Τετάρτη, 10 Σεπ, 2025

Επίθεση με βόμβες μολότοφ κατά της Tesla στο Λας Βέγκας – Συνελήφθη ύποπτος με ακραίες αριστερές διασυνδέσεις

Η Μητροπολιτική Αστυνομία του Λας Βέγκας προχώρησε το βράδυ της 26ης Μαρτίου στη σύλληψη του Πολ Χιόν Κιμ, με την κατηγορία της εμπρηστικής επίθεσης εναντίον του κέντρου επιδιόρθωσης οχημάτων Tesla στο Λας Βέγκας. Η επίθεση σημειώθηκε στις 18 Μαρτίου και είχε ως αποτέλεσμα την ολοσχερή καταστροφή τριών οχημάτων, τη ζημία άλλων δύο, καθώς και τον βανδαλισμό με την αναγραφή της λέξης «RESIST» (ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙΤΕ) στο κτίριο της εταιρείας.

Σύμφωνα με τον βοηθό σερίφη Ντόρι Κόρεν, ο δράστης έφτασε στον χώρο της Tesla με ένα μαύρο Hyundai Elantra, φορώντας μαύρα ρούχα, γάντια και κάλυμμα προσώπου. Αφού κατέστρεψε με πυροβολισμούς τις κάμερες ασφαλείας, χρησιμοποίησε βόμβες μολότοφ για να πυρπολήσει τρία σταθμευμένα αυτοκίνητα Tesla, ενώ τοποθέτησε ανεπιτυχώς μια ακόμη βόμβα σε τέταρτο όχημα.

Κατά την έρευνα στις ιδιοκτησίες του Κιμ, οι αρχές κατέσχεσαν πολλά όπλα μεταξύ των οποίων τουφέκια, καραμπίνα, ένα πιστόλι, πυρομαχικά διαφόρων διαμετρημάτων και ενδύματα που ταιριάζουν με αυτά που φορούσε ο ύποπτος στις κάμερες ασφαλείας. Επιπλέον, βρέθηκαν ηλεκτρονικές συσκευές, οι οποίες εξετάζονται ήδη από το FBI, ενώ γενετικό υλικό (DNA) που συλλέχθηκε στον τόπο της επίθεσης ταυτοποιήθηκε με εκείνο του δράστη.

Πιθανές πολιτικές διασυνδέσεις

Οι αστυνομικές αρχές, για την ώρα, αναφέρουν ότι ο Κιμ φαίνεται πως έχει χαλαρές αλλά σαφείς ιδεολογικές διασυνδέσεις με ακροαριστερές οργανώσεις, όπως η οργάνωση Revolutionary Communists International και ομάδες που συνδέονται με το Κομμουνιστικό Κόμμα ΗΠΑ, καθώς και με κινήματα αλληλεγγύης προς την Παλαιστίνη. Ο κ. Κόρεν τόνισε ότι η διερεύνηση των ακριβών κινήτρων και πιθανών συνεργατών είναι ακόμη στο αρχικό της στάδιο.

Ο ειδικός πράκτορας του FBI, Σπένσερ Έβανς, προειδοποίησε όσους σκέφτονται παρόμοιες ενέργειες, λέγοντας: «Δεν υπάρχει τίποτα ευγενές ή ηρωικό στο να πυρπολείς ιδιωτικές επιχειρήσεις και να τρομοκρατείς την κοινότητά σου».

Ανησυχίες για οργανωμένο κύμα επιθέσεων

Το περιστατικό εντάσσεται σε μια σειρά πρόσφατων επιθέσεων κατά εγκαταστάσεων της Tesla ανά τις ΗΠΑ. Αξιωματούχοι της ομοσπονδιακής αστυνομίας και της υπηρεσίας Δίωξης Όπλων και Εκρηκτικών (ATF) έχουν ήδη συγκροτήσει ειδική ομάδα για τη διερεύνηση αυτών των επιθέσεων, με τις αρχές να λαμβάνουν αυξημένα μέτρα ασφαλείας σε όλες τις εγκαταστάσεις της Tesla, όπως επιβεβαίωσε ο σερίφης του Λας Βέγκας, Κέβιν ΜακΜαχίλ.

Ο Έλον Μασκ, ιδρυτής της Tesla, καταδίκασε έντονα το περιστατικό μέσω κοινωνικών δικτύων, χαρακτηρίζοντας τις επιθέσεις «παράλογες και βαθιά λανθασμένες». Αντίστοιχη αντίδραση είχε και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος προειδοποίησε ότι οι δράστες μπορεί να αντιμετωπιστούν ως «εγχώριοι τρομοκράτες» και διαβεβαίωσε ότι η Ουάσιγκτον θα «σταματήσει» αυτού του τύπου τις ενέργειες. Η υπουργός Δικαιοσύνης Πάμ Μπόντι δήλωσε ότι οι δράστες παρόμοιων επιθέσεων μπορεί να αντιμετωπίσουν ποινές φυλάκισης έως και είκοσι ετών.

Πολιτικές αντιπαραθέσεις και ευρύτερες επιπτώσεις

Το συμβάν επαναφέρει έντονη πολιτική αντιπαράθεση, καθώς η Tesla και προσωπικά ο Μασκ έχουν γίνει αντικείμενο κριτικής λόγω της εμπλοκής του στην πρωτοβουλία του υπουργείου Αποδοτικότητας της Κυβέρνησης (DOGE), που κατηγορείται από Δημοκρατικούς ότι μειώνει θέσεις εργασίας και αποδυναμώνει δημόσιες υπηρεσίες.

Αναλυτές επισημαίνουν πως οι επιθέσεις ενδέχεται να πυροδοτήσουν έναν ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό διχασμό, ενισχύοντας την ανάγκη για αποτελεσματική και προσεκτική διαχείριση από τις αρχές και ψύχραιμη αντίδραση από τα εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα.

Η υπόθεση παραμένει υπό στενό έλεγχο από τις αρχές ασφαλείας, ενώ η έρευνα συνεχίζεται με εντατικούς ρυθμούς. Ο Κιμ παραμένει υπό κράτηση και είναι αντιμέτωπος με σοβαρές κακουργηματικές κατηγορίες σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο.

Αλλαγές στη Δημόσια Υγεία των ΗΠΑ: Μαζικές περικοπές από τον Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ

Σε μια σαρωτική αναδιάρθρωση προχωράει το αμερικανικό υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών (HHS), όπως ανακοίνωσε στις 27 Μαρτίου ο νέος υπουργός Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζούνιορ.

Η πρωτοβουλία προβλέπει συγχώνευση υπηρεσιών και σημαντική μείωση προσωπικού της τάξεως του 25%, με τον αριθμό των εργαζομένων να μειώνεται από 82.000 σε περίπου 62.000. Ο στόχος της αναδιάρθρωσης, σύμφωνα με τον κ. Κέννεντυ, είναι η «αποτελεσματικότερη λειτουργία» του υπουργείου καθώς και η βελτίωση της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών προς τους Αμερικανούς πολίτες.

«Θα εκσυγχρονίσουμε το υπουργείο, ώστε να γίνει πιο παραγωγικό και πιο αποτελεσματικό», τόνισε ο κ. Κέννεντυ στο μήνυμά του. Αναγνωρίζοντας πως «η μετάβαση αυτή θα είναι επώδυνη», πρόσθεσε ότι το HHS καλείται να «πετύχει περισσότερα, με λιγότερους πόρους».

Μείωση προσωπικού στις βασικές υπηρεσίες

Η νέα δομή προβλέπει δραματικές αλλαγές στις κεντρικές διοικητικές υπηρεσίες. Η Διοίκηση Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) θα υποστεί τη μεγαλύτερη μείωση προσωπικού, με περικοπή 3.500 θέσεων. Παράλληλα, τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) θα μειώσουν το δυναμικό τους κατά 2.400 εργαζόμενους, ενώ τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH) κατά 1.200 και τα Κέντρα Υπηρεσιών Medicare και Medicaid κατά 300.

Σύμφωνα με τη διοίκηση του HHS, πολλές από τις προς κατάργηση θέσεις χαρακτηρίστηκαν «πλεονάζουσες» ή «διπλές αρμοδιότητες». Η αναδιάρθρωση συνεπάγεται επίσης συγχώνευση των 28 υφιστάμενων υπηρεσιών σε 15. Η νέα δομή εκτιμάται ότι θα εξοικονομήσει 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.

Αντικρουόμενες αντιδράσεις

Ο εκπρόσωπος των Δημοκρατικών Τζέραλντ Κόνολι εξέφρασε σοβαρές ανησυχίες για τις επιπτώσεις των περικοπών. «Πρόκειται για σοβαρό λάθος. Ανησυχώ βαθύτατα για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες στην υγεία και την ευημερία των Αμερικανών», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Από την πλευρά της, η Ντορίν Γκρίνγουολντ, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εργαζομένων στον Δημόσιο Τομέα, προειδοποίησε ότι οι περικοπές θα έχουν «καταστροφική επίπτωση» στις διαδικασίες δημόσιας υγείας, χαρακτηρίζοντας «εξωπραγματικό» τον ισχυρισμό ότι τέτοιου βαθμού μειώσεις δεν θα επηρεάσουν κρίσιμες υπηρεσίες προς τους πολίτες.

Ωστόσο, υπήρξαν και θετικότερες αντιδράσεις, όπως του Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή Μπιλ Κάσιντι, ο οποίος εκτίμησε ότι η αναδιοργάνωση μπορεί να βελτιώσει σημαντικές διαδικασίες, όπως η ταχύτερη έγκριση φαρμάκων και η καλύτερη παροχή υπηρεσιών Medicare. «Αναμένω πως θα δω πρακτικά πώς αυτή η αναδιάρθρωση θα φέρει αυτά τα αποτελέσματα», πρόσθεσε.

Τα κίνητρα πίσω από την αναδιάρθρωση

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης προκύπτει μετά από εντολή του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για ένα ευρύ φάσμα περικοπών σε ομοσπονδιακό επίπεδο, που ζητούσε από διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες να προχωρήσουν σε μαζικές απολύσεις και περιορισμό των εξόδων τους.

Ο Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ τόνισε επίσης την αναποτελεσματικότητα του συστήματος υγείας, παρά τη σημαντική αύξηση του προϋπολογισμού του HHS κατά 38% μεταξύ 2021 και 2025, αναφέροντας ως παραδείγματα την αύξηση των χρόνιων νοσημάτων, την άνοδο των περιστατικών καρκίνου και το χαμηλό προσδόκιμο ζωής των Αμερικανών σε σχέση με τους Ευρωπαίους. «Το υπουργείο λειτουργεί σε πολλά επίπεδα απομονωμένα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οι υπηρεσίες ενεργούν εντελώς αντίθετα μεταξύ τους», σημείωσε καταγγελτικά ο υπουργός.

Οι επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης

Το εύρος των αλλαγών στο HHS είναι τέτοιο που, σύμφωνα με αναλυτές, εκτιμάται πως θα πυροδοτήσει έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του επόμενου έτους. Παράλληλα, παραμένει έντονη η ανησυχία για το εάν οι μαζικές απολύσεις θα επηρεάσουν ουσιαστικά την ποιότητα της δημόσιας υγείας στις ΗΠΑ και την ικανότητα της χώρας να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε μελλοντικές κρίσεις δημόσιας υγείας.

Ανεξαρτήτως από πολιτικές ή συνδικαλιστικές αντιδράσεις, είναι βέβαιο πως η αναδιάρθρωση του γιγαντιαίου υπουργείου Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών θα αποτελέσει ένα μεγάλο «στοίχημα» για τη νέα κυβέρνηση Τραμπ και τον Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ, η επιτυχία ή αποτυχία του οποίου θα έχει άμεσο αντίκτυπο για τους πολίτες.

Κορυφαίοι Αμερικανοί αξιωματούχοι ενώπιον δικαιοσύνης για συνομιλίες στο Signal

Μήνυση κατατέθηκε στις 25 Μαρτίου από την αμερικανική ομάδα διαφάνειας «American Oversight» κατά των κορυφαίων αξιωματούχων της κυβέρνησης Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, για την πρόσφατη χρήση της εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων Signal. Σύμφωνα με το κείμενο της προσφυγής που κατατέθηκε σε ομοσπονδιακό δικαστήριο στην Ουάσινγκτον, οι εν λόγω αξιωματούχοι χρησιμοποίησαν τη συγκεκριμένη εφαρμογή για μηνύματα επιχειρησιακού περιεχομένου, τα οποία στη συνέχεια διαγράφηκαν, παραβαίνοντας έτσι την Ομοσπονδιακή Νομοθεσία περί Αρχείων (Federal Records Act).

Η «American Oversight» είχε υποβάλει νωρίτερα εφέτος στην κυβέρνηση αιτήματα βάσει του Νόμου για την Ελευθερία πρόσβασης στην Πληροφόρηση (Freedom of Information Act), ζητώντας από διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες – μεταξύ των οποίων το Πεντάγωνο – πρόσβαση στα αρχεία των συνομιλιών μέσω Signal. Ωστόσο, λόγω της φύσης της εφαρμογής, που δεν μεταφέρει μηνύματα σε επίσημα κανάλια επικοινωνίας και αρχειοθέτησης, η πρόσβαση στα συγκεκριμένα δεδομένα θεωρείται αδύνατη.

Σε ξεχωριστό αίτημα προς το δικαστήριο, η οργάνωση ζητά την άμεση διακοπή κάθε ενέργειας που αφορά καταστροφή αρχείων του Signal, καθώς και την υποχρέωση των αρμοδίων αρχών να προχωρήσουν στην ανάκτηση των ήδη διαγραμμένων μηνυμάτων και στην ενημέρωση της υπηρεσίας Εθνικών Αρχείων των ΗΠΑ (National Archives).

Η επίμαχη συνομιλία περιελάμβανε μεταξύ άλλων τον υπουργό Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, τον υπουργό Εξωτερικών και αναπληρωτή αρχειονόμο Μάρκο Ρούμπιο, τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Μάικ Γουόλτζ, καθώς και άλλους κυβερνητικούς παράγοντες, με κεντρικό θέμα τις αμερικανικές επιχειρήσεις ενάντια σε Χούτι τρομοκράτες στη Μέση Ανατολή.

Η αποκάλυψη αυτών των συνομιλιών έγινε μετά την εισαγωγή στο chat του επικεφαλής σύνταξης του περιοδικού The Atlantic, Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, γεγονός για το οποίο ανέλαβε την ευθύνη ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Μάικ Γουόλτζ. Για την έρευνα της διαρροής αποτελεί κεντρικό πρόσωπο και ο σύμβουλος του Λευκού Οίκου Έλον Μασκ, ενώ εν μέσω των αντιδράσεων, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ήδη ότι πιθανότατα οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι θα σταματήσουν τη χρήση του Signal.

Οι κυβερνητικοί δικηγόροι από την πλευρά τους αντέτειναν, σύμφωνα με έγγραφα που κατατέθηκαν στο δικαστήριο, ότι οι ισχυρισμοί της «American Oversight» πως οι αξιωματούχοι δεν έπραξαν τα δέοντα για να αποτρέψουν τη διαγραφή των μηνυμάτων από το Signal «δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο» και ότι ήδη έχουν γίνει βήματα για ανάκτηση μέρους αυτών των μηνυμάτων.

Η υπόθεση ανατέθηκε στον ομοσπονδιακό δικαστή Τζέιμς Μπόσμπεργκ, ο οποίος πρόσφατα απασχόλησε την επικαιρότητα μέσω άλλων δικαστικών αποφάσεων εις βάρος της κυβέρνησης Τραμπ. Ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ, σχολιάζοντας την ανάθεση, ζήτησε περαιτέρω διερεύνηση για τον πιθανό μεροληπτικό τρόπο επιλογής των δικαστών στην Ουάσινγκτον και ζήτησε την απομάκρυνση του δικαστή. Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, Τζον Ρόμπερτς, απάντησε ωστόσο πως «η απομάκρυνση δεν είναι αρμόδια απάντηση σε διαφωνίες σχετικά με δικαστικές αποφάσεις».

Η παραπάνω νομική διαμάχη έχει ήδη τη δυναμική να προκαλέσει περαιτέρω πολιτικές και νομικές επιπλοκές για την κυβέρνηση Τραμπ εν όψει των προεδρικών εκλογών, αναδεικνύοντας το σοβαρό ζήτημα διαφάνειας και διαχείρισης ευαίσθητων πληροφοριών. Ο τρόπος χειρισμού της από το δικαστήριο αναμένεται να έχει σημαντικές συνέπειες τόσο για την κυβερνητική λειτουργία, όσο και για τις πρακτικές διαχείρισης επικοινωνιών των κορυφαίων κυβερνητικών παραγόντων στο μέλλον.

Σε έναν κόσμο όπου αυτά τα ζητήματα διαφάνειας και λογοδοσίας κατέχουν κεντρικό ρόλο στη δημόσια συζήτηση, η τελική έκβαση αυτής της δίκης θα μπορούσε να σηματοδοτήσει αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο κυβερνήσεις διαχειρίζονται ευαίσθητα δεδομένα και επικοινωνιακές πρακτικές. Μέχρι τότε, η αμερικανική κοινή γνώμη θα παρακολουθεί τις εξελίξεις με έντονο ενδιαφέρον.

Ο Τραμπ αποσύρει την υποψηφιότητα της Στεφάνικ για πρέσβειρα των ΗΠΑ στον ΟΗΕ

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ απέσυρε την Τετάρτη 27 Μαρτίου την υποψηφιότητα της Ρεπουμπλικανής βουλευτού Ελίζ Στεφάνικ για το αξίωμα της πρέσβειρας των ΗΠΑ στον ΟΗΕ. Την απόφαση ανακοίνωσε ο ίδιος ο Τραμπ μέσω ανάρτησης στο κοινωνικό δίκτυο Truth Social, επικαλούμενος την οριακή πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

«Καθώς προωθούμε την ατζέντα “Πρώτα η Αμερική”, είναι ζωτικής σημασίας να διατηρήσουμε ΚΑΘΕ ρεπουμπλικανική έδρα στο Κογκρέσο», δήλωσε ο κ. Τραμπ. Πρόσθεσε πως η Στεφάνικ αποτελεί μία από τους πιο σημαντικούς συμμάχους του, σημειώνοντας ότι της ζήτησε να παραμείνει στη Βουλή «για να βοηθήσει στην υλοποίηση ιστορικών φορολογικών περικοπών, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την ενεργειακή κυριαρχία και την πολιτική ειρήνης μέσω ισχύος, ώστε να κάνουμε την Αμερική σπουδαία ξανά».

«Με μια τόσο οριακή πλειοψηφία, δεν θέλω να διακινδυνεύσω να διεκδικήσει άλλος την έδρα της Ελίζ», τόνισε ο Τραμπ, υποστηρίζοντας ότι η κ. Στεφάνικ θα ενταχθεί στην κυβέρνησή του στο μέλλον.

Η κ. Στεφάνικ επιβεβαίωσε νωρίτερα την αποχώρησή της από τη θέση προέδρου της διάσκεψης (conference chairwoman) των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή, την οποία κατείχε πριν από την προτεινόμενη υποψηφιότητά της για τον ΟΗΕ. Η θέση αυτή καλύφθηκε ήδη από τη βουλευτή Λάιζα ΜακΚλέιν του Μίσιγκαν. Προς το παρόν, παραμένει ασαφές ποιο ρόλο θα αναλάβει η κ. Στεφάνικ μετά την επιστροφή της ηγετική ομάδα των Ρεπουμπλικανών.

Ο πρόεδρος της Βουλής, Μάικ Τζόνσον, ανακοίνωσε μέσω της πλατφόρμας X ότι η Στεφάνικ θα γίνει εκ νέου δεκτή στην ηγετική ομάδα του κόμματος: «Η συμφωνία της Ελίζ να αποσυρθεί από την υποψηφιότητα μάς επιτρέπει να διατηρήσουμε ένα από τα πιο δυναμικά και αποφασιστικά μέλη στη Βουλή, ώστε να προωθήσουμε τις πολιτικές “Πρώτα η Αμερική” του προέδρου Τραμπ».

Κατά την πολύκροτη ακρόαση στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας στις 21 Ιανουαρίου 2025, η κ. Στεφάνικ κατήγγειλε το «αντισημιτικό κλίμα» στον ΟΗΕ, εκτιμώντας ότι οι αμερικανικοί φορολογικοί πόροι «δεν θα πρέπει να ενισχύουν φορείς που αντιβαίνουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ ή προωθούν αντισημιτισμό, απάτη, διαφθορά ή τρομοκρατία». Η επιτροπή ενέκρινε αρχικά την υποψηφιότητά της με ψηφοφορία στις 30 Ιανουαρίου, ανοίγοντας τον δρόμο για το τελικό στάδιο στη Γερουσία.

Η Στεφάνικ θεωρείται πολιτικός με ιδιαίτερη επιρροή μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και ήταν η πρώτη βουλευτής του Κογκρέσου που εξέφρασε δημόσια την υποστήριξή της στον Ντόναλντ Τραμπ στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του 2024.

Η εξέλιξη αυτή καθιστά σαφή την αναγκαιότητα για τον Τραμπ να διατηρήσει σταθερή πλειοψηφία στη Βουλή, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι σημαντικές πρωτοβουλίες, νομοθετήματα και μεταρρυθμίσεις της πολιτικής του ατζέντας θα περάσουν χωρίς προσκόμματα. Από την άλλη, η εμπειρία της Στεφάνικ στο Κογκρέσο και η αναγνωρισιμότητά της ενδέχεται να συμβάλουν θετικά στη συνολική στρατηγική του κόμματος ενόψει των επερχόμενων πολιτικών προκλήσεων.

Σε μία περίοδο που η ισορροπία δυνάμεων είναι τόσο εύθραυστη, η πολιτική σταθερότητα για τους Ρεπουμπλικανούς στη Βουλή θεωρείται κρίσιμη για τη νομοθετική ατζέντα του προέδρου Τραμπ. Η επιστροφή της Στεφάνικ ενδέχεται να ενδυναμώσει την κομματική συνοχή, αλλά και να ενισχύσει τη θέση των Ρεπουμπλικανών σε επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις και πολιτικές διεργασίες.

Το ICE συλλαμβάνει Κινέζο υπήκοο που καταδικάστηκε για παράνομη δράση ως ξένος πράκτορας

Ένας Κινέζος υπήκοος που καταδικάστηκε για παράνομη δράση ως πράκτορας ξένης κυβέρνησης συνελήφθη από την Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE) των ΗΠΑ στις 24 Μαρτίου.

Η ICE Newark συνέλαβε τον Μινγκ Σι Τζανγκ στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ την Δευτέρα, ανέφερε το πρακτορείο σε ανακοίνωσή του. Παραμένει υπό κράτηση.
Αφού εισήλθε νόμιμα στην χώρα τον Ιούνιο του 2000 στο διεθνές αεροδρόμιο του Λος Άντζελες, ο Τζανγκ παραβίασε τους όρους διαμονής του. Καταδικάστηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο των ΗΠΑ για την Περιφέρεια του Νιου Τζέρσεϊ για παράνομη δράση ως πράκτορας ξένης κυβέρνησης χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση στον γενικό εισαγγελέα.

Στις 30 Απριλίου 2024 καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση με αναστολή.

«Οποιοσδήποτε παράνομος αλλοδαπός που διεξάγει δραστηριότητες που σχετίζονται με κατασκοπεία, δολιοφθορά ή έλεγχο των εξαγωγών κατά των Ηνωμένων Πολιτειών υπόκειται σε απέλαση», δήλωσε ο διευθυντής τμήματος του ICE στο Νιούαρκ, Τζον Τσούκαρης.

Η ανακοίνωση δεν ανέφερε εάν ο Τζανγκ είχε παραβιάσει τους όρους αναστολής του. Το ICE δεν απάντησε σε αίτημα για σχολιασμό μέχρι την ώρα της δημοσίευσης.

Υπό την κυβέρνηση Τραμπ, οι αξιωματικοί του ICE ήταν απασχολημένοι με τη διεξαγωγή επιχειρήσεων για την επιβολή του νόμου περί μετανάστευσης των ΗΠΑ σε ολόκληρη τη χώρα και την απέλαση παράνομων μεταναστών που θεωρούνται υψηλή προτεραιότητα για απέλαση λόγω των δεσμών τους με εγκληματικές δραστηριότητες.

Στις 24 Μαρτίου, η ICE είπε ότι είχε συλλάβει 370 «αλλοδαπούς παραβάτες» κατά τη διάρκεια καταστολής εγκληματικών δραστηριοτήτων στη Μασαχουσέτη μεταξύ 18 και 23 Μαρτίου.

Αυτές οι συλλήψεις ήταν μέρος μιας «ενισχυμένης στοχευμένης επιχείρησης επιβολής που επικεντρώνεται στο διεθνικό οργανωμένο έγκλημα, τις συμμορίες και τους παράνομους αλλοδαπούς παραβάτες σοβαρών εγκλημάτων», ανέφερε η υπηρεσία σε μια δήλωση.

Μεταξύ των οργανώσεων που στοχοποιούνται είναι οι συμμορίες Tren de Aragua, MS-13, Trinitarios και 18th Street. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χαρακτήρισε την Tren de Aragua της Βενεζουέλας και την MS-13 με έδρα το Ελ Σαλβαδόρ ως τρομοκρατικές οργανώσεις τον περασμένο μήνα.

Οι ομοσπονδιακές αρχές συνέλαβαν 68 μέλη της Tren de Aragua την περασμένη εβδομάδα, σύμφωνα με έκθεση στις 21 ​​Μαρτίου του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ.

«Σε λιγότερο από 100 ημέρες, η κυβέρνηση Τραμπ συνέλαβε 394 μέλη της Tren De Aragua—μιας κακόβουλης συμμορίας που είναι γνωστή για την εμπορία ανθρώπων, τις απαγωγές, τη διακίνηση ναρκωτικών και άλλες αποτρόπαιες πράξεις που τρομοκρατούν τις αμερικανικές κοινότητες», έγραψε η υπηρεσία σε ανακοίνωσή της.

Η κυβέρνηση Τραμπ απήγγειλε κατηγορίες σε περισσότερους από 840 παράνομους μετανάστες για εγκλήματα που σχετίζονται με τη μετανάστευση μέσα σε μια εβδομάδα στο πλαίσιο της Επιχείρησης Take Back America, σύμφωνα με δήλωση του Υπουργείου Δικαιοσύνης στις 24 Μαρτίου.

«Είμαστε ευγνώμονες για τη σκληρή δουλειά των εισαγγελέων των συνόρων μας για την προσαγωγή αυτών των υποθέσεων και για να βοηθήσουμε να γίνουν ξανά ασφαλή τα σύνορά μας», ανέφερε σε ανακοίνωσή του το Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Στις 17 Μαρτίου, το ICE συνέλαβε την Ζανέτ Βιζγκέρα, μια παράνομη μετανάστρια που είχε βρει καταφύγιο σε εκκλησίες κατά την πρώτη διοίκηση Τραμπ.

του Τζέικομπ Μπεργκ

Οι Naveen Anthrappully, Tom Ozimek και Zachary Stieber συνέβαλαν σε αυτό το άρθρο.

Τραμπ: Τηρούν στάση αναμονής οι Ρώσοι στις συνομιλίες για κατάπαυση πυρός στην Ουκρανία

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ εξέφρασε την εκτίμηση πως οι Ρώσοι διαπραγματευτές μπορεί να επιλέγουν συνειδητά να καθυστερήσουν τις συνομιλίες για εκεχειρία στον πόλεμο με την Ουκρανία, που συνεχίζεται εδώ και περισσότερα από τρία χρόνια.

Σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο Newsmax, λίγες μόλις ώρες έπειτα από ανακοίνωση του Λευκού Οίκου για πρόοδο στις διαβουλεύσεις περί περιορισμένης εκεχειρίας στη Μαύρη Θάλασσα, ο πρόεδρος Τραμπ κλήθηκε να αξιολογήσει την τακτική της Μόσχας στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις.

«Δεν γνωρίζω με σιγουριά. Θα μπορώ να σας πω περισσότερα αργότερα, αλλά θεωρώ ότι η Ρωσία επιθυμεί τον τερματισμό των συγκρούσεων», σημείωσε ο Αμερικανός πρόεδρος, προσθέτοντας ωστόσο πως «είναι πιθανόν να τηρούν στάση αναμονής και να καθυστερούν σκόπιμα».

Ο κ. Τραμπ παραδέχθηκε μάλιστα ότι και ο ίδιος, στο παρελθόν, έχει επιλέξει «στρατηγικά να καθυστερήσει διαπραγματεύσεις για διάφορους λόγους», χωρίς όμως να αναφερθεί σε συγκεκριμένα παραδείγματα.

Προσεκτικά βήματα για μερική εκεχειρία

Η πρόσφατη διαδικασία διαλόγου υπό την αιγίδα των ΗΠΑ έχει οδηγήσει τις δύο πλευρές σε κάποια αρχικά ενθαρρυντικά βήματα. Την περασμένη εβδομάδα, τόσο η Μόσχα όσο και το Κίεβο συμφώνησαν σε μία πρώτη ανακωχή διάρκειας 30 ημερών, που αφορά στην παύση αεροπορικών επιθέσεων εναντίον ενεργειακών υποδομών εκατέρωθεν. Η συμφωνία άρχισε να εφαρμόζεται επισήμως στις 18 Μαρτίου, με δυνατότητα επέκτασης της διάρκειας εάν όλα τα μέρη συναινέσουν σχετικά.

Σε ανακοίνωσή του την 25η Μαρτίου, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι ανέφερε ότι «συμφωνήθηκε με την αμερικανική πλευρά πως η κατάπαυση πυρός στον ενεργειακό μας τομέα μπορεί να ξεκινήσει άμεσα». Παράλληλα, η Ουάσινγκτον ανακοίνωσε επιπλέον και μια καταρχήν συμφωνία για περιορισμό των εχθροπραξιών και στη Μαύρη Θάλασσα, με τον Αμερικανό πρόεδρο να διευκρινίζει όμως ότι υπάρχουν ακόμη «πέντε με έξι όροι της ρωσικής πλευράς που εξετάζουμε».

Κομβικά ζητήματα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων

Την ίδια ώρα, βασικά σημεία αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών παραμένουν αναπάντητα, με ειδικότερο παράδειγμα την τύχη της περιοχής Κουρσκ της δυτικής Ρωσίας. Εκεί, ουκρανικές δυνάμεις διατηρούν υπό τον έλεγχό τους τμήμα της ρωσικής επικράτειας από τον Αύγουστο του περασμένου έτους, πυροδοτώντας επιπρόσθετες εντάσεις.

Ο Ρώσος πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, παρόλο που έχει εκφράσει κατ’ αρχήν διάθεση συζήτησης μιας συνολικότερης εκεχειρίας, θέτει σημαντικά ερωτήματα και αμφισβητήσεις σχετικά με ζητήματα όπως η εποπτεία της εφαρμογής της ανακωχής και ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί μία περίοδος παύσης για ανεφοδιασμό και στρατιωτική ενίσχυση της Ουκρανίας από τους συμμάχους της.

Ο Ζελένσκι, από την πλευρά του, εμφανίζεται διατεθειμένος να επωφεληθεί της κατοχής μέρους του Κουρσκ για ανταλλαγές εδαφών με εδάφη που κατέλαβε η Μόσχα μετά το 2014. Ωστόσο, τα πρόσφατα επιτεύγματα των ρωσικών δυνάμεων στην περιοχή ενισχύουν διαπραγματευτικά τη θέση του Κρεμλίνου, περιορίζοντας τα περιθώρια ελιγμών του Ουκρανού προέδρου.

Σύνθετες ισορροπίες και αβέβαιη έκβαση

Η κατάσταση παραμένει πολύπλοκη και οι εκτιμήσεις για το κατά πόσο θα υπάρξει άμεσα μια συνολικότερη συμφωνία δεν είναι ξεκάθαρες. Τόσο η Μόσχα όσο και το Κίεβο βρίσκονται αντιμέτωπες με τη πρόκληση να διασφαλίσουν όσο το δυνατόν καλύτερους όρους πριν την τελική εκεχειρία, κάτι που ενδέχεται να παρατείνει ακόμη περισσότερο τη διαδικασία διαπραγματεύσεων.

Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί στενά, καθώς οι τυχόν περαιτέρω καθυστερήσεις επιδεινώνουν την ανθρωπιστική κρίση στην περιοχή, ενώ το ενδεχόμενο μιας σταθερής εκεχειρίας μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την ειρήνη έπειτα από έναν καταστροφικό, μακροχρόνιο πόλεμο με βαριές απώλειες και για τις δύο χώρες.

Τραμπ ανακοινώνει δασμούς στην αυτοκινητοβιομηχανία — Ανησυχία στις αγορές

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να ανακοινώσει την επιβολή νέων δασμών στην αυτοκινητοβιομηχανία, στο πλαίσιο των ευρύτερων προσπαθειών του για τη στήριξη της εγχώριας παραγωγής και την αλλαγή των εμπορικών σχέσεων των Ηνωμένων Πολιτειών με άλλες χώρες. Η σχετική επίσημη ανακοίνωση είναι προγραμματισμένη για την Τετάρτη 26 Μαρτίου, σύμφωνα με την εκπρόσωπο Τύπου του Λευκού Οίκου Κάρολαϊν Λέβιτ.

«Όλες αυτές οι δράσεις γίνονται προς το καλό της χώρας μας», δήλωσε η κα Λέβιτ σε ενημέρωση των δημοσιογράφων στις 26 Μαρτίου. «Η κυβέρνηση εργάζεται καθημερινά με στόχο το συμφέρον των Αμερικανών πολιτών».

Ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ είχε προϊδεάσει για την εξέλιξη αυτή από τη Δευτέρα, 24 Μαρτίου, όταν σε δηλώσεις του προς δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο ανέφερε χαρακτηριστικά: «Θα ενεργήσουμε στο ζήτημα των αυτοκινήτων, ένα θέμα που γνωρίζετε εδώ και καιρό. Θα το ανακοινώσουμε σύντομα, ίσως μέσα στις επόμενες ημέρες. Και μετά έρχεται η 2α Απριλίου. Εκείνη την ημέρα θα ξεκινήσουν οι αμοιβαίοι δασμοί.»

Η 2α Απριλίου έχει ήδη περιγραφεί από τον Αμερικανό πρόεδρο ως «Ημέρα Απελευθέρωσης της Αμερικής», καθώς προτίθεται να επιβάλει συνολικά αμοιβαίους δασμούς σε εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ. Η ανακοίνωση για τους δασμούς στα αυτοκίνητα έχει ήδη προκαλέσει αναταραχή στις αμερικανικές αγορές, με τις μετοχές μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών να υποχωρούν: η Tesla Motors καταγράφει τις μεγαλύτερες απώλειες, της τάξεως του 6%, η General Motors του 1,4%, και η Ford του 1%.

Συνολικότερα, η είδηση προκάλεσε πιέσεις και στους χρηματιστηριακούς δείκτες. Ο τεχνολογικός δείκτης Nasdaq υποχώρησε σχεδόν κατά 400 μονάδες (2,2%), ενώ o S&P 500 και o Dow Jones κατέγραψαν πτώση 1,3% και 0,5% αντίστοιχα.

Παρά τις ανησυχίες των επενδυτών, ορισμένες διεθνείς αυτοκινητοβιομηχανίες φαίνεται να προετοιμάζονται ήδη για ενδεχόμενη μεταφορά μονάδων παραγωγής στις ΗΠΑ, ώστε να αποφύγουν τους δασμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη ανακοίνωση της νοτιοκορεατικής Hyundai για επένδυση ύψους 20 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ, εκ των οποίων τα 5,8 δισ. προορίζονται για νέο εργοστάσιο στη Λουιζιάνα.

Παράλληλα, ο διευθύνων σύμβουλος της Volvo, Τζιμ Ρόουαν, δήλωσε ότι η εταιρεία έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει ορισμένες γραμμές παραγωγής στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις της στις ΗΠΑ, ενώ η Stellantis σκοπεύει να επαναλειτουργήσει μονάδα παραγωγής στο Ιλινόις το 2027. Επίσης, η Honda εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο παραγωγής του υβριδικού Civic στην Ιντιάνα αντί για το Μεξικό.

Ωστόσο, οι δασμοί αυτοκινήτων αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης εμπορικής στρατηγικής της κυβέρνησης Τραμπ. Ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσσεντ δήλωσε πρόσφατα ότι η Ουάσιγκτον προτίθεται να εξετάσει και άλλα εμπορικά εμπόδια, όπως τη νομισματική χειραγώγηση, τις κυβερνητικές επιδοτήσεις και την παραβίαση των εργασιακών δικαιωμάτων. «Θα τους πούμε ‘να, αυτές είναι οι περιοχές όπου θεωρούμε ότι υπάρχουν αδικίες. Αν τις αντιμετωπίσετε, δεν θα υπάρξουν εμπόδια μέσω δασμών’», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Από τη άλλη πλευρά, ο πρόεδρος Τραμπ άφησε ανοιχτή την πόρτα σε ελαστικότερη προσέγγιση για συγκεκριμένες χώρες. Όπως είπε χαρακτηριστικά πριν λίγες ημέρες, «μας έχουν χρεώσει τόσο πολύ που αισθάνομαι κάπως άβολα να τους χρεώσω το ίδιο ποσό. Θα είναι ουσιαστικοί δασμοί, αλλά θα υπάρξει και ευελιξία, ανάλογα με τις συνθήκες».

Οι αποφάσεις αυτές αναμένεται να πυροδοτήσουν εκ νέου συζητήσεις γύρω από τη βιωσιμότητα των εμπορικών πολιτικών προστατευτισμού και των συνεπειών τους στην παγκόσμια οικονομία. Για τώρα, πάντως, τα βλέμματα των επενδυτών, της αγοράς και των ξένων κυβερνήσεων είναι στραμμένα στις επικείμενες επίσημες ανακοινώσεις της Ουάσιγκτον.

Νέα συμφωνία ΗΠΑ-Ουκρανίας για στρατηγικά ορυκτά αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ πρότεινε στην Ουκρανία μία νέα ολοκληρωμένη συμφωνία για τα σπάνια και στρατηγικά ορυκτά, σύμφωνα με δηλώσεις του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι στις 25 Μαρτίου 2025, στο κρατικό πρακτορείο ειδήσεων της Ουκρανίας «Ukrinform». Η πρόταση έρχεται καθώς ΗΠΑ, Ουκρανία και Ρωσία βρίσκονται σε διπλωματικές διαβουλεύσεις στη Σαουδική Αραβία για τον τερματισμό της πολύχρονης πολεμικής σύγκρουσης.

Η προτεινόμενη νέα συμφωνία χαρακτηρίστηκε από τον πρόεδρο Ζελένσκι ως «πλήρους κλίμακας», ξεπερνώντας τα όρια της προηγούμενης προκαταρκτικής συμφωνίας-πλαισίου. «Η ομάδα μου με ενημέρωσε χθες για τα νέα δεδομένα», δήλωσε ο Ουκρανός πρόεδρος, προσθέτοντας: «Πρόκειται για μία μεγάλη, στρατηγική συμφωνία όπως την έχουν ήδη οραματιστεί οι Ηνωμένες Πολιτείες. Έχουν ξεπεράσει πια προηγούμενα στάδια, όπως η αρχική συμφωνία πλαισίου, και τώρα προτείνουν μία ολοκληρωμένη συμφωνία.»

Η αρχική συμφωνία είχε τεθεί στο περιθώριο τον περασμένο Φεβρουάριο, μετά την έντονη διαφωνία που προέκυψε στον Λευκό Οίκο κατά τη συνάντηση των προέδρων Τραμπ, Ζελένσκι και του Αμερικανού αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς.

Από αμερικανικής πλευράς, ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε πρόσφατα πως αναμένει σύντομα την υπογραφή συμφωνίας για τα στρατηγικά ορυκτά, ενώ εξετάζεται ταυτόχρονα και η δυνατότητα ανάληψης από αμερικανικές εταιρείες της ιδιοκτησίας ή της διαχείρισης ουκρανικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής. «Μιλάμε αυτή τη στιγμή και για εδάφη και για γραμμές οριοθέτησης και για μονάδες ηλεκτρικού ρεύματος ή την ιδιοκτησία τους», είπε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ότι «ορισμένοι πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ πρέπει να κατέχουν και να διαχειρίζονται αυτές τις μονάδες, λόγω της τεχνογνωσίας που διαθέτουν».

Η σημασία των σπανίων γαιών εξηγείται και από την πρόσφατη αναφορά του Τραμπ πως η Ουκρανία «ουσιαστικά συμφώνησε» να παραχωρήσει πρόσβαση στις ΗΠΑ σε κοιτάσματα με εκτιμώμενη αξία που αγγίζει τα 500 δισ. δολάρια. Τα συγκεκριμένα ορυκτά είναι ζωτικής σημασίας για σύγχρονες τεχνολογίες που κυμαίνονται από ηλεκτρικά οχήματα μέχρι συστήματα καθοδήγησης πυραύλων.

Ωστόσο, σύμφωνα με έκθεση της υπηρεσίας αξιολόγησης S&P του Φεβρουαρίου 2025, η εκμετάλλευση αυτών των κοιτασμάτων δεν αναμένεται εύκολη, καθώς βασίζεται σε αξιολογήσεις της σοβιετικής εποχής. Μερικά από τα κοιτάσματα βρίσκονται σε περιοχές πίσω από γραμμές μάχης, ενώ άλλα απαιτούν προηγμένη τεχνολογία εξόρυξης και σταθερή ενεργειακή υποδομή.

Ο Ζελένσκι, από την πλευρά του, ζήτησε λεπτομερή ανάλυση και περαιτέρω διαπραγματεύσεις πριν τη λήψη αποφάσεων, σχολιάζοντας: «Θέλω να δω πρώτα πλήρες κείμενο, πλήρη διευκρίνιση όλων των επιμέρους όρων, και μόνο τότε θα προχωρήσουμε σε συζητήσεις, έχοντας επίγνωση ότι πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό έγγραφο.»

Ανάλυση και επιπτώσεις

Η υπογραφή μίας τέτοιας συμφωνίας θα μπορούσε να αποτελέσει καίριο οικονομικό και γεωπολιτικό επίτευγμα για την Ουκρανία, προσελκύοντας μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις και λειτουργώντας σε βάθος χρόνου ως μέσο ενίσχυσης της εθνικής της οικονομίας και ασφάλειας. Από την άλλη πλευρά, η άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ στην εκμετάλλευση ουκρανικών πόρων, ιδιαίτερα σε έναν τόσο σημαντικό στρατηγικό τομέα, αναμένεται να έχει περιφερειακές και διεθνείς επιπτώσεις, ιδίως σε σχέση με τη Ρωσία και τις υπόλοιπες χώρες της περιοχής.

Καθώς Ουκρανία και ΗΠΑ βρίσκονται σε τελική φάση συζητήσεων για τη συμφωνία, οι αποφάσεις αναμένονται σύντομα, διαμορφώνοντας τις βάσεις για ένα νέο πλαίσιο συνεργασίας στον τομέα των κρίσιμων πρώτων υλών, το οποίο ενδεχομένως να επηρεάσει δραστικά την οικονομική και γεωπολιτική σταθερότητα τόσο εντός όσο και εκτός Ευρώπης. Οι προσεχείς εβδομάδες θα είναι κρίσιμες, καθώς αναμένουμε τις οριστικές αποφάσεις των δύο ηγετών.

Ετοιμάζει απολύσεις μεγάλης κλίμακας το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ

Σε σχέδιο ευρείας κλίμακας απολύσεων προχωρά το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, στο πλαίσιο εφαρμογής του προεδρικού διατάγματος που υπογράφηκε από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στις 11 Φεβρουαρίου, με σκοπό τη «βελτιστοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού στον δημόσιο τομέα».

Το σχέδιο αυτό επιβεβαίωσε με επίσημη δήλωσή του στις 25 Μαρτίου ο Τρέβορ Νόρρις, υψηλόβαθμος αξιωματούχος του τμήματος Ανθρωπίνου Δυναμικού του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στην κατάθεσή του ενώπιον ομοσπονδιακού δικαστηρίου του Μέριλαντ, «οι μειώσεις προσωπικού που σχεδιάζονται θα αφορούν σημαντικό αριθμό εργαζομένων και θα υλοποιηθούν μέσω της επίσημης διαδικασίας μείωσης προσωπικού (reductions in force – RIFs)».

Η κίνηση έρχεται σε συνέχεια της αρχικής απόλυσης 25.000 εργαζομένων που βρίσκονταν ακόμα σε δοκιμαστική περίοδο, οι 7.600 από τους οποίους ανήκαν στο υπουργείο Οικονομικών. Δικαστική απόφαση που εκδόθηκε πρόσφατα, ωστόσο, έκρινε παράνομες τις αρχικές αυτές απολύσεις, αιτιολογώντας ότι δεν δόθηκε η απαραίτητη προειδοποίηση στα πολιτειακά όργανα και δεν πραγματοποιήθηκε ατομική αξιολόγηση για κάθε εργαζόμενο ξεχωριστά.

Στο πλαίσιο αυτής της απόφασης, ο δικαστής Τζέημς Μπρένταρ, από το ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μέριλαντ, υποχρέωσε πρόσφατα τις κυβερνητικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου του υπουργείου Οικονομικών, να επαναπροσλάβουν τους απολυθέντες υπαλλήλους και να απέχουν από επιπλέον μαζικές απολύσεις έως ότου τηρήσουν όλες τις προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες, μεταξύ των οποίων και η έγκαιρη προειδοποίηση στους ενδιαφερομένους.

Ο αξιωματούχος Νόρρις ξεκαθάρισε ότι οι νέες μειώσεις προσωπικού θα βασιστούν στο κριτήριο της αρχαιότητας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα απολυθούν και πάλι, κυρίως οι εργαζόμενοι που μόλις επαναπροσλήφθηκαν λόγω της δικαστικής εντολής, σημειώνοντας ότι σε κάποιες περιπτώσεις η επιστροφή αυτών των εργαζομένων στα καθήκοντά τους μπορεί να αποδειχθεί «ιδιαίτερα προβληματική, τόσο για τους ίδιους όσο και για τον αντίστοιχο οργανισμό».

Παράλληλα, εκπρόσωποι άλλων υπηρεσιών δήλωσαν ότι πολλοί εργαζόμενοι που προσκλήθηκαν για επαναπρόσληψη είτε αρνήθηκαν είτε δεν απάντησαν στην πρόσκληση, ενώ άλλοι ενδέχεται να απολυθούν εκ νέου λόγω χαμηλών επιδόσεων.

Η νομική διαμάχη αναμένεται να συνεχιστεί, καθώς οι γενικοί εισαγγελείς διαφόρων Πολιτειών ζητούν από το δικαστήριο τη λήψη προληπτικών μέτρων, προκειμένου να εμποδιστεί η κυβερνητική στρατηγική, την οποία χαρακτήρισαν ως «παραβίαση των νόμιμων διαδικασιών που πρέπει να τηρούνται στις μαζικές απολύσεις εργαζομένων».

Από την πλευρά τους, οι δικηγόροι της ομοσπονδιακής κυβέρνησης αντέκρουσαν αυτούς τους ισχυρισμούς, αναφέροντας πως οι Πολιτείες δεν έχουν επαρκή νομική βάση για τα αιτήματα αυτά και υποστηρίζοντας ότι οι διαδικασίες μείωσης προσωπικού της κυβέρνησης έγιναν σύμφωνα με τις προβλεπόμενες νομοθετικές διατάξεις.

Η υπόθεση αυτή έχει φέρει στο προσκήνιο ένα θέμα κρίσιμης σημασίας για τη δημόσια διοίκηση στις ΗΠΑ, προμηνύοντας περαιτέρω πολιτικές και νομικές αντιπαραθέσεις.

Αναλυτές εκτιμούν πως η υλοποίηση των μειώσεων προσωπικού θα δημιουργήσει έντονες αντιδράσεις, τόσο ανάμεσα στους εργαζόμενους όσο και στα συνδικάτα, καθώς και σε πολιτικό επίπεδο, με την αντιπολίτευση να θεωρεί αυτά τα μέτρα νομικά και ηθικά αμφισβητήσιμα.

Όπως αναμένεται, η διαμάχη στα δικαστήρια αναμένεται να συνεχιστεί με ένταση το επόμενο διάστημα, καθώς εκκρεμούν περισσότερες αποφάσεις που θα κρίνουν οριστικά την τύχη χιλιάδων ομοσπονδιακών εργαζομένων.

Νέες αποκαλύψεις για συνομιλίες αξιωματούχων στο Signal προκαλούν πολιτικές αντιδράσεις

Καταιγιστικές είναι οι εξελίξεις στην Ουάσιγκτον μετά την αποκάλυψη από το περιοδικό «The Atlantic» επιπλέον μηνυμάτων από ομαδική συνομιλία κορυφαίων αξιωματούχων των ΗΠΑ στην εφαρμογή Signal. Σύμφωνα με το δημοσίευμα της 26ης Μαρτίου, στο chat συμμετείχαν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, μεταξύ των οποίων ο αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς, ο υπουργός Άμυνας Πητ Χέγκσεθ, η διευθύντρια των Εθνικών Υπηρεσιών Πληροφοριών Τάλσι Γκάμπαρντ, καθώς και ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.

Αρχικά, ο Λευκός Οίκος είχε χαρακτηρίσει ψευδείς τους ισχυρισμούς για κοινοποίηση απόρρητων πληροφοριών ή πολεμικών σχεδίων στην εν λόγω συνομιλία. Στην πρόσφατη όμως δημοσίευση, το Atlantic φέρεται να επιβεβαιώνει πως συγκεκριμένα μηνύματα ανέφεραν λεπτομέρειες, όπως ακριβείς χρόνους πραγματοποίησης επιθέσεων με μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones) και μαχητικά F-18 εναντίον των Χούθι της Μέσης Ανατολής.

«Οι δηλώσεις που έγιναν από Χέγκσεθ, Γκάμπαρντ, Ράτκλιφ και Τραμπ, σε συνδυασμό με τις κατηγορίες ότι λέμε ψέματα, μας ώθησαν στην απόφαση να δημοσιεύσουμε αυτά τα μηνύματα για να βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματά του», δήλωσε ο αρχισυντάκτης του Atlantic, Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, ο οποίος μάλιστα είχε προστεθεί στη συνομιλία προκαλώντας σάλο.

Ο Λευκός Οίκος αντέδρασε έντονα, με την εκπρόσωπο Τύπου Κάρολαϊν Λέβιτ να επισημαίνει μέσω του X (πρώην Twitter) ότι «το Atlantic παραδέχθηκε πως τελικά αυτά δεν ήταν ‘πολεμικά σχέδια’». Αντίστοιχα, το Πεντάγωνο σε δικό του μήνυμα επέκρινε το περιοδικό για τη χρήση και στη συνέχεια απόσυρση της φράσης «πολεμικά σχέδια», υποστηρίζοντας ότι «αναδιπλώθηκαν πολύ γρήγορα».

Πολιτική θύελλα και κριτική από τους Δημοκρατικούς

Οι αποκαλύψεις έχουν εντείνει την πολιτική αντιπαράθεση στο Καπιτώλιο, με τον ηγέτη της Δημοκρατικής μειοψηφίας στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ, να ζητά άμεσα έρευνα για την υπόθεση. «Πρόκειται για ζήτημα υψίστης σοβαρότητας. Η χρήση ανοικτών εφαρμογών για την κοινοποίηση ευαίσθητων πληροφοριών θέτει σε κίνδυνο την εθνική μας ασφάλεια, τις ένοπλες δυνάμεις και κάθε Αμερικανό πολίτη», δήλωσε χαρακτηριστικά στη Γερουσία.

Παράλληλα, μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος απαίτησαν η Γενική Επιθεώρηση του υπουργείου Άμυνας (Department of Defense Office of Inspector General) να πραγματοποιήσει ανεξάρτητη έρευνα προκειμένου «να διαπιστωθεί πώς ακριβώς συνέβη αυτή η διαρροή, ποιες διαδικασίες δεν τηρήθηκαν και ποιοι ευθύνονται».

Κριτική για τη χρήση της εφαρμογής Signal

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είχε αρχικά υποστηρίξει πως δεν υπήρξε διαμοιρασμός απορρήτων δεδομένων, παραδέχθηκε εμμέσως πως η χρήση της εφαρμογής αυτής δεν ήταν πλήρως κατάλληλη. Μιλώντας στους δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο, επεσήμανε πως κατά πάσα πιθανότητα «δεν θα χρησιμοποιήσουμε πολύ στο μέλλον την εφαρμογή Signal, εκτός αν είμαστε υποχρεωμένοι λόγω ειδικών περιστάσεων να το πράξουμε».

Το βάρος της ευθύνης για τη διαρροή ανέλαβε πάντως ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, Μάικλ Γουόλτς, αναγνωρίζοντας πως ήταν εκείνος που πρόσθεσε τον δημοσιογράφο Γκόλντμπεργκ στο γκρουπ, και αποτρέποντας έτσι την αναζήτηση ευθυνών σε υφιστάμενους υπηρεσιακούς παράγοντες.

Ανησυχίες και προοπτική

Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί όχι μόνο πλήττει το κύρος της κυβέρνησης Τραμπ σε επίπεδο χειρισμού απόρρητων δεδομένων αλλά θέτει και σοβαρά ερωτήματα για τη συνεχιζόμενη χρήση κοινών εφαρμογών για επικοινωνίες υψηλής σημασίας. Δείχνει επίσης πως η ενίσχυση των πρωτοκόλλων ασφαλείας καθώς και η σαφής καθοδήγηση των αξιωματούχων της κυβέρνησης ως προς τη διαχείριση ευαίσθητων πληροφοριών αποτελεί πλέον μία κορυφαία προτεραιότητα.

Η υπόθεση θα συνεχίσει να απασχολεί έντονα τόσο τις αρχές ασφαλείας των ΗΠΑ όσο και την πολιτική σκηνή της χώρας, καθώς αναμένεται η έναρξη ανεξάρτητων ερευνών που ήδη αποφασίστηκαν, σε μία περίοδο ιδιαίτερα κρίσιμη για τις διεθνείς και εσωτερικές εξελίξεις των Ηνωμένων Πολιτειών.