Τετάρτη, 10 Σεπ, 2025

Τραμπ εναντίον Κίνας: Επέκταση των περιορισμών σε τεχνολογικές εταιρείες

Οι ΗΠΑ ανακοινώνουν την ένταξη 50 κινεζικών εταιρειών σε εμπορική «μαύρη λίστα», με στόχο την προστασία της εθνικής ασφάλειας και της τεχνολογικής υπεροχής.

Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ προχώρησε, στις 25 Μαρτίου, σε νέα αυστηροποίηση των εμπορικών περιορισμών εναντίον της Κίνας, προσθέτοντας συνολικά 80 εταιρείες στην «Entity List» του υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ, από τις οποίες τουλάχιστον οι 50 έχουν έδρα στην Κίνα. Η κίνηση αυτή περιορίζει δραστικά την πρόσβασή τους σε προηγμένες αμερικανικές τεχνολογίες.

«Δεν θα επιτρέψουμε σε αντίπαλες χώρες να ενισχύσουν την στρατιωτική τους ικανότητα και να απειλήσουν τις ζωές των Αμερικανών πολιτών εκμεταλλευόμενοι την αμερικανική τεχνολογία », δήλωσε χαρακτηριστικά ο υπουργός Εμπορίου Χάουαρντ Λάτνικ σε επίσημη ανακοίνωση.

Ανάμεσα στις εταιρείες που βρίσκονται πλέον στη λίστα είναι έξι θυγατρικές του κινεζικού κολοσσού Inspur Group, ενός από τους μεγαλύτερους παρόχους υπηρεσιών cloud στην Κίνα. Το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου τις κατηγορεί ότι βοήθησαν την Inspur στην ανάπτυξη υπερυπολογιστών με εμφανή στρατιωτική χρήση, καθώς και στην απόκτηση προηγμένης τεχνολογίας από τις ΗΠΑ για λογαριασμό του Πεκίνου.

Το 2020, η Inspur είχε ήδη χαρακτηριστεί από το αμερικανικό υπουργείο Αμύνης ως εταιρεία που συνδέεται με τον κινεζικό στρατό, ενώ το 2023 εντάχθηκε για πρώτη φορά στην «Entity List». Πέντε από αυτές τις θυγατρικές έχουν έδρα στην Κίνα και μία στην Ταϊβάν.

Η αντίδραση της Ταϊβάν ήταν άμεση, με το υπουργείο Οικονομίας να ανακοινώνει πως ξεκινάει έρευνα για πιθανές παραβάσεις των κανονιστικών περιορισμών. Σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων CNA, ο υπουργός Οικονομίας Κουό Τζιε-Χόυ δεσμεύτηκε ότι «σε περίπτωση διαπίστωσης παραβιάσεων, η κυβέρνηση θα επιβάλει άμεσα κυρώσεις».

Εκτός από την Inspur, οι ΗΠΑ επέβαλαν περιορισμούς και σε άλλες τέσσερις κινεζικές εταιρείες, μεταξύ αυτών και στη Nettrix Information Industry, τη μεγαλύτερη κινεζική εταιρεία κατασκευής υπολογιστικών server. Σύμφωνα με την Ουάσιγκτον, οι εταιρείες αυτές εμπλέκονται στην ανάπτυξη υπερσύγχρονων υπερυπολογιστών, γνωστών ως exascale, ικανών να επεξεργάζονται τεράστιους όγκους δεδομένων σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ενισχύοντας έτσι στρατιωτικά προγράμματα του Πεκίνου.

Παράλληλα, άλλες κινεζικές οντότητες, μεταξύ των οποίων η Ακαδημία Τεχνητής Νοημοσύνης του Πεκίνου και η Beijing Innovation Wisdom Technology, εντάχθηκαν στη λίστα επειδή προσπάθησαν να αποκτήσουν κρίσιμες αμερικανικές τεχνολογίες προς ενίσχυση του στρατιωτικού εκσυγχρονισμού του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας.

Άμεση ήταν η αντίδραση του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών, με τον εκπρόσωπο Γκουό Τζιακούν να κατηγορεί τις ΗΠΑ για «καταστολή κινεζικών εταιρειών», στη διάρκεια της καθημερινής ενημέρωσης των δημοσιογράφων, στις 26 Μαρτίου.

Ο υφυπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ αρμόδιος για τη βιομηχανία και την ασφάλεια, Τζέφρυ Κέσλερ, υπογράμμισε ότι η κίνηση αυτή στοχεύει στη διασφάλιση ότι «η αμερικανική τεχνολογία δεν θα χρησιμοποιείται ποτέ ενάντια στον αμερικανικό λαό». Ο κος Κέσλερ τόνισε ότι αυτά τα μέτρα αποτελούν «ένα σαφές και ισχυρό μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις» για να παύσουν οι προσπάθειες της Κίνας να «αξιοποιεί αμερικανικές τεχνολογίες και προϊόντα σε προγράμματα που απειλούν την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ».

Η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο, όχι μόνο στις εταιρείες που βρίσκονται πλέον στη λίστα, αλλά και στις συνολικές σχέσεις της τεχνολογικής βιομηχανίας των δύο υπερδυνάμεων. Αναλυτές εκτιμούν ότι η κίνηση αυτή ενδέχεται να οδηγήσει σε περαιτέρω εντατικοποίηση της αντιπαράθεσης μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου στον τομέα της τεχνολογικής καινοτομίας και ασφάλειας, με σημαντικές επιπτώσεις στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και τις εμπορικές συναλλαγές.

Συμπερασματικά, η νέα αυτή κίνηση της αμερικανικής κυβέρνησης δείχνει μία περαιτέρω σκλήρυνση απέναντι στο Πεκίνο, με τις σχέσεις ΗΠΑ και Κίνας να δοκιμάζονται για άλλη μια φορά. Η εξέλιξη αυτή έρχεται να ενισχύσει προηγούμενες δράσεις της Ουάσιγκτον, η οποία επιχειρεί να διαφυλάξει την τεχνολογική της υπεροχή και ασφάλεια, οδηγώντας τη σινοαμερικανική διαμάχη σε μία νέα περίοδο αυξημένης έντασης.

Με περικοπές και εξαιρέσεις η δημοσιοποίηση των αρχείων του Τζ. Φ. Κέννεντυ

Ουάσιγκτον — Μερικά από τα πρόσφατα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα που σχετίζονται με τη δολοφονία του προέδρου Τζ. Φ. Κέννεντυ περιέχουν σημαντικές ελλείψεις πληροφοριών, ενώ ορισμένα λείπουν εντελώς από τα αρχεία, σύμφωνα με δημοσιογραφική έρευνα της Epoch Times, που εξέτασε χιλιάδες έγγραφα από τα Εθνικά Αρχεία των ΗΠΑ.

Συνολικά 80.000 έγγραφα δόθηκαν στη δημοσιότητα στις 19 Μαρτίου, βάσει εκτελεστικού διατάγματος που υπέγραψε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ τον Ιανουάριο. Ωστόσο, οι περικοπές και οι εξαιρέσεις περιορίζουν την πλήρη διαφάνεια της δημοσιοποίησης.

Ο Λευκός Οίκος παρέπεμψε τα ερωτήματα σχετικά με τα αρχεία στην Εθνική Διοίκηση Αρχείων και Εγγράφων (National Archives and Records Administration – NARA), εκπρόσωποι της οποίας διαβεβαίωσαν ότι η πλήρης αποκάλυψη των εγγράφων αποτελεί προτεραιότητα. Εκπρόσωπος της υπηρεσίας ανέφερε στην Epoch Times ότι σε ευθυγράμμιση με τη δέσμευση του Τραμπ για μέγιστη διαφάνεια, τα Εθνικά Αρχεία ξεκίνησαν διαδικασία αναθεώρησης των εγγράφων με στόχο τη μέγιστη δυνατή αποδέσμευση.

Ορισμένοι ιστορικοί αναζητούν ατράνταχτες αποδείξεις μέσα στο πλήθος των αρχείων, αλλά οι διαγραφές προκαλούν περισσότερα ερωτήματα, αποκαλύπτοντας μία μυστικότητα που διαρκεί πάνω από μισό αιώνα.

Λογοκριμένα έγγραφα 

Η Epoch Times διαπίστωσε ότι κιβώτια στα Εθνικά Αρχεία περιέχουν χιλιάδες έγγραφα που εξακολουθούν να είναι λογοκριμένα, με ορισμένα να φέρουν την ένδειξη «sanitized» (όρος που σημαίνει ‘απολύμανση’, αλλά και ‘λογοκρισία’ και ‘ευπρεπισμός’ , τον οποίο χρησιμοποιούν οι υπηρεσίες πληροφοριών αναφερόμενες σε διαγραφές τμημάτων των κειμένων πριν από τη δημοσιοποίηση.

Τα έγγραφα που είναι διαθέσιμα προς εξέταση στα αρχεία είναι εκείνα που δεν έχουν ακόμη ψηφιοποιηθεί ή δημοσιευθεί στο διαδίκτυο. Πολλά εξ αυτών φέρουν εκτεταμένες διαγραφές με μαύρο μαρκαδόρο, κενά σημεία όπου το κείμενο έχει αφαιρεθεί, ενώ τουλάχιστον σε μία περίπτωση, τμήματα σελίδων έχουν καλυφθεί με κολλητική ταινία και χαρτί.

Παράδειγμα ενός «sanitized» εγγράφου στα αρχεία του Ράσσελ Χολμς, που δόθηκε στα Εθνικά Αρχεία από τη CIA, όπως απεικονίζεται στις 21 Μαρτίου 2025. (Travis Gillmore/The Epoch Times)

 

Όταν εντοπίζονται τέτοιες περικοπές, οι αρχειονόμοι ενημερώνουν την αρμόδια υπηρεσία που διαχειρίζεται τον φάκελο, με στόχο να διατεθούν καθαρές εκδοχές των εγγράφων στους ερευνητές, σύμφωνα με εκπρόσωπο των αρχείων. Οι περικοπές αφορούν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, συμπεριλαμβανομένων χιλιάδων σελίδων από τα αρχεία του Ράσσελ Χολμς, αρχειονόμου της CIA και ιστορικού της δολοφονίας του Κέννεντυ.

Ορισμένα έγγραφα, αν και έχουν αποχαρακτηριστεί, είναι πρακτικά δυσανάγνωστα λόγω της ποιότητας της σάρωσης ή της κακής κατάστασης των πρωτοτύπων.

Νέα στοιχεία

Ανάμεσα στα πλήρως αναγνώσιμα έγγραφα που εντόπισε η Epoch Times περιλαμβάνονται μαρτυρίες που δημοσιοποιούνται για πρώτη φορά, καθώς και χιλιάδες αρχεία σχετικά με επιχειρήσεις υπηρεσιών πληροφοριών, παρακολουθήσεις και έρευνες.

Μεταξύ των πιο σημαντικών ντοκουμέντων που ήρθαν στο φως είναι το πλήρως αποχαρακτηρισμένο, 72 σελίδων, αντίγραφο της κατάθεσης του επικεφαλής αντικατασκοπείας Τζέημς Άνγκλετον στην Επιτροπή Τσερτς της Γερουσίας, όπου περιγράφει μεθόδους των μυστικών υπηρεσιών.

Άλλα έγγραφα αφορούν επιχειρήσεις που είχαν στόχο την αποσταθεροποίηση ξένων κυβερνήσεων, ιδιαίτερα της Κούβας, καθώς και προσπάθειες παρακολούθησης κομμουνιστικών καθεστώτων παγκοσμίως.

Εξαιρέσεις και αποκλεισμοί αρχείων

Σύμφωνα με εκπρόσωπο των αρχείων, ορισμένες σειρές εγγράφων, όπως εκείνες της Αναθεωρητικής Επιτροπής Αρχείων Δολοφονιών (Assassination Records Review Board – ARRB), εξαιρέθηκαν από το διάταγμα του Τραμπ. Η επιτροπή αυτή, μεταξύ 1994 και 1998, ερεύνησε τις δολοφονίες των Κέννεντυ, Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και Ρόμπερτ Κέννεντυ, καθώς και την ταξινόμηση και αποχαρακτηρισμό σχετικών εγγράφων.

Η εξαίρεση αυτών των αρχείων σημαίνει ότι λείπουν σημαντικά εσωτερικά έγγραφα, αναφορές και συνεντεύξεις, συμπεριλαμβανομένων 19 διαγραφών στην κατάθεση του Άνγκλετον το 1978, καθώς και άλλων δυνητικά αποκαλυπτικών στοιχείων.

Αρχεία στο φάκελο Τζ. Φ. Κέννεντυ, συμπεριλαμβανομένης αυτής της σελίδας που αφορά τον επικεφαλής της αντικατασκοπείας Τζέημς Άνγκλετον, δείχνουν ότι άλλα έγγραφα καταστράφηκαν. (Travis Gillmore/The Epoch Times)

 

Ορισμένα έγγραφα δεν καταχωρήθηκαν στα αρχεία, καθώς η επιτροπή έκρινε ότι «δεν θεωρούνται σχετικά». Άλλα περιλαμβάνουν μερικώς λογοκριμένες αναφορές για την παρακολούθηση του Λη Χάρβεϋ Όσβαλντ πριν από τη δολοφονία του Κέννεντυ.

Κατόπιν αιτήματος της Epoch Times για διευκρινίσεις από τον Λευκό Οίκο σχετικά με τη μη ταξινόμηση ορισμένων εγγράφων, η διοίκηση επικοινώνησε με τα αρχεία στις 25 Μαρτίου. Ως αποτέλεσμα, κάποια αρχεία της επιτροπής αναμένεται να αποδεσμευτούν σύντομα.

Κατεστραμμένα έγγραφα

Τα νεοδημοσιευμένα έγγραφα αποκαλύπτουν επίσης αναφορές της CIA και του FBI για την καταστροφή άγνωστου αριθμού αρχείων.

Σύμφωνα με τα ντοκουμέντα, η καταστροφή επικεντρώθηκε σε συγκεκριμένες πτυχές της έρευνας, όπως αρχεία που αφορούσαν δραστηριότητες του Όσβαλντ πριν από τη δολοφονία, διατμηματική επικοινωνία και ενέργειες βασικών αξιωματούχων.

Ορισμένα έγγραφα σχετικά με τον Άνγκλετον διαγράφηκαν εξ ολοκλήρου, ενώ σύμφωνα με υπομνήματα της CIA, καταστράφηκαν ταχυδρομικά αρχεία και σελίδες απόρρητων εγγράφων.

Ορισμένα έγγραφα του Τζ.Φ.Κ. στα αρχεία, όπως αυτό που απεικονίζεται, είναι σε μεγάλο βαθμό διορθωμένα ή δυσανάγνωστα, καθιστώντας την εξέταση τους δύσκολη. (Travis Gillmore/The Epoch Times)

 

Η απώλεια αυτών των αρχείων στερεί από τους ιστορικούς τη δυνατότητα να ανασυνθέσουν πλήρως το παζλ των δραστηριοτήτων των υπηρεσιών πληροφοριών πριν και μετά τη δολοφονία του Κέννεντυ.

Η υπόθεση της δολοφονίας του προέδρου στις 22 Νοεμβρίου 1963, στο Ντάλλας, συνεχίζει να τροφοδοτεί εικασίες για τα γεγονότα της ημέρας, τους πιθανούς δράστες και τις πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες εκείνη την εποχή.

Διλήμματα αποχαρακτηρισμού

Η δημοσιοποίηση των εγγράφων που σχετίζονται με τη δολοφονία του Τζον Φ. Κέννεντυ είχε διαταχθεί για πρώτη φορά με τον Νόμο περί συλλογής αρχείων δολοφονίας του προέδρου Τζ. Φ. Κέννεντυ του 1992. Ο νόμος προέβλεπε τη συγκέντρωση όλων των σχετικών εγγράφων σε ένα ενιαίο αρχείο, με στόχο τον πλήρη αποχαρακτηρισμό τους εντός 25 ετών από την ψήφισή του.

Ο συγκεκριμένος νόμος ψηφίστηκε από το Κογκρέσο λίγο μετά την κυκλοφορία της ταινίας JFK του Όλιβερ Στόουν, η οποία αμφισβητούσε το επίσημο πόρισμα της Επιτροπής Γουόρεν, σύμφωνα με το οποίο ο Λη Χάρβεϋ Όσβαλντ έδρασε μόνος του. Η πίεση της κοινής γνώμης για αποκάλυψη των αρχείων αυξήθηκε σημαντικά μετά την προβολή της ταινίας.

Ωστόσο, η διαδικασία δημοσιοποίησης των εγγράφων παρεμποδίστηκε από καθυστερήσεις και εξαιρέσεις, κυρίως σε ζητήματα που αφορούσαν την εθνική ασφάλεια και τις μεθόδους συλλογής πληροφοριών.

Παρόλο που ο νόμος του 1992 όριζε ως τελική ημερομηνία αποκάλυψης την 26η Οκτωβρίου 2017, υπήρχαν εξαιρέσεις για την αποφυγή «διακριτής βλάβης στην άμυνα, τις επιχειρήσεις πληροφοριών, την επιβολή του νόμου ή τις διεθνείς σχέσεις», εφόσον η εν λόγω βλάβη ήταν «τόσο σοβαρή που υπερίσχυε του δημόσιου συμφέροντος για διαφάνεια».

Επιπλέον, μπορούσε να δοθεί αναβολή εάν η δημοσιοποίηση εγγράφων αποκάλυπτε σύγχρονες μεθόδους συλλογής πληροφοριών ή τα ονόματα και τις ταυτότητες εμπιστευτικών πληροφοριοδοτών, εφόσον αυτό θα συνιστούσε «σημαντικό κίνδυνο βλάβης για το συγκεκριμένο άτομο» ή θα αποτελούσε «σοβαρή παραβίαση της προσωπικής του ζωής».

Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Ντόναλντ Τραμπ διέταξε τη δημοσιοποίηση εγγράφων, σύμφωνα με τις προβλέψεις του νόμου του 1992, αλλά αποδέχθηκε τις εισηγήσεις των υπηρεσιών πληροφοριών για τη διατήρηση του απορρήτου ορισμένων αρχείων λόγω ανησυχιών για την εθνική ασφάλεια.

Αργότερα, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έδωσε εντολή για την αποκάλυψη μέρους των εγγράφων, παρατείνοντας παράλληλα τις καθυστερήσεις και επιτρέποντας τη διατήρηση διαβαθμίσεων σε συγκεκριμένα έγγραφα.

Αφότου ανέλαβε εκ νέου την προεδρία, ο Τραμπ διέταξε την πλήρη δημοσιοποίηση όλων των εγγράφων που σχετίζονται με τη δολοφονία του Κέννεντυ, επισημαίνοντας ότι είναι προς το εθνικό συμφέρον να αποκαλυφθούν άμεσα όλα τα σχετικά αρχεία.

Μέχρι τη στιγμή της δημοσίευσης, η CIA δεν είχε απαντήσει στο αίτημα της Epoch Times για κάποιο σχόλιο.

Του  Travis Gillmore

Η Τάλσι Γκάμπαρντ λέει ότι οι ΗΠΑ αξιολογούν τις δραστηριότητες δολιοφθοράς της Ρωσίας στην Ευρώπη

Καθώς οι Αμερικανοί γερουσιαστές πίεζαν τους ανώτατους αξιωματούχους πληροφοριών του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, η διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Τάλσι Γκάμπαρντ επιβεβαίωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αξιολογούν τις προσπάθειες της Ρωσίας να διεξάγει δραστηριότητες δολιοφθοράς στην Ευρώπη.

Στις 25 Μαρτίου, μέλη της ομάδας πληροφοριών έκαναν ερωτήσεις στην Γκάμπαρντ στην ετήσια ακρόαση της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας σχετικά με παγκόσμιες απειλές.

Ο γερουσιαστής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Τζον Κόρνυν ρώτησε την Γκάμπαρντ για ένα πρόσφατο άρθρο του Associated Press.

Στο άρθρο, το AP κατέγραψε 59 περιστατικά στα οποία ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εισαγγελείς, υπηρεσίες πληροφοριών ή άλλοι δυτικοί αξιωματούχοι κατηγόρησαν τη Ρωσία, ομάδες που συνδέονται με τη Μόσχα ή τη σύμμαχό της Λευκορωσία, για κυβερνοεπιθέσεις, διάδοση προπαγάνδας, σχεδίαση δολοφονιών, ή διάπραξη πράξεων βανδαλισμού, εμπρησμού, δολιοφθοράς ή κατασκοπείας από την έναρξη της σύγκρουσης Ρωσίας-Ουκρανίας το 2022.

«Είναι αυτό συνεπές με την κατανόηση και την εντύπωσή σας για το με τι ασχολείται αυτή τη στιγμή η Ρωσία στην Ευρώπη;» ρώτησε ο Κόρνυν.

«Γερουσιαστή, δεν έχω δει αυτό το συγκεκριμένο άρθρο, αλλά μπορώ να επιβεβαιώσω ότι αξιολογούμε τις προσπάθειες της Ρωσίας να διεξάγει τέτοιες δραστηριότητες δολιοφθοράς στην Ευρώπη», απάντησε η Γκάμπαρντ.

Το AP είπε ότι βρήκε εκατοντάδες περιστατικά όπου Δυτικοί αξιωματούχοι ανέφεραν μια σαφή σύνδεση με τη Ρωσία, τις φιλορωσικές ομάδες ή τη Λευκορωσία. Το Κρεμλίνο αρνήθηκε τις κατηγορίες.

Το πάνελ εξέτασε επίσης τον διευθυντή του FBI Κας Πατέλ και τον διευθυντή της CIA Τζον Ράτκλιφ, μια μέρα μετά από μια αναφορά του Τζέφρυ Γκόλντμπεργκ, αρχισυντάκτη του περιοδικού Atlantic.

Ο Γκόλντμπεργκ είχε με κάποιον τρόπο προστεθεί σε μια ομάδα συνομιλιών αξιωματούχων της κυβέρνησης Τραμπ στην εφαρμογή Signal, στην οποία ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Λευκού Οίκου Μάικ Γουόλτς και ο υπουργός Άμυνας Πητ Χέγκσεθ μίλησαν για σχέδια για επίθεση στους Χούθι της Υεμένης.

Εκτός από τον Χέγκσεθ, η συνομιλία περιελάμβανε τον αντιπρόεδρο Τζ. Βανς, τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο και την Γκάμπαρντ.

Η Μόσχα κατηγορείται για τις επιθέσεις

Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν αποδώσει πρόσφατα κύματα επεισοδίων σε ολόκληρη την Ευρώπη—συμπεριλαμβανομένων βομβιστικών απειλών, εμπρησμών, επιθέσεων κακόβουλου λογισμικού, διακοπής δορυφόρων και προσπαθειών μαζικών χτυπημάτων— στη Ρωσία.

Ο υπουργός Εξωτερικών της Τσεχίας Γιαν Λιπάβσκι δήλωσε σε δημοσιογράφους σε σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στις 4 Δεκεμβρίου ότι υπήρξαν 500 ύποπτα περιστατικά στην Ευρώπη.

«Έως 100 από αυτά μπορούν να αποδοθούν σε ρωσικές υβριδικές επιθέσεις, κατασκοπεία και επιχειρήσεις επιρροής. Πρέπει να στείλουμε ένα ισχυρό μήνυμα στη Μόσχα ότι αυτό δεν θα γίνει ανεκτό», είπε ο Λιπάβσκι.

Δημόσιες αναφορές έχουν αποκαλύψει μια σειρά από υποτιθέμενες προσπάθειες δολιοφθοράς, συμπεριλαμβανομένης της αποκοπής υποθαλάσσιων καλωδίων Διαδικτύου στη Βαλτική και τη Βόρεια Θάλασσα και την ανίχνευση μικρών drone από την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ κοντά σε τρεις από τις βάσεις της στην ανατολική Αγγλία.

Οι αρχές διερευνούν εμπρηστικούς μηχανισμούς κρυμμένους μέσα σε δέματα που ανακαλύφθηκαν σε αποθήκες της μεταφορικής εταιρείας DHL στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Πολωνία και τη Γερμανία, γεγονός που τροφοδότησε περαιτέρω ανησυχίες σχετικά με το εύρος και τον συντονισμό αυτών των περιστατικών.

Στην Εσθονία, η πρωθυπουργός Κάγια Κάλλας ανέφερε ότι η χώρα διέκοψε μια ρωσική υβριδική επιχείρηση πέρυσι, συλλαμβάνοντας 10 άτομα στο πλαίσιο ποινικής έρευνας για τον βανδαλισμό σε αυτοκίνητο κυβερνητικού αξιωματούχου.

Εκατοντάδες παιδιά στη Λιθουανία, τη Λετονία και την Εσθονία δέχθηκαν επίσης απειλές για βόμβες, τις οποίες η υπηρεσία εσωτερικής ασφάλειας της Εσθονίας περιέγραψε ως απόπειρες «δημιουργίας ψυχολογικής και συναισθηματικής έντασης στοχεύοντας τα πιο ευάλωτα [παιδιά]», σύμφωνα με το ERR News.

Ο πρωθυπουργός της Πολωνίας Ντόναλντ Τουσκ υποστήριξε ότι υπήρχε ρωσική εμπλοκή σε έναν ύποπτο εμπρησμό που κατέστρεψε το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Βαρσοβίας νωρίτερα το 2024.

Εν τω μεταξύ, η Ρωσία κατηγορήθηκε επίσης για τη διακοπή της λειτουργίας τουλάχιστον τεσσάρων δορυφόρων Eutelsat, και ενός που λειτουργεί από το SES του Λουξεμβούργου, επηρεάζοντας τις ολλανδικές τηλεοπτικές εκπομπές.

Τον Οκτώβριο, ο γενικός διευθυντής της MI5 του Ηνωμένου Βασιλείου, Κεν ΜακΚάλλουμ, προειδοποίησε για τη συνεχιζόμενη απειλή, ενώ κατηγόρησε ρητά τη Μόσχα για εμπλοκή σε δολιοφθορές λόγω του ηγετικού ρόλου της Βρετανίας στην υποστήριξη της Ουκρανίας.

«Θα πρέπει να περιμένουμε συνεχείς επιθετικές ενέργειες εδώ στην χώρα μας», είπε.

«Η GRU [η στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών της Ρωσίας] ειδικότερα βρίσκεται σε μια διαρκή αποστολή να δημιουργήσει χάος σε βρετανικούς και ευρωπαϊκούς δρόμους: έχουμε δει εμπρησμό, δολιοφθορά, και περισσότερα. Επικίνδυνες πράξεις που έγιναν με αυξανόμενη ένταση.»

Του Owen Evans

Με τη συμβολή του Jack Phillips και πληροφορίες από το Reuters και το Associated Press 

Ο εθνικός σύμβουλος των ΗΠΑ Μάικ Γουόλτς λέει ότι αναλαμβάνει ‘πλήρη ευθύνη’ για τη διαρροή συνομιλίας στο Signal

Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, Μάικ Γουόλτς, δήλωσε την Τρίτη ότι αναλαμβάνει την «πλήρη ευθύνη» για τη διαρροή της συνομιλίας στην εφαρμογή Signal, στην οποία αξιωματούχοι φέρεται να συζήτησαν σχέδια για να χτυπήσουν τους τρομοκράτες Χούθι στην Υεμένη.

«Δεν ήταν υπεύθυνος κάποιος από το προσωπικό», είπε ο Γουόλτς σε συνέντευξή του στο Fox News. «Αναλαμβάνω την πλήρη ευθύνη. Εγώ έφτιαξα την ομάδα. Η δουλειά μου είναι να διασφαλίσω ότι όλα είναι συντονισμένα.»

Αυτό έρχεται αφότου ο αρχισυντάκτης του Atlantic, Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, έγραψε στις 24 Μαρτίου ότι προστέθηκε κατά λάθος σε μια συνομιλία της ομάδας Signal στην οποία αρκετοί ανώτατοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργού Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, συζήτησαν την ανανεωμένη εκστρατεία αεροπορικών επιδρομών των ΗΠΑ κατά των τρομοκρατών Χούθι.

Όταν ρωτήθηκε πώς ο αριθμός επικοινωνίας του Γκόλντμπεργκ προστέθηκε στην ομαδική συνομιλία στην εφαρμογή κρυπτογραφημένων μηνυμάτων, ο Γουόλτς είπε ότι μπορεί να υπήρξε σύγχυση στα στοιχεία επικοινωνίας.

«Είχατε ποτέ μια επαφή κάποιου που δείχνει το όνομά του αλλά έχετε τον αριθμό κάποιου άλλου εκεί;» είπε ο Γουόλτς.

«Έμοιαζε με κάποιον άλλον. Τώρα, αν το έκανε εσκεμμένα ή συνέβη με κάποιο άλλο τεχνικό μέσο είναι κάτι που προσπαθούμε να καταλάβουμε,» πρόσθεσε.

Ο Γουόλτς αρνήθηκε ότι γνώριζε προσωπικά τον Γκόλντμπεργκ, λέγοντας ότι δεν είχε συναντήσει ποτέ τον δημοσιογράφο. Ωστόσο, ο σύμβουλος είπε ότι γνώριζε ορισμένες από τις αναφορές του Atlantic για τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.

«Μπορώ να σας πω 100 τοις εκατό ότι δεν ξέρω αυτόν τον τύπο. Τον ξέρω από τη φρικτή φήμη του,» είπε. «Και τον ξέρω με την έννοια ότι μισεί τον πρόεδρο, αλλά δεν του στέλνω μήνυμα.»

Ο Γουόλτς είπε ότι δεν ήξερε πώς κατέληξε ο αριθμός του Γκόλντμπεργκ στο τηλέφωνό του και ότι η διοίκηση ερευνά το ζήτημα.

Ο Γκόλντμπεργκ υποστήριξε στο άρθρο του ότι η αλυσίδα μηνυμάτων στο Signal «περιείχε επιχειρησιακές λεπτομέρειες των επικείμενων χτυπημάτων στους υποστηριζόμενους από το Ιράν αντάρτες Χούθι στην Υεμένη, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για στόχους, όπλα που θα χρησιμοποιούσαν οι ΗΠΑ και αλληλουχία επιθέσεων».

Ωστόσο, ο Γουόλτς διευκρίνισε ότι δεν κοινοποιήθηκαν απόρρητες πληροφορίες στη συνομιλία.

Ο Χέγκσεθ διέψευσε επίσης αναφορές ότι είχε συζητήσει σχέδια απόρρητων στρατιωτικών επιχειρήσεων με άλλους αξιωματούχους της διοίκησης μέσω της εφαρμογής Signal.

Μιλώντας σε δημοσιογράφους την Δευτέρα, ο Χέγκσεθ είπε ότι «κανείς δεν έστελνε μηνύματα για πολεμικά σχέδια» και επέκρινε τον Γκόλντμπεργκ για προηγούμενες αναφορές σχετικά με την πρώτη θητεία του Τραμπ.

Ο Γκόλντμπεργκ απάντησε στη δήλωση του Χέγκσεθ κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης στο MSNBC τη Δευτέρα, λέγοντας ότι περιέγραφε αυτό που είδε στην ομαδική συνομιλία και αμφισβήτησε τη δήλωση του Χέγκσεθ.

Άλλα φερόμενα μέλη στην ομαδική συνομιλία περιελάμβαναν τους «JD Vance», «TG» (που ο Γκόλντμπεργκ πιστεύει ότι ήταν η διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Τάλσι Γκάμπαρντ), «Scott B» (πιθανόν ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσσεντ), «Τζον Ράτκλιφ» και «MAR» (τα οποία ο Γκόλντμπεργκ σημείωσε ότι είναι τα αρχικά του υπουργού Εξωτερικών Μάρκο Αντόνιο Ρούμπιο).

Αρκετοί Δημοκρατικοί της Βουλής έχουν ζητήσει την απόλυση του Γουόλτς και άλλων αξιωματούχων της διοίκησης για το περιστατικό. Ο βουλευτής Κρις Ντελούτζιο (Δ-Πεννσυλβάνια) είπε ότι οι αξιωματούχοι που είναι υπεύθυνοι για την «εξωφρενική παραβίαση της εθνικής ασφάλειας» πρέπει να λογοδοτήσουν και ζήτησε πλήρη έρευνα.

Ο Τραμπ υπερασπίστηκε τον σύμβουλο εθνικής ασφάλειας κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στο NBC News την Τρίτη, λέγοντας ότι ο Γουόλτς «έχει πάρει ένα μάθημα και είναι καλός άνθρωπος».

Ο πρόεδρος είπε ότι το περιστατικό συνομιλίας της ομάδας του ήταν «το μόνο σφάλμα σε δύο μήνες», το οποίο θεωρεί ότι δεν είναι σοβαρό ζήτημα.

Η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Κάρολαϊν Λέβιτ επανέλαβε τη δήλωση του Χέγκσεθ ότι δεν στάλθηκαν σχέδια για πόλεμο στη συνομιλία. Είπε ότι δεν αποκαλύφθηκε απόρρητο υλικό.

Ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Μάικ Τζόνσον (Ρ-Λουιζιάνα) απέκλεισε τη Δευτέρα κάθε πειθαρχική δίωξη εναντίον του Γουόλτς για το περιστατικό. Όταν ρωτήθηκε εάν ο Γουόλτς και ο Χέγκσεθ θα πρέπει να αντιμετωπίσουν συνέπειες, ο Τζόνσον απάντησε: «Φυσικά όχι».

«Προφανώς, ένας αριθμός τηλεφώνου μπήκε ακούσια σε αυτό το νήμα. Θα το διερευνήσουν και θα βεβαιωθούν ότι δεν θα συμβεί ξανά», είπε στους δημοσιογράφους.

Με τη συμβολή του Jack Phillips και πληροφορίες από το Associated Press 

Στις ΗΠΑ ο Τούρκος ΥΠΕΞ Χακάν Φιντάν – Συνάντηση με τον Μάρκο Ρούμπιο

Ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Χακάν Φιντάν, βρίσκεται στην Ουάσιγκτον, όπου αναμένεται να έχει, μεταξύ άλλων, συνάντηση και με τον Αμερικανό ομόλογό του Μάρκο Ρούμπιο. Μαζί του βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο διπλωματικός σύμβουλος του προέδρου Ερντογάν, Ακίφ Τσαγατάι Κιλίτς, ο οποίος έχει προγραμματισμένη συνάντηση με τον σύμβουλο εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ, Μάικ Γουόλτς.

Πρόκειται για την πρώτη επίσκεψη του Τούρκου ΥΠΕΞ στις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ. Στην ατζέντα των επαφών του βρίσκεται η άρση των αμερικανικών κυρώσεων CAATSA κατά της Τουρκίας, η επιστροφή της στο πρόγραμμα των μαχητικών F-35 και η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για τον εκσυγχρονισμό των τουρκικών F-16.

Η ‘Αγκυρα θέτει επίσης υψηλά στην ατζέντα των αμερικανοτουρκικών σχέσεων την ανάγκη συντονισμού στην αντιμετωπίση του Ισλαμικού Κράτους και την ασφαλή διαχείριση των στρατοπέδων στα οποία κρατούνται αυτή τη στιγμή τα μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης, υπό την εποπτεία των Κούρδων μαχητών. Ζητά επίσης να σταματήσει η αμερικανική στρατιωτική υποστήριξη των υπο κουρδική ηγεσία Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), οι οποίες έχουν υπογράψει συμφωνία με την κυβέρνηση Αλ Σάρα της Δαμασκού για ενσωμάτωσή τους στον συριακό στρατό.

Όσον αφορά την Ουκρανία, σύμφωνα με πληροφορίες ο Φιντάν θα τονίσει ότι η ‘Αγκυρα υποστηρίζει τις πρωτοβουλίες των ΗΠΑ και είναι έτοιμη να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση. Ο Τούρκος υπουργός αναμένεται να τονίσει επίσης την ανάγκη για περισσότερες προσπάθειες για τη διασφάλιση μόνιμης κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα και για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στην περιοχή.

Ο Χακάν Φιντάν είχε συνάντηση με τον νέο υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο στο περιθώριο της πρόσφατης Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια. Στις 16 Μαρτίου, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ είχαν τηλεφωνική συνομιλία.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Ο Τραμπ υπογράφει διάταγμα για παρεμπόδιση της ψήφου μη πολιτών στις ομοσπονδιακές εκλογές

Την υπογραφή προεδρικού διατάγματος ανακοίνωσε ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, στις 25 Μαρτίου 2025 στον Λευκό Οίκο, με στόχο την αυστηροποίηση των διαδικασιών διασφάλισης της συμμετοχής μόνο Αμερικανών πολιτών στις ομοσπονδιακές εκλογές. Το διάταγμα εστιάζει στον αποκλεισμό της ψήφου από μετανάστες χωρίς έγγραφα νομιμοποίησης ή άλλους μη πολίτες, ενισχύοντας τους ελέγχους εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους των πολιτειών.

«Εκλογική νοθεία. Έχετε ακούσει τον όρο; Με αυτό το μέτρο θα βάλουμε τέλος στο φαινόμενο, ελπίζω», δήλωσε ο Τραμπ την ώρα που υπέγραφε το προεδρικό διάταγμα.

Παράλληλα, η απόφαση του Αμερικανού προέδρου προβλέπει την ενεργή εμπλοκή ομοσπονδιακών υπηρεσιών όπως του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας και της Υπηρεσίας Κοινωνικής Ασφάλισης για τη διασταύρωση στοιχείων μεταξύ εκλογικών καταλόγων των πολιτειών και των ομοσπονδιακών βάσεων δεδομένων, με στόχο την επαλήθευσης του καθεστώτος υπηκοότητας των εγγεγραμμένων εκλογέων.

Ειδικότερα, ο πρόεδρος Τραμπ αναθέτει στο υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας και στην υπουργό Κρίστι Νόεμ να συνεργαστεί με την υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, προκειμένου να παρασχεθούν στους κρατικούς και τοπικούς εκλογικούς αξιωματούχους όλα τα αναγκαία εργαλεία για την πιστοποίηση της υπηκοότητας και των στοιχείων κοινωνικής ασφάλισης των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων.

Επιπλέον, η γενική εισαγγελέας Παμ Μπόντι καλείται από τον πρόεδρο να προχωρήσει στην άμεση δίωξη περιπτώσεων ατόμων που παρανόμως συμμετείχαν στις εκλογές είτε ως μη πολίτες είτε ψηφίζοντας επανειλημμένα στην ίδια εκλογική διαδικασία.

Το διάταγμα επεκτείνει τη λειτουργία της Ομοσπονδιακής Εκλογικής Επιτροπής (Election Assistance Commission), προσδιορίζοντας ότι στις αιτήσεις εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους μέσω αλληλογραφίας θα απαιτείται υποχρεωτική προσκόμιση τεκμηρίων Αμερικανικής υπηκοότητας, όπως το διαβατήριο των ΗΠΑ.

Ταυτόχρονα, η εντολή του προέδρου Τραμπ επισημαίνει την ανάγκη συμμόρφωσης των πολιτειών ως προς την τήρηση των ημερομηνιών καταμέτρησης των ψήφων, απαιτώντας να μην προσμετρώνται ψηφοδέλτια που φθάνουν μετά την ημέρα διεξαγωγής των εκλογών. Σε περιπτώσεις παραβάσεων της νομοθεσίας σχετικά με την ημερομηνία λήψης ψήφων, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα δύναται να διακόπτει τη χρηματοδότηση προς τις εν λόγω πολιτείες.

Αντιδράσεις από τις πολιτείες και νομικές προσφυγές

Έντονος προβληματισμός επικρατεί ήδη μεταξύ αρκετών πολιτειών στις ΗΠΑ, οι οποίες αντιμετωπίζουν τις νέες απαιτήσεις ως παρέμβαση στην αρμοδιότητά τους να διεξάγουν τις εκλογικές διαδικασίες. Στο παρελθόν, ανάλογες αποφάσεις του προέδρου Τραμπ είχαν προκαλέσει σειρά δικαστικών προσφυγών με αποφάσεις που συχνά μπλοκάριζαν τις οδηγίες του.

Ο ίδιος ο Τραμπ, αναγνωρίζοντας την πιθανότητα προσφυγής, πρόσθεσε στο διάταγμα ότι εάν οποιοδήποτε άρθρο της απόφασης κριθεί παράνομο από τα δικαστήρια, τα υπόλοιπα σημεία του διατάγματος δεν θα επηρεαστούν.

Ανάλυση και συνέπειες της απόφασης Τραμπ

Η υπογραφή του προεδρικού διατάγματος σηματοδοτεί μία ακόμη πολιτικά φορτισμένη πρωτοβουλία της κυβέρνησης Τραμπ σε σχέση με το εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ και τη μετανάστευση, θέματα που έχουν προκαλέσει πολωμένες αντιδράσεις στο παρελθόν. Ενώ οι υποστηρικτές υπογραμμίζουν πως επιβάλλεται κάθαρση στην εκλογική διαδικασία και προστασία από την παρανομία, οι επικριτές κάνουν λόγο για ένα μέτρο που κινδυνεύει να οδηγήσει σε περιορισμό της πρόσβασης στις κάλπες ακόμα και για νόμιμους ψηφοφόρους, κυρίως όσων προέρχονται από μεταναστευτικές κοινότητες.

Με το βλέμμα στραμμένο στις επόμενες εκλογικές περιόδους, το προεδρικό διάταγμα αναμένεται να προκαλέσει κοινωνικές αντιπαραθέσεις καθώς και αναρίθμητες δικαστικές διαμάχες, μετατρέποντας ξανά το θέμα της εκλογικής διαδικασίας στις ΗΠΑ σε κρίσιμο πολιτικό και νομικό ζήτημα.

Σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος προς την πλήρη εφαρμογή του προεδρικού διατάγματος φαίνεται μακρύς και περίπλοκος, με κάθε πλευρά να ετοιμάζεται ήδη για τον επόμενο γύρο νομικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων.

Οι ΗΠΑ επιβεβαιώνουν ρωσικές προσπάθειες σαμποτάζ στην Ευρώπη

Η διευθύντρια Εθνικών Υπηρεσιών Πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών, Τούλσι Γκάμπαρντ, επιβεβαίωσε στις 25 Μαρτίου 2025 στο αμερικανικό Κογκρέσο ότι οι ΗΠΑ αξιολογούν ενεργά προσπάθειες της Ρωσίας να πραγματοποιήσει επιχειρήσεις σαμποτάζ στην Ευρώπη. Η δήλωση έγινε κατά τη διάρκεια της ετήσιας ακρόασης της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας για τις παγκόσμιες απειλές, παρουσία του διευθυντή της CIA Τζον Ράτκλιφ και του διευθυντή του FBI Κας Πατέλ.

Η επιβεβαίωση αυτή προέκυψε μετά από ερώτηση του Ρεπουμπλικανού Γερουσιαστή Τζον Κόρνιν προς την Γκάμπαρντ σχετικά με δημοσίευμα του Associated Press, σύμφωνα με το οποίο έχουν καταγραφεί 59 περιστατικά στην Ευρώπη από την έναρξη της σύγκρουσης Ρωσίας – Ουκρανίας το 2022, τα οποία δυτικές κυβερνήσεις και υπηρεσίες αποδίδουν είτε στη Ρωσία είτε σε φιλορωσικές ομάδες ή ακόμα και στη σύμμαχο της Ρωσίας, Λευκορωσία.

Η Γκάμπαρντ ανέφερε χαρακτηριστικά: «Δεν έχω δει το συγκεκριμένο δημοσίευμα, μπορώ όμως να επιβεβαιώσω ότι πράγματι αξιολογούμε τέτοιου τύπου ρωσικές προσπάθειες για σαμποτάζ στην Ευρώπη».

Τα περιστατικά περιλαμβάνουν κυβερνοεπιθέσεις, προπαγάνδα, επιθέσεις εμπρησμού και βανδαλισμού, δολιοφθορές και κατασκοπεία. Η Μόσχα έχει επανειλημμένα αρνηθεί τις κατηγορίες αυτές.

Πρόσφατα, ο υπουργός Εξωτερικών της Τσεχίας, Γιαν Λιπάβσκι, δήλωσε σε συνάντηση του ΝΑΤΟ ότι από 500 ύποπτα περιστατικά στην Ευρώπη, περίπου 100 μπορούν να αποδοθούν σε υβριδικές ρωσικές επιθέσεις και επιχειρήσεις επιρροής. «Πρέπει να στείλουμε ένα ισχυρό μήνυμα στη Μόσχα ότι αυτό δεν θα γίνει αποδεκτό», τόνισε χαρακτηριστικά.

Στην Εσθονία, η πρωθυπουργός Κάγια Κάλας αποκάλυψε την αποτροπή υβριδικής επιχείρησης, με δέκα συλλήψεις υπόπτων για βανδαλισμό κατά κυβερνητικού αξιωματούχου. Παρόμοια σοβαρά συμβάντα σημειώθηκαν στη Λιθουανία, τη Λετονία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αναφέρθηκαν επίσης απειλές βομβών εναντίον σχολείων, εμπρηστικές επιθέσεις, καθώς κι επιθέσεις κατά υποθαλάσσιων καλωδίων και δορυφόρων, όπως αναφέρθηκε από τις υπηρεσίες πληροφοριών.

Τον περασμένο Οκτώβριο, ο γενικός διευθυντής της βρετανικής MI5, Κεν ΜακΚάλουμ, είχε επίσης προειδοποιήσει για τη συνεχιζόμενη απειλή, επισημαίνοντας τις απρόβλεπτες επικίνδυνες δραστηριότητες της GRU, της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών της Ρωσίας.

Η δημόσια επιβεβαίωση από τις Ηνωμένες Πολιτείες για τέτοιες δραστηριότητες καταδεικνύει το επίπεδο έντασης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας και ενδέχεται να ενισχύσει περαιτέρω την αποφασιστικότητα των ευρωπαϊκών χωρών απέναντι σε ρωσικές υβριδικές απειλές. Η επιβεβαίωση αυτή μπορεί επίσης να αποτελέσει βάση για ενδεχόμενα νέα μέτρα αντίδρασης από την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ, με περαιτέρω σκλήρυνση της στάσης τους προς τη Ρωσία.

Παράλληλα, η Ρωσία από την πλευρά της είναι πιθανόν να συνεχίσει να απορρίπτει δημόσια αυτές τις καταγγελίες, τονίζοντας πως πρόκειται για προσπάθεια δυσφήμισης και πολεμικής έντασης.

Η επιβεβαίωση των αναλυτών πληροφοριών της κυβέρνησης των ΗΠΑ υπογραμμίζει μία νέα, επικίνδυνη διάσταση του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία, που πλέον εκτείνεται πολύ πέρα από τα πεδία των μαχών σε επιχειρήσεις σαμποτάζ μέσα στα εδάφη της Ευρώπης. Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να καλούνται ήδη να ενισχύσουν την ετοιμότητα και την αποτελεσματικότητα των μέτρων ασφαλείας τους έναντι ενός όλο και πιο σύνθετου γεωπολιτικού τοπίου.

Νεβάδα: Σε εξέλιξη η διερεύνηση εκατοντάδων περιπτώσεων πιθανής διπλής ψήφου στις εκλογές του 2024

Η Γραμματεία της πολιτείας της Νεβάδα ερευνά ενεργά περισσότερες από 300 αναφορές για απόπειρες διπλής ψήφου που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου του 2024, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση που δημοσιεύθηκε από τις πολιτειακές αρχές στις 21 Μαρτίου 2025.

Η έκθεση της γραμματείας καταγράφει αναλυτικά 303 καταγγελίες για πολίτες που, είτε από πρόθεση είτε από σφάλμα, επιχείρησαν να ψηφίσουν δύο φορές. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι το σύστημα λειτούργησε έγκαιρα, με αποτέλεσμα οι συγκεκριμένες διπλές ψήφοι να μην καταμετρηθούν ποτέ.

Από τις 303 αυτές περιπτώσεις, οι πέντε θεωρούνται πλέον κλειστές. Από αυτές, μια υπόθεση έχει παραπεμφθεί σε εξωτερική υπηρεσία για περαιτέρω διερεύνηση, ενώ οι υπόλοιπες τέσσερις χαρακτηρίστηκαν ως «αστικές ειδοποιήσεις/χωρίς παραβίαση». Οι υπόλοιπες 298 περιπτώσεις παραμένουν ανοιχτές και βρίσκονται υπό διερεύνηση.

«Το γραφείο της Γραμματείας της πολιτείας αντιμετωπίζει κάθε ισχυρισμό περί παραβίασης της εκλογικής διαδικασίας με τη δέουσα σοβαρότητα και πραγματοποιεί πλήρη έρευνα σύμφωνα με τις πρόνοιες του νόμου», επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.

Η έκταση του φαινόμενου, αν και σημαντική αριθμητικά, αποτελεί μόλις το 0,02% των συνολικών ψήφων που υποβλήθηκαν στην πολιτεία της Νεβάδα στις Γενικές Εκλογές του 2024. Πάντως, οι αρμόδιοι προτίθενται να εξαντλήσουν τις έρευνες σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις.

«Συνεργαζόμαστε στενά με το γραφείο του γενικού εισαγγελέα καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας και, μόλις διαπιστωθεί πλέον αν μια καταγγελία είναι βάσιμη, οι υποθέσεις αναφέρονται προς περαιτέρω ποινική διερεύνηση στις αρμόδιες υπηρεσίες, μεταξύ αυτών στο γραφείο του γενικού εισαγγελέα και στις κατά τόπους εισαγγελικές αρχές», υπογραμμίζει η ίδια έκθεση.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προβληματικής περίπτωσης που περιγράφεται από τις αρχές αφορά την περίπτωση πατέρα και γιου, με το ίδιο ακριβώς ονοματεπώνυμο. Στο συγκεκριμένο σενάριο, πατέρας και γιος ζουν στο ίδιο νοικοκυριό και λαμβάνουν ξεχωριστά ψηφοδέλτια. Ο γιος επιλέγει να ψηφίσει διά ζώσης, ενώ ο πατέρας κατά λάθος συμπληρώνει και αποστέλλει το ψηφοδέλτιο που προορίζεται για τον γιο του μέσω ταχυδρομείου. Το σύστημα αμέσως εντοπίζει την παράτυπη προσπάθεια και το επιπλέον ψηφοδέλτιο δεν καταμετράται, ωστόσο, το περιστατικό διερευνάται και αποστέλλεται ειδική ειδοποίηση στον πατέρα ως ενημέρωση και προειδοποίηση.

Οι εκλογές του Νοεμβρίου 2024 στη Νεβάδα έδωσαν τη νίκη στον τότε υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στην αντίπαλό του, τότε Αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις, με μια διαφορά περίπου 46.000 ψήφων, εξασφαλίζοντας τους έξι εκλέκτορες της πολιτείας και συμβάλλοντας καθοριστικά στην εκλογική του επικράτηση.

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας αλλά και μετεκλογικά, ο Τραμπ και άλλοι εξέχοντες Ρεπουμπλικανοί έχουν επανειλημμένα επισημάνει την ανάγκη βελτίωσης της εκλογικής ακεραιότητας μέσω αυστηρότερων ελέγχων, διαφανών διαδικασιών ταχυδρομικής ψήφου αλλά και χρήσης χάρτινων ψηφοδελτίων για μεγαλύτερη ασφάλεια και αξιοπιστία.

Στην πρώτη συνεδρίαση του υπουργικού του συμβουλίου αυτόν τον μήνα, ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε πως οι ΗΠΑ πρέπει να επιστρέψουν στα χάρτινα ψηφοδέλτια και κατέθεσε δημόσια την άποψη ότι «χρειάζεται ένα τίμιο και διαφανές εκλογικό σύστημα που θα ολοκληρώνεται μέσα σε μία ημέρα».

Η αποκάλυψη των ειδήσεων για τις έρευνες αυτές αναμένεται να εντείνει τις συζητήσεις για την ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης των εκλογικών διαδικασιών στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ οι αρμόδιες αρχές συνεχίζουν με εντατικούς ρυθμούς τις έρευνές τους για την πλήρη διαλεύκανση όλων των καταγγελιών.

Ο Τραμπ στηρίζει τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας μετά από διαρροή συνομιλίας στο Signal

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, εξέφρασε την Τρίτη την πλήρη στήριξή του στον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Μάικ Γουόλτζ, μετά από περιστατικό κατά το οποίο ο αρχισυντάκτης του περιοδικού The Atlantic, Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, προστέθηκε κατά λάθος σε συνομιλία υψηλόβαθμων στελεχών μέσω της εφαρμογής Signal.

Το περιστατικό, το οποίο ήρθε στη δημοσιότητα τη Δευτέρα 24 Μαρτίου, έχει προκαλέσει έντονες πολιτικές αντιδράσεις σε Ουάσινγκτον και Κογκρέσο. Δημοκρατικά μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων απαιτούν διενέργεια ενδελεχούς έρευνας, κάνοντας λόγο για «σοβαρό ζήτημα εθνικής ασφαλείας» και ζητούν παραιτήσεις.

Ωστόσο, ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε την Τρίτη στο NBC News ότι εξακολουθεί να εμπιστεύεται τον Γουόλτζ: «Ο Μάικλ Γουόλτζ πήρε το μάθημά του και είναι καλός άνθρωπος. Το συμβάν δεν προκάλεσε καμία απολύτως συνέπεια».

Σύμφωνα με τον κ. Τραμπ, η προσθήκη του Τζέφρι Γκόλντμπεργκ στη συνομιλία έγινε από λάθος συνεργάτη του κ. Γουόλτζ. «Ήταν ένα λάθος που προέκυψε από το κινητό κάποιου συνεργάτη, ο οποίος είχε αποθηκευμένο το τηλέφωνο του κ. Γκόλντμπεργκ», εξήγησε.

Η υπόθεση πήρε διαστάσεις όταν ο Γκόλντμπεργκ δήλωσε σε εμφάνισή του στο κανάλι MSNBC ότι εντός αυτής της συνομιλίας συζητούνταν «λεπτομερείς πληροφορίες» και «ακριβείς κινήσεις» σχετικά με σχεδιαζόμενη αμερικανική στρατιωτική δράση κατά των Χούθι, της φιλοϊρανικής ένοπλης οργάνωσης στην Υεμένη. Στη συνομιλία αυτή συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, η επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών Τούλσι Γκάμπαρντ, ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς και ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο.

Ωστόσο, ο υπουργός Άμυνας Χέγκσεθ απέρριψε κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς Γκόλντμπεργκ, τονίζοντας πως «κανείς δεν αντάλλασε γραπτά μηνύματα για πολεμικά σχέδια». Ο ίδιος χαρακτήρισε την αναφορά ως ανακριβή και υπερβολική.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολάιν Λίβιτ, τονίζοντας πως «καμία απόρρητη πληροφορία δεν διέρρευσε» και πως πρόκειται για ένα ήσσονος σημασίας τεχνικό περιστατικό.

Παρ’ όλες αυτές τις διαβεβαιώσεις, οι αντιδράσεις Δημοκρατικών βουλευτών είναι έντονες. Η βουλευτής Σάρα Τζέικομπς από την Καλιφόρνια δήλωσε στο Axios ότι «δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το γεγονός ως ένα απλό λάθος. Υπάρχουν ευθύνες και πρέπει να αποδοθούν».

Παράλληλα, ο βουλευτής Κρις Ντελούζιο από την Πενσιλβάνια απαίτησε μέσω ανάρτησης στο κοινωνικό δίκτυο Χ τη διεξαγωγή άμεσης ακρόασης στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, τονίζοντας ότι «κεφάλια πρέπει να πέσουν».

Η υπόθεση αυτή αναμένεται να δημιουργήσει πρόσθετη πολιτική αναταραχή στο Κογκρέσο, εν μέσω μιας ήδη ταραχώδους περιόδου στις σχέσεις Λευκού Οίκου και αντιπολίτευσης. Όπως αναφέρουν πολιτικοί αναλυτές, το συμβάν αυτό εγείρει νέες ανησυχίες σχετικά με τη χρήση κρυπτογραφημένων εφαρμογών επικοινωνίας από αξιωματούχους της κυβέρνησης, παρά τις πρόσφατες συστάσεις του FBI για αποκλειστική χρήση τέτοιων εφαρμογών προς αποφυγήν διαρροών πληροφοριών.

Η συγκεκριμένη υπόθεση αναμφίβολα θα παραμείνει στο προσκήνιο και θα απασχολήσει ιδιαίτερα τις υπηρεσίες ασφαλείας και τη δημόσια συζήτηση στις ΗΠΑ. Παρά την επικοινωνιακού τύπου διαχείριση της υπόθεσης από τον Λευκό Οίκο, θεωρείται σίγουρο ότι τα ερωτήματα και οι αντιδράσεις για τα μέτρα ασφαλείας σε επικοινωνίες τόσο υψηλής σημασίας δεν θα κοπάσουν εύκολα.

Διαρροή συνομιλιών αξιωματούχων των ΗΠΑ: Καμία κοινοποίηση διαβαθμισμένων πληροφοριών, υποστηρίζουν Ράτκλιφ και Γκάμπαρντ

Κορυφαία στελέχη των υπηρεσιών πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών, ο διευθυντής της CIA Τζον Ράτκλιφ και η επικεφαλής των Εθνικών Υπηρεσιών Πληροφοριών (DNI) Τούλσι Γκάμπαρντ, παρουσιάστηκαν στις 25 Μαρτίου ενώπιον της Γερουσίας, προκειμένου να δώσουν διευκρινίσεις για τη δημοσιοποίηση συνομιλιών, στις οποίες μετείχαν μέσω της εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων Signal.

Η συνεδρίαση της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας αρχικά είχε προγραμματιστεί να καλύψει ζητήματα που άπτονται των παγκόσμιων απειλών για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Ωστόσο, κυριάρχησε η συζήτηση για την αποκάλυψη του δημοσιογράφου και αρχισυντάκτη του περιοδικού «The Atlantic», Τζέφρι Γκόλντμπεργκ. Σύμφωνα με δημοσίευμά του, ο Γκόλντμπεργκ βρέθηκε κατά λάθος σε ομαδική συνομιλία στο Signal, στην οποία ανώτεροι κυβερνητικοί παράγοντες φέρονται να συζητούσαν για επικείμενη στρατιωτική επιχείρηση των ΗΠΑ εναντίον των ανταρτών Χούθι στην Υεμένη.

Ο κ. Ράτκλιφ επιβεβαίωσε ενώπιον των γερουσιαστών την παρουσία του στην επίμαχη συνομιλία, αλλά υπογράμμισε ότι ουδέποτε κοινοποίησε διαβαθμισμένο υλικό. «Οι επικοινωνίες μου στη συνομιλία Signal ήταν πλήρως επιτρεπτές και νόμιμες και δεν περιείχαν διαβαθμισμένες πληροφορίες», δήλωσε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της CIA. Πρόσθεσε μάλιστα ότι η χρήση της εφαρμογής Signal ήταν εγκεκριμένη και από προηγούμενες κυβερνήσεις, «ως ένα αποδεκτό εργαλείο για την επικοινωνία σε υπηρεσιακά θέματα».

Από την πλευρά της, η διευθύντρια των Εθνικών Υπηρεσιών Πληροφοριών, Τούλσι Γκάμπαρντ, αρχικά απέφυγε να επιβεβαιώσει τη συμμετοχή της στη συνομιλία, επικαλούμενη το ότι η υπόθεση βρίσκεται υπό εξέταση από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας. Υπογράμμισε ωστόσο με έμφαση ότι «δεν υπήρξε κοινοποίηση διαβαθμισμένων πληροφοριών».

Το ζήτημα αυτό εξόργισε αρκετούς Γερουσιαστές, μεταξύ των οποίων και ο Δημοκρατικός Μάρκ Γουόρνερ, ο οποίος εξέφρασε τον προβληματισμό του σχετικά με την ελλιπή ασφάλεια στη χρήση τέτοιων εφαρμογών από κορυφαίους αξιωματούχους. «Είναι ανεξήγητο ότι τόσα υψηλόβαθμα στελέχη συμμετείχαν και κανείς δεν επαλήθευσε ποιος βρισκόταν στη συνομιλία, επιτρέποντας ακόμα και την παρουσία δημοσιογράφου», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Γουόρνερ.

Κατά τη διάρκεια της ακρόασης, ο γερουσιαστής των Δημοκρατικών Μάρτιν Χάινριχ έθεσε ερωτήματα σχετικά με αναφορά του Γκόλντμπεργκ ότι στη συνομιλία συζητήθηκαν συγκεκριμένα όπλα, στόχοι και ο χρόνος της προγραμματισμένης επιχείρησης στην Υεμένη. Οι Ράτκλιφ και Γκάμπαρντ αρνήθηκαν κατηγορηματικά ότι υπήρξε τέτοια αναφορά εντός της συνομιλίας που είδαν οι ίδιοι.

Ο υπουργός Αμύνης των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, σε δηλώσεις που έκανε στις 24 Μαρτίου, υποστήριξε ότι «κανείς δεν έστειλε πολεμικά σχέδια μέσω μηνυμάτων». Σχολιάζοντας την κατάσταση, ο δημοσιογράφος Τζ. Γκόλντμπεργκ άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να δημοσιοποιήσει στο μέλλον περισσότερα στοιχεία της συνομιλίας, «μετά από προσεκτική αξιολόγηση και δημόσιο έλεγχο».

Στο μεταξύ, τα μέλη της Επιτροπής Γερουσιαστών των Ρεπουμπλικάνων, Μάικ Ράουντς και Τοντ Γιανγκ, σημείωσαν ότι σκοπεύουν να διευκρινίσουν περισσότερα για το συμβάν κατά την κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση.

Η υπόθεση προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία σχετικά με τον τρόπο που οι κορυφαίοι αξιωματούχοι χειρίζονται ευαίσθητες πληροφορίες εθνικής ασφάλειας. «Είναι σαφές πως εάν οποιοδήποτε άλλο στέλεχος των υπηρεσιών πληροφοριών έπραττε με παρόμοιο τρόπο, ενδεχομένως να αντιμετώπιζε συνέπειες», σχολίασε χαρακτηριστικά ο γερουσιαστής Γουόρνερ, καταδεικνύοντας τη σημασία ασφαλούς ανταλλαγής ευαίσθητων δεδομένων.

Η εξέταση του συμβάντος συνεχίζεται, ενώ οι διευθυντές των υπηρεσιών πληροφοριών διαβεβαιώνουν πως δεν θίχθηκε η εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Ωστόσο, το περιστατικό επαναφέρει στο επίκεντρο τη συζήτηση για την τήρηση των πρωτοκόλλων ασφαλείας σε υψηλότατο πολιτικό και στρατηγικό επίπεδο.