφορίες από το Associated Press

Οι ναυτικές δυνάμεις ΗΠΑ και Ισραήλ ξεκινούν κοινή άσκηση μιας εβδομάδας

Ξεκίνησε στις 7 Δεκεμβρίου η κοινή ναυτική άσκηση μεταξύ του Πολεμικού Ναυτικού του Ισραήλ και του Πέμπτου Στόλου των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως ανακοίνωσε ο ισραηλινός στρατός. Η άσκηση, με την ονομασία Intrinsic Defender, έχει στόχο την ενίσχυση της στρατηγικής και επιχειρησιακής συνεργασίας ανάμεσα στις δύο ναυτικές δυνάμεις, καθώς και την εξάσκηση σε αντιμετώπιση περιφερειακών απειλών, όπως ανέφεραν οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις (IDF) σε ανάρτησή τους στην πλατφόρμα Χ στις 8 Δεκεμβρίου.

Σύμφωνα με τις IDF, η άσκηση, στην οποία συμμετέχουν δεκάδες στρατιωτικοί από αμφότερες τις χώρες, θα διαρκέσει όλη την εβδομάδα.

Η διμερής εκπαίδευση ξεκίνησε μόλις δύο ημέρες μετά την εκτόξευση βαλλιστικών και πυραύλων cruise σε εικονικούς στόχους στον Κόλπο του Ομάν από το ναυτικό των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης του Ιράν, κατά τη διάρκεια διήμερης άσκησης που, σύμφωνα με τα ιρανικά κρατικά μέσα στις 5 Δεκεμβρίου, είχε στόχο την αντιμετώπιση «ξένων απειλών». Η εν λόγω άσκηση στην οποία μετείχαν επανδρωμένα και μη επανδρωμένα θαλάσσια μέσα, ξεκίνησε στις 4 Δεκεμβρίου στα Στενά του Ορμούζ και στον Κόλπο του Ομάν.

Η συγκυρία των ασκήσεων αντικατοπτρίζει το αυξημένο κλίμα έντασης μεταξύ Ιράν αφενός και Ισραήλ και Ηνωμένων Πολιτειών αφετέρου. Οι σχέσεις παραμένουν τεταμένες μετά τις συγκρούσεις του Ιουνίου, όπου ισραηλινές και αμερικανικές δυνάμεις έπληξαν τρεις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις. Η αντίδραση του Ιράν ήρθε με πυραυλικές επιθέσεις κατά του Ισραήλ, προκαλώντας ανησυχία στη Δύση ως προς την πιθανότητα ευρύτερης ανάφλεξης στην περιοχή.

Ενίσχυση της ναυτικής συνεργασίας

Αμερικανικά στελέχη περιγράφουν την Intrinsic Defender ως ακρογωνιαίο λίθο για τη διαρκή ναυτική συνεργασία με το Ισραήλ. Η άσκηση παραδοσιακά εστιάζει σε θέματα θαλάσσιας ασφάλειας, εξουδετέρωσης εκρηκτικών, αλλά και στη χρήση μη επανδρωμένων συστημάτων.

Τα τελευταία χρόνια, Αμερικανοί αξιωματούχοι επισημαίνουν τη σημαντική εμπειρία του Ισραήλ σε επιχειρησιακό επίπεδο και την προοδευτική ενσωμάτωσή του στα περιφερειακά δίκτυα ασφαλείας, με ορόσημο τη μεταφορά του το 2021 στην Περιοχή Ευθύνης της Κεντρικής Διοίκησης των ΗΠΑ (CENTCOM).

Κατά την τελετή έναρξης που πραγματοποιήθηκε στη Χάιφα στις 30 Ιουλίου 2023, ο τότε επικεφαλής των Ναυτικών Δυνάμεων της Κεντρικής Διοίκησης των ΗΠΑ, αντιναύαρχος Μπραντ Κούπερ, επεσήμανε: «Το Ισραήλ αποτελεί έναν από τους ικανότερους ναυτικούς μας εταίρους και οι ασκήσεις αυτές αναδεικνύουν τη διαχρονική στρατιωτική συνεργασία των τελευταίων ετών». Πρόσθεσε δε ότι «η κοινή εκπαίδευση και επιχειρησιακή δράση συμβάλλουν καθοριστικά στην ασφάλεια και σταθερότητα των θαλασσίων οδών της περιοχής».

Στη φετινή άσκηση, περισσότεροι από 50 Αμερικανοί στρατιωτικοί συμμετείχαν μαζί με Ισραηλινούς συναδέλφους τους σε αντικείμενα όπως αντιμετώπιση ναρκών, υποθαλάσσιες κατασκευές, διαχείριση παγκόσμιας υγείας και διαδικασίες νηοψίας.

Το εύρος της συνεργασίας

Το μέγεθος της άσκησης διαφέρει κάθε χρόνο. Τον Μάρτιο του 2022, η Intrinsic Defender συγκέντρωσε πάνω από 300 Αμερικανούς στρατιωτικούς και ευρύ σύνολο μέσων, συμπεριλαμβανομένης μονάδας εξουδετέρωσης εκρηκτικών του Ναυτικού ΗΠΑ, ομάδας επιχειρησιακής δράσης της Ακτοφυλακής και του αντιτορπιλικού USS Cole.

Το Cole επιχειρούσε ήδη στην περιοχή του Πέμπτου Στόλου από τις 4 Ιανουαρίου εκείνου του έτους, ως μέρος ευρύτερων επιχειρήσεων θαλάσσιας ασφάλειας σε έκταση 6,5 εκατ. τετρ. χιλιομέτρων που περιλαμβάνει τον Περσικό Κόλπο, τον Κόλπο του Ομάν, την Ερυθρά Θάλασσα και περιοχές του Ινδικού Ωκεανού. Η ζώνη καλύπτει παράλληλα τρία καίρια περάσματα: τα Στενά του Ορμούζ, τη Διώρυγα του Σουέζ και το Μπάμπ αλ-Μαντέμπ.

Με την ένταξη του Ισραήλ στη CENTCOM, τα δύο ναυτικά ενίσχυσαν τις κοινές περιπολίες στον Κόλπο της Άκαμπα, την Ερυθρά Θάλασσα και τον Κόλπο του Άντεν, ολοκληρώνοντας συνολικά 18 διμερείς ή πολυμερείς ασκήσεις στη διετία έως τα μέσα του 2023.

Για μαζικές απαγωγές παιδιών κατηγορείται η Ρωσία — Να χαρακτηριστεί «κράτος-τρομοκράτης» ζητούν Αμερικανοί νομοθέτες

Μια δικομματική προσπάθεια στο Κογκρέσο για να χαρακτηριστεί η Ρωσία «κράτος-χορηγός της τρομοκρατίας» έλαβε νέα ώθηση κατά τη διάρκεια ακρόασης στη Γερουσία, στις 3 Δεκεμβρίου, με αντικείμενο καταγγελίες ότι η Μόσχα απαγάγει και «υποβάλλει σε πλύση εγκεφάλου» δεκάδες χιλιάδες παιδιά στην Ουκρανία.

Οι γερουσιαστές Λίντσεϋ Γκράχαμ (R-S.C.) και Ρίτσαρντ Μπλούμενταλ (D-Conn.) είχαν παρουσιάσει για πρώτη φορά νομοθετική πρόταση το 2022, με στόχο να χαρακτηριστεί η ρωσική κυβέρνηση «κράτος-χορηγός της τρομοκρατίας», λίγους μήνες μετά την εισβολή στην Ουκρανία, την ημέρα που ρωσικές δυνάμεις εκτόξευσαν πύραυλο προς τη δεξαμενή Καρατσουνίβσκε, με αποτέλεσμα να σπάσει και να προκληθεί πλημμύρα στο Κρίβι Ριχ, πατρίδα του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι, .

Τον Ιούνιο του 2024, ο Γκράχαμ και ο Μπλούμενταλ επανέφεραν το νομοσχέδιο, κατηγορώντας τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν για «βαρβαρότητες στην Ουκρανία» και για «αποσταθεροποιητική συμπεριφορά σε ολόκληρη την Αφρική και τον κόσμο γενικότερα».

Με τις ΗΠΑ να βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις με τη Μόσχα και το Κίεβο, για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, η προσπάθεια να περάσει η σχετική νομοθεσία ενισχύθηκε κατά την ακρόαση στη Γερουσία, την Τετάρτη, όπου νομοθέτες και μάρτυρες υποστήριξαν ότι ο Πούτιν διέταξε την απαγωγή και την υποβολή σε «πλύση εγκεφάλου» δεκάδων χιλιάδων παιδιών στην Ουκρανία.

Ο Γκράχαμ ανέφερε ότι άνθρωποι στην Ουκρανία και οργανώσεις υποστηρίζουν πως η Ρωσία του Πούτιν έχει απομακρύνει περισσότερα από 19.000 ουκρανόπουλα από τις οικογένειές τους, με στόχο τον εκρωσισμό τους. Σημείωσε δε ότι δεν μπορεί να υπάρξει τερματισμός της σύγκρουσης αν δεν δοθεί λογαριασμός για κάθε παιδί που, κατά τις καταγγελίες, πήρε η Ρωσία από την Ουκρανία, κάτι που η ίδια αρνείται.

Ο Γκράχαμ είπε ότι είχε προσκαλέσει τον Ρώσο πρεσβευτή στην ακρόαση της Τετάρτης «ώστε να καταγραφεί επίσημα αν ο ισχυρισμός αυτός είναι ή δεν είναι βάσιμος», αλλά εκείνος δεν εμφανίστηκε.

Ο Μπλούμενταλ είπε πως εξέτασε μία έκθεση, στην οποία αναφέρονται περιστατικά απαγωγής παιδιών από Ρώσους στρατιώτες, οι οποίοι τα μετέφεραν σε ορφανοτροφεία ή νοσοκομεία. Ο Ναθάνιελ Ρέιμοντ (Nathaniel Raymond), ερευνητής εγκλημάτων πολέμου και εκτελεστικός διευθυντής του Humanitarian Research Lab στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Γέιλ, δήλωσε ότι η έρευνά του, διάρκειας τρεισήμισι ετών, σε συνεργασία με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο «πραγματικός αριθμός» των ουκρανόπουλων που φέρονται να απήχθησαν από τη Ρωσία είναι «πιο κοντά στις 35.000».

Ο Ρέιμοντ ανέφερε ότι η έρευνα του εργαστηρίου ολοκληρώθηκε, αφού το Στέιτ Ντιπάρτμεντ «τερμάτισε επίσημα» τη σχετική χρηματοδότηση τον Ιούνιο.

Ο Ναθάνιελ Ρέιμοντ, εκτελεστικός διευθυντής του Humanitarian Research Lab στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Γέιλ, καταθέτει κατά τη διάρκεια ακρόασης στο Καπιτώλιο. Ουάσιγκτον, 3 Δεκεμβρίου 2025. (Madalina Kilroy/The Epoch Times)

 

Ο Γκράχαμ, κορυφαίο στέλεχος των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία, είπε ότι το Κογκρέσο θα πρέπει να εξετάσει τους όρους οποιασδήποτε συμφωνίας διαπραγματεύεται η κυβέρνηση Τραμπ με τη Μόσχα, ώστε η νομοθετική εξουσία να έχει λόγο για το αν η συμφωνία είναι καλή ή κακή και αν προσφέρει εγγυήσεις ασφαλείας στην Ουκρανία, «οι οποίες πρέπει να υπάρχουν».

Συνέχισε λέγοντας ότι οι γερουσιαστές θα εξετάσουν αυτές τις εγγυήσεις και θα δουν αν μπορούν να βρουν δικομματική στήριξη ώστε να διατηρηθούν και μετά την κυβέρνηση Τραμπ. Παράλληλα, σημείωσε ότι το νομοσχέδιο που συνυπέγραψε με τον Μπλούμενταλ χαρακτηρίζει τη Ρωσία ως «τρομοκρατικό κράτος», επειδή, κατά τον ίδιο, «ενεργεί σαν τρομοκράτης», επικαλούμενος τις καταγγελίες για απαγωγές παιδιών και άλλες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η επιστροφή των παιδιών είναι «κόκκινη γραμμή» για την Ουκρανία

Η Όλγα Στεφανίσινα, πρέσβης της Ουκρανίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, δήλωσε ότι για την ουκρανική κυβέρνηση είναι αδιαπραγμάτευτος όρος να υπάρξει άνευ όρων επιστροφή όλων των παιδιών που έχουν απαχθεί· διαφορετικά, το Κίεβο δεν θα προχωρήσει σε συμφωνία με τη Μόσχα.

Η Όλγα Στεφανίσινα, πρέσβης της Ουκρανίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, καταθέτει κατά τη διάρκεια ακρόασης στο Καπιτώλιο. Ουάσιγκτον, 3 Δεκεμβρίου 2025. (Madalina Kilroy/The Epoch Times)

 

Τον περασμένο μήνα, η κυβέρνηση Τραμπ κατήρτισε ένα σχέδιο για τον τερματισμό του πολέμου, η οποία περιελαμβάνει συμφωνία μη επίθεσης, βάσει της οποίας η Ρωσία θα πρέπει να σταματήσει να εισβάλλει σε γειτονικές χώρες, τον τερματισμό της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και την παραχώρηση της Κριμαίας, του Λουχάνσκ και του Ντονέτσκ στη Ρωσία. Επιπλέον, η Χερσώνα και η Ζαπορίζια θα «πάγωναν» κατά μήκος της γραμμής επαφής, οδηγώντας σε de facto αναγνώριση.

Το αρχικό σχέδιο, ιδίως τα τμήματα που καλούν την Ουκρανία να παραχωρήσει εδάφη, έχει επικριθεί από ορισμένους Αμερικανούς νομοθέτες αλλά και παγκόσμιους ηγέτες ότι εξυπηρετεί μάλλον τα συμφέροντα της Μόσχας παρά του Κιέβου. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έχει δηλώσει ότι το σχέδιο παραμένει υπό διαπραγμάτευση.

Ο ειδικός απεσταλμένος Στηβ Γουίτκοφ συναντήθηκε με τον Πούτιν στη Μόσχα στις 2 Δεκεμβρίου, για συνομιλίες, με εποικοδομητικά αποτελέσματα, σύμφωνα με τον Γιούρι Ουσακόφ, κορυφαίο σύμβουλο του Πούτιν σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Το Κρεμλίνο ανέφερε ότι ο Πούτιν αποδέχθηκε ορισμένες από τις προτάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών για τον τερματισμό του πολέμου, αλλά ότι άλλες «κρίθηκαν απαράδεκτες».

Ευρωπαίοι ηγέτες εξέφρασαν τη στήριξή τους προς τον Ζελένσκι τη Δευτέρα, εν όψει της συνάντησης του Γουίτκοφ με τον Πούτιν, με τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν να παραχωρεί συνέντευξη Τύπου με τον Ουκρανό πρόεδρο στο Παρίσι, όπου οι δύο συμμετείχαν σε τηλεδιάσκεψη με περίπου δώδεκα ακόμη Ευρωπαίους ηγέτες.

Ο Μακρόν είπε στους δημοσιογράφους ότι μόνο η Ουκρανία μπορεί να αποφασίσει για τα εδάφη της και για τις ειρηνευτικές συμφωνίες με τη Ρωσία.

Με τη συμβολή του Guy Birchall

Ο Τραμπ υπογράφει νέο νόμο για την Ταϊβάν

Τη 2α Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε νέα διακομματική νομοθεσία για την Ταϊβάν, προκαλώντας άμεση διαμαρτυρία από το κινεζικό κομμουνιστικό καθεστώς, το οποίο θεωρεί την Ταϊβάν τμήμα της επικράτειάς του.

Ο Τραμπ υπέγραψε τον νόμο Taiwan Assurance Implementation Act, ο οποίος υποχρεώνει το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών να επανεξετάζει και να επικαιροποιεί τις κατευθυντήριες γραμμές για τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ταϊβάν τουλάχιστον μία φορά κάθε πέντε χρόνια. Στόχος της πρωτοβουλίας είναι η εμβάθυνση των αμερικανοταϊβανέζικων σχέσεων, παρά την απουσία επίσημων διπλωματικών σχέσεων.

Στις 3 Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τε, εξέφρασε την εκτίμησή του για την απόφαση του Τραμπ στην πλατφόρμα X, σημειώνοντας ότι αναδεικνύει τη σημασία της αμερικανικής εμπλοκής με την Ταϊβάν. «Στο εξής, θα συνεργαστούμε ακόμη στενότερα με τις ΗΠΑ σε όλους τους τομείς, ώστε να διασφαλίσουμε την ειρήνη, τη σταθερότητα και την ευημερία στην περιοχή», πρόσθεσε ο Λάι.

Η εκπρόσωπος της προεδρίας της Ταϊβάν, Κάρεν Κουό, σχολίασε τη σημασία της νομοθεσίας, δηλώνοντας: «Ο νόμος αυτός επιβεβαιώνει την αξία της αμερικανικής αλληλεπίδρασης με την Ταϊβάν, στηρίζει στενότερες ταϊβανέζικo-αμερικανικές σχέσεις και αποτελεί σταθερό σύμβολο των κοινών μας αξιών για δημοκρατία, ελευθερία και σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα».

Η Κουό τόνισε επίσης πως «μια ισχυρή ταϊβανέζικo-αμερικανική σχέση αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή Ινδικού-Ειρηνικού».

Τον Ιανουάριο του 2021, λίγο πριν τη λήξη της πρώτης θητείας Τραμπ, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο ήρε τους αυτοεπιβληθέντες περιορισμούς στις επαφές αξιωματούχων μεταξύ ΗΠΑ και Ταϊβάν, οι οποίοι είχαν τεθεί σε ισχύ έπειτα από τη διπλωματική αναγνώριση του Πεκίνου αντί της Ταϊπέι το 1979.

Ο υπουργός Εξωτερικών της Ταϊβάν, Λιν Τσι-λουνγκ, ενημέρωσε δημοσιογράφους ότι ο νέος νόμος θα διευκολύνει την είσοδο στελεχών της Ταϊβάν σε ομοσπονδιακές υπηρεσίες των ΗΠΑ για συναντήσεις, αν και το κείμενο της νομοθεσίας δεν το αναφέρει ρητά.

Σε αντίδραση προς τη νέα αμερικανική νομοθεσία, ο Λιν Τζιν, εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών του κινεζικού καθεστώτος, δήλωσε κατά την τακτική ενημέρωση των εκπροσώπων Τύπου πως «η Κίνα αντιτίθεται σθεναρά σε κάθε μορφή επίσημων επαφών μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της περιφέρειας της Ταϊβάν», σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο Xinhua.

Το νομοθέτημα κατατέθηκε στη Βουλή τον Φεβρουάριο από τους εκπροσώπους Αν Γουάγκνερ, Τζέρι Κόνολι και Τεντ Λίου και εγκρίθηκε τον Μάιο με φωνητική ψηφοφορία. Στις 3 Δεκεμβρίου, η Γουάγκνερ δήλωσε: «Ο νέος νόμος θα ενισχύσει την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ και θα αντιμετωπίσει την επιθετικότητα του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες στέκονται στο πλευρό της Ταϊβάν και δεν θα επιτρέψουμε στην Κίνα να αποσταθεροποιήσει τον κόσμο περισσότερο απ’ όσο έχει ήδη καταφέρει». Η ίδια προσέθεσε: «Ο νόμος Taiwan Assurance Implementation Act ενισχύει την αμερικανική υπεροχή σε μια κρίσιμη στιγμή της ιστορίας και αποτελεί ένα ισχυρό βήμα προς τα εμπρός υπέρ της αδιάλειπτης στήριξής μας στην Ταϊβάν, καθώς αυτή αντιστέκεται στην επιθετικότητα και τις επιχειρήσεις επιρροής του ΚΚΚ. Η νομοθεσία θωρακίζει τη δική μας εθνική ασφάλεια και θα μας βοηθήσει να αποτρέψουμε την Κίνα να εδραιώσει περαιτέρω επικίνδυνη παρουσία στην περιοχή και παγκοσμίως».

Το γραφείο της Γουάγκνερ τόνισε ότι οι τακτικές αξιολογήσεις και επικαιροποιήσεις που απαιτεί ο νέος νόμος θα αποτελέσουν ευκαιρίες για ενίσχυση της συνεργασίας ΗΠΑ–Ταϊβάν και για την προώθηση ειρηνικής επίλυσης ζητημάτων που αφορούν τα στενά της Ταϊβάν.

Η ίδια νομοθεσία προτάθηκε στη Γερουσία από τους γερουσιαστές Τζον Κόρνιν και Κρις Κουνς τον Μάρτιο και εγκρίθηκε τον Νοέμβριο. Ο γερουσιαστής Τοντ Γιάνγκ σχολίασε στις 3 Δεκεμβρίου: «Η στενή συνεργασία με την Ταϊβάν είναι κρίσιμη για την ανάσχεση της κινεζικής επιθετικότητας και τη διατήρηση της ειρήνης μέσω αποτροπής στον Ειρηνικό».

Πρόσφατα, ο Λίου πρότεινε αμυντικές δαπάνες ύψους 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αντιμετώπιση ενδεχόμενης στρατιωτικής επίθεσης της Κίνας κατά της νήσου έως το 2027, πρόταση που έχει συγκεντρώσει ευρεία διακομματική στήριξη στο Κογκρέσο.

Ο Τραμπ, ο οποίος είχε συναντηθεί με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ κατά τη Σύνοδο Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού στη Νότια Κορέα τον Οκτώβριο, αναμένεται να επισκεφθεί την Κίνα τον ερχόμενο Απρίλιο.

Με τη συμβολή του Reuters

Ο Ρούμπιο κατηγορεί τον Μαδούρο για διακίνηση ναρκωτικών και πολιτική νοθεία

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, εξαπέλυσε δριμεία επίθεση κατά του προέδρου της Βενεζουέλας, Νικολάς Μαδούρο, αμφισβητώντας τη νομιμότητα της κυβέρνησής του και χαρακτηρίζοντας το καθεστώς «οργανισμό διαμετακόμισης ναρκωτικών που προέρχονται από την Κολομβία προς άλλες χώρες».

«Το καθεστώς Μαδούρο δεν είναι μια νόμιμη κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν οργανισμό διαμετακόμισης. Επιτρέπει τη διακίνηση κοκαΐνης και άλλων ναρκωτικών που παράγονται στην Κολομβία μέσω της επικράτειας της Βενεζουέλας και, με τη συνεργασία στοιχείων του καθεστώτος, τα ναρκωτικά αυτά φεύγουν από τη χώρα με αεροπλάνα και πλοία με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες», δήλωσε ο Ρούμπιο.

Παράλληλα, ο Ρούμπιο τόνισε πως το καθεστώς Μαδούρο αποτελεί πηγή αστάθειας για ολόκληρη την περιοχή, σημειώνοντας ότι «8 εκατομμύρια Βενεζουελανοί έχουν εγκαταλείψει τη χώρα λόγω των πολιτικών του καθεστώτος, πολλοί εκ των οποίων βρίσκονται πλέον σε γειτονικά κράτη αλλά και στις ΗΠΑ».

Ο ίδιος ανέφερε επίσης ότι ο Μαδούρο ζήτησε από τις αμερικανικές αρχές την απελευθέρωση των ανιψιών του, που έχουν καταδικαστεί για διακίνηση ναρκωτικών, καθώς και του βασικού του συνεργάτη σε θέματα ξεπλύματος χρήματος.

«Ζήτησε να απελευθερωθεί ο βασικός του άνθρωπος για το ξέπλυμα χρήματος από την κράτηση στις ΗΠΑ, πριν καν αντιμετωπίσει τη δίκη του. Αντάλλαγμα προσέφερε τη διενέργεια ελεύθερων και δίκαιων εκλογών. Πήρε πίσω τους ανιψιούς του – τους διακινητές ναρκωτικών. Πήρε πίσω και τον συνεργάτη του. Οι ελεύθερες και δίκαιες εκλογές όμως δεν έγιναν ποτέ», επισήμανε ο Ρούμπιο.

Οι δηλώσεις του Ρούμπιο έγιναν τη στιγμή που ο τότε πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προειδοποιούσε ότι σύντομα επίκεινται χερσαίες επιχειρήσεις στη Βενεζουέλα. Σε πρόσφατη ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο Τραμπ είχε τονίσει ότι ο εναέριος χώρος της χώρας πρέπει να θεωρείται κλειστός.

Ο Ρούμπιο υποστήριξε ότι περίπου 20 στρατιωτικά πλήγματα των ΗΠΑ έχουν στοχεύσει πλοία στην Καραϊβική που μετέφεραν ναρκωτικά προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, προσθέτοντας: «Το γεγονός ότι ο Μαδούρο διαμαρτύρεται αποδεικνύει πως η διακίνηση ναρκωτικών εκκινεί από τη Βενεζουέλα».

Τον περασμένο Νοέμβριο, το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι ο Μαδούρο ηγείται ουσιαστικά καρτέλ υπό την ονομασία «Καρτέλ ντε λος Άλας», το οποίο εντάχθηκε στη λίστα ξένων τρομοκρατικών οργανώσεων, παρέχοντας έτσι νέες εξουσίες στη διοίκηση Τραμπ.

Νωρίτερα φέτος, η αμερικανική κυβέρνηση χαρακτήρισε ως τρομοκρατική οργάνωση και τη βενεζουελανική συμμορία Tren de Aragua, μαζί με διάφορα μεγάλα μεξικανικά καρτέλ ναρκωτικών.

Η κυβέρνηση Τραμπ εντείνει τις πιέσεις προς τον Μαδούρο, τον οποίο δεν αναγνωρίζει ως νόμιμο ηγέτη της Βενεζουέλας, ενώ ο ίδιος αντιμετωπίζει και κατηγορίες για ναρκοτρομοκρατία στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις έχουν πραγματοποιήσει πτήσεις βομβαρδιστικών κοντά στη Βενεζουέλα, ενώ η άφιξη του USS Gerald R. Ford, του προηγμένου αεροπλανοφόρου των ΗΠΑ, ενίσχυσε περαιτέρω την παρουσία αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος στην περιοχή, κάτι που δεν έχει συμβεί εδώ και δεκαετίες.

Η κινητοποίηση αυτή περιλαμβάνει σχεδόν δώδεκα πολεμικά πλοία του Ναυτικού και περίπου 12.000 ναύτες και πεζοναύτες, στο πλαίσιο της επιχείρησης Southern Spear.

Στις 21 Νοεμβρίου, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας των ΗΠΑ (FAA) προειδοποίησε τις αεροπορικές εταιρείες για τη ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών ασφαλείας, οδηγώντας σε ακύρωση πτήσεων προς τη Βενεζουέλα.

Ο πρόεδρος Τραμπ ανέφερε επίσης ότι είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Μαδούρο, δηλώνοντας: «Δεν θέλω να σχολιάσω. Η απάντηση είναι ναι», όταν ρωτήθηκε σχετικά, και πρόσθεσε: «Δεν θα έλεγα αν πήγε καλά ή άσχημα. Ήταν ένα τηλεφώνημα, στο πλαίσιο των πιέσεων που ασκούμε».

Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο CNN, ο Νικολάς Μαδούρο κάλεσε σε ενότητα για την ειρήνη, απαντώντας πως «ναι, ειρήνη. Ναι, ειρήνη», όταν ερωτήθηκε τι θα ήθελε να πει στον Ντόναλντ Τραμπ.

Με τη συμβολή του Associated Press

Αμυντικές προσεγγίσεις και ειρηνευτικές συμφωνίες: Ο Τραμπ καλεί τον Νετανιάχου στον Λευκό Οίκο

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προσκάλεσε τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου στον Λευκό Οίκο το προσεχές διάστημα, όπως ανακοίνωσε το γραφείο του Νετανιάχου μετά από τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των δύο ηγετών αργά το βράδυ της 1ης Δεκεμβρίου.

«Οι δύο ηγέτες υπογράμμισαν τη σημασία και την αναγκαιότητα του αφοπλισμού της Χαμάς και της αποστρατιωτικοποίησης της Λωρίδας της Γάζας», ανέφερε σε σχετική ανακοίνωση το γραφείο του πρωθυπουργού την 2α Δεκεμβρίου, ενώ τόνισε πως συζήτησαν και το ενδεχόμενο διεύρυνσης των ειρηνευτικών συμφωνιών.

Η επερχόμενη επίσκεψη θα είναι η πέμπτη του Νετανιάχου μετά την επιστροφή του Τραμπ στον προεδρικό θώκο τον Ιανουάριο. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, οι δύο ηγέτες έχουν συναντηθεί αρκετές φορές το τρέχον έτος τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο Ισραήλ, με επίκεντρο θέματα που αφορούν τη Γάζα και την κατάπαυση του πυρός του Οκτωβρίου, η οποία έθεσε τέρμα στη διετή σύγκρουση.

Ο Τραμπ έχει εκφράσει επανειλημμένα τη στήριξή του στην ηγεσία του Νετανιάχου κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης με τη Χαμάς και, μετά την ανακοίνωση της κατάπαυσης του πυρός στις 8 Οκτωβρίου, είχε παρευρεθεί στην Κνεσέτ όπου χαρακτήρισε τον Νετανιάχου «έναν καλό άνθρωπο που ξέρει να κερδίζει».

Σημειώθηκε επίσης ότι ο Τραμπ είχε προτρέψει τον Ισραηλινό πρόεδρο Ισαάκ Χέρτζογκ να χορηγήσει πλήρη αμνηστία στον Νετανιάχου, ο οποίος δικάζεται για υποθέσεις διαφθοράς. Στις 30 Νοεμβρίου, ο Νετανιάχου είχε υποβάλει δημόσιο αίτημα για χάρη.

Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να προωθούν τη διεύρυνση των Συμφωνιών του Αβραάμ — τις συμφωνίες εξομάλυνσης που συνήφθησαν ανάμεσα στο Ισραήλ και σε σειρά αραβικών κρατών στα τέλη του 2020. Σε συνάντηση στις 10 Νοεμβρίου, ο Τραμπ επεσήμανε στον Σύρο πρόεδρο Άχμεντ αλ-Σαράα τη σημασία διατήρησης ισχυρού και ουσιαστικού διαλόγου Ισραήλ–Συρίας, δηλώνοντας: «Είναι πολύ σημαντικό το Ισραήλ να διατηρεί έναν ισχυρό και ειλικρινή διάλογο με τη Συρία και να μην υπάρξει τίποτα που θα εμποδίσει τη μετεξέλιξη της Συρίας σε ένα ευημερούν κράτος». Η σχετική ανάρτηση αναρτήθηκε στην Truth Social την 1η Δεκεμβρίου.

Ο Τραμπ εξέφρασε παράλληλα την ικανοποίησή του για τις προσπάθειες του αλ-Σαράα να προωθήσει μια μακροχρόνια και αποδοτική σχέση μεταξύ Ισραήλ και Συρίας, ενώ δήλωσε «ιδιαίτερα ικανοποιημένος από την πρόοδο που σημειώνει η μεταβατική κυβέρνηση της Συρίας, η οποία σχηματίστηκε μετά την ανατροπή του Μπασάρ αλ Άσαντ τον Δεκέμβριο του 2024».

Παρά τις αμερικανικές προσπάθειες σταθεροποίησης της περιοχής, οι σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Συρίας παραμένουν περίπλοκες, ιδιαίτερα όσον αφορά τα Υψίπεδα του Γκολάν, μια περιοχή στρατηγικής σημασίας που το Ισραήλ κατέλαβε από τη Συρία το 1967. Ο Τραμπ είχε αναγνωρίσει επισήμως την ισραηλινή κυριαρχία στην περιοχή το 2019.

Ο Νετανιάχου υπογράμμισε στις 19 Νοεμβρίου ότι το Ισραήλ αποδίδει μεγάλη σημασία στις αμυντικές και επιθετικές δυνατότητές του στην περιοχή, δηλώνοντας: «Προστατεύουμε τους Δρούζους συμμάχους μας, διασφαλίζουμε τη χώρα και τα βόρεια σύνορά μας απέναντι στα Υψίπεδα του Γκολάν».

Δύο νέοι επιθεωρούν τον τόπο μιας ισραηλινής στρατιωτικής επιχείρησης στο χωριό Beit Jinn της νότιας Συρίας στις 28 Νοεμβρίου 2025. AFP μέσω Getty Images

 

Η ένταση κορυφώθηκε στις 28 Νοεμβρίου, όταν έξι Ισραηλινοί στρατιώτες τραυματίστηκαν στη διάρκεια επιχείρησης κοντά στο συριακό χωριό Μπέιτ Τζιν. Ο ισραηλινός στρατός ανέφερε πως στόχος της επιδρομής ήταν μέλη της ισλαμιστικής οργάνωσης Jamaa Islamiyah, σημειώνοντας ότι οπλισμένοι μαχητές επιτέθηκαν με πυρά στους Ισραηλινούς στρατιώτες, προκαλώντας ανταποδοτική απάντηση με τη συμμετοχή ελικοπτέρων, drones και μαχητικών αεροσκαφών.

Σύμφωνα με τις ισραηλινές στρατιωτικές πηγές, η επιχείρηση ολοκληρώθηκε με τη σύλληψη όλων των υπόπτων και την εξόντωση αρκετών μαχητών. Ωστόσο, το συριακό πρακτορείο Sana’a μετέδωσε ότι οι ισραηλινές δυνάμεις βομβάρδισαν την περιοχή του Μπέιτ Τζιν, κατηγορώντας το Ισραήλ για τον θάνατο άνω των δέκα αμάχων, μεταξύ αυτών γυναίκες και παιδιά, προκαλώντας επίσης καταστροφές σε περιουσίες και αναγκάζοντας κατοίκους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.

Το συριακό υπουργείο Εξωτερικών καταδίκασε την επίθεση, κάνοντας λόγο για «έγκλημα πολέμου πλήρους κλίμακας», ενώ ο αναπληρωτής ειδικός απεσταλμένος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τη Συρία, Ματζίντ Ρόχτι, χαρακτήρισε την εισβολή του Ισραήλ «σοβαρή και απαράδεκτη παραβίαση της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας, που αποσταθεροποιεί περαιτέρω ένα ήδη εύθραυστο περιβάλλον».

Ευνοϊκότερη για το Κίεβο αναμένεται η αναθεωρημένη ειρηνευτική πρόταση

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε σήμερα ότι θεωρεί πως είναι πολύ κοντά η επίτευξη συμφωνίας για την ειρήνη στην Ουκρανία. «Θα τα καταφέρουμε», τόνισε, χωρίς όμως να υπεισέλθει σε διευκρινίσεις.

Νωρίτερα, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι είχε αναφέρει πως είναι έτοιμος να συζητήσει με τον Αμερικανό ομόλογό του τα ευαίσθητα ζητήματα της προτεινόμενης συμφωνίας για τον τερματισμό του πολέμου.

Η τελευταία εκδοχή του αμερικανικού σχεδίου για την επίλυση της σύρραξης στην Ουκρανία είναι «σημαντικά καλύτερη» για το Κίεβο, δήλωσε σήμερα στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP) μια πηγή με γνώση του θέματος.

«Η Ουκρανία, οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι κατέστησαν λειτουργική την αμερικανική πρόταση […] και είναι πλέον σημαντικά καλύτερη» για το Κίεβο, τόνισε η πηγή. Αυτή η εκδοχή επιτρέπει στην Ουκρανία να διατηρήσει έναν στρατό 800.000 στρατιωτών έναντι των 600.000 στρατιωτών της αρχικής πρότασης, ανέφερε η πηγή.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Τραμπ: Αποχαρακτηρισμός και δημοσιοποίηση των αρχείων Έπσταϊν σε 30 ημέρες

Στις 19 Νοεμβρίου, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε νομοσχέδιο που προβλέπει τη δημοσιοποίηση των αρχείων που αφορούν τον καταδικασμένο για σεξουαλικά αδικήματα, εκλιπόντα Τζέφρυ Έπσταϊν .

«Ο Νόμος για τη Διαφάνεια των Αρχείων Έπσταϊν ζητά από το υπουργείο Δικαιοσύνης να δημοσιοποιήσει, σε μορφή που επιτρέπει εύκολη αναζήτηση και λήψη, όλα τα αποχαρακτηρισμένα αρχεία, έγγραφα, επικοινωνίες και υλικό ερευνών που συνδέονται με τον Έπσταϊν, εντός 30 ημερών από την έναρξη ισχύος του νόμου», δήλωσε ο Τραμπ.

Αναφορικά με τις καταγγελίες κατά του Έπσταϊν , ο Τραμπ επεσήμανε σε ανάρτησή του στο Truth Social ότι πρόκειται για μια «δημοκρατική φάρσα», σημειώνοντας: «Οι Ρεπουμπλικανοί της Βουλής πρέπει να ψηφίσουν υπέρ της δημοσιοποίησης των αρχείων του Έπσταϊν, γιατί δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε και είναι ώρα να προχωρήσουμε πέρα από αυτή τη φάρσα των Δημοκρατικών, που προωθείται από ακραίους αριστερούς για να αποσπάσουν την προσοχή από τις μεγάλες επιτυχίες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατης νίκης μας σχετικά με το κλείσιμο της κυβέρνησης από τους Δημοκρατικούς».

Σε προηγούμενη τοποθέτησή του, από το Οβάλ Γραφείο, στις 17 Νοεμβρίου, ο Τραμπ είχε δηλώσει: «Δεν έχουμε απολύτως καμία σχέση με τον Έπσταϊν . Οι Δημοκρατικοί έχουν. Όλοι οι φίλοι του ήταν Δημοκρατικοί».

Επιπλέον, η υπουργός Δικαιοσύνης Παμ Μπόντι αναφερόμενη στην επικείμενη δημοσιοποίηση περισσότερων αρχείων για τον Έπσταϊν, τόνισε: «Το υπουργείο Δικαιοσύνης θα τηρήσει τη νομοθεσία, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την προστασία των θυμάτων και τη μέγιστη διαφάνεια».