Τετάρτη, 22 Οκτ, 2025

Η ληστεία του αιώνα στο Λούβρο

Η τολμηρή κλοπή ανεκτίμητων κοσμημάτων από το μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι στις 19 Οκτωβρίου χαρακτηρίστηκε από πολλές γαλλικές εφημερίδες ως «η ληστεία του αιώνα», ενώ σχολιαστές έσπευσαν να τη συγκρίνουν με άλλες ιστορικές κλοπές που συγκλόνισαν τη Γαλλία στο παρελθόν.

Η ληστεία, που σημειώθηκε μέρα μεσημέρι, προκάλεσε έντονες συζητήσεις για την ασφάλεια στο πιο επισκέψιμο μουσείο του κόσμου, το οποίο προσελκύει περίπου 9 εκατομμύρια φιλότεχνους τον χρόνο. Παράλληλα, πυροδότησε εικασίες για το ποιος μπορεί να βρίσκεται πίσω από το έγκλημα.

Σύμφωνα με την εισαγγελέα του Παρισιού, Λωρ Μπεκιώ, οι ληστές φορούσαν κουκούλες τύπου μπαλακλάβα και χρησιμοποίησαν γερανό με ανυψωτικό καλάθι για να σπάσουν ένα παράθυρο στον επάνω όροφο της Γκαλερί του Απόλλωνα, όπου φυλάσσονται τα κοσμήματα του γαλλικού στέμματος.

Το χτύπημα έγινε το πρωί της 19ης Οκτωβρίου, στις 9:30 τοπική ώρα, μόλις μισή ώρα αφότου το μουσείο είχε ανοίξει για το κοινό. Οι δράστες πλησίασαν από τον δρόμο κατά μήκος του ποταμού Σηκουάνα, ανέβηκαν με την κινητή σκάλα του γερανού και έσπασαν το παράθυρο. Αν και δεν είχαν πυροβόλα όπλα, απείλησαν τους φρουρούς με τους τροχούς κοπής που χρησιμοποίησαν για να ανοίξουν το παράθυρο, ανέφερε η Μπεκιώ.

Σύμφωνα με τη Le Monde και άλλα γαλλικά μέσα, οι ληστές ήταν τέσσερις, με τους δύο να φορούν αντανακλαστικά γιλέκα για να μοιάζουν με εργάτες. Οι δύο επέβαιναν στο φορτηγό και οι άλλοι δύο σε μηχανάκια. Φεύγοντας, προσπάθησαν ανεπιτυχώς να βάλουν φωτιά στον γερανό. Το μουσείο εκκενώθηκε αμέσως και παρέμεινε κλειστό έως τις 20 Οκτωβρίου.

Τα κλοπιμαία 

Εννέα αντικείμενα αποτέλεσαν στόχο, αλλά μόνο οκτώ εκλάπησαν, αφού οι δράστες εγκατέλειψαν το ένα —την κορώνα της αυτοκράτειρας Ευγενίας, συζύγου του Ναπολέοντα Γ΄— κατά τη διαφυγή τους. Το βαρύτιμο κόσμημα έχει 1.354 διαμάντια και 56 σμαράγδια, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του μουσείου.

Ο πρόεδρος του οίκου δημοπρασιών Drouot, Αλεξάντρ Ζικιέλο, δήλωσε στο πρακτορείο Reuters ότι η αξία της κορώνας θα μπορούσε να ανέλθει σε «δεκάδες εκατομμύρια ευρώ», αν και, κατά την άποψή του, δεν ήταν το σημαντικότερο αντικείμενο της λείας.

Το υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας ανακοίνωσε ότι τα οκτώ κλεμμένα αντικείμενα περιλαμβάνουν:

  • Διαδήματα και κοσμήματα από το σετ ζαφειριών της βασίλισσας Μαρίας-Αμελίας και της βασίλισσας Ορτάνς

  • Κολιέ και ένα μονό σκουλαρίκι από το ίδιο σετ

  • Κολιέ και σκουλαρίκια από το σετ σμαραγδιών της αυτοκράτειρας Μαρίας-Λουίζας, δεύτερης συζύγου του Ναπολέοντα Α΄

  • Μια μεγάλη καρφίτσα σε σχήμα φιόγκου και δύο τιάρες που ανήκαν στην αυτοκράτειρα Ευγενία

Παραμένει μυστήριο γιατί οι ληστές δεν άγγιξαν το περίφημο Διαμάντι Regent, επίσης εκτεθειμένο στην Galerie d’Apollon, του οποίου η αξία εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 60 εκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με τον οίκο Sotheby’s.

Λεζάντα: (Με τη φορά των δεικτών του ρολογιού από επάνω αριστερά) Ένα διάδημα, ένα κολιέ και ένα μονό σκουλαρίκι από το σετ ζαφειριών των βασιλισσών Μαρίας-Αμελίας και Ορτάνς· ένα κολιέ και ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με σμαράγδια από το σετ κοσμημάτων της αυτοκράτειρας Μαρίας-Λουίζας· η γνωστή «καρφίτσα-λειψανοθήκη»· μια μεγάλη καρφίτσα-φιόγκος της αυτοκράτειρας Ευγενίας· μια τιάρα της αυτοκράτειρας Ευγενίας· και η κορώνα της συζύγου του Ναπολέοντα Γ΄, αυτοκράτειρας Ευγενίας. (Stéphane Maréchalle/Musée du Louvre)

 

Ποιος είναι πίσω από τη ληστεία

Η εισαγγελέας Μπεκιώ δήλωσε ότι καμία εκδοχή δεν αποκλείεται, αν και δεν υπάρχουν ενδείξεις ξένης εμπλοκής. Επισήμανε ότι η ληστεία ενδέχεται να οργανώθηκε κατ’ εντολή συλλέκτη, κάτι που θα άφηνε ελπίδες ανάκτησης των κοσμημάτων, ή να πρόκειται για κοινό έγκλημα με καθαρά οικονομικό κίνητρο.

Τόνισε ότι εξετάζεται η υπόθεση του οργανωμένου εγκλήματος, καθώς οι δράστες ενδέχεται να δρούσαν είτε για λογαριασμό αγοραστή είτε για ξέπλυμα χρήματος μέσω πολύτιμων λίθων. Όπως είπε χαρακτηριστικά, «σήμερα, οτιδήποτε μπορεί να συνδεθεί με το εμπόριο ναρκωτικών, δεδομένων των τεράστιων ποσών που αποφέρει».

Η έρευνα έχει ανατεθεί σε ειδική αστυνομική μονάδα με υψηλό ποσοστό επιτυχίας στην εξιχνίαση μεγάλων ληστειών, σύμφωνα με τον υπουργό Εσωτερικών της Γαλλίας Λωράν Νουνιέ.

Η ασφάλεια

Η υπόθεση αναζωπύρωσε τη συζήτηση για τη χρηματοδότηση των μουσείων, τα οποία είναι πολύ λιγότερο προστατευμένα από τις τράπεζες, παρότι αποτελούν συχνό στόχο εγκληματιών.

Στις αρχές του έτους, η διοίκηση του Λούβρου είχε ζητήσει επείγουσα χρηματοδότηση από την κυβέρνηση για την ανακαίνιση των παλαιών αιθουσών και την ενίσχυση των μέτρων ασφαλείας. Ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμμανουέλ Μακρόν, δήλωσε μέσω της πλατφόρμας Χ ότι το κυβερνητικό σχέδιο που είχε ανακοινωθεί τον Ιανουάριο προβλέπει «ενισχυμένη ασφάλεια» για το μουσείο. Παρά την υπόσχεση για ανακαίνιση ύψους 700 εκατομμυρίων ευρώ, το προσωπικό του μουσείου είχε απεργήσει τον Ιούνιο, καταγγέλλοντας επικίνδυνο συνωστισμό.

Η υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας, Ρασίντα Ντατί, επισκεπτόμενη τον χώρο της ληστείας στις 20 Οκτωβρίου, ανέφερε ότι το ζήτημα της ασφάλειας στα μουσεία είναι παλιό. Υπενθύμισε πως τα τελευταία 40 χρόνια δεν έχει δοθεί προτεραιότητα στην ασφάλεια των μεγάλων μουσείων και ότι πριν από δύο χρόνια ο διευθυντής του Λούβρου είχε ζητήσει έλεγχο ασφαλείας από την αστυνομία, επισημαίνοντας: «Τα μουσεία πρέπει να προσαρμοστούν στις νέες μορφές εγκλήματος – σήμερα πρόκειται για οργανωμένο έγκλημα, επαγγελματίες».

Ο υπουργός Δικαιοσύνης της Γαλλίας Ζεράλ Νταρμανέν χαρακτήρισε το γεγονός εξευτελιστικό για τη Γαλλία, ενώ η αντιπολίτευση μίλησε για εθνικό διασυρμό εν μέσω πολιτικής κρίσης.

Ο Κρίστοφερ Μαρινέλο, ιδρυτής της οργάνωσης Art Recovery International, που ειδικεύεται στην ανάκτηση κλεμμένων έργων τέχνης, δήλωσε: «Αν το Λούβρο, ένα από τα καλύτερα χρηματοδοτούμενα μουσεία του κόσμου, μπορεί να πέσει θύμα ληστείας, τότε κανένα μουσείο δεν είναι ασφαλές».

Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα επανεξετάσει τα μέτρα προστασίας όλων των πολιτιστικών χώρων και θα ενισχύσει την ασφάλεια όπου χρειάζεται.

Η Γκαλερί του Απόλλωνα, στο Λούβρο. Παρίσι, 14 Οκτωβρίου 2020. (Ludovic Marin/AFP μέσω Getty Images)

 

Άλλες μεγάλες ληστείες μουσείων

Η ληστεία δεν είναι η πρώτη στην ιστορία του Λούβρου. Το διάσημο μουσείο έχει βρεθεί αρκετές φορές στο στόχαστρο, με κάποιες περιπτώσεις να έχουν εμπνεύσει κινηματογραφικές ταινίες.

Η πιο γνωστή ληστεία ήταν εκείνη του 1911, όταν ο πίνακας Μόνα Λίζα του Λεονάρντο ντα Βίντσι κλάπηκε από τον Ιταλό ζωγράφο Βιτσέντσο Περούτζια, πρώην υπάλληλο του μουσείου, ο οποίος γνώριζε καλά τη δομή και τα συστήματα ασφαλείας. Ο Περούτζια μπήκε στο μουσείο μεταμφιεσμένος σε εργαζόμενο, κρύφτηκε μέσα σε ντουλάπι και έκλεψε τον πίνακα, τον οποίο κράτησε στο διαμέρισμά του για δύο χρόνια πριν συλληφθεί, όταν προσπάθησε να τον πουλήσει. Καταδικάστηκε σε μόλις επτά μήνες φυλάκιση, καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι τον κινούσε πατριωτικό, όχι οικονομικό κίνητρο.

Η ληστεία της 19ης Οκτωβρίου είναι η πρώτη καταγεγραμμένη στο Λούβρο μετά το 1998, όταν είχε κλαπεί πίνακας του Καμίλ Κορό, ο οποίος παραμένει αγνοούμενος. Μόλις τον περασμένο μήνα, διαρρήκτες είχαν κλέψει δείγματα χρυσού αξίας 700.000 δολαρίων από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Παρισιού, ενώ τον Σεπτέμβριο κλάπηκε αγγείο και δύο πιάτα αξίας 7,6 εκατομμυρίων δολαρίων από μουσείο στη Λιμόζ.

Η μεγαλύτερη ληστεία έργων τέχνης στις Ηνωμένες Πολιτείες παραμένει εκείνη του 1990 στο Μουσείο Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ της Βοστώνης, όπου δύο άνδρες μεταμφιεσμένοι σε αστυνομικούς ακινητοποίησαν τους φύλακες και έκλεψαν 13 έργα ανεκτίμητης αξίας, μεταξύ των οποίων πίνακες των Μανέ, Ρέμπραντ, Βερμέερ και Ντεγκά. Η υπόθεση παραμένει ανεξιχνίαστη 35 χρόνια αργότερα.

Το 2010, ο αποκαλούμενος «Γάλλος Σπάιντερμαν», Βιεράν Τομίτς, είχε αφαιρέσει πέντε αριστουργήματα από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού και είχε περιγράψει το έγκλημά του ως «πράξη φαντασίας» σε συνέντευξή του στο The New Yorker.

Η «Μόνα Λίζα» μετά την επιστροφή της στο Λούβρο, στις 4 Ιανουαρίου 1914, έπειτα από την κλοπή της το 1911. (Public Domain)

 

Εικασίες για τα κοσμήματα

Λιγότερο από το 10% των κλεμμένων έργων τέχνης ανακτώνται διεθνώς, σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών. Οι ειδικοί χαρακτηρίζουν τα συγκεκριμένα κοσμήματα «αδύνατον να πουληθούν» στην παρούσα μορφή τους, κάτι που αυξάνει τον φόβο ότι θα διαλυθούν και θα ανακατασκευαστούν για να μην αναγνωριστούν.

Ο Ζικιέλο δήλωσε ότι «ιδανικά, οι δράστες θα συνειδητοποιήσουν τη βαρύτητα του εγκλήματος και θα επιστρέψουν τα αντικείμενα, καθώς είναι εντελώς αδύνατον να διατεθούν στην αγορά».

Ο Τόμπιας Κόρμιντ, διευθυντής της εταιρείας 77 Diamonds, δήλωσε στο Associated Press ότι είναι απίθανο τα κοσμήματα να ξαναδούν το φως της δημοσιότητας, αφού «οι επαγγελματικές ομάδες συνήθως κόβουν και ανασχηματίζουν τις μεγάλες πολύτιμες πέτρες ώστε να εξαφανίσουν κάθε ίχνος προέλευσης».

Κάποιοι ερευνητές υποπτεύονται ότι τα κρυπτονομίσματα ίσως να διαδραματίσουν ρόλο στο ξέπλυμα των εσόδων. Ο Βρετανός ιδιωτικός ερευνητής Τζον Ίσταμ επεσήμανε ότι πλέον οι εγκληματίες στρέφονται από τα μετρητά σε «ρευστότητα μέσω κρυπτονομισμάτων» για την πώληση δύσκολα διαχειρίσιμων αντικειμένων.

Όπως ανέφερε σε δήλωσή του μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: «Όταν πρόκειται για κλοπές ανυπολόγιστης αξίας, το ζήτημα δεν είναι μόνο τι αφαιρέθηκε, αλλά πώς θα μετατραπεί σε χρήμα. Δεν μπορείς να μπεις σε μια τράπεζα με εκατομμύρια σε χαρτονομίσματα ή διαμάντια. Τα κρυπτονομίσματα προσφέρουν ταχύτητα, ανωνυμία και διεθνή πρόσβαση που τα μετρητά πλέον δεν παρέχουν».

Κατά τον Ίσταμ, είναι πολύ πιθανό οι δράστες να είχαν ήδη καταστρώσει «ψηφιακό σχέδιο διαφυγής» —είτε λιώνοντας τα μέταλλα και διοχετεύοντάς τα σε ιδιωτικά δίκτυα είτε μέσω NFTs ή σταθερών ψηφιακών νομισμάτων για ξέπλυμα των κερδών.

Ο πρόεδρος Μακρόν, σε ανάρτησή του στο Χ, δεσμεύθηκε ότι τα κοσμήματα θα ανακτηθούν και οι δράστες θα οδηγηθούν στη δικαιοσύνη, λέγοντας χαρακτηριστικά: «[Η ληστεία αποτελεί] επίθεση στην πολιτιστική μας κληρονομιά, την οποία τιμούμε γιατί είναι η Ιστορία μας».

Της Rachel Roberts

Με πληροφορίες από το Reuters και το Associated Press

Ο συνιδρυτής της Wikipedia καταγγέλλει ιδεολογική χειραγώγηση της πλατφόρμας

Η Wikipedia, η δημοφιλής διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια που εκατομμύρια άνθρωποι θεωρούν αξιόπιστη πηγή πληροφόρησης, παρουσιάζει συστημική προκατάληψη εις βάρος συντηρητικών, θρησκευτικών και άλλων απόψεων, σύμφωνα με τον Λάρρυ Σάνγκερ, έναν από τους ιδρυτές της.

Ο Σάνγκερ, 57 ετών, ο οποίος σήμερα ηγείται του Ιδρύματος Προτύπων Γνώσης (Knowledge Standards Foundation), πιστεύει ότι η Wikipedia μπορεί να σωθεί είτε μέσω μιας ανανεωμένης δέσμευσης στην ελευθερία του λόγου εντός του οργανισμού είτε μέσω μιας εκστρατείας βάσης που θα επιτρέψει να ακουστούν διαφορετικές φωνές.

Αν δεν συμβεί αυτό, εκτίμησε ότι ενδέχεται να χρειαστεί κρατική παρέμβαση, ώστε να αρθεί η ανωνυμία που σήμερα προστατεύει τους συντάκτες της Wikipedia από αγωγές δυσφήμησης δημοσίων προσώπων που θεωρούν ότι η εγκυκλοπαίδεια τα παρουσιάζει με άδικο τρόπο.

Σε συνέντευξή του στις 9 Οκτωβρίου με τον Γιαν Γεκιέλεκ, παρουσιαστή της εκπομπής American Thought Leaders της EpochTV, ο Σάνγκερ μίλησε για την εκτροπή της Wikipedia από τις αρχές της και για το πώς θα μπορούσε να επιστρέψει στην αρχική της πορεία.

Συστημική προκατάληψη

Ο Σάνγκερ ανέφερε ότι η Wikipedia, η οποία ιδρύθηκε το 2001, υιοθετήθηκε από μια παγκοσμιοποιητική, ακαδημαϊκή και κοσμική προοδευτική ιδεολογία ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Προσέθεσε ότι η μονομέρεια αυτή επιταχύνθηκε μετά τις προεδρικές εκλογές των Ηνωμένων Πολιτειών του 2016, όταν πολλά μέσα ενημέρωσης εγκατέλειψαν την ιδέα της αμεροληψίας.

Παρότι η σελίδα εποπτεύεται από το μη κερδοσκοπικό Wikimedia Foundation, η ίδια η Wikipedia δηλώνει ότι είναι ένα αυτοδιοικούμενο εγχείρημα και πως «οι πολιτικές και οι κατευθυντήριες γραμμές της αντικατοπτρίζουν τη συναίνεση της κοινότητας».

Ο Σάνγκερ σημείωσε ότι με τον καιρό οι αρχικοί κανόνες ουδετερότητας, τους οποίους ο ίδιος είχε συγγράψει, τροποποιήθηκαν ώστε να απαγορεύουν την «ψευδή ισορροπία». Σύμφωνα με τον ίδιο, σήμερα απαιτείται, ακόμη και στο όνομα της ουδετερότητας, να δηλώνεται θέση όταν θεωρείται ότι μια πλευρά «έχει σαφώς άδικο». Όπως παρατήρησε: «Δεν τηρούνται πλέον ούτε τα προσχήματα αντικειμενικότητας».

Ένα από τα μέσα με τα οποία επιβάλλεται αυτή η στάση, όπως είπε, είναι ένα σύστημα αξιολόγησης πηγών με χρωματικό κώδικα που είτε προτιμά είτε αποκλείει συγκεκριμένες πηγές. Εξήγησε ότι δεν επιτρέπεται η χρήση πηγών που έχουν χαρακτηριστεί ως «δεξιές» και έφερε ως παράδειγμα την εφημερίδα The Epoch Times, η οποία έχει σημειωθεί με κόκκινο χρώμα στη σχετική λίστα, παρότι, όπως είπε, δεν θεωρεί ότι η συγκεκριμένη εφημερίδα είναι δεξιά.

Αντίθετα, πληροφορίες από πηγές με «πράσινη» σήμανση συχνά υιοθετούνται ως δεδομένες και αναπαράγονται χωρίς αναφορά στην πηγή.

Ο Σάνγκερ, ο οποίος εδώ και χρόνια αγωνίζεται για την αποκατάσταση της ελευθερίας του λόγου και της λογοδοσίας στην πλατφόρμα, τόνισε ότι πολλοί εξακολουθούν να θεωρούν τη Wikipedia ουδέτερη και αξιόπιστη, ενώ στην πραγματικότητα πολλές σελίδες της λειτουργούν με προπαγανδιστικό τρόπο.

Ως απόδειξη, ανέφερε διάφορα δημόσια πρόσωπα —τον συγγραφέα Φίλιπ Ροθ (Philip Roth), τον δημοσιογράφο Τζον Σίγκεντάλερ τον πρεσβύτερο (John Seigenthaler Sr.) και τον σκηνοθέτη Ρόμπυ Στάρμπακ (Robby Starbuck)— οι οποίοι του είχαν παραπονεθεί ότι παρουσιάστηκαν ανακριβώς.

Το 2022, η Wikipedia διέγραψε τη σελίδα της υποψήφιας για τη Γερουσία Κάθυ Μπαρνέτ (Kathy Barnette), Ρεπουμπλικανής, με το σκεπτικό ότι δεν ήταν «διακεκριμένο πρόσωπο». Η σελίδα αποκαταστάθηκε αργότερα. Την ίδια χρονιά, οι συντάκτες διέγραψαν την καταχώρηση για την επενδυτική εταιρεία Rosemont Seneca Partners του Χάντερ Μπάιντεν, κρίνοντας ότι «δεν ήταν αξιοσημείωτη», με έναν συντάκτη να υποστηρίζει ότι η διατήρησή της θα μπορούσε να λειτουργήσει «ως μαγνήτης για θεωρίες συνωμοσίας», χωρίς όμως να προσφέρει τεκμήρια.

Η Ρεπουμπλικανή υποψήφια για τη Γερουσία των ΗΠΑ στην Πενσυλβανία, Κάθυ Μπαρνέτ, κατά τη διάρκεια φόρουμ ρεπουμπλικανικής ηγεσίας στο Newtown Athletic Club στο Νιούταουν. Πενσυλβανία, 11 Μαΐου 2022. (Michael M. Santiago/Getty Images)

 

Ο Σάνγκερ παρομοίασε τον ιδεολογικό έλεγχο του περιεχομένου της Wikipedia με τη «μακρά πορεία μέσα από τους θεσμούς», μια κομμουνιστική τακτική κατάληψης της εξουσίας μέσω ελέγχου θεμελιωδών θεσμών όπως τα μέσα ενημέρωσης, η εκπαίδευση και η διακυβέρνηση. Κατά τον Σάνγκερ, «η Wikipedia είναι ένας από τους θεσμούς που η αριστερά έχει κατακτήσει».

Η Wikipedia δεν απάντησε στο αίτημα της εφημερίδας The Epoch Times για σχόλιο.

Έλλειψη διαφάνειας και λογοδοσίας

Ο Σάνγκερ περιέγραψε τη δομή της Wikipedia ως μια «παράλογη γραφειοκρατία» που αυτοτροφοδοτείται, επισημαίνοντας ότι η εφαρμογή των κανόνων λειτουργεί ως μηχανισμός επιβολής ιδεολογικής συμμόρφωσης. Υποστήριξε ότι ορισμένοι κανόνες πρέπει να αναβιώσουν και άλλοι να καταργηθούν.

Ένα πρόβλημα, είπε, είναι η πολιτική που δίνει προτεραιότητα στις δευτερογενείς πηγές έναντι των πρωτογενών. Αυτό, κατά τον ίδιο, έρχεται σε αντίθεση με τις πρακτικές της δημοσιογραφίας και της ακαδημαϊκής έρευνας, που προτιμούν τις πρωτογενείς πηγές, όπως άμεσες δηλώσεις, ιστορικά έγγραφα ή πρωτότυπη έρευνα.

Αντιθέτως, η Wikipedia βασίζεται κυρίως σε πηγές που έχουν ήδη ερμηνεύσει το πρωτότυπο υλικό, όπως εφημερίδες και περιοδικά. Ο Σάνγκερ σχολίασε ότι, ως πρώην ακαδημαϊκός, θεωρεί αυτή την πρακτική «παράλογη».

Αναφέρθηκε, επίσης, στο περιστατικό με τον Φίλιπ Ροθ, ο οποίος είχε ζητήσει να διορθωθεί η σελίδα της Wikipedia σχετικά με τον χαρακτήρα στο βιβλίο του The Human Stain («Η ανθρώπινη κηλίδα»). Αν και ο ίδιος ο Ροθ εξήγησε στους συντάκτες πώς εμπνεύστηκε τον χαρακτήρα, η Wikipedia αρνήθηκε να τροποποιήσει το λήμμα, προτιμώντας μια υποθετική εκδοχή της The New York Times. Ο Ροθ τελικά δημοσίευσε άρθρο στο The New Yorker για το ζήτημα, παρέχοντας έτσι στη Wikipedia μια «δευτερογενή πηγή» για όσα είχε ήδη δηλώσει άμεσα.

Ο Σάνγκερ σχολίασε ότι το περιστατικό αυτό καταδεικνύει την παράλογη φύση της διαδικασίας.

Ο συγγραφέας Φίλιπ Ροθ, το 1967. (Bernard Gotfryd/Public Domain)

 

Παράλληλα, επεσήμανε ότι η ανωνυμία των περισσότερων από τους 62 πιο επιδραστικούς συντάκτες της Wikipedia επιτείνει το πρόβλημα, καθώς δεν υπάρχει λογοδοσία για την πιθανή ζημιά που μπορεί να προκαλέσει το περιεχόμενο. Όπως είπε, το 85% αυτών είναι ανώνυμοι, κάτι που καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε νομική ενέργεια εναντίον τους.

Επιπλέον, το άρθρο 230 του Communications Decency Act (Νόμου περί Ευπρέπειας στις Επικοινωνίες) του 1996  προστατεύει τις εταιρείες από αγωγές για περιεχόμενο που δημιουργούν οι χρήστες τους, οπότε ούτε το Wikimedia Foundation μπορεί να μηνυθεί.

Προτάσεις για μεταρρύθμιση

Στην προσωπική του ιστοσελίδα, ο Σάνγκερ έχει δημοσιεύσει μια σειρά προτάσεων για την επιστροφή της Wikipedia στις αρχές της δικαιοσύνης και της ελευθερίας του λόγου. Κάποιες από αυτές επικεντρώνονται στη διαφάνεια της διαχείρισης: αποκάλυψη των προσώπων που ηγούνται της Wikipedia, δυνατότητα του κοινού να αξιολογεί τα άρθρα, κατάργηση της λήψης αποφάσεων μέσω «συναίνεσης» και υιοθέτηση μιας νομοθετικής διαδικασίας για τον καθορισμό των πολιτικών σύνταξης.

Οθόνη υπολογιστή εμφανίζει την ιστοσελίδα του Λάρρυ Σάνγκερ στις 16 Οκτωβρίου 2025. (Oleksii Pydsosonnii/The Epoch Times)

 

Ο Σάνγκερ θεωρεί ότι οι σημερινές πολιτικές καθιστούν τη Wikipedia απομονωμένη και ιδεολογικά περιορισμένη, και ότι η δημόσια διαμόρφωση πολιτικών θα μπορούσε να ανοίξει την πλατφόρμα σε διαφορετικές απόψεις.

Άλλες προτάσεις του εστιάζουν στην ελευθερία του λόγου: τη δυνατότητα ύπαρξης πολλαπλών άρθρων για το ίδιο θέμα, την κατάργηση της κατάταξης των πηγών σε «μαύρες λίστες», την επιστροφή στην πολιτική ουδετερότητα και τον τερματισμό του απεριόριστου αποκλεισμού ορισμένων συντακτών.

Ο Σάνγκερ ζήτησε επίσης την κατάργηση του κανόνα «αγνοήστε όλους τους κανόνες», τον οποίο είχε θεσπίσει ο ίδιος στα πρώτα χρόνια της Wikipedia για να ενθαρρύνει νέους συντάκτες να συνεισφέρουν χωρίς φόβο. Όπως παρατήρησε, ο κανόνας αυτός έχει πλέον διαστραφεί και χρησιμοποιείται από τους «παλιούς» για να επιβάλλουν τον έλεγχό τους στους νέους.

Πώς μπορεί να έρθει η αλλαγή

Ο Σάνγκερ εκτίμησε ότι η αλλαγή μπορεί να προκύψει με τρεις τρόπους.

Πρώτον, το Wikimedia Foundation θα μπορούσε να τερματίσει οικειοθελώς το ιδεολογικό μονοπώλιο, επιτρέποντας, όπως είπε, τη συμμετοχή «κεντρώων, φιλελευθέρων, Ρεπουμπλικανών, συντηρητικών, θρησκευόμενων, ινδουιστών,  χριστιανών, Εβραίων, ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ, κλπ».

Δεύτερον, θα μπορούσε να ασκηθεί πίεση μέσω μιας δημόσιας εκστρατείας υπέρ της δικαιοσύνης. Ο Σάνγκερ ανέφερε ότι σκοπεύει να οργανώσει μια «επιστολή διαμαρτυρίας» και να τη διακινήσει σε προσωπικότητες που θεωρούν ότι έχουν αδικηθεί από τη Wikipedia, προσκαλώντας παράλληλα και άλλους να επικοινωνήσουν απευθείας με το Wikimedia Foundation.

Τέλος, είπε ότι το Κογκρέσο θα μπορούσε να παρέμβει θεσπίζοντας εξαίρεση στο άρθρο 230, η οποία θα επιτρέπει την απόσυρση ιστοσελίδων που δημοσιεύουν δυσφημιστικό υλικό. Υπενθύμισε ότι υπάρχει προηγούμενο, αναφερόμενος σε νόμο του 2018 που προβλέπει παρόμοια εξαίρεση για ιστοσελίδες που χρησιμοποιούνται για την οργάνωση εμπορίας ανθρώπων. Όπως είπε, «ακόμη κι αν οι διαχειριστές του ιστοτόπου δεν εμπλέκονται άμεσα, αν η δραστηριότητα οργανώνεται εκεί, μπορεί να ασκηθεί δίωξη».

Ο Σάνγκερ τόνισε ότι «η Wikipedia χρειάζεται πράγματι κάποια μεταρρύθμιση». Αν και ελπίζει ότι οι προτάσεις του θα υιοθετηθούν, παραδέχθηκε ότι αυτό ίσως να μη συμβεί. Επεσήμανε, ωστόσο, ότι αν η πλατφόρμα βρει «τρόπους πιο αποδεκτούς για την ίδια», εκείνος θα τους στηρίξει.

Των Jan Jekielek και  Lawrence Wilson

Οι κομμουνιστικές ρίζες, οι βίαιες τακτικές και ο χαρακτηρισμός της Αντίφα ως τρομοκρατική οργάνωση

Λίγο μετά τη δημόσια δολοφονία του συντηρητικού σχολιαστή Τσάρλι Κερκ, οι αρχές αποκάλυψαν ότι ο φερόμενος ως δράστης άφησε πίσω του κάλυκες από σφαίρες, χαραγμένους με φράσεις όπως «Έι, φασίστα! Πιάσε!». Οι αστυνομικές αρχές ανέφεραν τον περασμένο μήνα ότι θεωρούν μεν πως ο 22χρονος ύποπτος ενήργησε μόνος του, αλλά διερευνούν το ενδεχόμενο να συμμετείχε και κάποιο άλλο άτομο στον σχεδιασμό της δολοφονίας.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, απέδωσε την ευθύνη για την υποκίνηση τέτοιων επιθέσεων κατά πολιτικών προσώπων, όπως του Κερκ, στη «ριζοσπαστική αριστερά». Στις 22 Σεπτεμβρίου, δώδεκα ημέρες μετά τη δολοφονία, ο Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα στο οποίο έγραφε ότι το εξτρεμιστικό κίνημα της άκρας αριστεράς γνωστό ως Αντίφα έχει συνδεθεί με «εκστρατεία βίας και τρομοκρατίας».

Ο Τραμπ χαρακτήρισε την Αντίφα «εγχώρια τρομοκρατική οργάνωση» και διέταξε τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες να εξαρθρώσουν «κάθε παράνομη δραστηριότητα» που συνδέεται με αυτήν και να διώξουν ποινικά τόσο τους δράστες όσο και τους χρηματοδότες τους. Σε σχετικό υπόμνημα, ο πρόεδρος επεσήμανε επίσης τη χρήση της «λεγόμενης ‘αντιφασιστικής’ ρητορικής» πάνω στα αχρησιμοποίητα φυσίγγια του φερόμενου δολοφόνου του Κερκ.

Οι εκτελεστικές ενέργειες του Τραμπ και οι συγκρούσεις της Αντίφα με την Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE) σε μεγάλες πόλεις προσελκύουν εκ νέου το δημόσιο ενδιαφέρον γύρω από ένα κίνημα που μέχρι πρότινος παρέμενε σχετικά άγνωστο και δύσκολο να οριστεί. Ο Τραμπ υποστήριξε ότι η Αντίφα στρατολογεί νέους για να προκαλούν ταραχές, να επιτίθενται στην αστυνομία και να παρεμποδίζουν ομοσπονδιακούς πράκτορες, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να φιμώσει τη νόμιμη πολιτική έκφραση.

Τα μέλη της Αντίφα θεωρούν ότι όσοι χαρακτηρίζονται από αυτούς «φασίστες» ή «καταπιεστές» δεν αξίζουν δημόσιο βήμα και πως η βία δικαιολογείται όταν έχουν αποτύχει οι άλλες μέθοδοι αποσιώπησης. Οι ηγετικές μορφές του κινήματος υποστηρίζουν ότι οι «φασίστες» πρέπει να σταματηθούν «με κάθε αναγκαίο μέσο», μια φράση που έχει γίνει συνώνυμη με την Αντίφα. Ο συγγραφέας του The Anti-Fascist Handbook («Το Εγχειρίδιο του Αντιφασίστα») Μαρκ Μπρέυ (Mark Bray) ανήρτησε στο κοινωνικό δίκτυο Bluesky στις 4 Οκτωβρίου ότι «μόνο ο μαζικός αντιφασισμός, νόμιμος ή όχι, μπορεί να μας σώσει».

Ο Τραμπ και άλλοι προειδοποιούν ότι ο απώτερος στόχος της Αντίφα είναι λιγότερο σαφής και πολύ πιο απειλητικός. Στο διάταγμα της 22ας Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος δήλωσε ότι «η Αντίφα αποτελεί μια μιλιταριστική, αναρχική επιχείρηση που καλεί ανοιχτά στην ανατροπή της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών, των αρχών επιβολής του νόμου και του ίδιου του νομικού μας συστήματος».

Τρεις βουλευτές του Δημοκρατικού Κόμματος και άλλοι επικριτές κατήγγειλαν το διάταγμα του Ρεπουμπλικανού προέδρου ως ανεφάρμοστη και αντισυνταγματική προσπάθεια ποινικοποίησης της πολιτικής αντιπολίτευσης. Κάποιοι επίσης απέρριψαν τον χαρακτηρισμό της Αντίφα ως «ομάδας» και υποστήριξαν ότι πρόκειται περισσότερο για ιδεολογία.

Αντίθετα, όσοι υπήρξαν θύματα της Αντίφα, περιλαμβανομένων δημοσιογράφων, επαίνεσαν τον Τραμπ για τη δράση του ενάντια σε ένα σκοτεινό κίνημα κομμουνιστικές ρίζες, που σταδιακά έγινε πιο οργανωμένο και επικίνδυνο, αυξάνοντας την επιρροή του.

Πώς ξεκίνησε η Αντίφα

Ο αντιφασισμός εμφανίστηκε ως αντίδραση στη δικτατορία του Μπενίτο Μουσσολίνι στην Ιταλία τη δεκαετία του 1920. Το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα του Μουσσολίνι πήρε το όνομά του από ένα αρχαίο ρωμαϊκό σύμβολο εξουσίας, τις «fasces», δηλαδή δέσμες ράβδων με ένα πέλεκυ. Σύμφωνα με τη Britannica, οι φασίστες ενστερνίστηκαν «ακραίο μιλιταριστικό εθνικισμό και περιφρόνηση για τη δημοκρατία, τον φιλελευθερισμό και τις πολιτιστικές ελευθερίες».

Το 1932, η Antifaschistische Aktion («Αντιφασιστική Δράση»), μια κομμουνιστικά καθοδηγούμενη μαχητική ομάδα που συγκρούστηκε με τα τάγματα εφόδου των Ναζί στη Γερμανία, έδωσε στο σύγχρονο κίνημα Αντίφα το όνομα και τα σύμβολά του – όπως τον χαιρετισμό με υψωμένη γροθιά – που χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα.

Το Συνέδριο Ενότητας της Αντίφα, που πραγματοποιήθηκε στη Φιλαρμονική Όπερα του Βερολίνου του Βερολίνου στις 10 Ιουλίου 1932. Το συνέδριο οργανώθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας ως απάντηση στη δικτατορία του Μπενίτο Μουσσολίνι τη δεκαετία του 1920. (Public Domain)

 

Το κίνημα της Αντίφα συνέχισε να υπάρχει επί δεκαετίες στην Ευρώπη πριν εξαπλωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω της πανκ ροκ κουλτούρας. Τη δεκαετία του 1980, μια ομάδα με το όνομα Anti-Racist Action απέκτησε επιρροή στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά αργότερα διαλύθηκε σε μικρότερες, αποκεντρωμένες ομάδες.

Από τη δεκαετία του 2000 και μετά, οι οργανώσεις Αντίφα αναπτύχθηκαν παγκοσμίως, κυρίως χάρη στην ψηφιακή εποχή. Τα κρυπτογραφημένα δίκτυα μηνυμάτων τους επιτρέπουν να επικοινωνούν μυστικά και να αποφεύγουν την ανίχνευση.

Τι είναι η Αντίφα

Η Αντίφα, σε μεγάλο βαθμό, αψηφά κάθε περιγραφή – κάτι που, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Άντυ Νγκο (Andy Ngo) και άλλους, είναι σκόπιμο.

Ο Νγκο, συγγραφέας του βιβλίου Unmasked: Inside Antifa’s Radical Plan to Destroy Democracy («Πίσω από τη μάσκα: Το ριζοσπαστικό σχέδιο της Αντίφα για την καταστροφή της δημοκρατίας», 2021), εξήγησε ότι το κίνημα «είναι σχεδιασμένο ώστε να φαίνεται ανοργάνωτο, αλλά στην πραγματικότητα είναι οργανωμένο».

Ο Νγκο, γιος Βιετναμέζων μεταναστών που διέφυγαν από τον κομμουνισμό, ασχολήθηκε για χρόνια με την αποκάλυψη της δράσης της Αντίφα στο Πόρτλαντ του Όρεγκον. Μετά από επανειλημμένες παρενοχλήσεις, απειλές και ξυλοδαρμούς – ένας εκ των οποίων του προκάλεσε επικίνδυνη εγκεφαλική αιμορραγία – αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Όταν ο διευθυντής του FBI Κρίστοφερ Ρέι και άλλοι αξιωματούχοι χαρακτήρισαν την Αντίφα «ιδεολογία» και όχι «οργάνωση», ο Νγκο θεώρησε τον χαρακτηρισμό μεν ορθό, αλλά «ελλιπή», καθώς αυτό που έχει σημασία είναι ο τρόπος που οι άνθρωποι οργανώνονται γύρω από την ιδεολογία αυτή.

Ο Νγκο υποστήριζει ότι «η Αντίφα είναι ένα αποκεντρωμένο δίκτυο αυτόνομων ομάδων, πυρήνων και ατόμων που ακολουθούν μια ιδεολογία βίαιου αναρχισμού και κομμουνισμού», ενώ πρόσθεσε ότι οι υποστηρικτές της ενώνονται στον κοινό στόχο «να καταστρέψουν τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους θεσμούς τους». Σύμφωνα με τον ίδιο, η Αντίφα διαπράττει συχνά «βία για χάρη της βίας» και μπορεί να καταστρέψει ένα τοπικό κατάστημα απλώς ως «επίθεση ενάντια στον καπιταλισμό».

Παρότι το δίκτυο Antifa Torch εμφανίζει επτά ενεργά παραρτήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν υπάρχει εθνική οργάνωση Αντίφα. Όπως ανέφερε έκθεση του Σεπτεμβρίου από το ερευνητικό ινστιτούτο Armed Conflict Location and Event Data Project με έδρα το Ουισκόνσιν, «δεν υπάρχει απαραίτητα κοινή ιδεολογία μεταξύ εκείνων που αυτοπροσδιορίζονται ως αντιφασίστες». Η έκθεση ανέφερε επίσης ότι η Αντίφα προσελκύει σοσιαλιστές, κομμουνιστές και αναρχικούς, αν και κάποιοι υποστηρικτές της μπορεί να μην ταυτίζονται πλήρως με αυτές τις ιδεολογίες.

Σημαία της Αντίφα σε συγκέντρωση στη Νέα Υόρκη, στις 16 Μαρτίου 2019. (Stephanie Keith/Getty Images)

 

Τα μέλη της Αντίφα συχνά κρατούν μαυροκόκκινες σημαίες και συγκεντρώνονται ντυμένοι ομοιόμορφα στα μαύρα, σχηματίζοντας το λεγόμενο «μαύρο μπλοκ» (black bloc), τακτική που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από την Αντίφα στη Γερμανία για να δυσκολεύεται η αναγνώριση των μελών, καθώς αυτά τα οπτικά στοιχεία δεν αρκούν για να ταυτοποιηθεί κάποιος ως μέλος της Αντίφα.

Ο Τέρρυ Νιούσομ, ακτιβιστής από την περιοχή του Σικάγο υπέρ των γονικών δικαιωμάτων, ο οποίος έγινε στόχος απειλών θανάτου και δημοσιοποίησης προσωπικών στοιχείων από την Αντίφα μετά την αντίθεσή του στα περιοριστικά μέτρα για τον COVID-19 το 2020, εξήγησε ότι υπάρχουν πολλοί «που το παίζουν Αντίφα», νέοι που θεωρούν «πως αποκτούν γόητρο» αν σχετίζονται με αυτήν. Ο ίδιος πιστεύει επίσης ότι υπάρχουν «πληρωμένοι, επαγγελματίες ταραχοποιοί», κρίνοντας από το γεγονός ότι τα ίδια άτομα εμφανίζονται επανειλημμένα σε διάφορες διαδηλώσεις.

Ο Νιούσομ πρόσθεσε ότι θα ήταν παράλογο να έχει η Αντίφα ένα «οργανόγραμμα» με ηγετικά στελέχη, καθώς καμία οργάνωση που εμπλέκεται σε παράνομες δραστηριότητες, όπως π.χ. τα ναρκοκαρτέλ, δεν διατηρεί τέτοια έγγραφα ούτε δίνει στα μέλη της κάρτες – το ίδιο ισχύει για την Αντίφα.

Μια εσωτερική μαρτυρία

Ο Γκαμπριέλ Ναντάλες (Gabriel Nadales), που δηλώνει πρώην μέλος της Αντίφα, γράφει στο βιβλίο του Behind the Black Mask: My Time as an Antifa Activist («Πίσω από τη μαύρη μάσκα: Όταν ήμουν ακτιβιστής της Αντίφα», 2020) ότι, αν και η Αντίφα δηλώνει πως «σημαίνει αντιφασισμός», η ονομασία είναι παραπλανητική, καθώς «φασίστας χαρακτηρίζεται οποιοσδήποτε ολμήσει να ασκήσει κριτική στην ομάδα ή στις τακτικές της».

Ο Ναντάλες σημειώνει ότι πολλά δημοσιεύματα «απλουστεύουν υπερβολικά αυτό το ριζοσπαστικό κίνημα» και υποστήριξε ότι το βασικό κίνητρο της Αντίφα δεν είναι τόσο η αντίθεση στον φασισμό όσο ο αντιαμερικανισμός. Την περίοδο 2011-2012, όταν ο ίδιος συμμετείχε ενεργά, ανέφερε ότι τα μέσα ενημέρωσης απέδιδαν εσφαλμένα διάφορα επεισόδια σε αναρχικούς, ενώ στην πραγματικότητα τα είχε οργανώσει η Αντίφα.

Η ομάδα Rose City Antifa στο Πόρτλαντ του Όρεγκον – η παλαιότερη αδιάλειπτα ενεργή οργάνωση που χρησιμοποιεί το όνομα Αντίφα στις Ηνωμένες Πολιτείες – ιδρύθηκε το 2007 με σκοπό, όπως αναφέρει στην ιστοσελίδα της, «να σταματήσει ένα φεστιβάλ νεοναζί». Στην περιγραφή των ιδεολογιών που αντιμάχεται, η ομάδα εξηγεί ότι «ο φασισμός μπορεί να είναι δύσκολο να οριστεί», και ότι ο όρος χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει «κάθε ιδέα που είναι αυταρχική, δεξιά ή απλώς αντιπαθής».

Ο δημοσιογράφος Άντυ Νγκο, με έδρα το Πόρτλαντ, μετά από επίθεση με άγνωστη ουσία από μέλη της Rose City Antifa. Πόρτλαντ, Όρεγκον, 29 Ιουνίου 2019. (Moriah Ratner/Getty Images)

 

Η Rose City Antifa παραθέτει πολλές θέσεις που θεωρεί «φασιστικές», από τη λευκή υπεροχή έως την αντίθεση προς τα εργατικά συνδικάτα, και χαρακτηρίζει ένα κίνημα ως «φασιστικό» αν υιοθετεί «την πλειονότητα» αυτών των χαρακτηριστικών. Όπως αναφέρει, «η μαχητική αντίσταση στον φασισμό δημιουργεί κοινωνικές συνέπειες που καθιστούν την επιλογή του φασισμού πολύ λιγότερο ελκυστική».

Η ομάδα δηλώνει επίσης ότι δεν συνεργάζεται με την αστυνομία ούτε με τα δικαστήρια, καθώς «δεν μπορούμε να βασιστούμε στους κρατικούς φορείς για να προωθήσουν τη δικαιοσύνη, την ισότητα και την ασφάλεια της κοινότητας».

Ο Ναντάλες τόνισε ότι και άλλες αριστερές ομάδες ασκούν βία, αλλά «η Αντίφα ενσαρκώνει το χειρότερο αυτής της επικίνδυνης ιδεολογίας, η οποία γίνεται ολοένα πιο τολμηρή και διαδεδομένη στην αμερικανική κοινωνία. Πολλοί πολιτικοί αρνούνται να αναγνωρίσουν την Αντίφα ως βίαιο κίνημα, επειδή την αντιλαμβάνονται ως σύμμαχο, καθώς αντιτίθεται στον πρόεδρο Τραμπ, ενώ – κατά τον Ναντάλες – «φοβούνται πως αν την καταδικάσουν, η Αντίφα θα στραφεί εναντίον τους».

Κλιμάκωση κατά την περίοδο Τραμπ

Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ορκίστηκε ως ο 45ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, εκατοντάδες διαδηλωτές προκάλεσαν εκτεταμένες καταστροφές στην Ουάσιγκτον, σπάζοντας βιτρίνες, παρεμπδίζοντας την κυκλοφορία και συγκρουόμενοι με την αστυνομία. Σύμφωνα με το βιβλίο The Anti-Fascist Handbook, ορισμένοι από τους κουκουλοφόρους βανδάλους φέρονται να ήταν μέλη ή υποστηρικτές της Αντίφα.

Ο συγγραφέας Μαρκ Μπρέυ ανέφερε ότι έσπευσε να εκδώσει το βιβλίο του το 2017, λίγο μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ, νιώθοντας την επείγουσα ανάγκη να αντιμετωπίσει «την αναβίωση της βίας όσων πιστεύουν στην υπεροχή των λευκών και των φασιστών» και το «τεταμένο πολιτικό κλίμα της εποχής Τραμπ».

Το όνομα του Τραμπ αναφέρεται τουλάχιστον 85 φορές στο βιβλίο. Προς το τέλος, ο Μπρέυ έγραψε ότι «στόχος μας θα πρέπει να είναι, σε είκοσι χρόνια από τώρα, όσοι ψήφισαν τον Τραμπ να νιώθουν υπερβολικά άβολα για να το πουν δημόσια». Ο ίδιος χαρακτήρισε το βιβλίο του «μια απροκάλυπτα κομματική έκκληση για δράση».

Βασισμένο σε συνεντεύξεις με 61 εν ενεργεία και πρώην αντιφασίστες από 17 χώρες, το έργο του Μπρέυ υποστήριξε ότι «ο μαχητικός αντιφασισμός αποτελεί μια λογική, ιστορικά τεκμηριωμένη απάντηση στην απειλή του φασισμού», η οποία συνέχισε να υπάρχει μετά το 1945 και έγινε ακόμη πιο «απειλητική» πριν από την πρώτη προεδρική θητεία του Τραμπ.

Ο Μπρέυ καταγγέλει «μια ανησυχητική στροφή προς τα δεξιά» στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά την οικονομική κρίση του 2008.

Το 2016, όταν ο Τραμπ ήταν ακόμη υποψήφιος, το FBI και το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας υπό την κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα άρχισαν να παρακολουθούν την Αντίφα ως εγχώρια τρομοκρατική οργάνωση, λόγω βίαιων επεισοδίων που είχαν ξεσπάσει σε προεκλογικές συγκεντρώσεις του Τραμπ, από τον Απρίλιο.

Το 2019, μετά την επίθεση ακτιβιστών της Αντίφα εναντίον του δημοσιογράφου Άντυ Νγκο και άλλων στο Πόρτλαντ, οι γερουσιαστές Τεντ Κρουζ (R-Texas) και Μπιλ Κάσσιντυ (R-La.) πρότειναν την επίσημη αναγνώριση της Αντίφα ως εγχώριας τρομοκρατικής οργάνωσης· ωστόσο, η πρόταση δεν προχώρησε.

Η άνοδος της Αντίφα στη δημοσιότητα

Η δημόσια προσοχή στην Αντίφα κορυφώθηκε το καλοκαίρι του 2020. Τα μέλη της συμπορεύτηκαν με το κίνημα Black Lives Matter στις διαδηλώσεις κατά της αστυνομίας και της φερόμενης «συστημικής ρατσιστικής καταπίεσης», μετά τον θάνατο του Τζορτζ Φλόυντ, ενός μαύρου άνδρα από τη Μινεάπολη, ενώ βρισκόταν υπό κράτηση. Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων, καταστήματα καταστράφηκαν, κτήρια και οχήματα πυρπολήθηκαν και ξέσπασαν συγκρούσεις με την αστυνομία σε όλη τη χώρα.

Ο Γκαμπριέλ Ναντάλες έγραψε ότι η Αντίφα εκμεταλλεύτηκε «τη δικαιολογημένη αγανάκτηση» που προκάλεσε ο θάνατος του Φλόυντ και «τη χρησιμοποίησε ως εφαλτήριο για να προωθήσει τη ριζοσπαστική αριστερή της ατζέντα». Το βασικό κίνητρο δεν ήταν η μεταρρύθμιση της αστυνομίας ή η αποτροπή παρόμοιων περιστατικών, αλλά το γεγονός ότι «η βία είχε ως στόχο την καταστροφή της ιδιωτικής περιουσίας αθώων Αμερικανών, επειδή η Αντίφα μισεί τον καπιταλισμό και όλα όσα αντιπροσωπεύει η Αμερική».

Διαδηλωτές σε φλεγόμενο οδόφραγμα, κατά τη διάρκεια ταραχών με αφορμή τον θάνατο του Τζορτζ Φλόυντ, κοντά στον Λευκό Οίκο. Ουάσιγκτον, 31 Μαΐου 2020. (Robert Schmidt/AFP μέσω Getty Images)

 

Όπως είχε επισημάνει και ο Μπρέυ στο βιβλίο του, παρότι οι εποχές αλλάζουν, η αφοσίωση της Αντίφα «στην εξάλειψη του φασισμού με κάθε αναγκαίο μέσο» παραμένει αναλλοίωτη και συνδέει το σημερινό κίνημα με τις απαρχές του. Μετά τον πρόσφατο χαρακτηρισμό της Αντίφα ως εγχώριας τρομοκρατικής οργάνωσης από τον Τραμπ, ο Μπρέυ και τουλάχιστον ακόμη ένας γνωστός υποστηρικτής της Αντίφα διέφυγαν στην Ευρώπη. Ο Μπρέυ δήλωσε ότι ο ίδιος και η οικογένειά του δεν αισθάνονται πλέον ασφαλείς στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οργανισμός της Αντίφα που είχε ωφεληθεί οικονομικά από τα έσοδα του βιβλίου του Μπρέυ ανακοίνωσε ότι ανέστειλε τις δραστηριότητες επεξεργασίας δωρεών λόγω του προεδρικού διατάγματος. Όπως αναφέρει η ιστοσελίδα του International Anti-Fascist Defence Fund, η απόφαση ελήφθη «για την προστασία των δωρητών και των αποδεκτών» και η οργάνωση σκοπεύει να επαναλάβει τις δραστηριότητές της «σε χώρα που δεν κυβερνάται επί του παρόντος από φασίστες».

Τι έπεται

Ο Τραμπ δήλωσε ότι η κυβέρνησή του, υπό την ηγεσία του υπουργού Οικονομικών Σκοτ Μπέσσεντ, διερευνά ποιοι χρηματοδοτούν δραστηριότητες που σχετίζονται με την Αντίφα, όπως την εκτύπωση πανό και πινακίδων. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ υπογράμμισε ότι όσοι υποστηρίζουν οικονομικά την Αντίφα «θα λογίζονται εξίσου ένοχοι με εκείνους που χτυπούν ανθρώπους στο κεφάλι με ρόπαλο του μπέιζμπολ».

Ο Άντυ Νγκο ανέφερε ότι μέρος των χρημάτων που παρέχουν φιλανθρωπικά ιδρύματα καταλήγει τελικά στην Αντίφα, η οποία επωφελείται επίσης από διαδικτυακές χρηματοδοτήσεις και δωρεές από όλο τον κόσμο. Επεσήμανε ότι ορισμένες πτυχές του μηχανισμού της Αντίφα έχουν περάσει στην παρανομία και προέβλεψε πως η οργάνωση θα «προσπαθήσει να παραμείνει στην αφάνεια, να βασιστεί στα μέσα ενημέρωσης για κάλυψη και να ελπίζει ότι θα εκλεγεί ξανά Δημοκρατικός πρόεδρος, ο οποίος θα ανακαλέσει τα εκτελεστικά διατάγματα και δεν θα θεωρεί πλέον την Αντίφα εγχώρια τρομοκρατική απειλή».

Ο Νγκο, ο οποίος συμμετείχε σε συζήτηση στρογγυλής τράπεζας στον Λευκό Οίκο στις 8 Οκτωβρίου σχετικά με την Αντίφα, δήλωσε ότι ελπίζει οι έρευνές του να βοηθήσουν τις αρχές να κατανοήσουν βαθύτερα τη δράση του κινήματος. Πρόσθεσε ότι, εφόσον οι άνθρωποι θεωρούν πως η Αντίφα αντιτίθεται στον φασισμό, θα πρέπει να αναρωτηθούν τι ακριβώς υποστηρίζει. Όπως εξήγησε, «η Αντίφα υπερασπίζεται τη βία, την καταστροφή, τον φόνο και την κατάργηση της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης». Τόνισε μάλιστα ότι «είναι ειρωνικό που η Αντίφα λειτουργεί ως δύναμη κρούσης για άτομα που υποστηρίζουν ότι νοιάζονται για τους θεσμούς, τις αξίες και τις αρχές της δημοκρατίας».

Ο Νγκο πρότεινε στο κοινό να μη βασίζεται μόνο στα λόγια του, αλλά να παρακολουθήσει βίντεο που δείχνουν πόσο βίαιη και πόσο οργανωμένη είναι η Αντίφα. «Δείτε αυτά τα βίντεο και μετά αναρωτηθείτε για ποιο σκοπό γίνεται όλο αυτό», λέει.

Της Janice Hisle

Με τη συμβολή των Jan Jekielek and Savannah Hulsey-Pointer

Νέες μορφές ψηφιακής λογοκρισίας, μέρος β΄

Ανάλυση

Η βιβλιογραφία των τελευταίων ετών προσφέρει ένα συνεκτικό πρίσμα για να κατανοήσουμε πώς η λογοκρισία μετεξελίσσεται στο διαδίκτυο. Πανεπιστήμια, δεξαμενές σκέψης και οργανώσεις δικαιωμάτων χαρτογραφούν τα εργαλεία, τα κίνητρα και τα όρια της καταστολής του λόγου στο ψηφιακό περιβάλλον, φωτίζοντας τόσο τις κρατικές πρακτικές όσο και τον ρόλο των ιδιωτικών πλατφορμών.

Ψηφιακός αυταρχισμός

Στην πολιτική επιστήμη έχει κυριαρχήσει ο όρος «ψηφιακός αυταρχισμός» για να περιγράψει την αξιοποίηση των τεχνολογιών πληροφορικής από ανελεύθερα καθεστώτα με σκοπό την εδραίωση του ελέγχου τους. Ο όρος κέρδισε δημοφιλία μετά από προειδοποιήσεις, όπως την έκθεση Freedom House 2018 («The Rise of Digital Authoritarianism»), ότι ολοκληρωτικά μοντέλα από χώρες σαν την Κίνα και τη Ρωσία εξάγονται και γίνονται αντικείμενο μίμησης. Το μοντέλο αυτό συνδυάζει μαζική παρακολούθηση, αλγοριθμική λογοκρισία, χειραγώγηση μεθόδων ΑΙ και βιομετρική επιτήρηση (π.χ. αναγνώριση προσώπου) για την καταστολή της διαφωνίας.

Ερευνητικές ομάδες του Stanford και του Brookings έχουν τεκμηριώσει πώς αυταρχικά καθεστώτα προωθούν τεχνολογίες φιλτραρίσματος, πρότυπα «ψηφιακού κοινωνικού ελέγχου» και ρυθμιστικά σχήματα που νομιμοποιούν τη λογοκρισία πέρα από τα σύνορά τους. Ο «ψηφιακός αυταρχισμός» δεν είναι απλώς ένα σύνολο εργαλείων· είναι εξαγώγιμο πολιτικό προϊόν με σαφείς συνέπειες στα ανθρώπινα δικαιώματα στο διαδίκτυο.

Επιχειρηματολογία υπέρ και κατά της ιδιωτικής ρύθμισης

Μεγάλο μέρος της συζήτησης εστιάζει στο αν οι αποφάσεις των πλατφορμών να αφαιρούν ή να υποβαθμίζουν περιεχόμενο συνιστούν ουσιαστικά λογοκρισία. Νομικοί και επικοινωνιολόγοι όπως ο Πάβελ Σλούτσκι [Pavel Slutskiy, 2020] υποστηρίζουν πως η ιδιωτική λογοκρισία δεν είναι πραγματική λογοκρισία αλλά άσκηση δικαιώματος ιδιοκτησίας, υπογραμμίζοντας τη διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και ιδιωτικό πεδίο – εταιρείες καθορίζουν τι φιλοξενούν στους διακομιστές τους, και αυτό διαφέρει ριζικά από κρατική απαγόρευση.

Στον αντίποδα, μελέτες στον χώρο της πολιτικής επικοινωνίας τονίζουν ότι ο συγκεντρωμένος έλεγχος των κοινωνικών δικτύων μπορεί να αλλοιώσει την πολιτική συμμετοχή. Εργασία του 2024 που ανέλυσε 360 περιστατικά λογοκρισίας σε μέσα κοινωνικής δικτύωσεις σε 76 χώρες συμπεραίνει ότι ακόμη και οι δημοκρατίες δεν είναι απρόσβλητες – όταν θεωρούν ότι διακυβεύονται θέματα «ασφάλειας» ή «προστασίας πολιτών», μπορεί να επιβάλουν λογοκρισία με πολιτικά κίνητρα.

Συχνά επικαλούνται την εθνική ασφάλεια ή την καταπολέμηση μίσους, αλλά πίσω από αυτά τα προσχήματα μπορεί να κρύβεται πρόθεση φίμωσης αντιπολιτευτικών φωνών. Η έρευνα αυτή ενισχύει την άποψη ότι απαιτούνται σαφέστερα πλαίσια και έλεγχοι στην ιδιωτική ρύθμιση περιεχομένου, ώστε να μην χρησιμοποιείται καταχρηστικά ακόμη και σε δημοκρατικά καθεστώτα.

Τεχνητή νοημοσύνη και λογοκρισία

Πρόσφατες αναλύσεις επισημαίνουν ότι η πρόοδος στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής της ψηφιακής καταστολής. Οι αλγόριθμοι «μηχανικής μάθησης» καθιστούν τη λογοκρισία, την παρακολούθηση και τη διασπορά προπαγάνδας πιο εύκολες, γρήγορες, φθηνές και αποτελεσματικές για αυταρχικές κυβερνήσεις. Εφαρμογές συνομιλίας (chatbot) στην Κίνα, για παράδειγμα, έχουν ενσωματωμένα φίλτρα – αρνούνται να απαντήσουν σε «ευαίσθητες» ερωτήσεις (π.χ. για την Τιενανμέν ή το Φάλουν Γκονγκ) και αναμασούν την κομματική γραμμή σε θέματα όπως η Ταϊβάν. Η Cyberspace Administration of China έχει θεσπίσει κανόνες που απαιτούν κάθε νέα γενετική AI εφαρμογή να προάγει τις σοσιαλιστικές αξίες και να αποκλείει ανεπιθύμητο περιεχόμενο πριν καν κυκλοφορήσει.

Ο νέος υπερυπολογιστής MareNostrum5, στο Κέντρο Υπερυπολογιστών της Βαρκελώνης. Ισπανία, 15 Δεκεμβρίου 2023. (The Canadian Press/AP, Emilio Morenatti)

 

Αντίστοιχα, και οι δημοκρατικές κοινωνίες προβληματίζονται. Η ΕΕ επεξεργάζεται την Πράξη για την Τεχνητή Νοημοσύνη που, μεταξύ άλλων, βάζει φρένο σε εξαιρετικά επεμβατικές τεχνολογίες – κοινωνική βαθμολόγηση τύπου Κίνας, προληπτική αστυνόμευση, κλπ. Οι ακαδημαϊκοί καλούν σε παγκόσμιους κανόνες που θα αποτρέψουν τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης ως εργαλείο φίμωσης, αλλά προειδοποιούν ότι χωρίς διαφάνεια και δημοκρατικό έλεγχο, οι κυβερνήσεις μπορούν να χειραγωγήσουν τους αλγόριθμους για να «εξαφανίζουν» απόψεις και αλήθειες.

Διαφάνεια και λογοδοσία

Δεξαμενές σκέψης και οργανώσεις (Access Now, Electronic Frontier Foundation) τονίζουν την ανάγκη για μεγαλύτερη διαφάνεια από πλευράς πλατφορμών. Προτείνουν μέτρα όπως τη δημοσίευση αναφορών με λεπτομέρειες για πόσα αιτήματα λογοκρισίας λαμβάνουν από κυβερνήσεις και πώς ανταποκρίνονται, τους ανεξάρτητους ελέγχους των αλγορίθμων ώστε να διαπιστώνεται αν ευνοούν ή καταπνίγουν συγκεκριμένα είδη περιεχομένου και μηχανισμούς έφεσης για χρήστες των οποίων το περιεχόμενο αφαιρέθηκε.

Η πρωτοβουλία Santa Clara Principles (2018) και οι νεώτεροι κανονισμοί της ΕΕ (DSA, 2022) πιέζουν προς αυτή την κατεύθυνση. Σκοπός είναι να περιοριστεί η αδιαφανής, αυθαίρετη λογοκρισία και να θεσπιστεί κάποιας μορφής λογοδοσία ώστε οι εταιρείες να μην δρουν ως ασυνείδητοι «ιδιώτες λογοκριτές», αλλά να εξισορροπούν υπεύθυνα την ασφάλεια με την ελευθερία του λόγου, υποκείμενες σε δημόσιο έλεγχο.

Η θεωρία του αντίθετου αποτελέσματος

Κάποιες μελέτες στην κοινωνική ψυχολογία προειδοποιούν ότι η υπερβολική λογοκρισία μπορεί να φέρει αντίθετα αποτελέσματα. Όταν οι άνθρωποι νιώθουν ότι φίμωσαν τις ιδέες τους, συχνά αντιδρούν με περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση ή μετακινούμενοι σε εναλλακτικά, ανεξέλεγκτα μέσα διάδοσης (όπως κρυπτογραφημένες πλατφόρμες και το «σκοτεινό διαδίκτυο» (dark web).

Για παράδειγμα, μια μελέτη υπέδειξε ότι όταν οι απόψεις κάποιου απορρίπτονται είτε μέσω λογοκρισίας είτε μέσω αντίθετης πληροφόρησης, υπάρχει τάση οι υποστηρικτές τους να πεισμώσουν και να συσπειρωθούν περισσότερο γύρω από αυτές. Αυτό έχει φανεί σε περιπτώσεις όπως η αντιμετώπιση θεωριών συνωμοσίας: η πλήρης απαγόρευσή τους σε δημοφιλείς πλατφόρμες οδήγησε πολλούς πιστούς να «μεταναστεύσουν» σε εξτρεμιστικά φόρουμ, καθιστώντας δυσκολότερο τον αντίλογο.

Οι ακαδημαϊκοί λοιπόν συνιστούν μια λεπτή ισορροπία· η διαγραφή πραγματικά επικίνδυνου περιεχομένου είναι αναγκαία, αλλά πρέπει να συνοδεύεται από ενίσχυση παιδείας, διαλόγου και έλεγχου των αφηγημάτων ώστε να μειώνεται η επιρροή των επικίνδυνων ιδεών, όπως και η πιθανότητα διόγκωσής τους από το αίσθημα δίωξης.

Κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες της ψηφιακής λογοκρισίας

Οι νέες μορφές λογοκρισίας στο διαδίκτυο δεν είναι αφηρημένα ζητήματα – έχουν χειροπιαστές συνέπειες σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.

Επίδραση σε εκλογικές διαδικασίες

Η πρόσβαση σε ανεμπόδιστη πληροφόρηση αποτελεί κλειδί για ελεύθερες και δίκαιες εκλογές. Ωστόσο, σε πολλά κράτη, η τεχνική λογοκρισία και η χειραγώγηση περιεχομένου χρησιμοποιούνται για να επηρεάσουν την έκβαση των εκλογών. Σύμφωνα με το Freedom House, σε 25 από τις 41 χώρες που διεξήγαγαν ή προετοίμαζαν εθνικές εκλογές προσφάτως, οι ψηφοφόροι αναγκάστηκαν να αποφασίσουν «μέσα σε ένα περιβάλλον λογοκριμένης, στρεβλωμένης και αναξιόπιστης πληροφόρησης».

Συγκεκριμένα μοτίβα περιλαμβάνουν:

Περιορισμός της αντιπολίτευσης: Σε προεκλογικές περιόδους, κυβερνήσεις μπλοκάρουν ιστοσελίδες αντιπολιτευόμενων κομμάτων ή ανεξάρτητων ΜΜΕ, περιορίζοντας έτσι την δυνατότητα των αντιπολιτευομένων να προσεγγίσουν ψηφοφόρους. Για παράδειγμα, αναφέρεται ότι σε πολλές χώρες το κυβερνών κόμμα επιβάλλει φραγή σε ειδησεογραφικές σελίδες ή πλατφόρμες επικοινωνίας της αντιπολίτευσης, ώστε να «σιγήσει» η κριτική φωνή κατά την προεκλογική εκστρατεία.

Διακοπή πρόσβασης στο διαδίκτυο την ημέρα των εκλογών: Έχει παρατηρηθεί τάση σε ανελεύθερα καθεστώτα (Ουγκάντα το 2021, Λευκορωσία το 2020) να διακόπτεται το διαδίκτυο ή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσεις τις ημέρες γύρω από την ψηφοφορία. Αυτό εμποδίζει την ανεξάρτητη ενημέρωση για παρατυπίες, καταστέλλει τον συντονισμό παρατηρητών και απομονώνει τους πολίτες.

Προπαγάνδα & παραπληροφόρηση: Παράλληλα με τη λογοκρισία, οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν στρατούς από διαδικτυακά τρολ ή φιλικά ΜΜΕ για να πλημμυρίσουν το διαδίκτυο με φιλοκυβερνητική ρητορική και θεωρίες που υπονομεύουν τους πολιτικούς αντιπάλους. Σε τουλάχιστον 21 από τις 41 χώρες με πρόσφατες εκλογές, καταγράφηκε έντονη διαδικτυακή παραπληροφόρηση από φιλοκυβερνητικούς σχολιαστές, που συχνά έσπειρε αμφιβολίες για την ακεραιότητα της ψηφοφορίας και διάβρωσε την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δημοκρατική διαδικασία.

Μείωση διαφάνειας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: Την ίδια περίοδο, οι μεγάλες πλατφόρμες (Twitter, Facebook) περιόρισαν ορισμένα εργαλεία διαφάνειας πολιτικών διαφημίσεων ή δεν δημοσίευσαν έγκαιρα εκθέσεις για την αντιμετώπιση ψευδών ειδήσεων, λόγω και εσωτερικών περικοπών. Το αποτέλεσμα ήταν να δυσχεραίνεται το έργο ανεξάρτητων ερευνητών που προσπαθούσαν να αποκαλύψουν εκστρατείες επιρροής ή ψεύδη σχετικά με τις εκλογές.

Οι πρακτικές αυτές υπονομεύουν την ισότιμη συμμετοχή. Όπως σημειώνει το Freedom House, η συνδυασμένη δράση λογοκρισίας και προπαγάνδας «υποσκάπτει τη δυνατότητα των ψηφοφόρων να λάβουν ενημερωμένες αποφάσεις, να συμμετάσχουν πλήρως στην εκλογική διαδικασία και να ακουστεί η φωνή τους». Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η Τουρκία, όπου πριν τις εκλογές του 2023 φιμώθηκαν διαδικτυακά αντιπολιτευόμενες πηγές και παράλληλα διακινήθηκαν ψευδείς ειδήσεις περί νοθείας, διαβρώνοντας την εμπιστοσύνη στο αποτέλεσμα.

Επιδράση σε κοινωνικές διαδηλώσεις και εξεγέρσεις

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν αναδειχθεί σε βασικά εργαλεία για την οργάνωση διαδηλώσεων, κινημάτων και εξεγέρσεων – από την Αραβική Άνοιξη μέχρι τα σύγχρονα κινήματα #MeToo ή διαμαρτυρίες κατά αυταρχικών μέτρων. Συνεπώς, οι κυβερνήσεις που στοχοποιούνται από τη λαϊκή δυσαρέσκεια καταφεύγουν συχνά σε ψηφιακή καταστολή για να περιορίσουν το κύμα διαμαρτυρίας.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, μετά τον θάνατο της 22χρονης Mahsa (Jhina) Amini τον Σεπτέμβριο 2022, σφοδρές αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις ξέσπασαν σε όλο το Ιράν. Οι διαδηλωτές βασίζονταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να συντονίσουν δράσεις και να διαδώσουν βίντεο – γυναίκες που έκαιγαν τα χιτζάμπ τους έγιναν παγκόσμια σύμβολα αντίστασης. Οι αρχές απάντησαν με βίαιη καταστολή στον δρόμο και ψηφιακή συσκότιση. Η πρόσβαση στο διαδίκτυο διακόπηκε για μέρες ολόκληρες σε περιοχές όπως η Τεχεράνη και το ιρανικό Κουρδιστάν, ενώ δημοφιλείς εφαρμογές (Instagram, WhatsApp) μπλοκαρίστηκαν πανεθνικά.

Ένας ερευνητής περιέγραψε ότι «η διακοπή πρόσβασης στο διαδίκτυο πρέπει να γίνει αντιληπτή ως προέκταση της βίας και καταστολής που συμβαίνει στον φυσικό χώρο» – ουσιαστικά η κυβέρνηση μετέφερε την καταστολή και στο ψηφιακό πεδίο, για να αποτρέψει τη διάχυση του κινήματος πέρα από τα σύνορα και να δυσκολέψει την εσωτερική οργάνωση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι διαδηλωτές αποκόπηκαν από μέσα επικοινωνίας, η ενημέρωση του έξω κόσμου για την έκταση της καταστολής περιορίστηκε, και πολλοί ακτιβιστές στοχοποιήθηκαν μέσω παρακολούθησης στις εναλλακτικές πλατφόρμες όπου κατέφυγαν.

Όταν ο στρατός ανέτρεψε τη δημοκρατική κυβέρνηση της Μιανμάρ το 2021, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες βγήκαν στους δρόμους και ταυτόχρονα εξέφρασαν διαδικτυακά την αντίστασή τους. Οι νέες αρχές επέβαλαν αμέσως διακοπή πρόσβασης στο διαδίκτυο κάθε βράδυ, απέκλεισαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook, Twitter) και έκλεισαν εντελώς το δίκτυο δεδομένων κινητής τηλεφωνίας επί μήνες. Αυτό παρέλυσε τον συντονισμό του κινήματος πολιτικής ανυπακοής και έδωσε χρόνο στη χούντα να εφαρμόσει στρατιωτικό νόμο.

Έκτοτε, η Μιανμάρ έχει επιβάλει ένα από τα πιο αυστηρά καθεστώτα λογοκρισίας, με μόνιμη φραγή δεκάδων ιστοσελίδων ειδήσεων, συλλήψεις ανθρώπων για διαδικτυακά σχόλια και πρόσφατα την απαγόρευση των VPN. Οι πολίτες αναφέρουν ότι αυτό έχει οδηγήσει σε ένα καθεστώς φόβου – πολλοί φοβούνται να αναρτήσουν οτιδήποτε, ενώ το κίνημα πέρασε σε εφαρμογές κρυπτογραφημένων μηνυμάτων και του «σκοτεινού διαδικτύου» (dark web) για να διαφύγει της παρακολούθησης.

Η Ινδία, αν και δημοκρατία, χρησιμοποιεί επιλεκτικά διακοπές internet για να καταστείλει αναταραχές. Στο Κασμίρ, όπου υπάρχει αποσχιστικό κίνημα, τα τελευταία χρόνια οι αρχές διακόπτουν την πρόσβαση στο διαδίκτυο σχεδόν κάθε φορά που ξεσπούν διαδηλώσεις ή συγκρούσεις. Το 2019-20, μάλιστα, επέβαλαν στο Κασμίρ τη μεγαλύτερη συνεχή διακοπή πρόσβασης στο διαδίκτυο που έχει καταγραφεί σε δημοκρατική χώρα: σχεδόν 7 μήνες αποκλεισμού.

Αυτό το «ψηφιακό μπλακάουτ» είχε σοβαρές κοινωνικές συνέπειες όπως οικονομική απομόνωση (ανεστάλησαν ηλεκτρονικές συναλλαγές, επιχειρήσεις κατέρρευσαν) και εκπαιδευτικό αποκλεισμό (οι μαθητές δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν διαδικτυακά μαθήματα), πέρα από το προφανές φίμωμα της πολιτικής έκφρασης. Ακτιβιστές χαρακτηρίζουν αυτή την πρακτική ως «ομαδική τιμωρία» ενός ολόκληρου πληθυσμού και παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Γενικό συμπέρασμα είναι πως η ψηφιακή λογοκρισία χρησιμοποιείται από τα κράτη για να προλάβει ή να περιορίσει κοινωνικές εκρήξεις. Αν και ενίοτε οι αρχές ισχυρίζονται ότι τα μέτρα αυτά λαμβάνονται για «λόγους δημόσιας ασφάλειας» ή για να σταματήσει η διάδοση βίας, στην πράξη φιμώνουν και απομονώνουν τις φωνές διαμαρτυρίας. Αυτό έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα· οι κοινωνίες συνηθίζουν σε ένα καθεστώς όπου η πληροφόρηση δεν είναι ποτέ δεδομένη, ενώ εδραιώνεται ένα κλίμα φόβου και αυτολογοκρισίας ακόμη και όταν το διαδίκτυο είναι ανοιχτό.

Περιορισμός του λόγου ακτιβιστών και δημοσιογράφων

Ίσως η πιο απτή ανθρώπινη συνέπεια της λογοκρισίας είναι ο διωγμός μεμονωμένων ανθρώπων – ακτιβιστών, δημοσιογράφων, καλλιτεχνών – για όσα λένε διαδικτυακά. Η ψηφιακή εποχή έχει δώσει βήμα σε πλήθος νέων φωνών, αλλά τα αυταρχικά καθεστώτα έχουν απαντήσει με επιθετικές διώξεις.

Το Freedom House (2024) κατέγραψε ότι σε 3 από κάθε 4 χώρες της μελέτης του, χρήστες του διαδικτύου συνελήφθησαν για μη βίαιες εκφράσεις τους στο διαδίκτυο. Σε 43 χώρες μάλιστα, άνθρωποι δέχθηκαν σωματικές επιθέσεις ή και δολοφονήθηκαν ως αντίποινα για διαδικτυακή τους δραστηριότητα – αριθμός ρεκόρ, που αναδεικνύει την αυξημένη στοχοποίηση ψηφιακών φωνών.

Στην Κίνα, πληθώρα δημοσιογράφων, νομικών και blogger έχουν φυλακιστεί με κατηγορίες όπως «υποκίνηση ανατρεπτικής προπαγάνδας». Εκτός από την περίπτωση του blogger Σου Τζιγιόνγκ [Xu Zhiyong], το 2023 συνέβη κάτι τραγικό. Ο Σουν Λιν [Sun Lin], βετεράνος δημοσιογράφος και ακτιβιστής, πέθανε μετά από ξυλοδαρμό από την κινεζική αστυνομία – φέρεται ότι τον είχαν στοχοποιήσει λόγω αναρτήσεών του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσεις που επέκριναν τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Οι κινεζικές αρχές προσπάθησαν να λογοκρίνουν κάθε διαδικτυακή αναφορά στον θάνατό του, ώστε να μην γίνει σύμβολο αντίστασης.

Στη Ταϊλάνδη, μια νεαρή ακτιβίστρια υπέρ της δημοκρατίας καταδικάστηκε το 2024 σε 25 χρόνια φυλάκιση για 18 αναρτήσεις της στο X που θεωρήθηκαν προσβλητικές για τον βασιλιά – βάσει του αυστηρού νόμου lèse-majesté. Η ποινή σοκάρει, αλλά καταδεικνύει πώς η ψηφιακή έκφραση αντιμετωπίζεται με νόμους άλλοτε φτιαγμένους για τον αναλογικό κόσμο.

Στη Σαουδική Αραβία, το 2022 έγινε διεθνώς γνωστή η υπόθεση της Σάλμα αλ Σεμπάμπ [Salma al-Shehab]· μια φοιτήτρια και μητέρα που καταδικάστηκε σε 34 χρόνια φυλάκισης επειδή αναδημοσίευσε αναρτήσεις ακτιβιστών και επέκρινε το καθεστώς στο Twitter. Η ποινή της – από τις πιο βαριές που έχουν επιβληθεί για διαδικτυακή έκφραση – έστειλε μήνυμα τρόμου σε οποιονδήποτε θα σκεφτόταν να ασκήσει διαδικτυακή κριτική στο βασίλειο.

Σε απολυταρχικά καθεστώτα όπως η Βόρεια Κορέα ή η Ερυθραία, οποιοσδήποτε πιαστεί να διαδίδει ανεξάρτητα πληροφορίες (π.χ. στέλνοντας νέα σε ξένους ιστότοπους μέσω κινητού) κινδυνεύει με εξοντωτικές ποινές, ακόμη και θάνατο. Αυτές οι χώρες κρατούν το λαό τους σε ψηφιακό σκοτάδι – ό,τι δεν ελέγχεται από το καθεστώς θεωρείται αυτομάτως εχθρικό.

Η στοχοποίηση αυτή έχει ως αποτέλεσμα ένα κλίμα αυτολογοκρισίας. Δημοσιογράφοι σε χώρες όπως η Ρωσία και η Τουρκία συχνά επιβάλλουν οι ίδιοι περιορισμούς στα κείμενά τους στο διαδίκτυο, υπό τον φόβο διώξεων με νόμους περί «ψευδών ειδήσεων» ή «προσβολής του έθνους». Ακόμη και σε δημοκρατίες, παρατηρείται ότι δημόσια πρόσωπα διστάζουν να εκφραστούν ανοιχτά στο διαδίκτυο όταν κυριαρχεί πολωμένη ατμόσφαιρα ή συστηματική «κουλτούρα ακύρωσης» (cancel culture), που είναι μια μορφή κοινωνικής λογοκρισίας δια στιγματισμού.

Εν τέλει, η νέου τύπου λογοκρισία πλήττει πρωτίστως τους ακτιβιστές και τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους – αυτούς δηλαδή που η φωνή τους είναι κρίσιμη για την κοινωνική αλλαγή. Σε αρκετές περιπτώσεις, βέβαια, η προσπάθεια φίμωσής τους πυροδοτεί διεθνείς αντιδράσεις και κυρώσεις – μετά τις εκτελέσεις δύο νέων στο Ιράν για αναρτήσεις τους, επιβλήθηκαν κυρώσεις σε Ιρανούς αξιωματούχους από δυτικές χώρες. Μακροπρόθεσμα, όμως, η αποδυνάμωση των ακτιβιστικών φωνών μέσω λογοκρισίας στερεί από την κοινωνία έναν ζωτικό μηχανισμό λογοδοσίας της εξουσίας.

Οι εκρήξεις του ηφαιστείου Κιλαουέα: Πίδακες λάβας ύψους 380 μέτρων στη Χαβάη

Στις 19 Σεπτεμβρίου, μετά από μέρες ήσυχης εκπομπής ηφαιστειακών αερίων, το Κιλαουέα, ένα από τα πιο ενεργά και επικίνδυνα ηφαίστεια του κόσμου άρχισε να εκτοξεύει ξανά λάβα. Τεράστια τόξα από πορτοκαλί λιωμένη πέτρα πετάχτηκαν από την καλντέρα του ηφαιστείου της Χαβάης, φτάνοντας σε ύψους τα 213 μ. ύψος και ένα πυκνό σύννεφο αερίων και ατμού ανέβηκε 3048 μ. πάνω από το έδαφος.

Το Κιλαουέα, που βρίσκεται 200 μίλια νότια της πρωτεύουσας της Χαβάης, της Χονολουλού, βρίσκεται σε κατάσταση ηφαιστειακής ροής εδώ και μήνες. Οι ειδικοί της Γεωλογικής Υπηρεσίας των Ηνωμένων Πολιτειών (USGS) περίμεναν με αγωνία για εβδομάδες. Καθώς το Κιλαουέα έβραζε και ξεχείλιζε, μέτρησαν τον φουσκωμένο κρατήρα του και σημείωσαν την «έκρηξη αερίου», που υποδηλώνει την αύξηση της πίεσης του μάγματος. Αυτή είναι η 33η «εκτόξευση λάβας» του Κιλαουέα από την έναρξη της τρέχουσας δραστηριότητάς του στις 23 Δεκεμβρίου 2024.

Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, η USGS δημοσίευσε στο διαδίκτυο εντυπωσιακά βίντεο με εκρήξεις ηφαιστειακής λάβας. Τον Ιούνιο, η λάβα εκτοξεύθηκε σε ύψος σχεδόν 380 μ. Στις 2 Σεπτεμβρίου, το 32ο επεισόδιο του Κιλαουέα χαρακτηρίστηκε από τη ρίψη λιωμένου βράχου σε ύψος 100 μ.

Αυτή η δραστηριότητα προσελκύει στο Εθνικό Πάρκο Ηφαιστείων της Χαβάης επισκέπτες που θέλουν να δουν το φλογερό τοπίο από τα παρατηρητήρια κατά μήκος του χείλους του κρατήρα. Χιλιάδες άλλοι συντονίζονται στο διαδίκτυο για να παρακολουθήσουν το ηφαίστειο σε ζωντανή μετάδοση από την Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων.

«Έρχονται επισκέπτες από όλο τον κόσμο, καταγοητευμένοι από τις εκρήξεις», δήλωσε η Τζέσσικα Φερρακάνε, εκπρόσωπος του Εθνικού Πάρκου της Χαβάης, στην εφημερίδα The Epoch Times., σημειώνοντας ότι, κατά τη διάρκεια των εκρήξεων, η κυκλοφορία είναι σταματημένη σε απόσταση έως και 6 χιλιομέτρων πριν από την είσοδο του πάρκου.

Lava shoots 500 feet into the air and lava streams flow inside the volcano's caldera. (Courtesy of USGS)
Η λάβα εκτοξεύεται 152 μ. στον αέρα και ρέει στην καλντέρα του ηφαιστείου. (Ευγενική παραχώρηση του USGS)

 

USGS cameras mounted inside Kilauea's caldera capture its 33rd episode of lava fountaining since December 2024. (Courtesy of USGS)
Οι κάμερες του USGS που είναι τοποθετημένες μέσα στην καλντέρα του Κιλαουέα καταγράφουν την 33η από τον Δεκέμβριο του 2024 εκτόξευση λάβας. (Ευγενική παραχώρηση του USGS)

 

Οι εκρήξεις του Κιλαουέα προκαλούνται εν μέρει από αέρια που απελευθερώνονται στο μάγμα καθώς ανεβαίνει μέσα στο ηφαίστειο. Παλαιότερο και βαρύτερο μάγμα από προηγούμενα επεισόδια καλύπτει το φρέσκο-ανερχόμενο μάγμα. Αυτή η απόφραξη προκαλεί αύξηση της πίεσης και τελικά εκτοξεύει το απαερωμένο μάγμα σαν φελλό από μπουκάλι σαμπάνιας που έχει ανακινηθεί πριν ανοιχτεί.

Ωστόσο, παρά τη γνώση που έχει συσσωρευτεί γύρω από την ηφαιστειακή δραστηριότητα, οι επιστήμονες συνεχίζουν να μπερδεύονται. Είναι δύσκολο να προβλέψουμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα σε μια δεδομένη στιγμή.

«Στη δουλειά μας είμαστε σαν μια ομάδα μυρμηγκιών που βρίσκονται πάνω σε έναν ελέφαντα και προσπαθούν να καταλάβουν πώς λειτουργεί ο ελέφαντας», δήλωσε ο Κεν Χον, επικεφαλής επιστήμονας στο Hawaiian Volcano Observatory, στην εφημερίδα The Independent.

Visitors watch a lava fountain from the summit of the Kilauea volcano during episode 25 of its eruption on June 11, 2025. (Courtesy of USGS)
Επισκέπτες παρακολουθούν έναν πίδακα λάβας από την κορυφή του ηφαιστείου Κιλαουέα, κατά τη διάρκεια του 25ου συμβάντος της έκρηξής του, στις 11 Ιουνίου 2025. (Ευγενική παραχώρηση του USGS)

 

<span class="glossary-term" title="General term for magma (molten rock) that has been erupted onto the surface of the Earth and maintains its integrity as a fluid or viscous mass, rather than exploding into fragments.">A lava</span> fountain reached heights of 1,050 feet during the first episode of Kilauea's eruption. (Courtesy of USGS)
Ένας πίδακας λάβας έφτασε σε ύψος 320 μ. κατά τη διάρκεια του πρώτου επεισοδίου της έκρηξης του Κιλαουέα. (Ευγενική παραχώρηση του USGS)

 

Early in the morning on Aug. 6, 2025, during episode 30 of Kilauea's eruption. (Courtesy of USGS)
Νωρίς το πρωί της 6ης Αυγούστου 2025, κατά τη διάρκεια του 30ου επεισοδίου της έκρηξης του Κιλαουέα. (Ευγενική παραχώρηση του USGS)

 

Η λαϊκή παράδοση των ιθαγενών Χαβανέζων αντιμετωπίζει τα ηφαίστεια με πιο πνευματικό τρόπο. «Πολλοί ιθαγενείς Χαβανέζοι αισθάνονται μια ισχυρή σύνδεση με τα ηφαίστεια της Χαβάης», παρατήρησε η κα Φερρακάνε.

Για εκείνους, οι εκρήξεις προκαλούνται από τη θεά Πέλε, δημιουργό της γης, η οποία μπορεί να καταστρέψει τις ζωές και τα σπίτια των κατοίκων της ή να τα αφήσει.

Το Κιλαουέα έχει αποδείξει αυτή την αλήθεια τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν. Το 1790, το ηφαίστειο προκάλεσε τον θάνατο περισσότερων από 400 ανθρώπων, σε μία έκρηξη που καταγράφηκε ως η πιο θανατηφόρα στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Αλλά η Πέλε έσωσε και πολλές ζωές κατά τη διάρκεια αμέτρητων εκρήξεων κατά τον 20ό αιώνα. Στις πάνω από 50 ενεργοποιήσεις που παρατηρήθηκαν το 1924, καταγράφηκε μόνο ένας θάνατος. Μια έκρηξη το 1959 προκάλεσε έναν κρατήρα βάθους 121 μ. και θεαματικά σιντριβάνια λάβας, χωρίς να υπάρξαν άμεσοι θάνατοι. Αν και το Κιλαουέα ήταν ενεργό τη δεκαετία του 1970, δεν προκλήθηκαν θάνατοι.

Η τελευταία μεγάλη έκρηξη, που διήρκεσε από το 1983 έως το 2018, έληξε με ένα μεγάλο μπαμ. Το 2018, 60 εκατομμύρια τόνοι μάγματος στον κρατήρα του Κιλαουέα εξαφανίστηκαν ξαφνικά, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό, μπερδεύοντας τους ερευνητές. Είχε μετακινηθεί ανατολικά κάτω από τη γη, προς τη θάλασσα, πριν εκραγεί στην επιφάνεια κάτω από το Leilani Estates και σχηματίσει καταστροφικές ρωγμές.

The starting moments of episode 32 of Kilauea's eruption on Sept, 2, 2025. (Courtesy of USGS)
Οι πρώτες στιγμές του 32ου επεισοδίου της τρέχουσας έκρηξης του Κιλαουέα, στις 2 Σεπτεμβρίου 2025. (Ευγενική παραχώρηση του USGS)

 

A lava fountain on Aug. 22, 2025, shows lava leaping as high as 325 feet into the air. (Courtesy of USGS)
Ένα σιντριβάνι λάβας, στις 22 Αυγούστου 2025, εκτοξεύεται σε ύψος 99 μ. (Ευγενική παραχώρηση του USGS)

 

Το έδαφος σειόταν και ράγισε. Λιωμένη πέτρα έβραζε και έρεε, καταστρέφοντας περίπου 700 σπίτια και εκτοπίζοντας 2.000 ντόπιους. Αν και κανείς δεν σκοτώθηκε, 23 άτομα τραυματίστηκαν από βόμβες λάβας, κομμάτια στερεοποιημένης λάβας — μερικά τόσο μεγάλα όσο ένα ψυγείο— που εκτοξεύονταν εκατοντάδες μέτρα ψηλά στον αέρα.

Αφού η λάβα άφησε το Κιλαουέα κούφιο, χωρίς εξωτερική πίεση να το στηρίζει, η καλντέρα κατέρρευσε προς τα μέσα.

Δημιουργήθηκε ένας τεράστιος κρατήρας, ο οποίος παραμένει μέχρι σήμερα. Εν τω μεταξύ, η λιωμένη πέτρα που είχε διαρρεύσει από τις ρωγμές τελικά έφτασε στον ωκεανό και δημιούργησε νέες εκτάσεις γης.

Σύμφωνα με τους ιθαγενείς, η Πέλε είναι και διαμορφώτρια και δημιουργός της γης.

Από το 2018,  μια σειρά εκρήξεων έχει ξεσπάσει και πάλι στην καλντέρα του Κιλαουέα. Μέχρι στιγμής, η εκτόξευση λάβας περιορίζεται στην καλντέρα και κανείς δεν έχει τραυματιστεί.

Από τον Δεκέμβριο του 2024, η εκτόξευση λιωμένου υλικού έχει καλύψει το 80% του δαπέδου της καλντέρας με λάβα σε 32 επεισόδια, σύμφωνα με την Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων. Όλα αυτά τα επεισόδια προέρχονται από την ίδια διαδρομή ανόδου του μάγματος και, ως εκ τούτου, ανήκουν σε μία μόνο έκρηξη, σύμφωνα με τον Χον.

A helicopter view of Kīlauea's summit on the morning of Aug. 6, 2025, during episode 30 of the ongoing eruption. (USGS photo by M. Patrick. Courtesy of USGS)
Η κορυφή του Κιλαουέα το πρωί της 6ης Αυγούστου 2025, κατά τη διάρκεια του 30ού επεισοδίου της έκρηξης που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2024. (Λήψη ελικοπτέρου από τον M. Πάτρικ. Ευγενική παραχώρηση του USGS)

 

Η θετική πλευρά όλων αυτών των εκρήξεων είναι κυρίως ότι επιτρέπουν τη σταδιακή απελευθέρωση της πίεσης, αποτρέποντας μεγάλες εκρήξεις όπως αυτή που παρατηρήθηκε στο όρος St. Helens το 1980, η οποία στοίχισε τη ζωή σε 57 άτομα.

Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι, για τους οποίους έχει προειδοποιήσει η Γεωλογική Υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών του Εθνικού Πάρκου τους τελευταίους μήνες: ιδιαίτερα κάτω από τον άνεμο του Κιλαουέα, τα ηφαιστειακά αέρια μπορούν να δημιουργήσουν μια ορατή ομίχλη γνωστή ως vog (ηφαιστειακός καπνός < volcano + fog), ένα μείγμα συννέφων που περιέχει διοξείδιο του θείου και μπορεί να βλάψει το αναπνευστικό σύστημα. Οι ηφαιστειακές εκρήξεις μπορούν επίσης να απελευθερώσουν στον αέρα λεπτές ίνες γυαλιού που ονομάζονται «μαλλιά της Πέλε», προκαλώντας ερεθισμό στα μάτια και στο δέρμα.

Παρά τους κινδύνους, όμως, οι εκρήξεις του Κιλαουέα συνεχίζουν να προκαλούν ενθουσιασμό. Το προσωπικό της Υπηρεσίας Εθνικών Πάρκων αντιμετωπίζει την κυκλοφοριακή συμφόρηση στον κρατήρα, καθώς τουρίστες και φωτογράφοι συρρέουν στην καλντέρα, για να παρακολουθήσουν μια από τις πιο μεγαλοπρεπείς δυνάμεις της Μητέρας Φύσης εν δράσει.

Για να δείτε βίντεο των εκρήξεων, μεταβείτε εδώ.

Νέες μορφές ψηφιακής λογοκρισίας, μέρος α΄

Ανάλυση

Στην ψηφιακή εποχή, η λογοκρισία λαμβάνει νέες μορφές και εξελίσσεται σε παγκόσμια κλίμακα. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται συνεχής επιδείνωση της ελευθερίας του διαδικτύου παγκοσμίως· το Freedom House κατέγραψε 13ο συνεχόμενο έτος υποχώρησης της διαδικτυακής ελευθερίας το 2023. Οι κυβερνήσεις και οι ψηφιακές πλατφόρμες αναπτύσσουν μηχανισμούς ελέγχου περιεχομένου, από το μπλοκάρισμα ιστοτόπων και την παρακολούθηση επικοινωνιών μέχρι την αφαίρεση αναρτήσεων και την αλγοριθμική καταστολή.

Κρατικές πρακτικές ψηφιακής λογοκρισίας

Σε όλο τον κόσμο, οι κυβερνήσεις αξιοποιούν ποικίλες τεχνικές για να ελέγξουν το διαδικτυακό περιεχόμενο και τη ροή της πληροφορίας. Η κρατική ψηφιακή λογοκρισία εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, οι οποίοι κυμαίνονται από τεχνολογικά μέτρα έως νομικές απαγορεύσεις.

Μία από τις πιο συνηθισμένες μεθόδους είναι το φιλτράρισμα και ο αποκλεισμός ιστοτόπων. Μέσω εθνικών «τειχών προστασίας» ή λιστών αποκλεισμένων σελίδων, πολλά καθεστώτα περιορίζουν την πρόσβαση σε ενημερωτικούς ιστότοπους, αντιπολιτευτικά μέσα ή ξένες διαδικτυακές πλατφόρμες.

Εξίσου διαδεδομένη είναι η παρακολούθηση και το φιλτράρισμα περιεχομένου. Προηγμένα εργαλεία επιτήρησης δικτύων και τεχνολογίες βαθιάς επιθεώρησης πακέτων (Deep Packet Inspection – DPI) επιτρέπουν τον εντοπισμό λέξεων-κλειδιών που θεωρούνται «ανεπιθύμητες» και την άμεση παρεμπόδιση του αντίστοιχου περιεχομένου.

Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η νομοθεσία, καθώς πολλές χώρες έχουν θεσπίσει νόμους που ποινικοποιούν την κριτική προς την κυβέρνηση ή τη διάδοση «ψευδών ειδήσεων». Οι διατάξεις αυτές χρησιμοποιούνται για την επιβολή αυστηρών ποινών σε πολίτες εξαιτίας διαδικτυακών τους αναρτήσεων.

Σε περιόδους πολιτικής έντασης, διαδηλώσεων ή εκλογών, οι αρχές προχωρούν συχνά σε διακοπές της πρόσβασης στο διαδίκτυο ή στον αποκλεισμό επιμέρους εφαρμογών επικοινωνίας. Πρόκειται για ένα από τα πιο ακραία μέτρα ελέγχου της πληροφορίας. Μόνο το 2022, καταγράφηκαν τουλάχιστον 187 περιπτώσεις διακοπής του διαδικτύου σε 35 χώρες, αριθμός που αποτέλεσε παγκόσμιο ρεκόρ.

Οι πρακτικές αυτές αναδεικνύουν το εύρος και τη συστηματικότητα της κρατικής ψηφιακής λογοκρισίας. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται χαρακτηριστικά παραδείγματα χωρών όπου η κυβερνητική παρέμβαση στην ενημέρωση είναι ιδιαίτερα έντονη.

Κίνα

Η Κίνα διατηρεί ένα από τα πιο εκτεταμένα και προηγμένα συστήματα ψηφιακής λογοκρισίας παγκοσμίως, γνωστό ως «Μεγάλο Τείχος Προστασίας της Κίνας» (Great Firewall). Μέσω αυτού, οι κινεζικές αρχές αποκλείουν την πρόσβαση σε χιλιάδες ιστοτόπους και διεθνείς πλατφόρμες, όπως η Google, το Facebook και το Χ, ενώ φιλτράρουν παράλληλα «ευαίσθητες» λέξεις-κλειδιά και θεματικές που θεωρούνται ανεπιθύμητες από το καθεστώς.

Η Κυβερνοδιοίκηση της Κίνας (CAC) έχει αναλάβει κεντρικό ρόλο στην ψηφιακή εποπτεία, ενσωματώνοντας τους στόχους λογοκρισίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ) σε αλγορίθμους προτάσεων περιεχομένου και σε εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ). Οι κανονισμοί απαιτούν από τις διαδικτυακές πλατφόρμες να προωθούν τις λεγόμενες «σοσιαλιστικές αξίες» και να αποφεύγουν κάθε αναφορά σε ζητήματα που το καθεστώς θεωρεί πολιτικά ή κοινωνικά «ευαίσθητα».

Η κρατική καταστολή επεκτείνεται και στο επίπεδο της ποινικής δίωξης. Οι κινεζικές αρχές συλλαμβάνουν και καταδικάζουν διαδικτυακούς ακτιβιστές και bloggers που εκφράζουν αντίθετες απόψεις. Ενδεικτικά, ο εξέχων αντιφρονών Σου Τζιγιόνγκ (Xu Zhiyong) καταδικάστηκε το 2023 σε 14 χρόνια φυλάκιση, εξαιτίας κειμένων και διαδικτυακών του αναρτήσεων που ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση.

Η Κίνα κατατάσσεται σταθερά στην τελευταία θέση παγκοσμίως ως προς την ελευθερία του διαδικτύου για 9η συνεχή χρονιά.

Ρωσία

Από το 2019, η Ρωσία εφαρμόζει τον λεγόμενο νόμο του «κυρίαρχου διαδικτύου», ο οποίος επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου την εγκατάσταση κρατικών συσκευών φιλτραρίσματος (γνωστών ως σύστημα TSPU) στα δίκτυά τους. Το μέτρο αυτό δίνει στις αρχές τη δυνατότητα να ελέγχουν κεντρικά την κυκλοφορία δεδομένων και να περιορίζουν την πρόσβαση σε διαδικτυακό περιεχόμενο.

Μετά την εισβολή στην Ουκρανία το 2022, η ρωσική κυβέρνηση ενίσχυσε περαιτέρω τη λογοκρισία, μπλοκάροντας την πρόσβαση σε ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και απαγορεύοντας ξένες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook και το Instagram. Οι αρχές υποστήριξαν ότι με τον τρόπο αυτόν αντιμετωπίζουν έναν «πληροφοριακό πόλεμο» που, όπως ισχυρίζονται, διεξάγεται από τη Δύση.

Σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τον ψηφιακό έλεγχο, η ρωσική κυβέρνηση έχει ανακοινώσει επενδυτικό σχέδιο ύψους περίπου 660 εκατομμυρίων δολαρίων για την περίοδο 2025–2030, με στόχο την αναβάθμιση του συστήματος TSPU και τον σχεδόν πλήρη αποκλεισμό των υπηρεσιών VPN, τις οποίες χρησιμοποιούν οι πολίτες για να παρακάμψουν τους περιορισμούς. Παρά τα συνεχή μέτρα, εκατομμύρια Ρώσοι εξακολουθούν να προσφεύγουν σε VPN και άλλες τεχνικές λύσεις, προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε περιεχόμενο που έχει τεθεί υπό απαγόρευση.

Ιράν

Το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν εφαρμόζει ένα από τα πιο αυστηρά συστήματα διαδικτυακού φιλτραρίσματος παγκοσμίως. Μέσω του εθνικού φίλτρου, χιλιάδες ιστότοποι και πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης -μεταξύ των οποίων το Facebook, το Twitter και το YouTube- παραμένουν μόνιμα αποκλεισμένοι, περιορίζοντας σημαντικά την ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση και την επικοινωνία.

Σε περιόδους κοινωνικών αναταραχών, οι ιρανικές αρχές περιορίζουν δραστικά την ταχύτητα του διαδικτύου ή προχωρούν σε πλήρη διακοπή της σύνδεσης σε περιοχές όπου σημειώνονται διαδηλώσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι κινητοποιήσεις που ξέσπασαν μετά τον θάνατο της Mahsa Amini το 2022, όταν το διαδίκτυο κόπηκε σε τμήματα της Τεχεράνης και του Κουρδιστάν, ενώ οι πλατφόρμες Instagram και WhatsApp αποκλείστηκαν πλήρως. Στόχος των μέτρων αυτών ήταν να εμποδιστεί η οργάνωση των διαδηλωτών και να περιοριστεί η διάδοση πληροφοριών στο εσωτερικό και το εξωτερικό.

Σύμφωνα με την οργάνωση Freedom House, το Ιράν κατέγραψε την μεγαλύτερη παγκόσμια επιδείνωση στην ελευθερία του διαδικτύου την περίοδο 2022–2023, ακριβώς λόγω αυτών των πρακτικών. Η διαδικτυακή δραστηριότητα των πολιτών βρίσκεται υπό στενή επιτήρηση, με πολλούς Ιρανούς χρήστες να συλλαμβάνονται και να αντιμετωπίζουν σοβαρές κατηγορίες, όπως «προσβολή του Ισλάμ» ή «προπαγάνδα κατά του κράτους». Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι διώξεις αυτές έχουν οδηγήσει ακόμη και σε εξαιρετικά βαριές ποινές, ενισχύοντας το κλίμα φόβου και αυτολογοκρισίας στο διαδίκτυο.

Τουρκία

Διατηρεί νομικό πλαίσιο που επιτρέπει προληπτικό μπλοκάρισμα περιεχομένου και ιστοτόπων ειδήσεων. Το 2022 πέρασε ευρύ «Νόμο περί παραπληροφόρησης» που επικρίνεται ως εργαλείο λογοκρισίας. Έχει ιστορικό προσωρινών φραγών σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατά κρίσεις. Τον Φεβρουάριο 2023, μετά τον καταστροφικό σεισμό, το Twitter αποκλείστηκε προσωρινά προκαλώντας αντιδράσεις ότι η κυβέρνηση φίμωσε επικριτικές φωνές. Επίσης, παραμονές εκλογών του 2023, το Twitter συμμορφώθηκε με δικαστικές εντολές περιορίζοντας περιεχόμενο επικριτών της κυβέρνησης στην Τουρκία.

Ινδία

Παρότι δημοκρατία, είναι παγκόσμιος «πρωταθλητής» στις διακοπές του διαδικτύου. Το 2022 πραγματοποιήθηκαν 84 τοπικές διακοπές πρόσβασης στο διαδίκτυο στην Ινδία (κυρίως στο Κασμίρ), αριθμός υπερδιπλάσιος από κάθε άλλη χώρα. Οι αρχές χρησιμοποιούν τις διακοπές πρόσβασης στο διαδίκτυο ως «όπλα ελέγχου και ασπίδες ατιμωρησίας» για να αντιμετωπίσουν διαδηλώσεις και συγκρούσεις, προκαλώντας σοβαρές συνέπειες και στην οικονομική και κοινωνική ζωή των πολιτών (χαρακτηριστικό παράδειγμα το «ψηφιακό απαρτχάιντ» που καταγγέλλουν οι κάτοικοι στο Κασμίρ.

Μιανμάρ

Μετά το πραξικόπημα του 2021, η στρατιωτική χούντα έχει εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς μαζικής ψηφιακής λογοκρισίας και παρακολούθησης. Το 2023, η Μυανμάρ ισοβάθμησε την Κίνα ως το χειρότερο περιβάλλον διαδικτυακής ελευθερίας. Οι αρχές φυλακίζουν χιλιάδες πολίτες ως διαδικτυακούς «αντιφρονούντες» και έχουν εισαγάγει νέες τεχνολογίες που μπλοκάρουν σχεδόν πλήρως τα VPN κόβοντας μία από τις τελευταίες «διόδους» των πολιτών για απρόσκοπτη πρόσβαση στο διαδίκτυο.

Βόρεια Κορέα

Αποτελεί ακραία περίπτωση ολικής ψηφιακής απομόνωσης. Οι πολίτες δεν έχουν πρόσβαση στο παγκόσμιο διαδίκτυο· αντ’ αυτού χρησιμοποιούν ένα κρατικά ελεγχόμενο εσωτερικό διαδίκτυο (Intranet). Οποιαδήποτε διαρροή ανεξάρτητης πληροφορίας τιμωρείται αυστηρά, καθιστώντας το καθεστώς της Πιονγκγιάνγκ ένα από τα πλέον κλειστά στον κόσμο.

Σύμφωνα με το Freedom House (Freedom on the Net 2024), συνολικά 41 χώρες από τις 72 που μελετώνται μπλόκαραν ιστοσελίδες με πολιτικό, κοινωνικό ή θρησκευτικό περιεχόμενο μέσα στο τελευταίο έτος κάλυψης. Η τάση αυτή αντικατοπτρίζει μια παγκόσμια πραγματικότητα όπου όχι μόνο οι αυταρχικές κυβερνήσεις αλλά ακόμη και δημοκρατίες εφαρμόζουν τεχνικές λογοκρισίας συχνά με το πρόσχημα της «εθνικής ασφάλειας» ή της «καταπολέμησης παραπληροφόρησης».

Ο συνδυασμός τεχνικών λογοκρισίας με χειραγώγηση περιεχομένου, π.χ. τα άτομα που προκαλούν σκόπιμα συγκρούσεις, ένταση ή αναστάτωση σε διαδικτυακές συζητήσεις του κυβερνοχώρου και η κρατική προπαγάνδα, δημιουργεί ένα ολοένα πιο ελεγχόμενο και μονομερές πληροφοριακό περιβάλλον σε πολλά μέρη του κόσμου.

Λογοκρισία από ιδιωτικές ψηφιακές πλατφόρμες

Εκτός από τα κράτη, σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη λογοκρισία διαδραματίζουν και οι μεγάλες ιδιωτικές πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και τεχνολογίας. Παρότι αυτές θεωρητικά προωθούν την ελεύθερη έκφραση, στην πράξη εφαρμόζουν πολιτικές περιεχομένου που οδηγούν σε αφαίρεση αναρτήσεων, αποκλεισμό χρηστών ή απόκρυψη πληροφοριών. Επιπλέον, οι πλατφόρμες συχνά συνεργάζονται -ή υπόκεινται σε πιέσεις- με κυβερνήσεις για τον περιορισμό περιεχομένου. Ακολουθούν οι βασικές πρακτικές λογοκρισίας στις οποίες επιδίδονται οι ψηφιακές πλατφόρμες:

Πολιτικές περιεχομένου και αφαίρεση αναρτήσεων

Οι πλατφόρμες όπως το Facebook, το X, το YouTube και το TikTok διαθέτουν εκτενή Κανόνες Κοινότητας που απαγορεύουν περιεχόμενο θεωρούμενο επιβλαβές· ρητορική μίσους, προτροπή σε βία, τρομοκρατική προπαγάνδα, παραπληροφόρηση σχετικά με δημόσια θέματα (υγεία, εκλογές).

Η επιβολή αυτών των κανόνων γίνεται μέσω αυτοματοποιημένων συστημάτων και ανθρώπινων συντονιστών. Το αποτέλεσμα είναι η μαζική αφαίρεση περιεχομένου σε καθημερινή βάση. Για παράδειγμα, η Meta ανέφερε ότι μόνο σε ένα τρίμηνο του 2021 αφαίρεσε πάνω από 31 εκατομμύρια δημοσιεύσεις από το Facebook λόγω ρητορικής μίσους· αριθμός που δείχνει το τεράστιο εύρος του ιδιωτικού «φιλτραρίσματος» περιεχομένου. Παρόμοια, το YouTube και το Twitter κατεβάζουν εκατομμύρια βίντεο ή tweets που παραβιάζουν τις πολιτικές τους.

Εκτός από την απομάκρυνση αναρτήσεων, οι πλατφόρμες επιβάλλουν και αναστολές ή αποκλεισμούς λογαριασμών για σοβαρές ή επανειλημμένες παραβιάσεις. Μία από τις πιο προβεβλημένες περιπτώσεις ήταν ο μόνιμος αποκλεισμός του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, από το Twitter και το Facebook το 2021, με επίκληση τον κίνδυνο υποκίνησης βίας. Αυτό το γεγονός τροφοδότησε τη δημόσια συζήτηση για το κατά πόσο οι εταιρείες τεχνολογίας θα έπρεπε να έχουν τέτοια ισχύ στο δημόσιο λόγο -με ορισμένους να επαινούν την απόφαση ως υπεύθυνη στάση, και άλλους να την καταδικάζουν ως λογοκρισία πολιτικής φωνής σε ιδιωτική πλατφόρμα.

Αλγόριθμοι προώθησης/καταστολής

Μια πιο δυσδιάκριτη αλλά εξίσου σημαντική μορφή λογοκρισίας από πλατφόρμες είναι η αλγοριθμική υποβάθμιση περιεχομένου. Οι ροές ειδήσεων και οι μηχανές αναζήτησης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν προβάλλουν όλα τις αναρτήσεις ισότιμα· αντιθέτως, χρησιμοποιούν αλγόριθμους που αποφασίζουν τι θα δει κατά προτεραιότητα ο χρήστης. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στις εταιρείες να «θάβουν» περιεχόμενο χωρίς να το διαγράφουν, μια πρακτική γνωστή και ως «περιορισμός προώθησης» (shadow banning).

Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το TikTok. Πηγές το 2019 αποκάλυψαν ότι το κινεζικών συμφερόντων TikTok είχε μυστικές κατευθυντήριες γραμμές λογοκρισίας για τους συντονιστές του. Σύμφωνα με αυτές, απαγορευμένα θέματα όπως η σφαγή στην Πλατεία Τιενανμέν, η ανεξαρτησία του Θιβέτ ή η πνευματική άσκηση Φάλουν Γκονγκ έπρεπε είτε να διαγράφονται πλήρως είτε να επισημαίνονται ως «ορατά μόνο στον δημιουργό».

Με τον τελευταίο αυτόν χειρισμό, το επίμαχο βίντεο μένει μεν ανεβασμένο, αλλά δεν εμφανίζεται ποτέ σε άλλους χρήστες μέσω της αλγοριθμικής ροής -ουσιαστικά θάβεται, χωρίς ο δημιουργός να γνωρίζει ξεκάθαρα ότι λογοκρίθηκε. Αυτό το είδος κρυφής λογοκρισίας σημαίνει πως οι χρήστες ενδέχεται να αγνοούν ότι κάποια αναρτήσή τους έχει κατασταλεί, νομίζοντας ίσως ότι απλώς δεν έγινε δημοφιλής.

Μια εικόνα δείχνει εφαρμογές μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην οθόνη ενός iPad, στις 26 Φεβρουαρίου 2024. (Joe Raedle/Getty Images)

 

Πέραν των πολιτικά ευαίσθητων θεμάτων, το TikTok φέρεται να λογόκρινε αλγοριθμικά και κοινωνικό/πολιτισμικό περιεχόμενο. Μελέτες δείχνουν ότι αναφορές στην καταπίεση των Ουιγούρων στην Κίνα, ακόμη και ορισμένα βίντεο διαδηλώσεων στις ΗΠΑ υποβαθμίζονταν ή αφαιρούνταν από την πλατφόρμα. Συνολικά, το TikTok -η πρώτη κινεζική πλατφόρμα με παγκόσμια απήχηση περίπου 1 δισ. χρηστών- ακολουθεί μια πολύ επιθετική πολιτική λογοκρισίας μέσω αλγορίθμων, σε βαθμό που αναλυτές τη χαρακτηρίζουν «βαρύ χέρι» στη ρύθμιση συγκριτικά με τα δυτικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Άλλες πλατφόρμες επίσης κατηγορούνται για περιορισμό προώθησης. Πολλοί χρήστες του Twitter και του Instagram έχουν ισχυριστεί ότι οι εταιρείες περιόριζαν σιωπηρά την ορατότητα των αναρτήσεών τους, ιδίως αν αυτές κρίνονταν «ακατάλληλες» ή παραβίαζαν ήπια τις πολιτικές. Αν και οι εταιρείες αρνούνται επισήμως τον περιορισμό προώθησης, αναγνωρίζουν ότι εφαρμόζουν πολιτική «ελευθερία του λόγου, όχι όμως ελευθερία πρόσβασης», δηλαδή ενδέχεται να αφήσουν μια ανάρτηση αλλά να μειώσουν την προώθησή της μέσω των αλγορίθμων τους. Με αυτόν τον τρόπο, οι πλατφόρμες ισχυρίζονται ότι δεν φιμώνουν εντελώς κανέναν, ταυτόχρονα όμως ασκούν έλεγχο στο πόσα άτομα θα προσεγγίσει κάθε δημοσίευση.

Συμμόρφωση των πλατφορμών σε κυβερνητικές απαιτήσεις

Ένα κρίσιμο -και συχνά αμφιλεγόμενο- ζήτημα είναι η σχέση των ιδιωτικών πλατφορμών με τις κυβερνήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εταιρείες επιλέγουν να αφαιρούν ή να αποκλείουν περιεχόμενο ύστερα από αιτήματα κρατών, προκειμένου να συνεχίσουν να λειτουργούν στις αγορές τους. Αυτό θέτει το δίλημμα μεταξύ της τήρησης της τοπικής νομοθεσίας και του σεβασμού της ελευθερίας της έκφρασης.

Twitter/X

Υπό τη νέα διοίκηση του Έλον Μασκ (τέλη 2022 και μετά), το Twitter δήλωσε υπέρμαχο της ελευθερίας λόγου, όμως τα δεδομένα δείχνουν ότι αύξησε δραματικά τη συμμόρφωση σε αιτήματα λογοκρισίας κυβερνήσεων. Το πρώτο εξάμηνο μετά την εξαγορά από τον Μασκ, η εταιρεία δέχτηκε 971 κυβερνητικές εντολές και υπάκουσε πλήρως στο 83% αυτών (808 αιτήματα) -από περίπου 50% συμμόρφωση πριν.

Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται αιτήματα από αυταρχικές κυβερνήσεις όπως της Τουρκίας και της Ινδίας. Δύο ημέρες πριν τις εκλογές του Μαΐου 2023 στην Τουρκία, το Twitter μπλόκαρε την πρόσβαση σε ορισμένους λογαριασμούς επικριτικούς προς τον πρόεδρο Ερντογάν -οι αναρτήσεις τους ήταν ορατές εκτός Τουρκίας αλλά όχι εντός.

Στην Ινδία, το Twitter συμμορφώθηκε με κυβερνητική εντολή να διαγράψει αναρτήσεις και συνδέσμους σχετικά με ένα ντοκιμαντέρ του BBC επικριτικό για τον πρωθυπουργό Μόντι. Ο Μασκ υπερασπίστηκε αυτές τις ενέργειες λέγοντας ότι «δεν μπορούμε να υπερβούμε τους νόμους μιας χώρας» και ότι προτιμά να λογοκρίνει ορισμένο περιεχόμενο παρά να διακινδυνεύσει τη φυλάκιση του προσωπικού της εταιρείας ή την πλήρη απαγόρευση του Twitter στη συγκεκριμένη χώρα.

Αυτές οι αποφάσεις ωστόσο δημιουργούν προηγούμενο ιδιωτικής λογοκρισίας που ευθυγραμμίζεται με κυβερνητικές βουλές, ιδιαίτερα ανησυχητικό σε προεκλογικές περιόδους όταν η πληροφόρηση των ψηφοφόρων είναι κρίσιμη.

Facebook (Meta)

Το Facebook ιστορικά διακηρύσσει τη δέσμευσή του στην ελευθερία έκφρασης, ωστόσο σε ορισμένες αυταρχικές χώρες έχει κάνει υποχωρήσεις για να αποφύγει τη διακοπη. Στο Βιετνάμ, για παράδειγμα, η κυβέρνηση έχει ασκήσει τεράστια πίεση. Το 2020, το Ανόι απείλησε να μπλοκάρει πλήρως το Facebook αν δεν «φιλτράριζε» περισσότερο αντικυβερνητικό περιεχόμενο.

Η εταιρεία αρχικά υπέκυψε αυξάνοντας τη λογοκρισία «αντικρατικών» αναρτήσεων για τοπικούς χρήστες. Όταν αργότερα της ζητήθηκε να επεκτείνει ακόμη περισσότερο τις διαγραφές, στελέχη του Facebook αποκάλυψαν ότι οι αρχές απέσυνδεσαν τους τοπικούς servers της εταιρείας ως πίεση μέχρι να συμμορφωθεί.

Σύμφωνα με στοιχεία του 2023–24, το Facebook κατέβασε περίπου 9.000 αναρτήσεις ετησίως στο Βιετνάμ ύστερα από κυβερνητικά αιτήματα, συμμορφούμενο σε άνω του 90% των αιτημάτων αυτών. Παρόμοια υψηλή συμμόρφωση (90%+) εμφανίζουν και η Google (YouTube) και το TikTok στο Βιετνάμ, αφαιρώντας χιλιάδες «αντικομμουνιστικές» ή «αντικρατικές» δημοσιεύσεις κατ’ εντολή της κυβέρνησης.

Διεθνείς οργανώσεις όπως η Διεθνής Αμνηστία έχουν επικρίνει τη Meta ότι «βάζει το κέρδος πάνω από τα ανθρώπινα δικαιώματα» στη συγκεκριμένη χώρα, συναινώντας σε αυθαίρετη λογοκρισία για να μην χάσει μια αγορά περίπου$1 δισ. δολαρίων.

YouTube (Google)

Το YouTube εφαρμόζει επίσης μπλοκάρισμα βίντεο σε τοπικό επίπεδο αν λάβει νόμιμα αιτήματα (π.χ. περιεχόμενο που παραβιάζει τον τουρκικό νόμο ή τον γερμανικό νόμο περί ρητορικής μίσους). Το TikTok, πέρα από την εσωτερική του λογοκρισία, έχει φανεί πρόθυμο να ικανοποιήσει κυβερνήσεις σε διάφορες αγορές ώστε να αποφύγει αποκλεισμούς.

Η Apple και η Google αφαιρούν εφαρμογές από τα app stores όταν κυβερνήσεις το απαιτούν. Χαρακτηριστικά, εφαρμογές αντιφρονούντων αφαιρέθηκαν από τα κινεζικά App Store. Γενικά, οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας συχνά ισορροπούν μεταξύ αρχών ελευθερίας και νομικών/εμπορικών πιέσεων σε κάθε χώρα.

«Ιδιωτική» λογοκρισία και τα όρια της ελευθερίας έκφρασης

Η λογοκρισία που ασκούν οι ιδιωτικές πλατφόρμες εγείρει ολοένα και πιο σύνθετα ερωτήματα. Είναι άραγε εξίσου επιζήμια με την κρατική λογοκρισία ή αποτελεί απλώς τη νόμιμη άσκηση των δικαιωμάτων μιας εταιρείας πάνω στην ψηφιακή της «ιδιοκτησία»;

Από νομική άποψη, στις περισσότερες δημοκρατικές χώρες οι διατάξεις που προστατεύουν την ελευθερία του λόγου -όπως η Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών- ισχύουν αποκλειστικά για τις κρατικές αρχές και δεν δεσμεύουν τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Έτσι, ορισμένοι ακαδημαϊκοί, μέσα από μια οπτική δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, υποστηρίζουν ότι όταν μια πλατφόρμα αφαιρεί ή περιορίζει περιεχόμενο, δεν πρόκειται για λογοκρισία με την κλασική έννοια, αλλά για τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματός της να ελέγχει το τι προβάλλεται στους δικούς της διακομιστές. Με άλλα λόγια, υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε μια κρατική απαγόρευση που εμποδίζει κάποιον να εκφραστεί οπουδήποτε και σε μια ιδιωτική εταιρεία που απλώς αρνείται να φιλοξενήσει συγκεκριμένο λόγο στην πλατφόρμα της.

Ωστόσο, πολλοί αμφισβητούν αυτή τη διάκριση, επισημαίνοντας ότι ορισμένες ελάχιστες πλατφόρμες ελέγχουν πλέον σχεδόν ολόκληρο το παγκόσμιο δημόσιο βήμα. Έρευνες δείχνουν ότι ο τρόπος με τον οποίο οι συντονιστές αποφασίζουν να αφαιρέσουν περιεχόμενο επηρεάζει άμεσα τις πληροφορίες που λαμβάνουν εκατομμύρια χρήστες, με πιθανές επιπτώσεις στη δημοκρατική διαδικασία. Ιδίως όταν μια πλατφόρμα λειτουργεί μονοπωλιακά σε έναν τομέα επικοινωνίας, η απόφαση να αποκλείσει συγκεκριμένες απόψεις μπορεί στην πράξη να στερήσει από αυτές την πρόσβαση στο κοινό. Έτσι, διαμορφώνεται ένα παράδοξο: ιδιωτικές εταιρείες να λαμβάνουν αποφάσεις με βαθύ δημόσιο αντίκτυπο.

Στη δημόσια συζήτηση έχει αναδειχθεί και το ζήτημα της «διακριτικής μεροληψίας». Ορισμένες πολιτικές ομάδες -κυρίως συντηρητικές στις Ηνωμένες Πολιτείες- κατηγορούν τα κοινωνικά δίκτυα ότι περιορίζουν δυσανάλογα τις δικές τους φωνές. Από την άλλη, υπάρχουν και όσοι θεωρούν ότι οι ίδιες εταιρείες δεν κάνουν αρκετά για να ανακόψουν τη ρητορική μίσους ή την παραπληροφόρηση. Έρευνες, όπως αυτές του Pew Research Center, δείχνουν ότι δεν υπάρχει σαφής απόδειξη συστημικής ιδεολογικής μεροληψίας, ωστόσο η έλλειψη διαφάνειας στις διαδικασίες αφαίρεσης περιεχομένου τροφοδοτεί τη δυσπιστία των χρηστών.

Ως απάντηση, έχουν προταθεί πρωτοβουλίες διαφάνειας όπως οι Αρχές της Santa Clara και η Πράξη Ψηφιακών Υπηρεσιών (DSA) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που επιβάλλουν στις πλατφόρμες υποχρέωση ενημέρωσης για τις πρακτικές αφαίρεσης περιεχομένου, δικαιώματα ένστασης των χρηστών και τακτικές αναφορές σχετικά με την εποπτεία των αναρτήσεων.

Η λογοκρισία από ιδιωτικές πλατφόρμες συνιστά ένα νέο υβρίδιο εξουσίας. Ενώ δεν προέρχεται από κυβερνήσεις, μπορεί να έχει παρόμοιο αντίκτυπο στην ελευθερία του λόγου. Το αν οι εταιρείες αυτές θα συνεργαστούν ή θα αντισταθούν στις κρατικές πιέσεις για περιορισμό περιεχομένου, εξαρτάται συχνά από την κοινωνική πίεση και τη δημόσια εικόνα τους. Το αποτέλεσμα παραμένει ανοιχτό και συνεχίζει να διαμορφώνει το μέλλον της ελεύθερης έκφρασης στο διαδίκτυο.

Οι παράνομες τουρκικές κατοχές: Κύπρος, Συρία, Ιράκ — Ιστορική αναδρομή και σημερινή κατάσταση

Η Τουρκία έχει διεξάγει και διατηρεί στρατιωτικές κατοχές σε τρεις κρίσιμες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής για περισσότερο από πέντε δεκαετίες. Από την εισβολή στην Κύπρο το 1974 έως τις σύγχρονες επιχειρήσεις στη Συρία και το Ιράκ, οι τουρκικές ενέργειες έχουν προκαλέσει εκτεταμένες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, μαζικούς εκτοπισμούς πληθυσμών και διαρκείς ανθρωπιστικές κρίσεις. Η διεθνής κοινότητα έχει καταδικάσει επανειλημμένα αυτές τις ενέργειες ως παράνομες κατοχές που παραβιάζουν την κυριαρχία των κρατών και τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών.

Η εισβολή και κατοχή της Κύπρου (1974–σήμερα)

 

File:Cyprus districts named.png
Χάρτης της Κύπρου που αποτυπώνει τη διαίρεση του νησιού. Με σκούρο χρώμα εικονίζονται τα κατεχόμενα εδάφη. (Golbez/Public Domain)

 

Στις 20 Ιουλίου 1974, η Τουρκία εξαπέλυσε μια ευρείας κλίμακας στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο, η οποία διεξήχθη σε δύο φάσεις και οδήγησε στην κατάληψη και κατοχή του βόρειου τμήματος του νησιού.

Η πρώτη φάση της εισβολής ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου, όταν τουρκικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην Κερύνεια, καταλαμβάνοντας το 3% της κυπριακής επικράτειας πριν από την κήρυξη κατάπαυσης του πυρός στις 22 Ιουλίου. Παρά την κατάρρευση της ελληνικής χούντας και την αποκατάσταση της δημοκρατικής κυβέρνησης στην Κύπρο, η Τουρκία προχώρησε στη δεύτερη φάση της εισβολής στις 14 Αυγούστου 1974, επεκτείνοντας την κατοχή στο 36% του νησιού.

Οι ανθρωπιστικές συνέπειες της τουρκικής εισβολής ήταν καταστροφικές: γύρω στους 6.000 νεκρούς και 2.000 αγνοούμενους, ενώ περίπου 150.000 Ελληνοκύπριοι—πάνω από το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού της Κύπρου—εκτοπίστηκαν από το βόρειο τμήμα του νησιού, όπου αποτελούσαν το 80% του πληθυσμού. Στη συνέχεια, περίπου 60.000 Τουρκοκύπριοι μετακινήθηκαν από το νότο προς το βόρειο τμήμα.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατέδειξε την Τουρκία ένοχη για εκτεταμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων εκτοπισμών, στέρησης ελευθερίας, κακομεταχείρισης και στέρησης της ζωής. Η τουρκική πολιτική βίαιου εκτοπισμού του ενός τρίτου του ελληνικού πληθυσμού του νησιού και της εγκατάστασης Τούρκων από την ηπειρωτική Τουρκία χαρακτηρίστηκε ως παράδειγμα εθνοκάθαρσης.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξέδωσε μια σειρά ψηφισμάτων καταδικάζοντας την τουρκική εισβολή. Το Ψήφισμα 353 (1974) ζήτησε την άμεση απόσυρση όλου του ξένου στρατιωτικού προσωπικού, ενώ τα Ψηφίσματα 541 (1983) και 550 (1984) χαράκτηρισαν την ανακήρυξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» (ΤΔΒΚ) ως άκυρη και παράνομη.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην απόφασή του για την υπόθεση Κύπρος κατά Τουρκίας (2001), βρήκε την Τουρκία ένοχη για 14 παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της επέβαλε αποζημίωση 90 εκατομμυρίων ευρώ το 2014.

Πενήντα ένα χρόνια μετά την εισβολή, η Κύπρος παραμένει διαιρεμένη κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής. Η «ΤΔΒΚ» αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία, ενώ η διεθνής κοινότητα θεωρεί την περιοχή ως κατεχόμενο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στα κατεχόμενα εξακολουθούν να σταθμεύουν 40.000 τουρκικά στρατεύματα, παρά τα ψηφίσματα του ΟΗΕ που ζητούν την απόσυρσή τους.

Η Τουρκία έχει εγκαταστήσει περισσότερους από 120.000 εποίκους από την ηπειρωτική Τουρκία στα κατεχόμενα, παραβιάζοντας το Άρθρο 49 της Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης που απαγορεύει τη μεταφορά πολιτικού πληθυσμού σε κατεχόμενα εδάφη. Αυτή η πολιτική έχει καταδικαστεί ως μορφή αποικισμού που στοχεύει στην παράνομη αλλαγή της δημογραφικής δομής της Κύπρου.

Οι τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία (2016–σήμερα)

File:Turkish Northern Syria (2).svg
Χάρτης της τουρκικής παρέμβασης στη Συρία. Πράσινο: Εδάφη που αποκτήθηκαν από το Ισλαμικό Κράτος (ISIS) με την «Επιχείρηση Ασπίδα του Ευφράτη». Μπλε: Εδάφη που αποκτήθηκαν από τις κουρδικές δυνάμεις (YPG) με την «Επιχείρηση Κλαδί Ελιάς». Καφέ: Εδάφη που αποκτήθηκαν από τις συριακές δυνάμεις (SDF) με την «Επιχείρηση Πηγή Ειρήνης». (Randam/Public Domain)

 

Στις 24 Αυγούστου 2016, η Τουρκία ξεκίνησε την πρώτη απευθείας στρατιωτική παρέμβασή της στη Συρία με την «Επιχείρηση Ασπίδα του Ευφράτη». Αν και επισήμως στόχευε το Ισλαμικό Κράτος, η επιχείρηση είχε επίσης ως στόχο να εμποδίσει τις κουρδικές δυνάμεις YPG από την επέκταση δυτικά του ποταμού Ευφράτη.

Η επιχείρηση οδήγησε στην τουρκική κατάληψη μιας περιοχής μεταξύ των πόλεων Τζαραμπουλούς και Αζάζ, δημιουργώντας την πρώτη τουρκική «ζώνη ασφαλείας» στη βόρεια Συρία. Οι τουρκικές δυνάμεις, σε συνεργασία με συμμαχικούς συριακούς αντάρτες, κατέλαβαν σημαντικό έδαφος από το ISIS και εμπόδισαν τη σύνδεση των κουρδικών καντονιών.

Στις 20 Ιανουαρίου 2018, η Τουρκία εξαπέλυσε την «Επιχείρηση Κλαδί Ελιάς» εναντίον της κουρδικής περιοχής Αφρίν στη βορειοδυτική Συρία. Η επιχείρηση στόχευε τις κουρδικές δυνάμεις YPG, τις οποίες η Τουρκία θεωρεί ως προέκταση του PKK.

Η επιχείρηση διήρκεσε από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο 2018 και οδήγησε στον εκτοπισμό περίπου 300.000 Κούρδων πολιτών από την περιοχή. Σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, 395–510 άμαχοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της επιχείρησης. Οι τουρκικές δυνάμεις κατηγορήθηκαν για εγκλήματα πολέμου, συμπεριλαμβανομένων αδιάκριτων βομβαρδισμών και κακομεταχείρισης αμάχων.

Στις 9 Οκτωβρίου 2019, η Τουρκία εκκίνησε την «Επιχείρηση Πηγή Ειρήνης» στη βορειοανατολική Συρία, μετά την απόφαση του Αμερικανού προέδρου Τραμπ να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από την περιοχή. Η επιχείρηση στόχευε τη δημιουργία μιας «ζώνης ασφαλείας» βάθους 30 χιλιομέτρων κατά μήκος των συνόρων.

Οι ανθρωπιστικές συνέπειες της επιχείρησης ήταν σοβαρές. Πάνω από 300.000 άνθρωποι εκτοπίστηκαν από τις πόλεις Τελ Αμπυάντ, Ρας αλ Αΐν και άλλες περιοχές. Σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, 146 άμαχοι σκοτώθηκαν, ενώ 510 μαχητές των SDF έχασαν τη ζωή τους.

Μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, τον Δεκέμβριο 2024, η Τουρκία επεκτείνει περαιτέρω την επιρροή της στη Συρία. Τούρκοι αξιωματούχοι συζητούν τη δημιουργία στρατιωτικών βάσεων και την εκπαίδευση του νέου συριακού στρατού, ενισχύοντας την παρουσία της Τουρκίας στη χώρα. Η Τουρκία εξακολουθεί να απειλεί με νέες στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των κουρδικών δυνάμεων, με τον υπουργό Εξωτερικών Χακάν Φιντάν να προειδοποιεί για «αναγκαία μέτρα» εάν οι YPG δεν συμμορφωθούν με τις τουρκικές απαιτήσεις.

Οι τουρκικές επιχειρήσεις στο Ιράκ και την περιοχή του Κουρδιστάν

File:Iraqi Kurdistan in Iraq (disputed hatched).svg
Χάρτης που αποτυπώνει την παρουσία των Κούρδων στο Ιράκ, τον Οκτώβριο του 2017. Με κόκκινο χρώμα εικονίζονται αυτές που είναι αναγνωρισμένες ως μέρη του κουρδικού λαού, ενώ με ροζ οι διαφιλονικούμενες. (Rob984/Public Domain)

 

Η τουρκική στρατιωτική παρουσία στο βόρειο Ιράκ χρονολογείται από τη δεκαετία του 1990, αλλά έχει επιταχυνθεί σημαντικά από το 2015, μετά την κατάρρευση της ειρηνευτικής διαδικασίας με το PKK. Αρχικά οι τουρκικές επιχειρήσεις ήταν προσωρινές, αλλά τεχνολογικές εξελίξεις στην αμυντική βιομηχανία, ειδικά στον τομέα των μη επανδρωμένων, επέτρεψαν τη διατήρηση μόνιμης παρουσίας. Από το 2018, η Τουρκία έχει εντείνει δραματικά την επέκτασή της στην περιοχή του Κουρδιστάν του Ιράκ. Σύμφωνα με έρευνα του BBC, μέχρι τον Δεκέμβριο 2024, η Τουρκία είχε κατασκευάσει τουλάχιστον 136 μόνιμες στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο βόρειο Ιράκ, με το 89% αυτών να έχει κατασκευαστεί από το 2018.

Η τουρκική στρατιωτική παρουσία έχει δημιουργήσει αυτό που οι ντόπιοι αποκαλούν «Απαγορευμένη Ζώνη»—μια λωρίδα 20 χιλιομέτρων κατά μήκος των συνόρων όπου η Τουρκία ασκεί πραγματικό έλεγχο. Η τουρκική στρατιωτική ανάλυση δείχνει ότι η Τουρκία ελέγχει πλέον πάνω από 2.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα ιρακινού εδάφους μέσω του εκτεταμένου δικτύου στρατιωτικών βάσεών της. Οι τουρκικές δυνάμεις έχουν κατασκευάσει περίπου 660 χιλιόμετρα δρόμων που συνδέουν αυτές τις εγκαταστάσεις, προκαλώντας αποδάσωση και αφήνοντας σημαντικό αποτύπωμα στο ορεινό τοπίο της περιοχής.

Οι επιχειρήσεις αυτές έχουν σοβαρές επιπτώσεις στον πολιτικό πληθυσμό. Περισσότερα από 20.000 στρέμματα γεωργικής γης έχουν καεί λόγω των τουρκικών βομβαρδισμών, κυρίως σε χωριά της περιοχής Αμεντί. Στο χωριό Σαργκάλ, περίπου το 55% της γεωργικής γης έχει καταστραφεί. Τουλάχιστον 602 χωριά βρίσκονται υπό την απειλή εκτοπισμού, με 162 να έχουν ήδη εκτοπιστεί. Αγρότες αναφέρουν ότι δεν μπορούν να πλησιάσουν τα κτήματά τους λόγω της παρουσίας τουρκικών δυνάμεων, με μη επανδρωμένα να τους παρακολουθούν και απειλές βολών.

Παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων

Όλες οι τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις παραβιάζουν θεμελιώδεις αρχές του Διεθνούς Δικαίου, ιδίως την απαγόρευση της χρήσης βίας (Άρθρο 2(4) του Χάρτη του ΟΗΕ) και την αρχή της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών. Η Τουρκία έχει παραβιάσει επανειλημμένα την κυριαρχία της Κύπρου, της Συρίας και του Ιράκ. Το Συμβούλιο της Ευρώπης καταδίκασε την τουρκική στρατιωτική παρέμβαση στο βόρειο Ιράκ το 1995 ως αντίθετη προς το Διεθνές Δίκαιο, εκφράζοντας ανησυχία για την ασφάλεια του πολιτικού πληθυσμού.

Διεθνείς οργανισμοί όπως η Human Rights Watch έχουν τεκμηριώσει σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πιθανά εγκλήματα πολέμου από τουρκικές δυνάμεις και τις συμμαχικές τους ομάδες. Στη βόρεια Συρία, αναφέρθηκαν απαγωγές, λεηλασίες, βασανιστήρια και σεξουαλική βία.

Η πολιτική εγκατάστασης τουρκικών εποίκων στην Κύπρο και η προσπάθεια «δημογραφικής διόρθωσης» στη Συρία χαρακτηρίζονται ως μορφές εθνοκάθαρσης που στοχεύουν στην αλλαγή της εθνικής σύνθεσης των κατεχόμενων περιοχών.

Το 2024–2025 σηματοδοτεί μια νέα φάση επεκτατισμού για την Τουρκία. Στο Ιράκ, η κατασκευή νέων στρατιωτικών βάσεων συνεχίζεται, με την Τουρκία να στοχεύει στη δημιουργία μιας γραμμής ασφαλείας από το Σιλατζέ έως το Μπατίφα.

Στη Συρία, η πτώση του Άσαντ έχει ανοίξει νέες ευκαιρίες για την τουρκική επιρροή. Η Τουρκία συζητά τη δημιουργία αεροπορικής βάσης στην κεντρική Συρία και την εκπαίδευση του νέου συριακού στρατού.

Παρά τις επανειλημμένες καταδίκες, η διεθνής κοινότητα δεν έχει επιβάλει αποτελεσματικές κυρώσεις στην Τουρκία. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταδίκασε πρόσφατα τη συνεχιζόμενη παράνομη κατοχή της βόρειας Κύπρου για 51 χρόνια και ζήτησε την εξέταση τιμωρητικών μέτρων.

Οι ΗΠΑ έχουν άρει σταδιακά το εμπάργκο όπλων στην Κύπρο από το 2019, μια κίνηση που επικρίθηκε από την Τουρκία ως προκλητική ενέργεια που υπονομεύει τις ειρηνευτικές προσπάθειες.

Οι παράνομες τουρκικές κατοχές στην Κύπρο, τη Συρία και το Ιράκ αντιπροσωπεύουν μια συστηματική πολιτική επεκτατισμού που έχει προκαλέσει ανυπολόγιστη ανθρώπινη δυστυχία και αστάθεια στην περιοχή.

Από το 1974 έως σήμερα, πάνω απο 14.000τμ χιλιομετρα παράνομης κατοχής,με πάνω απο 290 στρατιώτικες βάσεις και πάνω από 750.000 ανθρώπους που έχουν εκτοπιστεί από τις κατοικίες τους, ενώ χιλιάδες έχουν χάσει τη ζωή τους.

Η Τουρκία έχει μετατρέψει τμήματα τριών κυρίαρχων κρατών σε de facto προτεκτοράτα, παραβιάζοντας θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η διεθνής κοινότητα οφείλει να λάβει αποτελεσματικά μέτρα για να τερματίσει αυτές τις παραβιάσεις και να εξασφαλίσει την επιστροφή των εκτοπισμένων πληθυσμών στις εστίες τους.

Η επίλυση αυτών των κρίσεων απαιτεί συντονισμένη διεθνή δράση, συμπεριλαμβανομένων οικονομικών κυρώσεων, διπλωματικής πίεσης και της ενίσχυσης των διεθνών δικαστηρίων που έχουν καταδικάσει τις τουρκικές ενέργειες. Μόνο μέσω αποφασιστικής δράσης μπορεί να αποκατασταθεί η νομιμότητα και η δικαιοσύνη σε αυτές τις πολύπαθες περιοχές.

Ρωσία και Κίνα: Μια συμμαχία συμφέροντος με ημερομηνία λήξης

Τα τελευταία χρόνια κυριαρχεί η εικόνα μιας αδιάρρηκτης συμμαχίας ανάμεσα στη Ρωσία και την Κίνα, ιδίως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Οι δύο αυταρχικές δυνάμεις εμφανίζονται ως στενοί συνεργάτες, ωστόσο πίσω από τις κοινές δηλώσεις και τις στρατιωτικές επιδείξεις ισχύος, κρύβεται μια σχέση που περισσότερο θυμίζει σύγκλιση συμφερόντων παρά στρατηγική φιλία – και που μακροπρόθεσμα είναι πιθανό να οδηγήσει σε νέα ρήξη.

Λίγο πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι Βλαντίμιρ Πούτιν και Σι Τζινπίνγκ ανακοίνωσαν ότι οι χώρες τους μοιράζονται μια «εταιρική σχέση χωρίς όρια». Αργότερα, το Πεκίνο απέφυγε να καταδικάσει ανοιχτά τη Μόσχα, επιλέγοντας ουδετερότητα στα ψηφίσματα του ΟΗΕ και κατηγορώντας τη Δύση για την παράταση της σύγκρουσης μέσω στρατιωτικής υποστήριξης προς το Κίεβο.

Η οικονομική συνεργασία των δύο χωρών ενισχύθηκε θεαματικά. Μετά τη μείωση των ρωσικών εξαγωγών ενέργειας προς την Ευρώπη, η Κίνα κάλυψε μέρος του κενού, αυξάνοντας κατά περίπου 60% τις αγορές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου. Τα χρήματα αυτά αποτελούν ζωτική πηγή χρηματοδότησης για τη ρωσική πολεμική μηχανή.

Στο στρατιωτικό επίπεδο, Ρωσία και Κίνα πραγματοποιούν κοινές ασκήσεις και περιπολίες, όπως εκείνες κοντά στις ζώνες αεράμυνας της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας – κίνηση που συνέπεσε συμβολικά με επίσκεψη του τότε Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν στην Ασία. Η εικόνα που προβάλλουν οι δύο κυβερνήσεις είναι αυτή ενός ενιαίου μετώπου απέναντι στην αμερικανική επιρροή σε Ευρώπη και Ινδο-Ειρηνικό.

Σε επίπεδο γεωστρατηγικής, η προσωρινή αυτή συμμαχία έχει λογική. Και οι δύο δυνάμεις αισθάνονται περικυκλωμένες από αμερικανικά συμφέροντα και συμμαχίες: Η Ρωσία βλέπει το ΝΑΤΟ να έχει επεκταθεί μέχρι τα σύνορά της, χάνοντας σταδιακά τον έλεγχο του ευρασιατικού πεδίου από τη Γερμανία έως την Ουκρανία. Η Κίνα θεωρεί ότι οι ΗΠΑ την περιορίζουν μέσω των συμμαχιών τους με την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, τις Φιλιππίνες και την Ινδία, ενώ η υποστήριξή τους στην Ταϊβάν λειτουργεί ως συμβολικό και στρατηγικό εμπόδιο στη φιλοδοξία του Πεκίνου για επανένωση.

Η κάθε πλευρά προσφέρει στην άλλη αυτό που της λείπει. Η Ρωσία διαθέτει τεράστια αποθέματα πρώτων υλών, ενεργειακών και ορυκτών, αλλά πάσχει από έλλειψη κεφαλαίων και ανθρώπινου δυναμικού. Η Κίνα, αντίθετα, έχει πλούσιο κεφάλαιο και ανθρώπινο δυναμικό, αλλά λίγες φυσικές πηγές ενέργειας και εξάρτηση από τις θαλάσσιες οδούς μέσω του στενού της Μαλάκκας (Ταϊλάνδη και Σιγκαπούρη) – τις οποίες θα μπορούσε εύκολα να μπλοκάρει ο αμερικανικός στόλος σε περίπτωση σύγκρουσης.

Από αυτή την άποψη, η ενεργειακή εξάρτηση της Κίνας από τη Ρωσία και η χρηματοδοτική εξάρτηση της Ρωσίας από την Κίνα συνθέτουν μια σχέση αμοιβαίου συμφέροντος. Η Μόσχα εξασφαλίζει ρευστότητα, ενώ το Πεκίνο μειώνει τους κινδύνους ενεργειακής ασφυξίας.

Ιστορική δυσπιστία

Παρά τη σημερινή συνεργασία, η ιστορία της σχέσης των δύο χωρών είναι γεμάτη συγκρούσεις, καθώς η Ρωσία και η Κίνα ήρθαν αντιμέτωπες πολλές φορές – από τις μογγολικές εισβολές έως τις συνοριακές μάχες του 20ού αιώνα.

Ιδιαίτερα βαθιά χαραγμένο στη συλλογική μνήμη της Κίνας παραμένει το ζήτημα της «Εξωτερικής Μαντζουρίας», μιας τεράστιας περιοχής που παραχώρησε το 1860 η δυναστεία Τσινγκ στη Ρωσία, την εποχή που η Κίνα βρισκόταν σε κρίση και πολεμούσε ήδη σε δύο μέτωπα. Η απώλεια αυτής της γης – όπου σήμερα βρίσκονται στρατηγικά ρωσικά λιμάνια όπως το Βλαδιβοστόκ – θεωρείται από πολλούς Κινέζους εθνικιστές ως ένα ακόμη «άνισο σύμφωνο» της περιόδου της ταπείνωσης από ξένες δυνάμεις.

Η μνήμη αυτή πυροδότησε νέες εντάσεις τη δεκαετία του 1960, όταν οι δύο κομμουνιστικές υπερδυνάμεις συγκρούστηκαν ένοπλα στα σύνορα του ποταμού Ουσούρι. Η σύγκρουση, που άφησε δεκάδες νεκρούς, έφερε τις δύο χώρες στο χείλος του πυρηνικού πολέμου και αποκάλυψε πόσο εύθραυστη ήταν η ιδεολογική τους συγγένεια.

Η συνοριακή διαφορά επιλύθηκε μόλις το 1991, όμως η δυσπιστία παρέμεινε. Η Ρωσία, σήμερα, γνωρίζει καλά ότι η ίδια επικαλέστηκε «ιστορικά δικαιώματα» για να δικαιολογήσει την προσάρτηση της Κριμαίας. Το ίδιο επιχείρημα, σε μια διαφορετική συγκυρία, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από την Κίνα για τις «χαμένες περιοχές» του βορρά.

Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, πέντε νέες χώρες προέκυψαν στην Κεντρική Ασία. Ενώ ιστορικά ανήκαν στη ρωσική σφαίρα επιρροής, η οικονομική διείσδυση της Κίνας τις έχει φέρει πιο κοντά στο Πεκίνο παρά στη Μόσχα.

Μέσω της πρωτοβουλίας «Μία ζώνη, ένας δρόμος», η Κίνα χρηματοδότησε αγωγούς φυσικού αερίου από το Τουρκμενιστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Καζακστάν, που σήμερα καλύπτουν περίπου το 15% των ενεργειακών της αναγκών. Οι ίδιες χώρες εξάγουν πια το μεγαλύτερο μέρος των πόρων τους προς την Κίνα, υπονομεύοντας τη θέση της Ρωσίας ως παραδοσιακού αγοραστή και κυρίαρχου παράγοντα στην περιοχή.

Παράλληλα, το Πεκίνο έχει αποκτήσει και στρατιωτικό αποτύπωμα, όπως με τη μόνιμη παρουσία κινεζικών δυνάμεων στο Τατζικιστάν, δίπλα στα σύνορα με το Αφγανιστάν και το Σιντζιάνγκ. Το γεγονός ότι μια πρώην σοβιετική δημοκρατία επέτρεψε κινεζική στρατιωτική παρουσία χωρίς την έγκριση της Μόσχας θεωρήθηκε από πολλούς στη Ρωσία ως σημάδι απώλειας επιρροής.

Η Μόσχα, απορροφημένη από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την αντιπαράθεση με το ΝΑΤΟ, αδυνατεί να ανταγωνιστεί την οικονομική δύναμη της Κίνας στην περιοχή που άλλοτε θεωρούσε «πίσω αυλή» της.

Πέρα από την ενέργεια, ένα ακόμη ζήτημα μπορεί να αποδειχθεί πυριτιδαποθήκη στο μέλλον είναι το νερό. Η Κίνα, με το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού αλλά μόλις το 7% των επιφανειακών αποθεμάτων γλυκού νερού, αντιμετωπίζει οξύτατο πρόβλημα λειψυδρίας, ιδιαίτερα στη βόρεια πεδιάδα όπου ζουν πάνω από 400 εκατομμύρια άνθρωποι.

Η κλιματική αλλαγή εντείνει αυτή την κρίση. Οι ξηρασίες στον ποταμό Γιανγκτσέ και η ραγδαία μείωση των υδάτων στη βόρεια Κίνα απειλούν τη γεωργία και τη βιομηχανία. Οι φυσικές πηγές νερού προς τον νότο, στα Ιμαλάια, ελέγχονται από χώρες όπως η Ινδία και το Νεπάλ, με τις οποίες το Πεκίνο έχει τεταμένες σχέσεις.

Έτσι, το βλέμμα της Κίνας στρέφεται προς βορρά, όπου δεσπόζει η λίμνη Βαϊκάλη στη Σιβηρία – η μεγαλύτερη δεξαμενή γλυκού νερού του πλανήτη. Το ενδιαφέρον κινεζικών εταιρειών για επενδύσεις γύρω από τη λίμνη προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στη ρωσική κοινή γνώμη, και τα σχέδια για αγωγούς νερού ματαιώθηκαν. Όμως, η δημογραφική και οικονομική ανισορροπία στην περιοχή είναι προφανής: λιγότεροι από οκτώ εκατομμύρια Ρώσοι ζουν στην Άπω Ανατολή, ενώ στις γειτονικές κινεζικές επαρχίες κατοικούν πάνω από εκατό εκατομμύρια άνθρωποι.

Η Σιβηρία είναι πλούσια σε πόρους αλλά φτωχή σε πληθυσμό, ενώ η Κίνα είναι το ακριβώς αντίθετο. Αυτή η ανισορροπία γεννά μακροχρόνια ανησυχία στη Μόσχα, καθώς η εξάρτησή της από κινεζικές επενδύσεις και εργατικό δυναμικό αυξάνεται.

Η Ρωσία, αποκομμένη από τη Δύση και βυθισμένη σε έναν δαπανηρό πόλεμο, εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από την Κίνα. Το Πεκίνο, με μεγαλύτερη οικονομία και μεγαλύτερη διεθνή επιρροή, κρατά πια το πάνω χέρι στη σχέση.

Για το Πεκίνο, η σημερινή κατάσταση είναι ιδανική: η Μόσχα αποσπά την προσοχή της Ουάσιγκτον στην Ευρώπη, προσφέρει φθηνή ενέργεια, και παραχωρεί χώρο επιρροής στην Κεντρική Ασία.

Αν όμως αλλάξει το πολιτικό σκηνικό στη Ρωσία ή αν η Κίνα εκτιμήσει ότι έχει ισχυροποιηθεί αρκετά, η «εταιρική σχέση χωρίς όρια» μπορεί να μετατραπεί σε ζήτημα κυριαρχίας. Ένα εξασθενημένο ρωσικό κράτος, εξαρτημένο οικονομικά από την Κίνα, θα δυσκολευτεί να αντισταθεί σε μελλοντικές πιέσεις ή ακόμη και σε εδαφικές διεκδικήσεις, όσο απίθανες κι αν φαίνονται σήμερα.

Η παρούσα συνεργασία Ρωσίας–Κίνας στηρίζεται περισσότερο στην κοινή τους αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες παρά σε βαθύτερη στρατηγική εμπιστοσύνη. Ο κοινός εχθρός ενώνει – αλλά μόνο προσωρινά. Η ιστορική καχυποψία, οι δημογραφικές ανισορροπίες, ο ανταγωνισμός στην Κεντρική Ασία και οι μελλοντικές ανάγκες της Κίνας σε νερό και ενέργεια δείχνουν ότι η σχέση αυτή δύσκολα θα αντέξει στον χρόνο.

Προς το παρόν, η Μόσχα χρειάζεται το Πεκίνο περισσότερο απ’ ό,τι το αντίθετο. Αλλά όσο η Κίνα ενισχύεται και η Ρωσία αποδυναμώνεται, η λεγόμενη «συμμαχία χωρίς όρια» κινδυνεύει να αποδειχθεί μια προσωρινή σύμπτωση συμφερόντων, προάγγελος ενός νέου ανταγωνισμού που θα μπορούσε να επαναπροσδιορίσει το γεωπολιτικό μέλλον της Ευρασίας.

Τσετσενία: Ο δήθεν σύμμαχος του Πούτιν

Η Τσετσενία αποτελεί συνώνυμο του πολέμου και της ανυπότακτης αντίστασης. Από τις αιματηρές συγκρούσεις της δεκαετίας του 1990 μέχρι τον σημερινό ηγέτη της, Ραμζάν Καντίροφ, η ιστορία αυτού του μικρού ορεινού τόπου στον Καύκασο είναι γεμάτη βία, τραγωδίες και παράδοξες συμμαχίες. Σήμερα, η Τσετσενία είναι μία από τις 22 αυτόνομες δημοκρατίες της Ρωσικής Ομοσπονδίας, όμως πριν από λίγες δεκαετίες βρισκόταν στο επίκεντρο ενός περίπλοκου αγώνα για ανεξαρτησία. Αυτό το άρθρο εξετάζει πώς ο τσετσενικός λαός πέρασε από τον αγώνα της ελευθερίας στην αμφίθυμη υποταγή – και γιατί ο στενός δεσμός του Καντίροφ με τον Βλαντίμιρ Πούτιν ίσως δεν είναι τόσο ακλόνητος όσο φαίνεται.

Ιστορικές ρίζες αντίστασης

Η Τσετσενία βρίσκεται στη βόρεια πλαγιά της οροσειράς του Μεγάλου Καυκάσου, σε μια από τις πιο δύσβατες και ορεινές περιοχές του κόσμου. Η γεωγραφική απομόνωση βοήθησε τους κατοίκους της να αποκρούουν εισβολείς επί αιώνες, διαμορφώνοντας έναν λαό περήφανο και μαχητικό. Αν και τμήμα της Ρωσίας σήμερα, οι Τσετσένοι διαφέρουν πολιτισμικά και θρησκευτικά: μιλούν μια γλώσσα του Καυκάσου (όχι συγγενική με τα σλαβικά ρώσικα) και στη μεγάλη τους πλειονότητα ασπάζονται το σουνιτικό Ισλάμ, σε αντίθεση με τον ορθόδοξο χριστιανισμό που κυριαρχεί στη Ρωσία. Η αίσθηση ξεχωριστής ταυτότητας έχει ενισχυθεί ιστορικά από τις συγκρούσεις με μεγαλύτερες δυνάμεις – αρχικά με την τσαρική Ρωσία και αργότερα με τη Σοβιετική Ένωση. Στο πέρασμα των αιώνων, οι Τσετσένοι έχτισαν μια κουλτούρα που εξυμνεί τον πολεμιστή-υπερασπιστή της πατρίδας, κάτι που παραμένει εμφανές μέχρι σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο Καντίροφ προβάλλει συχνά την εικόνα του σκληροτράχηλου άνδρα, συνεχίζοντας μια παράδοση επίδειξης δύναμης που έχει βαθιές ρίζες.

Χάρτης της Τσετσενίας του 1771. (Jacob von Staehlin/Public Domain)

 

Η παρουσία των Ρώσων στον Καύκασο ξεκίνησε τον 18ο αιώνα, όταν οι Τσάροι – από τον Μέγα Πέτρο ως την Αικατερίνη Β΄– επεδίωξαν να επεκτείνουν την αυτοκρατορία προς τον νότο, αναζητώντας διέξοδο στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο. Όμως οι λαοί του Καυκάσου, με αιχμή του δόρατος τους ορεσίβιους Τσετσένους, προέβαλαν σθεναρή αντίσταση. Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, εξεγέρσεις όπως αυτή του σεΐχη Μανσούρ και, αργότερα, στα μέσα του 19ου αιώνα, του ιμάμη Σαμίλ, κατέδειξαν ότι η υποταγή δεν θα ερχόταν εύκολα. Η αντίσταση αντλούσε δύναμη από τρία στοιχεία: το Ισλάμ ως ενοποιητική πίστη, την επιθυμία για ανεξαρτησία και μια γλωσσική-πολιτισμική συγγένεια ανάμεσα στους διάφορους λαούς του Καυκάσου που τους έφερνε πιο κοντά μεταξύ τους απ’ ό,τι με τους σλαβικής καταγωγής Ρώσους εισβολείς. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρώσος συγγραφέας Λέων Τολστόι, ο οποίος υπηρέτησε στον Καύκασο, έγραφε με θαυμασμό για το αδάμαστο πνεύμα και τη γενναιότητα των Τσετσένων.

Τελικά, μετά από δεκαετίες μαχών, η τσαρική Ρωσία κατάφερε να επιβάλει την κυριαρχία της. Το 1873 προσαρτήθηκε επίσημα η περιοχή στην ρωσική αυτοκρατορία, όμως η δίψα των Τσετσένων για ανεξαρτησία δεν έσβησε. Ακόμη και κατά τη σοβιετική περίοδο, η φωτιά της εξέγερσης σιγόκαιγε: μεταξύ 1917 και 1937 σημειώθηκαν επανειλημμένες ταραχές και εξεγέρσεις στον Βόρειο Καύκασο. Μάλιστα, για ένα μικρό διάστημα στις αρχές της δεκαετίας του 1920, τμήματα της Τσετσενίας, του γειτονικού Νταγκεστάν και της Ινγκουσετίας βρέθηκαν de facto εκτός ελέγχου της Μόσχας, δημιουργώντας μια βραχύβια ομόσπονδη οντότητα. Αυτή η πρόκληση προς το καθεστώς προκάλεσε την οργή του Στάλιν.

Από τον Στάλιν στην εποχή της Περεστρόικα

Ο Ιωσήφ Στάλιν – Γεωργιανός στην εθνικότητα, καταγόμενος από τον πολυφυλετικό Καύκασο – γνώριζε καλά πόσο δύσκολα ελεγχόμενη ήταν η περιοχή. Εφάρμοσε λοιπόν την πάγια τακτική του «διαίρει και βασίλευε». Στο πλαίσιο διοικητικών μεταρρυθμίσεων, ανακάτεψε εθνοτικές ομάδες σε τεχνητά σχηματισμένες σοβιετικές δημοκρατίες, θρυμματίζοντας παραδοσιακές δομές. Για παράδειγμα, διέσπασε τουρκικής καταγωγής λαούς όπως οι Καρατσάι και οι Μπαλκάρ, εντάσσοντάς τους σε διαφορετικές αυτόνομες περιοχές μαζί με άλλες, άσχετες εθνότητες. Αυτές οι βίαιες συγκολλήσεις έπληξαν την πολιτισμική συνοχή και τη φυλετική δομή πολλών λαών του Καυκάσου, συμπεριλαμβανομένων των Τσετσένων.

Η κορύφωση της καταπίεσης ήρθε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1944, με πρόσχημα τη συνεργασία των Τσετσένων με τους Ναζί εισβολείς – μια ανυπόστατη κατηγορία, καθώς δεν υπήρξε τέτοια συνεργασία – ο Στάλιν διέταξε ολοκληρωτικό εκτοπισμό του τσετσενικού πληθυσμού. Μέσα σε μία νύχτα του Φεβρουαρίου 1944, περίπου 400.000 έως 500.000 Τσετσένοι (σχεδόν ολόκληρος ο λαός) φορτώθηκαν βιαίως σε τρένα και στάλθηκαν εξορία στην παγωμένη Σιβηρία και στις στέπες του Καζακστάν. Η επιχείρηση ονομάστηκε κυνικά «Επιχείρηση Φακή». Οι κακουχίες του ταξιδιού και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα μέρη αυτά οδήγησαν σε μαζικούς θανάτους: εκτιμάται ότι περίπου 200.000 εξόριστοι – σχεδόν οι μισοί – πέθαναν από πείνα, κρύο και αρρώστιες. Μόνο μετά τον θάνατο του Στάλιν, το 1957, επετράπη στους επιζώντες Τσετσένους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, που στο μεταξύ είχε ονομαστεί Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσετσενίας-Ινγκουσετίας.

Όταν οι Τσετσένοι γύρισαν στα πάτρια εδάφη, βρήκαν μια κοινωνία αλλαγμένη. Στη δεκαετία που είχαν λείψει, Ρώσοι και άλλοι σλαβικής καταγωγής πληθυσμοί είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή. Οι επαναπατρισμένοι Τσετσένοι αντιμετώπισαν συχνά εχθρότητα και διακρίσεις από αυτή τη νέα πλειοψηφική, ρωσόφωνη κοινότητα. Παρά τις δυσκολίες, διατήρησαν ζωντανή την εθνική τους ταυτότητα και τη μνήμη των διώξεων. Υπό την επιφάνεια της σοβιετικής «κανονικότητας», η δυσπιστία και η δυσαρέσκεια σιγόβραζαν. Και πράγματι, προς τα τέλη του 20ού αιώνα, αυτές οι ιστορικές αδικίες επρόκειτο να πυροδοτήσουν μια νέα μεγάλη ανάφλεξη.

Στο κατώφλι της ανεξαρτησίας

Όταν διαλύθηκε το 1991 η Σοβιετική Ένωση, όλες οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες όδευσαν προς την ανεξαρτησία τους. Οι αυτόνομες περιοχές του Βόρειου Καυκάσου βρέθηκαν μπροστά σε ένα δίλημμα: θα διεκδικούσαν κι αυτές την πλήρη ανεξαρτησία ή θα παρέμεναν εντός της νέας Ρωσικής Ομοσπονδίας; Οι περισσότερες επέλεξαν να παραμείνουν με τη Μόσχα, με μια σημαντική εξαίρεση: την Τσετσενία-Ινγκουσετία. Στην αυτόνομη αυτή δημοκρατία, γρήγορα επικράτησε το ρεύμα της απόσχισης, υπό την ηγεσία ενός απρόσμενου προσώπου.

Ο Τζοχάρ Ντουντάγεφ, ένας βετεράνος υποστράτηγος της σοβιετικής Πολεμικής Αεροπορίας, ανέλαβε δράση. Ο Ντουντάγεφ είχε γεννηθεί στην εξορία του Καζακστάν και μεγάλωσε με το όνειρο της πατρίδας. Υπηρέτησε πιστά στον σοβιετικό στρατό για δεκαετίες (μάλιστα έγινε ο πρώτος Τσετσένος που έφτασε στον βαθμό του στρατηγού, διοικώντας μια μονάδα στρατηγικών βομβαρδιστικών), γεγονός που υποδήλωνε ότι το σοβιετικό καθεστώς θεωρούσε την πίστη του δεδομένη. Κι όμως, με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ο Ντουντάγιεφ παραιτήθηκε από τον στρατό, επέστρεψε στην πατρίδα του και μετατράπηκε σε φλογερό εθνικιστή πολιτικό. Τον Οκτώβριο του 1991, εκμεταλλευόμενος το κενό εξουσίας που άφησε η κατάρρευση της Μόσχας, κήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία της Δημοκρατίας της Ιτσκερίας (όπως ονόμασαν οι ίδιοι οι Τσετσένοι το νέο κράτος τους).

Τζοχάρ Ντουντάγεφ, 27 Σεπτεμβρίου 1991. (Public Domain)

 

Η πρόκληση αυτή έθεσε τη Ρωσία σε συναγερμό. Ο τότε Ρώσος Πρόεδρος, Μπαρίς Γέλτσιν, αντιμετώπισε με μεγάλη ανησυχία την προσπάθεια απόσχισης. Για τη Μόσχα, η ανεξαρτησία της Τσετσενίας ήταν απαράδεκτη για τρεις βασικούς λόγους: οικονομία, γεωπολιτική, κύρος. Πρώτον, η Τσετσενία βρίσκεται πάνω στις διαδρομές κρίσιμων αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου που συνδέουν την πλούσια σε ενέργεια Κασπία Θάλασσα με τη Μαύρη Θάλασσα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο έλεγχος αυτών των αγωγών ήταν στρατηγικής σημασίας – και μια ανεξάρτητη Τσετσενία θα αποτελούσε απρόβλεπτο παράγοντα. Δεύτερον, υπήρχε ο φόβος του ντόμινο: αν η Τσετσενία αποσχιζόταν επιτυχώς, θα μπορούσαν να τη μιμηθούν και άλλες μουσουλμανικές περιοχές του ρωσικού Νότου, αποσταθεροποιώντας ολόκληρο τον Καύκασο και δίνοντας σήμα στις υπόλοιπες δημοκρατίες ότι η Μόσχα έχανε τον έλεγχο. Η Ρωσία ήθελε να διαμηνύσει ότι, παρά την κατάρρευση της σοβιετικής υπερδύναμης, η επιρροή της στα σύνορά της (τη λεγόμενη «εγγύς γειτονιά») θα παρέμενε κραταιά. Και τρίτον, υπήρχε ζήτημα γοήτρου και σταθερότητας: το Κρεμλίνο δεν μπορούσε να ανεχθεί να ξηλωθεί η κληρονομιά των τσάρων και των σοβιετικών που με τόσο κόπο είχαν κατακτήσει και κρατήσει τον Καύκασο. Σε μια εποχή που η ίδια η Ρωσία δοκιμαζόταν από οικονομικό χάος και πολιτική αβεβαιότητα (με έναν πρόεδρο, τον Γέλτσιν, ασταθή και φημισμένο για την κλίση του στο αλκοόλ), μια στρατιωτική ήττα στο μέτωπο της Τσετσενίας θα ισοδυναμούσε με ταπείνωση.

Μπροστά σε αυτά τα διακυβεύματα, η ανεξαρτησία των Τσετσένων δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Ήδη το 1992, η Ινγκουσετία – το δυτικό τμήμα της παλιάς αυτόνομης περιοχής – αποσπάστηκε ειρηνικά από την Τσετσενία και επέστρεψε στον ρωσικό έλεγχο, αφήνοντας τον Ντουντάγιεφ να σηκώσει μόνος του τη σημαία της αντίστασης. Μέχρι το 1994, η κατάσταση εντός της Τσετσενίας είχε γίνει έκρυθμη. Ο Ντουντάγιεφ κυβερνούσε στην πρωτεύουσα Γκρόζνυ, αλλά αντιμετώπιζε εσωτερική αντιπολίτευση από φιλορωσικούς τοπικούς παράγοντες, τους οποίους η Μόσχα ενίσχυε υπογείως με χρήματα, όπλα και προπαγάνδα. Η αναρχία αυξανόταν και μικρές ένοπλες συγκρούσεις ξέσπαγαν. Τον Δεκέμβριο του 1994, ο Γέλτσιν – έχοντας αποτύχει να ανατρέψει τον Ντουντάγιεφ με πραξικόπημα μέσω φιλορώσων Τσετσένων – αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον εθνικό στρατό. Προκήρυξε επιχείρηση «αποκατάστασης της συνταγματικής τάξης» και έστειλε τα τανκς στο Γκρόζνυ. Ξεκίνησε έτσι ο Α΄ Πόλεμος της Τσετσενίας.

Ο Πρώτος Πόλεμος της Τσετσενίας (1994–1996)

Η σύρραξη που ακολούθησε υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή. Ο ρωσικός στρατός εισήλθε στη μικρή δημοκρατία με τη σιγουριά ότι θα κατέπνιγε την αντίσταση σε χρόνο μηδέν. Στα χαρτιά, η υπεροχή των Ρώσων ήταν συντριπτική: μια υπερδύναμη με ένοπλες δυνάμεις περίπου 2 εκατομμυρίων στρατιωτών απέναντι σε λίγες δεκάδες χιλιάδες Τσετσένων ανταρτών. Όμως η πραγματικότητα αποδείχθηκε πολύ διαφορετική. Ο ρωσικός στρατός του 1994 ήταν ένας γίγαντας με πήλινα πόδια – εξοπλισμένος μεν με άρματα και αεροπορία, αλλά πεπαλαιωμένος, αποδιοργανωμένος και με στρατιώτες ανεπαρκώς εκπαιδευμένους (η τελευταία μεγάλη τους εμπειρία ήταν ο πόλεμος στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του ’80, που κι εκείνος είχε λήξει με φιάσκο). Επιπλέον, η φύση του πολέμου στην Τσετσενία έμελλε να είναι ιδιαιτέρως δύσκολη: μάχες υψηλής έντασης μέσα σε πόλεις και χωριά, όπου οι αντάρτες γνώριζαν καλά το έδαφος και μπορούσαν να χτυπούν τα ευάλωτα ρωσικά στρατεύματα με ανταρτοπόλεμο. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Ρώσοι σύντομα αναγκάστηκαν να θυμηθούν το παλιό ρητό: «για να νικήσεις έναν Τσετσένο, χρειάζεσαι έναν άλλον Τσετσένο». Δηλαδή, μόνο με προδοσία εκ των έσω ή με τη βοήθεια τοπικών συμμάχων θα μπορούσαν να επικρατήσουν.

Η προέλαση προς το Γκρόζνυ εξελίχθηκε σε εφιάλτη. Οι Τσετσένοι αυτονομιστές, αν και ολιγάριθμοι, πολέμησαν λυσσαλέα. Ενέδρες, ελεύθεροι σκοπευτές και αντιαρματικά όπλα μέσα στους στενούς δρόμους της πρωτεύουσας προκάλεσαν βαριές απώλειες στους Ρώσους. Σε απάντηση, ο ρωσικός στρατός επέλεξε να ισοπεδώσει την πόλη με συνεχείς βομβαρδισμούς και πυροβολικό. Το άλλοτε ακμαίο Γκρόζνυ μετατράπηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες σε έναν σωρό από ερείπια. Χιλιάδες άμαχοι παγιδεύτηκαν στα υπόγεια, χωρίς νερό και τρόφιμα, ενώ γύρω τους τα κτήρια γκρεμίζονταν. Μέσα σε έναν μήνα από την εισβολή, ό,τι είχε απομείνει από την πόλη τελικά έπεσε στα χέρια των Ρώσων. Ωστόσο, η κατάληψη του Γκρόζνυ δεν έφερε το τέλος του πολέμου όπως ήλπιζε το Κρεμλίνο. Οι Τσετσένοι αντάρτες, αφού πολέμησαν όσο μπορούσαν στην πόλη, οπισθοχώρησαν οργανωμένα στα βουνά. Από εκεί συνέχισαν τον αγώνα με ανταρτοπόλεμο, ενώ η ρωσική δύναμη βρέθηκε καθηλωμένη να ελέγχει μια κατεστραμμένη πρωτεύουσα αλλά όχι την ύπαιθρο.

Τσετσένοι αντάρτες με ρωσικό ελικόπτερο Mi-8 που έχουν καταρρίψει, κοντά στο Γκρόζνυ. Τσετσενία, Δεκέμβριος 1994. (Mikhail Evstafiev/Public Domain)

 

Οι μήνες που ακολούθησαν ήταν αιματηροί και για τις δύο πλευρές. Στα χαλάσματα του Γκρόζνυ, αλλά και σε άλλες μάχες, οι απώλειες συσσωρεύονταν. Υπολογίζεται ότι συνολικά σκοτώθηκαν πάνω από 100.000 άνθρωποι, αριθμός που αντιστοιχούσε σχεδόν στο 10% του πληθυσμού της Τσετσενίας. Μεταξύ αυτών ήταν χιλιάδες άμαχοι, ενώ περίπου 200.000 Τσετσένοι έγιναν πρόσφυγες αναζητώντας καταφύγιο στις γειτονικές περιοχές, κυρίως στο Νταγκεστάν και την Ινγκουσετία. Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια πολέμου, πάνω από το ένα τρίτο του τσετσενικού λαού είτε είχε σκοτωθεί είτε είχε εκτοπιστεί. Η φρίκη ήταν τέτοια που ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) χαρακτήρισε το αιματοκύλισμα «αδιανόητη καταστροφή». Για τη Ρωσία, η σύγκρουση αυτή έγινε ένα τραυματικό μάθημα: η παγκόσμια υπερδύναμη είχε ταπεινωθεί από έναν μικρό, φτωχό αλλά αποφασισμένο αντίπαλο, δημιουργώντας μνήμες ενός άλλου «Βιετνάμ».

Την άνοιξη του 1996, οι Τσετσένοι πέτυχαν ένα καίριο πλήγμα που άλλαξε τη ροή των γεγονότων. Τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς, ο Ντουντάγιεφ – ηγέτης και σύμβολο της αντίστασης – εντοπίστηκε από τις ρωσικές υπηρεσίες και σκοτώθηκε όταν ένας καθοδηγούμενος πύραυλος έπληξε το σημείο απ’ όπου συνομιλούσε μέσω δορυφορικού τηλεφώνου. Την ηγεσία των αυτονομιστών ανέλαβε αμέσως ο στενός του συνεργάτης, ο στρατηγός Ασλάν Μασχάντοφ, ένας ικανός αξιωματικός που συνέχισε ακάθεκτος τον αγώνα. Μάλιστα, ο Μασχάντοφ προχώρησε σε μια τολμηρή κίνηση: αντεπιτέθηκε και ξαναμπήκε στο Γκρόζνυ τον Αύγουστο του 1996, την ώρα που οι ρωσικές δυνάμεις είχαν αρχίσει να εφησυχάζουν.

Η εικόνα ήταν σχεδόν σουρεαλιστική: οι Ρώσοι, που νόμιζαν πως είχαν «κλειδώσει» τον έλεγχο της πόλης, βρέθηκαν ξαφνικά περικυκλωμένοι από τους αντάρτες μέσα στα ίδια τους τα φυλάκια. Όπως το έθεσε κάποιος, ήταν σαν «κλέφτης που μπαίνει σε ένα κατάστημα για να το λεηλατήσει, μόνο και μόνο για να κλειδωθεί μέσα από τον ιδιοκτήτη». Χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες παγιδεύτηκαν και ουσιαστικά κρατήθηκαν όμηροι από τους Τσετσένους. Αυτή η ταπεινωτική κατάσταση ανάγκασε το Κρεμλίνο να διαπραγματευτεί. Το τέλος του πρώτου πολέμου σφραγίστηκε με τη Συμφωνία του Χασαβιούρτ (στο Χασαβιούρτ του Νταγκεστάν) τον Αύγουστο του 1996. Σύμφωνα με αυτήν, οι ρωσικές δυνάμεις θα αποσύρονταν προσωρινά από την Τσετσενία και το καθεστώς της περιοχής θα καθοριζόταν αργότερα, αφήνοντας δηλαδή μετέωρο το θέμα της ανεξαρτησίας. Οι αυτονομιστές πανηγύρισαν μια πύρρειο νίκη: είχαν κερδίσει χρόνο και de facto αυτονομία, όμως η χώρα τους ήταν ερείπια και η κυριαρχία τους διεθνώς μη αναγνωρισμένη. Ο πόλεμος σταμάτησε, αλλά η ειρήνη που ακολούθησε ήταν εύθραυστη και γεμάτη νέες προκλήσεις.

Μεταξύ πολέμων: Αναρχία και εξτρεμισμός

Τα αμέσως επόμενα χρόνια (1996–1999) η Τσετσενία προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της μέσα σε ένα σκηνικό χάους. Η οικονομία της περιοχής είχε καταστραφεί ολοσχερώς, οι υποδομές ήταν διαλυμένες και δεν υπήρχε διεθνής βοήθεια ή σχέδιο ανοικοδόμησης. Η Μόσχα αρνήθηκε να καταβάλει πολεμικές αποζημιώσεις ή έστω τα μερίδια από τα έσοδα των αγωγών πετρελαίου που διέρχονταν παραδοσιακά από το έδαφος της Τσετσενίας. Αντιθέτως, οι Ρώσοι επιτάχυναν την κατασκευή ενός νέου αγωγού (του Μπακού–Νοβοροσίσκ), σχεδιασμένου επίτηδες να παρακάμπτει την Τσετσενία, στερώντας της και αυτό το εισόδημα.

Μέσα σε αυτό το κενό εξουσίας και χρημάτων, δύο φαινόμενα γιγαντώθηκαν στη μεταπολεμική Τσετσενία. Το πρώτο ήταν η έξαρση του οργανωμένου εγκλήματος. Ορισμένοι πολέμαρχοι από την εποχή των πολέμων για την ανεξαρτησία, προκειμένου να επιβιώσουν, στράφηκαν σε εγκληματικές δραστηριότητες. Συγκροτήθηκαν ένοπλες συμμορίες που ασχολούνταν με λαθρεμπόριο, διακίνηση πετρελαίου, αλλά και απαγωγές προσώπων έναντι λύτρων, μια ‘επιχείρηση’ που γρήγορα εξελίχθηκε σε μάστιγα. Πολιτικοί αντίπαλοι, επιχειρηματίες, ακόμη και ξένοι δημοσιογράφοι ή εργαζόμενοι σε ΜΚΟ έγιναν στόχοι απαγωγής. Υπολογίζεται πως μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια σημειώθηκαν πάνω από 1.300 απαγωγές στην Τσετσενία. Τα λύτρα και τα κέρδη από τις εγκληματικές δραστηριότητες χρηματοδοτούσαν τους πολεμάρχους, ενώ μέρος αυτών των χρημάτων διοχετευόταν και στο διεφθαρμένο ρωσικό στρατό μέσω του λεγόμενου «ρωσόφωνου υποκόσμου», δημιουργώντας μια νοσηρή συνενοχή μεταξύ ορισμένων Τσετσένων και Ρώσων μαφιόζων.

Μαχητές του Ντουντάγεφ προσεύχονται στην αιώνια φλόγα, έξω από το προεδρικό μέγαρο στο Γκρόζνυ. Τσετσενία, Δεκέμβριος 1994. ( Mikhail Evstafiev/Public Domain)

 

Το δεύτερο φαινόμενο που αναδύθηκε ήταν η είσοδος του ριζοσπαστικού Ισλάμ. Ενώ ιστορικά το Ισλάμ των Τσετσένων ήταν μετριοπαθές και επηρεασμένο από τοπικές παραδόσεις, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 άρχισαν να καταφθάνουν στη χώρα κηρύγματα και χρήματα από τον αραβικό κόσμο, ιδιαίτερα από σαλαφιστικούς κύκλους. Πλούσιοι δωρητές από τη Σαουδική Αραβία και άλλες χώρες του Κόλπου, καθώς και δίκτυα που συνδέονταν με την Αλ Κάιντα, έστειλαν οικονομική βοήθεια και ιεροκήρυκες του Ουαχαβιτισμού (μιας αυστηρής, φονταμενταλιστικής εκδοχής του σουνιτικού Ισλάμ). Το μήνυμά τους έβρισκε πρόσφορο έδαφος σε μια νεολαία απογοητευμένη και θυμωμένη, που ζούσε ανάμεσα σε ερείπια, χωρίς μέλλον. Σύντομα άρχισαν να ξεφυτρώνουν ένοπλες ομάδες τζιχαντιστών εντός της Τσετσενίας, παράλληλα με τους εθνικιστές αντάρτες.

Καταλύτης σε αυτή τη μεταστροφή ήταν και ο ερχομός ορισμένων βετεράνων Τσετσένων της διασποράς. Πολλοί Τσετσένοι είχαν φύγει στο εξωτερικό τα προηγούμενα χρόνια, στη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη κυρίως. Μετά τον πόλεμο, μερικοί επέστρεψαν για να βοηθήσουν. Ανάμεσά τους ξεχώρισαν ορισμένοι που είχαν ζήσει σε αραβικές χώρες, όπως στην Ιορδανία, οι οποίοι έφεραν μαζί τους συνδέσμους με τον ισλαμιστικό εξτρεμισμό. Αυτοί οι ‘μεσάζοντες’ ουσιαστικά λειτούργησαν ως γέφυρα μεταξύ των Τσετσένων ανταρτών και των διεθνών τζιχαντιστικών δικτύων. Και μέσω αυτών, προσκλήθηκε στην Τσετσενία μια εμβληματική μορφή του παγκόσμιου τζιχάντ: ο εμίρης Χατάμπ.

Ο Χατάμπ (γνωστός και ως Σαμίρ Σαλάχ Αμπντουλλάγεβιτς αλ Σουβάιλιμ) ήταν ένας Άραβας μαχητής, βετεράνος του πολέμου του Αφγανιστάν, όπου πολέμησε τους Σοβιετικούς, και φημολογείται ότι είχε διασυνδέσεις με τους κύκλους του Οσάμα μπιν Λάντεν. Έφτασε στην Τσετσενία το 1995, αρχικά με το πρόσχημα του δημοσιογράφου, αλλά γρήγορα ενεπλάκη ενεργά στην εκπαίδευση των ντόπιων μαχητών. Με χρήματα και όπλα που διοχέτευε η Αλ Κάιντα και άλλοι υποστηρικτές μέσω των σαλαφιστών, ο Χατάμπ δημιούργησε ένα δίκτυο εντός της Τσετσενίας που προωθούσε μια ευρύτερη ατζέντα: όχι απλώς την ανεξαρτησία της Τσετσενίας, αλλά την κήρυξη γενικού τζιχάντ σε όλο τον Βόρειο Καύκασο, με στόχο την εκδίωξη της «άπιστης» Ρωσίας και την ίδρυση ενός ισλαμικού χαλιφάτου στην περιοχή. Ο Χατάμπ δεν έκρυβε τις προθέσεις του: σε αντίθεση με τον Μασχάντοφ και άλλους εθνικιστές που ενδιαφέρονταν κυρίως για μια αυτόνομη Τσετσενία, εκείνος έβλεπε τον αγώνα ως μέρος μιας παγκόσμιας τζιχαντιστικής επανάστασης.

Αυτή η ιδεολογική διαφοροποίηση δημιούργησε εντάσεις και υποψίες και μέσα στο ίδιο το στρατόπεδο των Τσετσένων. Ορισμένοι παλαιότεροι αυτονομιστές ηγέτες, αν και μουσουλμάνοι, δεν έβλεπαν με καλό μάτι την ακραία ερμηνεία του Ισλάμ που έφερναν οι ξένοι μαχητές. Ωστόσο, άλλοι – ιδίως νεότεροι και πιο απελπισμένοι από τη φτώχεια και το χάος – προσχώρησαν με ενθουσιασμό. Ένας από τους πιο διαβόητους Τσετσένους πολεμάρχους, ο Σαμίλ Μπασάγεφ, σύμμαχος του Μασχάντοφ στον πρώτο πόλεμο, σταδιακά ευθυγραμμίστηκε με τον Χατάμπ. Μαζί συγκρότησαν ένα επικίνδυνο δίδυμο: ο Μπασάγεφ έφερνε την τοπική εμπειρία και φήμη ως ήρωας πολέμου, ενώ ο Χατάμπ έφερνε πόρους, διεθνείς επαφές και μια φλογερή ισλαμιστική ιδεολογία.

Το φιτίλι του Δεύτερου Πολέμου

Όπως αποδείχθηκε, όλο αυτό που συντελούνταν στην Τσετσενία ήταν ένα μπαρουτοβάρελο έτοιμο να εκραγεί. Χρειαζόταν μόνο μια σπίθα – κι αυτή δεν άργησε να έρθει. Την άνοιξη του 1999, στην γειτονική επαρχία του Νταγκεστάν, έκανε την εμφάνισή της μια ένοπλη ισλαμιστική εξέγερση. Ένας ντόπιος κληρικός, ο Μπαγκάουντιν Μαγομέντοφ, αυτοανακηρύχθηκε «εμίρης» και κάλεσε σε τζιχάντ για την απελευθέρωση του Καυκάσου από τους Ρώσους, ανακοινώνοντας μάλιστα τη δημιουργία ενός υποτιθέμενου «Ισλαμικού Κράτους του Νταγκεστάν». Ο Μπασάγεφ και ο Χατάμπ βρήκαν εδώ την ευκαιρία που έψαχναν: συμμάχησαν με τους ντόπιους ισλαμιστές και, τον Αύγουστο του 1999, οδήγησαν εκατοντάδες ένοπλους μαχητές σε εισβολή στο Νταγκεστάν, καταλαμβάνοντας προσωρινά μερικά χωριά στα σύνορα με την Τσετσενία.

Αυτή η κίνηση ήταν η απόλυτη πρόκληση για τη Ρωσία και εξόργισε τη ρωσική ηγεσία. Δεν επρόκειτο πλέον για έναν αποσχιστικό ‘εμφύλιο’ εντός μιας επαρχίας, αλλά για ευθεία ισλαμιστική επίθεση σε ρωσικό έδαφος. Επιπλέον, το 1999, η Ρωσία δεν ήταν πια η παραπαίουσα δύναμη του 1994. Είχε νέο ηγεμόνα που αναζητούσε ένα θριαμβευτικό βάφτισμα του πυρός. Ο ανερχόμενος Βλαντίμιρ Πούτιν, πρώην αξιωματούχος της KGB, μόλις είχε γίνει πρωθυπουργός (και σύντομα θα γινόταν και πρόεδρος μετά την παραίτηση Γέλτσιν στο τέλος του έτους). Ο Πούτιν χρειαζόταν μια νίκη για να εδραιώσει το κύρος του ως δυναμικός ηγέτης της μεταγελτσινικής Ρωσίας. Η κατάσταση στον Καύκασο τού πρόσφερε ακριβώς αυτή την ευκαιρία.

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν απονέμει βραβεύει στρατιώτες που πολέμησαν στην Τσετσενία. Γκουντέρμες, Τσετσενία, 2000. (Γραφείο Τύπου του Προέδρου/Public Domain)

 

Παράλληλα με την κρίση στο Νταγκεστάν, μια σειρά μυστηριωδών και φρικαλέων γεγονότων μέσα στη Ρωσία έγειραν την πλάστιγγα αποφασιστικά υπέρ του πολέμου. Τον Σεπτέμβριο του 1999, βομβιστικές επιθέσεις συγκλόνισαν τρεις ρωσικές πόλεις (τη Μόσχα, το Μπουϊνάκσκ και το Βόλντοντονσκ), με στόχο πολυκατοικίες και εκατοντάδες θύματα μεταξύ αθώων πολιτών. Ο τρόμος και η οργή κατέκλυσαν τη ρωσική κοινή γνώμη. Οι αρχές έσπευσαν να κατηγορήσουν τους Τσετσένους εξτρεμιστές γι’ αυτές τις επιθέσεις, παρουσιάζοντάς τες ως «απάντηση» των τρομοκρατών στην επέμβαση του στρατού στο Νταγκεστάν. Αυτό το κύμα τρόμου έδωσε στο Κρεμλίνο το τέλειο πρόσχημα να κηρύξει εκ νέου πόλεμο στην «παράνομη κυβέρνηση» της Τσετσενίας.

Ωστόσο, μέχρι και σήμερα, ορισμένοι ερευνητές και επικριτές του Πούτιν υποστηρίζουν ότι τα πράγματα ίσως δεν είναι τόσο απλά. Υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι οι βομβιστικές αυτές ενέργειες ήταν προβοκάτσια από τις ίδιες τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες, με στόχο να δικαιολογηθεί η επανέναρξη του πολέμου. Ένα περιστατικό στην πόλη Ριαζάν ενισχύει αυτές τις θεωρίες: εκεί, κάτοικοι ανέφεραν ύποπτες κινήσεις σε υπόγειο πολυκατοικίας και η αστυνομία ανακάλυψε έναν εκρηκτικό μηχανισμό, ο οποίος – όπως αποκαλύφθηκε αργότερα – συνδεόταν με άτομα της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας (FSB). Οι αρχές ισχυρίστηκαν πως επρόκειτο για άσκηση, όμως πολλοί πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα απέτρεψαν μια ακόμη τρομοκρατική επίθεση που είχε στηθεί ως προβοκάτσια. Όπως και να ’χει, το κλίμα στη Ρωσία το φθινόπωρο του 1999 ήταν τέτοιο που η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού στήριξε την ιδέα της αποφασιστικής δράσης. Η ανάμνηση της ταπεινωτικής ήττας του ’96, ο φόβος για τη διάλυση της χώρας και η δίψα για εκδίκηση μετά τις βόμβες δημιούργησαν ένα περιβάλλον όπου ο Πούτιν είχε λυμένα τα χέρια.

Ο Δεύτερος Πόλεμος και η επιστροφή της Μόσχας (1999–2000)

Τον Οκτώβριο του 1999, λίγες μόλις εβδομάδες μετά τις βομβιστικές επιθέσεις, η Ρωσία εξαπέλυσε μαζική στρατιωτική επιχείρηση στην Τσετσενία, σηματοδοτώντας την έναρξη του Β΄ Πολέμου της Τσετσενίας. Αυτή τη φορά, το Κρεμλίνο είχε διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος και υιοθέτησε μια πιο μεθοδική και αδυσώπητη στρατηγική. Περίπου 30.000 στρατιώτες συγκεντρώθηκαν στα βόρεια σύνορα της Τσετσενίας, οι οποίοι άρχισαν να προωθούνται σταδιακά, σχηματίζοντας έναν κλοιό από τρεις πλευρές (βορρά, ανατολή και δύση). Σε λίγες εβδομάδες, επιπλέον ενισχύσεις ανέβασαν τη δύναμη σε 50.000 άνδρες. Η προέλαση ήταν οργανωμένη και αργή, με προσεκτικό ‘σκούπισμα’ κάθε περιοχής που καταλαμβανόταν. Αντίθετα με τον πρώτο πόλεμο, που επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στο Γκρόζνυ αφήνοντας την ύπαιθρο στα χέρια των ανταρτών, αυτή τη φορά οι Ρώσοι φρόντιζαν να εξουδετερώνουν κάθε αντίσταση σε χωριά και βουνά, σφίγγοντας τον κλοιό και ωθώντας τους αντάρτες όλο και πιο νότια προς τα γεωργιανά σύνορα.

Ρωσικά τανκς στο χωριό Κομσομόλσκογε της Τσετσενίας, ερειπωμένο μετά από δύο εβδομάδες μάχης. 21 Μαρτίου 2000. (Public Domain)

 

Η επίθεση συνοδεύτηκε από αδυσώπητους βομβαρδισμούς. Ο ρωσικός στρατός δεν δίστασε να ισοπεδώσει ολοσχερώς ολόκληρες κωμοπόλεις που θεωρήθηκαν προπύργια των ανταρτών. Οι αναφορές για μαζικές θηριωδίες είναι πολυάριθμες: ομαδικοί τάφοι με δεκάδες πτώματα, συνοπτικές εκτελέσεις υπόπτων ως αυτονομιστών στον δρόμο, άμαχοι που πέθαιναν από ασιτία και το ψύχος καθώς οι μάχες τούς εγκλώβιζαν και διέκοπταν κάθε ανεφοδιασμό. Μέσα σε μόλις εννέα μήνες σκληρού πολέμου, η αντίσταση των Τσετσένων κατέρρευσε. Το Γκρόζνυ – για δεύτερη φορά μέσα σε μια δεκαετία – μετατράπηκε σε σωρό ερειπίων. Στις 6 Φεβρουαρίου 2000, οι ρωσικές δυνάμεις ανακοίνωσαν την ‘απελευθέρωση’ της πρωτεύουσας. Δημοσιογράφοι που μπήκαν στην πόλη περιέγραφαν μια αποκάλυψη: η αείμνηστη Ρωσίδα ρεπόρτερ Άννα Πολιτκόφσκαγια, που κάλυπτε τον πόλεμο, τη χαρακτήρισε τότε «τερατώδες συνονθύλευμα από καμμένα σπίτια, ερείπια και τάφους». Το τίμημα σε ανθρώπινες ζωές ήταν πάλι βαρύ, αν και μικρότερο από τον πρώτο πόλεμο. Περισσότεροι από 5.000 Ρώσοι στρατιώτες σκοτώθηκαν (επίσημα στοιχεία), ενώ οι απώλειες των Τσετσένων – μαχητών και αμάχων – είναι δύσκολο να υπολογιστούν, αλλά σίγουρα ήταν πολλές χιλιάδες. Αυτή τη φορά, όμως, η ρωσική κοινή γνώμη δεν συγκλονίστηκε το ίδιο όπως το 1994-96. Ο Πούτιν είχε φροντίσει να θέσει τα μεγάλα ρωσικά μέσα ενημέρωσης υπό κρατικό έλεγχο ή λογοκρισία, παρουσιάζοντας τον πόλεμο ως θρίαμβο κατά της τρομοκρατίας και αποφεύγοντας να δείξει τις εικόνες των φερέτρων.

Τον Μάιο του 2000, με τον πόλεμο ουσιαστικά κερδισμένο, η Μόσχα προχώρησε στο επόμενο βήμα: επανέφερε επίσημα την Τσετσενία υπό ομοσπονδιακή διοίκηση. Ο Πούτιν δεν αρκέστηκε στη στρατιωτική νίκη, αλλά ήθελε να εξασφαλίσει και ότι δεν θα υπάρξει τρίτος γύρος εξέγερσης. Για να το επιτύχει, χρειαζόταν έναν αξιόπιστο ντόπιο σύμμαχο, κάποιον από την ίδια την τσετσενική κοινωνία που θα μπορούσε να κυβερνήσει τη δημοκρατία ως εκπρόσωπος της Μόσχας και ταυτόχρονα να έχει κάποια απήχηση στους ντόπιους ώστε να περιορίσει το αντάρτικο. Η επιλογή του ήταν ένας άνθρωπος που είχε ήδη κάνει το μεγάλο άλμα από την ανταρσία στην υποταγή: ο φιλορώσος κληρικός Αχμάντ Καντίροφ.

Οι Καντίροφ: Από αντάρτες σε τοποτηρητές του Κρεμλίνου

Ο Αχμάντ Καντίροφ δεν ήταν τυχαίος: είχε υπάρξει μουφτής (ανώτατος ισλαμικός κληρικός) των αυτονομιστών κατά τον πρώτο πόλεμο. Δηλαδή, αρχικά πολέμησε υπέρ της ανεξαρτησίας. Ήταν μεγαλύτερης ηλικίας από πολλούς άλλους ηγέτες και διέφερε στο ότι εξέφραζε επιφυλάξεις για την αυξανόμενη επιρροή των φανατικών ισλαμιστών στην τσετσενική αντίσταση. Κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας του 1996-99, ο Καντίροφ ήρθε σε ρήξη με το στρατόπεδο των Μπασάγεφ-Χατάμπ και λοιπών τζιχαντιστών. Όταν ξεκίνησε ο δεύτερος πόλεμος το φθινόπωρο του 1999, ο Αχμάντ Καντίροφ πήρε μια τολμηρή (και για πολλούς προδοτική) απόφαση: άλλαξε στρατόπεδο και τάχθηκε στο πλευρό των Ρώσων. Μαζί του συμμάχησε και ο νεαρός γιος του, Ραμζάν Καντίροφ. Πατέρας και γιος συγκρότησαν μια ομάδα πιστών που λιποτάκτησαν από τις δυνάμεις των αυτονομιστών και σχημάτισαν μια νέα παραστρατιωτική δύναμη, υπό ρωσική αιγίδα, γνωστή ως Καντιροφτσού (δηλαδή «οι άνθρωποι του Καντίροφ»). Αυτή η ομάδα έμελλε να εξελιχθεί σε κάτι σαν προσωπική φρουρά της οικογένειας Καντίροφ, αλλά και δύναμη κρούσης της Μόσχας στην περιοχή.

Από τη σκοπιά του Πούτιν, ο Αχμάντ Καντίροφ ήταν η ιδανική λύση για την ‘εξημέρωση’ της Τσετσενίας. Γνώριζε εκ των έσω το αυτονομιστικό κίνημα, είχε το ισλαμικό κύρος του πρώην μουφτή και, το σημαντικότερο, είχε αποδείξει την αφοσίωσή του στο Κρεμλίνο πολεμώντας στον δεύτερο πόλεμο στο πλευρό των ομοσπονδιακών δυνάμεων. Τον Ιούνιο του 2000, ο Πούτιν τον διόρισε προσωρινό επικεφαλής της διοίκησης στην Τσετσενία, ουσιαστικά ως νέο κυβερνήτη. Η αποστολή του Καντίροφ ήταν να φέρει την τάξη και να πείσει τον πληθυσμό να αποδεχτεί την επιστροφή της ρωσικής κυριαρχίας. Για να το καταφέρει, του δόθηκε πρωτοφανής ελευθερία κινήσεων και γενναία χρηματοδότηση για ανοικοδόμηση – ή, τουλάχιστον, έτσι διατεινόταν η Μόσχα.

Η πραγματικότητα ήταν ότι μεγάλο μέρος της σταθερότητας που πέτυχαν οι Καντίροφ βασίστηκε στη μέθοδο του καρότου και του μαστίγιου. Από τη μια, ο Αχμάντ Καντίροφ φρόντισε να εξαγοράσει την πίστη όσων πρώην ανταρτών ήταν διατεθειμένοι να συμβιβαστούν, εντάσσοντάς τους στη νέα δύναμη ασφαλείας ή στη διοίκηση. Από την άλλη, εφάρμοσε σκληρή καταστολή εναντίον όσων εξακολούθησαν τον αγώνα. Οι Καντιροφτσού έγιναν διαβόητοι για τις έκνομες μεθόδους τους: εξαφανίσεις υπόπτων, βασανισμοί και εκτελέσεις φέρονται να έγιναν καθημερινό φαινόμενο στα πρώτα χρόνια της νέας τάξης πραγμάτων. Παρά τις καταγγελίες οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Πούτιν έκλεινε τα μάτια όσο ο εκλεκτός του διατηρούσε την περιοχή ήρεμη.

Εν τω μεταξύ, η σκληροπυρηνική πτέρυγα των Τσετσένων αυτονομιστών δεν έμεινε άπραγη. Αφού έχασαν στον συμβατικό πόλεμο, στράφηκαν σε τρομοκρατικές ενέργειες που σόκαραν τη Ρωσία και τον κόσμο, σε μια προσπάθεια να πλήξουν τον εχθρό και να κρατήσουν ζωντανό τον αγώνα τους. Τον Οκτώβριο του 2002, μια ομάδα περίπου 40 βαριά οπλισμένων Τσετσένων ανταρτών εισέβαλε στο Θέατρο Ντουμπρόβκα της Μόσχας κατά τη διάρκεια παράστασης, παίρνοντας ως ομήρους 850 θεατές. Οι απαιτήσεις τους ήταν η απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων από την Τσετσενία. Η ομηρία κράτησε δύο εφιαλτικά μερόνυχτα, με όλο τον κόσμο να παρακολουθεί. Τελικά, οι ρωσικές ειδικές δυνάμεις Spetsnaz επέλεξαν μια αμφιλεγόμενη λύση: διοχέτευσαν αναισθητικό αέριο εντός της αίθουσας για να εξουδετερώσουν τους τρομοκράτες. Ωστόσο, η δόση και οι συνθήκες ήταν τέτοιες που προκάλεσαν τον θάνατο όχι μόνο όλων των δραστών, αλλά και 179 αθώων ομήρων. Το περιστατικό έληξε με βίαιη επέμβαση, αλλά το σοκ ήταν τεράστιο.

Μνημείο στο Μπεσλάν για τα θύματα της τρομοκρατικής επίθεσης σε σχολείο της πόλης. Βόρεια Οσετία, 5 Σεπτεμβρίου 2010. (Φωτ. Marte Lerberg Kopstad/Utenriksdepartementet/Public Domain)

 

Λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2004, συνέβη κάτι ακόμα πιο φρικτό: η σφαγή του Μπεσλάν. Σε μια μικρή πόλη της Βόρειας Οσετίας (μιας άλλης ρωσικής δημοκρατίας στον Καύκασο), την πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς, μια ομάδα Τσετσένων και Ινγκουσετιανών ενόπλων κατέλαβε ένα δημοτικό σχολείο γεμάτο παιδιά και γονείς, κρατώντας πάνω από 1.100 ομήρους. Οι απαιτήσεις τους σχετίζονταν με την ανεξαρτησία της Τσετσενίας. Μετά από τρεις ημέρες αγωνίας, οι ρωσικές δυνάμεις ασφαλείας επέδραμαν στο σχολείο. Ακολούθησε χάος και αιματοχυσία: περίπου 330 άτομα σκοτώθηκαν, εκ των οποίων τα μισά ήταν μικρά παιδιά, κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών και τις εκρήξεις. Ήταν μια από τις πλέον μαύρες σελίδες στην ιστορία των σύγχρονων συγκρούσεων, με την ευθύνη να βαραίνει τόσο τους αδίστακτους τρομοκράτες όσο και τις ρωσικές αρχές για τον χειρισμό της κρίσης.

Μετά το Μπεσλάν, ο Πούτιν εμφανίστηκε ακόμη πιο ανυποχώρητος. «Δείξαμε αδυναμία, και άνθρωποι αθώοι πλήρωσαν τις συνέπειες», δήλωσε, εννοώντας ότι οποιαδήποτε ολιγωρία του κράτους απέναντι στους αυτονομιστές εκλαμβάνεται από αυτούς ως ευκαιρία να χτυπήσουν. Η Μόσχα σκλήρυνε περαιτέρω τη στάση της παντού. Στην Τσετσενία, όμως, η σύγκρουση είχε ήδη αρχίσει να φθίνει, όχι λόγω στρατιωτικού ήθους αλλά επειδή οι αντάρτες είχαν πια αποδεκατιστεί.

Το τέλος του πολέμου και η εποχή Ραμζάν Καντίροφ

Στο μεταξύ, ένα άλλο γεγονός ήρθε να επιβεβαιώσει το ότι οι Καντίροφ είχαν αναδειχθεί σε αναντικατάστατους συμμάχους του Κρεμλίνου: το Σύνταγμα του 2003. Τον Μάρτιο του 2003, κατόπιν πρωτοβουλίας της ρωσικής Δούμας, διεξήχθη δημοψήφισμα στην Τσετσενία (εν μέσω στρατιωτικής κατοχής βέβαια) για ένα νέο τοπικό σύνταγμα. Εκεί ορίστηκε ρητά ότι η Τσετσενική Δημοκρατία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, τερματίζοντας και συνταγματικά κάθε συζήτηση περί ανεξαρτησίας. Λίγους μήνες μετά, τον Οκτώβριο του 2003, έγιναν εκλογές και ο Αχμάντ Καντίροφ – χωρίς πραγματικούς αντιπάλους – ορκίστηκε πρόεδρος της Τσετσενίας, νομιμοποιώντας έτσι πλήρως τον ρόλο του με τη σφραγίδα της λαϊκής εντολής (αν και οι συνθήκες της εκλογής αμφισβητούνται από διεθνείς παρατηρητές).

Την ίδια περίοδο, οι άλλοτε κραταιοί αντάρτες είχαν φτάσει στο ναδίρ τους. Ο ένας μετά τον άλλον, οι ηγέτες της αντίστασης έπεφταν. Τον Μάρτιο του 2005, ο Ασλάν Μασχάντοφ – ο πρώην πρόεδρος της αυτονομιστικής Τσετσενίας – εντοπίστηκε από τις ρωσικές ειδικές δυνάμεις και σκοτώθηκε σε μια κρυψώνα στο χωριό Τουλστόι-Γιουρτ. Λίγο νωρίτερα, τον Ιούλιο του 2004, ο Σαμίλ Μπασάγεφ – ο άνθρωπος πίσω από το Μπεσλάν, σύμφωνα με τις ρωσικές αρχές – σκοτώθηκε κι αυτός, όταν ανατινάχθηκε η αυτοκινητοπομπή του (υπάρχουν εικασίες ότι επλήγη από κατευθυνόμενη βόμβα του ρωσικού στρατού). Στο προσκήνιο απέμεινε μόνο μια νέα γενιά εξτρεμιστών, με πιο διεθνιστική ισλαμιστική ιδεολογία. Ο Ντόκου Ουμάροφ, που ανέλαβε τα ηνία της αποδεκατισμένης αντίστασης το 2006, προσπάθησε να ενώσει τα υπολείμματα των Τσετσένων ανταρτών με άλλες ομάδες τζιχαντιστών στον Καύκασο, αυτοανακηρύσσοντας το 2007 ένα «Εμιράτο του Καυκάσου». Ήταν μια απελπισμένη προσπάθεια να δοθεί νέο στίγμα στον αγώνα – μετατοπίζοντας το ύφος από εθνικοαπελευθερωτικό σε ανοιχτά τζιχαντιστικό. Όμως αυτή η πρωτοβουλία δεν απέφερε ουσιαστικούς καρπούς, καθώς δεν απέκτησε μαζική υποστήριξη. Ο Ουμάροφ, κυνηγημένος στα βουνά χωρίς σημαντική δύναμη, πέθανε τελικά το 2013 υπό ασαφείς συνθήκες (φημολογείται ότι δηλητηριάστηκε, μια μέθοδος ‘εξουδετέρωσης’ αρκετά δημοφιλής στις ρωσικές υπηρεσίες).

Το 2007 έφερε μια αλλαγή φρουράς και μια συνέχιση δυναστείας ταυτόχρονα: τον Μάιο εκείνης της χρονιάς, ο Ραμζάν Καντίροφ – σε ηλικία μόλις 30 ετών – ανέλαβε επίσημα πρόεδρος της Τσετσενίας, διαδεχόμενος τον πατέρα του. Ο Αχμάντ Καντίροφ δεν ήταν πια εν ζωή· είχε δολοφονηθεί το 2004 σε βομβιστική επίθεση σε στάδιο του Γκρόζνυ (την ευθύνη της οποίας ανέλαβε ο Μπασάγεφ). Όμως ο Ραμζάν είχε ήδη ασκήσει ουσιαστική εξουσία στο παρασκήνιο μετά τον θάνατο του πατέρα του. Μέσα στα χρόνια 2004-2007, ο νεαρός Καντίροφ – σκληραγωγημένος και ο ίδιος, έχοντας επιβιώσει από απόπειρες δολοφονίας και πολεμικές κακουχίες – καθάρισε το πεδίο από πιθανούς ανταγωνιστές, παγίωσε τον έλεγχο των δυνάμεών του και εξασφάλισε την εύνοια της Μόσχας. Όταν ανέλαβε και επίσημα, οι μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις είχαν ήδη σταματήσει. Σταδιακά, η Ρωσία περιόρισε τις δυνάμεις της στην περιοχή και το 2009 κήρυξε επισήμως το τέλος της «αντιτρομοκρατικής επιχείρησης» στην Τσετσενία, κρίνοντας ότι είχαν αποκατασταθεί οι συνθήκες ομαλότητας.

Πράγματι, εκείνη την περίοδο υπολογιζόταν ότι είχαν απομείνει ενεργοί λιγότεροι από 500 ένοπλοι αντάρτες, κρυμμένοι σε απομονωμένες αγροτικές περιοχές και στα βουνά. Κάποιοι πιστεύουν ότι μικροί πυρήνες βρίσκονται ακόμη εν υπνώσει, έτοιμοι να αναδυθούν αν αλλάξουν οι συνθήκες. Προς το παρόν, όμως, όσο ο Καντίροφ κυβερνά και διατηρεί την υποστήριξη του Κρεμλίνου, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει σοβαρά την τάξη πραγμάτων. Το μοντέλο «τοπικός ισχυρός άνδρας με απόλυτες εξουσίες, πιστός στη Μόσχα» φαίνεται να έχει φέρει ένα τέλος στον κύκλο αίματος – με τίμημα τις ελευθερίες των πολιτών.

Ευρεία αυτονομία υπό τη σκιά του Κρεμλίνου

Σήμερα η Τσετσενία υπό τον Ραμζάν Καντίροφ απολαμβάνει ένα καθεστώς σχεδόν μοναδικό στη Ρωσία. Ο Καντίροφ κυβερνά ως μικρός «ηγεμόνας» στη δημοκρατία του, έχοντας εξασφαλίσει έναν άρρητο συμβιβασμό με τον Βλαντίμιρ Πούτιν: όσο παραμένει απόλυτα πιστός και κρατάει την περιοχή ήρεμη, θα έχει ελευθερία κινήσεων όπως κανένας άλλος τοπικός άρχοντας στη ρωσική επικράτεια. Και πράγματι, η ελευθερία δράσης που απολαμβάνει φαίνεται πρωτοφανής. Ο Καντίροφ έχει δικό του σώμα ασφαλείας (τους Καντιροφτσού), που λογοδοτεί περισσότερο στον ίδιο παρά στις ομοσπονδιακές αρχές. Επίσης, διαχειρίζεται τεράστια κονδύλια από τη Μόσχα (η Τσετσενία χρηματοδοτείται αδρά από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό ως αντιστάθμισμα για τις καταστροφές) με ελάχιστη διαφάνεια και έλεγχο.

Ο πρόεδρος της Τσετσενίας Ραμζάν Καντίροφ (κέντρο) μαζί με τον Βλαντίμιρ Πούτιν στο τζαμί του Προφήτη Ίσα (ο Χριστός στο Ισλάμ). Μαζί τους είναι ο σύμβουλος του προέδρου της Τσετσενίας για την κατασκευή θρησκευτικών εγκαταστάσεων Αμρούντι Εντιλγκίρεφ και ο μουφτής της Τσετσενίας Σαλάχ Μεζίγεφ. Γκρόζνυ, 20 Αυγούστου 2024. (Public Domain)

 

Αυτή η ιδιότυπη «αυτοκρατορία εντός της αυτοκρατορίας» έχει επιτρέψει στον Καντίροφ να ξαναχτίσει το Γκρόζνυ από τα ερείπια, μεταμορφώνοντάς το από πόλη-φάντασμα του πολέμου σε μια βιτρίνα μεγαλεπήβολων έργων. Στην πρωτεύουσα υψώνονται πλέον σύγχρονοι ουρανοξύστες και μνημεία που δοξάζουν τη νέα τάξη. Το 2008 εγκαινιάστηκε ένα φαραωνικό τέμενος, το Μεγάλο Τζαμί Αχμάτ Καντίροφ, αφιερωμένο στον εκλιπόντα πατέρα του ηγέτη – ένα επιβλητικό οικοδόμημα με τέσσερις μιναρέδες, που αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες ισλαμικές ιερές δομές στην Ευρώπη. Ακόμη πιο φιλόδοξο είναι το έργο Πύργος Αχμάτ: ένας υπερ-ουρανοξύστης ύψους 435 μέτρων με 102 ορόφους, που αναμένεται να κυριαρχήσει στον ορίζοντα του Γκρόζνυ. Το κόστος του έργου εκτιμάται σε 1 δισεκατομμύριο δολάρια – και κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα από πού προέρχεται αυτή η χρηματοδότηση, γεγονός που προκαλεί ποικίλες εικασίες. Το σύνθημα πάντως που προβάλλεται παντού είναι ενδεικτικό: «Αχμάτ – Δύναμη» (Akhmat Sila, στα ρωσικά). Το όνομα του πατέρα του Καντίροφ έχει αναγορευθεί σε σύμβολο ισχύος και νομιμοποίησης της τοπικής εξουσίας.

Παράλληλα, ο Ραμζάν Καντίροφ έχει χτίσει και μια εικόνα ‘χαλίφη’ στο μικρό του βασίλειο. Διατηρεί ενεργή παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ιδιαίτερα πριν αυτά απαγορευτούν διεθνώς, συνήθιζε να κοινοποιεί στο Instagram σκηνές από την προσωπική του ζωή, προπονήσεις πολεμικών τεχνών, συλλογές από γρήγορα αυτοκίνητα, ακόμα και τούς εξωτικούς ζωολογικούς του κήπους). Παρουσιάζεται ως ευσεβής μουσουλμάνος και ταυτόχρονα ως πιστός στρατιώτης του Πούτιν. Οι επικριτές του – που εντός Τσετσενίας σπάνια τολμούν να σηκώσουν κεφάλι, αφού κινδυνεύουν άμεσα – τον κατηγορούν για καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προσωποπαγές καθεστώς. Έχουν γίνει διεθνώς γνωστές καταγγελίες για διώξεις και βασανισμούς αντιφρονούντων, και ‘εξαφανίσεις’ πολιτών,  θέματα για τα οποία ο Καντίροφ δέχθηκε ερωτήσεις σε συνεντεύξεις και αντέδρασε με χλευασμό ή άρνηση. Παρόλα αυτά, εντός της Ρωσίας ο λόγος του είναι νόμος στη δημοκρατία του, και το Κρεμλίνο τον αντιμετωπίζει με ένα μείγμα ανάγκης και καχυποψίας: είναι ταυτόχρονα πολύτιμος αλλά και επικίνδυνος αν ξεφύγει από τον έλεγχο.

Οι ιστορικές επαφές μεταξύ Ρώμης και Κίνας

Για σχεδόν χίλια χρόνια, δύο από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες της αρχαιότητας – η ρωμαϊκή και η κινεζική – συνυπήρχαν στον κόσμο, συνδεδεμένες μέσω πολύπλοκων δικτύων εμπορίου, διπλωματίας και πολιτισμικών ανταλλαγών που εκτείνονταν από τη Μεσόγειο μέχρι τον Ειρηνικό Ωκεανό. Αυτή η επική ιστορία επαφών και συνεργασιών δεν είναι απλώς μια αφήγηση γεωγραφικών αποστάσεων που γεφυρώθηκαν, αλλά ένα συναρπαστικό χρονικό του τρόπου με τον οποίο δύο μεγάλοι πολιτισμοί επηρέασαν έμμεσα και άμεσα τις τύχες του καθενός, δημιουργώντας τα θεμέλια της παγκόσμιας διασυνδεσιμότητας που γνωρίζουμε σήμερα.

Οι δρόμοι του μεταξιού, που συνέδεσαν αυτούς τους απομακρυσμένους κόσμους, δεν ήταν απλώς εμπορικές διαδρομές αλλά γέφυρες πολιτισμών που μετέφεραν όχι μόνο πολύτιμα αγαθά, αλλά και ιδέες, τεχνολογίες, θρησκείες και ναι, δυστυχώς, θανατηφόρες επιδημίες. Από τους Νεστοριανούς μοναχούς που έκλεψαν τα μυστικά της μεταξουργίας από την Κίνα μέχρι τις δραματικές συναντήσεις μεταξύ ρωμαϊκών και κινεζικών εκπροσώπων, η ιστορία αποκαλύπτει πόσο κοντά ήρθαν αυτές οι δύο υπερδυνάμεις στη δημιουργία άμεσων πολιτικών και στρατιωτικών συμμαχιών.

Οι πρώτες επαφές: Από το μυστήριο στην πραγματικότητα

Η πρώτη πραγματική επαφή μεταξύ των δύο κόσμων ξεκίνησε με μια αποστολή που ξεκίνησε από την απόγνωση. Το 141 π.Χ., όταν ο αυτοκράτορας Γου ανέλαβε την εξουσία, άρχισε έναν μνημειώδη πόλεμο εναντίον των Σιονγκνού, των νομάδων ιππέων που ήλεγχαν την βόρεια στέπα. Κατά τη διάρκεια αυτής της σύγκρουσης, ο αυτοκράτορας συνειδητοποίησε ότι χρειάζονταν ξένοι σύμμαχοι για να ελέγξουν τη στέπα και να αντικαταστήσουν τις μεγάλες απώλειες που υπέστη το κινεζικό ιππικό.

Ο Γου θυμήθηκε τους Γιούεζι, ένα λαό που είχε νικηθεί και διωχθεί από τους Σιονγκνού. Αναρωτιόταν αν θα μπορούσαν να έλθουν σε επαφή σε όποια απομακρυσμένη περιοχή της μακρινής δύσης είχαν καταφύγει μετά την ήττα τους. Αλλά ποια εδάφη εκτείνονταν στα δυτικά της Κίνας; Μόνο μια φαινομενικά ατελείωτη έρημος και στέπα που περιβάλλονταν από απρόσιτα βουνά.

Το 138 π.Χ., ο Ζανγκ Τσιαν, ένας εξαιρετικός διπλωμάτης, ξεκίνησε προς τα δυτικά σε άγνωστες περιοχές με σχεδόν εκατό ακολούθους, συμπεριλαμβανομένων συμβούλων, ένοπλων φρουρών και ξένων οδηγών. Η αποστολή του ήταν εξαιρετικής σπουδαιότητας. Έπειτα από δέκα χρόνια αιχμαλωσίας στα στρατόπεδα των Σιονγκνού, ο Ζανγκ Τσιαν και οι σύντροφοί του κατάφεραν να διαφύγουν, διασχίζοντας τα περάσματα των βουνών Παμίρ, για να εισέλθουν σε περαιτέρω άγνωστες περιοχές.

Στη γόνιμη κοιλάδα της Φεργκάνας, ο Ζανγκ Τσιαν έκανε μια εκπληκτική ανακάλυψη, που μεταμόρφωσε τις κινεζικές αντιλήψεις για τον κόσμο που κατοικούσαν. Οι άνθρωποι που ζούσαν στην κοιλάδα και τις περιοχές πέρα από αυτήν ήταν μέρος ενός άλλου προηγμένου πολιτισμού, εντελώς άγνωστου στους Κινέζους. Αυτοί οι παράξενοι πληθυσμοί δεν έμοιαζαν με τον λαό των Χαν, παρόλα αυτά είχαν δημιουργήσει έναν προηγμένο πολιτισμό βασισμένο στη γεωργία, τις πόλεις, τα βασίλεια και τις αυτοκρατορίες.

Η ελληνιστική κληρονομιά στην Κεντρική Ασία

Αυτό που ο Ζανγκ Τσιαν δεν γνώριζε ήταν ότι είχε φτάσει σε μια περιοχή που κυριαρχείτο από τους απογόνους των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 330 π.Χ., ο Αλέξανδρος είχε φτάσει στη Σογδιανή με τα στρατεύματά του. Στα βόρεια σύνορά της, ο πλατύς ποταμός Γαξάρτης φαινόταν να σηματοδοτεί το όριο του πολιτισμένου κόσμου.

Στον απομακρυσμένο αυτόν χώρο, στην άκρη του κόσμου, ο Αλέξανδρος άρχισε να κτίζει μια ελληνικού τύπου πρωτεύουσα και ένα στρατιωτικό κέντρο διοίκησης. Αυτή η απομακρυσμένη τοποθεσία, κατοικημένη από Έλληνες βετεράνους, θα στεκόταν ως πόλη στην άκρη του γνωστού πολιτισμού, ένα προπύργιο ενάντια στη γειτονική στέπα. Ιδρύθηκε το 330 π.Χ., και έγινε γνωστή ως Αλεξάνδρεια Εσχάτη – η Αλεξάνδρεια η πιο μακρινή.

Η Αλεξάνδρεια Εσχάτη υπήρχε για σχεδόν δύο αιώνες, όταν ο Ζανγκ Τσιαν άρχισε την κάθοδό του στην κοιλάδα της Φεργκάνας. Μέχρι τότε, η περιπλανώμενη ομάδα των διορισμένων από τη δυναστεία Χαν είχε περισσότερο την εμφάνιση φυγάδων παρά υπέροχων πρεσβευτών μιας μεγάλης αυτοκρατορίας. Παρόλα αυτά, οι κάτοικοι εκείνης της εξελληνισμένης περιοχής μάντεψαν αμέσως την προέλευση τους.

Η γέννηση του Δρόμου του Μεταξιού

Η επίσημη επαφή μεταξύ της Κίνας και του ελληνιστικού κόσμου οδήγησε σε μια από τις πιο φιλόδοξες στρατιωτικές εκστρατείες της αρχαιότητας. Το 102 π.Χ., ο καλά πειθαρχημένος στρατός των Χαν βάδισε σε τάξεις μέσω της κοιλάδας της Φεργκάνας προς τη βαριά οχυρωμένη Αλεξάνδρεια Εσχάτη. Είχαν ταξιδέψει περισσότερα από χίλια μίλια διασχίζοντας τις εχθρικές περιοχές του Ταρίμ για να φτάσουν στον προορισμό τους.

Οι Κινέζοι αναζητούσαν ένα απίστευτο βραβείο σε αυτήν τη μακρινή περιοχή – έναν πόρο που θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας και τη μοίρα του πολιτισμού τους. Εκείνη την εποχή, τα κινεζικά άλογα θύμιζαν τις μικρές ράτσες που μοιάζουν με πόνι και απεικονίζονται στον Πήλινο Στρατό. Επομένως, τα μεγάλα ελληνο-βακτριανά άλογα που διατηρούσαν οι ελληνικοί στρατοί ήταν κάτι εντελώς νέο για αυτούς.

Τα άλογα της Αλεξάνδειας Εσχάτης κατάγονταν από τα άλογα που ο Αλέξανδρος και το επίλεκτο ιππικό του είχαν ιππεύσει στη νικηφόρο τους εκστρατεία κατά της περσικής αυτοκρατορίας. Αιώνες επιλεκτικής εκτροφής στη συνέχεια είχαν αναπτύξει περσικό και ευρωπαϊκό απόθεμα ενός δυνατού ζώου, που μπορούσε εύκολα να φέρει το βάρος θωρακισμένων αναβατών. Το κύρος και η σημασία αυτών των πολύτιμων αλόγων μπορούν να φανούν στην πίσω πλευρά των ελληνο-βακτριανών νομισμάτων.

Ο λεγόμενος Πόλεμος για τα Ουράνια Άλογα ήταν ένα γεγονός που συμβαίνει μία φορά σε μια γενιά. Ένας ολόκληρος πολιτισμός κινητοποίησε τεράστιους πόρους για να αναλάβει το τεράστιο έργο της βράχυνσης των αποστάσεων σε όλη την επιφάνεια της Γης. Μεταξύ 123 και 119 π.Χ., η αυτοκρατορία των Χαν κατέκτησε τον διάδρομο Χεσί [Hexi] και εγκαθίδρυσε νέες πόλεις σε όλη την περιοχή.

Έτσι, με την πάροδο του χρόνου, τα δίκτυα που συνέδεσαν τις μέχρι τότε απομονωμένες κοινότητες σχημάτισαν μια νέα εμπορική λεωφόρο για την εμπορία μοναδικών και πολύτιμων προϊόντων. Αυτή ήταν η απαρχή των Δρόμων του Μεταξιού.

Για πάνω από μισή χιλιετία, το κινεζικό μετάξι ήταν το καλύτερο ύφασμα του αρχαίου κόσμου. Ήταν ελαφρύτερο, πιο δυνατό και πιο λείο από οποιοδήποτε άλλο ύφασμα κατασκευασμένο από φυτικές ίνες ή ζωικά προϊόντα. Ως φυσική ίνα, το καλύτερο μετάξι ήταν αδιάβροχο, ανακλούσε το φως και διατηρούσε μια ελαστικότητα που απουσίαζε από τα λινά, τα βαμβακερά και τα μάλλινα υφάσματα.

Η Ρώμη συναντά το μετάξι

Για μέρες, συγκεντρωμένα πλήθη είχαν φτάσει στη Ρώμη απεγνωσμένα για μια ματιά από τον θρίαμβο του ανώτατου στρατηγού τους, Ιουλίου Καίσαρα, που επέστρεφε από τις ένδοξες κατακτήσεις του στη Γαλλία. Εκείνοι που είχαν φτάσει νωρίς για να εξασφαλίσουν μια καλή θέση τους κατά μήκος της διαδρομής της παρέλασης συνάντησαν ένα παράξενο και απροσδόκητο θέαμα. Την ημέρα των εορτασμών το 46 π.Χ., οι λινές τέντες του Ρωμαϊκού Φόρουμ είχαν αντικατασταθεί από κατασκευές  από εξαιρετικό κινεζικό μετάξι, βαμμένο σε ζωηρά χρώματα, για να ενισχύσει τη μεγαλοπρέπεια του επερχόμενου θεάματος. Ο Καίσαρας είχε απλώσει τέντες σε όλη τη Ρωμαϊκή Αγορά και την Ιερά Οδό, ξεκινώντας από την πολυτελή κατοικία του και φθάνοντας μέχρι τα κτήρια του Καπιτωλίου.

Το μετάξι θεωρήθηκε ακόμη πιο θαυμαστό και από την παράσταση των μονομάχων που προσέφερε ο Καίσαρας, ρίχνοντας πολύχρωμες ανταύγειες πάνω στα πλήθη και την παρέλαση, βάφοντας τον κόσμο με αυτοκρατορικά μωβ, στρατιωτικά κόκκινα και χρυσαφένια κίτρινα. 

Αλλά δεν έβλεπαν  όλοι οι άνθρωποι που είχαν μαζευτεί στα πλήθη το μετάξι ως σύμβολο του ρωμαϊκού θριάμβου. Πολλοί στρατιώτες θεωρούσαν την επίδειξη ως απερίσκεπτη σπατάλη χρημάτων που θα μπορούσαν  να είχαν προστεθεί στα στρατιωτικά τους μπόνους. Λεγόταν ότι οι πρώτοι Ρωμαίοι που είδαν κινεζικό μετάξι ήταν οι καταδικασμένοι λεγεωνάριοι στη Μάχη των Καρρών, υπό τις διαταγές του Ρωμαίου στρατηγού Μάρκου Κράσσου.

Μόλις επτά χρόνια νωρίτερα, το 53 π.Χ., ο Κράσσος είχε οδηγήσει ένα ρωμαϊκό στράτευμα στη Μεσοποταμία. Ήταν το πρώτο στάδιο στην κατάκτηση της αντίπαλης Παρθικής Αυτοκρατορίας, που κυβερνούσε την Περσία. Καθώς ο  παρθικός στρατός άρχισε την ιππική του προέλαση μέσα από την έρημη πεδιάδα, με ένα συγκεκριμένο σήμα, ξαφνικά απέρριψαν τα θαμπά καλύμματά τους για να αποκαλύψουν αστραφτερές πανοπλίες. Ταυτόχρονα, ξεδίπλωσαν φωτεινά χρωματιστά μεταξωτά λάβαρα.

Ο Κράσσος και οι λεγεώνες του παρακολούθησαν με φρίκη καθώς οι Πάρθοι προχώρησαν με μεταξωτά εμβλήματα να κυματίζουν δραματικά πάνω από τα κεφάλια των ιππέων τοξοτών και των βαριά θωρακισμένων λογχοφόρων. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο συγγραφέα Φλώρο, οι Πάρθοι προχώρησαν με τα λάβαρά τους να κυματίζουν με χρυσά και μεταξωτά εμβλήματα. Στη συνέχεια, χωρίς καμία καθυστέρηση, το ιππικό έκλεισε από όλες τις πλευρές, 

Τραϊανός και Γκαν Γινγκ

Το 97 μ.Χ., έχοντας διασχίσει τις καυτές ερήμους της νότιας Περσίας, ο Γκαν Γινγκ, πρεσβευτής των Χαν, στάθηκε τελικά στις  ακτές του Περσικού Κόλπου. Ο Γκαν Γινγκ είχε ήδη περάσει πολλές κοπιώδεις εβδομάδες διασχίζοντας την Εσωτερική Ασία στη μυστική του αποστολή. Οι κινεζικές υπηρεσίες πληροφοριών υπέδειξαν ότι μια νέα υπερδύναμη είχε αναδυθεί στη μακρινή δύση, ανάλογη της αυτοκρατορίας των Χαν σε μέγεθος πληθυσμού, ευημερία και στρατιωτική ικανότητα.

Πληροφοριοδότες ισχυρίστηκαν ότι η νέα αυτοκρατορία είχε δημιουργηθεί από υπάρχοντα βασίλεια, κατακτημένα από την εξουσία ενός μεγάλου ηγέτη, θυμίζοντας τον τρόπο με τον οποίο η Κίνα είχε ενωθεί από τη δυναστεία Τσιν. Κατά συνέπεια, η νέα αυτοκρατορία της απόμακρης Δύσης έλαβε το όνομα Ντα Τσιν – που μεταφράζεται καλύτερα ως «μια άλλη μεγάλη Κίνα».

Ο Γκαν Γινγκ είχε σχεδόν φτάσει στον προορισμό του. Είχε σχεδόν βρει μια διαδρομή προς τη Ρώμη. Ακολουθώντας τον Ευφράτη βόρεια θα έφτανε στα βαριά στρατιωτικοποιημένα ρωμαϊκά σύνορα. Η Legio IV Scythica, η 4η Σκυθική Λεγεώνα, είχε την έδρα της στο Ζεύγμα. Από εκείνη τη συνοριακή πόλη, ο πρεσβευτής των Χαν θα μπορούσε να μεταφερθεί απευθείας στη Ρώμη.

Αλλά καθώς οι πολιτισμοί συνέκλιναν, ο Γκαν Γινγκ κοίταξε πέρα από τα νερά του Κόλπου. Η φαινομενικά ατελείωτη έκταση γέννησε έναν μεγάλο φόβο μέσα του. Τι γινόταν αν… δεν υπήρχε τίποτα εκεί έξω; Όταν ο Γκαν Γινγκ ρώτησε αν θα μπορούσε να πλεύσει προς το Ντα Τσιν, έλαβε συγκεχυμένες απαντήσεις από τους πολλούς ξένους εμπόρους και ναυτικούς που ήταν παρόντες. 

Ο Γκαν Γινγκ δεν είχε την αποφασιστικότητα του Ζανγκ Τσιαν. Φθάνοτνας στο άκρο του γνωστού κόσμου, το οποίο ο Ζανγκ Τσιαν προσπέλασε, αυτός γύρισε πίσω. Η απέραντη θάλασσα κάνει πολλούς ανθρώπους να σκέφτονται τη χώρα τους και να τη νοσταλγούν.

Ο Γκαν Γινγκ δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι στεκόταν ακριβώς στην ίδια τοποθεσία όπου, μόλις δύο δεκαετίες αργότερα, θα στεκόταν ο αυτοκράτορας Τραϊανός της Ρώμης. Το 114 μ.Χ., ο Τραϊανός άρχισε την κατάκτηση της Παρθικής Αυτοκρατορίας, καταλαμβάνοντας την Αρμενία και τα μικρότερα βασίλεια της βόρειας Μεσοποταμίας. Οι  λεγεώνες βάδισαν στη Βαβυλωνία και το Βασίλειο του Χαρσάτσε παραδόθηκε στον Ρωμαίο αυτοκράτορα. Τη στιγμή της νίκης του, ο Τραϊανός ταξίδεψε στην ακτή του Περσικού Κόλπου και επιθεώρησε τα πλοία που αναχωρούσαν για την Ινδία. Ο αυτοκράτορας ήταν ήδη 60 ετών και ίσως άρχιζε να αισθάνεται την έναρξη της ασθένειας. Επιστρέφοντας στη Ρώμη, λίγο αργότερα, θα πάθαινε κάτι σαν εγκεφαλικό επεισόδιο, με αποτέλεσμα τον θάνατό του.

Η πρώτη άμεση επαφή: Ρωμαίοι πρεσβευτές στην Κίνα

Ξένοι είχαν φτάσει στα νότια σύνορα της Αυτοκρατορίας των Χαν. Εξαντλημένοι, προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με τους αξιωματούχους του λιμένα χρησιμοποιώντας μια άγνωστη γλώσσα και είχαν μεταφερθεί αμέσως στην κινεζική πρωτεύουσα Λουοϊάνγκ για έρευνα. Η Κίνα διοικούνταν τότε από μια τεράστια δημόσια υπηρεσία και το συγκρότημα του παλατιού των Χαν έμοιαζε με μια αυτόνομη πόλη γεμάτη με μελετητές, αρχειοθέτες, υπουργούς και γραφειοκράτες. Σύμφωνα με το Βιβλίο των Ύστερων Χαν, αυτοί οι άνδρες, με τα παράξενα ενδύματά τους και τα κοντοκομμένα μαλλιά τους, ήταν Ρωμαίοι εκπρόσωποι του  Μάρκου Αυρηλίου Αντωνίνου, και μετά από προσεκτική ανάκριση, στους ξένους εκπροσώπους χορηγήθηκε ακρόαση με τον αυτοκράτορα των Χαν και κλήθηκαν στην περίτεχνη Εσωτερική Αυλή.

Το 161 μ.Χ., η Παρθία κήρυξε πόλεμο στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, εξοντώνοντας μια λεγεώνα στην Αρμενία και αφήνοντας τον κυβερνήτη της Καππαδοκίας νεκρό στο πεδίο της μάχης. Μετά από μισό αιώνα ειρήνης και σταθερότητας, οι λεγεώνες είχαν βαρεθεί και προετοιμάζονταν για να εξαλείψουν τελικά την παρθική απειλή. Η Ρώμη πήγαινε σε πόλεμο και χρειαζόταν συμμάχους στα ανατολικά.

Για εκείνους που ήταν αρκετά θαρραλέοι να αναλάβουν ένα ταξίδι στο επικίνδυνο άγνωστο, η θάλασσα παρείχε μια άμεση διαδρομή προς τη μακρινή Ανατολή. Είχαν υπάρξει σημαντικές εξελίξεις από την εποχή του Περίπλου. Τα ρωμαϊκά πλοία έπλεαν τώρα γύρω από τη Σρι Λάνκα για να επισκεφθούν την ανατολική Ινδία και να διασχίσουν τον Κόλπο της Βεγγάλης.

Το θαλάσσιο ταξίδι από την Αίγυπτο στην Κίνα θα εκτεινόταν σε ένα τέταρτο της υδρογείου και θα διέσχιζε 8.000 μίλια θάλασσας. Οι άνδρες που επέλεξε ο Μάρκος Αυρήλιος πρέπει να είχαν αποδεχτεί την αποστολή με ανησυχία: το ταξίδι στο μακρινό άγνωστο και την εγκαθίδρυση άμεσων σχέσεων με μια μυστηριώδη, εξοπλισμένη με ατσάλι αυτοκρατορία. Έτσι, το 166 μ.Χ., ένα ρωμαϊκό πλοίο περιέπλευσε και διέσχισε τον Κόλπο της Ταϊλάνδης για να εισέλθει στη Νότια Κινεζική Θάλασσα.Οι δύο μεγαλύτερες αυτοκρατορίες του αρχαίου κόσμου επρόκειτο να έρθουν για πρώτη φορά σε επαφή. Οι εξαντλημένοι Ρωμαίοι που έφτασαν στο λιμάνι θα είχαν δει πολυάριθμο στρατιωτικό προσωπικό, ντυμένο με παράξενες στολές και κρατώντας άγνωστα όπλα. Αυτοί οι ταραγμένοι ταξιδιώτες συνειδητοποίησαν ότι αυτοί δεν ήταν ένας απλός εμπορικός εταίρος, ένας ακόμη λαός που θα υποτασσόταν. Είχαν να κάνουν με μια τεράστια, στρατιωτικοποιημένη αυτοκρατορία, όπως ακριβώς ήταν και η Ρώμη.

Οι θανατηφόρες συνέπειες της σύνδεσης

Η συνάντηση ολοκληρώθηκε και οι Αντωνίνοι πρεσβευτές συνοδεύθηκαν πίσω στο πλοίο τους που περίμενε. Αν και οι Κινέζοι προετοιμάστηκαν για περαιτέρω επαφή, κανένας στόλος ρωμαϊκών πλοίων δεν ήρθε ποτέ. Κανείς δεν έφτασε, ούτε καν έμποροι σε αναζήτηση νέων επικερδών εμπορικών ευκαιριών.

Εάν αυτοί οι πρεσβευτές είχαν επιστρέψει με ασφάλεια στην Αίγυπτο, θα είχαν βρει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε μια πρωτοφανή, θανάσιμη κρίση. Το 165 μ.Χ., αφού οι λεγεώνες εισέβαλαν επιτυχώς στην Παρθική Αυτοκρατορία, κατέλαβαν την πρωτεύουσα Σελεύκεια και τη Βαβυλωνία. Αλλά κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών είχε ξεσπάσει μια άγνωστη ασθένεια μεταξύ των στρατευμάτων.

Μια προγονική μορφή ευλογιάς σκότωσε έως το ένα τρίτο των ανθρώπων στις πληγείσες περιοχές. Αυτά τα στοιχεία επιβεβαιώνονται από αρχεία παπύρων φόρου που αναφέρουν τη διαθέσιμη εργατική δύναμη σε ορισμένα αγροτικά χωριά. Ορισμένα αγροτικά κέντρα έχασαν πάνω από το 70% του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού τους, καθώς οι άνθρωποι έφευγαν από τις αγροτικές περιουσίες που απειλούνταν από τη μόλυνση.

Τα ποσοστά θνησιμότητας ήταν υψηλότερα σε μεγάλες πόλεις, συμπεριλαμβανομένης της Αλεξάνδρειας και της Ρώμης, οι οποίες είχαν υψηλές θερμοκρασίες για παρατεταμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Ένας ακόμη κρίσιμος  παράγοντας για τα υψηλά ποσοστά μόλυνσης ήταν ότι η ρωμαϊκή κοινωνία ενθάρρυνε τα δημόσια λουτρά ως μαζική ψυχαγωγική δραστηριότητα.

Στην άλλη πλευρά του κόσμου, η ίδια ασθένεια είχε ήδη χτυπήσει την αυτοκρατορία των Χαν. Οι Κινέζοι την είχαν ονομάσει «βαρβαρικά στρογγυλοκέφαλα» επειδή η μόλυνση, που εξαπλώθηκε αρχικά από τους λαούς της στέπας, προκαλούσε την εμφάνιση πολυάριθμων οδυνηρών φουσκαλών στο δέρμα των ασθενών.

Οι κινεζικές καταγραφές επιβεβαιώνουν ότι το 162 μ.Χ. αυτή η πανδημία σκότωσε ή άφησε ανάπηρο το  ένα τρίτο των στρατευμάτων των Χαν στα βόρεια σύνορα. Από το 170 μ.Χ. και μετά, μια επαναστατική ταοϊστική αίρεση άρχισε να αποκτά επιρροή στην κινεζική κοινωνία. Αυτό το μαζικό κίνημα ηγείτο από μια αίρεση χαρισματικών ιατρών πίστης που σχεδίαζαν να καταλάβουν τη κυβερνητική εξουσία από τη δυναστεία των Χαν. Δήλωσαν ότι το καθεστώς των Χαν είχε χάσει την εύνοια  του Ουρανού και η εξέγερσή τους θα αποκαθιστούσε την υγεία, τη ζωτικότητα και την ευημερία στον κόσμο που κατέρρεε.

Οι υποστηρικτές αυτού του κινήματος φορούσαν ως διακριτικό γνώρισμα πέντε χρυσαφένιες κίτρινες λωρίδες υφάσματος γύρω από τα κεφάλια τους. Από εκεί πήραν την ονομασία «Κίτρινα Μαντίλια». «Ο Μπλε Ουρανός πέθανε. Ο Κίτρινος Ουρανός έρχεται», έλεγαν. Και το 184 μ.Χ., τα Κίτρινα Μαντίλια ηγήθηκαν μιας βίαιης λαϊκής εξέγερσης ενάντια στην κυβέρνηση των Χαν, στην οποία συμμετείχαν εκατομμύρια αγρότες και χιλιάδες στρατιώτες.

Το τέλος μιας εποχής: Η κατάρρευση των αυτοκρατοριών

Για να αποκαταστήσει την τάξη, το καθεστώς των Χαν έδωσε μεγαλύτερες πολιτικές, στρατιωτικές και φοροσυλλεκτικές εξουσίες στις επαρχιακές κυβερνήσεις, τους τοπικούς ηγέτες και τους εξέχοντες Κινέζους στρατηγούς. Αυτοί οι νέοι πολέμαρχοι κατέστειλαν την Εξέγερση των Κίτρινων Μαντιλιών, αλλά στη συνέχεια πολέμησαν για να διεκδικήσουν την εξουσία για τον εαυτό τους, χωρίζοντας έτσι την Κινεζική Αυτοκρατορία σε ανταγωνιστικές φατρίες που διοικούσαν μεγάλες περιοχές ως αυτοδιοικούμενα τμήματα.

Η Αυτοκρατορία κατακερματίστηκε, η Κίνα έπαψε να κοιτάζει προς τη μακρινή Δύση, και η μυστηριώδης γη του Ντα Τσιν έγινε θρύλος. Κατά τη διάρκεια αυτής της ταραγμένης εποχής, η δυναστεία των Χαν κατέρρευσε, οι Πάρθοι ανατράπηκαν και η Κουσάν Αυτοκρατορία διαλύθηκε. Η Ρώμη επέζησε, αλλά η πανδημία σηματοδότησε την αρχή του τέλους. Τουλάχιστον της Δυτικής Αυτοκρατορίας.

Στην Ανατολή, οι ελληνόφωνες επαρχίες σχημάτισαν την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όπου άκμασε ο Βυζαντινός πολιτισμός ως συγκερασμός ελληνικών, ρωμαϊκών και χριστιανικών παραδόσεων. Τον 6ο αιώνα, δύο καλόγεροι που επέστρεφαν από την Κίνα έφεραν στην Αυλή του Ιουστινιανού πληροφορίες που θα μπορούσαν να αλλάξουν ολόκληρη τη δυναμική της αρχαίας παγκόσμιας οικονομίας. Γιατί οι μοναχοί ισχυρίστηκαν ότι γνώριζαν τι ακριβώς ήταν το μετάξι και πώς κατασκεύαζαν υφάσματα από τις ίνες του. Είχαν παρακολουθήσει τη διαδικασία από κοντά και πίστευαν ότι θα μπορούσαν να αναπαράγουν αυτές τις ειδικευμένες τεχνικές.

Στην κινεζική πόλη Σουρίντα, είχαν παρατηρήσει το ανατολίτικο μυστικό: την κατασκευή λεπτών υφασμάτων από ειδικά αιχμάλωτα έντομα, τους μεταξοσκώληκες. Με αυτοκρατορική υποστήριξη, οι μοναχοί προσφέρθηκαν να επιστρέψουν στη Σουρίντα για να φέρουν ορισμένα από τα πλάσματα που απαιτούνταν για τη δημιουργία αυτού του προϊόντος υψηλής αξίας.

Τα γκρίζα αυγά του μεταξοσκώληκα δεν ήταν μεγαλύτερα από το κεφάλι μιας καρφίτσας και τα μικροσκοπικά έντομα που εκκολάπτονταν ζύγιζαν μετά βίας μισό χιλιοστόγραμμο – ωστόσο, θα εξελίσσονταν σε μεγάλες προνύμφες πριν φτιάξουν τα κουκούλια τους. Αυτά ήταν που παρείχαν την ίνα για τη μεταξωτή κλωστή.

Οι μοναχοί επέστρεψαν στη Σουρίντα και έφεραν αυγά στο Βυζάντιο, εγκαθιδρύοντας την παραγωγή μεταξιού στη Δύση. Από αυτά, η Κωνσταντινούπολη ανέπτυξε τη δική της ζωηρή βιομηχανία μεταξιού, εμπλουτίζοντας την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και μετατοπίζοντας το ισοζύγιο της οικονομικής ισχύος από την Περσία.

Οι Δρόμοι του Μεταξιού συνέδεαν την ελληνική κληρονομιά στην Κεντρική Ασία με τις απομακρυσμένες φιλοδοξίες της Κίνας για σχεδόν χίλια χρόνια. Το ατσάλι των Πάρθων πολεμάρχων είχε εμποδίσει τη ρωμαϊκή επέκταση και είχε εξασφαλίσει ότι οι λεγεώνες τους ποτέ δεν  θα έφταναν στα απομακρυσμένα πεδία μαχών της Βακτριανής . 

Η Ρώμη, επομένως, δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει τις ανατολικές κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι ρωμαϊκές πόλεις και οι φρουριακές εταιρείες δεν εμφανίστηκαν ποτέ στα σύνορα της Φεργκάνας για να προκαλέσουν την κινεζική υπεροχή. Παρόλα αυτά, τα εμπορικά δίκτυα που εγκαθιδρύθηκαν μέσω των Δρόμων του Μεταξιού παρέδωσαν πόρους, και δημιούργησαν κέρδη και μια τεράστια διασυνδεδεμένη παγκόσμια οικονομία.

Αυτό έφερε τις τεράστιες αυτοκρατορίες της Ρώμης και της Κίνας σε ειρηνική επαφή μέσω του εμπορίου αντί μέσω πολέμου. Φυσικά, ένας διασυνδεδεμένος κόσμος ενέχει μεγάλες προκλήσεις, και οι ίδιες διαδρομές μέσω των οποίων μεταφέρονταν θαύματα από την ανατολή προς τη δύση και από τη δύση προς την ανατολή, ήταν επίσης και δίοδοι για καταστροφικές επιδημίες και κύματα χάους. 

Και ίσως τελικά αυτή να ήταν η αληθινή σημασία των αρχαίων Δρόμων του Μεταξιού, που συνέδεσαν τους πολιτισμούς της Κίνας των Χαν και της Αυτοκρατορικής Ρώμης. Τα προγονικά θεμέλια της διασυνδεσιμότητας του κόσμου μας.