Σάββατο, 13 Σεπ, 2025

ΗΠΑ και Αργεντινή αποχωρούν από τον ΠΟΥ και προτείνουν νέο διεθνές σύστημα υγείας

Σε κοινή τους δήλωση, οι υπουργοί Υγείας των Ηνωμένων Πολιτειών και της Αργεντινής ανέφεραν ότι οι δύο χώρες αποχώρησαν από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) πριν από λίγους μήνες, επικαλούμενοι σφάλματα και παραλείψεις του οργανισμού κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Όπως υπογράμμισαν, εξετάζεται η δημιουργία ενός «εναλλακτικού διεθνούς συστήματος υγείας» και απηύθυναν κάλεσμα σε άλλες χώρες να συμμετάσχουν.

Η κοινή ανακοίνωση του Αμερικανού υπουργού Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών, Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζ., και του Αργεντινού υπουργού Υγείας, Μάριο Λουγκόνες, ανέφερε ότι η διαχείριση της πανδημίας από τον ΠΟΥ ανέδειξε σοβαρές διαρθρωτικές και λειτουργικές αδυναμίες, οι οποίες υπονόμευσαν την παγκόσμια εμπιστοσύνη και κατέδειξαν την ανάγκη για ανεξάρτητη, επιστημονικά τεκμηριωμένη ηγεσία στον τομέα της παγκόσμιας υγείας.

Οι δύο κυβερνήσεις εξέφρασαν την ανησυχία τους σχετικά με την αρχική διαχείριση της κρίσης, καθώς και για τους κινδύνους που απορρέουν από ορισμένες μορφές επιστημονικής έρευνας. Παράλληλα, υποστήριξαν ότι ο ΠΟΥ δεν παρείχε πρόσβαση σε κρίσιμες πληροφορίες, γεγονός που εμπόδισε τις χώρες να αντιδράσουν έγκαιρα και αποτελεσματικά, με καταστροφικές συνέπειες σε παγκόσμιο επίπεδο.

Σύμφωνα με τις δηλώσεις των δύο υπουργών, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Αργεντινή προτίθενται να προσκαλέσουν άλλα κράτη να συμμετάσχουν σε μια νέα εποχή διεθνούς συνεργασίας για την υγεία, η οποία θα βασίζεται – όπως τονίζεται – στην αποτελεσματικότητα, τον σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας και την ασφάλεια για όλους.

Ο Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζ. ανακοίνωσε στην πλατφόρμα Χ ότι συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Αργεντινής, Χαβιέρ Μιλέι, προκειμένου να συζητήσουν για την κοινή τους απόφαση αποχώρησης από τον ΠΟΥ και για τη δημιουργία ενός εναλλακτικού διεθνούς συστήματος υγείας, το οποίο, όπως ανέφερε, θα βασίζεται σε επιστημονικά πρότυπα υψηλού επιπέδου και θα είναι απαλλαγμένο από αυταρχικές τάσεις, διαφθορά και πολιτικό έλεγχο. Ούτε η κοινή ανακοίνωση ούτε η ανάρτηση του Κέννεντυ διευκρινίζουν εάν η πρωτοβουλία αυτή θα αποτελεί ευθέως εναλλακτική του ΠΟΥ ούτε αποκαλύφθηκε κάποιο όνομα ή περαιτέρω λεπτομέρειες.

Η απόφαση των δύο χωρών εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο. Την πρώτη ημέρα της δεύτερης προεδρικής του θητείας, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, υπέγραψε διάταγμα για την έναρξη της διαδικασίας αποχώρησης από τον ΠΟΥ. Ο πρόεδρος Μιλέι ακολούθησε παρόμοιο δρόμο τον Φεβρουάριο. Στο σχετικό προεδρικό διάταγμα, η αμερικανική κυβέρνηση είχε αναφέρει ως αιτίες αποχώρησης την κακή διαχείριση της πανδημίας COVID-19, η οποία – όπως επισημαίνει η αμερικανική κυβέρνηση – ξεκίνησε από τη Γούχαν της Κίνας, καθώς και άλλες κρίσεις στον τομέα της παγκόσμιας υγείας.

Η κυβέρνηση Τραμπ επέκρινε επίσης τη μειωμένη οικονομική συμβολή της Κίνας στον ΠΟΥ, σημειώνοντας ότι παρότι η χώρα έχει πληθυσμό 1,4 δισεκατομμυρίων – δηλαδή περίπου 300% μεγαλύτερο από αυτόν των ΗΠΑ – προσφέρει σχεδόν 90% λιγότερη χρηματοδότηση στον Οργανισμό.

Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο ΠΟΥ ανακοίνωσε την έγκριση ενός νέου συμφώνου για την αντιμετώπιση μελλοντικών πανδημιών. Ωστόσο, με το προεδρικό διάταγμα του Ιανουαρίου, η διοίκηση Τραμπ είχε ξεκαθαρίσει ότι το εν λόγω σύμφωνο δεν θα είναι δεσμευτικό για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζ. απηύθυνε δημόσιο κάλεσμα προς άλλες χώρες να αποχωρήσουν από τον ΠΟΥ, υποστηρίζοντας ότι η Κίνα και άλλα κράτη ασκούν υπέρμετρη επιρροή στον οργανισμό, εξυπηρετώντας τα δικά τους συμφέροντα και όχι εκείνα της παγκόσμιας κοινότητας. Όπως ανέφερε, αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να προσφέρουν πολύ υψηλότερη χρηματοδότηση προς τον Οργανισμό.

Υπενθυμίζεται ότι το 2020, στην πρώτη θητεία του, ο πρόεδρος Τραμπ είχε προσπαθήσει να αποσύρει τις ΗΠΑ από τον ΠΟΥ, κατηγορώντας το κινεζικό καθεστώς για προσπάθεια συγκάλυψης της αρχικής εξάπλωσης του κορονοϊού στα τέλη του 2019. Η απόφαση αυτή ανακλήθηκε από τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, μετά την ανάληψη της εξουσίας το 2021.

Ταξιδιωτικές οδηγίες ΗΠΑ: Σε επαγρύπνηση οι πολίτες που μεταβαίνουν σε Ιταλία και Βέλγιο

Το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ εξέδωσε νέες ταξιδιωτικές οδηγίες προς τους Αμερικανούς πολίτες που σκοπεύουν να επισκεφθούν την Ιταλία και το Βέλγιο, αυξάνοντας το επίπεδο συναγερμού στο «Επίπεδο 2» εξαιτίας του αυξημένου κινδύνου τρομοκρατικών επιθέσεων.

Σε σχετική ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του υπουργείου στις 23 Μαΐου, διευκρινίζεται ότι για την Ιταλία απαιτείται «επαυξημένη προσοχή λόγω τρομοκρατίας», με τις αρχές να σημειώνουν πως ο κίνδυνος καλύπτει τόσο τρομοκρατικές επιθέσεις όσο και άλλες επικίνδυνες δραστηριότητες στη χώρα.

«Οι τρομοκράτες μπορεί να δρουν χωρίς προειδοποίηση», προειδοποιεί η πρεσβεία των ΗΠΑ, υπογραμμίζοντας ότι σημεία συγκέντρωσης κόσμου – όπως σταθμοί μεταφορών, εμπορικά κέντρα, τουριστικά αξιοθέατα, γραφεία τοπικής αυτοδιοίκησης, ξενοδοχεία, κέντρα διασκέδασης και εστιατόρια – ενδέχεται να αποτελέσουν στόχους επιθέσεων.

Αντίστοιχη προειδοποίηση εκδόθηκε και για το Βέλγιο, αναφέροντας ανάλογες τοποθεσίες ως πιθανούς κινδύνους, κάτι που υπογραμμίζει τη σοβαρότητα της κατάστασης και στις δύο χώρες.

Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ συστήνει στους Αμερικανούς που επισκέπτονται την Ιταλία ή το Βέλγιο να εγγράφονται στο πρόγραμμα Smart Traveler Enrollment Program (STEP), ώστε να λαμβάνουν έγκαιρα ειδοποιήσεις και ενημερώσεις από τις κατά τόπους πρεσβείες, διευκολύνοντας παράλληλα την επικοινωνία σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αμερικανικές αρχές δεν προχώρησαν σε εξηγήσεις σχετικά με τη συγκεκριμένη υποβάθμιση των δύο χωρών στο «Επίπεδο 2 – Επαυξημένη Προσοχή».

Υπενθυμίζεται ότι το αμερικανικό σύστημα ταξιδιωτικών οδηγιών περιλαμβάνει τέσσερα επίπεδα: Επίπεδο 1 – Απλή Προσοχή, Επίπεδο 2 – Επαυξημένη Προσοχή, Επίπεδο 3 – Επανεξέταση Ταξιδιού, Επίπεδο 4 – Μην Ταξιδεύετε. Το τέταρτο επίπεδο αφορά συνήθως εμπόλεμες ζώνες, απολυταρχικά καθεστώτα ή περιοχές με υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας, όπως απαγωγές.

Στην Ευρώπη, χώρες όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ισπανία, η Δανία, η Σουηδία, το Κόσοβο, η Αλβανία, η Σερβία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η Μολδαβία βρίσκονται επίσης στο Επίπεδο 2. Αντίθετα, η Ουκρανία και η Ρωσία κατατάσσονται στο Επίπεδο 4 λόγω του πολέμου που διαρκεί τρία χρόνια.

Αξιοσημείωτο είναι ότι το τελευταίο διάστημα, αρκετές ευρωπαϊκές χώρες έχουν ενισχύσει τις ταξιδιωτικές τους οδηγίες και προς τις ΗΠΑ. Μεταξύ αυτών το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία, οι οποίες έχουν εκδώσει προειδοποιήσεις για τους υπηκόους τους αναφορικά με την αυστηροποίηση των διαδικασιών εισόδου στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Τον Μάρτιο, οι γερμανικές αρχές επεσήμαναν ότι οι αμερικανικές υπηρεσίες στα σύνορα εφαρμόζουν πλέον αυστηρότερους ελέγχους. Ενημέρωσαν πως οι Γερμανοί πολίτες που εισέρχονται είτε μέσω του Ηλεκτρονικού Συστήματος Έγκρισης Ταξιδιού (ESTA) είτε με αμερικανική βίζα, δεν έχουν δεδομένη εγγύηση εισόδου στις ΗΠΑ, αφού η τελική απόφαση ανήκει στον συνοριακό υπάλληλο.

Επιπλέον, η γερμανική πλευρά προειδοποιεί ότι οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα στις ΗΠΑ, η υπέρβαση της διάρκειας θεώρησης έστω και για μικρό διάστημα, η παροχή ψευδών στοιχείων ή άλλα παραπτώματα, ενδέχεται να οδηγήσει σε σύλληψη, κράτηση ή και απέλαση.

«Οποιαδήποτε ερωτήματα σχετικά με την είσοδο στις ΗΠΑ καλό είναι να διευθετούνται έγκαιρα με την αρμόδια αμερικανική διπλωματική αποστολή», διευκρινίζει το γερμανικό ΥΠΕΞ.

Σε ανάλογη ενημέρωση που εκδόθηκε τον Μάρτιο, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου συμβουλεύει τους πολίτες της που ταξιδεύουν στις ΗΠΑ να «συμμορφώνονται πλήρως με όλους τους όρους εισόδου, τη βίζα και τους λοιπούς κανονισμούς», σημειώνοντας ότι οι αμερικανικές αρχές στα σύνορα τηρούν αυστηρά τους σχετικούς νόμους.

«Αν παραβείτε τους κανόνες, ενδέχεται να συλληφθείτε ή να τεθείτε υπό κράτηση. Σε περίπτωση αμφιβολίας, επικοινωνήστε με την πρεσβεία των ΗΠΑ ή το αρμόδιο προξενείο στη Βρετανία», τονίζει το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών.

Η ανανέωση των οδηγιών αυτών έγινε μετά από μία σειρά διαταγμάτων που υπέγραψε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ νωρίτερα φέτος, με στόχο την ενίσχυση των ελέγχων στα σύνορα και την αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης, χαρακτηρίζοντας, μεταξύ άλλων, την κατάσταση στα σύνορα με το Μεξικό ως «εισβολή».

Η κυβέρνηση Τραμπ επιδιώκει να περικόψει $100 εκατομμύρια σε ομοσπονδιακές συμβάσεις με το Χάρβαρντ

Η αμερικανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, υπό την ηγεσία Τραμπ, κινείται προς τη διακοπή τριάντα συμβάσεων συνολικής αξίας περίπου 100 εκατομμυρίων δολαρίων με το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, ως απάντηση στις αντιρρήσεις της διοίκησης για τον τρόπο που το κορυφαίο πανεπιστημιακό ίδρυμα διαχειρίζεται θέματα αντισημιτισμού αλλά και τα προγράμματα διαφορετικότητας, ισότητας και ένταξης (DEI).

Ήδη, σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση έχει ακυρώσει ομοσπονδιακές χρηματοδοτήσεις ύψους 2,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, έπειτα από την άρνηση του Χάρβαρντ να συμμορφωθεί με απαιτήσεις αλλαγών σε πολιτικές γύρω από τον αντισημιτισμό και τη DEI. Το πανεπιστήμιο έχει προσφύγει δικαστικά κατά της κυβέρνησης, κάνοντας λόγο για παραβίαση των συνταγματικών διατάξεων που διασφαλίζουν την ελευθερία του λόγου.

Σύμφωνα με τη Διοίκηση Γενικών Υπηρεσιών (GSA), αυτή τη στιγμή «τρέχουν» 30 ομοσπονδιακά συμβόλαια αξίας περίπου 100 εκατομμυρίων δολαρίων. Όπως ανέφερε εκπρόσωπος της GSA στην Epoch Times, σχετική επιστολή προς τις εμπλεκόμενες ομοσπονδιακές υπηρεσίες πρόκειται να σταλεί στις 27 Μαΐου.

Στόχος της επιστολής είναι να αξιολογηθεί ποια συμβόλαια είναι κρίσιμα και πρέπει να παραμείνουν σε ισχύ, και ποια μπορούν να λυθούν για λόγους ευκολίας, ώστε να μεταφερθούν εφόσον χρειάζεται σε άλλους συνεργάτες.

«Η χρηματοδότηση από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποτελεί προνόμιο και όχι δικαίωμα», τονίζεται χαρακτηριστικά στην επιστολή.

«Η συνεργασία με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνεπάγεται μεγάλη ευθύνη και δέσμευση για την τήρηση των ομοσπονδιακών νόμων και τη διασφάλιση ορθής διαχείρισης του δημόσιου χρήματος. Η κυβέρνηση, ως διαχειριστής των χρημάτων των φορολογουμένων, έχει ευθύνη να κατευθύνει τους πόρους προς αναδόχους που προάγουν τις αρχές της ισότητας και το δημόσιο συμφέρον», ανέφερε στην επιστολή ο Τζος Γκρούενμπαουμ, επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Προμηθειών.

Ο ίδιος καλεί κάθε υπηρεσία να επανεξετάσει τις συμβάσεις της με το Χάρβαρντ και να κρίνει αν εξυπηρετούν αποτελεσματικά τις προτεραιότητές της. Παράλληλα, συστήνει την άμεση λήξη συμβολαίων που κριθούν ανεπαρκή και τη μεταφορά τους σε άλλους προμηθευτές όπου αυτό εξακριβωθεί ως πιο συμφέρον.

Σε περίπτωση που κάποια ομοσπονδιακή υπηρεσία επιθυμεί είτε να διατηρήσει συμβόλαιο με το Χάρβαρντ είτε να παρατείνει τη διάρκειά του, θα πρέπει να τεκμηριώσει επαρκώς αυτήν την επιλογή.

Στην επιστολή επισημαίνονται και συγκεκριμένα περιστατικά ως ενδεικτικά των προβλημάτων. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, η απονομή υποτροφίας ύψους 65.000 δολαρίων από τη Νομική Επιθεώρηση του Χάρβαρντ σε φοιτητή που κατηγορήθηκε για επίθεση σε Εβραίο συμφοιτητή του, αμέσως μετά την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ τον Οκτώβριο του 2023. Έτερος φοιτητής, επίσης κατηγορούμενος, ανακηρύχθηκε εκπρόσωπος αποφοιτών της Θεολογικής Σχολής του Χάρβαρντ.

Η Epoch Times επικοινώνησε με το Χάρβαρντ για σχόλιο σχετικά με την επιστολή.

Επιπλέον, ο Ντόναλντ Τραμπ την Κυριακή 26 Μαΐου διαμήνυσε ότι εξετάζει την περικοπή 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε επιχορηγήσεις προς το Χάρβαρντ. «Σκέφτομαι να αφαιρέσω τρία δισεκατομμύρια δολάρια από ένα πανεπιστήμιο όπως το Χάρβαρντ που έχει προωθήσει τον αντισημιτισμό, και να διαθέσω αυτά τα χρήματα σε τεχνικές σχολές σε όλη τη χώρα. Θα είναι μια πραγματική επένδυση για την Αμερική και κάτι που χρειαζόμαστε πραγματικά!» έγραψε χαρακτηριστικά σε ανάρτησή του στο Truth Social.

Την περασμένη εβδομάδα, το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας ανακοίyωσε πως το Χάρβαρντ δεν θα μπορεί πλέον να δέχεται ξένους φοιτητές, παρότι η απόφαση «πάγωσε» με δικαστική εντολή έπειτα από προσφυγές του ιδρύματος.

Ο Τραμπ, επίσης, έχει εξαγγείλει την κατάργηση του ειδικού αφορολόγητου καθεστώτος του Χάρβαρντ. «Θα αφαιρέσουμε το φορολογικό καθεστώς απαλλαγής του Χάρβαρντ. Αυτό τους αξίζει!» έγραψε στις 2 Μαΐου σε νέα ανάρτησή του.

Στο άρθρο συνέβαλε ο Άαρον Γκίφορντ

Το CDC επιβεβαιώνει νέα παραλλαγή COVID στις ΗΠΑ εν μέσω αναζωπύρωσης στην Κίνα

Μια παραλλαγή COVID-19 που οδήγησε σε αναζωπύρωση των κρουσμάτων στην Κίνα ανακαλύφθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, επιβεβαίωσαν τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ, αλλά ο οργανισμός ανέφερε ότι μέχρι στιγμής έχουν βρεθεί λιγότερα από 20 κρούσματα στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ένας εκπρόσωπος του CDC δήλωσε στην Epoch Times στις 25 Μαΐου ότι ο οργανισμός «γνωρίζει τα αναφερόμενα κρούσματα COVID-19 NB.1.8.1 στην Κίνα και βρίσκεται σε τακτική επαφή με διεθνείς εταίρους».

Ορισμένες περιπτώσεις του NB.1.8.1 έχουν εντοπιστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, δήλωσε ο εκπρόσωπος, σημειώνοντας ότι μέχρι σήμερα υπάρχουν «λιγότερες από 20 αλληλουχίες στα βασικά δεδομένα επιτήρησης των ΗΠΑ».

«Δεν έχει φτάσει το όριο για συμπερίληψη στον πίνακα ελέγχου του COVID Data Tracker. Παρακολουθούμε όλες τις αλληλουχίες του SARS-CoV-2 και, εάν αυξηθεί αναλογικά, θα εμφανιστεί στον πίνακα ελέγχου του Data Tracker», δήλωσε ο εκπρόσωπος.

Το στέλεχος NB.1.8.1 είναι παράγωγο της γενεαλογίας XDV COVID-19 και οι υπογενετικές σειρές κυκλοφορούν εδώ και μήνες σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της ηπειρωτικής Κίνας.

Στατιστικά στοιχεία που δημοσιεύθηκαν από το Κινεζικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων στις 24 Μαΐου δείχνουν ότι το NB.1.8.1 είναι η κυρίαρχη παραλλαγή στην Κίνα. Ένα νέο σύμπτωμα περιλαμβάνει έναν οξύ, οδυνηρό πονόλαιμο, δήλωσαν οι ειδικοί σε συνεντεύξεις στα μέσα ενημέρωσης.

Ο Λι Τονγκτζένγκ, επικεφαλής του Τμήματος Λοιμωδών Νοσημάτων στο Νοσοκομείο Beijing You’an, δήλωσε στα κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης ότι η επανεμφάνιση του COVID-19 αναμένεται να κορυφωθεί κάποια στιγμή στα τέλη Μαΐου.

Ο Τζόναθαν Λιού, καθηγητής στο Καναδικό Κολλέγιο Παραδοσιακής Κινέζικης Ιατρικής και διευθυντής της Κλινικής Kang Mei TCM, δήλωσε ότι τα δεδομένα που δημοσιεύθηκαν από Κινέζους υγειονομικούς αξιωματούχους τον Μάρτιο φαίνεται να είναι ανακριβή ή παραπλανητικά, σημειώνοντας ότι έχουν αναφερθεί μόνο λίγοι θάνατοι.

«Με φυσιολογικά ποσοστά επιδημίας, ένα τόσο χαμηλό ποσοστό είναι απίθανο», δήλωσε ο Λιού στην εφημερίδα Epoch Times την περασμένη εβδομάδα.

«Ο Καναδάς, με αραιό πληθυσμό και καλή υγιεινή, ανέφερε 1.915 θανάτους από COVID από τον Αύγουστο του περασμένου έτους έως τον Μάιο του τρέχοντος έτους — περισσότερους από 200 ανά μήνα.

«Πώς γίνεται η Κίνα, με τον πυκνό πληθυσμό της, να έχει μόνο επτά θανάτους μηνιαίως;»

Την περασμένη εβδομάδα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) χαρακτήρισε το NB.1.8.1 ως «παραλλαγή υπό παρακολούθηση» που φαίνεται να «αυξάνεται ραγδαία σε σύγκριση με τις παραλλαγές που κυκλοφορούν ταυτόχρονα».

Ο ΠΟΥ σημείωσε επίσης ότι «ενώ υπάρχουν αναφερόμενες αυξήσεις σε κρούσματα και νοσηλείες» στις χώρες που αναφέρουν, «δεν υπάρχουν αναφορές που να υποδηλώνουν ότι η σχετιζόμενη σοβαρότητα της νόσου είναι υψηλότερη σε σύγκριση με άλλες κυκλοφορούσες παραλλαγές».

Το έγγραφο του ΠΟΥ, με ημερομηνία 29 Μαΐου, δεν κατονόμασε συγκεκριμένα καμία χώρα που επηρεάστηκε από το στέλεχος.

«Τα διαθέσιμα στοιχεία για το στέλεχος NB.1.8.1 δεν υποδηλώνουν πρόσθετους κινδύνους για τη δημόσια υγεία σε σχέση με τις άλλες κυκλοφορούσες γενεαλογίες απογόνων του Όμικρον», δήλωσε ο ΠΟΥ, αναφερόμενος στην παραλλαγή COVID-19 που εμφανίστηκε στα τέλη του 2021.

Τα εγκεκριμένα εμβόλια αναμένεται να είναι αποτελεσματικά κατά της παραλλαγής, σύμφωνα με το έγγραφο του ΠΟΥ.

«Παρά την ταυτόχρονη αύξηση των κρουσμάτων και των νοσηλειών σε ορισμένες χώρες όπου το στέλεχος NB.1.8.1 είναι ευρέως διαδεδομένο», δήλωσε ο ΠΟΥ, «τα τρέχοντα δεδομένα δεν δείχνουν ότι αυτή η παραλλαγή οδηγεί σε πιο σοβαρή ασθένεια από άλλες παραλλαγές που κυκλοφορούν».

Οι υγειονομικοί αξιωματούχοι στην Ινδία έχουν επίσης απαντήσει σε αναφορές ότι η παραλλαγή έχει οδηγήσει σε αναζωπύρωση στην Κίνα. Σε συνέντευξή του στο πρακτορείο ειδήσεων PTI, ο υπουργός Υγείας του Δελχί, Πάνκαζ Σινγκ, δήλωσε στις 26 Μαΐου ότι δεν υπάρχει λόγος πανικού.

«Έχουμε συμβουλεύσει τα νοσοκομεία να είναι έτοιμα με κρεβάτια, οξυγόνο, απαραίτητα φάρμακα και εξοπλισμό, για κάθε ενδεχόμενο. Αυτό αποτελεί μέρος της τυπικής ετοιμότητας», δήλωσε στο μέσο ενημέρωσης.

«Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Η Covid που προκαλείται από τη νέα παραλλαγή είναι παρόμοια με μια κανονική ιογενή ασθένεια. Οι ασθενείς που έχουν έρθει μέχρι στιγμής εμφανίζουν ήπια συμπτώματα όπως πυρετό, βήχα και κρυολόγημα».

Οι εισαγγελείς ζητούν τριετή κάθειρξη για Κινέζο που φέρεται να λειτουργούσε «μυστικό αστυνομικό τμήμα» στη Νέα Υόρκη

Ομοσπονδιακοί εισαγγελείς στις Ηνωμένες Πολιτείες ζήτησαν την επιβολή ποινής φυλάκισης τριών ετών σε Κινεζοαμερικανό πολίτη, ο οποίος κατηγορείται ότι λειτουργούσε μυστικό αστυνομικό τμήμα για λογαριασμό του Πεκίνου στη συνοικία Μανχάταν της Νέας Υόρκης.

Ο Τσεν Τζινπίνγκ, ο οποίος δήλωσε ένοχος του τον Δεκέμβριο του 2024 για συνωμοσία με σκοπό την παράνομη δράση υπέρ ξένης κυβέρνησης, πρόκειται να καταδικαστεί στις 30 Μαΐου ενώπιον της ομοσπονδιακής δικαστού Νίνα Μόρρισον, στο Περιφερειακό Δικαστήριο του Μπρούκλιν. Τόσο ο ίδιος όσο και ο συγκατηγορούμενός του, Λου Τζιανγουάνγκ, είχαν συλληφθεί τον Απρίλιο του 2023.

Σύμφωνα με τις δικαστικές αρχές, το παράνομο αυτό «τμήμα» ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 2022 υπό την αιγίδα της οργάνωσης America Changle Association στην Τσάιναταουν του Μανχάταν. Κατά τη σύλληψή τους, ο Τσεν φερόταν ως γενικός γραμματέας της οργάνωσης και ο Λου ως πρώην πρόεδρός της.

Όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο, οι δύο άνδρες ίδρυσαν και λειτουργούσαν το τμήμα κατόπιν εντολής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, με σκοπό την εφαρμογή σχεδίων καταστολής κινεζικών αντιφρονούντων στο εξωτερικό, σε συνεργασία με το κινεζικό υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας.

Η σύλληψή τους ακολούθησε σχετική έκθεση του 2022 από την ισπανική ΜΚΟ Safeguard Defenders, σύμφωνα με την οποία το Πεκίνο έχει δημιουργήσει πάνω από 100 μυστικά αστυνομικά τμήματα σε 53 χώρες.

Σε υπόμνημα καταδίκης που κατατέθηκε στις 16 Μαΐου, οι εισαγγελείς υποστήριξαν πως πρόκειται για την πρώτη γνωστή δίωξη που σχετίζεται με την πρακτική της κινεζικής κυβέρνησης να ιδρύει και να λειτουργεί μη δηλωμένα αστυνομικά τμήματα στο εξωτερικό, ώστε να επιβάλει τους νόμους της παγκοσμίως.

Η πρόταση ποινής τριών ετών για τον Τσεν βασίζεται, σύμφωνα με τους ίδιους, στη «σοβαρότητα της πράξης του». Εκτιμούν ότι μια τέτοια ποινή θα αποτελέσει δίκαιη τιμωρία, θα αναδείξει τη βαρύτητα του αδικήματος, θα ενισχύσει τον σεβασμό προς τον νόμο και θα λειτουργήσει αποτρεπτικά, τόσο σε ατομικό όσο και σε ευρύτερο επίπεδο.

Από την πλευρά της υπεράσπισης, η δικηγόρος του Τσεν, Σούζαν Κέλμαν, πρότεινε να τεθεί ο πελάτης της υπό επιτήρηση, με την πιθανότητα να του επιβληθεί κοινωφελής εργασία. Όπως σημείωσε στο δικό της υπόμνημα, ο Τσεν έχει εκφράσει μεταμέλεια για τις πράξεις του.

Η Κέλμαν προσκόμισε και επιστολές από μέλη της οικογένειας και φίλους του κατηγορουμένου, ανάμεσά τους και έναν πάστορα, υποστηρίζοντας ότι οι επιστολές αναδεικνύουν πτυχές του χαρακτήρα του που αξίζουν επιείκειας από το δικαστήριο.

Οι εισαγγελείς αναγνώρισαν ότι οι επιστολές φωτίζουν την προσωπική ιστορία του κατηγορουμένου, αλλά υπογράμμισαν ότι δεν θεωρούν πως αυτές θα πρέπει να επηρεάσουν την πρότασή τους για τριετή κάθειρξη.

Τόνισαν ακόμη πως το αδίκημα για το οποίο καταδικάζεται δεν συνιστά μεμονωμένο περιστατικό, αλλά αποτέλεσμα συνεχούς και συστηματικής δράσης, με σκοπό την εξυπηρέτηση και συγκάλυψη των παράνομων επιδιώξεων μιας καταπιεστικής κυβέρνησης.

Οι αρχές επικαλέστηκαν επιπλέον το γεγονός ότι ο Τσεν φέρεται να είχε σβήσει επικοινωνίες από την κινεζική εφαρμογή WeChat, παρά τις προειδοποιήσεις του FBI. Μεταξύ των διαγραμμένων συνομιλιών υπήρχαν επαφές με αξιωματούχους του κινεζικού υπουργείου Δημόσιας Ασφάλειας, καθώς και με υποδιευθυντή της δημόσιας ασφάλειας του δήμου Φουτζού.

Οι εισαγγελείς υποστήριξαν πως οι ενέργειες αυτές συνιστούν παρεμπόδιση της δικαιοσύνης, καθώς εμπόδισαν την πρόσβαση των ομοσπονδιακών πρακτόρων σε κρίσιμα στοιχεία της υπόθεσης.

«Η παρεμπόδιση της δικαιοσύνης είναι ένα ιδιαιτέρως ύπουλο αδίκημα», ανέφεραν χαρακτηριστικά, καθώς «υπονομεύει την ικανότητα των αρχών να ερευνήσουν σοβαρές εγκληματικές ενέργειες και διαβρώνει την εμπιστοσύνη του κοινού στο νομικό σύστημα». Στην προκειμένη περίπτωση, εκτίμησαν ότι ο Τσεν έθεσε τη συγκάλυψη των συμφερόντων του ΚΚΚ υπεράνω της κυριαρχίας και της νομιμότητας της κυβέρνησης των ΗΠΑ.

Οι εισαγγελείς σημείωσαν ακόμη πως ο κατηγορούμενος ήταν ένας από τους τρεις ανθρώπους που χαίρουν εμπιστοσύνης ως τακτικοί συνομιλητές Κινέζων αξιωματούχων, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για την εποπτεία του συγκεκριμένου σταθμού στο εξωτερικό.

Στο υπόμνημά τους παρέπεμψαν επίσης σε προηγούμενες παρόμοιες υποθέσεις, όπως αυτή του επιχειρηματία Αν Κουαντζόνγκ, ο οποίος καταδικάστηκε τον Μάρτιο σε 20 μήνες φυλάκισης για αδικήματα που σχετίζονται με την επιχείρηση «Fox Hunt», μια εξωθεσμική πρωτοβουλία του Πεκίνου για την επιστροφή υπόπτων και αντιφρονούντων στην Κίνα.

Οι αρχές υποστήριξαν ότι και ο σταθμός που λειτουργούσαν οι Τσεν και Λου στο Μανχάταν είχε εμπλακεί σε δραστηριότητες «διακρατικής καταστολής», μεταξύ των οποίων και η στοχοποίηση προσώπου που είχε βρεθεί στο στόχαστρο της «Fox Hunt» στην Καλιφόρνια.

Οι εισαγγελείς ολοκλήρωσαν την πρότασή τους ζητώντας από τη δικαστή να λάβει υπόψη και τα θύματα που παρακολουθήθηκαν και παρενοχλήθηκαν εξαιτίας των ενεργειών του κατηγορουμένου και των συνεργών του.

Οι δασμοί στοχεύουν στην ενίσχυση της στρατιωτικής και τεχνολογικής παραγωγής — όχι ενδυμάτων: Τραμπ

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε στις 25 Μαΐου ότι τα σχέδια δασμολογικής πολιτικής του έχουν σχεδιαστεί για να ενισχύσουν την αμερικανική στρατιωτική και τεχνολογική κατασκευή, όχι την ένδυση.

Τον περασμένο μήνα, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ ​​Μπέσσεντ, δήλωσε σε ενημέρωση των δημοσιογράφων του Λευκού Οίκου ότι η κυβέρνηση επικεντρώνεται στις «θέσεις εργασίας του μέλλοντος, όχι στις θέσεις εργασίας του παρελθόντος».

«Δεν χρειάζεται απαραίτητα να έχουμε μια ακμάζουσα κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία», δήλωσε ο Μπέσσεντ στους δημοσιογράφους. «Αλλά θέλουμε να έχουμε στοχευμένη παραγωγή και να την επαναφέρουμε».

Ο Τραμπ επανέλαβε παρόμοια σχόλια το σαββατοκύριακο.

Πριν επιβιβαστεί στο Air Force One στο Νιου Τζέρσεϊ στις 25 Μαΐου, ο πρόεδρος συμφώνησε με τον Μπέσσεντ ότι η οικονομία των ΗΠΑ δεν χρειάζεται να αυξήσει την παραγωγή αθλητικών παπουτσιών και μπλουζών.

«Θέλουμε να κατασκευάσουμε στρατιωτικό εξοπλισμό. Θέλουμε να κατασκευάσουμε μεγάλα πράγματα», είπε ο Τραμπ.

«Δεν θέλω να φτιάξω μπλουζάκια, για να είμαι ειλικρινής. Δεν θέλω να φτιάξω κάλτσες. Μπορούμε να το κάνουμε αυτό πολύ καλά σε άλλες τοποθεσίες. Θέλουμε να φτιάξουμε τσιπ και υπολογιστές και πολλά άλλα πράγματα, και άρματα μάχης και πλοία».

Σε μια σειρά αναρτήσεων στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X, η Αμερικανική Ένωση Ένδυσης και Υπόδησης δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να επιβάλουν δασμούς «για να αυξήσουν την παραγωγή ενδυμάτων Made in US».

«Στην πραγματικότητα, οι δασμοί βλάπτουν τους Αμερικανούς κατασκευαστές φορολογώντας τις εισροές τους», έγραψε η εμπορική ένωση στις 25 Μαΐου.
«Καθώς πρόκειται για τον κλάδο με τους περισσότερους δασμούς στις ΗΠΑ, περισσότεροι δασμοί δεν θα επαναφέρουν περισσότερη παραγωγή, απλώς θα κάνουν την γκαρνταρόμπα μας πιο ακριβή. Ήρθε η ώρα να μειωθούν οι δασμοί στη μόδα!»

Από την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο, ο πρόεδρος έχει επιβάλει δασμούς σε ένα ευρύ φάσμα προϊόντων και χωρών παγκοσμίως. Στόχος ήταν η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και δεκάδες αμερικανικές και ξένες εταιρείες έχουν δεσμευτεί για τρισεκατομμύρια δολάρια σε ιδιωτικές επενδύσεις τους τελευταίους μήνες.

Την περασμένη εβδομάδα, ο Τραμπ δήλωσε ότι θα επιβάλει δασμό 25% στην Apple, εκτός εάν ο τεχνολογικός γίγαντας μεταφέρει την παραγωγή του iPhone πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες.

«Έχω ενημερώσει εδώ και καιρό τον Τιμ Κουκ της Apple ότι αναμένω ότι τα iPhones τους που θα πωλούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής θα κατασκευάζονται και θα συναρμολογούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες, όχι στην Ινδία ή οπουδήποτε αλλού», δήλωσε ο πρόεδρος σε μια ανάρτηση στο Truth Social στις 23 Μαΐου.

Επέκτεινε επίσης την προειδοποίηση σε άλλους κατασκευαστές smartphone, συμπεριλαμβανομένης της Samsung.

Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν μια μικρή παρουσία στην κατασκευή smartphone, είναι περιορισμένη σε σύγκριση με άλλες ξένες αγορές, όπως η Κίνα, η Ινδία και το Βιετνάμ. Εκατομμύρια smartphones αποστέλλονται στις Ηνωμένες Πολιτείες κάθε χρόνο, με την Apple και τη Samsung να αντιπροσωπεύουν τη συντριπτική πλειοψηφία των πωλήσεων.

Οι τελευταίες παρατηρήσεις του προέδρου έρχονται καθώς παρέτεινε την προθεσμία της 1 Ιουνίου για δασμούς 50% στα προϊόντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 9 Ιουλίου, ώστε να επιτραπούν εμπορικές διαπραγματεύσεις μεταξύ αξιωματούχων των ΗΠΑ και της ΕΕ.

Οι ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές σημείωσαν άνοδο μετά την καθυστέρηση, με επικεφαλής τον γερμανικό DAX, ο οποίος σημείωσε άνοδο περίπου 1,5% στις 26 Μαΐου.

Αθλητικά παπούτσια Made in America

Η εγχώρια βιομηχανία ένδυσης μεταμορφώθηκε δραματικά μετά την εφαρμογή της Συμφωνίας Ελεύθερων Συναλλαγών της Βόρειας Αμερικής (NAFTA).

Το 1991, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατασκεύαζαν το 56% των ενδυμάτων που αγοράζονταν εγχώρια, με περίπου 900.000 άτομα να απασχολούνται στον κλάδο. Σήμερα, λιγότερο από το 3% των ενδυμάτων που αγοράζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες παράγεται εγχώρια, με περίπου 84.000 θέσεις εργασίας στην κατασκευή ενδυμάτων να παραμένουν.

Εργάτες παράγουν ενδύματα σε ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας που προμηθεύει ρούχα στην εταιρεία ηλεκτρονικού εμπορίου ταχείας μόδας Shein στην Γκουανγκτζόου, στην επαρχία Γκουανγκντόνγκ της Κίνας, στις 11 Ιουνίου 2024. (Jade Gao/AFP μέσω Getty Images)

Η NAFTA βοήθησε στην έναρξη της τάσης. Η εμπορική συμφωνία κατάργησε τους δασμούς στα είδη ένδυσης και τα υφάσματα που διακινούνται μεταξύ των τριών βορειοαμερικανικών οικονομιών, γεγονός που ενίσχυσε τις εξαγωγές νημάτων που κατασκευάζονται στις ΗΠΑ. Ωστόσο, πολλές αμερικανικές επιχειρήσεις κλωστοϋφαντουργίας μετέφεραν επίσης την παραγωγή στο Μεξικό για να επωφεληθούν από το χαμηλότερο κόστος εργασίας.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ένα σημαντικό μερίδιο της παραγωγής κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων μεταφέρθηκε στην Κίνα μετά την ένταξη της χώρας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001. Η μεταφορά και η εξωτερική ανάθεση επιταχύνθηκαν, με τις αμερικανικές επιχειρήσεις να επωφελούνται από την εξοικονόμηση κόστους. Στη συνέχεια, το Πεκίνο προώθησε ένα ολοκληρωμένο δίκτυο εφοδιαστικής αλυσίδας, το οποίο οι αμερικανικές και οι ευρωπαϊκές εταιρείες χρησιμοποίησαν προς όφελός τους.

Τα κινεζικά προϊόντα αντιπροσωπεύουν περίπου το 40% των εισαγωγών ένδυσης και αξεσουάρ στις ΗΠΑ.

Αλλά ενώ ο Τραμπ και ο Μπέσσεντ δεν έχουν εκφράσει την επιθυμία να επαναφέρουν τα στοιχεία του 1991, το Γραφείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ αναφέρει ότι η επαναφορά της παραγωγής ενδυμάτων δεν είναι αδύνατη.

«Η αναβίωση της παραγωγής ενδυμάτων στην Αμερική δεν είναι άπιαστο όνειρο», δήλωσε το Γραφείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ σε ανάρτηση στις 3 Μαΐου. «Το ‘Made in America’ αποτελεί οικονομική και εθνική προτεραιότητα ασφάλειας αυτής της κυβέρνησης».

Η Epoch Times επικοινώνησε με το Εθνικό Συμβούλιο Οργανισμών Κλωστοϋφαντουργίας για σχόλια.

Τεχνητή νοημοσύνη και άρματα μάχης

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει εκφράσει ανοιχτά τα σχέδιά του να καταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες παγκόσμιο ηγέτη στην τεχνητή νοημοσύνη.

Τον Ιανουάριο, ο Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα για την ενίσχυση της «παγκόσμιας κυριαρχίας τεχνητής νοημοσύνης» του έθνους. Επίσης, παρουσίασε την πρωτοβουλία υποδομής Stargate, ένα τετραετές σχέδιο 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων, με επικεφαλής την OpenAI, την Oracle και την ιαπωνική SoftBank, για να φέρει επανάσταση στην υπολογιστική υποδομή της χώρας.

Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Nvidia, Τζένσεν Χουάνγκ, πρόσφατα επαίνεσε τις προσπάθειες του προέδρου.

«Ο πρόεδρος θα ήθελε η αμερικανική τεχνολογία να κερδίσει με την Nvidia και τις αμερικανικές εταιρείες να πωλούν τσιπ σε όλο τον κόσμο και να δημιουργούν έσοδα, φορολογικά έσοδα, να επενδύουν και να κατασκευάζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες», δήλωσε σε μια σουηδική εκδήλωση στις 24 Μαΐου.

«Η κατασκευή στις Ηνωμένες Πολιτείες, η διασφάλιση της αλυσίδας εφοδιασμού μας, η ύπαρξη πραγματικής ανθεκτικότητας, πλεονασμού και ποικιλομορφίας στην αλυσίδα εφοδιασμού μας στον τομέα της παραγωγής — όλα αυτά είναι εξαιρετικά».

Όσον αφορά την στρατιωτική κατασκευή, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ήδη ο μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων στον κόσμο.

Σύμφωνα με έκθεση του υπουργείου Εξωτερικών που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο, οι πωλήσεις στρατιωτικού εξοπλισμού των ΗΠΑ σε ξένες κυβερνήσεις αυξήθηκαν σε ρεκόρ 319 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο οικονομικό έτος 2024, αυξημένες κατά 29% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Οι άμεσες στρατιωτικές πωλήσεις από αμερικανικές εταιρείες ανήλθαν συνολικά σε σχεδόν 201 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ οι πωλήσεις που διοργανώθηκαν από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανήλθαν σε σχεδόν 118 δισεκατομμύρια δολάρια.

Επίσκεψη αρχηγού ΓΕΑ στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής

Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας (ΓΕΑ) αντιπτέραρχος (Ι) Δημοσθένης Γρηγοριάδης, πραγματοποίησε από 19 έως 23 Μαΐου, επίσκεψη στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Όπως ανακοινώθηκε από το ΓΕΑ, η επίσκεψη ξεκίνησε με συνάντηση στην πρεσβεία της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον, όπου ο αρχηγός ΓΕΑ είχε την ευκαιρία να συναντηθεί με την πρέσβη Αικατερίνη Νάσικα καθώς και με τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων που υπηρετούν στη στρατιωτική αντιπροσωπεία.

Στο πλαίσιο της παραμονής του, πραγματοποίησε συναντήσεις με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο του American Hellenic Institute Νίκο Λαριγκάκη, καθώς και με τους κύριους Μάικ & Άντριου Μανάτο, με τους οποίους συζήτησε θέματα της ελληνοαμερικανικής αμυντικής συνεργασίας και την περαιτέρω ενίσχυση των δεσμών της Ομογένειας με τις Ένοπλες Δυνάμεις.

Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας μετέβη στο Πεντάγωνο των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου συναντήθηκε με τον αρχηγό του Επιτελείου της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ στρατηγό Ντέιβιντ ‘Αλβιν.

Στο πλαίσιο της συνάντησης, συζητήθηκαν ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος, με ιδιαίτερη έμφαση στην περαιτέρω ενίσχυση και αναβάθμιση της διμερούς αμυντικής συνεργασίας, κυρίως στους τομείς των επιχειρησιακών δυνατοτήτων και της εκπαίδευσης.

Ο Αμερικανός αρχηγός εξέφρασε την εκτίμησή του για τη συνδρομή της ελληνικής πλευράς στην αεροπορική βάση της Λάρισας, υπογραμμίζοντας τη σημασία της συνεργασίας αυτής για τη διασφάλιση της περιφερειακής ασφάλειας.

Επιπρόσθετα, εκφράστηκε πρόθεση για περαιτέρω διεύρυνση της συνεργασίας, μέσω της παροχής εκπαίδευσης από την αμερικανική πλευρά προς τα στελέχη της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας καθώς και της ενδυνάμωσης της τεχνικής και επιχειρησιακής υποστήριξης.

Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του, ο αρχηγός επισκέφθηκε τις εγκαταστάσεις της εταιρείας Lockheed Martin Aeronautics, στο Fort Worth του Τέξας, όπου ενημερώθηκε λεπτομερώς για την πορεία του προγράμματος F-35 και ξεναγήθηκε στις γραμμές παραγωγής του μαχητικού αεροσκάφους.

Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε, όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση, στην παρουσίαση του συνολικού πλαισίου υποστήριξης του προγράμματος, με έμφαση στα συστήματα εκπαίδευσης και την προετοιμασία των εμπλεκόμενων στελεχών.

Επιπλέον, έλαβε εκτενή ενημέρωση σχετικά με τις διαδικασίες εκπαίδευσης που αφορούν τόσο τους ιπταμένους όσο και το τεχνικό προσωπικό που θα υποστηρίξει τη λειτουργία και τη συντήρηση του F-35, με στόχο τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου επιχειρησιακής διαθεσιμότητας.

Επίσης, είχε διαδοχικές συναντήσεις με εκπροσώπους των αρμόδιων αμερικανικών αρχών, της διοίκησης του προγράμματος F-35 και της Lockheed Martin.

Ακολούθως, ο αρχηγός ΓΕΑ μετέβη στην 188th Wing της Air National Guard στο Fort Smith, Arkansas, όπου ενημερώθηκε διεξοδικά για την αποστολή και τις δραστηριότητες της μονάδας.

Στο Fort Smith έχει προγραμματιστεί η εκπαίδευση των Ελλήνων στελεχών στα F-35. Στη συνέχεια, είχε συναντήσεις με υψηλόβαθμους αξιωματούχους της αρμόδιας διοίκησης Αεροπορικής Εκπαίδευσης καθώς και με τη διοίκηση της μονάδας και των Μοιρών, από όπου έλαβε ενημέρωση για τα προγράμματα εκπαίδευσης.

Επιπλέον, είχε συνάντηση με τον δήμαρχο της περιοχής και τις τοπικές αρχές, οι οποίες παρέχουν θερμή υποστήριξη και φιλόξενη υποδοχή στους ξένους στρατιωτικούς που υπηρετούν στην κοινότητά τους.

Επίσκεψη Αρχηγού ΓΕΑ στις ΗΠΑ με επίκεντρο το πρόγραμμα των F-35 

Επίσημη επίσκεψη στις ΗΠΑ πραγματοποίησε ο Αρχηγός ΓΕΑ, αντιπτέραρχος Δημοσθένης Γρηγοριάδης. Η περιοδεία του Αρχηγού ΓΕΑ ξεκίνησε από το Τέξας και το ‘Αρκανσο, όπου είχε την ευκαιρία να ξεναγηθεί στα slots παραγωγής των ελληνικών F-35 και να συζητήσει λεπτομέρειες σχετικά με το πρόγραμμα της εκπαίδευσης των πιλότων και των τεχνικών.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Αρχηγός ΓΕΑ διαπίστωσε ότι όλα κινούνται βάσει του αρχικού χρονοδιαγράμματος για το πρόγραμμα των F-35, το οποίο προβλέπει ότι τα πρώτα τέσσερα μαχητικά θα περάσουν στην κυριότητα της Ελλάδας το 2028 και τα επόμενα τέσσερα εντός του 2029. Τα συγκεκριμένα οχτώ αεροσκάφη θα έρθουν στην Ελλάδα το 2030. Στο διάστημα που θα προηγηθεί, θα μεσολαβήσει η εκπαίδευση των περίπου 70 Ελλήνων πιλότων και τεχνικών που θα μετακομίσουν στην πολιτεία ‘Αρκανσο για σχεδόν ένα χρόνο.

Ο Αρχηγός ΓΕΑ υπογράμμισε ότι η χώρα μας επωφελείται από το γεγονός ότι θα παραλάβει τα μαχητικά στις εν λόγω ημερομηνίες, καθώς θα έχουν επιλυθεί όλα τα θέματα που είχαν κατά καιρούς προκύψει στις προηγούμενες εκδοχές του μαχητικού.

Συνάντηση με τον Αμερικανό Αρχηγό ΓΕΑ

Στο σκέλος της περιοδείας που αφορούσε την Ουάσιγκτον, ο κ. Γρηγοριάδης είχε την ευκαιρία να συναντηθεί με τον Αμερικανό ομόλογο του Ντέιβιντ ‘Αλβιν, καθώς και με τον υπηρεσιακό γραμματέα Διεθνών Υποθέσεων της Πολεμικής Αεροπορίας (SAF/IA) και τον εκπρόσωπο του γραφείου Κοινού Προγράμματος (JPO) των F-35.

Η συνάντηση με τον Ντέιβιντ ‘Αλβιν πραγματοποιήθηκε σε θερμό κλίμα, με τον Αρχηγό ΓΕΑ να παρουσιάζει τις δυνατότητες που θα έχει ο ελληνικός στόλος το 2030, δράττοντας την ευκαιρία να υπενθυμίσει εκ του σύνεγγυς, την αποδέσμευση κάποιων σύγχρονων όπλων που έχει αιτηθεί η Ελλάδα.

Από την πλευρά του, ο Αρχηγός της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας, ευχαρίστησε για την φιλοξενία και τη στήριξη που παρέχει η Ελλάδα στην αμερικανική UAV βάση στη Λάρισα. Σε αυτό το σημείο, εξέφρασε τη πρόθεση των ΗΠΑ για περαιτέρω διεύρυνση της συνεργασίας με την Ελλάδα. μέσω της παροχής εκπαίδευσης προς τα στελέχη της πολεμικής αεροπορίας και την ενίσχυση της τεχνικής και επιχειρησιακής υποστήριξης που λαμβάνει η χώρα μας.

Επίσης, ο Ντέιβιντ ‘Αλβιν φάνηκε να είναι ενήμερος για τις καλές σχέσεις που διατηρεί η Ελλάδα με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, και τις αραβικές χώρες, καθώς και για την περιπολία του εναέριου χώρου της Αλβανίας, του Μαυροβούνιου και της Βόρειας Μακεδονίας που έχει επωμιστεί η χώρα μας.

Όσον αφορά την Τουρκία, ο Αρχηγός ΓΕΑ αναφέρθηκε στην συνέχιση του casus belli, το οποίο δημιουργεί την ανάγκη για μια δύναμη αποτροπής. Υπό αυτό το πρίσμα, επισήμανε ότι η Ελλάδα δεν είναι μια επιθετική δύναμη αλλά ένας πυλώνας ασφάλειας και σταθερότητας για την περιοχή.

 

Αμερικανική «ανάσα» στη Συρία: Η Ουάσιγκτον αίρει κυρώσεις για να στηρίξει την ανοικοδόμηση

Η αμερικανική κυβέρνηση ανακοίνωσε την Παρασκευή τη μερική άρση των κυρώσεων σε βάρος της Συρίας, με στόχο να δοθεί ώθηση στην οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας, μετά την ανατροπή του καθεστώτος του Μπασάρ αλ-Άσαντ πέρυσι. Στο ίδιο πνεύμα, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χαρακτήρισε την κίνηση αυτή ως το πρώτο βήμα υλοποίησης του οράματος του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για μια «νέα σχέση» μεταξύ Ουάσιγκτον και Δαμασκού.

Η σχετική απόφαση ακολουθεί τις πρόσφατες δηλώσεις-έκπληξη του Αμερικανού προέδρου κατά την περιοδεία του στη Μέση Ανατολή, όπου έκανε σαφή την πρόθεσή του να προχωρήσει στην άρση των αμερικανικών κυρώσεων κατά της Συρίας.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών, εκδόθηκε γενική άδεια (GL25), η οποία, στην πράξη, επιτρέπει τις περισσότερες οικονομικές συναλλαγές με τη νέα συριακή κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένου του τραπεζικού τομέα και των υπηρεσιών πετρελαίου. Επιπλέον, η άδεια καλύπτει και ορισμένα πρόσωπα που βρίσκονταν μέχρι πρότινος υπό καθεστώς κυρώσεων, όπως ο προσωρινός πρόεδρος της Συρίας, Άχμεντ αλ-Σαράα, γνωστός έως πρόσφατα ως Αμπού Μουχάμαντ αλ-Τζολάνι.

Η Ουάσιγκτον εκτιμά πως η απόφαση αυτή θα διευκολύνει την επιστροφή επενδύσεων και επιχειρηματικής δραστηριότητας στον συριακό ιδιωτικό τομέα, επισημαίνοντας ότι συμβαδίζει με τη στρατηγική «Πρώτα η Αμερική» που προωθεί ο Λευκός Οίκος.

«Αυτή είναι μόνο μία πτυχή μιας ευρύτερης κυβερνητικής προσπάθειας για την πλήρη άρση των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στη Συρία λόγω των βιαιοτήτων του καθεστώτος Άσαντ», ανέφερε το Υπουργείο Οικονομικών.

Παράλληλα, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χορήγησε εξάμηνη εξαίρεση από τον Νόμο «Καισάρ» (Caesar Act), ώστε οι αμερικανικοί εταίροι της Ουάσιγκτον να μπορούν να επενδύουν και να συμμετέχουν στην ανοικοδόμηση της Συρίας, χωρίς να παρεμποδίζονται από τις κυρώσεις. Ο υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, δήλωσε πως το μέτρο αυτό θα ενισχύσει την αποκατάσταση βασικών υποδομών στη Συρία, όπως το ρεύμα, η ενέργεια, το νερό και η υγιεινή, και θα διευκολύνει την είσοδο ανθρωπιστικής βοήθειας σε μια χώρα που ταλανίζεται ακόμα από τις πληγές του πολέμου.

«Οι σημερινές ενέργειες αποτελούν το πρώτο βήμα για να πάρει σάρκα και οστά το όραμα του προέδρου για μια νέα εποχή στις σχέσεις Συρίας-ΗΠΑ», ανέφερε ο Ρούμπιο.

Άμεσα αντέδρασε με ανακοίνωσή του και το Υπουργείο Εξωτερικών της Συρίας, χαιρετίζοντας την απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να άρει τις κυρώσεις. Η εξέλιξη αυτή έρχεται αμέσως μετά τη συνάντηση του προέδρου Τραμπ με τον αλ-Σαράα στη Σαουδική Αραβία, στις 14 Μαΐου. Σύμφωνα με τον Ρούμπιο, η Ουάσιγκτον έχει καταστήσει σαφές στη Δαμασκό ότι η άρση των κυρώσεων θα πρέπει να ακολουθηθεί άμεσα από «συγκεκριμένα μέτρα σε κρίσιμους τομείς πολιτικής».

«Ο πρόεδρος Τραμπ δίνει έτσι στη συριακή ηγεσία την ευκαιρία να διασφαλίσει την ειρήνη και τη σταθερότητα, όχι μόνο εντός της χώρας, αλλά και στις σχέσεις της με όλη την περιοχή», δήλωσε ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας.

Υπενθυμίζεται πως, πριν από αυτή τη συνάντηση, ο Τραμπ είχε ανακοινώσει ότι η κυβέρνησή του κινείται προς την επανασύσταση διπλωματικών σχέσεων με τη Συρία. «Δίνω εντολή για τον τερματισμό των κυρώσεων ώστε να δοθεί στη Συρία μια πραγματική ευκαιρία να κάνει ένα νέο ξεκίνημα», είχε πει χαρακτηριστικά στο Επενδυτικό Φόρουμ ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας στο Ριάντ, στις 13 Μαΐου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χαρακτηρίσει τη Συρία «κρατικό χορηγό της τρομοκρατίας» ήδη από το 1979, ενώ το 2011 επέβαλαν αυστηρότερες κυρώσεις με αφορμή την αιματηρή καταστολή διαδηλωτών από το καθεστώς Άσαντ. Αυτή η σκληρή πολιτική αποτέλεσε το έναυσμα για έναν εμφύλιο που κράτησε 13 χρόνια μέχρι την τελική ανατροπή του καθεστώτος από αντικαθεστωτικές δυνάμεις υπό την ηγεσία του Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ – οργάνωση που, πάντως, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν ως τρομοκρατική.

Την άρση των οικονομικών κυρώσεων ανακοίνωσε και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 20 Μαΐου, υπό το σκεπτικό να υποστηριχθεί η «αναδόμηση μιας νέας, δημοκρατικής και πολυφωνικής Συρίας, απαλλαγμένης από καταστροφικές ξένες παρεμβάσεις».

Με την συμβολή των Ράιαν Μόργκαν και Reuters

Aπομάκρυνση των κινεζικών συσκευών από τα αμερικανικά δίκτυα, αλλά οι κίνδυνοι από το ΚΚΚ παραμένουν

Συνεχίζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες οι προσπάθειες απομάκρυνσης κινεζικού τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού, ωστόσο οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) παραμένουν έντονοι, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC), Μπρένταν Καρ.

Καταθέτοντας στις 21 Μαΐου σε υποεπιτροπή της Βουλής για τα δημόσια οικονομικά, ο κ. Καρ τόνισε πως, παρά τις εν εξελίξει ενέργειες για την απομάκρυνση του κινεζικού εξοπλισμού από τα αμερικανικά τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, ο δρόμος μέχρι την οριστική θωράκιση απέχει πολύ ακόμη.

Ο επικεφαλής της FCC αναφέρθηκε ειδικότερα στην πορεία υλοποίησης του προγράμματος «Rip and Replace», δηλαδή την απόσυρση και αντικατάσταση εξοπλισμού κινεζικών εταιρειών όπως οι Huawei και ZTE από κρίσιμες αμερικανικές υποδομές. Παρά τις χρηματοδοτικές δυσκολίες που επέφεραν καθυστερήσεις, ο Καρ εκτίμησε ότι το έργο ενδέχεται να ολοκληρωθεί εντός του έτους.

Rip and Replace: Η μεγάλη «εκκαθάριση»

Με την έναρξη του προγράμματος το 2021, διατέθηκαν 1,9 δισ. δολάρια για να αποζημιωθούν αμερικανικές τηλεπικοινωνιακές εταιρείες που θα απομάκρυναν και θα αντικαθιστούσαν κινεζικό εξοπλισμό δικτύων.

Ήδη από τότε, τόσο η Huawei όσο και η ZTE χαρακτηρίστηκαν απειλές για την εθνική ασφάλεια και απαγορεύτηκε η χρήση κρατικών πόρων για αγορά εξοπλισμού των συγκεκριμένων εταιρειών.

Όπως είχε δηλώσει ο πρώην πρόεδρος της FCC, «και οι δύο εταιρείες διατηρούν στενούς δεσμούς με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας και το στρατιωτικό κατεστημένο της χώρας, ενώ υπόκεινται στη νομοθεσία που τις υποχρεώνει να συνεργάζονται με τις κινεζικές υπηρεσίες πληροφοριών. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε την εκμετάλλευση τρωτών σημείων των δικτύων μας και την υπονόμευση κρίσιμων επικοινωνιακών υποδομών από το ΚΚΚ».

Το ίδιο έτος, η FCC αποφάσισε ομόφωνα να απαγορεύσει την αδειοδότηση εξοπλισμού των κινεζικών εταιρειών που θεωρούνται απειλές για την εθνική ασφάλεια, όπως οι Huawei και ZTE.

Λίγους μήνες αργότερα, η Επιτροπή αφαίρεσε επίσης την άδεια λειτουργίας της China Telecom Americas, θυγατρικής της China Telecom, στερώντας της το δικαίωμα παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στις ΗΠΑ.

Όπως υπογράμμιζε τότε η ρυθμιστική αρχή, η εταιρεία «υπόκειται σε επιρροή και έλεγχο από την κινεζική κυβέρνηση και είναι εξαιρετικά πιθανό να υπακούσει σε εντολές από το Πεκίνο».

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης επεσήμανε στις τότε έρευνές του ότι η China Telecom παραπλάνησε τις αρχές σχετικά με το πού τηρούσε αρχεία Αμερικανών χρηστών, εγείροντας ανησυχίες σχετικά με την πρόσβαση στα δεδομένα. Παράλληλα, διαπιστώθηκαν ανακριβείς δηλώσεις για τις πρακτικές κυβερνοασφάλειας της εταιρείας, φέρνοντας στο προσκήνιο το ζήτημα συμμόρφωσης με τους αμερικανικούς νόμους προστασίας δεδομένων και ασφάλειας.

Νομοθετικές παρεμβάσεις

Το 2021, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν υπέγραψε τον νόμο «Secure Equipment Act», ενισχύοντας το πλέγμα προστασίας των αμερικανικών τηλεπικοινωνιών. Πρόκειται για νομοθέτημα που απαγορεύει τη χορήγηση νέων αδειών εισαγωγής εξοπλισμού σε εταιρείες χωρών που θεωρούνται εχθρικές.

Στα τέλη της θητείας της, η τότε πρόεδρος της FCC, Τζέσικα Ρόζενγουορσελ, υπογράμμισε τη σημασία της απρόσκοπτης χρηματοδότησης του «Rip and Replace», καθώς πάνω από 100 πάροχοι εργάζονταν για την εκκαθάριση του δικτύου τους από εξοπλισμό κινεζικών εταιρειών.

Προς τα τέλη του προηγούμενου έτους, τα αμερικανικά τηλεπικοινωνιακά δίκτυα βρέθηκαν ξανά στο προσκήνιο, όταν αποκαλύφθηκε η δραστηριοποίηση Κινέζων κρατικά ελεγχόμενων χάκερ σε δίκτυα αμερικανικών εταιρειών.

Σύμφωνα με την αρμόδια αναπληρώτρια σύμβουλο εθνικής ασφάλειας, Άνι Νιούμπεργκερ, η ομάδα «Salt Typhoon», με διασυνδέσεις στο κινεζικό κράτος, είχε καταφέρει να διεισδύσει σε τουλάχιστον οκτώ αμερικανικές τηλεπικοινωνιακές επιχειρήσεις.

Οι προκλήσεις δεν περιορίζονται στον εξοπλισμό

Ο Μπρένταν Καρ επισήμανε στο Κογκρέσο πως οι απειλές του ΚΚΚ παραμένουν πολυεπίπεδες και δεν περιορίζονται μόνο στον φυσικό εξοπλισμό. «Δεν επιδιώκουν την πρόσβαση μόνο μέσω μίας τεχνολογικής οδού», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Ο πρόεδρος της FCC υπενθύμισε πως πέρα από τον αποκλεισμό εταιρειών όπως η China Mobile και η China Telecom, η απειλή που συνιστά το κινεζικό κυβερνοέγκλημα —με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ομάδα “Volt Typhoon”— παραμένει υπαρκτή και απαιτεί αυξημένη εγρήγορση σε όλα τα επίπεδα.

Εκτός από το «Rip and Replace», η FCC λαμβάνει επιπρόσθετα μέτρα για την αποτροπή νέων απειλών από ανταγωνίστριες χώρες. Ενδεικτικά, ο Καρ ανέφερε τη μεταρρύθμιση του προγράμματος αδειοδότησης εξοπλισμού, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι νεοεισερχόμενες τεχνολογίες στις ΗΠΑ πληρούν αυστηρότατα πρότυπα σε θέματα φάσματος και ενεργειακής συμβατότητας.

Δίνοντας έμφαση στη διαφάνεια, ο πρόεδρος της FCC ξεκαθάρισε ότι οι εργαστηριακοί έλεγχοι στις συσκευές που εισάγονται πλέον απαιτούν και πιστοποίηση ως προς την αξιοπιστία των ίδιων των εργαστηρίων, ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε εξάρτησή τους από ξένες δυνάμεις.

«Υιοθετούμε ένα νέο, ακόμα πιο αυστηρό πρωτόκολλο, για να διασφαλίσουμε ότι τα εργαστήρια που διενεργούν τους ελέγχους για αμερικανικές συσκευές είναι απολύτως ανεξάρτητα από κάθε είδους ξένη επιρροή», τόνισε χαρακτηριστικά.

Αυστηρότεροι περιορισμοί στη δημοσιογραφική πρόσβαση του Πενταγώνου

Ο υπουργός Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών, Πιτ Χέγκσεθ, προχώρησε στην επιβολή νέων αυστηρών περιορισμών όσον αφορά τη δημοσιογραφική πρόσβαση στο Πεντάγωνο, με στόχο την καλύτερη προστασία ευαίσθητων πληροφοριών, σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο του υπουργείου Άμυνας που εκδόθηκε στις 23 Μαΐου.

Όπως τονίζεται στο έγγραφο, πρώτη προτεραιότητα του αμερικανικού Πενταγώνου παραμένει η εθνική ασφάλεια, η διασφάλιση διαβαθμισμένων πληροφοριών αλλά και η προστασία ευαίσθητων, μη διαβαθμισμένων στοιχείων που κρίνονται κρίσιμα για την επιχειρησιακή ασφάλεια.

«Παρότι το Υπουργείο παραμένει προσηλωμένο στη διαφάνεια, έχει ταυτόχρονα την υποχρέωση να προστατεύει διαβαθμισμένες και ευαίσθητες πληροφορίες — των οποίων η μη εξουσιοδοτημένη διαρροή θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο ζωές Αμερικανών στρατιωτικών», σημειώνεται στην εγκύκλιο.

Με βάση τα νέα μέτρα, ο υπουργός Άμυνας καθιερώνει πρόσθετα επίπεδα ελέγχου για τους εκπροσώπους των ΜΜΕ που διαθέτουν ειδική κάρτα πρόσβασης στις εγκαταστάσεις του Πενταγώνου. Οι κανονισμοί αυτοί τίθενται σε ισχύ άμεσα.

Συγκεκριμένα, στους δημοσιογράφους απαγορεύεται πλέον η είσοδος σε γραφεία του υπουργού Άμυνας και του Κοινού Επιτελείου, χωρίς προηγούμενη έγκριση και επίσημη συνοδεία αρμόδιου προσωπικού. Επιπλέον, δεν τους επιτρέπεται η πρόσβαση στο Αθλητικό Κέντρο του Πενταγώνου.

Ανεξέλεγκτη, μη συνοδευόμενη πρόσβαση θα διατηρείται μόνο σε ορισμένους προκαθορισμένους χώρους.

Σε περιπτώσεις όπου δημοσιογράφος χρειάζεται να μεταβεί σε άλλα γραφεία ή περιοχές εντός του Πενταγώνου για συνεντεύξεις ή άλλες επαγγελματικές υποχρεώσεις, απαιτείται πλέον η υποχρεωτική συνοδεία από αρμόδιο υπάλληλο του Υπουργείου Άμυνας.

Επιπλέον, όλοι οι διαπιστευμένοι δημοσιογράφοι θα υποχρεώνονται να ολοκληρώσουν επικαιροποιημένο ενημερωτικό πρόγραμμα τις επόμενες εβδομάδες, σχετικά με τις ευθύνες τους όσον αφορά την προστασία ευαίσθητων και διαβαθμισμένων πληροφοριών.

Προβλέπεται επίσης η χορήγηση ανανεωμένης κάρτας πρόσβασης τύπου PFAC με εμφανέστερη σήμανση «PRESS», ενώ παράλληλα αυστηροποιούνται οι διαδικασίες έκδοσης και ελέγχου των διαπιστεύσεων.

Σε περίπτωση παράβασης των νέων κανονισμών, η εγκύκλιος προειδοποιεί για αυστηρότερα περιοριστικά μέτρα και ενδεχόμενη ανάκληση της διαπίστευσης.

Η Ένωση Ανταποκριτών του Πενταγώνου, που εκπροσωπεί τους διαπιστευμένους δημοσιογράφους στον χώρο της αμερικανικής άμυνας, έκανε λόγο για «ευθεία επίθεση κατά της ελευθεροτυπίας».

«Επικαλούνται θέματα επιχειρησιακής ασφάλειας, όμως η παρουσία δημοσιογράφων σε μη διαβαθμισμένους χώρους του Πενταγώνου αποτελεί παράδοση δεκαετιών, ανεξαρτήτως κυβέρνησης, ακόμη και μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, χωρίς να τεθεί ποτέ θέμα κινδύνου για την ασφάλεια από το Υπουργείο», υπογραμμίζει σε σχετική ανακοίνωση η Ένωση.

Ο κύριος εκπρόσωπος του Πενταγώνου, Σον Παρνέλ, επικρότησε τα νέα μέτρα με ανάρτησή του στα κοινωνικά δίκτυα. «Έως τώρα, οι δημοσιογράφοι μπορούσαν να κινούνται ανεξέλεγκτα σε όλο το Πεντάγωνο», ανέφερε. Οι αλλαγές ήταν «αναγκαίες και πρακτικές για να διασφαλιστεί η επιχειρησιακή ασφάλεια και να υπάρξει εναρμόνιση με τα υπόλοιπα κυβερνητικά κτίρια.»

Σε αντίστοιχες κινήσεις είχε προχωρήσει και ο Λευκός Οίκος ήδη από τον Φεβρουάριο, περιορίζοντας την πρόσβαση του Associated Press στο Οβάλ Γραφείο και το Air Force One, επικαλούμενος διαφωνίες για τον τρόπο αναφοράς του ειδησεογραφικού οργανισμού στην ονομασία του Κόλπου του Μεξικού, ο οποίος έχει επισήμως μετονομαστεί σε Κόλπο της Αμερικής.

«Το Associated Press συνεχίζει να αγνοεί τη νόμιμη μετονομασία του Κόλπου της Αμερικής», δήλωσε τότε ο αναπληρωτής επιτελάρχης του Λευκού Οίκου, Τέιλορ Μπουντόβιτς, μέσω ανάρτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η προστασία των κυβερνητικών πληροφοριών

Τα νέα περιοριστικά μέτρα στο Πεντάγωνο αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής της κυβέρνησης Τραμπ για την ενίσχυση της ασφάλειας κρατικών μυστικών και την αποτροπή διαρροών.

Ήδη από τις 25 Απριλίου, η υπουργός Δικαιοσύνης, Πάμ Μπόντι, εξέδωσε εγκύκλιο που διευκολύνει την απόκτηση πληροφοριών από δημοσιογραφικούς οργανισμούς σε περιπτώσεις διαρροής κρατικών εγγράφων.

«Η διασφάλιση διαβαθμισμένων και ευαίσθητων πληροφοριών είναι ουσιώδης για τη λειτουργία της κυβέρνησης και την επιβολή του νόμου», τόνιζε η εγκύκλιος. «Οι συνειδητές διαρροές κυβερνητικών δεδομένων στους δημοσιογράφους υπονομεύουν την αποστολή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και θέτουν σε αμφισβήτηση το κράτος δικαίου, τα πολιτικά δικαιώματα και την ασφάλεια της χώρας. Η πρακτική αυτή είναι παράνομη και απαράδεκτη και πρέπει να λήξει.»

Στο πλαίσιο αυτό, ακυρώθηκαν σχετικές πολιτικές του πρώην υπουργού Μέρικ Γκάρλαντ που απαγόρευαν στο Υπουργείο να ζητεί ή να απαιτεί καταθέσεις και στοιχεία από δημοσιογράφους κατά τη διερεύνηση παράνομων διαρροών.

Πλέον, οι δημοσιογραφικές οργανώσεις είναι υποχρεωμένες να συμμορφώνονται με κλητεύσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο μπορεί να προσφεύγει στα δικαστήρια ζητώντας κατάθεση ή παράδοση στοιχείων και μαρτυριών.

Παράλληλα, στέλεχος του Υπουργείου Άμυνας αποκάλυψε στις 18 Απριλίου ότι τρεις αξιωματούχοι του Πενταγώνου έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα, στο πλαίσιο έρευνας για διαρροή πληροφοριών – μεταξύ αυτών, σύμβουλος του υπουργού Άμυνας.

Με πληροφορίες από το πρακτορείο Reuters