Σάββατο, 21 Δεκ, 2024

Η Κίνα εγκλωβίζει 1,6 εκατομμύρια ανθρώπους μετά την ανεύρεση 1 κρούσματος COVID-19

Η πόλη Γιονγκτσένγκ στην κεντρική επαρχία Χενάν μπήκε σε lockdown τη Δευτέρα, αφού ένας κάτοικος διαγνώστηκε με COVID-19 την προηγούμενη ημέρα.

Στο πλαίσιο του lockdown, οι αρχές της πόλης διέταξαν ότι όλοι οι 1,6 εκατομμύρια κάτοικοι πρέπει να κάνουν τουλάχιστον μία εξέταση νουκλεϊκού οξέος από τη Δευτέρα έως την Τετάρτη και ότι μόνο ένα άτομο ανά νοικοκυριό επιτρέπεται να βγαίνει καθημερινά από το σπίτι για να κάνει δουλειές.

Επίσης, σύμφωνα με τους κανόνες lockdown, δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς και όλα τα καταστήματα, οι εταιρείες, τα εστιατόρια και τα συνεδριακά κέντρα πρέπει να είναι κλειστά.

Επιτρέπεται να λειτουργούν μόνο τα παντοπωλεία, τα φαρμακεία και τα νοσοκομεία, αλλά τα φαρμακεία δεν επιτρέπεται να πωλούν φάρμακα για την αντιμετώπιση του πυρετού ή του βήχα, ούτε φάρμακα κατά των ιώσεων και των αντιβιοτικών.

Οι αρχές εγκατέστησαν επίσης σημεία ελέγχου στην πόλη για να παρακολουθούν τις μετακινήσεις των ανθρώπων και να σταματούν όσους δεν έχουν πάσο.

Η Γιόνγκτσενγκ βρίσκεται στο ανατολικότερο άκρο της Χενάν και συνορεύει με τις επαρχίες Σάντονγκ, Τζιανγκσού και Ανχούι, ενώ από εκεί περνούν δύο εθνικοί αυτοκινητόδρομοι.

Το κλείσιμο ολόκληρης της πόλης μετά τη διάγνωση ενός ατόμου, είναι η τρέχουσα πολιτική που υιοθετεί το κυβερνών κομμουνιστικό καθεστώς.

Κάτοικοι περιμένουν στην ουρά για να υποβληθούν σε εξετάσεις νουκλεϊκού οξέος για την COVID-19 σε χώρο συλλογής επιχρίσματος στη Γκουανγκζού, στη νότια επαρχία Γκουανγκντόνγκ της Κίνας, στις 31 Ιουλίου 2022. (STR/AFP via Getty Images)

 

Παράκτια πόλη

Η πόλη Σάνια, η λεγόμενη Χαβάη της Κίνας, αντιμετωπίζει την ίδια πρόκληση με τη Γιονγκτσένγκ, με την οποία μπήκε σε lockdown την Τρίτη, αφού ένας κάτοικος διαγνώστηκε με COVID-19 την προηγούμενη ημέρα.

«Ο ασθενής έχει χαμηλό πυρετό και νοσηλεύεται στο κεντρικό νοσοκομείο της Σάνια», μετέδωσε την Τρίτη το κρατικό CCTV. «Η παραλλαγή με την οποία μολύνθηκε ο ασθενής ελέγχθηκε ότι είναι BA.5.1.3».

Η Σάνια βρίσκεται στο νότιο άκρο του κινεζικού νησιού Χαϊνάν και τα μέτρα αποκλεισμού έχουν επηρεάσει επίσης σκάφη και πλοία.

Στην προσέγγισή του για την προσπάθεια περιορισμού των κρουσμάτων, το Πεκίνο έχει χωρίσει τη χώρα σε τρεις διαφορετικές περιοχές: υψηλού κινδύνου, μεσαίου κινδύνου και χαμηλού κινδύνου και έχει υιοθετήσει διαφορετικές μεθόδους αποκλεισμού σε αυτές τις περιοχές.

Η Κίνα είχε 473 περιοχές υψηλού κινδύνου και 636 περιοχές μεσαίου κινδύνου που βρίσκονταν σε 18 επαρχίες στις 13:00 μ.μ. της Τρίτης, σύμφωνα με την κρατική εφημερίδα Beijing Daily.

Γυναίκα στην Κίνα εμφανίζεται αλυσοδεμένη σε βίντεο

Μια αλυσοδεμένη γυναίκα στην επαρχία Φενγκ η οποία βιάστηκε και γέννησε οκτώ παιδιά τα τελευταία 20 χρόνια, συνεχίζει να τραβάει την προσοχή του κινεζικού λαού παρά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου που ολοκληρώθηκαν στις 20 Φεβρουαρίου.

Σε μια ανάρτηση που βρίσκεται στο κινεζικό μέσο κοινωνικής δικτύωσης Weibo, η Μάγκι Ιπ, η εγγονή του Γιε Τζιανίνγκ, ενός από τους ιδρυτές στρατηγούς του κινεζικού καθεστώτος, δήλωσε στις 20 Φεβρουαρίου: «Το καθεστώς απέκλεισε τον δρόμο για να εισέλθω στην κομητεία Φενγκ στις 15 Φεβρουαρίου. Θέλουμε να δούμε την επίλυση του ζητήματος [της εμπορίας ανθρώπων] και όχι να ασκούμε πίεση για να διατηρήσουμε την ειρήνη επιφανειακά… Η κομητεία Φενγκ είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου [της εμπορίας γυναικών] [στην Κίνα]. Τι γίνεται με άλλες [περιοχές];».

Η φρικτή ιστορία της αλυσοδεμένης γυναίκας έχει δει τους Κινέζους χρήστες του διαδικτύου να δημοσιεύουν συνεχώς ενημερώσεις σχετικά με την υπόθεση και να σχολιάζουν στο Weibo, στο Weixin και σε άλλα κινεζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο, οι διαδικτυακοί αλγόριθμοι του καθεστώτος λογόκριναν συνεχώς τις πληροφορίες, εμποδίζοντας το θέμα να γίνει πολύ διαδεδομένο, προτιμώντας αντ’ αυτού περιεχόμενο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και άλλα θέματα που χαρακτηρίζονται ως «θετική ενέργεια».

Γνωρίζοντας τα κόλπα λογοκρισίας του καθεστώτος, οι Κινέζοι διαδικτυακοί πολίτες συνέχισαν να συζητούν την υπόθεση της εμπορίας ανθρώπων στο διαδίκτυο αποφεύγοντας τις ευαίσθητες λέξεις.

«Θέλουμε να μάθουμε ποιοι έχουν χρυσά μετάλλια γύρω από το λαιμό τους, αλλά δίνουμε μεγαλύτερη προσοχή στη γυναίκα που είναι αλυσοδεμένη γύρω από το λαιμό της», έγραψε στο Weibo στις 18 Φεβρουαρίου ο Κινέζος χρήστης του διαδικτύου με το όνομα χρήστη Mili’s Mom. «Πρέπει να μετενσαρκωθούμε δεκάδες χιλιάδες φορές για να γίνουμε μια άλλη Αϊλίν Γκου (χρυσή ολυμπιονίκης). Αλλά η απόσταση μεταξύ εμάς και της αλυσοδεμένης γυναίκας και άλλων θυμάτων εμπορίας γυναικών είναι τόσο μικρή».

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι διακινητές ανθρώπων στην Κίνα για να απαγάγουν τις γυναίκες από τους δρόμους περιλαμβάνουν χτυπήματα στο κεφάλι ή να τις ναρκώνουν με σπρέι στο στόμα ώστε να χάσουν τις αισθήσεις τους και να μπορούν να τις δέσουν και να τις μεταφέρουν σε ένα φορτηγάκι.

Εμπορία ανθρώπων

Η εμπορία ανθρώπων είναι ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα στην Κίνα. Το καθεστώς το γνωρίζει καλά αυτό και έχει εκδώσει νόμους για να το σταματήσει.

Τα τελευταία επίσημα στοιχεία αναφέρθηκαν από την κρατική εφημερίδα Legal Daily στις 16 Φεβρουαρίου 2015. Η Daily επικαλέστηκε επίσημα στοιχεία από το Υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας, τα οποία ανέφεραν ότι πάνω από 30.000 γυναίκες και 13.000 παιδιά διασώθηκαν από την αστυνομία το 2014. Η έκθεση δεν ανέφερε πότε και πού απήχθησαν και πουλήθηκαν αυτές οι γυναίκες και τα παιδιά.

Τις τελευταίες δεκαετίες, τα κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν συχνά τη μία περίπτωση μετά την άλλη για γυναίκες που απήχθησαν από τους δρόμους ή εξαπατήθηκαν από διακινητές ανθρώπων που πρόσφεραν καλές δουλειές. Οι γυναίκες στη συνέχεια φέρονται να πουλήθηκαν σε αγροτικές περιοχές σε φτωχές οικογένειες.

Σχεδόν όλες οι απαχθείσες γυναίκες προσπαθούν να διαφύγουν. Οι διακινητές ανθρώπων και οι φτωχές οικογένειες συνήθως τις χτυπούν, τις αλυσοδένουν, τις βιάζουν και τις αφήνουν με τη βία έγκυες για να γεννήσουν μωρά, σύμφωνα με τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης.

Η αλυσοδεμένη γυναίκα στην κομητεία Φενγκ πιστεύεται ότι είναι θύμα εμπορίας ανθρώπων.

Αλυσοδεμένη γυναίκα

Στις 28 Ιανουαρίου, ένα βίντεο με την αλυσοδεμένη γυναίκα διαδόθηκε γρήγορα στην Κίνα και μεταξύ των Κινέζων του εξωτερικού. Στο βίντεο, η ζαλισμένη μεσήλικη γυναίκα στέκεται στη γωνία ενός υπόστεγου με μια αλυσίδα γύρω από το λαιμό της.

Δεν είχε παλτό ή παπούτσια και είχε δίπλα της μόνο ένα μπολ με λίγο φαγητό, το οποίο υποτίθεται ότι ήταν το μεσημεριανό της γεύμα.

Το άτομο που τράβηξε το βίντεο εξήγησε ότι η γυναίκα δεν έχει όνομα και ζει στο χωριό Ντονγκτζί του νομού Φενγκ της πόλης Σουτζού, στην επαρχία Τζιανγκσού της ανατολικής Κίνας. Το άτομο είπε ότι η αλυσοδεμένη γυναίκα είναι η σύζυγος ενός ντόπιου άνδρα, του Ντονγκ Ζιμίν, και είχε φέρει στον κόσμο οκτώ παιδιά. Πρόκειται για επτά αγόρια και ένα κορίτσι και οι ηλικίες τους κυμαίνονται από ενάμιση έως 20 ετών.

Αφού το βίντεο έγινε πολύ γνωστό, πολλοί Κινέζοι διαδικτυακοί χρήστες πήγαν στο χωριό για να επισκεφθούν την αλυσοδεμένη γυναίκα και μοιράστηκαν όσα βρήκαν στο διαδίκτυο. Σύμφωνα με αυτούς, η γυναίκα βιάστηκε από τον Ντονγκ, τον πατέρα του Ντονγκ και τον αδελφό του Ντονγκ τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Όταν έφτασε για πρώτη φορά στο χωριό, οι τοπικοί αξιωματούχοι τη βίασαν «επειδή ήταν όμορφη».

Τα πρώτα χρόνια, η αλυσοδεμένη γυναίκα δάγκωνε και φώναζε στους άνδρες που τη βίαζαν. Στη συνέχεια, ο Ντονγκ και η οικογένειά του της έσπασαν τα δόντια, της έκοψαν την άκρη της γλώσσας της και την ανάγκασαν να πίνει ναρκωτικά που κατέστρεφαν τις φωνητικές της χορδές.

Από το βίντεο που μοιράστηκαν οι διαδικτυακοί χρήστες, η αλυσοδεμένη γυναίκα είπε: «Ζω σαν πόρνη».

Μέρες αργότερα, η γυναίκα είπε επανειλημμένα σε έναν διαδικτυακό χρήστη που την επισκέφθηκε: «Ο κόσμος με έχει εγκαταλείψει», παραπονούμενη ότι κανένας από τους διαδικτυακούς χρήστες που την επισκέφθηκαν δεν είχε προσπαθήσει να τη σώσει.

Οι διαδικτυακοί πολίτες απάντησαν ότι δεν μπορούν να πάρουν το νόμο στα χέρια τους, καλώντας τις αρχές να αναλάβουν δράση.

Δράση του καθεστώτος

Οι αρχές της κομητείας Φενγκ και της πόλης Σουτζού ανέλαβαν δράση αφού το βίντεο έγινε πολύ διαδεδομένο, αλλά αυτό έγινε μόνο για να δημοσιεύσουν τέσσερις ανακοινώσεις σχετικά με την υπόθεση, καμία από τις οποίες δεν ηρέμησε το κοινό ούτε έσωσε τη μητέρα των οκτώ παιδιών.

Οι αρχές της κομητείας Φενγκ ανακοίνωσαν στις 28 Ιανουαρίου, λίγες ώρες μετά την κυκλοφορία του πρώτου βίντεο στο διαδίκτυο, ότι η αλυσοδεμένη γυναίκα παντρεύτηκε τον Ντονγκ με τη θέλησή της τον Αύγουστο του 1998 και ότι τα τελευταία χρόνια έγινε ψυχικά άρρωστη. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι ένας διαδικτυακός χρήστης την αλυσόδεσε για να γυρίσει το βίντεο επειδή ήθελε να προσελκύσει την προσοχή του κοινού.

Δύο ημέρες αργότερα, οι αρχές δημοσίευσαν άλλη μια δήλωση, υποστηρίζοντας ότι η αλυσοδεμένη γυναίκα ήταν μια ψυχικά άρρωστη ζητιάνα όταν ο πατέρας του Ντονγκ τη βρήκε τον Ιούνιο του 1998. Ο πατέρας την παντρεύτηκε με τον Ντονγκ μήνες αργότερα. Επειδή η διανοητική κατάσταση της γυναίκας επιδεινώθηκε, η οικογένεια την αλυσόδεσε για να αποφύγει να χτυπήσει άλλους.

Στις 7 Φεβρουαρίου, οι αρχές της πόλης Σουτζού δήλωσαν ότι η αλυσοδεμένη γυναίκα ονομαζόταν Σιάο Χουαμέι από το χωριό Γιάγκου της επαρχίας Φουγκόνγκ στη νοτιοδυτική επαρχία Γιουνάν και είχε ψυχολογικά προβλήματα από το 1996. Ο φίλος της την έφερε στην κομητεία Ντονγκχάι της Τζιανγκσού, όπου χάθηκε. Είπαν ότι τα δόντια της γυναίκας είχαν καταστραφεί λόγω περιοδοντίτιδας.

Τρεις ημέρες αργότερα, οι αρχές της πόλης ΣουΤΖού δήλωσαν ότι οι εξετάσεις DNA επιβεβαίωσαν ότι ο Ντονγκ και η αλυσοδεμένη γυναίκα είναι οι γονείς και των οκτώ παιδιών.

Ωστόσο, οι ανακοινώσεις εξόργισαν τους Κινέζους διαδικτυακούς χρήστες που συνέχισαν να καλούν τις αρχές να λάβουν μέτρα.

Στις 17 Φεβρουαρίου, οι αρχές της επαρχίας Τζιανγκσού ανακοίνωσαν ότι θα ερευνήσουν διεξοδικά την υπόθεση και θα ενημερώσουν το κοινό.

Λογοκρισία

Η είδηση της αλυσοδεμένης γυναίκας τράβηξε για πρώτη φορά την προσοχή πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου και συνέχισε να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος καθ’ όλη τη διάρκεια των Αγώνων. Ωστόσο, το θέμα δεν έχει καταχωρηθεί ως «πολύ διαδεδομένο» ή «δημοφιλές» στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης της Κίνας. Οι λογαριασμοί χρηστών που δημοσίευσαν επικρίσεις έκλεισαν από τη λογοκρισία του καθεστώτος.

Η Λάο Ντονγκιάν, καθηγήτρια νομικής στο κορυφαίο Πανεπιστήμιο Τσινγκχουά της Κίνας, δημιούργησε έναν λογαριασμό στο Weibo και δημοσίευσε την πρώτη της ανάρτηση στις 19 Φεβρουαρίου, στην οποία ανέφερε ότι η υπόθεση θα καταγραφεί ως μέρος της ιστορίας της Κίνας και ότι θα συνεχίσει να μιλάει γι’ αυτήν.

Λίγες ώρες αργότερα, η ανάρτηση αφαιρέθηκε από το Weibo και απαγορεύτηκε στον λογαριασμό της να δημοσιεύει άλλες πληροφορίες, επειδή η πρώτη ανάρτηση «παραβίαζε τον σχετικό νόμο και τους κανόνες».

Η μερικώς κρατική Phoenix TV έστειλε μια ομάδα στο χωριό Ντονγκτζί και δημοσίευσε ένα ζωντανό βίντεο στο λογαριασμό της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 19 Φεβρουαρίου. Το βίντεο αφαιρέθηκε και ο λογαριασμός μπλοκαρίστηκε μετά από μόλις μία ώρα σε απευθείας σύνδεση. Περισσότεροι δημοσιογράφοι σταμάτησαν σε σημεία ελέγχου πριν μπορέσουν να εισέλθουν στο χωριό.

Δύο εθελόντριες που κατάφεραν να επισκεφθούν την αλυσοδεμένη γυναίκα συνελήφθησαν από την τοπική αστυνομία στις 11 Φεβρουαρίου και αφέθηκαν ελεύθερες στις 18 Φεβρουαρίου. Μετά την απελευθέρωσή τους, δημοσίευσαν στο Weibo ότι ξυλοκοπήθηκαν από την αστυνομία. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι λογαριασμοί τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο λογαριασμός μπλοκαρίστηκαν γρήγορα καθώς και τυχόν νέοι λογαριασμοί που είχαν εγγραφεί.

Κίνα: Δικηγόρος χάνει την άδειά του αφού εξόργισε το κινεζικό καθεστώς υπερασπιζόμενος τους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ

Το κινεζικό καθεστώς ανακάλεσε την άδεια άσκησης δικηγορίας του δικηγόρου Λιάνγκ Σιαοτζούν στις 16 Δεκεμβρίου, επειδή υπερασπιζόταν τους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ, ορισμένοι από τους οποίους έχουν τεθεί υπό κράτηση για τις πεποιθήσεις τους.

«Είστε ο διευθυντής του δικηγορικού γραφείου Beijing Daoheng και επαγγελματίας δικηγόρος. Αλλά αρνηθήκατε δημοσίως ότι το Φάλουν Γκονγκ είναι αίρεση και συνεχίσατε να υποστηρίζετε το Φάλουν Γκονγκ», έγραψε το δικαστικό γραφείο του Πεκίνου στην απόφαση ανάκλησης.

Το Φάλουν Γκονγκ, επίσης γνωστό ως Φάλουν Ντάφα, είναι μια αρχαία κινεζική πνευματική πρακτική που αποτελείται από απλές, αργές ασκήσεις διαλογισμού και διδασκαλίες που βασίζονται στις αρχές της αλήθειας, της καλοσύνης και της ανεκτικότητας. Η δημοτικότητά της αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘90, με 70 έως 100 εκατομμύρια οπαδούς να βρίσκονται στην Κίνα μέχρι το τέλος της δεκαετίας, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις της εποχής.

Ωστόσο, τον Ιούλιο του 1999, το κινεζικό καθεστώς ξεκίνησε μια βίαιη εκστρατεία διώξεων σε μια προσπάθεια να εξαλείψει την ειρηνική πρακτική.

«Είχα επαφή με ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ όταν ήμουν στην Κίνα. Μπορούσα σαφώς να αισθανθώ ότι έγιναν πιο υπεύθυνοι μετά την εξάσκηση. Κυνηγούν την αλήθεια», δήλωσε ο Τσεν Γκουανγκτσένγκ, γνωστός Κινέζος ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα και εξόριστος δικηγόρος, στην κινεζική έκδοση της Epoch Times στις 15 Δεκεμβρίου, την επομένη της ανάκλησης της άδειας του Λιάνγκ. «Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) σχεδίασε το έγκλημα για τον δικηγόρο Λιάνγκ Σιαοτζούν. Απλώς δημιούργησε ένα έγκλημα και το χρησιμοποίησε για να διώξει έναν δικηγόρο».

Ο Γου Σαοπίνγκ, Κινέζος δικηγόρος στις Ηνωμένες Πολιτείες, δήλωσε στην Epoch Times στις 16 Δεκεμβρίου ότι είναι ειρωνικό το γεγονός ότι το κινεζικό δικαστικό σύστημα ανακάλεσε την δικηγορική άδεια του Λιανγκ επειδή υπερασπίστηκε το Φάλουν Γκονγκ.

«Ούτε το Υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας, ούτε οποιοδήποτε άλλο κινεζικό κυβερνητικό όργανο δημοσίευσε οποιοδήποτε έγγραφο που να ονομάζει το Φάλουν Γκονγκ αίρεση. Πώς γίνεται το δικαστικό γραφείο του Πεκίνου να είχε αυτόν τον ορισμό;», αναρωτήθηκε ο Γου.

Κινέζοι έστειλαν λουλούδια στον δικηγόρο ανθρωπίνων δικαιωμάτων Λιάνγκ Σιαοτζούν του οποίου ανακλήθηκε η δικηγορική άδεια, στο Πεκίνο, στις 16 Δεκεμβρίου 2021. (Liang Xiaojun)

 

«Αυτή η ανάκληση είναι ένα χαστούκι στο πρόσωπο του λεγόμενου “κράτους δικαίου” στην Κίνα υπό αυτό το κομμουνιστικό καθεστώς», δήλωσε ο Ερπίνγκ Ζανγκ, εκπρόσωπος του Κέντρου Πληροφόρησης για το Φάλουν Ντάφα στη Νέα Υόρκη, στην Epoch Times στις 20 Δεκεμβρίου. «Αυτό το κομμουνιστικό καθεστώς παραβιάζει το άρθρο 36 του Συντάγματος της Κίνας, το οποίο αναφέρει: ‘Οι πολίτες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας απολαμβάνουν την ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων’».

Ο Ζανγκ δήλωσε ότι ο Λιανγκ, ένας ευρέως σεβαστός δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ασκούσε το συνταγματικό του δικαίωμα να υπερασπιστεί τους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ στην Κίνα.

«Καλούμε τη διεθνή κοινότητα και τους ευσυνείδητους ανθρώπους να μιλήσουν ανοιχτά ενάντια στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το ΚΚΚ», προέτρεψε ο Ζανγκ.

Ένας σεβαστός δικηγόρος

Ο Λιανγκ απέκτησε πτυχίο από το Hebei Normal University το 1995 και πτυχίο νομικής από το China University of Political Science and Law το 2000. Από τότε, είναι δικηγόρος στο Πεκίνο.

Τις τελευταίες δύο και πλέον δεκαετίες, ο Λιανγκ εκπροσώπησε αμέτρητους ανθρώπους από ευάλωτες ομάδες, φυλακισμένους συνείδησης και ακτιβιστές.

Πριν ανακληθεί η άδειά του, ο Λιανγκ υπερασπιζόταν την Σου Να, ποιήτρια, ζωγράφο και ασκούμενη του Φάλουν Γκονγκ στο Πεκίνο, και 10 συναδέλφους της.

«Αγώνας δρόμου με τον χρόνο! Προσπάθησα να τελειώσω όλα τα πράγματα πριν ανακληθεί η άδειά μου», έγραψε ο Λιανγκ στο Twitter στις 15 Δεκεμβρίου. Εκείνη την ημέρα, πήγε στο κέντρο κράτησης για να συναντηθεί με την Σου και να την ενημερώσει για την επικείμενη ανάκληση. «Εκείνη [η Σου] ανησυχούσε για μένα και ρωτούσε συνεχώς για την κατάστασή μου», έγραψε ο Λιανγκ.

Ο Λιανγκ υπερασπιζόταν επίσης τον Σου Τζιγιόνγκ, έναν διακεκριμένο Κινέζο ακτιβιστή και νομικό που κρατήθηκε επειδή συνέχισε να επιδιώκει το κράτος δικαίου στην Κίνα.

Ο Λιανγκ είπε κάποτε σε δημοσιογράφο των New York Times το 2016 γιατί υπερασπίζεται γενναία τους αντιφρονούντες. Είπε χαρακτηριστικά: «Τα δικαιώματα των ανθρώπων καταπατούνται. … Δεν μπορώ να το αγνοήσω [αυτό]».

Ο δικηγόρος υπεράσπισης του Λιανγκ, Σιε Γιανγί, δήλωσε στην Epoch Times στις 14 Δεκεμβρίου ότι το κινεζικό καθεστώς θέλει να φιμώσει τους δικηγόρους ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δεν θέλει να υπερασπιστεί τον Λιανγκ.

«Το Δημόσιο Κέντρο Νομικών Υπηρεσιών του Πεκίνου αρνήθηκε να με αφήσει να συμμετάσχω στην ακρόαση στην αρχή. Συνεχίζαμε να λέμε στο κέντρο ότι το σύνταγμα και ο νόμος μου έδιναν το δικαίωμα να εισέλθω στην ακρόαση. [Μετά από περίπου μία ώρα] το κέντρο τελικά μου επέτρεψε να εισέλθω», δήλωσε ο Σιε.

Οι Λιάνγκ Σιαοτζούν (Κέντρο), Σιε Γιανγί (3ος Αριστερά), Γιανγκ Χουί (2ος Αριστερά), Γουανγκ Γιού (Αριστερά) και άλλοι Κινέζοι δικηγόροι ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκονται μπροστά από το Κέντρο Δημόσιας Νομικής Υπηρεσίας του Πεκίνου στο Πεκίνο, στις 14 Δεκεμβρίου 2021. (Ευγενική προσφορά του Xie Yanyi)

 

Στις 14 Δεκεμβρίου, ο Γουάνγκ Γιου, ο Γιανγκ Χουί και αρκετοί άλλοι δικηγόροι ανθρωπίνων δικαιωμάτων πήγαν στην ακρόαση για να υποστηρίξουν τον Λιανγκ, αλλά στους περισσότερους από αυτούς δεν επετράπη η είσοδος στο κέντρο. Ο Γουάνγκ είπε ότι άλλοι δικηγόροι και ακτιβιστές δεν μπορούσαν καν να φτάσουν λόγω της παρέμβασης του καθεστώτος.

«Ο Λι Νταουέι από την πόλη Τιενσουί στη βορειοδυτική επαρχία Γκανσού συνελήφθη όταν έφτασε στον σιδηροδρομικό σταθμό. Αρκετοί δικηγόροι δεν τόλμησαν να έρθουν αφού έλαβαν την προειδοποίηση από το δικαστικό γραφείο του Πεκίνου», δήλωσε ο Γουάνγκ.

«Όλοι οι δικηγόροι μας είναι σοκαρισμένοι [για την ανάκληση της άδειας του Λιανγκ]. Ο [Λιανγκ] Σιαοτζούν είναι ένας ήρεμος και ευγενικός δικηγόρος. Το καθεστώς δεν μπορεί καν να φιλοξενήσει έναν δικηγόρο σαν αυτόν! Αυτό δείχνει ότι το καθεστώς έχει θέσει μια πιο αυστηρή κόκκινη γραμμή», δήλωσε ο Γιανγκ στην Epoch Times.

Ο Γιάνγκ εξήγησε ότι ο Λιάνγκ δεν γινόταν συναισθηματικός με τους Κινέζους δικαστικούς λειτουργούς όταν αντιμετώπιζε αδικίες. Προσπαθούσε πάντα να χρησιμοποιεί τους κινεζικούς νόμους και κανόνες όταν μιλούσε με τους αξιωματούχους. Με άλλα λόγια, ο Λιάνγκ σεβόταν τους αξιωματούχους ακόμη και όταν αυτοί δεν συμπεριφέρονταν σύμφωνα με τους νόμους.

Η Σιάο Σι συνέβαλε σε αυτό το ρεπορτάζ.

Επιδεινώνονται οι σχέσεις – η Λιθουανία ανακαλεί διπλωμάτες από την Κίνα

Η Λιθουανία δήλωσε στις 15 Δεκεμβρίου ότι απέσυρε τους εναπομείναντες διπλωμάτες από το Πεκίνο για να τους προστατεύσει και θα λειτουργήσει την πρεσβεία στην Κίνα εξ αποστάσεως.

Αυτή είναι η τελευταία εξέλιξη στις εντάσεις Λιθουανίας-Κίνας μετά την έγκριση του Βίλνιους να ανοίξει αντιπροσωπεία της Ταϊβάν με την επωνυμία Ταϊβάν. Τους προηγούμενους μήνες, το καθεστώς ανακάλεσε τον πρεσβευτή του τον Αύγουστο, υποβάθμισε τις διπλωματικές σχέσεις του με το μικρό κράτος της Βαλτικής τον Νοέμβριο και μπλόκαρε τις λιθουανικές εξαγωγές και εισαγωγές.

Το κινεζικό καθεστώς διεκδικεί το νησί ως δικό του, παρά το γεγονός ότι η Ταϊβάν είναι ανεξάρτητη χώρα, με δικό της στρατό, δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και σύνταγμα. Για να αποφευχθεί μια πιθανή αντίφαση, τα γραφεία εκπροσώπησης της Ταϊβάν συνήθως φέρουν το όνομα Ταϊπέι και όχι Ταϊβάν σε άλλες χώρες, όπως το Γραφείο Οικονομικής και Πολιτιστικής Αντιπροσωπείας της Ταϊπέι στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Τελευταία ανάκληση

«Η προσωρινή επιτετραμμένη της Λιθουανίας στην Κίνα, Όντρα Τσιαπιένε (Audra Ciapiene), επιστρέφει στο Βίλνιους για διαβουλεύσεις», ανακοίνωσε την Τετάρτη το υπουργείο Εξωτερικών της Λιθουανίας. Η Τσιαπιένε είναι η πιο υψηλόβαθμη διπλωμάτης της Λιθουανίας στην Κίνα μετά την ανάκληση της πρέσβειρας Νταϊάνα Μικεβιτσιένε (Diana Mickeviciene) τον Σεπτέμβριο, επειδή η Κίνα απέσυρε την πρέσβειρά της τον Αύγουστο και ζήτησε από το Βίλνιους να ανακαλέσει τη Μικεβιτσιένε.

«Ελλείψει αντικαταστάτη διπλωμάτη στο Πεκίνο, η πρεσβεία της Λιθουανίας στην Κίνα θα συνεχίσει τις δραστηριότητές της εξ αποστάσεως», έγραφε η ανακοίνωση. «Η Λιθουανία είναι έτοιμη να συνεχίσει τον διάλογο με την Κίνα και να αποκαταστήσει τις λειτουργίες της πρεσβείας σε πλήρη έκταση μόλις επιτευχθεί μια αμοιβαία επωφελής συμφωνία».

Η πινακίδα στο Γραφείο Αντιπροσωπείας της Ταϊβάν στο Βίλνιους της Λιθουανίας, στις 18 Νοεμβρίου 2021. (Petras Malukas/AFP via Getty Images)

 

Το υπουργείο Εξωτερικών ανέφερε ότι η συζήτηση μεταξύ του Πεκίνου και του Βίλνιους δεν σταμάτησε ποτέ τους τελευταίους μήνες και εξαρτάται από το Πεκίνο αν θα ανανεώσει τη διαπίστευση των Λιθουανών διπλωματών.

Ωστόσο, η ανάκληση όλων των εναπομεινάντων διπλωματών αποτελεί έκπληξη.

Στα παρασκήνια

Ο υπουργός Εξωτερικών της Λιθουανίας Γκαμπριέλιους Λάντσμπεργκις έγραψε στο Twitter στις 15 Δεκεμβρίου ότι το κινεζικό καθεστώς αποφάσισε μονομερώς να μετονομάσει τη λιθουανική πρεσβεία και ζήτησε από όλο το προσωπικό της πρεσβείας να παραδώσει τις ταυτότητές του.

Η υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Λιζ Τρας δημοσίευσε στο Twitter της δύο ώρες αργότερα: «Απαράδεκτη πίεση από την Κίνα κατά των Λιθουανών διπλωματών στο Πεκίνο».

Διπλωματική πηγή δήλωσε στο Reuters ότι η αποχώρηση των 19 υπαλλήλων και των εξαρτώμενων μελών του προσωπικού της λιθουανικής πρεσβείας από το Πεκίνο είναι «απάντηση στον “εκφοβισμό”».

Η Financial Times πήραν συνέντευξη από τρία άτομα που γνωρίζουν την κατάσταση και ανέφεραν την Τετάρτη ότι το Πεκίνο ήθελε να μετατρέψει την πρεσβεία σε «γραφείο του επιτετραμμένου» και να μειώσει το διπλωματικό καθεστώς όλων των Λιθουανών διπλωματών, γεγονός που προκάλεσε την ανησυχία του Βίλνιους ότι οι αξιωματούχοι μπορεί να χάσουν τη διπλωματική ασυλία.

Υποστήριξη της ΕΕ

Η Λιθουανία είναι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Η επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ Πεκίνου και Βίλνιους έθεσε την ΕΕ σε δίλημμα για το αν θα πρέπει να υποστηρίξει το κράτος μέλος της ή να συμβιβαστεί με τον εξαναγκασμό της Κίνας.

Στις 8 Δεκεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε μια δήλωση για να απαντήσει στην καταγγελία της Λιθουανίας ότι οι εξαγωγές και οι εισαγωγές της μπλοκαρίστηκαν από τα κινεζικά τελωνεία.

«Η ανάπτυξη των διμερών σχέσεων της Κίνας με μεμονωμένα κράτη μέλη της ΕΕ έχει αντίκτυπο στις συνολικές σχέσεις ΕΕ-Κίνας», δήλωσαν ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τζόσεπ Μπορέλ και ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος Βάλντις Ντομπρόβσκις. «Η ΕΕ θα αξιολογήσει επίσης τη συμβατότητα της δράσης της Κίνας με τις υποχρεώσεις της στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου».

Την ίδια ημέρα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέτασε ένα «μέσο κατά του εξαναγκασμού», το οποίο θα αποτελέσει εμπορικό όπλο κατά του οικονομικού εξαναγκασμού του Πεκίνου, όταν τεθεί σε εφαρμογή.

«Όταν ένα κράτος εκτός ΕΕ ασκεί πίεση σε μια εταιρεία της ΕΕ προκειμένου να επηρεάσει την πολιτική της ΕΕ, [το] μέσο αυτό συμβάλλει στην αποτροπή αυτού του εξαναγκασμού», ανέφερε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Twitter την Τετάρτη. «Ο στόχος είναι να αντιμετωπιστεί και να αποκρουστεί αυτή η ξένη πίεση, να προωθηθούν οι επιχειρήσεις και το εμπόριο και να διασφαλιστούν οι θέσεις εργασίας σε όλη την ΕΕ».

Αναλυτικά, η πρόταση χαμηλώνει τον πήχη που επιτρέπει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επιβάλλει κυρώσεις σε κράτη μη μέλη, επιτρέποντας στην κοινότητα των εθνών να ενεργεί αποφασιστικά απέναντι στην οικονομική επιθετικότητα από μη μέλη.

Εξαφανισμένος Κινέζος πολίτης δημοσιογράφος που κάλυψε την επιδημία της Γουχάν κρατείται επί του παρόντος, λέει πηγή

Άγνωστος από τις αρχές του περασμένου έτους, ο δημοσιογράφος-πολίτης Φανγκ Μπιν παραμένει κρατούμενος στη Γουχάν περιμένοντας το δικαστήριο.

Ο Φανγκ Μπιν, ο πρώτος Κινέζος δημοσιογράφος-πολίτης που αναφέρθηκε στις απαρχές της πανδημίας COVID-19 στην κεντρική Κίνα, κρατείται στο κέντρο κράτησης Τζιάνγκ’αν στην πόλη Γούχαν, δήλωσε τοπικός αξιωματούχος στις 24 Νοεμβρίου.

Ο αξιωματούχος δήλωσε στην Epoch Times ότι η υπόθεση του Φανγκ βρίσκεται στα χέρια του περιφερειακού δικαστηρίου Τζιάνγκ’αν.

Αυτή είναι η πρώτη φορά που ο έξω κόσμος γνωρίζει πού βρίσκεται ο Φανγκ από τη σύλληψή του στις 9 Φεβρουαρίου 2020.

Ως επιχειρηματίας στην πόλη Γούχαν, το σημείο μηδέν της πανδημίας COVID-19, ο Φανγκ έγινε μάρτυρας γεμάτων νοσοκομείων και ανθρώπων που πέθαιναν από την ασθένεια τον Ιανουάριο του 2020. Είδε επίσης πώς οι κομμουνιστικές αρχές έλεγαν ψέματα για την πανδημία.

Παρά τις ανησυχίες του ότι θα μολυνθεί ή ότι θα του επιτεθούν οι αρχές επειδή αποκάλυψε την αλήθεια, ο Φανγκ τράβηξε βίντεο στα νοσοκομεία της Γούχαν και στη συνέχεια, στις 25 Ιανουαρίου 2020, κατάφερε να τα δημοσιεύσει στο YouTube, όπου δεν μπορούσε να φτάσει η κινεζική λογοκρισία.

Τα βίντεο του Φανγκ προσέλκυσαν γρήγορα την παγκόσμια προσοχή, επιτρέποντας στους ανθρώπους να καταλάβουν πόσο σοβαρή ήταν η COVID-19. Η γενναιότητά του ενθάρρυνε επίσης αρκετούς Κινέζους πολίτες-δημοσιογράφους να τον ακολουθήσουν.

Σε απάντηση στις προσπάθειές του, το κινεζικό καθεστώς συνέλαβε τον Φανγκ αρκετές φορές μεταξύ 1ης και 9ης Φεβρουαρίου 2020.

Στις 9 Φεβρουαρίου 2020, ο Φανγκ κυκλοφόρησε το τελευταίο του βίντεο, στο οποίο προέτρεπε όλους τους Κινέζους να αντισταθούν στο κομμουνιστικό καθεστώς.

«Δώστε την εξουσία του καθεστώτος πίσω στο λαό», λέει ο Φανγκ στο βίντεο.

Έκτοτε, ο Φανγκ αγνοείται και τα μέλη της οικογένειάς του αρνούνται να πουν οτιδήποτε γι’ αυτόν λόγω του φόβου απέναντι στις αρχές.

Τρεις άλλοι δημοσιογράφοι-πολίτες, ο Τσεν Κιουσί, η Λι Ζεχούα και η Ζανγκ Ζαν, συνελήφθησαν στη Γουχάν σε διάφορες χρονικές στιγμές πέρυσι. Η Λι αφέθηκε ελεύθερη τον Μάρτιο του 2020, η Zhang συνάντησε τον δικηγόρο της στις 8 Ιουνίου 2020 και καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια φυλάκισης, ενώ ο Τσεν επιβεβαιώθηκε ότι είναι ζωντανός και ασφαλής τον Σεπτέμβριο του 2020.

Από τη σύλληψή του, οι αρχές δεν έχουν δώσει καμία πληροφορία γι’ αυτόν στη δημοσιότητα.

Ο Φανγκ είναι ζωντανός

Στις 24 Νοεμβρίου, ένας έμπιστος αξιωματούχος της Γούχαν δήλωσε στην Epoch Times μέσω τηλεφώνου ότι ο Φανγκ ήταν ζωντανός και ότι η υπόθεσή του χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να περάσει από τις νομικές διαδικασίες.

Το όνομα και η θέση του αξιωματούχου έχουν αποκρυφθεί για λόγους ασφαλείας.

«Η υπόθεση του Φανγκ σχετίζεται με την πανδημία, οπότε είναι περίπλοκη. Εμείς [το Περιφερειακό Δικαστήριο Τζιάνγκ’αν και η Περιφερειακή Εισαγγελία (εισαγγελέας)] πρέπει να κάνουμε περισσότερη έρευνα προτού μπορέσουμε να υποβάλουμε την έκθεσή μας [στο Ενδιάμεσο Δικαστήριο της Γούχαν]. Θα ζητήσουμε αναβολή της ακροαματικής διαδικασίας», δήλωσε ο αξιωματούχος.

Ο Κινέζος δικηγόρος για τα ανθρώπινα δικαιώματα με έδρα τις ΗΠΑ Γου Σαοπίνγκ, ο οποίος διατηρούσε δικηγορικό γραφείο στη Σαγκάη και εκπροσωπούσε αντιφρονούντες και φυλακισμένους συνείδησης κατά τη δεκαετία του 2010, παρακολουθεί την υπόθεση του Φανγκ.

«Το δικαστήριο και ο εισαγγελέας σχεδιάζουν εγκλήματα για να τα φορτώσουν στον Φανγκ, και στη συνέχεια μπορούν να τον καταδικάσουν σε φυλάκιση με βάση αυτούς τους λόγους», δήλωσε ο Γου στην Epoch Times στις 24 Νοεμβρίου.

Ο Γου δήλωσε ότι ο Φανγκ δεν παραβίασε κανέναν κινεζικό νόμο.

Ένας κάτοικος της Γούχαν, ο οποίος υποστηρίζει τον Φανγκ, δήλωσε στην Epoch Times μέσω τηλεφώνου ότι η οικογένεια του Φανγκ δεν μπορούσε να προσλάβει δικηγόρο και δεν έχουν λάβει κανένα νομικό έγγραφο από το δικαστήριο ή την εισαγγελία.

«Ο κινεζικός νόμος παρέχει στον Φανγκ Μπιν, έναν πολίτη, το δικαίωμα να κάνει ρεπορτάζ για την κατάσταση στη Γούχαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας ως δημοσιογράφος-πολίτης. Είναι αθώος», δήλωσε ο κάτοικος που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του.

Η οικογένεια του Φανγκ φοβάται πολύ να δεχτεί βοήθεια από οποιονδήποτε λόγω των απειλών των αρχών, δήλωσε ο κάτοικος. Μπορεί να χάσουν την εργασία τους ή τα χρήματά τους αν αναστατώσουν το καθεστώς και αποκαλύψουν την κατάσταση του Φανγκ προς τα έξω. Το χειρότερο σενάριο είναι να συλληφθούν και να καταδικαστούν με ένα καθορισμένο έγκλημα.

Η Epoch Times δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει με τα μέλη της οικογένειας του Φανγκ.

Ο Κιν Τζιν, κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στην κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να υπερασπιστεί τον Φανγκ.

«Χρειαζόμαστε την υποστήριξη από τις κυβερνήσεις των δυτικών χωρών, τους πολιτικούς, τα Ηνωμένα Έθνη, τις ΜΚΟ και τους ακτιβιστές. Θα πρέπει να παροτρύνουν το κινεζικό καθεστώς να απελευθερώσει τον Φανγκ», δήλωσε ο Κιν στην Epoch Times.

Ο δικηγόρος δικαιωμάτων Γου επαίνεσε τη γενναιότητα του Φανγκ που διακινδύνευσε τη ζωή του για να κάνει ρεπορτάζ για την πανδημία.

«Ο Φανγκ Μπιν μας έδειξε πόσο σοβαρή ήταν η COVID-19 στο αρχικό στάδιο. Ο κόσμος πρέπει να μιλήσει γι’ αυτόν», δήλωσε ο Γου.

Η COVID-19 είναι η ασθένεια που προκαλείται από τον ιό του ΚΚΚ (Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας), κοινώς γνωστό ως νέος κορονοϊός.

Κρατούμενη συνείδησης στην Κίνα ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου 2 ημέρες πριν την αποφυλάκισή της

Η 67χρονη Σου Γιούνσια, ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου στη Γυναικεία Φυλακή Χεϊλονγκτζιάνγκ στις 4 Σεπτεμβρίου, δύο ημέρες πριν λήξει η πενταετής ποινή της.

Φυλακισμένη για τις πεποιθήσεις της, η Σου ξυλοκοπήθηκε επειδή αρνήθηκε να εγκαταλείψει την πρακτική τσιγκόνγκ που ονομάζεται Φάλουν Γκονγκ και που στο παρελθόν είχε εγκρίνει η κυβέρνηση, σύμφωνα με το Minghui.org, μια ιστοσελίδα με έδρα τις ΗΠΑ που καταγράφει και τεκμηριώνει τη δίωξη του Φάλουν Γκονγκ από το κινεζικό καθεστώς.

«Ένας ασκούμενος του Φάλουν Γκονγκ πρέπει να υπογράψει τα λεγόμενα «Τρία Γράμματα»—διακηρύξεις για να εγκαταλείψει την ειρηνική πρακτική—αν επιθυμεί να λάβει την ειδοποίηση αποφυλάκισής του [η οποία είναι απαραίτητη για να φύγει από τη φυλακή]», ανέφερε το Minghui.org. «Σε διαφορετική περίπτωση, θα βασανιστεί άσχημα από κρατούμενους [που έχουν διοριστεί από τους δεσμοφύλακες ημέρες πριν από τη λήξη της ποινής]».

Η Σου εξασκούσε το Φάλουν Γκονγκ για πάνω από δώδεκα χρόνια. Το Φάλουν Γκονγκ, γνωστό και ως Φάλουν Ντάφα, διδάσκει στους ασκούμενους να είναι καλοί άνθρωποι ακολουθώντας τις αρχές της Αλήθειας, της Καλοσύνης και της Ανεκτικότητας. Ωστόσο, τον Ιούλιο του 1999, το κυβερνών κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας εξαπέλυσε μια βίαιη δίωξη σε μια προσπάθεια να εξαλείψει την πρακτική, απλώς και μόνο επειδή 100 εκατομμύρια Κινέζοι δηλαδή περισσότερα από τα μέλη του ΚΚΚ σε αριθμό, ασκούνταν εκείνη την εποχή.

Το Minghui.org ανέφερε για πρώτη φορά ότι η Σου είχε κρατηθεί στο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας Γουανγκτζιά στο Χαρμπίν τον Ιούνιο του 2001. Για να την αναγκάσουν να εγκαταλείψει τις πεποιθήσεις της, οι φρουροί έδεσαν τους καρπούς της στο επάνω μέρος μιας κουκέτας, που ήταν ψηλότερο από αυτήν, και την ανάγκασαν να σταθεί στις μύτες των ποδιών της. Αν ήθελε να ξεκουράσει τα δάχτυλα των ποδιών της, το σχοινί θα έκοβε τους καρπούς της, κάτι που είναι πολύ οδυνηρό. Όλο της το βάρος έπεφτε είτε στους καρπούς είτε στα δάχτυλα των ποδιών της.

Η Σου θα συλληφθεί και θα εξαναγκαστεί σε κράτηση πολλές φορές τις επόμενες δύο δεκαετίες.

Ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ συμμετέχουν σε μια αγρυπνία στο φως των κεριών στη μνήμη των θυμάτων της 22χρονης δίωξης στην Κίνα στο Μνημείο της Ουάσιγκτον στις 16 Ιουλίου 2021. (Samira Bouaou/The Epoch Times).

 

Διωκόμενη μέχρι Θανάτου

Η Σου καταγόταν από την περιοχή Νταογουάι της πόλης Χαρμπίν στην επαρχία Χεϊλονγκτζιάνγκ της βορειοανατολικής Κίνας. Σύμφωνα με τους ανθρώπους που τη γνώριζαν, η Σου δεν έβλαψε την κοινωνία, ούτε κανέναν από τους ανθρώπους γύρω της. Αντίθετα, η Σου φρόντιζε τα μέλη της οικογένειάς της, καθώς και τους γείτονες και φίλους της. Ωστόσο, λόγω της δυσανεξίας του κινεζικού καθεστώτος στις πεποιθήσεις της, παρενοχλούνταν συνεχώς.

Η τελευταία της κράτηση συνέβη το απόγευμα της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, όταν η Σου συναντήθηκε με έναν συν-ασκούμενο του Φάλουν Γκονγκ, τον Παν Γουένλι, στη γενέτειρά τους. Συλλήφθηκαν στο αστυνομικό τμήμα Σανκεσού απλώς και μόνο επειδή είχαν φυλλάδια στις τσάντες τους και έλεγαν στους ανθρώπους την αλήθεια για το τι είναι πραγματικά το Φάλουν Γκονγκ, σε αντίθεση με τις αναφορές στα κρατικά ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης που έχουν χρησιμοποιηθεί από το καθεστώς για να δικαιολογήσει τη δίωξή του.

Ώρες αργότερα, η αστυνομία εισέβαλε στο σπίτι της και της πήρε τον υπολογιστή, τα βιβλία και τα μετρητά.

Ο σύζυγος της Σου, που βασιζόταν στη φροντίδα της, ήταν παράλυτος στο κρεβάτι του. Όμως, πιστεύοντας υπέρ της αθωότητας της, κατάφερε να πάει στο αστυνομικό τμήμα και στο αστυνομικό γραφείο της περιοχής με τη βοήθεια συγγενών για να απαιτήσει την απελευθέρωση της, μέχρι να τον απορρίψουν. Δεν του επετράπη καν να επισκεφτεί την Σου που βρισκόταν υπό κράτηση.

Στις 31 Μαρτίου 2017, η Σου καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση και πρόστιμο 10.000 γιουάν (1.350 €), απλώς και μόνο επειδή αρνήθηκε να εγκαταλείψει τις πεποιθήσεις της.

Από τότε, η Σου κρατούνταν στη Γυναικεία Φυλακή Χεϊλονγκτζιάνγκ—μια από τις πιο διαβόητες φυλακές της Κίνας όπου το καθεστώς διώκει βάναυσα τους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ, κάνοντας χρήση όλων των μορφών βασανιστηρίων.

Σύμφωνα με το Minghui.org, η κατάσταση του Παν είναι ακόμα άγνωστη. Το καθεστώς αποθαρρύνει τα μέλη της οικογένειας από το να αποκαλύπτουν την κατάσταση των φυλακισμένων ασκουμένων σε άλλους.

Ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ παρελαύνουν για να δείξουν την υποστήριξή τους στην παγκόσμια αγωγή εναντίον του πρώην ηγέτη της Κίνας Τζιάνγκ Ζεμίν στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, στις 4 Σεπτεμβρίου 2015. (William West/AFP μέσω Getty Images)

 

Σύμφωνα με πληροφορίες που έλαβε το Minghui.org, η Γυναικεία Φυλακή Χεϊλονγκτζιάνγκ ανάγκασε όλες τις πρόσφατα φυλακισμένες ασκούμενες του Φάλουν Γκονγκ να παρακολουθήσουν ένα βίντεο πλύσης εγκεφάλου για 12 ώρες την ημέρα για τρεις μήνες χωρίς κανένα διάλειμμα και στη συνέχεια ανάγκασε τις ασκούμενες που αρνούνταν ακόμα να εγκαταλείψουν τις πεποιθήσεις τους, να καθίσουν σε ένα μικρό σκαμπό πάνω από δώδεκα ώρες την ημέρα σε ένα δωμάτιο χωρίς θέρμανση ή κλιματισμό. Επίσης, το προσωπικό της φυλακής δεν επέτρεπε στις ασκούμενες να κοιμηθούν για εβδομάδες, απέτρεπε το φαγητό και έκανε χρήση βίας.

Ακόμα κι αν μια ασκούμενη απαρνηθεί τις πεποιθήσεις της, η φυλακή θα έστελνε πρώτα την ασκούμενη να κάνει σκληρή εργασία για τουλάχιστον 13 ώρες την ημέρα.

Τα τελευταία 22 χρόνια, υπολογίζεται ότι πάνω από χίλιοι ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ έχουν κρατηθεί στη Γυναικεία Φυλακή της Χεϊλονγκτζιάνγκ. Τουλάχιστον 31 από αυτούς έχουν διωχθεί μέχρι θανάτου, και περίπου το 90 τοις εκατό των άλλων έχουν βασανιστεί σε σημείο που το σώμα τους δεν έχει αναρρώσει ακόμη και μετά από μακροχρόνια θεραπεία.

Ακολουθήστε μας στο Telegram @epochtimesgreece
Ακολουθήστε μας στο Facebook @epochtimesgreece
Ακολουθήστε μας στο SafeChat @epochtimesgreece

100 χρόνια KKK: Ένας αιώνας δολοφονιών και εξαπάτησης

Σημείωση: Ορισμένες αναφορές αυτού του άρθρου περιέχουν λεπτομέρειες βασανιστηρίων και άλλων μορφών κακοποίησης.

 

Το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1921, σπέρνοντας τον θάνατο και την καταστροφή στον κινεζικό λαό, εδώ και έναν αιώνα.

Οπλισμένο με τη μαρξιστική ιδεολογία του «αγώνα» ή της «πάλης» ως κατευθυντήρια αρχή του, το Κ.Κ.Κ. ξεκίνησε πολλές εκστρατείες που στόχευαν έναν μακρύ κατάλογο εχθρικών ομάδων: ιδιοκτήτες γης, διανοούμενοι, αξιωματούχοι, φοιτητές υπέρ της δημοκρατίας, πιστοί, και εθνοτικές μειονότητες.

Με κάθε εκστρατεία, ο υποτιθέμενος στόχος του Κόμματος ήταν η δημιουργία ενός «κομμουνιστικού παραδείσου επί της γης». Αλλά ξανά και ξανά, τα αποτελέσματα ήταν τα ίδια: Μαζική δυστυχία και θάνατος. Εν τω μεταξύ, μερικοί αξιωματούχοι του ΚΚΚ που ανήκαν στην πολιτική ελίτ εκείνοι και οι οικογένειές τους συσσώρευσαν τεράστια δύναμη και πλούτο.

Πάνω από 70 χρόνια κομματικής κυριαρχίας είχαν ως αποτέλεσμα την δολοφονία δεκάδων εκατομμυρίων Κινέζων και την διάλυση ενός πολιτισμού 5.000 ετών.

Ενώ η Κίνα έχει αναπτυχθεί οικονομικά τις τελευταίες δεκαετίες, το Κ.Κ.Κ. είναι στην φύση του ένα μαρξιστικό-λενινιστικό καθεστώς που προσπαθεί να παγιώσει την κυριαρχία του πάνω στην Κίνα και σε όλο τον κόσμο. Εκατομμύρια θρησκευτικές ομάδες, εθνοτικές μειονότητες και αντιφρονούντες εξακολουθούν να διώκονται βίαια έως σήμερα.

Ακολουθεί μια σύνοψη ορισμένων από τις μεγαλύτερες φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από το Κ.Κ.Κ. στην 100ετή ιστορία του.

Αντι-μπολσεβικικές δυνάμεις

Λιγότερο από μια δεκαετία μετά την ίδρυση του Κόμματος, ο Μάο Τσε Τουνγκ, τότε επικεφαλής μιας κομμουνιστικής επικράτειας στην επαρχία Τσιανγκσί της νοτιοανατολικής Κίνας, ξεκίνησε μια πολιτική εκκαθάριση των αντιπάλων του, γνωστή ως το συμβάν της αντι-μπολσεβικικής ένωσης. Ο Μάο κατηγόρησε τους αντιπάλους του ότι εργάζονταν για την αντι-μπολσεβικική ένωση, την υπηρεσία πληροφοριών του Κουομιντάνγκ, που ήταν τότε το κυβερνών κόμμα της Κίνας.

Το αποτέλεσμα ήταν χιλιάδες μέλη του Κόκκινου Στρατού και του Κόμματος να χάσουν την ζωή τους στην εκκαθάριση.

Η μονοετής εκστρατεία που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1930 ήταν η πρώτη με επικεφαλής τον παρανοϊκό ηγέτη και ακολούθησαν και άλλες με την πάροδο του χρόνου. Μαζικές σφαγές συνέβαιναν μέχρι τον θάνατο του Μάο το 1976.

Παρόλο που δεν υπάρχει αρχείο που να δείχνει ακριβώς πόσα μέλη του ΚΚΚ σκοτώθηκαν κατά την διάρκεια της εκστρατείας, ο Κινέζος ιστορικός Γκούο Χουά (Guo Hua) έγραψε σε ένα άρθρο του 1999 ότι μέσα σε έναν μήνα, 4.400 από τα 40.000 μέλη του Κόκκινου Στρατού δολοφονήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων δεκάδων στρατιωτικών ηγετών. Μέσα σε λίγους μήνες, η επιτροπή του ΚΚΚ στα νοτιοδυτικά της Τσιανγκσί είχε σκοτώσει περισσότερα από 1.000 από τα μη στρατιωτικά μέλη του.

Στο τέλος του κινήματος, η επιτροπή του ΚΚΚ στην Τσιανγκσί ανέφερε ότι το 80 έως 90 τοις εκατό των αξιωματούχων του ΚΚΚ στην περιοχή κατηγορήθηκαν για κατασκοπεία και εκτελέστηκαν.

Μέλη των οικογενειών ανώτερων αξιωματούχων διώχθηκαν και δολοφονήθηκαν, ανέφερε το άρθρο. Οι μέθοδοι βασανιστηρίων που χρησιμοποιήθηκαν στα μέλη του ΚΚΚ, σύμφωνα με τον Γκούο, περιελάμβαναν το κάψιμο του δέρματος, το κόψιμο των μαστών των γυναικών και την ώθηση ράβδων μπαμπού κάτω από τα νύχια τους.

Ο Μάο παρευρίσκεται σε συνέδριο σχετικά με τις τέχνες και την λογοτεχνία στη Γιανάν το 1942. (Δημόσιος τομέας)

 

Το κίνημα επανόρθωσης της Γιανάν

Αφού χρίστηκε αρχηγός του Κόμματος, ο Μάο ξεκίνησε το «Κίνημα Επανόρθωσης της Γιανάν» – το πρώτο μαζικό ιδεολογικό κίνημα του Κ.Κ.Κ. – το 1942. Από την βάση του ΚΚΚ στην απομονωμένη ορεινή περιοχή της Γιανάν στη βορειοδυτική επαρχία Σαανσί, ο Μάο και οι ακόλουθοί του εργάστηκαν πάνω στη γνωστή τακτική της κατηγορίας των αντιπάλων τους για κατασκοπεία με σκοπό την εξάλειψη ανώτερων αξιωματούχων και άλλων μελών του Κόμματος.

Συνολικά, δολοφονήθηκαν περίπου 10.000 μέλη του ΚΚΚ.

Κατά την διάρκεια του κινήματος, άνθρωποι βασανίστηκαν και αναγκάστηκαν να ομολογήσουν ψευδώς ότι ήταν κατάσκοποι, έγραψε ο Γουέι Τζουνγί (Wei Junyi) σε βιβλίο του 1998.

«Όλοι έγιναν κατάσκοποι στη Γιανάν, από μαθητές γυμνασίου έως μαθητές δημοτικού», έγραψε ο Γουέι, ο οποίος ήταν τότε συντάκτης του κρατικού πρακτορείου ειδήσεων Xinhua. «Δώδεκα ετών, 11 ετών, 10 ετών, ακόμη και ένας 6χρονος κατάσκοπος βρέθηκε!»

Την τραγική μοίρα της οικογένειας του Σι Μποφού (Shi Bofu), ενός τοπικού ζωγράφου, αφηγήθηκε στο βιβλίο του ο Γουέι. Το 1942, αξιωματούχοι του ΚΚΚ ξαφνικά κατηγόρησαν τον Σι ότι ήταν κατάσκοπος και τον συνέλαβαν. Εκείνο το βράδυ, η σύζυγος του Σι, ανίκανη να αντιμετωπίσει την πιθανή θανατική ποινή του συζύγου της, πήρε τη ζωή της και αυτή των δύο μικρών παιδιών της. Λίγες ώρες αργότερα, αξιωματούχοι βρήκαν αυτήν και τα πτώματα των παιδιών και διακήρυξαν δημοσίως ότι η γυναίκα του Σι είχε «βαθύ μίσος» κατά του Κόμματος και των ανθρώπων, και άρα άξιζε να πεθάνει.

Ένας Κινέζος ιδιοκτήτης γης εκτελείται από έναν στρατιώτη του κομμουνιστικού κόμματος στο Φουκάνγκ της Κίνας. (Δημόσιος τομέας)

 

Εδαφική μεταρρύθμιση

Τον Οκτώβριο του 1949, το ΚΚΚ πήρε την εξουσία της Κίνας και ο Μάο έγινε ο πρώτος επικεφαλής του καθεστώτος. Μήνες αργότερα, στο πρώτο κίνημα του καθεστώτος, που ονομάστηκε «εδαφική μεταρρύθμιση», ο Μάο κινητοποίησε τους φτωχότερους αγρότες του έθνους να καταλάβουν με την βία την γη και άλλα περιουσιακά στοιχεία των «γαιοκτημόνων» – πολλοί από τους οποίους ήταν απλώς πιο εύποροι αγρότες. Εκατομμύρια πέθαναν.

Ο Μάο, το 1949, κατηγορήθηκε ότι ήταν δικτάτορας και το παραδέχτηκε.

«Αγαπητοί μου κύριοι, έχετε δίκιο, αυτό ακριβώς είμαστε», έγραψε, σύμφωνα με το περιοδικό China File, που εκδόθηκε από το Κέντρο Σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας στην Ασία. Σύμφωνα με τον Μάο, οι κομμουνιστές στην εξουσία πρέπει να είναι δικτατορικοί ενάντια στους ιμπεριαλιστές, τους γαιοκτήμονες, τους γραφειοκράτες της μπουρζουαζίας και τους αντιδραστικούς και συνεργούς τους, οι οποίοι συνδέονταν με την αντιπολίτευση Κουομιντάνγκ.

Φυσικά, οι κομμουνιστές αποφάσιζαν το ποιος μπορούσε να ονομαστεί, «ιμπεριαλιστής», «αντιδραστικός», ή ακόμα και «γαιοκτήμονας».

Σύμφωνα με τον ιστορικό Φρανκ Ντικότερ, ο οποίος έχει κάνει μια ενδελεχή χρονολόγηση των κτηνωδιών του Μάο, «πολλά από τα θύματα ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου και πυροβολήθηκαν, αλλά σε πολλές περιπτώσεις βασανίστηκαν για να τους κάνουν να αποκαλύψουν τα περιουσιακά τους στοιχεία – πραγματικά ή φανταστικά».

Το βιβλίο του 2019 «The Bloody Red Land» περιγράφει την ιστορία του  Λι Μαν, ενός ιδιοκτήτη γης από το Τσονγκτσίνγκ της νοτιοδυτικής Κίνας, που επέζησε των διώξεων. Αφότου το Κ.Κ.Κ. ανέλαβε την εξουσία, αξιωματούχοι ισχυρίστηκαν ότι η οικογένεια του Λι είχε αποθηκεύσει 1,5 τόνους χρυσού. Αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια, καθώς η οικογένεια είχε χρεοκοπήσει χρόνια νωρίτερα λόγω της τοξικομανίας του πατέρα τού Λι.

Χωρίς χρυσό για να δώσει στο Κ.Κ.Κ., ο Λι βασανίστηκε στα πρόθυρα του θανάτου.

«Έβγαλαν τα ρούχα μου, έδεσαν τα χέρια και τα πόδια μου σε ένα δοκάρι. Έπειτα έδεσαν ένα σχοινί γύρω από τα γεννητικά μου όργανα και έδεσαν μια πέτρα στα πόδια μου», εξήγησε ο Λι. Είπε ότι στη συνέχεια κρέμασαν το σχοινί σε ένα δέντρο. Αμέσως, «εκτοξεύτηκε αίμα από τον ομφαλό μου», είπε ο Λι.

Ο Λι τελικά σώθηκε από έναν αξιωματούχο του ΚΚΚ που τον έστειλε στο σπίτι ενός γιατρού κινεζικής ιατρικής. Ακόμα και μετά από σοβαρούς τραυματισμούς στα εσωτερικά του όργανα και στα γεννητικά όργανα, ο Λι εξακολουθούσε να θεωρείται τυχερός. Άλλα δέκα άτομα που βασανίστηκαν ταυτόχρονα με τον Λι έχασαν την ζωή τους. Τους επόμενους μήνες, οι στενοί συγγενείς και η ευρύτερη οικογένεια του Λι θα βασανίζονταν μέχρι θανάτου, ο ένας μετά τον άλλον.

Ως αποτέλεσμα των βασανιστηρίων, ο Λι – που ήταν 22 ετών τότε – έχασε την ικανότητα να έχει απογόνους. Κατά την διάρκεια των μεταγενέστερων εκστρατειών του Κ.Κ.Κ., ο Λι βασανίστηκε πολλές φορές, χάνοντας  την όρασή του.

Μια πεινασμένη οικογένεια, άγνωστη ημερομηνία. (Δημόσιος τομέας)

 

Μεγάλο άλμα προς τα εμπρός

Ο Μάο ξεκίνησε το «Μεγάλο άλμα προς τα εμπρός» το 1958, μια τετραετή εκστρατεία με την οποία προσπάθησε να αυξήσει εκθετικά την παραγωγή χάλυβα, ενώ ταυτόχρονα κολεκτιβοποιούσε την γεωργία με στόχο η παραγωγή της Κίνας να ξεπεράσει αυτήν της Βρετανίας και μετά της Αμερικής.

Οι αγρότες διατάχτηκαν να φτιάξουν φούρνους στις αυλές τους για να παράγουν χάλυβα, αφήνοντας παραμελημένες τις γεωργικές τους εκτάσεις. Ως αποτέλεσμα, οι αγρότες δεν είχαν τίποτα να τρώνε αφού παρέδιδαν το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργειών τους ως φόρους.

Αυτό που ακολούθησε ήταν η χειρότερη ανθρωπογενής καταστροφή στην ιστορία: ο Μεγάλος Λιμός, κατά τον οποίον δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν από ασιτία, από το 1959 έως το 1961.

Οι πεινασμένοι αγρότες στράφηκαν για την τροφή τους στο κυνήγι άγριων ζώων, στα χόρτα, ακόμη και στον καολινίτη, ένα αργιλοπυριτικό ορυκτό. Η ακραία πείνα οδήγησε πολλούς στον κανιβαλισμό.

Υπάρχουν καταγεγραμμένες περιπτώσεις ανθρώπων να τρώνε πτώματα ξένων, φίλων και μελών της οικογένειας καθώς και γονείς που σκότωσαν τα παιδιά τους για φαγητό – και το αντίστροφο.

Ο Τζάσπερ Μπέκερ, ο οποίος έγραψε το «Hungry Ghosts», ανέφερε ότι οι Κινέζοι αναγκάστηκαν να εμπλακούν – από καθαρή απελπισία – στην πώληση ανθρώπινης σάρκας στην αγορά και την ανταλλαγή παιδιών, ώστε να μην τρώνε τα δικά τους.

Σε 13 επαρχίες, υπήρξαν συνολικά 3.000 έως 5.000 καταγεγραμμένες περιπτώσεις κανιβαλισμού.

Ο Μπέκερ σημειώνει ότι ο κανιβαλισμός στην Κίνα στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60 πιθανότατα συνέβη «σε κλίμακα άνευ προηγουμένου στην ιστορία του 20ου αιώνα».

Ο Κινέζος ιστορικός Γιου Σιγκουάνγκ (Yu Xiguang) στη δεκαετία του 1980 βρήκε μια φωτογραφία αρχείου από την πατρίδα του στην επαρχία Χουνάν. Φαίνεται ότι ένας άντρας με το όνομα Λιού Τζιαγιουάν στέκεται δίπλα στο κεφάλι και τα κόκκαλα του ενός χρόνου γιου του. Ο Λιού τελικά εκτελέστηκε για δολοφονία.

Ο Γιου αργότερα πήρε συνέντευξη από τα επιζήσαντα μέλη της οικογένειας του Λιού την πρώτη δεκαετία του 2000 για να επαληθεύσει την ιστορία. Έγραψε σε μια αναφορά: «Ο Λιού Τζιαγιουάν ήταν εξαιρετικά πεινασμένος. Σκότωσε τον γιο του και μαγείρεψε την σάρκα του. Πριν τελειώσει το φαγητό του, τα μέλη της οικογένειάς του βρήκαν το έγκλημά του και τον ανέφεραν στην αστυνομία. Στη συνέχεια συνελήφθη και εκτελέστηκε».

Περίπου 45 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν κατά την διάρκεια του «Μεγάλου άλματος προς τα εμπρός», σύμφωνα με τον ιστορικό Ντικότερ, συγγραφέα του «Μεγάλου Λιμού του Μάο».

Στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος κρεμούν μια πινακίδα στον λαιμό ενός Κινέζου άνδρα κατά την διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης το 1966. Στην πινακίδα αναφέρεται το όνομα του άνδρα και τον κατηγορούν ότι είναι μέλος της «μαύρης τάξης» (Δημόσιος τομέας)

 

Πολιτιστική επανάσταση

Μετά την καταστροφική αποτυχία του Μεγάλου άλματος προς τα εμπρός, ο Μάο, που αισθάνθηκε ότι έχανε την δύναμη του στην εξουσία, ξεκίνησε την Πολιτιστική Επανάσταση το 1966 σε μια προσπάθεια να χρησιμοποιήσει τον κινέζικο λαό για να ισχυροποιήσει τον έλεγχό του επί του ΚΚΚ. Δημιουργώντας μια προσωπολατρεία του εαυτού του, ο Μάο είχε ως στόχο να «συντρίψει τα πρόσωπα που έχουν την εξουσία και ακολουθούν τον καπιταλιστικό δρόμο» ώστε να ενισχύσει τις δικές του ιδεολογίες.

Μέσα σε περισσότερο από 10 χρόνια χάους, εκατομμύρια σκοτώθηκαν ή οδηγήθηκαν σε αυτοκτονία εν μέσω της κρατικής βίας, ενώ οι ενθουσιώδεις νεαροί ιδεολόγοι, οι περίφημοι Κόκκινοι Φρουροί, ταξίδεψαν ανά την χώρα καταστρέφοντας και δυσφημίζοντας τις παραδόσεις και την κληρονομιά της Κίνας.

Ήταν μια προσπάθεια ολόκληρης της κοινωνίας, με το Κόμμα να ενθαρρύνει ανθρώπους από όλα τα κοινωνικά στρώματα να καταδίδουν συναδέλφους, γείτονες, φίλους, ακόμη και μέλη της οικογένειας που ήταν «αντεπαναστάτες» – οποιονδήποτε με πολιτικά λανθασμένες σκέψεις ή συμπεριφορές .

Τα θύματα, που περιελάμβαναν διανοούμενους, καλλιτέχνες, αξιωματούχους του Κ.Κ.Κ. και άλλους που θεωρούνταν «ταξικοί εχθροί», υποβάλλονταν σε τελετουργική ταπείνωση – δημόσιες συγκεντρώσεις όπου τα θύματα θα αναγκάζονταν να παραδεχτούν τα υποτιθέμενα εγκλήματά τους και να υποστούν σωματική και λεκτική κακομεταχείριση από το πλήθος. Στην συνέχεια βασανίζονταν και αποστέλλονταν στην ύπαιθρο για καταναγκαστική εργασία.

Ο παραδοσιακός κινεζικός πολιτισμός και οι παραδόσεις αποτέλεσαν άμεσο στόχο της εκστρατείας του Μάο για την εξόντωση των «Τεσσάρων Παλαιών» – παλιά έθιμα, παλιός πολιτισμός, παλιές συνήθειες και παλιές ιδέες. Ως αποτέλεσμα, καταστράφηκαν αμέτρητα πολιτιστικά κειμήλια, ναοί, ιστορικά κτήρια, αγάλματα και βιβλία.

Η Τζανγκ Τζισίν (Zhang Zhixin), ένα μέλος της ελίτ του Κ.Κ.Κ. που εργαζόταν στην επαρχία Λιαονίνγκ, ήταν μεταξύ των θυμάτων της εκστρατείας. Σύμφωνα με ένα άρθρο κινεζικών μέσων ενημέρωσης μετά την Πολιτιστική Επανάσταση, ένας συνάδελφος ανέφερε την Τζανγκ το 1968 αφού σχολίασε στον συνάδελφό της ότι δεν μπορούσε να καταλάβει κάποιες από τις ενέργειες του ΚΚΚ. Η 38χρονη συνελήφθη τότε σε ένα τοπικό κέντρο εκπαίδευσης στελεχών του Κόμματος, όπου κρατούνταν περισσότερα από 30.000 μέλη του προσωπικού της επαρχιακής κυβέρνησης.

Ενώ ήταν υπό κράτηση, αρνήθηκε να παραδεχτεί ότι έκανε κάτι λάθος και παρέμεινε στις πολιτικές της απόψεις. Ήταν αφοσιωμένη στο Κόμμα, αλλά διαφωνούσε με ορισμένες από τις πολιτικές του Μάο. Εστάλη στην φυλακή.

Εκεί, η Τζανγκ υπέφερε τρομερά καθώς αξιωματούχοι προσπάθησαν να την αναγκάσουν να εγκαταλείψει τις απόψεις της. Οι φρουροί των φυλακών χρησιμοποιούσαν ένα σιδερένιο σύρμα για να κρατήσουν το στόμα της ανοιχτό και στη συνέχεια να του βάλουν μέσα μια βρόμικη σφουγγαρίστρα. Έδεσαν τα χέρια της πίσω από την πλάτη της και κρέμασαν ένα σιδερένιο βαρίδιο 40 κιλών από τις αλυσίδες. Οι επαρχιακοί αξιωματούχοι του ΚΚΚ της ξερίζωσαν τα μαλλιά και συχνά παρακινούσαν άλλους άνδρες κρατούμενους να την βιάζουν ομαδικά.

Η Τζανγκ προσπάθησε να αυτοκτονήσει, αλλά απέτυχε, γεγονός που έκανε τους φρουρούς της φυλακής να εντείνουν τον έλεγχό τους. Ο σύζυγός της εξαναγκάστηκε επίσης από τις αρχές να την χωρίσει. Στις αρχές του 1975, η Τζανγκ τρελάθηκε και τον Απρίλιο του ίδιου έτους, εκτελέστηκε. Πριν πυροβολήσουν, οι φρουροί της φυλακής έκοψαν την τραχεία της για να την σιωπήσουν. Πέθανε σε ηλικία 45 ετών.

Κατά την διάρκεια της κράτησης της Τζανγκ, ο σύζυγός της και τα δύο μικρά παιδιά τους αναγκάστηκαν να διακόψουν κάθε σχέση μαζί της. Μόλις πληροφορήθηκαν για τον θάνατό της, δεν τόλμησαν ούτε να κλάψουν – φοβούμενοι ότι θα τους ακούσουν οι γείτονες και θα ανέφεραν την δυσαρέσκειά τους στο Κόμμα.

Η καταστροφική εκστρατεία έληξε τον Οκτώβριο του 1976, λιγότερο από ένα μήνα μετά τον θάνατο του Μάο.

Η επίδραση της Πολιτιστικής Επανάστασης πηγαίνει πολύ πέραν των ζωών που καταστράφηκαν, σύμφωνα με τον Ντικότερ.

Σύμφωνα με τον Ντικότερ «δεν ήταν τόσο ο θάνατος που χαρακτήρισε την Πολιτιστική Επανάσταση, όσο το ψυχικό τραύμα», είπε στο NPR το 2016.

«Ήταν ο τρόπος με τον οποίον οι άνθρωποι στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου, ήταν υποχρεωμένοι να καταγγείλουν οικογενειακά μέλη, τους συναδέλφους, τους φίλους τους. Πρόκειται για απώλεια, απώλεια εμπιστοσύνης, απώλεια φιλίας, απώλεια πίστης σε άλλους ανθρώπους, απώλεια προβλεψιμότητας στις κοινωνικές σχέσεις. Και αυτό είναι πραγματικά το σημάδι που άφησε η Πολιτιστική Επανάσταση».

 

Ένα νεαρό ορφανό κορίτσι κάθεται στην κούνια σε ένα ορφανοτοφείο στο Πεκίνο στις 2 Απριλίου 2014. (Kevin Frayer / Getty Images)

 

Πολιτική ενός παιδιού

Το 1979, το καθεστώς ξεκίνησε την «πολιτική ενός παιδιού», η οποία επέτρεπε στα παντρεμένα ζευγάρια να έχουν μόνο ένα παιδί, σε μια εκστρατεία που φαινόταν φαινομενικά να ενισχύει το βιοτικό επίπεδο περιορίζοντας την αύξηση του πληθυσμού. Η πολιτική προκάλεσε μαζικές εξαναγκαστικές αμβλώσεις, αναγκαστικές στειρώσεις και ανθρωποκτονία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Υγείας της Κίνας που ανέφεραν κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης, έγιναν 336 εκατομμύρια εκτρώσεις από το 1971 έως το 2013.

Η Σιά Ρουνγίνγκ, χωρικός από την επαρχία Τσιανγκσί που υπέστη αναγκαστική άμβλωση, έγραψε σε δημόσια επιστολή το 2013 ότι η οικογένειά της ζήτησε να αναβληθεί η χειρουργική επέμβαση λόγω της κακής υγείας της. Ο τοπικός αξιωματούχος, ωστόσο, είπε ότι θα έκαναν την χειρουργική επέμβαση ακόμα κι αν έπρεπε να είναι δεμένη με σχοινιά.

Άρχισε να ουρεί αίμα και να έχει πονοκεφάλους και στομαχόπονο μετά την επέμβαση. Αργότερα, αναγκάστηκε να σταματήσει να εργάζεται.

Το καθεστώς διέκοψε την πολιτική του ενός παιδιού το 2013, επιτρέποντας δύο παιδιά. Στις 31 Μαΐου, ανακοίνωσε ότι οι οικογένειες μπορούν να έχουν τρία παιδιά.

Μια τραυματισμένη νέα μετά την επίθεση του στρατού κατά φοιτητών στις 4 Ιουνίου 1989, κοντά στην πλατεία Τιενανμέν. (MANUEL CENETA / AFP / Getty Images)

 

Σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν

Αυτό που ξεκίνησε ως μια φοιτητική συγκέντρωση τον Απρίλιο του 1989 για να θρηνήσει τον θάνατο του πρώην ηγέτη της Κίνας Χου Γιάο-Μπανγκ μεταμορφώθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες διαμαρτυρίες που είχε δει ποτέ το καθεστώς. Φοιτητές πανεπιστημίου που συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου ζήτησαν από το Κ.Κ.Κ. να ελέγξει τον έντονο πληθωρισμό, να περιορίσει τη διαφθορά αξιωματούχων, να αναλάβει την ευθύνη για προηγούμενα σφάλματα και να υποστηρίξει την ελευθερία τύπου και δημοκρατικές ιδέες.

Μέχρι τον Μάιο, φοιτητές από όλη την Κίνα, και κάτοικοι του Πεκίνου από όλα τα κοινωνικά στρώματα, είχαν συμμετάσχει στη διαδήλωση. Παρόμοιες διαδηλώσεις εμφανίστηκαν σε όλη τη χώρα.

Οι ηγέτες του ΚΚΚ δεν συμφώνησαν με τα αιτήματα των φοιτητών.

Αντ’ αυτού, το καθεστώς διέταξε τον στρατό να συντρίψει την διαμαρτυρία. Το απόγευμα της 3ης Ιουνίου, τεθωρακισμένα άρματα άρχισαν να κυκλοφορούν στην πόλη και να περιβάλλουν την πλατεία. Πλήθος άοπλων διαδηλωτών σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν αφού συντρίφθηκαν από τανκς ή πυροβολήθηκαν από στρατιώτες οι οποίοι πυροβολούσαν αδιάκριτα στο πλήθος. Υπολογίζεται ότι χιλιάδες έχασαν την ζωή τους.

Η Λίλι Τζανγκ, η οποία ήταν επικεφαλής νοσοκόμα σε νοσοκομείο του Πεκίνου που ήταν 15 λεπτά με τα πόδια από την πλατεία, περιέγραψε στην Epoch Times την αιματοχυσία εκείνης της νύχτας. Ξύπνησε με τον ήχο των πυροβολισμών και έσπευσε στο νοσοκομείο το πρωί της 4ης Ιουνίου, αφού άκουσε για τη σφαγή.

Ήταν τρομοκρατημένη όταν έφτασε στο νοσοκομείο και αντίκρισε μια σκηνή που έμοιαζε με «πολεμική ζώνη». Μια άλλη νοσοκόμα, που έκλαιγε, της είπε ότι το νοσοκομείο ήταν γεμάτο από τραυματίες διαδηλωτές που αιμορραγούσαν βαριά.

Στο νοσοκομείο της Τζανγκ, τουλάχιστον 18 είχαν πεθάνει την ώρα που τους έφεραν στις εγκαταστάσεις.

Οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν σφαίρες «νταμ-νταμ», οι οποίες θα επεκτείνονταν μέσα στο σώμα του θύματος και θα προκαλούσαν περαιτέρω τραυματισμούς, είπε η Τζανγκ. Πολλοί υπέστησαν σοβαρές πληγές και αιμορραγούσαν τόσο βαριά που ήταν «αδύνατο να τους επαναφέρουμε».

Στην πύλη του νοσοκομείου, ένας τραυματισμένος δημοσιογράφος από την κρατική εφημερίδα China Sports Daily είπε στους δύο εργαζόμενους στον τομέα της υγείας που τον έφεραν ότι «δεν φαντάστηκε ότι το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα θα άνοιγε πυρ».

«Να πυροβολείς άοπλους φοιτητές και απλούς πολίτες — τι είδους κυβερνών κόμμα είναι αυτό;» ήταν τα τελευταία του λόγια, θυμήθηκε η Τζανγκ.

Ο τότε Κινέζος ηγέτης Ντενγκ Σιαοπίνγκ, ο οποίος διέταξε την αιματηρή καταστολή, αναφέρθηκε από ένα κανάλι της βρετανικής κυβέρνησης να λέει ότι «διακόσιοι νεκροί θα μπορούσαν να φέρουν 20 χρόνια ειρήνης στην Κίνα», ένα μήνα πριν από τη σφαγή τον Μάιο του 1989.

Μέχρι σήμερα, το καθεστώς αρνείται να αποκαλύψει τον πραγματικό αριθμό που σκοτώθηκε στη σφαγή ή τα ονόματά τους και καταστέλλει αυστηρά τις πληροφορίες σχετικά με το περιστατικό.

Δύο αστυνομικοί με πολιτικά συλλαμβάνουν έναν ασκούμενο του Φάλουν Γκονγκ στην πλατεία Τιενανμέν στο Πεκίνο, στις 31 Δεκεμβρίου 2000. (Minghui.org)

 

Δίωξη του Φάλουν Γκονγκ

Μια δεκαετία αργότερα, το καθεστώς αποφάσισε να πραγματοποιήσει μια ακόμα αιματηρή καταστολή.

Στις 20 Ιουλίου 1999, οι αρχές ξεκίνησαν μια ευρεία εκστρατεία με στόχο περίπου 70 έως 100 εκατομμύρια ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ, μιας πνευματικής άσκησης που περιλαμβάνει διαλογιστικές ασκήσεις και ηθικές διδασκαλίες που επικεντρώνονται στις αξίες της αλήθειας, της συμπόνιας και της ανεκτικότητας.

Σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφόρησης για το Φάλουν Ντάφα, έναν ιστότοπο με πληροφορίες για το Φάλουν Γκονγκ, εκατομμύρια ασκούμενοι απολύθηκαν από την δουλειά τους, εκδιώχθηκαν από το σχολείο, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν ή σκοτώθηκαν απλώς και μόνο επειδή αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την πίστη τους.

Το 2019, ένα ανεξάρτητο δικαστήριο εθελοντών στο Λονδίνο επιβεβαίωσε ότι το καθεστώς έχει πραγματοποιήσει βίαιη συγκομιδή οργάνων «σε σημαντική κλίμακα» και ότι οι φυλακισμένοι ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ ήταν «πιθανότατα η κύρια πηγή».

Ο Λιφάνγκ, ένας 45χρονος ασκούμενος του Φάλουν Γκονγκ από την Τσινγκτάο, μια πόλη στην επαρχία Σαντόνγκ, πέθανε μετά από φυλάκιση δύο μηνών. Οι συγγενείς του είπαν ότι υπήρχαν τομές στο στήθος και την πλάτη του. Το πρόσωπό του έμοιαζε  σαν να υπέμενε πόνο και υπήρχαν πληγές σε όλο του το σώμα, σύμφωνα με τον Minghui.org, έναν ιστότοπο που συγκεντρώνει πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία για την δίωξη του Φάλουν Γκονγκ.

 

Ένας περιμετρικός φράχτης κατασκευάστηκε γύρω από αυτό που είναι επίσημα γνωστό ως «εκπαιδευτικό κέντρο εποχικών ικανοτήτων» στην Νταμπαντσένγκ, επαρχία Σιντζιάνγκ, Κίνα, 4 Σεπτ. 2018.  (Thomas Peter / Reuters)

 

Καταστολή θρησκευτικών και εθνοτικών μειονοτήτων

Για την διατήρηση της εξουσίας του, το καθεστώς του Κ.Κ.Κ. μετέφερε μεγάλο αριθμό ανθρώπων της εθνοτικής ομάδας Χαν στο Θιβέτ, την Σιντζιάνγκ και την Εσωτερική Μογγολία, όπου οι εθνοτικές ομάδες ζουν με τους δικούς τους πολιτισμούς και γλώσσες. Το καθεστώς ανάγκασε τα τοπικά σχολεία να χρησιμοποιούν τα Κινέζικα μανδαρινικά ως επίσημη γλώσσα.

Το 2008, οι Θιβετιανοί διαδήλωσαν για να εκφράσουν τον θυμό τους για τον έλεγχο του καθεστώτος. Το καθεστώς, σε απάντηση, έστειλε την αστυνομία. Εκατοντάδες Θιβετιανοί έχασαν την ζωή τους.

Από το 2009, περισσότεροι από 150 Θιβετιανοί αυτοπυρπολούνται, ελπίζοντας ότι οι θάνατοί τους ίσως σταματήσουν τον αυστηρό έλεγχο του καθεστώτος στο Θιβέτ.

Στην Σιντζιάνγκ, οι αρχές του καθεστώτος έχουν κατηγορηθεί για γενοκτονία εναντίον Ουιγούρων και άλλων εθνοτικών μειονοτήτων, τμήμα της οποίας είναι η κράτηση ενός εκατομμυρίου ανθρώπων σε μυστικά στρατόπεδα «πολιτικής επανεκπαίδευσης».

Πέρυσι, το καθεστώς στο Πεκίνο θέσπισε μια νέα πολιτική που επιβάλλει την διδασκαλία μόνο Κινέζικων Μανδαρινικών σε ορισμένα σχολεία της Εσωτερικής Μογγολίας. Όταν οι γονείς και οι μαθητές διαμαρτυρήθηκαν, απειλήθηκαν με σύλληψη, κράτηση και απώλεια θέσεων εργασίας.

Το καθεστώς χρησιμοποιεί επίσης ένα σύστημα παρακολούθησης για την παρακολούθηση εθνοτικών ομάδων. Κάμερες παρακολούθησης έχουν εγκατασταθεί σε μοναστήρια του Θιβέτ και στην Σιντζιάνγκ συλλέγονται βιομετρικά δεδομένα.

 

Η Eva Fu, ο Jack Phillips, ο Leo Timm και η Cathy He συνέβαλαν σε αυτό το άρθρο.

Ακολουθήστε μας στο Telegram @epochtimesgreece
Ακολουθήστε μας στο Facebook @epochtimesgreece
Ακολουθήστε μας στο SafeChat @epochtimesgreece

Το κινεζικό καθεστώς εισβάλει σε σπίτια, θέτει υπό κράτηση ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ ενόψει της εκατονταετηρίδας του KKK

Το κινεζικό καθεστώς διαπράττει εισβολές σε σπίτια ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ και τους συλλαμβάνει σε όλη την χώρα κατά τον μήνα Ιούνιο, πριν από τον ερχόμενο εορτασμό του 100 χρόνων την 1η Ιουλίου.

Το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) θα γιορτάσει τα εκατό χρόνια από την ίδρυσή του τον επόμενο μήνα. Για να «διατηρήσει κοινωνική σταθερότητα», που είναι ο όρος που χρησιμοποιείται από το καθεστώς για να δικαιολογήσει την απολυταρχική εξουσία του στην Κίνα, το ΚΚΚ ανακοίνωσε μια σειρά αυστηρών ελέγχων στους Κινέζους τον Ιούνιο – ειδικά στο Πεκίνο, την πρωτεύουσα της χώρας.

Ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ – μιας παραδοσιακής κινεζικής πνευματικής άσκησης από την Βουδιστική σχολή που διδάσκει τις αξίες αλήθεια, καλοσύνη, και ανεκτικότητα – βρέθηκαν μεταξύ των στόχων που το καθεστώς θέλησε να ελέγξει.

Από την 1η Ιουνίου, έχουν εμφανιστεί άρθρα που αναφέρουν ότι έγιναν εισβολές και λεηλασία από την τοπική αστυνομία σε σπίτια ασκουμένων. Προσωπική ιδιοκτησία των ασκουμένων κατασχέθηκε, και κάποιοι αστυνομικοί συνέλαβαν ακόμα και οικογενειακά μέλη που δεν ασκούν Φάλουν Γκονγκ.

«Καταδικάζουμε όλες τις μορφές της δίωξης του ΚΚΚ [επί ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ]», είπε στην Epoch Times στις 17 Ιουνίου ο Έρπινγκ Τζανγκ, εκπρόσωπος τύπου για το Falun Dafa Information Center (Κέντρο Πληροφοριών για το Φάλουν Ντάφα) στην Νέα Υόρκη.

«Η δίωξη του ΚΚΚ συνεχίζεται από τον Ιούλιο του 1999. Δεν υπάρχει κάποιο σημάδι, έως τώρα, κάποιας αλλαγής πολιτικής από το ΚΚΚ, και συνεχίζουμε να βλέπουμε την ανηλεή εκστρατεία δίωξης κατά ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ στην Κίνα», είπε ο Τζανγκ. «Συνεχίζουμε να καλούμε ανθρώπους καλής συνείδησης ανά τον κόσμο να μιλήσουν κατά της βίας του ΚΚΚ στο Φάλουν Γκονγκ.»

Ασκούμενοι της πνευματικής άσκησης Φάλουν Γκονγκ κάνουν μια παρέλαση στην Νέα Υόρκη για τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Φάλουν Ντάφα και για να διαδηλώσουν για την συνεχιζόμενη δίωξη της ομάδας από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα στην Κίνα, στις 13 Μαΐου 2020. (Larry Dai/The Epoch Times)

 

Μεγάλης κλίμακας συλλήψεις

Στις 10 Ιουνίου, το Δημοτικό Αστυνομικό Τμήμα Μουνταντζιάνγκ στην επαρχία Χεϊλονγκτζιάνγκ της βορειοανατολικής Κίνας, διέταξε αστυνομικούς στις έξι κομητείες και τέσσερις περιοχές της πόλης να συλλάβουν ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ στα σπίτια τους.

Το καθεστώς είπε ότι οι συλλήψεις ήταν μέρος μιας εκστρατείας που ονόμασε «Ασφάλεια 1 Ιουλίου».

Σε μια περίοδο 36 ωρών, η αστυνομία συνέλαβε 28 ασκουμένους του Φάλουν Γκονγκ στην πόλη, παρενόχλησε άλλους έξι, και κατέσχεσε κινητά τηλέφωνα, υπολογιστές, εκτυπωτές, βιβλία, μετρητά, και ακόμα και τραπεζικές κάρτες από σπίτια ασκουμένων, ανέφερε το Minghui.org, ένας ιστότοπος αφιερωμένος στην συλλογή στοιχείων για την δίωξη του Φάλουν Γκονγκ στην Κίνα.

Στις 3 π.μ. στις 10 Ιουνίου, αστυνομικοί εισέβαλαν στο σπίτι του ασκουμένου του Φάλουν Γκονγκ Γκουό Λιμπίν στην Χαϊλίν, μια πόλη κομητειακού επιπέδου στην Μουνταντζιάνγκ, συνέλαβαν τον Γκουό και την γυναίκα του, άρπαξαν την τραπεζική κάρτα του γιου του Γκουό, και εισέβαλαν επίσης στο σπίτι της αδελφής του Γκουό, από όπου πήραν το σύστημα εικόνας και ήχου του σπιτιού, κινητά τηλέφωνα, και βιβλία.

Στις 8 π.μ., αστυνομικοί από την περιοχή Αϊμίν προσέλαβαν έναν κλειδαρά και εισέβαλαν στο σπίτι της ασκουμένης Τσεν Γιανγουέι όταν η Τσεν και η οικογένειά της βρίσκονταν στο σπίτι. Στην συνέχεια συνέλαβαν την Τσεν και την αδελφή της Τσεν Γιανφού.

Σε κάποιες περιπτώσεις, η αστυνομία χρησιμοποίησε ακόμα και σπρέι πιπεριού σε ασκούμενους καθώς προσπαθούσαν να προστατεύσουν τα υπάρχοντά τους.

Ασκούμενοι της πνευματικής άσκησης Φάλουν Γκονγκ κάνουν μία παρέλαση στην Νέα Υόρκη για τον εορτασμό της Παγκοσμίας Ημέρας Φάλουν Ντάφα και για διαδήλωση για την συνεχιζόμενη δίωξη της ομάδας από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα στην Κίνα, στις 13 Μαΐου 2020. (Larry Dai/The Epoch Times)

 

Στην πόλη Ντάλιαν στην επαρχία Λιαονίνγκ της βορειοανατολικής Κίνας, 29 ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ και τουλάχιστον έξι οικογενειακά τους μέλη που δεν ασκούνται επίσης συνελήφθησαν εντός των κατοικιών τους μεταξύ 1 και 3 Ιουνίου ως μέρος της εκστρατείας «Ασφάλεια 1 Ιουλίου» του καθεστώτος, ενώ αστυνομικοί στην επαρχία Σαντόνγκ της ανατολικής Κίνας έκαναν τις δικές τους εισβολές σε κατοικίες ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ ως μέρος της εκστρατείας.

Ο Minghui.org επίσης ανέφερε παρόμοιες συλλήψεις που συνέβησαν στις πόλεις Πεκίνο και Τιεντζίν, και στην Σιτσουάν, Γκουανγκντόνγκ, Γκανσού, Χεμπέι, Γιουνάν, και περίπου δέκα ακόμα άλλες επαρχίες.

Φόβος για απώλεια εξουσίας

Το κινεζικό καθεστώς εκκίνησε την βάρβαρη δίωξή του για την εξάλειψη του Φάλουν Γκονγκ τον Ιούλιο του 1999, και εκτιμάται ότι εκατομμύρια ασκουμένων έχουν συλληφθεί, βασανιστεί, και ακόμα και δολοφονηθεί τα τελευταία 22 χρόνια.

Η νέα εκστρατεία που σχετίζεται με την εκατονταετηρίδα έχει περισσότερους λόγους εκτός της συνεχιζόμενης δίωξης.

 

Πίνακας που απεικονίζει την μέθοδο βασανιστηρίου «κρέμασμα τούβλων από τον λαιμό». Είναι μία από τις πιο συνήθεις μεθόδους βασανισμού που χρησιμοποιούνται για να σπάσουν το πνεύμα των ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ και να τους εξωθήσουν να αποκηρύξουν την πίστη τους. (FalunArt.org)

 

«Το καθεστώς του ΚΚΚ έχει συλλάβει ασκουμένους του Φάλουν Γκονγκ, ανθρώπους που έκαναν εκκλήσεις για δικαιοσύνη, δημοκρατικούς ακτιβιστές, και ακόμα και ακραίους αριστερούς τους οποίους δεν εμπιστεύεται, πριν από την εκδήλωση εκατό χρόνων», είπε ο Τανγκ Τζινγκγιουάν, σχολιαστής κινεζικών θεμάτων με έδρα στις ΗΠΑ, στην Epoch Times στις 17 Ιουνίου. «Είναι επειδή ο Κινέζος επικεφαλής Σι Τζινπίνγκ και οι αρχές του Πεκίνου φοβούνται την απώλεια δύναμης.»

Ο Τανγκ σημείωσε ότι το καθεστώς θέλει να παγιώσει την δικτατορία του, και ο Σι θέλει πολύ να κρατήσει πιο σφιχτά την απολυταρχική του θέση.

«Στις περασμένες δεκαετίες, ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ έχουν αποκαλύψει τις διώξεις που υφίστανται στην Κίνα, και έχουν εκθέσει τα εγκλήματα που διέπραξε το ΚΚΚ όταν αντιμετώπιζε καλέσματα να σταματήσει την δίωξη, εντός και εκτός της Κίνας. Αυτό φοβίζει το ΚΚΚ», είπε ο Τανγκ.

«Το ΚΚΚ θέλει να φιμώσει τους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ μέσω της αύξησης έντασης στην δίωξη και της σύλληψης όσο το δυνατόν περισσότερων ασκουμένων. Αλλά η ιστορία έχει πει στο ΚΚΚ ότι άνθρωποι με πίστη, όπως οι ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ, δεν φοβούνται το κακό. Θα κάνουν οτιδήποτε πιστεύουν ότι είναι καλό για τους άλλους και για την κοινωνία [οδηγούμενοι από τις βασικές διδασκαλίες του Φάλουν Γκονγκ αλήθεια, καλοσύνη, και ανεκτικότητα].»

 

Ακολουθήστε μας στο Telegram @epochtimesgreece
Ακολουθήστε μας στο Facebook @epochtimesgreece
Ακολουθήστε μας στο SafeChat @epochtimesgreece

Νέα έρευνα καταρρίπτει το «θαύμα» του Σι: Ακραία φτώχεια υπάρχει στην Κίνα

Μια πρόσφατα δημοσιευμένη έρευνα χορηγούμενη από την Ελβετία αποκαλύπτει ότι η Κίνα δεν έχει εξαλείψει την φτώχεια, ένα «θαύμα» που ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ ισχυρίζεται πως έχει επιτύχει.

Στις 25 Φεβρουαρίου, το κινεζικό καθεστώς οργάνωσε μια τελετή βράβευσης, στην οποία ο Σι ανακοίνωσε ότι η Κίνα έχει εξαλείψει την φτώχεια, βάσει των προτύπων φτώχειας της Κίνας.

«[Η Κίνα] δημιούργησε άλλο ένα θαύμα στα χρονικά της ιστορίας», σχολίασε ο Σι για την εξάλειψη της φτώχειας. «[Αυτό είναι] ένα μεγάλο ιστορικό επίτευγμα.»

Στις 6 Απριλίου, το κινεζικό καθεστώς δημοσίευσε ένα έγγραφο πληροφοριών με τίτλο «Η πρακτική της Κίνας στην μείωση της ανθρώπινης φτώχειας». Με αυτό το έγγραφο, οι αρχές του Πεκίνου θέλουν να θέσουν την Κίνα ως παράδειγμα προς μίμηση για τον κόσμο.

«Η Κίνα δεν έχει εξαλείψει την φτώχεια – ούτε καν την ακραία φτώχεια», γράφει ο Μπιλ Μπίκαλης, πρώην ανώτερος οικονομολόγος των ΗΕ στην Κίνα, στην αναφορά «Εξέταση της μείωσης φτώχειας στην Κίνα» (pdf) που δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουνίου.

Ο Μπίκαλης σημειώνει ότι η φτώχεια είναι δυναμική, αλλά το καθεστώς του Πεκίνου εστιάζεται μόνο στους ανθρώπους που είναι σε αγροτικές περιοχές και δήλωσαν φτώχεια μεταξύ 2014-15, χωρίς να ενημερώνει την λίστα στα χρόνια που ακολούθησαν και χωρίς να καλύπτει την πλειοψηφία του κινεζικού πληθυσμού, που ζει σε αστικές περιοχές.

«Δεν δημοσιεύθηκαν ποτέ στατιστικά [στην Κίνα] σχετικά με τα προσφάτως φτωχοποιημένα νοικοκυριά λόγω του εισοδηματικού σοκ που προέκυψε [λόγω της πανδημίας] και η βοήθεια σε μη δηλωμένα φτωχά νοικοκυριά ήταν περιορισμένη», έγραψε ο Μπίκαλης. «Για να καταγραφεί με ακρίβεια η επίδραση της COVID-19 στην φτώχεια οπουδήποτε αλλού εκτός των ήδη ταυτοποιημένων κομητειών και χωριών απαιτούνται συστήματα που απλώς δεν υπάρχουν.»

Το κινεζικό καθεστώς ισχυρίζεται ότι αν το εισόδημα ενός ανθρώπου είναι υψηλότερο από 3.218 γιουάν ($500, €419) ανά έτος, αυτός ή αυτή δεν μπορεί να ονομαστεί φτωχός. Αν το εισόδημα ενός φτωχού ατόμου φτάσει τα 4.000 γιουάν ($625, €523), αυτός ή αυτή αφαιρείται από την λίστα αυτών που δικαιούνται κοινωνικά επιδόματα, και δεν μπορεί ποτέ ξανά να ονομαστεί φτωχός. Η Κίνα ισχυρίζεται ότι επειδή το κόστος των αγαθών στην Κίνα είναι χαμηλό, δεν απαιτείται για κάποιον ένα υψηλό εισόδημα για να ζει χωρίς φτώχεια.

Τους τελευταίους μήνες, άνθρωποι από την Κίνα που έδωσαν συνέντευξη στην Epoch Times είπαν ότι ακόμα δεν μπορούν να έχουν καθαρό νερό, αρκετό φαγητό, και δημόσια συγκοινωνία, αλλά το καθεστώς αρνήθηκε να πληρώσει κοινωνικά επιδόματα επειδή η Κίνα υποτίθεται ότι είχε εξαλείψει την φτώχεια.

Κρατικά κινεζικά μέσα ενημέρωσης έχουν αποκαλύψει ότι ακόμα και οι αφαιρεμένοι από την λίστα φτωχοί άνθρωποι ζουν ακόμα σε ακραία φτώχεια, και οι τοπικές αρχές είπαν ψέματα στις κεντρικές αρχές.

 

Ο αγρότης Λιού Τσίνγκγιοου στο σπίτι του στην κομητεία Μπαοτζίνγκ, στην κεντρική επαρχία Χουνάν της Κίνας, 12 Ιαν. 2021. (Noel Celis/AFP μέσω Getty Images)

 

Η φωνή των ανθρώπων

Ένας μεγάλος αριθμός Κινέζων σε αγροτικές περιοχές δεν έχουν καθαρό νερό να πιουν και δεν έχουν αρκετά χρήματα για να αγοράσουν κρέας και άλλα τρόφιμα πλούσια σε πρωτεΐνη και λιπαρά, σύμφωνα με αυτούς που έδωσαν συνέντευξη. Υπάρχουν Κινέζοι σε αστικές περιοχές που επίσης δεν μπορούν να θρέψουν τον εαυτό τους και την οικογένειά τους.

«Ο πατέρας μου και οι συγχωριανοί του δεν έχουν χρήματα. Τρώνε αυτά που φύτεψαν και γενικά δεν έχουν κρέας. Ο πατέρας μου δεν έχει αρκετά χρήματα για να πληρώσει για ηλεκτρισμό, και ας μην αναφέρω τις εγκαταστάσεις καθαριότητας, το μπάνιο», μια γυναίκα με επώνυμο Γουάνγκ είπε στην κινεζικής γλώσσας Epoch Times στις 25 Φεβρουαρίου.

Η Γουάνγκ ζει σε μια πόλη και έχει ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, διαδίκτυο, και τηλέφωνο. Ο πατέρας της ζει στην κοινότητα Τάοχε στην κομητεία Σιτσουάν, στην κεντρική επαρχία Χενάν της Κίνας, μια ορεινή περιοχή.

«Δεν έχουν νερό βρύσης. Εξαρτώνται από μια μικρή δεξαμενή [που μπορεί να αποθηκεύει το νερό της βροχής] και νερό που αποστέλλεται από έξω», είπε η Γουάνγκ. «Δεν έχουν χρήματα να πληρώσουν για νοσοκομεία, κλινικές, ούτε και για φάρμακα. Απλώς πολεμούν τις ασθένειες χρησιμοποιώντας το ανοσοποιητικό σύστημα των σωμάτων τους. Αν αρρωστήσουν σοβαρά, απλώς περιμένουν τον θάνατο στο σπίτι.»

 

Αγρότες φυτεύουν δέντρα Saxaul (αμμόδεντρα) στην Ντουνχουάνγκ, βορειοδυτική επαρχία Γκανσού της Κίνας, 22 Απριλίου 2019. (Lintao Zhang/Getty Images)

 

Ένας άλλος Γουάνγκ είναι μετανάστης εργάτης στο Πεκίνο καταγόμενος από την επαρχία Χεμπέι της βόρειας Κίνας. Είπε στην κινεζικής γλώσσας Epoch Times στις 2 Μαρτίου ότι αγρότες στην Χεμπέι δεν έχουν χρήματα να πληρώσουν για ιατρική ασφάλιση γενικά, το καθεστώς δεν παρέχει δωρεάν ιατρικές υπηρεσίες, και αγρότες δεν έχουν χρήματα για νοσηλεία ασθενειών.

«Για εμάς, απλώς επισκεπτόμαστε μια μικρή κλινική αν έχουμε κάποιες μη θανάσιμες ασθένειες. Αν αρρωστήσουμε βαριά, θα προσπαθήσουμε να δανειστούμε χρήματα από συγγενείς. Αν μπορέσουμε να λάβουμε κάποια χρήματα, θα πάμε σε ένα νοσοκομείο. Αλλιώς, απλώς μένουμε σπίτι και περιμένουμε τον θάνατο», είπε ο Γουάνγκ.

Η πλειοψηφία των φτωχών Κινέζων δεν έχουν τηλέφωνο, ούτε υπολογιστή, και η λογοκρισία του καθεστώτος δεν αφήνει σχετικά στοιχεία να εκτεθούν στο διαδίκτυο.

Ωστόσο, στοιχεία που δείχνουν ακραία φτώχεια μπορούν να βρεθούν από αυτά που λένε οι άνθρωποι σε συζητήσεις, όπως και σε δημοσιογραφικά άρθρα άλλων θεμάτων.

Στις 12 Δεκεμβρίου 2020, ένας λογαριασμός μέσου κοινωνικής δικτύωσης ανήρτησε ένα μακροσκελές άρθρο στο WeChat, στο οποίο μιλάει για παιδιά σε αστικές περιοχές που διέπραξαν αυτοκτονία επειδή οι οικογένειές τους ήταν τόσο φτωχές που δεν μπορούσαν να πληρώσουν για εκπαίδευση, να τα θρέψουν, ή να νοσηλεύσουν ασθένειές τους.

Ο Μπίκαλης έγραψε στην έρευνά του ότι το 63 τοις εκατό των Κινέζων ζουν σε πόλεις, και αυτοί οι άνθρωποι δεν συμπεριλήφθηκαν ποτέ στην λίστα φτώχειας της Κίνας. Και, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του Σι, ακόμα και οι φτωχοί άνθρωποι στην λίστα δεν έχουν αφήσει την φτώχεια.

Τον Απρίλιο, το CCTV ανέφερε περιπτώσεις στην κομητεία Λουονάν, στην επαρχία Σαανσί της νοτιοδυτικής Κίνας, στις οποίες άνθρωποι δεν έχουν ένα ασφαλές σπίτι να μείνουν και δεν έχουν καθαρό νερό για να πιουν. Οι τοπικοί αξιωματούχοι είπαν ψέματα για την κατάσταση, και προσπάθησαν να αρπάξουν το κινητό τηλέφωνο του δημοσιογράφου, με το οποίο ο δημοσιογράφος κατέγραφε την σκηνή.

 

Μια αγρότισσα δουλεύει σε χωράφι σε όχθη έναντι του Τζονγκμπά, ενός μικρού νησιού κοντά στην πόλη Τσονγκτσίνγκ της νοτιοδυτικής Κίνας στις 29 Νοεμ. 2020. (Noel Celis/AFP μέσω Getty Images)

 

Αφαίρεση από την λίστα φτώχειας

Η Λουονάν αφαιρέθηκε από την λίστα φτώχειας τον Φεβρουάριο 2020, που σημαίνει πως όλοι οι κάτοικοι στην κομητεία λέγεται πως κερδίζουν ένα εισόδημα υψηλότερο από το όριο φτώχειας.

Στα μέσα Απριλίου, όταν το CCTV πήγε στην κομητεία, οι δημοσιογράφοι βρήκαν έναν γέροντα με όνομα Λενγκ που ζούσε σε ένα μικρό και ετοιμόρροπο σπίτι ενός δωματίου με τούβλα. Το σπίτι δεν έχει κουζίνα, ούτε τουαλέτα, ούτε θέρμανση.

Ο Λενγκ ήταν στην λίστα φτώχειας. Είπε στο CCTV ότι το σπίτι με τούβλα ήταν αποθηκευτικός χώρος ενός συγγενούς του. Επειδή το σπίτι του από λάσπη έχει ρωγμές και μπορεί να καταρρεύσει άμεσα, ο συγγενής του του επιτρέπει να μένει σε αυτό το σπίτι από τούβλα. Ο Λενγκ δεν έχει εισόδημα και δεν έχει χρήματα να νοικιάσει ένα δωμάτιο.

Το CCTV επισκέφθηκε δύο χωριά στην Λουονάν, και τα δύο δεν είχαν πόσιμο νερό. Χωρικοί χρειάζεται να οδηγούν για μεγάλη απόσταση για να αγοράσουν νερό από άλλες πόλεις, και αυτό το νερό πρέπει να φιλτραριστεί πριν την χρήση.

Επειδή οι χωρικοί είναι γενικά φτωχοί, οι περισσότεροι δεν έχουν χρήματα για να αγοράζουν νερό συχνά. Αποθηκεύουν νερό της βροχής και στις καθημερινές ζωές τους προσπαθούν να αποθηκεύσουν την κάθε σταγόνα νερού που θα βρουν.

Ο ιστότοπος ειδήσεων με έδρα την Σανγκάη και όνομα Paper, ανέφερε μια άλλη περίπτωση από την επαρχία Γιουνάν της νοτιοδυτικής Κίνας στις 19 Νοεμβρίου 2020.

Το τοπικό καθεστώς στην κομητεία Τζενσιόνγκ, πόλη Τζαοτόνγκ, αφαίρεσε τον χωρικό Τζιανγκ Τονγκσούν από την λίστα φτώχειας τον Οκτώβριο του 2020 επειδή το καθεστώς είπε πως το συνολικό ακαθάριστο εισόδημα του Τζιανγκ το 2020 θα ήταν 5.811,76 γιουάν ($908). Αυτό είναι υψηλότερο από το επίπεδο εισοδήματος του 2020 των 4.000 γιουάν ($625), υπό το οποίο κάποιος μπορεί να παραμείνει δικαιούχος για την λίστα φτώχειας.

Ο Τζιανγκ διαφώνησε με το καθεστώς και αρνήθηκε να υπογράψει το έγγραφο αναίρεσης του δικαιώματός του να λαμβάνει το όποια περαιτέρω κοινωνικά επιδόματα.

Σύμφωνα με στοιχεία του καθεστώτος, ο Τζιανγκ κέρδισε 3.000 γιουάν δουλεύοντας ως μετανάστης εργάτης, έλαβε 2.568 γιουάν κοινωνικών επιδομάτων από το καθεστώς, και 243,76 άλλων επιδομάτων από το καθεστώς, που χρησιμοποιήθηκαν για αγορά αγροτικών σπόρων και λιπασμάτων.

Ο Τζιανγκ είπε ότι δεν έλαβε επιδόματα από το καθεστώς, και η χρηματοδότηση βοήθειας για φτώχεια από το κεντρικό καθεστώς ή από το επαρχιακό καθεστώς δόθηκε σε χωρικούς που είχαν καλές σχέσεις με αξιωματούχους. Το άρθρο λέει πως ο Τζιανγκ δεν μπορούσε πλέον να ονομαστεί φτωχός και δέχτηκε επικρίσεις από το καθεστώς.

Κινέζοι κάτοικοι είπαν στην Epoch Times σε τηλεφωνικές συνεντεύξεις ότι 4.000 γιουάν δεν αρκούν για τα αναγκαία της ζωής.

Ο Τζόου, ένας συνταξιούχος που ζει στην πόλη Σανγκάη, είπε στην κινεζικής γλώσσας Epoch Times στις 25 Φεβ.: «Το ελάχιστο κόστος φαγητού είναι 500 γιουάν ανά μήνα ανά άτομο στην Σανγκάη. Χρειάζεται να ξοδέψεις 200 γιουάν για μετακινήσεις, και πάνω από 2.000 γιουάν για ενοικίαση ενός δωματίου … 4.000 γιουάν ανά έτος σημαίνουν 333 ανά μήνα. Δεν μπορείς να επιβιώσεις με αυτό το εισόδημα.»

Ο Χου Πινγκ, επίτιμος αρχισυντάκτης του περιοδικού Beijing Spring με έδρα την Νέα Υόρκη και ειδικός θεμάτων Κίνας, είπε στην Epoch Times στις 26 Φεβ.: «Η Κίνα είναι ακόμα εξαιρετικά φτωχή αυτό το έτος … Πόσα σιτηρά έχει τώρα η Κίνα; Συμπεριλαμβανομένων άλλων αγροτικών προϊόντων, η Κίνα χρειάζεται πολύ περισσότερα από ό,τι έχει [για να θρέψει ανθρώπους].»

 

Αγρότες μαζεύουν λάχανα στην κομητεία Χουαρόνγκ στην επαρχία Χουνάν της νότιας Κίνας στις 5 Μαρτίου 2020. (Noel Celis/AFP μέσω Getty Images)

 

Ακολουθήστε μας στο Telegram @epochtimesgreece
Ακολουθήστε μας στο Facebook @epochtimesgreece
Ακολουθήστε μας στο SafeChat @epochtimesgreece

Ο Κινέζος επικεφαλής Σι Τζινπίνγκ παρουσιάζει σχέδιο για έλεγχο του παγκόσμιου διαδικτύου: Διαρροή εγγράφων

Ο Κινέζος επικεφαλής Σι Τζινπίνγκ προσωπικά διεύθυνε το κομμουνιστικό καθεστώς της χώρας να εστιάσει τις προσπάθειές του στον έλεγχο του παγκόσμιου διαδικτύου, παίρνοντας την θέση των Ηνωμένων Πολιτειών, σύμφωνα με εσωτερικά κυβερνητικά έγγραφα που απέκτησε πρόσφατα η Epoch Times.

Σε έναν λόγο του τον Ιανουάριο του 2017, ο Σι μίλησε για το πως «η δύναμη ελέγχου του διαδικτύου» είχε γίνει το «νέο σημείο εστίασης του εθνικού στρατηγικού ανταγωνισμού [της Κίνας]», και ονόμασε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως «μια αντίπαλη δύναμη» που κλείνει τον δρόμο των φιλοδοξιών του καθεστώτος, σύμφωνα με κυβερνητικό έγγραφο που κατέγραφε το κύριο μήνυμα της ομιλίας.

Ο τελικός στόχος ήταν το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) να ελέγξει όλο το περιεχόμενο στο παγκόσμιο διαδίκτυο ώστε το καθεστώς να μπορεί να έχει αυτό που ο Σι περιέγραψε ως «δύναμη λόγου» επί των επικοινωνιών και συζητήσεων στην παγκόσμια σκηνή.

Ο Σι παρουσίασε ένα όραμα «χρήσης της τεχνολογίας για κυριαρχία στο διαδίκτυο» ώστε να επιτευχθεί πλήρης έλεγχος σε κάθε τμήμα του διαδικτυακού οικοσυστήματος, όπως σε εφαρμογές, περιεχόμενο, ποιότητα, κεφάλαιο, και ανθρώπινο δυναμικό.

Τα σχόλιά του έγιναν στην τέταρτη συνάντηση ηγεσίας του ανώτατου ελεγκτή του διαδικτύου του καθεστώτος, της Κεντρικής Επιτροπής Θεμάτων Κυβερνοχώρου, στο Πεκίνο, στις 4 Ιανουαρίου 2017. Μια περίληψή τους δόθηκε σε εσωτερικά έγγραφα που εκδόθηκαν από την τοπική κυβέρνηση Λιαονίνγκ, που βρίσκεται στην βορειοανατολική Κίνα.

Αυτές οι δηλώσεις επιβεβαιώνουν προσπάθειες που είχαν γίνει από το Πεκίνο εντός των λίγων προηγούμενων ετών για προώθηση της δικής του απολυταρχικής εκδοχής του διαδικτύου ως μοντέλου για τον κόσμο.

Σε μια άλλη ομιλία, που δόθηκε τον Απρίλιο 2016, ο Σι διακήρυξε με αυτοπεποίθηση ότι στην «πάλη» για έλεγχο του διαδικτύου, το ΚΚΚ έχει μετατοπιστεί από την «παθητική άμυνα» σε «επίθεση και άμυνα» ταυτόχρονα, σύμφωνα με ένα εσωτερικό έγγραφο από την κυβέρνηση της πόλης Ανσάν στην επαρχία Λιαονίνγκ.

Έχοντας επιτυχώς χτίσει τον πιο βαθύ και εξεζητημένο μηχανισμό διαδικτυακής λογοκρισίας και παρακολούθησης του κόσμου, γνωστό ως Μεγάλο Firewall, το ΚΚΚ υπό τον Σι στρέφεται προς τα έξω, προωθώντας ένα κινεζικό διαδίκτυο οι αξίες του οποίου είναι αντίθετες στο ανοιχτό μοντέλο που υποστηρίζει η Δύση. Αντί να δίνει προτεραιότητα στην ελεύθερη ροή πληροφοριών, το σύστημα του ΚΚΚ επικεντρώνεται στο να δίνει στο κράτος την ικανότητα να λογοκρίνει, κατασκοπεύει, και να ελέγχει τα διαδικτυακά δεδομένα.

Ανταγωνισμός με τις ΗΠΑ

Ο Κινέζος επικεφαλής αναγνώρισε ότι το καθεστώς είχε μείνει πίσω από τον αντίπαλό του, τις Ηνωμένες Πολιτείες – το κυρίαρχο κράτος στα περισσότερα σχετικά με διαδίκτυο πεδία – σε κρίσιμες περιοχές όπως τεχνολογία, επενδύσεις, και ταλέντο.

Για την πραγματοποίηση των φιλοδοξιών του Κόμματος, ο Σι έδωσε έμφαση στην ανάγκη για «διαχείριση των σχέσεων διαδικτύου με τις Ηνωμένες Πολιτείες», ενώ «κάνουμε προετοιμασίες για έναν σκληρό πόλεμο» με την χώρα για τον παγκόσμιο ιστό.

Αμερικανικές εταιρείες θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν από το καθεστώς για να επιτύχει τον σκοπό του, είπε ο Σι, χωρίς να δίνει περαιτέρω λεπτομέρειες για το πως αυτό θα πρέπει να γίνει.

Έδωσε επίσης εντολή το καθεστώς να αυξήσει την συνεργασία του με την Ευρώπη, με αναπτυσσόμενες χώρες, και με χώρες μέλη του παγκόσμιου σχεδίου υποδομών του Πεκίνου «Ζώνη και Δρόμος» για να διαμορφωθεί μια «στρατηγική εξισορρόπηση» έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το Πρόγραμμα Ζώνη και Δρόμος (BRI) είναι ένα μαζικής κλίμακας επενδυτικό πρόγραμμα υποδομών που εκκινήθηκε από το Πεκίνο για να συνδέσει Ευρώπη, Ασία, Αφρική, και Μέση Ανατολή μέσω ενός δικτύου σιδηροδρόμων, θάλασσας, και οδικών συνδέσεων. Το σχέδιο έχει επικριθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες δυτικές χώρες ως ένα εργαλείο για το Πεκίνο ώστε να αυξήσει τα πολιτικά και εμπορικά του συμφέροντα στις χώρες μέλη, ενώ φορτώνει αναπτυσσόμενες χώρες με μεγάλα χρέη.

Το BRI έχει επίσης πιέσει χώρες να συμμετάσχουν σε προγράμματα «ψηφιακού δρόμου του μεταξιού», που περιλαμβάνουν υποδομές πληροφοριών και επικοινωνιών. Τουλάχιστον 16 χώρες έχουν υπογράψει μνημόνια με το καθεστώς για να δουλέψουν ως μέρος του προγράμματος.

Τρίπτυχη στρατηγική

Ο Σι διέταξε το καθεστώς να εστιαστεί σε τρεις «κρίσιμες» περιοχές στην προσπάθειά του να ελέγξει το παγκόσμιο διαδίκτυο.

Πρώτον, το Πεκίνο χρειάζεται να μπορεί να «θέσει τους κανόνες» που διέπουν το διεθνές σύστημα. Δεύτερον, θα πρέπει να τοποθετήσει μέλη του ΚΚΚ σε σημαντικές θέσεις εντός των διεθνών διαδικτυακών οργανισμών. Τρίτον, το καθεστώς θα πρέπει να πάρει τον έλεγχο της υποδομής που στηρίζει το διαδίκτυο, όπως των σέρβερ θεμελίων (root servers).

Οι διακομιστές (σέρβερ) Συστήματος Καταχώρισης Τομέα (DNS) είναι κρίσιμοι για τις διαδικτυακές επικοινωνίες ανά τον κόσμο. Αυτοί οι διακομιστές – που αποτελούνται από ένα δίκτυο περισσότερων από 1.300 διακομιστών θεμελίων ανά τον κόσμο – οδηγούν τους χρήστες σε ιστοσελίδες που θέλουν να επισκεφθούν. Από αυτά τα περίπου 1.300 σημεία διακομιστών θεμελίων, περίπου 20 βρίσκονται στην Κίνα, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν περίπου 10 φορές περισσότερους εντός των συνόρων τους, σύμφωνα με την ιστοσελίδα Root-Servers.org.

Αν το κινεζικό καθεστώς έπαιρνε τον έλεγχο περισσότερων διακομιστών θεμελίων, θα μπορούσε να ανακατευθύνει κίνηση οπουδήποτε ήθελε, είπε ο Γκάρυ Μιλιέφσκυ, ειδικός κυβερνοασφαλείας και εκδότης του περιοδικού Cyber Defense, στην Epoch Times. Για παράδειγμα, αν ένας χρήστης θέλει να επισκεφθεί ένα άρθρο ειδήσεων για ένα θέμα που θεωρείται ευαίσθητο από το Πεκίνο, τότε ο διακομιστής DNS του καθεστώτος θα μπορούσε να ανακατευθύνει τον χρήστη σε μια πλαστή σελίδα που λέει πως το άρθρο δεν είναι πλέον διαθέσιμο.

«Το λεπτό που ελέγχεις το θεμέλιο, μπορείς να πλαστογραφήσεις ή να χαλκεύσεις οτιδήποτε», είπε. «Μπορείς να ελέγχεις τι βλέπει ο κόσμος, τι δεν βλέπει ο κόσμος.»

Τα πρόσφατα χρόνια, το καθεστώς έκανε πρόοδο στην εφαρμογή της στρατηγικής του Σι.

Το 2019, ο κινεζικός γίγαντας τηλεπικοινωνιών Huawei πρώτος πρότεινε την ιδέα για ένα τελείως νέο διαδίκτυο, με όνομα New IP, προς αντικατάσταση της πεντηκονταετούς υποδομής που στηρίζει τον ιστό. Το New IP διαφημίζεται ως γρηγορότερο, πιο αποδοτικό, πιο ευέλικτο, και πιο ασφαλές από το σημερινό διαδίκτυο, και θα χτιστεί από τους Κινέζους.

Ενώ το New IP μπορεί πράγματι να φέρει ένα βελτιωμένο παγκόσμιο δίκτυο, είπε ο Μιλιέφσκυ, «το κόστος για αυτό είναι η ελευθερία».

«Δεν πρόκειται να υπάρχει ελεύθερος λόγος. Και θα υπάρχει παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο, σε όλους», είπε. «Όποιος γίνεται μέλος του πρόκειται να υπόκειται σε παρακολούθηση από μία κυβέρνηση.»

Η πρόταση έγινε σε μια συνάντηση του Σεπτεμβρίου 2019 στην Διεθνή Ένωση Τηλεπικοινωνιών (ΔΕΤ), μια υπηρεσία των ΗΕ υπεύθυνη για δημιουργία προτύπων για θέματα πληροφορικής και επικοινωνιών με επικεφαλής τον Κινέζο Τζάο Χοουλίν. Το New IP πρόκειται να συζητηθεί επίσημα στην Παγκόσμια Συνεδρίαση Προτυποποίησης Τηλεπικοινωνιών της ΔΕΤ, τον Μάρτιο 2022.

Ο Μιλιέφσκυ είπε ότι το σχέδιο μάλλον δεν θα έχει ευρεία στήριξη από τις χώρες, αλλά μπορεί να υποστηριχθεί άμεσα από παρόμοιες απολυταρχικές χώρες όπως την Βόρεια Κορέα – και αργότερα από χώρες που συμμετέχουν στο BRI και αγωνίζονται να αποπληρώσουν τα δάνειά τους.

Αυτό θα μπορούσε να επιταχύνει έναν διχασμό του διαδικτύου, αυτό που αναλυτές όπως ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Google Έρικ Σμιντ είχε ονομάσει «splinternet», είπε ο Μιλιέφσκυ. «Το κομμουνιστικό δίκτυο και ο υπόλοιπος κόσμος.»

Η Huawei δεν απάντησε σε αίτημα σχολιασμού.

Εισαγωγή ταλέντου

Σύμφωνα με τα εσωτερικά έγγραφα, ο Σι έδωσε εντολή στο κινεζικό καθεστώς να δημιουργήσει «τρία οικοσυστήματα» – τεχνολογία, βιομηχανία, και κανονισμούς – για να αναπτύξει βασικές διαδικτυακές τεχνολογίες.

Το να έχει ικανούς εργαζόμενους ήταν κρίσιμο για αυτό το σχέδιο, και ο Σι έδωσε εντολή ταλέντα να προσληφθούν από χώρες ανά τον κόσμο. Αυτό θα γινόταν μέσω κινεζικών εταιρειών, είπε ο Σι.

Ήθελε οι κινεζικές εταιρείες να προσελκύσουν «ενεργητικά» ξένα «ταλέντα υψηλού επιπέδου» να δουλέψουν για αυτές, για να δημιοργήσουν ερευνητικά κέντρα στο εξωτερικό, και να προσλάβουν κορυφαίους Κινέζους και ξένους ειδικούς.

Εν τω μεταξύ, ο Σι ζήτησε από το καθεστώς να δημιουργήσει ένα επαγγελματικό εκπαιδευτικό σύστημα στην Κίνα που θα αναπτύσσει συστηματικά ένα υψηλών ικανοτήτων εργατικό δυναμικό μακροπρόθεσμα.

Έδωσε εντολή σε αξιωματούχους σε κάθε επίπεδο κυβέρνησης να οδηγούν τις κινεζικές εταιρείες να αναπτύσσουν τα επιχειρηματικά τους σχέδια ώστε να ευθυγραμμίζονται με τους στρατηγικούς στόχους του καθεστώτος, και να ενθαρρύνουν εταιρείες που έχουν την δυνατότητα να πάρουν την ηγετική θέση στην ανάπτυξη καινοτομιών σε βασικές τεχνολογίες.

Εταιρείες θα έπρεπε να εκπαιδευθούν στο να έχουν «εθνική συνείδηση και να προασπίζονται τα εθνικά συμφέροντα», είπε ο Σι, σύμφωνα με τα έγγραφα. Μόνο τότε το καθεστώς θα έπρεπε να υποστηρίξει και να ενθαρρύνει την επέκτασή τους.

Επειδή ταλέντα και βασικές τεχνολογίες βρίσκονται συγκεντρωμένα στο εξωτερικό, ο Κινέζος επικεφαλής επίσης έδωσε εντολή στις αρχές να υποστηρίξουν την ανάπτυξη μιας ομάδας πολυεθνικών διαδικτυακών εταιρειών που μπορούν να έχουν παγκόσμια επιρροή.

Κάνοντας το διαδίκτυο κόκκινο

Ο Σι περιέγραψε όλο το διαδικτυακό περιεχόμενο ως διαχωριζόμενο σε τρεις κατηγορίες: «κόκκινη ζώνη, μαύρη ζώνη, και γκρι ζώνη».

Το περιεχόμενο «κόκκινης ζώνης» αναφέρεται σε περιεχόμενο που συμφωνεί με τις προϋποθέσεις προπαγάνδας του ΚΚΚ, ενώ το υλικό «μαύρης ζώνης» δεν ικανοποιεί αυτούς τους κανόνες. Περιεχόμενο «γκρι ζώνης» βρίσκεται στο ενδιάμεσο.

«Πρέπει να παγιώσουμε και να επεκτείνουμε την κόκκινη ζώνη και να επεκτείνουμε την επιρροή της στην κοινωνία», είπε ο Σι σε ομιλία που διέρρευσε τον Αύγουστο του 2013. «Πρέπει να μπούμε θαρραλέα στην μαύρη ζώνη [και να πολεμήσουμε σκληρά] για να την κάνουμε σταδιακά να αλλάξει χρώμα. Πρέπει να εκκινήσουμε μεγάλης κλίμακας δράσεις που στοχεύουν την γκρι ζώνη για να επιταχύνουμε την μετατροπή της σε κόκκινη ζώνη και να αποτρέψουμε την αλλαγή της σε μαύρη ζώνη.»

Εντός της Κίνας, το ΚΚΚ διατηρεί μια σφιχτή λαβή στο διαδικτυακό περιεχόμενο και συζητήσεις που εκθέτουν το καθεστώς, μέσω του Μεγάλου Firewall, που φράσσει ξένες σελίδες και λογοκρίνει μόνο τέτοιου είδους περιεχόμενο. Επίσης διατηρεί ένα τεράστιο διαδικτυακό στρατό τρολ, που έχει ονομαστεί «Στρατός των 50 σεντ», για να διαχειρίζεται τον διαδικτυακό διάλογο. Μια πρόσφατη αναφορά βρήκε ότι το ΚΚΚ χρησιμοποιεί 2 εκατομμύρια πληρωμένους διαδικτυακούς σχολιαστές και ένα δίκτυο 20 εκατομμυρίων μερικής απασχόλησης εθελοντών για να εκτελεί διαδικτυακή δραστηριότητα τρολ [ανάρτηση ψεύτικων, παραπλανητικών σχολίων].

Το Freedom House, στην ετήσια αναφορά του το 2020 για την διαδικτυακή ελευθερία, ονόμασε την Κίνα ως την χώρα που διαπράττει την χειρότερη παρενόχληση στην διαδικτυακή ελευθερία για έκτο συνεχόμενο χρόνο. Κινέζοι πολίτες έχουν συλληφθεί επειδή χρησιμοποιούσαν λογισμικό που παρεμβαίνει το Μεγάλο Firewall και τιμωρήθηκαν επειδή ανάρτησαν σχόλια στο διαδίκτυο που δεν υποστήριζαν το κινεζικό καθεστώς. Σε ένα πλέον γνωστό περιστατικό, κατά το αρχικό στάδιο της πανδημίας, ο καταγγέλων γιατρός Λι Γουενλιάνγκ έλαβε παρατηρήσεις από την αστυνομία για «διάδοση φημών» αφότου προειδοποίησε συναδέλφους σε μια ομάδα συζήτησης κοινωνικού μέσου για έναν ιό παρόμοιο με SARS στην Γουχάν.

Στα σχόλια του 2017 του Σι, ο επικεφαλής είπε στο καθεστώς να αναπτύξει μια μεγαλύτερη ομάδα «κόκκινων» διαδικτυακών ατόμων επιρροής για να διαμορφώσουν τις αντιλήψεις των χρηστών για το ΚΚΚ. Επίσης κάλεσε για μια επέκταση του Στρατού των 50 Σεντ ώστε να λειτουργεί τόσο εντός όσο και εκτός του διαδικτύου της Κίνας.

Από την πανδημία, το ΚΚΚ έχει αυξήσει απότομα τις προσπάθειές του να επηρεάσει διαδικτυακές γνώμες στο εξωτερικό. Χρησιμοποιώντας μεγάλα δίκτυα λογαριασμών τρολ σε Twitter και Facebook, το καθεστώς ήταν ικανό να προωθήσει και να μεγεθύνει προπαγάνδα και παραπληροφόρηση σε θέματα όπως πανδημία, φυλετικές εντάσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, και την καταπίεση του καθεστώτος επί Ουιγούρων μουσουλμάνων στην Σιντζιάνγκ.

H Κάθυ Χε συνέβαλε στο άρθρο.

 

Ακολουθήστε μας στο Telegram @epochtimesgreece
Ακολουθήστε μας στο Facebook @epochtimesgreece
Ακολουθήστε μας στο SafeChat @epochtimesgreece