Τετάρτη, 26 Νοέ, 2025

Ο Τραμπ εκτιμά ότι είναι πολύ κοντά η επίτευξη συμφωνίας για την ειρήνη στην Ουκρανία

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε σήμερα ότι θεωρεί πως είναι πολύ κοντά η επίτευξη συμφωνίας για την ειρήνη στην Ουκρανία. «Θα τα καταφέρουμε», τόνισε ο Τραμπ, χωρίς όμως να υπεισέλθει σε διευκρινίσεις.

Νωρίτερα σήμερα, ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι είπε πως είναι έτοιμος να συζητήσει με τον αμερικανό ομόλογό του Ντόναλντ Τραμπ τα ευαίσθητα ζητήματα της προτεινόμενης συμφωνίας για τον τερματισμό του πολέμου.

Η τελευταία εκδοχή του αμερικανικού σχεδίου «σημαντικά καλύτερη» για το Κίεβο 

Η τελευταία εκδοχή του αμερικανικού σχεδίου για την επίλυση της σύρραξης στην Ουκρανία είναι «σημαντικά καλύτερη» για το Κίεβο, δήλωσε σήμερα στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP) μια πηγή με γνώση του θέματος.

«Η Ουκρανία, οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι κατέστησαν λειτουργική την αμερικανική πρόταση (…) και είναι πλέον σημαντικά καλύτερη» για το Κίεβο, τόνισε η πηγή. Αυτή η εκδοχή επιτρέπει στην Ουκρανία να διατηρήσει έναν στρατό 800.000 στρατιωτικών έναντι 600.000 στρατιωτικών στην πρώτη εκδοχή του σχεδίου, ανέφερε η πηγή.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Τραμπ: Αποχαρακτηρισμός και δημοσιοποίηση των αρχείων Έπσταϊν σε 30 ημέρες

Στις 19 Νοεμβρίου, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε νομοσχέδιο που προβλέπει τη δημοσιοποίηση των αρχείων που αφορούν τον καταδικασμένο για σεξουαλικά αδικήματα, εκλιπόντα Τζέφρυ Έπσταϊν .

«Ο Νόμος για τη Διαφάνεια των Αρχείων Έπσταϊν ζητά από το υπουργείο Δικαιοσύνης να δημοσιοποιήσει, σε μορφή που επιτρέπει εύκολη αναζήτηση και λήψη, όλα τα αποχαρακτηρισμένα αρχεία, έγγραφα, επικοινωνίες και υλικό ερευνών που συνδέονται με τον Έπσταϊν, εντός 30 ημερών από την έναρξη ισχύος του νόμου», δήλωσε ο Τραμπ.

Αναφορικά με τις καταγγελίες κατά του Έπσταϊν , ο Τραμπ επεσήμανε σε ανάρτησή του στο Truth Social ότι πρόκειται για μια «δημοκρατική φάρσα», σημειώνοντας: «Οι Ρεπουμπλικανοί της Βουλής πρέπει να ψηφίσουν υπέρ της δημοσιοποίησης των αρχείων του Έπσταϊν, γιατί δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε και είναι ώρα να προχωρήσουμε πέρα από αυτή τη φάρσα των Δημοκρατικών, που προωθείται από ακραίους αριστερούς για να αποσπάσουν την προσοχή από τις μεγάλες επιτυχίες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατης νίκης μας σχετικά με το κλείσιμο της κυβέρνησης από τους Δημοκρατικούς».

Σε προηγούμενη τοποθέτησή του, από το Οβάλ Γραφείο, στις 17 Νοεμβρίου, ο Τραμπ είχε δηλώσει: «Δεν έχουμε απολύτως καμία σχέση με τον Έπσταϊν . Οι Δημοκρατικοί έχουν. Όλοι οι φίλοι του ήταν Δημοκρατικοί».

Επιπλέον, η υπουργός Δικαιοσύνης Παμ Μπόντι αναφερόμενη στην επικείμενη δημοσιοποίηση περισσότερων αρχείων για τον Έπσταϊν, τόνισε: «Το υπουργείο Δικαιοσύνης θα τηρήσει τη νομοθεσία, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την προστασία των θυμάτων και τη μέγιστη διαφάνεια».

Επένδυση 1 τρισ. δολαρίων στις ΗΠΑ από τον πρίγκιπα Μπιν Σαλμάν

Ο πρίγκιπας διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, δήλωσε κατά τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στις 18 Νοεμβρίου ότι θα ενισχύσει τη στρατηγική επενδυτική συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αυξάνοντας το συνολικό ύψος των επενδύσεων από τα 600 δισ. στο 1 τρισ. δολάρια.

Ο πρίγκιπας ανέφερε στους δημοσιογράφους: «Ανακοίνωση θα γίνει σήμερα και αύριο σχετικά με τη νέα επενδυτική δέσμευση». Οι επενδύσεις θα επικεντρωθούν, όπως είπε, σε «πραγματικές ευκαιρίες», σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη και τα μαγνητικά υλικά.

Ο Τραμπ χαιρέτισε τη δέσμευση από το Ριάντ, λέγοντας: «Χαίρομαι που το ανακοινώσατε εσείς. Δεν ήθελα να είμαι εγώ αυτός που θα το πει, αλλά είναι εξαιρετικά νέα». Ο Μπιν Σαλμάν απάντησε χαμογελώντας: «Κύριε πρόεδρε, κάθε φορά που αυξάνετε τις ευκαιρίες, αυξάνεται και το ενδιαφέρον».

Ο Τραμπ υποδέχθηκε τον πρίγκιπα διάδοχο στον Λευκό Οίκο, στην πρώτη του επίσκεψη μετά από επτά χρόνια, με επίσημη τελετή στον νότιο κήπο, κατά την οποία έλαβε χώρα πτήση έξι μαχητικών αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας των Ηνωμένων Πολιτειών: τριών F-35 και τριών F-15. Μετά την τελετή, ο πρόεδρος ξενάγησε τον πρίγκιπα διάδοχο στη νέα προεδρική «Λεωφόρο της Δόξας» που δημιούργησε κατά μήκος της κιονοστοιχίας της Δυτικής Πτέρυγας.

Οι δύο ηγέτες αναμένεται να συζητήσουν ένα ευρύ φάσμα διμερών και περιφερειακών θεμάτων στις συναντήσεις τους στο Οβάλ Γραφείο, τις οποίες θα ακολουθήσει διμερές γεύμα στην αίθουσα του Υπουργικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο. Το βράδυ, ο πρόεδρος και η πρώτη κυρία θα παραθέσουν επίσημο δείπνο προς τιμήν του πρίγκιπα διαδόχου στην Αίθουσα της Ανατολής.

Το υπουργείο Εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας ανέφερε σε ανάρτηση στο X στις 17 Νοεμβρίου ότι ο πρίγκιπας διάδοχος, ευρέως γνωστός ως MBS, θα συναντήσει τον Ντόναλντ Τραμπ ώστε να συζητήσουν τις διμερείς σχέσεις, τις δυνατότητες ενίσχυσής τους σε διάφορους τομείς και διάφορα ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος.

Η εργασιακή επίσκεψη του πρίγκιπα διαδόχου πραγματοποιείται μία ημέρα αφότου ο Τραμπ δήλωσε ότι σκοπεύει να εγκρίνει την πώληση υπερσύγχρονων μαχητικών αεροσκαφών F-35 Lightning II στη Σαουδική Αραβία, κίνηση που θα ενισχύσει σημαντικά τις στρατιωτικές δυνατότητες του βασιλείου. Μιλώντας στους δημοσιογράφους τη Δευτέρα, τόνισε: «Σκοπεύω να το κάνω. Ήταν ένας πολύτιμος σύμμαχος, θα τους πουλήσουμε F-35».

Σε εκδήλωση του Carnegie Endowment for International Peace στις 17 Νοεμβρίου, ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στη Σαουδική Αραβία, Μάικλ Ράτνερ, σχολίασε: «Η αγορά F-35 ενδεχομένως να έρχεται σε αντίθεση με τον μακροπρόθεσμο στόχο του Ριάντ για ανάπτυξη εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Η Σαουδική Αραβία ίσως ενδιαφέρεται περισσότερο για μια μακροπρόθεσμη και προβλέψιμη συμφωνία ασφαλείας με τις ΗΠΑ».

Σημείωσε ακόμη ότι ο Τραμπ ίσως προτείνει ένα σύμφωνο ασφαλείας μέσω προεδρικού διατάγματος, όπως έκανε με το Κατάρ, αλλά προειδοποίησε πως παρόμοιες συμφωνίες, αν δεν επικυρωθούν από τη Γερουσία ως συνθήκες, υπάρχει κίνδυνος να καταρρεύσουν μετά τον τερματισμό της θητείας Τραμπ. «Αυτό που επιδιώκουν, στην ουσία, είναι κάτι μακροχρόνιο και σταθερό», είπε χαρακτηριστικά.

Παραμένει ασαφές αν ο Τραμπ θα θέσει ως προϋπόθεση για την πώληση των F-35 να προσχωρήσει η Σαουδική Αραβία στις Συμφωνίες του Αβραάμ — τις διπλωματικές συμφωνίες ομαλοποίησης που υπογράφηκαν το 2020 μεταξύ του Ισραήλ και αρκετών αραβικών κρατών.

Την περασμένη εβδομάδα, ο Τραμπ δήλωσε την πεποίθησή του ότι η Σαουδική Αραβία θα μπορούσε να προσχωρήσει σύντομα, καθώς η Ουάσιγκτον επιδιώκει τη διατήρηση της εκεχειρίας στη Γάζα και τη διεύρυνση της περιφερειακής σταθερότητας. Το Ριάντ έχει δηλώσει δημοσίως ότι η ομαλοποίηση με το Ισραήλ εξαρτάται από ουσιαστικά βήματα προς την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους, όρος που απορρίπτει η σημερινή ισραηλινή κυβέρνηση.

Ένα F-35A Lightning II προετοιμάζεται για τροχοδρόμηση από πιλότο της 61ης Μοίρας Μαχητικών και αρχηγούς πληρώματος της 61ης Μονάδας Συντήρησης Αεροσκαφών, στη Βάση Αεροπορίας Luke, στην Αριζόνα. ΗΠΑ, 15 Ιανουαρίου 2019. (Αεροπόρος 1ης Τάξης Jacob Wongwai/Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ)

 

Η πρέσβης της Σαουδικής Αραβίας στις ΗΠΑ, πριγκίπισσα Ρίμα Μπαντάρ αλ Σαούντ, χαρακτήρισε την επίσκεψη του πρίγκιπα διαδόχου σε ανάρτησή της στις 17 Νοεμβρίου ως «ένα νέο και συναρπαστικό κεφάλαιο στις σαουδαμερικανικές σχέσεις, που συνεχίζει να ενδυναμώνει τους λαούς μας, να ενισχύει το κοινό μέλλον μας και να συμβάλλει θετικά στη διεθνή σταθερότητα».

Η επίσκεψη του πρίγκιπα διαδόχου ακολουθεί την υιοθέτηση του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ — με εισήγηση των Ηνωμένων Πολιτειών — στις 16 Νοεμβρίου, με το οποίο εγκρίθηκε το ειρηνευτικό σχέδιο Τραμπ για τη Γάζα. Η Σαουδική Αραβία είχε στηρίξει το ψήφισμα πριν από την ψηφοφορία. Μετά από συναντήσεις με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο και άλλους Αμερικανούς αξιωματούχους, ο υπουργός Άμυνας της αραβικής χώρας, Χάλεντ μπιν Σαλμάν αλ Σαούντ, σημείωσε: «Εξετάσαμε τις σαουδαμερικανικές σχέσεις και τους τρόπους ενίσχυσης της στρατηγικής μας συνεργασίας».

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, στο παλάτι Ντιριάχ, στο Ριάντ. Σαουδική Αραβία, 18 Φεβρουαρίου 2025. (Evelyn Hockstein/Reuters)

 

Η Σαουδική Αραβία παραμένει κομβικός εμπορικός εταίρος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, με επενδύσεις ύψους 9,5 δισ. δολαρίων το 2023, σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο. Το 2024, το διμερές εμπόριο αγαθών ανήλθε στα 25,9 δισ. δολάρια, με τις αμερικανικές εξαγωγές στα 13,2 δισ., τις εισαγωγές στα 12,7 δισ. και πλεόνασμα αγαθών υπέρ των ΗΠΑ 443 εκατ. δολαρίων, σύμφωνα με ενημερωτικό δελτίο του Λευκού Οίκου του Μαΐου.

Η επίσκεψη του Μπιν Σαλμάν στην Ουάσιγκτον είναι η πρώτη του μετά τη δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στην Κωνσταντινούπολη, το 2018.

Η Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων και άλλοι ακτιβιστές για την ελευθερία του Τύπου πραγματοποιούν διαμαρτυρία με κεριά μπροστά από την πρεσβεία της Σαουδικής Αραβίας, για να τιμήσουν την επέτειο της δολοφονίας του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στο προξενείο του βασιλείου στην Κωνσταντινούπολη. Τουρκία, 2 Οκτωβρίου 2019. (Sarah Silbiger/Reuters)

 

Ο Κασόγκι, μόνιμος κάτοικος ΗΠΑ και αρθρογράφος της Washington Post που είχε ασκήσει κριτική στις πολιτικές του πρίγκιπα διαδόχου, δολοφονήθηκε και διαμελίστηκε από ομάδα πρακτόρων με διασύνδεση με τον πρίγκιπα διάδοχο τον Οκτώβριο του 2018 στο σαουδαραβικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης.

Έκθεση του γραφείου του Διευθυντή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ τον Φεβρουάριο του 2021 ανέφερε: «Εκτιμούμε ότι ο πρίγκιπας διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, ενέκρινε την επιχείρηση στην Κωνσταντινούπολη της Τουρκίας για τη σύλληψη ή τη δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι». Το Ριάντ αρνήθηκε κάθε προσωπική ανάμιξη του πρίγκιπα διαδόχου, ωστόσο ο ίδιος αναγνώρισε την ευθύνη ως de facto ηγέτης του βασιλείου.

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε νομοσχέδιο για τη δημοσιοποίηση των φακέλων Έπσταϊν

Με συντριπτική πλειοψηφία, η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε στις 18 Νοεμβρίου νομοσχέδιο που υποχρεώνει το yπουργείο Δικαιοσύνης να δώσει στη δημοσιότητα περισσότερα αρχεία σχετικά με τον αποβιώσαντα Τζέφρυ Έπσταϊν. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν 427 υπέρ και μόλις μία ψήφος κατά, με τον βουλευτή Κλέυ Χίγκινς να αποτελεί τη μοναδική εξαίρεση. Το νομοσχέδιο μεταβαίνει τώρα στη Γερουσία, όπου η πορεία του παραμένει αβέβαιη.

Ο «Νόμος Διαφάνειας Φακέλων Έπσταϊν», που κατατέθηκε από τον γερουσιαστή Ρο Κάννα και συνυπογράφηκε από τον Τόμας Μάσσι, προβλέπει ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης θα πρέπει να δώσει στη δημοσιότητα, σε μορφή που να μπορεί να αναζητηθεί και να ληφθεί ηλεκτρονικά, όλα τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα, αρχεία, επικοινωνίες και υλικό ερευνών που σχετίζονται με τον Έπσταϊν, το αργότερο 30 ημέρες μετά τη θέση του νόμου σε ισχύ.

Παράλληλα, απαγορεύει στο υπουργείο να καθυστερεί, να αποκρύπτει ή να λογοκρίνει αρχεία για λόγους φήμης ή πολιτικών σκοπιμοτήτων. Ωστόσο, το υπουργείο θα μπορεί να παρακρατεί έγγραφα που αποκαλύπτουν την ταυτότητα θυμάτων, περιέχουν υλικό σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων, θέτουν σε κίνδυνο εν εξελίξει ομοσπονδιακές έρευνες ή δίκες ή απεικονίζουν σκηνές θανάτου, σωματικής κακοποίησης ή τραυματισμού.

Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, κάθε λογοκρισία οφείλει να συνοδεύεται από γραπτή αιτιολόγηση, η οποία θα δημοσιεύεται στο Ομοσπονδιακό Μητρώο και θα διαβιβάζεται στο Κογκρέσο. Επίσης, ο υπουργός Δικαιοσύνης θα πρέπει, εντός 15 ημερών από τη δημοσίευση των αρχείων, να υποβάλει έκθεση στις Επιτροπές Δικαστικών Υποθέσεων της Βουλής και της Γερουσίας, με πλήρη απολογισμό των κατηγοριών αρχείων που δόθηκαν ή παρακρατήθηκαν, περίληψη των λογοκριμένων στοιχείων με νομική τεκμηρίωση και έναν κατάλογο κρατικών αξιωματούχων και πολιτικά εκτεθειμένων προσώπων που αναφέρονται στα δημοσιευμένα υλικά χωρίς απόκρυψη.

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, το όνομα του οποίου εμφανίζεται στα αρχεία χωρίς ο ίδιος να έχει κατηγορηθεί για αδικήματα, κάλεσε τους Ρεπουμπλικανούς να στηρίξουν το νομοσχέδιο: «Οι Ρεπουμπλικανοί της Βουλής πρέπει να ψηφίσουν για τη δημοσιοποίηση των φακέλων Έπσταϊν γιατί δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε και ήρθε η ώρα να τελειώνουμε με αυτή τη φάρσα των Δημοκρατικών, η οποία εξυφάνθηκε από ακραίους αριστερούς για να θολώσουν τις μεγάλες επιτυχίες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, όπως την πρόσφατη νίκη μας στο θέμα του κλεισίματος [της ομοσπονδιακής κυβέρνησης]», έγραψε στην πλατφόρμα Truth Social.

Ο Τραμπ έχει ξεκαθαρίσει ότι θα υπογράψει το νομοσχέδιο αν φτάσει στο γραφείο του. «Δεν έχουμε καμία σχέση με τον Έπσταϊν. Οι Δημοκρατικοί έχουν. Όλοι του οι φίλοι ήταν Δημοκρατικοί», είπε στις 17 Νοεμβρίου.

«Το μόνο που θέλω είναι να αναγνωρίσει ο κόσμος τη δουλειά που έκανα στη μείωση των τιμών, στην ενέργεια, στον τερματισμό οχτώ πολέμων και στη διαχείριση όσων έρχονται. Έχω κάνει σπουδαία δουλειά και λυπάμαι να βλέπω να αμαυρώνονται αυτά τα επιτεύγματα. Είμαι υπέρ», κατέληξε.

Λίγο πριν την ψηφοφορία, αρκετοί Ρεπουμπλικανοί δήλωσαν πως θα στήριζαν το νομοσχέδιο. Σε συνέντευξη Τύπου, ο πρόεδρος της Βουλής, Μάικ Τζόνσον, εξέφρασε τη στήριξή του, σημειώνοντας ωστόσο πως το νομοσχέδιο δεν προστατεύει επαρκώς τα θύματα και άλλους αθώους: «Θα ψηφίσω υπέρ. Πιστεύω θα φτάσουμε κοντά στην ομοφωνία γιατί όλοι εδώ, ειδικά οι Ρεπουμπλικάνοι, θέλουν να καταγραφεί η μέγιστη διαφάνεια», τόνισε. «Όμως, θέλουμε επίσης να διασφαλιστεί ότι διορθώνονται τα κακώς κείμενα».

Ο βουλευτής Τζιμ ΜακΓκόβερν χαρακτήρισε το νομοσχέδιο απαραίτητο. «Δεν πρόκειται για εμάς ή για μικροπολιτική», είπε. «Πρόκειται για τις κοπέλες τις οποίες εκμεταλλεύτηκαν ισχυροί άνδρες, άνδρες που χρησιμοποίησαν τα χρήματα και την εξουσία τους για να βλάψουν κορίτσια ακόμα και 11 ετών».

Μιλώντας σε δημοσιογράφους, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της πλειοψηφίας, Στηβ Σκαλίσε, ανέφερε ότι έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί αρχεία, χωρίς να διευκρινίσει πώς θα ψηφίσει στο νομοσχέδιο: «Έχουμε διαβιβάσει χιλιάδες έγγραφα στη δημοσιότητα μέσω του έργου της επιτροπής ελέγχου και της στοχευμένης έρευνας για την περιουσία Έπσταϊν», δήλωσε. «Έχουμε δώσει στη δημοσιότητα ένα πραγματικό ‘θησαυρό’, έγγραφα που δεν επηρεάστηκαν ούτε από την απαίτηση αποκάλυψης. Έτσι, η κλήτευση του προέδρου της επιτροπής Τζέιμς Κόμερ* προς την περιουσία ήταν ανεκτίμητη, αφού αποκάλυψε πλήθος πληροφοριών. Θα συνεχίσουμε να πιέζουμε για διαφάνεια, προστατεύοντας τα αθώα θύματα». 

Η διαδικασία επίσπευσης της ψήφισης του νομοσχεδίου προήλθε κυρίως από υπογραφές Δημοκρατικών. Ο βουλευτής Τρόυ Νελς σχολίασε: «Η δημοσιοποίηση των φακέλων Έπσταϊν για τους Δημοκρατικούς δεν έχει καμία σχέση με τη δικαίωση των θυμάτων», δήλωσε σε δημοσιογράφους. «Στόχος τους είναι να βλάψουν τον Ντόναλντ Τραμπ όσο περισσότερο μπορούν. Αυτό είναι όλο».

Με τη συμβολή του Nathan Worcester

* Τζέιμς Κόμερ, πρόεδρος της Επιτροπής Ελέγχου της Βουλής

Η κυβέρνηση Τραμπ ενισχύει τις γεωτρήσεις στην Αλάσκα

Η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε στις 13 Νοεμβρίου ότι ολοκλήρωσε ρυθμιστική πράξη με την οποία αναιρούνται οι περιορισμοί της εποχής Μπάιντεν στις γεωτρήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Αλάσκα, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής ενίσχυσης της ενεργειακής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο νέος κανονισμός, που θα δημοσιευθεί στο Ομοσπονδιακό Μητρώο στις 17 Νοεμβρίου, αναιρεί τα περιοριστικά μέτρα για τις γεωτρήσεις στην Εθνική Πετρελαϊκή Εφεδρεία στην περιοχή Νορθ Σλόουπ.

Τα εν λόγω μέτρα, που είχαν επιβληθεί πέρυσι από την κυβέρνηση Μπάιντεν για περιβαλλοντικούς λόγους, απαγόρευαν τις έρευνες και την παραγωγή υδρογονανθράκων σε περισσότερα από 13 εκατομμύρια στρέμματα της Αλάσκας, ενώ η Εθνική Πετρελαϊκή Εφεδρεία στην Αλάσκα, η οποία θεσπίστηκε το 1923, κάλυπτε πριν τα μέτρα περίπου 23 εκατομμύρια στρέμματα.

Το υπουργείο Εσωτερικών (DOI) τόνισε ότι η απόφαση να αποκατασταθούν οι δυνατότητες γεώτρησης αποσκοπεί στη μείωση της εξάρτησης των ΗΠΑ από ξένες πηγές ενέργειας, ακολουθώντας το εκτελεστικό διάταγμα της 20ης Ιανουαρίου, με το οποίο ο πρόεδρος Τραμπ ζητούσε την επέκταση της ανάπτυξης φυσικών πόρων σε ομοσπονδιακές και πολιτειακές εκτάσεις της Αλάσκας.

Σε δήλωσή του στις 13 Νοεμβρίου, ο υπουργός Εσωτερικών Νταγκ Μπέργκαμ [Doug Burgum] ανέφερε ότι η κατάργηση της ρύθμισης του 2024 ακολουθεί την κατεύθυνση που είχε θέσει ο Ντόναλντ Τραμπ για «απελευθέρωση του ενεργειακού δυναμικού της Αλάσκας», τη δημιουργία θέσεων εργασίας στις κοινότητες του Νορθ Σλόουπ και την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας των ΗΠΑ. Επεσήμανε ότι η ενέργεια αυτή αποκαθιστά μια διαχείριση «κοινής λογικής» που ωφελεί τόσο την Αλάσκα όσο και το σύνολο της χώρας.

Στήριξη και αντιδράσεις για την πολιτική στην Αλάσκα

Ο οργανισμός Voice of the Arctic Inupiat, που εκπροσωπεί τις κοινότητες του Νορθ Σλόουπ, εξέφρασε τη στήριξή του, τονίζοντας ότι η ενίσχυση των γεωτρήσεων στηρίζει τις τοπικές υπηρεσίες που εξαρτώνται από τα φορολογικά έσοδα των υποδομών φυσικών πόρων.

Ο δήμαρχος του Νορθ Σλόουπ, Τζοσάια Πάτκοτακ (Josiah Patkotak), υπογράμμισε ότι η αλλαγή αποτελεί «ουσιαστικό βήμα» προς την αποκατάσταση μιας διαδικασίας που λαμβάνει υπ’ όψιν την τοπική ηγεσία. Εξήγησε ότι η χάραξη πολιτικής απαιτεί «να ακούγονται οι άνθρωποι που ζουν, εργάζονται και κυνηγούν» στην περιοχή.

Το Natural Resources Defense Council (NRDC) εξέφρασε την αντίθεσή του στην απόφαση, υποστηρίζοντας ότι ο νέος κανονισμός του DOI παραβλέπει την υποχρέωσή του να προστατεύσει την εφεδρεία. Ο διευθυντής διαχείρισης γης του NRDC, Μπόμπυ ΜακΈνανυ (Bobby McEnaney), ανέφερε σε δήλωσή του ότι η αναίρεση των περιορισμών δεν είναι παρά «παραχώρηση στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου». Προειδοποίησε επίσης ότι η άρση των προστατευτικών μέτρων είναι απερίσκεπτη και απειλεί να εξαφανίσει τα τοπία που το Κογκρέσο επιδιώκει να διαφυλάξει.

Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση Τραμπ ανατρέπει περιβαλλοντικούς περιορισμούς της εποχής Μπάιντεν. Τον προηγούμενο μήνα, το DOI ανακοίνωσε ότι θα ανοίξει ξανά την παράκτια ζώνη του Arctic National Wildlife Refuge για μισθώσεις εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου, ενώ επανέκδωσε τις άδειες για το έργο Ambler Road μήκους 340 χλμ, που θα επιτρέψει την πρόσβαση σε κοιτάσματα χαλκού και κοβαλτίου.

Η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου και φυσικού αερίου έως το 2050

Η αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής συμπίπτει χρονικά με προβλέψεις του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΔΟΕ) για σημαντική αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης υδρογονανθράκων έως το 2050.

Στην έκθεση Παγκόσμιας Ενεργειακής Προοπτικής 2025, που δημοσιεύθηκε στις 12 Νοεμβρίου, ο ΔΟΕ προβλέπει ότι, υπό το Σενάριο Τρεχουσών Πολιτικών, η ζήτηση πετρελαίου θα φτάσει τα 113 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως στα μέσα του αιώνα – αύξηση σχεδόν 9% σε σχέση με τα επίπεδα του 2024 σύμφωνα με τα δεδομένα της Statista. Η άνοδος αυτή οφείλεται κυρίως στις αυξανόμενες ανάγκες των αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων οικονομιών για μεταφορές, πετροχημικά και αεροπορικές δραστηριότητες.

Η παγκόσμια ζήτηση φυσικού αερίου προβλέπεται να αυξηθεί στα 5.600 δισ. κυβικά μέτρα έως το 2050. Η εκτίμηση αυτή αντιστοιχεί σε άνοδο κατά 33% σε σχέση με τα περίπου 4.200 δισ. κυβικά μέτρα κατανάλωσης που υπολόγισε ο ΔΟΕ για το προηγούμενο έτος. Η μεγαλύτερη αύξηση προβλέπεται στη Μέση Ανατολή και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ασίας, όπου οι ανάγκες καλύπτονται από νέους αγωγούς Ρωσίας-Κίνας και από αυξημένες ροές υγροποιημένου φυσικού αερίου.

Οι νέες προβλέψεις του ΔΟΕ αποτελούν σαφή αναθεώρηση προηγούμενων θέσεων του οργανισμού. Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Μπάιντεν, ο ΔΟΕ είχε προβλέψει ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα κορυφωνόταν μέσα στη δεκαετία και είχε ταχθεί υπέρ της διακοπής επενδύσεων σε νέα έργα πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, στο πλαίσιο της προσπάθειας επίτευξης μηδενικών εκπομπών έως τα μέσα του αιώνα.

Η έκθεση Παγκόσμια Ενεργειακή Προοπτική 2024 είχε προβλέψει ότι άνθρακας, πετρέλαιο και φυσικό αέριο θα έφταναν στο μέγιστο ποσοστό τους στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα έως το 2030. Ωστόσο, αυτή η πρόβλεψη βασιζόταν στο Σενάριο Διακηρυγμένων Πολιτικών, το οποίο συνυπολογίζει πολιτικές που δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί.

Ο επικεφαλής του οργανισμού, Φατίχ Μπιρόλ [Fatih Birol], ανέφερε ότι η επιστροφή στο Σενάριο Τρεχουσών Πολιτικών αντικατοπτρίζει τις διαφορετικές πολιτικές που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις διεθνώς.

Σημείωνεται ότι ο ΔΟΕ, ο οποίος χρηματοδοτείται από τις χώρες-μέλη, δέχεται πίεση από τις Ηνωμένες Πολιτείες του Ντόναλντ Τραμπ σχετικά με τις πολιτικές καθαρής ενέργειας. Οι ΗΠΑ  αποτελούν τον μεγαλύτερο χρηματοδότη του οργανισμού.

Οι ΗΠΑ ως κυρίαρχη παραγωγός δύναμη

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναμένεται να παραμείνουν ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου και φυσικού αερίου έως τα μέσα του αιώνα. Στην έκθεση Βραχυπρόθεσμης Ενεργειακής Προοπτικής της 12ης Νοεμβρίου, η Ενεργειακή Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ (Energy Information Administration – EIA) προβλέπει ότι η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου θα αυξηθεί ταχύτερα από τη ζήτηση έως το 2026, οδηγώντας σε αύξηση των παγκόσμιων αποθεμάτων και πτώση των τιμών του αργού έως το τέλος του 2025.

Η υπηρεσία αναθεώρησε επίσης προς τα πάνω την πρόβλεψη για την αμερικανική παραγωγή, εκτιμώντας ότι θα φτάσει κατά μέσο όρο τα 13,6 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως το 2025 και το 2026.

Στο φυσικό αέριο, οι τιμές αγοράς αναμένεται να φτάσουν τα 3,90 δολάρια ανά εκατομμύριο Btu για τη χειμερινή περίοδο, ενώ για το επόμενο έτος προβλέπεται αύξηση 16% σε σχέση με το 2025.

Στο πλαίσιο της πολιτικής ενίσχυσης της ανάπτυξης, το υπουργείο Εσωτερικών ανακοίνωσε στις 7 Νοεμβρίου σχέδια επέκτασης των υπεράκτιων μισθώσεων πετρελαίου και φυσικού αερίου, σε συμμόρφωση με τον Νόμο One Big Beautiful Bill. Μεταξύ των μέτρων ήταν η πρώτη δημοπρασία στην περιοχή του Κόλπου του Μεξικού και μια νέα προτεινόμενη δημοπρασία στον Κόλπο Κουκ της Αλάσκας.

Σύμφωνα με στοιχεία της EIA, η αμερικανική παραγωγή πετρελαίου έφτασε νέο ιστορικό υψηλό τον Αύγουστο, με 13,79 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, ενώ τον Αύγουστο του 2021 ήταν στα 11,31 εκατομμύρια.

Των Aldgra Fredly και Naveen Athrappully

Με πληροφορίες από το Reuters

Νέος κύκλος κυρώσεων των ΗΠΑ για το ιρανικό πυραυλικό πρόγραμμα

Το Υπουργείο Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών ανακοίνωσε στις 12 Νοεμβρίου την επιβολή κυρώσεων σε 32 άτομα και οντότητες, σε μια σειρά από χώρες μεταξύ των οποίων η Κίνα και το Χονγκ Κονγκ, κατηγορώντας τους για λειτουργία δικτύων προμήθειας που στηρίζουν το πυραυλικό και το πρόγραμμα drones του Ιράν.

Πρόκειται για τον δεύτερο κύκλο μέτρων μη διάδοσης, μετά την επαναφορά από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εμπάργκο όπλων και άλλων κυρώσεων κατά του Ιράν στα τέλη Σεπτεμβρίου. Οι χώρες στις οποίες εδρεύουν οι υπό κυρώσεις οντότητες περιλαμβάνουν, εκτός από το Ιράν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Τουρκία, την Ινδία, τη Γερμανία και την Ουκρανία.

Όπως επισημαίνει το Υπουργείο Οικονομικών, το Ιράν αξιοποιεί διεθνή χρηματοπιστωτικά συστήματα για ξέπλυμα χρήματος, αγορά εξαρτημάτων για τα πυρηνικά και συμβατικά οπλικά του προγράμματα, και για στήριξη ένοπλων παρακλαδιών.

Ο Τζον Χάρλεϊ, υφυπουργός Οικονομικών για θέματα Τρομοκρατίας και Οικονομικής Πληροφόρησης, δήλωσε: «Με εντολή του Προέδρου Τραμπ, ασκούμε μέγιστη πίεση στο Ιράν για να τερματίσει την πυρηνική του απειλή». Πρόσθεσε επίσης ότι οι ΗΠΑ αναμένουν από τη διεθνή κοινότητα να εφαρμόσει πλήρως τις κυρώσεις του ΟΗΕ κατά του Ιράν, ώστε να αποκλειστεί η πρόσβασή του στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα.

Ένα από τα δίκτυα που βρέθηκαν στο στόχαστρο ενέπλεκε μια τριμελή επιχείρηση που το υπουργείο περιγράφει ως «MVM Partnership», η οποία φέρεται να προμηθεύτηκε, εκ μέρους της Οργάνωσης Αμυντικών Βιομηχανιών του Ιράν, χημικά απαραίτητα για την κατασκευή προωθητικών καυσίμων βαλλιστικών πυραύλων από την Κίνα.

Τα χημικά, όπως αναφέρεται, περιλάμβαναν χλωρικό νάτριο, υπερχλωρικό νάτριο και σεβακικό οξύ. «Το υπερχλωρικό νάτριο, που παράγεται από χλωρικό νάτριο, χρησιμοποιείται για την παρασκευή υπερχλωρικού αμμωνίου, ενός χημικού που χρησιμοποιείται ως καύσιμο σε πολλούς στερεούς πυραυλοκινητήρες», αναφέρει το υπουργείο. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η εν λόγω εταιρική σύμπραξη προμηθεύτηκε και μετέφερε εκατοντάδες τόνους αυτών των χημικών από την Κίνα από το 2023.

Επικεφαλής της «MVM» φέρονται οι Μάρκο Κλίνγκε, με έδρα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ματζίντ Νταλατκά, από το Ιράν, και Βαχίντ Καϊγιουμί, με έδρα την Τουρκία. Και οι τρεις, μαζί με εταιρείες που συνδέονται μαζί τους, μπήκαν στη «μαύρη λίστα». Επίσης, στην ίδια λίστα προστέθηκαν ο Μα Τζια, υπήκοος Κίνας, και 11 εταιρείες που φέρονται να βοηθούν την επίσης ιρανική εταιρεία Oje Parvas Mado Nafar .

Η εταιρεία Oje Parvas Mado Nafar, η οποία είχε ήδη μπει στο στόχαστρο κυρώσεων το 2021, κατασκευάζει τα μη επανδρωμένα ιρανικά επιθετικά drones «Σαχίντ-131» και «Σαχίντ-136». Το Υπουργείο Οικονομικών αναφέρει ότι ο Μα στηρίζει τη δραστηριότητα της Oje Parvas Mado Nafar στην Κίνα, φροντίζοντας για ταξιδιωτικές ρυθμίσεις του προσωπικού της και συντονίζοντας συναντήσεις μεταξύ Ιρανών αμυντικών αξιωματούχων και προμηθευτών στην Κίνα. Επιπλέον, οι εταιρείες του με έδρα το Χονγκ Κονγκ έχουν διευκολύνει συναλλαγές πολλών εκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με το αμερικανικό Yπουργείο.

Το Υπουργείο Οικονομικών επέβαλε επίσης κυρώσεις σε δίκτυο που στηρίζει την Iran Aircraft Manufacturing Industrial Company, θυγατρική του ιρανικού Υπουργείου Άμυνας, η οποία παράγει στρατιωτικά αεροσκάφη και μη επανδρωμένα αεροσκάφη. «Τα δίκτυα αυτά συνιστούν απειλή για αμερικανικό και συμμαχικό προσωπικό στη Μέση Ανατολή, καθώς και για τη ναυσιπλοΐα στην Ερυθρά Θάλασσα», αναφέρει το Υπουργείο.

Σε ανακοίνωσή του για τα μέτρα του Υπουργείου Οικονομικών, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ κάλεσε όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να εφαρμόσουν τις κυρώσεις που ίσχυαν πριν από το 2016.

Ο εκπρόσωπος Τόμας Πίγκοτ δήλωσε: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν όλα τα διαθέσιμα μέσα, συμπεριλαμβανομένων κυρώσεων σε εταιρείες τρίτων χωρών, ώστε να αποκαλύπτουν, να εμποδίζουν και να αντιμετωπίζουν την ιρανική προμήθεια εξοπλισμού και υλικών για τα προγράμματα βαλλιστικών πυραύλων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών, που θέτουν σε κίνδυνο την περιφερειακή ασφάλεια και τη διεθνή σταθερότητα».

Στον πρώτο γύρο κυρώσεων για τη μη διάδοση που ανακοινώθηκαν την 1η Οκτωβρίου, το Υπουργείο Οικονομικών κατονόμασε 21 εταιρείες και 17 άτομα που συμμετείχαν σε δίκτυα για την προμήθεια τεχνολογίας στην Τεχεράνη για αντιαεροπορικά συστήματα πυραύλων και για παράνομη αγορά αμερικανικού ελικοπτέρου.

Στις κυρώσεις αυτές στοχοποιήθηκε δίκτυο με έδρα το Ιράν, το Χονγκ Κονγκ και την Κίνα, που είχε προμηθεύσει, κατά παράβαση των κανόνων, αμερικανικά διπλής χρήσης ηλεκτρονικά εξαρτήματα σε ιρανική εταιρεία που παράγει εξοπλισμό για τον στρατό του Ιράν.

Στις 11 Νοεμβρίου, ο υφυπουργός Εξωτερικών του Ιράν Σαΐντ Κατιμπζαντέ δήλωσε: «Το Ιράν επιδιώκει μια ειρηνική πυρηνική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες». Οι ΗΠΑ, μαζί με τους Ευρωπαίους συμμάχους και το Ισραήλ, έχουν κατηγορήσει το Ιράν ότι χρησιμοποιεί το πυρηνικό του πρόγραμμα ως κάλυψη για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων, κατηγορία που απέρριψε η Τεχεράνη.

Ο Τραμπ προτείνει το Trumpcare ως εναλλακτική του Obamacare

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ παρουσίασε αυτή την εβδομάδα αναλυτικότερα τις θέσεις του για τις επιδοτήσεις στην υγεία και τον Νόμο για Προσιτή Φροντίδα (Affordable Care Act – ACA), προτείνοντας τη δημιουργία ατομικών λογαριασμών στους οποίους οι πολίτες θα καταθέτουν χρήματα για να καλύπτουν τις ανάγκες υγείας τους.

Η κυβερνητική αναστολή λειτουργίας που ξεκίνησε την 1η Οκτωβρίου και ολοκληρώθηκε στις 12 Νοεμβρίου οφείλεται εν μέρει στη διαφωνία για τον τρόπο διαχείρισης των επιδοτήσεων υγείας, οι οποίες εκπνέουν στο τέλος του έτους.

Το Σαββατοκύριακο, με ανάρτησή του στο Truth Social στις 8 Νοεμβρίου, ο Τραμπ κάλεσε τους Ρεπουμπλικανούς της Γερουσίας να κατευθύνουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια απευθείας σε λογαριασμούς των πολιτών, αντί να επιδοτούν απευθείας τις ασφαλιστικές εταιρείες, ώστε οι πολίτες να επιλέγουν και να αγοράζουν μόνοι τους την ασφαλιστική τους κάλυψη.

Ερωτηθείς γι’ αυτή τη θέση σε συνέντευξή του στο Fox News που μεταδόθηκε στις 10 Νοεμβρίου, ο Τραμπ δήλωσε: «Θέλω τα χρήματα να μπαίνουν σε λογαριασμό των πολιτών, για να αγοράζουν οι ίδιοι την ασφάλιση υγείας τους. Η ασφάλεια θα είναι καλύτερη, θα κοστίζει λιγότερο, όλοι θα χαρούν. Θα νιώθουν σαν επιχειρηματίες», είπε στη δημοσιογράφο Λόρα Ινγκραχαμ.

«Θα μπορούν πραγματικά να διαπραγματευτούν οι ίδιοι την ασφάλισή τους – και θα μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν μόνο γι’ αυτόν τον σκοπό. Αυτή είναι η ομορφιά, μόνο για την υγεία. Αν το κάναμε αυτό, θα ήταν πολύ συναρπαστικό». Αργότερα πρόσθεσε ότι το πρόγραμμα θα μπορούσε να ονομαστεί «Trumpcare ή όπως αλλιώς θέλετε».

Παράλληλα, ο Τραμπ άσκησε κριτική στο ACA, γνωστό ως Obamacare, τονίζοντας πως οποιοδήποτε νέο πρόγραμμα δεν θα πρέπει να φέρει το ίδιο όνομα. «Τα ασφάλιστρα έχουν εκτοξευτεί. Και δεν μιλάω μόνο για πρόσφατα, μιλάω για χρόνια τώρα που συνεχώς ανεβαίνουν», υποστήριξε ο πρόεδρος, αναφερόμενος στον νόμο που υπεγράφη το 2010.

Ο Τραμπ υπέγραψε τον νόμο χρηματοδότησης της κυβέρνησης σε εκδήλωση στον Λευκό Οίκο στις 12 Νοεμβρίου, τερματίζοντας έτσι το μεγαλύτερο shutdown στην ιστορία που διήρκησε 43 ημέρες. Η τελετή υπογραφής ακολούθησε λίγες ώρες μετά την έγκριση του νομοσχεδίου από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, με ψήφους 222 υπέρ και 209 κατά, στην πλειονότητά τους κατά κομματική γραμμή.

Οι Δημοκρατικοί αξίωσαν παράταση της αυξημένης φορολογικής ελάφρυνσης που μειώνει το κόστος της ασφάλισης στους πολίτες που καλύπτονται από τα ανταλλακτήρια του ACA, ενώ αρνήθηκαν να στηρίξουν ένα βραχυπρόθεσμο νομοσχέδιο χρηματοδότησης που δεν συμπεριλάμβανε αυτή την πρόβλεψη. Οι Ρεπουμπλικανοί από την πλευρά τους χαρακτήρισαν το θέμα αντικείμενο μελλοντικής διαπραγμάτευσης.

Παραμένει ασαφές εάν τα δύο κόμματα θα βρουν κοινό έδαφος στο θέμα της υγείας πριν από την ψηφοφορία στη Γερουσία τον Δεκέμβριο. Ο πρόεδρος της Βουλής, Μάικ Τζόνσον, έχει δηλώσει ότι δεν δεσμεύεται να φέρει το ζήτημα για συζήτηση στο σώμα του.

Ορισμένοι Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές πάντως, όπως ο Τζος Χόλεϊ, τάσσονται υπέρ της παράτασης. Όπως ανέφερε τον Σεπτέμβριο, αν το Κογκρέσο δεν ενεργήσει, ορισμένα ασφάλιστρα θα εκτοξευθούν «και όχι απλώς λίγο – μιλάμε για τεράστιες αυξήσεις. Ο κόσμος δεν θα μπορεί να τα αντέξει οικονομικά».

Ο γερουσιαστής Τζον Κόρνιν θεωρεί ότι το Κογκρέσο πρέπει να περιορίσει τις επιδοτήσεις για όσους έχουν υψηλότερα εισοδήματα. «Όλοι γνωρίζουμε τη σημασία της πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη και το αντιμετωπίζουμε με τη δέουσα σοβαρότητα», ανέφερε τον Σεπτέμβριο.

Ο διοικητής των Κέντρων Medicare και Medicaid, Μεχμέτ Οζ, δήλωσε στο Fox News στις 10 Νοεμβρίου ότι ο Λευκός Οίκος επεξεργάζεται νέα πολιτική για την αντικατάσταση των επιδοτήσεων. «Έχουμε πολλές καλές ιδέες», ανέφερε ο Οζ. «Αλλά δεν θέλω να αποκαλύψω τα χαρτιά μας. Όπως συχνά λέει ο πρόεδρος, για ποιο λόγο να σας πω εκ των προτέρων τι σχεδιάζουμε;»

Με πληροφορίες από Associated Press

Ο Τραμπ τερματίζει το μακροβιότερο προσωρινό κλείσιμο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε χθες, 12 Νοεμβρίου, νομοσχέδιο που είχε εγκριθεί από τα δύο σώματα του Κογκρέσου, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έως τον Ιανουάριο, τερματίζοντας επίσημα το μακροβιότερο προσωρινό κλείσιμο της κυβέρνησης στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο Τραμπ δήλωσε λίγο πριν από την υπογραφή ότι η κυβέρνηση στέλνει «ξεκάθαρο μήνυμα πως δεν θα υποκύψει ποτέ σε εκβιασμούς», αναφερόμενος στις απαιτήσεις των Δημοκρατικών που είχαν οδηγήσει στην προηγούμενη αντιπαράθεση. Παράλληλα, επανέλαβε το αίτημά του να καταργηθεί ο κανονισμός της Γερουσίας που απαιτεί πλειοψηφία 60 ψήφων και ο οποίος, όπως είπε, επέτρεψε το παρατεταμένο κλείσιμο.

Ο πρόεδρος υπέγραψε το νομοσχέδιο γύρω στις 22:25 (τοπική ώρα), περίπου δύο ώρες μετά την ψήφισή του από τη Βουλή των Αντιπροσώπων με διακομματική στήριξη. Με την υπογραφή αυτή, το προσωρινό κλείσιμο της κυβέρνησης έληξε επίσημα την 43η ημέρα του, λιγότερο από μία ώρα πριν συμπληρωθούν 43 ημέρες, αριθμός-ρεκόρ για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η υπογραφή του Τραμπ σημαίνει ότι οι ομοσπονδιακοί υπάλληλοι που δεν είχαν λάβει μισθό για περισσότερο από έναν μήνα θα αποζημιωθούν άμεσα, ενώ όσοι είχαν τεθεί σε αναγκαστική άδεια θα επιστρέψουν στις θέσεις τους. Το νομοσχέδιο προβλέπει επίσης χρηματοδότηση για το Πρόγραμμα Συμπληρωματικής Διατροφικής Βοήθειας (SNAP) και άλλα προγράμματα επισιτιστικής υποστήριξης για ολόκληρο τον επόμενο χρόνο.

Η επαναλειτουργία της κυβέρνησης αναμένεται επίσης να οδηγήσει σε σταδιακή αποκατάσταση της ομαλότητας στις αερομεταφορές, που είχαν πληγεί σοβαρά εξαιτίας των απουσιών ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας και των περιορισμών απογείωσης από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Αεροπορίας (FAA) για λόγους ασφαλείας.

Η ψηφοφορία στη Βουλή

Με 222 ψήφους υπέρ και 209 κατά, η Βουλή ενέκρινε το μέτρο γύρω στις 20:20 μ.μ. (ώρα Ανατολικής Ακτής). Έξι Δημοκρατικοί βουλευτές — οι Τζάρεντ Γκόλντεν (D-Maine), Άνταμ Γκρέυ (D-Calif.), Ντον Ντέιβις (D-N.C.), Χένρυ Κουέγιαρ (D-Texas), Τομ Σουόζι (D-N.Y.) και Μαρί Γκλούζενκαμπ-Πέρεζ (D-Wash.) — ψήφισαν υπέρ του πακέτου, ενώ δύο Ρεπουμπλικανοί, οι Τόμας Μάσι (R-Ky.) και Γκρεγκ Στούμπε (R-Fla.), το καταψήφισαν.

Ο πρόεδρος της Βουλής, Μάικ Τζόνσον (R-La.), ανέφερε σε συνέντευξη Τύπου μετά την ψηφοφορία ότι οι Δημοκρατικοί «δεν πέτυχαν απολύτως τίποτα» μέσα από την αντιπαράθεση αυτή.

Πέραν της χρηματοδότησης της κυβέρνησης έως τις 30 Ιανουαρίου 2026, το νομοσχέδιο εξασφαλίζει πλήρη χρηματοδότηση σε τρεις βασικούς τομείς — το υπουργείο Γεωργίας, το υπουργείο Υποθέσεων Βετεράνων και τη Νομοθετική Εξουσία — έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2026. Περιλαμβάνει επίσης χρηματοδότηση για ένα έτος του προγράμματος SNAP και του συναφούς Προγράμματος Γυναικών, Βρεφών και Παιδιών (WIC), τα οποία είχαν καθυστερήσει λόγω του προσωρινού κλεισίματος.

Αντιπαράθεση στη Γερουσία για τις αποζημιώσεις

Πριν από την ψηφοφορία, πολλοί Ρεπουμπλικανοί ενώθηκαν με Δημοκρατικούς επικρίνοντας διάταξη του νομοσχεδίου που επιτρέπει στους γερουσιαστές να μηνύουν την κυβέρνηση εάν οι τηλεφωνικές τους συνομιλίες τεθούν υπό παρακολούθηση χωρίς να έχουν ενημερωθεί πρώτα.

Η διάταξη, που ενσωματώθηκε στο τμήμα χρηματοδότησης της νομοθετικής εξουσίας, δίνει το δικαίωμα στους γερουσιαστές να ζητούν τουλάχιστον 500.000 δολάρια αποζημίωση όταν οι αρχές αποκτούν πρόσβαση στα τηλεφωνικά τους δεδομένα χωρίς ειδοποίηση, ακόμη κι αν η έρευνα έχει λάβει δικαστική έγκριση.

Ο Τζόνσον, αναγνωρίζοντας τη δυσαρέσκεια της κοινοβουλευτικής του ομάδας, δεσμεύθηκε ότι η Βουλή θα προωθήσει γρήγορα ξεχωριστή νομοθετική πρωτοβουλία για την ακύρωση της συγκεκριμένης διάταξης. Η επίμαχη ρύθμιση σχετίζεται με κλήσεις σε βάρος γερουσιαστών που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τζο Μπάιντεν, στο πλαίσιο των ερευνών για τις προσπάθειες αμφισβήτησης της επικύρωσης των εκλογών του 2020.

Η ρύθμιση επικρίθηκε από Ρεπουμπλικανούς όπως ο Μόργκαν Γκρίφφιθ (R-Va.), ο οποίος σε συνεδρίαση της Επιτροπής Κανονισμών της Βουλής δήλωσε ότι συμμερίζεται τον σκεπτικισμό των Δημοκρατικών για το επίμαχο άρθρο. Αντίστοιχα, ο Τζον Ρόουζ (R-Tenn.) εξέφρασε την αντίθεσή του από το βήμα της Βουλής, υποστηρίζοντας ότι, αν και θεωρεί υπερβολικές τις έρευνες του υπουργείου Δικαιοσύνης (DOJ) για τις εκλογές του 2020 και τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021, η διάταξη παραμένει ακατάλληλη. Κατά τον Ρόουζ, «κανένας εκλεγμένος αξιωματούχος δεν θα πρέπει να επωφελείται από πολιτικούς υπολογισμούς αριστερών γραφειοκρατών και δικαστών» και είναι «ντροπή» να επιβαρύνονται οι Αμερικανοί φορολογούμενοι με το κόστος της.

Ο Τζόνσον, σχολιάζοντας την επόμενη ημέρα, δήλωσε ότι εξεπλάγη από τη διάταξη της Γερουσίας, επισημαίνοντας πως πολλοί στη Βουλή έχουν «ισχυρή άποψη» για το θέμα.

Ο Ρεπουμπλικανός Γκρεγκ Στούμπε (R-Fla.) είχε προαναγγείλει ότι θα καταψηφίσει το μέτρο, αμφιβάλλοντας ότι η Γερουσία θα εξετάσει την ξεχωριστή πρόταση του Τζόνσον. Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα X, σημείωσε ότι «η Γερουσία δεν θα ασχοληθεί ποτέ με το ‘αυτόνομο’ νομοσχέδιο» και προειδοποίησε πως «δεν πρέπει να επιτραπεί στη Γερουσία να πιέζει τη Βουλή».

Η ψηφοφορία της Τετάρτης αποτέλεσε την πρώτη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής μετά από οκτώ εβδομάδες, ενώ ήταν και η πρώτη φορά που συμμετείχε η νέα βουλευτής Αντελίτα Γκριχάλβα (D-Ariz.), η οποία είχε εκλεγεί σε ειδικές εκλογές για να αντικαταστήσει τον πατέρα της, τον εκλιπόντα Ραούλ Γκριχάλβα (D-Ariz.). Η καθυστερημένη ορκωμοσία της είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον, καθώς η νέα βουλευτής είχε δεσμευθεί να υπογράψει αίτημα για να υποχρεωθεί το υπουργείο Δικαιοσύνης να δημοσιοποιήσει τα αρχεία σχετικά με την υπόθεση του καταδικασμένου δισεκατομμυριούχου Τζέφρυ Έπσταϊν.

Ενδεχόμενο νέου κλεισίματος τον Ιανουάριο

Το ζήτημα της υγειονομικής περίθαλψης, το οποίο υπήρξε η κύρια αιτία που προκάλεσε και διατήρησε το κλείσιμο της κυβέρνησης, ενδέχεται να οδηγήσει σε νέα κρίση στις αρχές του επόμενου έτους.

Η πρόεδρος της Επιτροπής Προϋπολογισμού της Βουλής, Ρόζα Ντελάουρο (D-Conn.), δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι ανησυχεί για το ενδεχόμενο αυτό, τονίζοντας πως «στις 30 Ιανουαρίου ενδέχεται να βρεθούμε ξανά στην ίδια θέση» και υπενθυμίζοντας ότι «απομένουν ακόμη εννέα προϋπολογισμοί προς ψήφιση».

Οι Δημοκρατικοί πιέζουν για παράταση ενός έτους στις φορολογικές επιδοτήσεις των ασφαλιστικών προγραμμάτων του Νόμου για την Προσιτή Φροντίδα (Affordable Care Act – ACA), που λήγουν στο τέλος του τρέχοντος έτους. Ορισμένοι ειδικοί προειδοποιούν ότι η λήξη αυτών των επιδοτήσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε δραματικές αυξήσεις των ασφαλίστρων.

Αρκετοί Δημοκρατικοί δήλωσαν ότι έχουν ήδη δεχθεί παράπονα από πολίτες στις περιφέρειές τους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν αυξήσεις χιλιάδων δολαρίων στα ασφάλιστρα του επόμενου έτους.

Ο επικεφαλής της μειοψηφίας στη Βουλή, Χακίμ Τζέφρις (D-N.Y.), ζήτησε την Τρίτη τροπολογία για τριετή επέκταση των επιδοτήσεων του ACA, η οποία όμως απορρίφθηκε, όπως και άλλες σχετικές προσπάθειες των Δημοκρατικών.

Οι Ρεπουμπλικανοί έχουν προτείνει εναλλακτικά μέτρα αντί των επιδοτήσεων του ACA. Μεταξύ αυτών, ο Τραμπ έχει προτείνει την παροχή άμεσων πληρωμών ή επιταγών επιστροφής στη θέση των επιδοτήσεων, ενώ ο Μπιλ Κάσσιντυ (R-La.) έχει εισηγηθεί τη διοχέτευση των κονδυλίων σε λογαριασμούς υγειονομικών αποταμιεύσεων (Health Savings Accounts) και ευέλικτους λογαριασμούς δαπανών. Ο Λίντσεϋ Γκράχαμ (R-S.C.), από την πλευρά του, έχει θέσει ως πιθανότητα τη δημιουργία κρατικών επιχορηγήσεων για θέματα υγείας.

Παραμένει αβέβαιο αν οι προτάσεις αυτές θα τύχουν ευρείας στήριξης εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.

Η Γερουσία είχε εγκρίνει το νομοσχέδιο στις 10 Νοεμβρίου, με επτά Δημοκρατικούς και έναν ανεξάρτητο να ενώνονται με όλους σχεδόν τους Ρεπουμπλικανούς υπέρ της πρότασης. Μεταξύ αυτών ήταν οι Τζάκυ Ρόζεν (D-Nev.), Κάθριν Κορτέζ Μάστο (D-Nev.), Τιμ Κέιν (D-Va.), Τζον Φέττερμαν (D-Pa.), Μάγκι Χασάν (D-N.H.), Τζιν Σαχίν (D-N.H.), Ντικ Ντέρμπιν (D-Ill.) και ο ανεξάρτητος Άνγκους Κινγκ (I-Maine), που συντάσσεται με τους Δημοκρατικούς.

Η Σαχίν, σε συνέντευξη Τύπου μετά την ψήφο της, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο οι Δημοκρατικοί να εξετάσουν νέο προσωρινό κλείσιμο της κυβέρνησης τον Ιανουάριο, εάν δεν εγκριθεί η επέκταση των φορολογικών πιστώσεων του ACA.

Ο Τζόνσον, σε δηλώσεις του μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου στη Βουλή, αρνήθηκε να δεσμευθεί ότι θα φέρει σε ψηφοφορία πρόταση για την παράταση των επιδοτήσεων.

Των Joseph Lord και Nathan Worcester

Με τη συμβολή του Jackson Richman

Ο Τραμπ απειλεί το BBC με αγωγή 1 δισ. δολαρίων

Ο Ντόναλντ Τραμπ απείλησε το BBC με αγωγή για συκοφαντική δυσφήμιση, ζητώντας αποζημίωση ύψους 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων για αυτό που ο Αμερικανός πρόεδρος έκρινε πως είναι παραπλανητικό μοντάζ μιας από τις ομιλίες του, σύμφωνα με επιστολή που εστάλη χθες.

Το BBC κατηγορούνταν τις τελευταίες ημέρες ότι παρουσίασε με παραπλανητικό τρόπο δηλώσεις του Τραμπ σε ντοκιμαντέρ της εκπομπής του «Panorama», η οποία είχε μεταδοθεί τον Οκτώβριο 2024.

Μια δικαστική πηγή επιβεβαίωσε μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο δημοσίευμα του Fox News, σύμφωνα με το οποίο ο πρόεδρος των ΗΠΑ έστειλε επιστολή δίνοντας στον βρετανικό δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα προθεσμία μέχρι την Παρασκευή για να αποσύρει το εν λόγω ντοκιμαντέρ και να ζητήσει συγγνώμη.

Το BBC News ανακοίνωσε σήμερα ότι ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός έλαβε επιστολή από τον πρόεδρο Τραμπ στην οποία απειλούσε με νομική δράση σχετικά με το μοντάζ σε ένα ντοκιμαντέρ που μεταδόθηκε μία εβδομάδα πριν από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ.

Ο γενικός διευθυντής Τιμ Ντέιβι και η επικεφαλής ενημέρωσης του δημόσιου βρετανικού ραδιοτηλεοπτικού ομίλου Ντέμπορα Τέρνες ανακοίνωσαν χθες, Κυριακή, το βράδυ την παραίτησή τους, μετά το επίμαχο μοντάζ. Ο πρόεδρος του BBC Σαμίρ Σαχ ζήτησε συγγνώμη σήμερα για ένα «λάθος κρίσης» στο μοντάζ.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

ΗΠΑ: Σημαντικές νίκες των Δημοκρατικών – Πέντε συμπεράσματα από την Ημέρα Εκλογών του 2025

Οι Δημοκρατικοί σημείωσαν σειρά νικών σε πολιτείες που πρόσκεινται παραδοσιακά στο κόμμα τους, σε μια χρονιά εκλογών εκτός κύκλου, που σημαδεύτηκε από το κυβερνητικό κλείσιμο, μια έντονη δημαρχιακή αναμέτρηση και αμφιλεγόμενες ανακατατάξεις εκλογικών περιφερειών.

Το σημαντικότερο γεγονός ήταν η ιστορική προσέλευση ψηφοφόρων που οδήγησε τον προοδευτικό Δημοκρατικό Ζόχραν Μαμντάνι, σχετικά νέο στην πολιτική σκηνή, στο δημαρχιακό αξίωμα της Νέας Υόρκης. Ο Μαμντάνι επικράτησε του πρώην κυβερνήτη της Νέας Υόρκης, Άντριου Κουόμο, ο οποίος είχε κατέβει ως ανεξάρτητος.

Οι Δημοκρατικοί επικρατούν με μεγάλα ποσοστά

Στις εκλογές για τους κυβερνήτες της Βιρτζίνια και του Νιου Τζέρσεϋ, οι Δημοκρατικές υποψήφιες Άμπιγκεϊλ Σπάνμπεργκερ και Μάικι Σέρριλ αντίστοιχα εξασφάλισαν άνετες νίκες με διψήφιες διαφορές.

Οι Ρεπουμπλικανοί είχαν επιδιώξει να μειώσουν τις προσδοκίες νωρίτερα μέσα στην ημέρα. Ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Μάικ Τζόνσον (R-La.), φέρεται να δήλωσε ότι δεν θα αποτελούσε μεγάλη έκπληξη αν οι Δημοκρατικοί, «οι ριζοσπάστες», κέρδιζαν ορισμένες Πολιτείες στις εκλογές αυτές.

Ο γερουσιαστής Τόμμυ Τούμπερβιλ (R-Ala.) υποστήριξε ότι πρόκειται ουσιαστικά για «μπλε Πολιτείες» και διαφώνησε με την άποψη πως το αποτέλεσμα αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης ή αποδοκιμασίας για τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.

Η υποψήφια των Δημοκρατικών για το Νιου Τζέρσεϋ και μέλος του Κογκρέσου, Μάικι Σέρριλ (D–N.J.), προσέρχεται για να ψηφίσει στο Μονκλαίρ. Νιου Τζέρσεϋ, 4 Νοεμβρίου 2025. (Eduardo Munoz Alvarez/Getty Images)

 

Ο δημοσκόπος Τζέιμς Λι, πρόεδρος της εταιρείας Susquehanna Polling and Research, επεσήμανε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι διαφορές άνω των δέκα ποσοστιαίων μονάδων θεωρούνται «σαρωτικές νίκες», προσθέτοντας ότι παρότι πρόκειται για Δημοκρατικές πολιτείες, στο παρελθόν έχουν εκλέξει και Ρεπουμπλικανούς σε κρατικά αξιώματα.

Ο Ααρών Ντούσο, επικεφαλής του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα στην Ιντιανάπολη, σχολίασε στην Epoch Times ότι τα αποτελέσματα δεν προκαλούν έκπληξη, καθώς στις συγκεκριμένες πολιτείες οι Δημοκρατικοί συνήθως κερδίζουν όταν αναμένεται να κερδίσουν. Υπογράμμισε, επίσης, πως τα εκλογικά αποτελέσματα επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τη στάση των ψηφοφόρων απέναντι στον εκάστοτε πρόεδρο, υπενθυμίζοντας ότι η δημοτικότητα του Τραμπ παραμένει γύρω στο 45% τις τελευταίες εβδομάδες.

Ανήσυχοι οι ψηφοφόροι για το κόστος ζωής

Με τις τιμές να συνεχίζουν να αυξάνονται και τον πληθωρισμό να επιμένει, πολλοί ψηφοφόροι εξέφρασαν απογοήτευση για το αυξανόμενο κόστος και τη φορολογική επιβάρυνση.

Ο Μαμντάνι, που αυτοπροσδιορίζεται ως δημοκρατικός σοσιαλιστής, έθεσε το ζήτημα της προσιτότητας και του κόστους ζωής στο επίκεντρο της εκστρατείας του στη Νέα Υόρκη.

Στη Βιρτζίνια, αρκετοί ψηφοφόροι δήλωσαν στην Epoch Times ότι η οικονομική επιβάρυνση ήταν το βασικό τους μέλημα. Η ψηφοφόρος Ώτομ Λώσον, που υποστήριξε Δημοκρατικούς υποψηφίους σε όλα τα επίπεδα, ανέφερε πως θα ήθελε να σταματήσει η «υπερφορολόγηση» της Πολιτείας, καθώς οι κάτοικοι επιβαρύνονται με υψηλούς φόρους σε τρόφιμα και οχήματα, φθάνοντας – όπως είπε – στο σημείο να «φορολογούνται διπλά».

Άλλη ψηφοφόρος, η Σιόμπαν, εξέφρασε προτίμηση στον φόρο εισοδήματος έναντι του φόρου πωλήσεων, ενώ ο Μαρτσέλο Λορέντζο, εργαζόμενος στη βιομηχανία παραγωγής ενέργειας, δήλωσε πως τον ανησυχεί η αυξανόμενη εξάπλωση των κέντρων δεδομένων, εκφράζοντας τον φόβο ότι η τεχνολογική πρόοδος εξελίσσεται ταχύτερα από την ικανότητα ελέγχου της.

Ιστορική συμμετοχή στη Νέα Υόρκη

Η Νέα Υόρκη κατέγραψε ιστορική συμμετοχή στις δημοτικές εκλογές, με τον Μαμντάνι να εξασφαλίζει πάνω από το 50% των ψήφων.

Λίγες ώρες πριν κλείσουν οι κάλπες, η Εκλογική Επιτροπή της πόλης ανακοίνωσε μέσω κοινωνικών δικτύων ότι η προσέλευση είχε ήδη ξεπεράσει το 1,75 εκατομμύριο ψηφοφόρους – το υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής από το 1993.

Ο νεοεκλεγείς δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Ζόχραν Μαμντάνι, μιλά στο θέατρο Μπρούκλιν Παράμαουντ, στις 4 Νοεμβρίου 2025. (Adhiraj Chakrabarti /The Epoch Times)

 

Λίγο πριν τις 21:00 (τοπική ώρα), ανακοινώθηκε ότι για πρώτη φορά από το 1969 οι Νεοϋορκέζοι είχαν ρίξει πάνω από 2 εκατομμύρια ψηφοδέλτια. Ο δημοσκόπος Τζέιμς Λη σχολίασε ότι κυρίως αυτό είναι που δείχνει τον «πραγματικό ενθουσιασμό» για τον Μαμντάνι.

Η συμμετοχή στις δημαρχιακές εκλογές της Νέας Υόρκης ξεπερνούσε τα 2 εκατομμύρια ψηφοφόρους από τη δεκαετία του 1930 έως και τη δεκαετία του 1960, αλλά έκτοτε μειώθηκε. Το 2001, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η συμμετοχή είχε φθάσει τα 1,5 εκατομμύριο ψηφοδέλτια.

Νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες για ψηφοφορία και οπλοκατοχή

Ψηφοφόροι σε αρκετές Πολιτείες ενέκριναν μέτρα σχετικά με την ψηφοφορία, τα όπλα και την ανακατανομή εκλογικών περιφερειών.

Στο Τέξας εγκρίθηκε η Πρόταση 15, που τροποποιεί το Σύνταγμα της Πολιτείας για να κατοχυρώσει το δικαίωμα των γονέων να λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με την ανατροφή, τη φροντίδα και την προστασία των παιδιών τους. Παράλληλα, εγκρίθηκε μέτρο που απαγορεύει σε μη πολίτες να ψηφίζουν σε εκλογές της πολιτείας, περιλαμβανομένων των τοπικών, διευρύνοντας τον ισχύοντα νόμο του 1996.

Στο Μέιν, οι ψηφοφόροι απέρριψαν πρόταση που θα απαιτούσε ταυτότητα ψηφοφόρου, αλλά ενέκριναν το Ερώτημα 2, που επιτρέπει στα δικαστήρια να απαγορεύουν προσωρινά την κατοχή επικίνδυνων όπλων σε άτομα που θεωρούνται απειλή για τον εαυτό τους ή για άλλους.

Στο Κολοράντο εγκρίθηκε μέτρο που περιορίζει ορισμένες φοροαπαλλαγές για τη χρηματοδότηση του προγράμματος Healthy School Meals for All, το οποίο ενισχύει τα σχολικά γεύματα μέσω του συστήματος SNAP.

Προς το τέλος του κυβερνητικού κλεισίματος

Μετά τις εκλογές, Ρεπουμπλικανοί ηγέτες εκφράζουν την πεποίθηση ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα επαναλειτουργήσει σύντομα.

Ο ηγέτης της πλειοψηφίας στη Γερουσία, Τζον Θουν (R-S.D.), δήλωσε ότι ελπίζει η εβδομάδα αυτή να φέρει τη λήξη του αδιεξόδου. Οι Δημοκρατικοί υποστηρίζουν ότι το κλείσιμο της κυβέρνησης σχετίζεται με την ανάγκη διασφάλισης προσιτής υγειονομικής περίθαλψης για όλους τους Αμερικανούς, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί επιμένουν ότι ο πραγματικός στόχος των Δημοκρατικών είναι να αντιταχθούν δημοσίως στην κυβέρνηση Τραμπ.

Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας, Τομ Έμμερ (R-Minn.), δήλωσε ότι ελπίζει πως, μετά τα εκλογικά αποτελέσματα, οι Δημοκρατικοί δεν θα αισθάνονται την ανάγκη να κρατήσουν σκληρή στάση για να ικανοποιήσουν την αριστερή πτέρυγα του κόμματός τους.

Ο πολιτικός αναλυτής Χένρυ Όλσεν συμφώνησε, λέγοντας ότι οι Δημοκρατικοί «δεν χρειάζονται πλέον αυτό το ζήτημα για να κινητοποιήσουν τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους ενάντια στον Τραμπ». Ο γερουσιαστής Μαρκ Κέλλυ (D-Ariz.) εξέφρασε αισιοδοξία για σύντομη επίλυση, ενώ ο συνάδελφός του Γκάρυ Πήτερς (D-Mich.) ανέφερε ότι οι διαπραγματεύσεις έχουν επιταχυνθεί. Ο γερουσιαστής Μάικ Ράουντς (R-S.D.), που συμμετέχει σε διακομματικές συνομιλίες, παραδέχθηκε ότι υπάρχει «ελπίδα και φήμες» για επικείμενη συμφωνία, αλλά υπογράμμισε ότι το αν πράγματι θα επιτευχθεί μένει να φανεί.

Η ανακατανομή εδρών στην Καλιφόρνια θα επηρεάσει τις εκλογές του 2026

Οι ψηφοφόροι της Καλιφόρνιας ενέκριναν την Πρόταση 50, η οποία προβλέπει προσωρινή ανακατανομή των εκλογικών περιφερειών υπέρ των Δημοκρατικών εν όψει των εκλογών του 2026, προσθέτοντας ενδεχομένως πέντε έδρες στο κόμμα.

Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να εξισορροπήσει τη Ρεπουμπλικανική ενίσχυση σε τέσσερις άλλες πολιτείες – Οχάιο, Βόρεια Καρολίνα, Μιζούρι και Τέξας – που συνολικά έχουν αποφέρει εννέα νέες έδρες στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.

Η νομοθεσία στην Ιντιάνα αναμένεται να εξετάσει πιθανή νέα ανακατανομή μέσα στον μήνα, που θα μπορούσε να προσθέσει ακόμη μία ρεπουμπλικανική έδρα.

Πινακίδα που προωθεί την Πρόταση 50 στο Ίνγκλγουντ της Καλιφόρνια. ΗΠΑ, 1η Νοεμβρίου 2025. (John Fredricks / The Epoch Times)

 

Ο αναλυτής Χένρυ Όλσεν επεσήμανε ότι η δημοτικότητα του εν ενεργεία προέδρου αποτελεί τον πιο καθοριστικό παράγοντα στις εκλογές εκτός κύκλου, ωστόσο η Πρόταση 50 θα μπορούσε να «βελτιώσει θεαματικά τις πιθανότητες των Δημοκρατικών». Ο Ααρών Ντούσο εκτίμησε ότι αν οι οικονομικές συνθήκες παραμείνουν σταθερές, οι Δημοκρατικοί αναμένεται να αποδώσουν καλά στις ενδιάμεσες εκλογές, με πιθανό κέρδος έως και 15 έδρες – ακόμη κι αν χάσουν πέντε λόγω της ανακατανομής, μπορούν να διατηρήσουν καθαρό προβάδισμα δέκα εδρών.

Των Lawrence Wilson και Jacob Burg

Με τη συμβολή των Joseph Lord, Jackson Richman, Arjun Singh και Nathan Worcester