Ο πράκτορας Μπράιαν Κλαρκ θυμάται ακόμη μια καθοριστική υπόθεση πριν από περίπου δέκα χρόνια, όταν η ομάδα της Δίωξης Ναρκωτικών των ΗΠΑ (Drug Enforcement Administration – DEA) της οποίας ηγούνταν συνέλαβε έναν Κινέζο που δραστηριοποιούνταν στο ξέπλυμα χρήματος σε αμερικανικό αεροδρόμιο, κατά τη διάρκεια ενδιάμεσης στάσης του.
Ο συγκεκριμένος συντόνιζε παραλαβές και παραδόσεις χρημάτων για το καρτέλ Σιναλόα στο Μεξικό. Οι μεξικανικές αρχές τον εντόπισαν ενώ γευμάτιζε με έναν από τους ηγέτες του καρτέλ· οι δύο συζητούσαν για μια πρόσφατη κατάσχεση μετρητών από την DEA στη Νέα Υόρκη.
Αργότερα, ο Κινέζος συνεργάστηκε με τις αρχές και αποκάλυψε λεπτομερώς τον τρόπο λειτουργίας του κυκλώματος ξεπλύματος.
Σύμφωνα με τον Κλαρκ, ειδικό πράκτορα και επικεφαλής του περιφερειακού γραφείου της DEA στο Λος Άντζελες, τα κινεζικά δίκτυα ξεπλύματος χρημάτων άρχισαν να εμφανίζονται την περίοδο 2015-2016. Μέχρι το 2019, είχαν κυριαρχήσει πλήρως στην αγορά.
Σήμερα, όπως αναφέρει η τελευταία «Εθνική έκθεση εκτίμησης κινδύνου ξεπλύματος χρήματος» του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, οι κινεζικές οργανώσεις αποτελούν πλέον «έναν από τους βασικούς παίκτες στο επαγγελματικό ξέπλυμα χρημάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες και παγκοσμίως».
Ο Κλαρκ εξήγησε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι οι κινεζικές ομάδες προσφέρουν «φθηνές, γρήγορες και σχεδόν εγγυημένες» υπηρεσίες στα καρτέλ, επιτρέποντάς τους να διατηρούν περισσότερα κεφάλαια για τη συνέχιση της διακίνησης ναρκωτικών.
Οι θάνατοι από υπερβολική δόση, κυρίως οπιοειδών, ξεπερνούν τους 100.000 ετησίως στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με την DEA, με εξαίρεση μια μικρή μείωση πέρυσι.
Ειδικοί υποστηρίζουν ότι το κινεζικό ξέπλυμα χρημάτων αποτελεί παγκόσμια επιχείρηση που υποστηρίζεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) και συνιστά σοβαρή απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εκθέσεις δεξαμενών σκέψης και διεθνών οργανισμών συνδέουν τις κινεζικές επενδύσεις στο εξωτερικό με αύξηση της παράνομης εμπορίας και της διαφθοράς.
Ο Ντέιβιντ Μ. Λούνα, εκτελεστικός διευθυντής της Διεθνούς Συμμαχίας Κατά των Παράνομων Οικονομιών και πρώην Αμερικανός διπλωμάτης, δήλωσε στην Epoch Times ότι «η Κίνα, άμεσα ή έμμεσα, αποκομίζει κέρδη από τις επιχειρήσεις ξεπλύματος που αγγίζουν την οικονομία και το χρηματοπιστωτικό της σύστημα μέσω του διεθνούς εμπορίου ή των υπόγειων τραπεζικών μηχανισμών».
Προσέθεσε δε ότι το ΚΚΚ το επιτρέπει επειδή «είναι εξαιρετικά κερδοφόρο και συμβάλλει στην επέκταση της παράνομης παγκόσμιας οικονομίας που τροφοδοτεί τη βιομηχανική και εμπορική επιρροή της Κίνας και τις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες».
Ο πρώην ειδικός πράκτορας του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζον Κασσάρα, εκτίμησε ότι τα κινεζικά δίκτυα ξεπλένουν ετησίως περίπου 2 τρισεκατομμύρια δολάρια —ποσό που αντιστοιχεί στο μισό του συνολικού παγκόσμιου ξεπλύματος χρήματος.
Παρά το μέγεθος του προβλήματος, ο Κασσάρα το θεωρεί μοναδική ευκαιρία για να εκτεθεί η εγκληματική φύση του κινεζικού καθεστώτος, υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται για «ένα καθαρά ηθικό ζήτημα, όχι ιδεολογικό».
Ξέπλυμα χρήματος «με κινεζικά χαρακτηριστικά»
Όταν οι κινεζικές οργανώσεις εισήλθαν δυναμικά στην αγορά το 2015–2016, προσέφεραν εξαιρετικά χαμηλές προμήθειες —σχεδόν μηδενικές— προκειμένου να εκτοπίσουν τους Λατινοαμερικανούς ανταγωνιστές τους. Ενώ η συνηθισμένη προμήθεια κυμαινόταν από 10% έως 15%, οι Κινέζοι χρέωναν κοντά στο μηδέν επί σειρά ετών.
Ακόμη και σήμερα, οι προμήθειες των Κινέζων μεσαζόντων παραμένουν χαμηλές (0%–6%), γεγονός που αυξάνει άμεσα τα κέρδη των καρτέλ, όπως επεσήμανε ο πρώην πράκτορας της DEA Ρόμπερτ Ζαχαριάσιεβιτς σε εκδήλωση της δεξαμενής σκέψης Global Financial Integrity στην Ουάσιγκτον.
Ο Κρίστοφερ Έρμπεν, επίσης πρώην πράκτορας της DEA και νυν διευθυντής της Nardello & Co., δήλωσε ενώπιον νομοθετών ότι η κυριαρχία των Κινέζων στο ξέπλυμα οδήγησε τα μεξικανικά καρτέλ σε αύξηση κερδών κατά 3% έως 5% — δηλαδή σε δισεκατομμύρια επιπλέον δολάρια ετησίως.
Σύμφωνα με έκθεση του Γραφείου Οικονομικής Ανάλυσης του υπουργείου Εμπορίου, οι Αμερικανοί ξόδεψαν 153 δισ. δολάρια για την αγορά παράνομων ναρκωτικών μόνο το 2017.
Οι Κινέζοι μεσάζοντες μπορούν να προσφέρουν τόσο χαμηλές προμήθειες επειδή αντλούν επιπλέον κέρδη από πλούσιους Κινέζους πελάτες που ζουν στην Κίνα και θέλουν να επενδύσουν σε ακίνητα στις ΗΠΑ ή να πληρώσουν δίδακτρα παιδιών τους σε αμερικανικά πανεπιστήμια.
Ωστόσο, το Πεκίνο επιβάλλει από το 2007 όριο συναλλάγματος 50.000 δολαρίων ετησίως ανά πολίτη, το οποίο έγινε ακόμη αυστηρότερο στα τέλη του 2016 —χρονική στιγμή που συνέπεσε, όπως σημειώνει ο Κλαρκ, με την άνθηση των κινεζικών δικτύων ξεπλύματος.

Οι πλούσιοι Κινέζοι πληρώνουν το αντίτιμο σε γουάν στην Κίνα, ενώ λαμβάνουν δολάρια που προέρχονται από τις δραστηριότητες των καρτέλ στις ΗΠΑ. Οι συναλλαγές αυτές, γνωστές ως «συναλλαγές καθρέφτης (mirror transactions)» ή «ανταλλαγές», επιτρέπουν να μη φύγουν ποτέ τα παράνομα χρήματα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθιστώντας δύσκολη την ανίχνευση του εγκλήματος σλυμφωνα με την Αμερικανική Στατιστική Υπηρεσία.
Τα γουάν που καταλήγουν στους λογαριασμούς των καρτέλ στην Κίνα χρησιμοποιούνται για την αγορά χημικών πρόδρομων ουσιών ή αγαθών που μεταφέρουν ξανά την αξία των εσόδων προς τη χώρα προέλευσης.
Επιπλέον, ψευδείς τιμολογήσεις εμπορικών συναλλαγών βοηθούν επίσης το ξέπλυμα —για παράδειγμα, μια κινεζική εταιρεία μπορεί να στείλει ηλεκτρονικά είδη αξίας 1 εκατ. δολαρίων στο Μεξικό αλλά να τιμολογήσει μόνο 10.000, επιτρέποντας στο καρτέλ να «νομιμοποιήσει» 990.000 δολάρια μέσω φαινομενικά νόμιμου κέρδους.
Το φαινόμενο αυτό, γνωστό ως εμπορικό ξέπλυμα, μπορεί να μετρηθεί μέσω των «κενών αξίας» στις εμπορικές στατιστικές.
Η Global Financial Integrity εκτίμησε ότι το 2018 η διαφορά αξιών μεταξύ 134 αναπτυσσόμενων και 36 ανεπτυγμένων χωρών έφτανε τα 835 δισ. δολάρια, με την Κίνα να αντιπροσωπεύει το 37% του συνόλου — σχεδόν πέντε φορές περισσότερο από τη δεύτερη χώρα, την Πολωνία.
Πολλαπλασιαστής απειλής
Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η συμβολή των κινεζικών δικτύων δεν περιορίζεται στη διακίνηση ναρκωτικών. Ο πρώην διπλωμάτης Λούνα σημείωσε ότι πολλές υπηρεσίες επιβολής νόμου τα θεωρούν «πολλαπλασιαστή απειλής», επειδή τροφοδοτούν βία, ανασφάλεια και αστάθεια σε πολλές αγορές.
Η παράνομη εμπορία και η διαφθορά αυξάνονται παράλληλα με τις επενδύσεις της Κίνας παγκοσμίως, κυρίως μέσω της Πρωτοβουλίας «Μία ζώνη, ένας δρόμος» (Belt and Road Initiative – BRI).
Έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) τον περασμένο Απρίλιο έδειξε ότι όσο μεγαλύτερη είναι η κινεζική επένδυση σε μια χώρα, τόσο περισσότερα απομιμητικά προϊόντα εξάγει. Το εμπόριο αυτών των προϊόντων, που αποτελεί κύριο υπόβαθρο για ξέπλυμα χρημάτων, ανέρχεται σε περίπου μισό τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως — με την Κίνα να παραμένει η κύρια πηγή.
Η BRI συνδέεται επίσης με εκτεταμένη διαφθορά. Έκθεση του 2020 από το Foundation for Defense of Democracies (Ίδρυμα για την Άμυνα των Δημοκρατιών) ανέφερε ότι οι περισσότερες επενδύσεις της Κίνας στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας στοχεύουν χώρες όπου η διαφθορά είναι ήδη βαθιά ριζωμένη.
Αντίστοιχα, το 2024, η ετήσια έκθεση της TRACE κατέταξε τα περισσότερα από τα 150 κράτη που συμμετέχουν στην πρωτοβουλία ως εξαιρετικά διεφθαρμένα. Το ίδρυμα κατέληξε ότι «είναι αμφίβολο αν το Πεκίνο ή οι εταίροι του επιθυμούν πραγματικά μια πρωτοβουλία απαλλαγμένη από διαφθορά, αφού η διαφάνεια θεωρείται πολιτικά επικίνδυνη».

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) υπολόγισε το 2018 ότι το παγκόσμιο ξέπλυμα χρήματος αντιστοιχεί σε 2%–5% του παγκόσμιου ΑΕΠ, δηλαδή 1,6–4 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Ο Κασσάρα, για να εκτιμήσει το κινεζικό μερίδιο, εξέτασε τις υποκείμενες εγκληματικές δραστηριότητες και διαπίστωσε ότι η Κίνα πρωταγωνιστεί σε όλες σχεδόν —από τα απομιμητικά προϊόντα έως την εμπορία ανθρώπων και τη διαφθορά— εκτός από το ίδιο το εμπόριο ναρκωτικών, παρότι παρέχει τις χημικές ουσίες, όπως η φαιντανύλη.
Ο Κασάρα χρησιμοποιεί τον όρο «ΚΚΚ Α.Ε.» («CCP Inc.») για να υπογραμμίσει τη στήριξη που παρέχει το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) στο διακρατικό έγκλημα και για να διαχωρίσει τις κινεζικές εγκληματικές οργανώσεις από τον κινεζικό λαό.
Η αμερικανική αντεπίθεση
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν υιοθετήσει σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση των διακρατικών εγκλημάτων που διευκολύνονται άμεσα ή έμμεσα από αυτό που αξιωματούχοι αποκαλούν «ΚΚΚ Α.Ε.».
Τον Φεβρουάριο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ κήρυξε την κρίση των ναρκωτικών ως «εθνική έκτακτη ανάγκη» και επέβαλε δασμό 10% στα κινεζικά προϊόντα, συνδέοντάς τον με τον ρόλο της Κίνας στην παραγωγή πρόδρομων ουσιών για τη φαιντανύλη και στο ξέπλυμα χρημάτων για τα καρτέλ. Ο δασμός διπλασιάστηκε σε 20% τον επόμενο μήνα, παρά τις πιέσεις του Πεκίνου για άρση του.
Η υπόθεση έχει φτάσει στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο εξέτασε τις προσφυγές στις 5 Νοεμβρίου.
Παράλληλα, η κυβέρνηση Τραμπ χαρακτήρισε οκτώ λατινοαμερικανικά καρτέλ ως «ξένες τρομοκρατικές οργανώσεις», ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για χρήση πόρων της άμυνας και των υπηρεσιών πληροφοριών στη μάχη κατά του εμπορίου ναρκωτικών και του ξεπλύματος χρήματος.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης ανακοίνωσε τον Ιούλιο ότι όλα τα μέλη ενός κινεζικού κυκλώματος παραδέχθηκαν την ενοχή τους για το ξέπλυμα άνω των 92 εκατ. δολαρίων, ενώ άλλη υπόθεση, με 11 κατηγορούμενους Κινέζους που φέρονται να ξέπλυναν 50 εκατ. για το καρτέλ Σιναλόα, εκδικάζεται στο Λος Άντζελες.
Τον Αύγουστο, η Υπηρεσία Χρηματοοικονομικών Εγκλημάτων (Financial Crimes Enforcement Network – FinCEN) του υπουργείου Οικονομικών ανακοίνωσε ότι κινεζικά δίκτυα ενδέχεται να έχουν διοχετεύσει 312 δισ. δολάρια παράνομων κεφαλαίων μέσω αμερικανικών τραπεζών την περίοδο 2020–2024, εκδίδοντας σχετική οδηγία προς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για τον εντοπισμό ύποπτων συναλλαγών.

Σημάδια συναγερμού περιλαμβάνουν περιπτώσεις όπου Κινέζοι υπήκοοι ανοίγουν λογαριασμούς με ανεξήγητα υψηλά υπόλοιπα ή πραγματοποιούν αγορές ακινήτων αποκλειστικά με μετρητά.
Ο υφυπουργός για την Καταπολέμηση της Τρομοκρατίας και της Οικονομικής Πληροφόρησης, Τζον Κ. Χάρλεϋ, δήλωσε ότι «τα δίκτυα ξεπλύματος που συνδέονται με Κινέζους υπηκόους επιτρέπουν στα καρτέλ να δηλητηριάζουν Αμερικανούς με φαιντανύλη, να διακινούν ανθρώπους και να προκαλούν χάος στις κοινότητές μας». Τόνισε ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα μείνουν αδρανείς επιτρέποντας σε κακόβουλους παράγοντες να ξεπλένουν παράνομα έσοδα μέσω του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος».
Το θέμα της καταπολέμησης του ξεπλύματος ήταν στην ατζέντα των πρόσφατων εμπορικών συνομιλιών ΗΠΑ–Κίνας στη Μαδρίτη, στα μέσα Σεπτεμβρίου. Ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσσεντ ανέφερε ότι πρόκειται για «πεδίο πλήρους συμφωνίας» μεταξύ των δύο πλευρών, χωρίς ωστόσο να αποκαλύψει συγκεκριμένο πλαίσιο συνεργασίας.

















