Η ελληνική Epoch Times μεταφράζει κατά τμήματα το «Όνειρο Πορφυρών Δωματίων».
Το «Όνειρο Πορφυρών Δωματίων» είναι ένα από τα τέσσερα μεγάλα λογοτεχνικά βιβλία της Κίνας.
Γράφτηκε περί το 1760 από τον Τσάο Σιουε-τσιν, κατά την Δυναστεία Τσινγκ (1644-1911).
Μπορείτε να διαβάσετε τα υπόλοιπα τμήματα του βιβλίου εδώ.
«Δεν γνωρίζεις τους λόγους (που με ωθούν να σε προειδοποιήσω)», απάντησε η κυρία Γουάνγκ γελώντας. «Είναι τόσο διαφορετικός από τους άλλους, απλώς επειδή από την παιδική του ηλικία έως τώρα, τον έχει καλομάθει η πρώτη κυρία μας! Έχει πραγματικά γίνει κακομαθημένος, αφήνοντάς τον τόσο πολύ να είναι στην παρέα των θηλυκών εξαδέλφων του! Αν οι εξαδέλφες του δεν του δίνουν σημασία, είναι πάντοτε κάπως σε τάξη, αλλά την μέρα που οι εξαδέλφες του λένε μία λέξη παραπάνω σε αυτόν από τα συνηθισμένα, πρόβλημα εμφανίζεται αμέσως, λόγω της εκρήξεως χαράς στην καρδιά του. Για αυτό σε συμβουλεύω να μην του δίνεις σημασία. Το στόμα του, κάποιες φορές, βγάζει γλυκές λέξεις και εκφράσεις μελιστάλακτες· και άλλες, όπως ο ουρανός χωρίς ήλιο, γίνεται ένας έξαλλος ανόητος· έτσι ό,τι κι αν κάνεις, μην πιστεύεις όλα όσα λέει.»
Η Ταϊ-γιού κατένευε σε κάθε συμβουλή την ώρα που ακουγόταν, όταν ξαφνικά είδε μια κόρη προσωπικού να εισέρχεται. «Η αξιότιμη δεσποσύνη της εκεί», είπε, «με έστειλε να ενημερώσω για το βραδινό γεύμα.»
Η κυρία Γουάνγκ πήρε γρήγορα την Ταϊ-γιού από το χέρι, και βγαίνοντας από την πόρτα του πίσω δώματος, κατευθύνθηκαν ανατολικά μέσω της βεράντας στο πίσω μέρος. Περνώντας την παράπλευρη πόρτα, ήταν ένας δρόμος, σε προσανατολισμό βορρά νότου. Στην νότια πλευρά ήταν ένα κτίσμα με τρία διαμερίσματα και μια Αίθουσα Υποδοχής με κιονοστοιχία. Στον βορρά, έστεκε ένας μεγάλος τοίχος διαχωρισμού, βαμμένος λευκός· πίσω του ήταν ένα πολύ μικρό κτίσμα, με μια πόρτα μισού μεγέθους.
«Αυτά είναι τα δώματα της ξαδέλφης σου Φενγκ», εξήγησε η κυρία Γουάνγκ στην Ταϊ-γιού, καθώς τα έδειχνε χαμογελώντας. «Θα γνωρίζεις στο μέλλον τον δρόμο για να έρχεσαι να την βρίσκεις· και αν ποτέ σου λείπει κάτι, να θυμηθείς να της το αναφέρεις, και θα το τακτοποιήσει.»
Στην θύρα αυτής της αυλής, ήταν επίσης αρκετοί νέοι, που είχαν πρόσφατα δέσει τις τούφες των μαλλιών τους, οι οποίοι έριξαν τα χέρια τους στα πλευρά, και στάθηκαν σε μια θέση σεβασμού. Η κυρία Γουάνγκ τότε οδήγησε την Ταϊ-γιού από το χέρι σε έναν διάδρομο, πηγαίνοντας γρήγορα ανατολικά και δυτικά, στην πίσω αυλή της κυρίας Τζια. Όταν εισήλθαν από την πόρτα της ομάδας των πίσω δωματίων, είδαν να στέκονται ήδη εκεί ένας μεγάλος αριθμός προσωπικού, οι οποίοι όταν είδαν την κυρία Γουάνγκ να καταφθάνει, άρχισαν να ετοιμάζουν τραπέζια και καρέκλες.
Η γυναίκα του Τζια Τσου, πρώην Λι, σέρβιρε τα τρόφιμα, ενώ η Σι-φενγκ έβαλε τα ξυλάκια φαγητού, και η κυρία Γουάνγκ έφερε την σούπα. Η πρώτη κυρία Τζια καθόταν μόνη της στο ντιβάνι, στον κύριο χώρο του διαμερίσματος, στις δύο πλευρές του οποίου ήταν δύο άδειες καρέκλες.
Η Σι-φενγκ έκανε αμέσως νόημα στην Ταϊ-γιου, για να καθίσει στην πρώτη καρέκλα στα αριστερά, αλλά η Ταϊ-γιού σταθερά και παραχωρητικά αρνήθηκε.
«Οι θείες και αδελφές (εξ αγχιστείας) σου, που στέκονται στα δεξιά και αριστερά», εξήγησε η πρώτη κυρία Τζια χαμογελώντας, «δεν θα πάρουν το γεύμα τους εδώ, και καθώς είσαι φιλοξενούμενη, είναι μόνο πρέπον να πάρεις την θέση.»
Τότε μόνο η Ταϊ-γιού ζήτησε άδεια να καθίσει, και κάθισε στην καρέκλα.
Η κυρία Γουάνγκ παρομοίως κάθισε με την προτροπή της γηραιάς κυρίας Τζια· και οι τρεις ξαδέλφες, η Γινγκ-τσουν και οι άλλες, προσμένοντας για άδεια να καθίσουν, πλησίασαν, και η Γινγκ Τσουν πήρε την πρώτη καρέκλα στα δεξιά, η Ταν Τσουν την δεύτερη, και η Σι Τσουν την δεύτερη στα αριστερά. Κόρες προσωπικού στέκονταν δίπλα κρατώντας στα χέρια τους κουπάκια, μπολάκια και μαντήλια, ενώ η κ. Λι και η κυρία Φενγκ, οι δυο τους, κάθισαν κοντά στο τραπέζι συμβουλεύοντάς τες τι να φάνε, και προτρέποντάς τες να σερβιριστούν.
Στα εξωτερικά διαμερίσματα, οι παντρεμένες γυναίκες και οι κόρες που τα φρόντιζαν, ήταν, είναι αλήθεια, πολλές σε αριθμό· αλλά ούτε ο ήχος της φωνής ενός κορακιού δεν μπορούσε να ακουστεί.
Τελειώνοντας το δείπνο, σε κάθε μία προσφέρθηκε από μια κόρη τσάι σε ένα μικρό τραπεζάκι· αλλά η οικογένεια Λιν είχε εξ αρχής εντυπώσει στο μυαλό της κόρης της ότι για να δείξει κατάλληλη φροντίδα στην χαρά, και για να διατηρήσει καλή υγεία, ήταν απαραίτητο, μετά από κάθε γεύμα, να περιμένει λίγο, πριν πιει τσάι, ώστε να μην προκληθεί καμία ζημία στα έντερα. Όταν, τότε, η Ταϊ-γιού αντιλήφθηκε πόσες συνήθειες σε αυτήν την οικογένεια ήταν διαφορετικές από αυτές στο σπίτι της, δεν είχε εναλλακτική παρά να συμμορφωθεί σε κάποιον βαθμό σε αυτές. Παίρνοντας το ποτηράκι τσαγιού, προσωπικό ήρθε και τους έδωσε μικρά μπολ για να ξεπλύνουν το στόμα τους, και η Ταϊ-γιού ξέπλυνε επίσης το δικό της· και αφότου όλοι έπλυναν τα χέρια τους, τσάι σερβιρίστηκε για δεύτερη φορά, και αυτό ήταν τελικά, το βασικό τσάι.
«Μπορείτε όλοι να αποχωρήσετε», είπε η πρώτη κυρία Τζια, «και αφήστε μας μόνες να μιλήσουμε.»
Η κυρία Γουάνγκ σηκώθηκε την στιγμή που άκουσε αυτές τις λέξεις, και κάνοντας μερικά τετριμμένα σχόλια, έφυγε πρώτη από το δωμάτιο μαζί με τις δύο κυρίες, κ. Λι και κυρία Φενγκ.
Η πρώτη κυρία Τζια, ρωτώντας την Ταϊ-γιού ποια βιβλία διαβάζει, «μόλις άρχισα να διαβάζω τα Τέσσερα Βιβλία», απάντησε η Ταϊ-γιού. «Ποια βιβλία διαβάζουν οι ξαδέλφες μου;» ρώτησε μετά η Ταϊ-γιού.
«Βιβλία!» αναφώνησε η κυρία Τζια· «το μόνο που ξέρουν είναι μερικά ιδεογράμματα, αυτό είναι όλο.»
Η πρόταση μόλις που είχε φύγει από τα χείλη της, όταν ένας συνεχής ήχος βημάτων άρχισε να ακούγεται από έξω, και μια κόρη εισήλθε και ανακοίνωσε ότι ο Παο-γιού (Πολύτιμος Νεφρίτης [1]) έρχεται. Η Ταϊ-γιού προσπαθούσε να επιλύσει στο μυαλό της πως και αυτός ο Παο-γιού είχε γίνει ένας τόσο καλός σε τίποτα τύπος, όταν αυτός εμφανίστηκε στο δωμάτιο.
Ήταν, στην πραγματικότητα, ένας νεαρός άντρας τρυφερών χρόνων, φορούσε στο κεφάλι, για να κρατά τα μαλλιά, ένα καπέλο χρυσού μιας μωβίζουσας λάμψης, διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους. Παράλληλα με τα φρύδια του ήταν ένα στεφάνι, με χρυσές διακοσμήσεις, στο σχήμα δύο δράκων που πιάνουν ένα μαργαριτάρι. Φορούσε ένα βαθύ ερυθρό χιτώνιο με μανίκια τοξοβολίας, με εκατοντάδες πεταλούδες δουλεμένες με χρυσό δύο διαφορετικών αποχρώσεων, αναμεμειγμένες με άνθη· και στερεωνόταν με μια ζώνη πολύχρωμου μεταξιού, με ομάδες σχεδίων, στις οποίες ήταν προσαρμοσμένα μακριά κρόσσια· είδος ζώνης που φορούσαν στο παλάτι. Πάνω από όλα, είχε ένα κροσσωτό γιαπωνέζικο κεντημένο σατέν πανωφόρι σε χρώμα ανάμειξης σχιστόλιθου κυανού, με οκτώ ομάδες ανάγλυφων ανθών· και φορούσε γαλανά σατέν με λευκές σόλες ημιεπίσημα υποδήματα παλατιού.
Το πρόσωπό του ήταν σαν την πανσέληνο στα μέσα φθινοπώρου· το χρώμα του, σαν πρωινά λουλούδια την άνοιξη· τα μαλλιά στους κροτάφους του, σαν σκαλισμένα με μαχαίρι· τα φρύδια, σαν σχεδιασμένα με μελάνι· η μύτη του σαν κρεμασμένη χοληδόχος κύστη (καθαρά σχηματισμένη και όμορφη)· τα μάτια του σαν εαρινά κύματα· το θυμωμένο ύφος του θύμιζε ακόμα και χαμόγελο· το βλέμμα του, ακόμα και όταν ήταν αυστηρό, ήταν γεμάτο συναίσθημα.
Γύρω από τον λαιμό του είχε ένα περιδέραιο χρυσού δράκου με κρόσσι· επίσης ένα νήμα πολύχρωμου μεταξιού, στο οποίο ήταν δεμένο ένα κομμάτι πανέμορφου νεφρίτη.
Μόλις η Ταϊ-γιού αντιλήφθηκε την παρουσία του, εξεπλάγη. «Πόσο πολύ περίεργο!» σκεφτόταν στο μυαλό της· «μοιάζει σαν να τον είχα δει κάπου, το πρόσωπό του μοιάζει εξαιρετικά οικείο στα μάτια μου·» όταν είδε τον Παο-γιού να στέκεται μπροστά στην κυρία Τζια και να δίνει τον χαιρετισμό του. «Πήγαινε να δεις την μητέρα σου και μετά έλα πάλι», είπε η σεβάσμια δεσποσύνη· και αμέσως έκανε στροφή και αποχώρησε από το δωμάτιο.
Στην επιστροφή του, είχε ήδη αλλάξει το καπέλο του και τα ενδύματα. Γύρω στο κεφάλι του, κρέμονταν σε μικρό μήκος μαλλιά, πλεγμένα σε μικρές ουρές, και δεμένα με κόκκινο μετάξι. Οι ουρές συγκεντρώνονταν πάνω στην κορυφή, και όλα τα μαλλιά που μεγάλωναν από την γέννησή του, ήταν πλεγμένα σε μια χοντρή ουρά, που έμοιζε τόσο μαύρη και απαστράπτουσα όσο το βερνίκι. Μεταξύ της κορυφής του κεφαλιού και του τέλους της ουράς, κρεμόταν ένα νήμα τεσσάρων μεγάλων μαργαριταριών, με χρυσά μενταγιόν, που αναπαριστούσαν τα οκτώ πολύτιμα πράγματα. Στο σώμα του, φορούσε ένα μακρύ ελαφρώς αργυρό ερυθρό πανωφόρι, κάπως παλιό, γεμάτο κεντήματα ανθών. Είχε ακόμα γύρω από τον λαιμό του το περιδέραιο, τους πολύτιμους λίθους, το φυλαχτό του Καταγεγραμμένου Ονόματος, φυλακτήρια Γραφών, και άλλα στολίδια. Κάτω ήταν μερικώς εμφανή κεντητά παντελόνια σε χρώμα κώνου ελάτου, κάλτσες με μαύρα σχέδια, με στολισμένες άκρες, και ένα ζεύγος βαθυκόκκινων υποδημάτων με χοντρή σόλα.
Το πρόσωπό του παρουσίαζε μια ακόμα πιο λευκή εμφάνιση, σαν βαμμένο, και τα μάτια του σαν να είχαν σχεδιαστεί με γαρίφαλο. Καθώς γυρνούσε τα μάτια του, πλημμύριζαν με αγάπη. Όταν έβγαζε κάποια λέξη, έμοιαζε να χαμογελάει. Αλλά το κυρίως φυσικό ευχάριστο χαρακτηριστικό ήταν εστιασμένο στην καμπύλη των φρυδιών του. Τα δέκα χιλιάδες και ένα τρυφερά συναισθήματα, καλλιεργημένα από αυτόν σε όλη την ύπαρξή του, ήταν όλα συγκεντρωμένα στις άκρες των ματιών του.
Η εξωτερική του εμφάνιση μπορεί να ήταν ευχάριστη στον ανώτατο βαθμό, αλλά δεν ήταν εύκολη υπόθεση να καταλάβεις τι υπήρχε από κάτω της.
Υπάρχουν μερικά ρεφρέν, που συνέθεσε ένας μεταγενέστερος ποιητής (βάσει του εξαιρέτου ρυθμού τού) Σι Τσιανγκ Γιουέ, που παρουσιάζουν τον Παο-γιού με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο.
Το τραγούδι είναι ως εξής:
Χωρίς αιτία σε θλίψη, πάθος δοσμένος,
Ανόητος, πολλές φορές χαμένος,
Εμφάνιση σαν άγαλμα χρυσό,
μα πάλευε πολύ μες το μυαλό:
Με σύγχυση στον νου μπορεί να δει;
Σαν βλαξ! Για βιβλία θέληση οκνηρή!
Ανήσυχος, στον τρόπο οξύθυμος·
Για συμβουλή φίλων απρόθυμος,
Σαν πλούσιος, χαρά δεν είχε οικεία,
Φτωχός, δεν υποκύπτει στην πενία
Φευ! Σπατάλη λάμψης ακριβής!
Στην πολιτεία ντροπή, στους συγγενείς!
Στην καλοπέραση ήταν το μυαλό,
Ασέβεια σε προγόνους όλη εδώ,
Ω νέε, τρυφηλέ με χρήμα, θέσεις,
Προσοχή! Στα βήματά του μην εκπέσεις!
Αλλά ας συνεχίσουμε στην ιστορία μας.
«Πήγες και άλλαξες τα ρούχα σου», παρατήρησε η κυρία Τζια, «πριν σε συστήσω στην μακρινή φιλοξενούμενη. Γιατί δεν χαιρετάς την ξαδέλφη σου;»
Ο Παο-γιού είχε εδώ και ώρα αντιληφθεί την παρουσία μιας υπέροχα όμορφης νεαρής κυρίας, η οποία, είχε καταλήξει μέσα του, δεν θα έπρεπε να ήταν άλλη από την κόρη του θείου του Λιν. Βιάστηκε να πάει προς αυτήν, και έκανε μια υπόκλιση· και αφότου την χαιρέτησε και είπαν τα βασικά, κάθισε στην θέση του, από όπου εξέτασε προσεκτικά τα χαρακτηριστικά της, (τα οποία βρήκε) τόσο διαφορετικά από αυτά κάθε άλλης κόρης.
Τα δύο καμπύλα φρύδια της, πυκνά σαν σύννεφα καπνού, έφεραν έναν κάποιον όχι πολύ έντονο θυμωμένο αέρα. Είχε ένα ζευγάρι ματιών, που είχαν μια χαρούμενη, αλλά και θα έλεγε κάποιος, θλιμμένη έκφραση, υπερχειλίζοντα συναισθήματος. Στο πρόσωπό της φαινόταν εντυπωμένη θλίψη στις δύο παρειές με τους γελασίνους. Ήταν όμορφη, αλλά το όλο της παράστημα ήταν θήραμα κληρονομικής ασθένειας. Τα δάκρυα στα μάτια της έλαμπαν σαν μικρά στίγματα. Η αρωματική αναπνοή της ήταν τόσο απαλή. Ήταν τόσο συνεσταλμένη όσο ένα αξιαγάπητο λουλούδι που ανακλάται στο νερό. Η φιγούρα της θύμιζε μια αδύναμη ιτιά, ταραγμένη από τον άνεμο. Η καρδιά της, σε σύγκριση με αυτήν της Πι Καν, είχε ένα επιπλέον άνοιγμα ευφυΐας· αν και η ασθένειά της υπερείχε κατά τρεις βαθμούς της ασθένειας της Σι-Τζου.
Ο Παο-γιού, έχοντας καταλήξει στην εξέτασή του, χαμογέλασε και είπε: «Αυτήν την ξαδέλφη την έχω δει παλιότερα.»
«Να ‘σαι πάλι με τις ανοησίες σου», φώναξε η κυρία Τζια, σαρκαστικά· «πως γίνεται να την έχεις δει παλιότερα;»
«Αν και δεν την είχα δει, πριν από σήμερα», εξήγησε ο Παο-γιού με μειδίαμα, «όταν όμως κοιτάω το πρόσωπό της, μοιάζει τόσο οικείο, και στο μυαλό μου, φαίνεται σαν να είμαστε παλιοί γνωστοί· σαν να συναντιόμαστε και πάλι μετά από έναν μακρύ αποχωρισμό.»
«Αυτό είναι εντάξει!» είπε η πρώτη κυρία Τζια· «αν είναι έτσι, θα είστε οι πιο κοντινοί.»
Ο Παο-γιού, τότε, πήγε στην Ταϊ-γιού, και καθήμενος δίπλα της, συνέχισε να την κοιτάει πάλι με κάθε προσοχή για αρκετό διάστημα.
«Έχεις διαβάσει καθόλου βιβλία, ξαδέλφη;» ρώτησε.
«Δεν έχω μέχρι τώρα», απάντησε η Ταϊ-γιού, «διαβάσει κάποιο βιβλίο, καθώς πήγα σχολείο μόνο για έναν χρόνο· το μόνο που ξέρω είναι απλώς μερικά ιδεογράμματα.»
«Ποιο είναι το άξιο όνομά σου, ξαδέλφη;» ρώτησε στην συνέχεια ο Παο-γιού· και η Ταϊ-γιού του είπε γρήγορα το όνομά της.
«Το στυλ σου;» ρώτησε ο Παο-γιού· στην οποία ερώτηση η Ταϊ-γιού απάντησε: «Δεν έχω όνομα στυλ.»
«Θα σου δώσω ένα»,πρότεινε ο Παο-γιού χαμογελώντας· «δεν θα ήταν το διπλό στυλ “Πιν Πιν”, “πλεκτές οφρύες” πολύ κατάλληλο;»
«Από ποιο μέρος των βασικών βιβλίων προέρχεται αυτό;» παρεμβλήθηκε βιαστικά η Ταν-τσουν.
«Υπάρχει στο “Βαθιά έρευνα στην κατάσταση Δημιουργίας από τις αρχαίες εποχές ως το σήμερα”», εξήγησε τότε ο Παο-γιού, «και λέγεται ότι στο δυτικό τμήμα, υπάρχει ένας λίθος με όνομα Τάι (μέλας), που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, αντί για μελάνι, για να σκουρύνει τις οφρύς. Επίσης τα οφρύδια αυτής της εξαδέλφης στενεύουν με κάποιον τρόπο, σαν να έχουν συσταλεί, και έτσι η επιλογή αυτών των δύο ιδεογραμμάτων είναι η πιο κατάλληλη, δεν είναι;»
«Αυτή είναι άλλη μία αντιγραφή, φοβούμαι», παρατήρησε η Ταν-τσουν, με ένα ειρωνικό μειδίαμα.
«Εκτός από τα Τέσσερα Βιβλία», είπε ο Παο-γιού χαμογελαστός, «τα περισσότερα έργα είναι αντιγεγραμμένα· και είμαι μόνο εγώ μήπως που αντιγράφω; Έχεις κάποιον νεφρίτη ή όχι;» ρώτησε μετά, απευθυνόμενος στην Ταϊ-γιού, (προς σάστισμα) όλων που δεν καταλάβαιναν τι εννούσε.
«Είναι επειδή έχει αυτός έναν νεφρίτη», σκέφτηκε τότε η Ταϊ-γιού μέσα στο μυαλό της, «που με ρωτά αν έχω έναν ή όχι. – Όχι· δεν έχω», απάντησε. «Αυτός ο νεφρίτης που έχεις είναι επίσης ένα σπάνιο αντικείμενο, και πως θα μπορούσε ο καθένας να έχει έναν;»
Παραπομπές
[1]:
ΣτΜ: Το όνομα Παο-γιού προφέρεται «Παο-yü», ανάμεσα σε «γιου» και «γι».
«Πάο» σημαίνει πολύτιμος, «γιου» νεφρίτης.