Κυριακή, 14 Σεπ, 2025

Τελευταίες λέξεις: Η χάρη του ύστατου αποχαιρετισμού

Στις ελάχιστες λέξεις μιας τελευταίας φράσης χωρά μια ολόκληρη βιογραφία: φόβοι και θάρρος, χιούμορ και σοφία, ταπεινότητα και αγάπη. Παρακάτω υφαίνουμε ένα μικρό ψηφιδωτό από αποχαιρετισμούς γνωστών προσωπικοτήτων· φράσεις που είτε ειπώθηκαν έτσι ακριβώς είτε διασώθηκαν ως θρύλοι.

Η ταπεινότητα της ιδιοφυΐας

Πίσω από τα μεγαλύτερα έργα, συχνά κρύβεται η αμφιβολία του δημιουργού. Η ταπεινότητα εδώ δεν είναι πόζα· είναι πυξίδα.

«Προσέβαλα τον Θεό και την ανθρωπότητα επειδή η δουλειά μου δεν έφτασε την ποιότητα που θα έπρεπε» — Λεονάρντο ντα Βίντσι

Ο ντα Βίντσι, αντί για θριαμβολογίες, αφήνει αυτοκριτική. Μάθημα για όλους: η τελειότητα είναι ορίζοντας, όχι λιμάνι.

Η σοφία της άγνοιας

Η αποδοχή του αγνώστου δεν είναι παραίτηση· είναι φιλοσοφία.

«Ώρα λοιπόν να φεύγουμε, εσείς για να ζήσετε κι εγώ για πεθάνω. Ποιανού ο δρόμος είναι καλύτερος, δεν το γνωρίζει κανείς, παρά μόνο ο Θεός» — Σωκράτης, Απολογία

Ο Σωκράτης κοιτάζει το άπειρο με νηφαλιότητα. Δεν υπόσχεται βεβαιότητες – μόνο αξιοπρέπεια.

Η εντολή της αγάπης

Όταν όλα συμπυκνώνονται, τι μένει; Η πιο απλή, και συνάμα πιο απαιτητική, συμβουλή.

«Να αγαπάτε ο ένας τον άλλο» — Τζορτζ Χάρισον

Μια φράση-καντήλι: χαμηλή φλόγα, διαρκής φωτισμός.

Η γαλήνη της ετοιμότητας

Η προθυμία να περάσουμε το κατώφλι χωρίς θόρυβο.

«Είμαι έτοιμος» — Γούντροου Ουίλσον

Μερικές φορές, η γενναιότητα είναι μία λέξη.

Το χιούμορ στο κατώφλι

Ακόμη και απέναντι στο αναπόφευκτο, κάποιοι διαλέγουν να χαμογελάσουν – ή να αστειευτούν με την ίδια τη σκηνογραφία του τέλους.

«Φύγετε από εδώ, είμαι μια χαρά» — Χ. Τζ. Ουέλς

«Είτε η ταπετσαρία ξεθωριάζει είτε εγώ» — Όσκαρ Ουάιλντ

Η πρώτη ατάκα παριστάνει το αλώβητο· η δεύτερη σαρκάζει το ντεκόρ. Και οι δύο υπενθυμίζουν ότι το πνεύμα μπορεί να παραμένει ελεύθερο ως το τέλος.

Αυλαία

Η ζωή ως θέατρο: υπόκλιση, αυλαία, και μια αίσθηση ότι η παράσταση – όσο κι αν κράτησε – άξιζε.

«Φίλοι μου, μπορείτε να χειροκροτήσετε. Η παράσταση τελείωσε» — Λούντβιχ βαν Μπετόβεν

«Ο θάνατος είναι εύκολος· η κωμωδία είναι δύσκολη» — Έντμουντ Κην

Ο Μπετόβεν ζητά το τελευταίο χειροκρότημα· ο Κην μάς θυμίζει το βάρος της ελαφρότητας.

Η έξοδος ως υπόσχεση επιστροφής

Όταν η αποχώρηση γίνεται ειρωνικό ραντεβού με το «αργότερα».

«Εγώ βγαίνω… και μάλλον θ’ αργήσω να γυρίσω» — Άντυ Γουώρχολ

Μια πόρτα που κλείνει με χιούμορ, αφήνοντας το βλέμμα να περιφέρεται στα έργα που μένουν.

Οι τέλειες στιγμές και η μνήμη

Ό,τι δεν διασώζεται ως ύλη, το κρατά η μνήμη – και συχνά το κάνει πιο αληθινό.

«Η ζωή είναι σαν ένας κήπος. Οι τέλειες στιγμές μπορεί να υπάρξουν, αλλά όχι να διασωθούν, παρά μόνο στη μνήμη» — Λέοναρντ Νίμοϋ

Μια τρυφερή μεταφορά: οι στιγμές ανθίζουν, μα δεν αποξηραίνονται.

«Πες τους…» — το τέλος ως ευγνωμοσύνη

Κάποιοι δεν απολογούνται ούτε αστειεύονται· απλώς ευχαριστούν.

«Να τους πεις ότι πέρασα μια υπέροχη ζωή» — Λούντβιχ Βίτγκενστάιν

Η αποτίμηση που όλοι θα θέλαμε να ψιθυρίσουμε στο τέλος μιας καλής ημέρας – ή μιας καλής ζωής.

* * * * *

Οι τελευταίες λέξεις δεν είναι πάντα ιστορικά πιστοποιημένες· είναι όμως πολιτισμικά αληθινές. Μας δείχνουν ότι το τέλος δεν έχει ένα μόνο ύφος. Μπορεί να είναι ταπεινό, φιλοσοφικό, ερωτικό, αταίριαστα αστείο, μελαγχολικά ποιητικό ή απλώς ευγνώμον.

Κι αν είναι να κρατήσουμε κάτι σήμερα, ας είναι αυτό:  να αγαπάμε, να δουλεύουμε με ταπεινότητα, να γελάμε συχνά και να ζούμε έτσι ώστε, όταν έρθει η ώρα, να έχουμε κάτι απλό και όμορφο να πούμε.

Σημείωση σύνταξης: Πολλές από τις παραπάνω αποδόσεις προέρχονται από βιογραφικές μαρτυρίες και τη δημόσια παράδοση. Τις παραθέτουμε όπως έχουν ευρέως διασωθεί.

Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή: Ο μαθηματικός που κέρδισε τον κόσμο

Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή είναι ίσως ο κορυφαίος Έλληνας μαθηματικός των νεότερων χρόνων, με φήμη που ξεπέρασε τα σύνορα. Γεννημένος στις 13 Σεπτεμβρίου 1873, στο Βερολίνο, σε οικογένεια Ελλήνων διπλωματών, μεγάλωσε σε ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον και έδειξε από νωρίς το εξαίσιο ταλέντο του στα μαθηματικά. Σε ηλικία 16 και 17 ετών κέρδισε δύο χρονιές στη σειρά το πρώτο βραβείο στον πανεθνικό μαθηματικό διαγωνισμό του Βελγίου – επίτευγμα ανήκουστο για την εποχή. Μάλιστα, ο διάσημος συγγραφέας Ιούλιος Βερν έγραψε τότε μια αφιέρωση στο λεύκωμά του, προβλέποντας ότι ο νεαρός «Κωστίας» θα εξελισσόταν σε έναν σύγχρονο Ευκλείδη.

Από τη μηχανική στα μαθηματικά – μια λαμπρή διαδρομή

Παρότι σπούδασε πολιτικός μηχανικός και συμμετείχε σε μεγάλα έργα, όπως η κατασκευή του φράγματος του Ασουάν στην Αίγυπτο, η αγάπη του για τα μαθηματικά τον κέρδισε ολοκληρωτικά. Το 1900 πήρε τη γενναία απόφαση να εγκαταλείψει την καριέρα του μηχανικού και να στραφεί στη μαθηματική επιστήμη. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και ολοκλήρωσε διδακτορική διατριβή στο περίφημο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν (1904) υπό τον Hermann Minkowski. Ωστόσο, όταν προσπάθησε να σταδιοδρομήσει στην Ελλάδα, συνάντησε την αδιαφορία των τότε πανεπιστημιακών: του πρότειναν διορισμό μόνο ως επαρχιακού σχολάρχη, παρά το λαμπρό του βιογραφικό. Η ψυχρή αυτή υποδοχή τον οδήγησε και πάλι στη Δυτική Ευρώπη, όπου γρήγορα αναγνωρίστηκε το ταλέντο του και ξεκίνησε μια διεθνή ακαδημαϊκή πορεία. Δίδαξε σε διακεκριμένα πανεπιστήμια της Γερμανίας (Γκέτινγκεν και Βερολίνο, μεταξύ άλλων) και ήρθε σε επαφή με κορυφαίους επιστήμονες, από τον Μαξ Πλανκ μέχρι τον Ντάβιντ Χίλμπερτ.

Επιστημονικό έργο και η σχέση με τον Αϊνστάιν

Το έργο του Καραθεοδωρή εκτείνεται σχεδόν σε όλους τους κλάδους των μαθηματικών: από τον λογισμό των μεταβολών και τη θεωρία πραγματικών και μιγαδικών συναρτήσεων, έως τη θεωρία μέτρου, τη γεωμετρία και τις σύμμορφες απεικονίσεις. Οι λύσεις και οι αποδείξεις του διακρίνονταν για την κομψότητα και τη σαφήνειά τους, κερδίζοντας την εκτίμηση της παγκόσμιας μαθηματικής κοινότητας. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συμβολή του στη Θεωρία των Μεταβολών, με την οποία βοήθησε στην εξέλιξη της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας, προκαλώντας τον θαυμασμό του ίδιου του Άλμπερτ Αϊνστάιν. Ο Αϊνστάιν διατήρησε εκτενή επιστολογραφία μαζί του και το 1916 ζήτησε τη βοήθειά του σε δύσκολα μαθηματικά ζητήματα της σχετικότητας, χαρακτηρίζοντας τον Καραθεοδωρή «ευσυνείδητο ακροατή» και δηλώνοντας πως αν έλυνε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, ο ίδιος ο Αϊνστάιν θα στεκόταν μπροστά του με σταυρωμένα χέρια, σε ένδειξη σεβασμού. Η αλληλοεκτίμηση των δύο ανδρών υπήρξε βαθιά, με τον Αϊνστάιν να αναφέρεται με θερμά λόγια στο έργο του Έλληνα μαθηματικού.

Πέρα από τα μαθηματικά, ο Καραθεοδωρή συνέβαλε και στη θεωρητική φυσική. Το 1909 διατύπωσε μια πρωτοποριακή αρχή στη θερμοδυναμική – γνωστή σήμερα ως «αρχή Καραθεοδωρή» – παρέχοντας έναν αυστηρό ορισμό της έννοιας της εντροπίας, χωρίς να βασίζεται στους κλασικούς θερμοδυναμικούς κύκλους. Οι φυσικοί της εποχής μπορεί να αγνόησαν αρχικά τη δουλειά του, αλλά λίγα χρόνια αργότερα αναγνωρίστηκε από τον Μαξ Μπορν και εδραιώθηκε ως θεμελιώδης στα μαθηματικά της θερμοδυναμικής. Αξίζει να σημειωθεί ότι ασχολήθηκε ακόμα και με τις απαρχές των τηλεπικοινωνιών, με ορισμένες ιδέες του να θεωρούνται σήμερα πρόδρομοι εφαρμογών στην κινητή τηλεφωνία.

«Φως εξ Ανατολών» – Η δράση του σε Σμύρνη και Ελλάδα

Παρά τις διεθνείς δάφνες, ο Καραθεοδωρή δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για την Ελλάδα. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος διέκρινε την αξία του και το 1919 τον κάλεσε να αναλάβει την ίδρυση του νέου ελληνικού πανεπιστημίου στη Σμύρνη. Ο 46χρονος τότε καθηγητής άφησε την έδρα του στη Γερμανία χωρίς δισταγμό και έριξε όλο του το είναι στο εγχείρημα. Ονόμασε συμβολικά το πανεπιστήμιο «Φως εξ Ανατολών» και το εξόπλισε με σύγχρονα όργανα, ενώ μέσω της έρευνας επιδίωξε ακόμα και την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων όπως η μάστιγα της ελονοσίας. Ωστόσο, τα όνειρά του στη Μικρά Ασία διακόπηκαν βίαια το 1922 με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Την τελευταία στιγμή ο Καραθεοδωρή κατάφερε να σώσει την οικογένειά του, ενώ ο ίδιος παρέμεινε πίσω για να διαφυλάξει τα πολύτιμα αρχεία, τη βιβλιοθήκη και τον εξοπλισμό του πανεπιστημίου. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια, μετέφερε μεγάλο μέρος αυτού του υλικού στην Αθήνα – μια δωρεά που υπάρχει μέχρι σήμερα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο ίδιος διέφυγε από τη φλεγόμενη Σμύρνη με το πλοίο «Νάξος», χάρη και στη βοήθεια ενός δημοσιογράφου.

Μετά την επιστροφή του, ανέλαβε θέσεις καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1922) και στο (1923). Απογοητευμένος όμως από την άσχημη κατάσταση και τη στενότητα αντίληψης στα ελληνικά πανεπιστήμια, έφυγε ξανά το 1924 για το Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Δεν κράτησε κακία στην πατρίδα του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1929, ανταποκρίθηκε σε νέα πρόσκληση του Βενιζέλου να συμβάλει στην αναδιοργάνωση του Πανεπιστημίου Αθηνών και στην ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (μετέπειτα Αριστοτέλειο). Πρότεινε μεταρρυθμίσεις στην ανώτατη παιδεία, πολλές από τις οποίες εφαρμόστηκαν σταδιακά στις επόμενες δεκαετίες. Παρ’ όλα αυτά, οι ίντριγκες και η δυσκαμψία μέρους του ακαδημαϊκού κατεστημένου συνέχισαν να αποτελούν εμπόδιο. Ο ίδιος συνήθιζε να λέει με πικρία ότι «δεν χρειαζόμαστε τόσους επιστήμονες που δεν μορφώνονται σωστά και πανεπιστήμια που δεν πληρώνουν ανάλογα», σχολιάζοντας έτσι την ελληνική πραγματικότητα της εποχής.

Μια σπουδαία κληρονομιά

Ο Καραθεοδωρή πέρασε τα τελευταία του χρόνια ως καθηγητής στο Μόναχο, παραμένοντας ενεργός στα μαθηματικά μέχρι τον θάνατό του το 1950, σε ηλικία 77 ετών. Στο μεταξύ, είχε αναγνωριστεί ως μέλος πολλών ευρωπαϊκών ακαδημιών (Βερολίνου, Γκέτινγκεν, Μονάχου, Κολωνίας, Αθηνών, Ρώμης) και είχε ταξιδέψει ως τις Ηνωμένες Πολιτείες δίνοντας διαλέξεις σε πανεπιστήμια όπως το Χάρβαρντ και το Πρίνστον. Σήμερα, το όνομά του κοσμεί εκπαιδευτικά ιδρύματα, οδούς και συλλόγους, ενώ θεωρείται ευρέως ο σημαντικότερος σύγχρονος Έλληνας μαθηματικός . Το επιστημονικό του έργο – με θεωρήματα, αρχές και έννοιες που φέρουν το όνομά του – εξακολουθεί να διδάσκεται διεθνώς, αποδεικνύοντας τη διαχρονική του αξία.

Με το παράδειγμά του, ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή έδειξε ότι ένα ανήσυχο ελληνικό πνεύμα μπορεί να μεγαλουργήσει παγκοσμίως. Η ζωή και η προσφορά του, από τη μαθηματική έδρα έως το όραμα ενός πανεπιστημίου στη Σμύρνη, εμπνέουν μέχρι σήμερα σεβασμό και θαυμασμό για τη δύναμη της γνώσης και της αφοσίωσης. Οι σελίδες της Ιστορίας τον κατατάσσουν δικαίως ανάμεσα στις λαμπρότερες μορφές της επιστήμης, που τίμησαν την Ελλάδα αλλά και ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Βελισάριος: Ο θρυλικός στρατηγός της βυζαντινής αυτοκρατορίας

Από μια μικρή πόλη της Θράκης έως τα τείχη της Ρώμης, η ζωή του στρατηγού Βελισάριου μοιάζει βγαλμένη από επικό μυθιστόρημα. Υπήρξε ο πιο λαμπρός πολέμαρχος του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄, οδηγώντας τον βυζαντινό στρατό σε θριάμβους στην Ανατολή και τη Δύση. Γνώρισε ακραία δόξα αλλά και απότομη δυσμένεια, με διαδοχικές εναλλαγές από τον θρίαμβο στον παραμερισμό. Ας ακολουθήσουμε τα βήματα του Βελισάριου από τη νεανική του ανέλιξη μέχρι το πικρό τέλος, σκιαγραφώντας τις μεγάλες νίκες, τη στρατηγική ιδιοφυΐα και την προσωπικότητά του.

Καταγωγή και άνοδος στο προσκήνιο

Ο Φλάβιος Βελισάριος γεννήθηκε γύρω στο 505 μ.Χ. στη Θράκη, πιθανότατα στο χωριό Γερμέν (σημερινό Ορμένιο Έβρου). Ανήκε σε λατινόφωνη οικογένεια γαιοκτημόνων και για τα παιδικά του χρόνια γνωρίζουμε ελάχιστα. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και κατετάγη ως αξιωματικός στην αυτοκρατορική φρουρά του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α΄. Εκεί γνωρίστηκε με τον ανιψιό και διάδοχο του αυτοκράτορα, τον Ιουστινιανό, o οποίος διέκρινε τα χαρίσματά του. Ο Ιουστινιανός τον πήρε στη προσωπική του φρουρά ως βουκελάριο, δίνοντας το έναυσμα για μια ραγδαία στρατιωτική ανέλιξη. Ήδη ως νεαρός αξιωματικός, ο Βελισάριος επέδειξε τόλμη και ικανότητα: μαζί με τον φίλο του Σίττα ηγήθηκε τολμηρών ιππικών επιδρομών σε περσοκρατούμενα εδάφη της Αρμενίας, αποσπώντας πλούσια λάφυρα και φήμη για το όνομά του.

Πρώτες εκστρατείες και νίκες στην Ανατολή

Το 529, μόλις περίπου 24 ετών, ο Βελισάριος ορίστηκε ανώτατος στρατηγός της Ανατολής (magister militum per Orientem), αναλαμβάνοντας την αρχηγία στον πόλεμο κατά των πανίσχυρων Σασσανιδών Περσών. Πολύ σύντομα βρέθηκε αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη πρόκληση: οι Πέρσες εισέβαλαν στη Μεσοποταμία και εκείνος έπρεπε να τους αναχαιτίσει. Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση κοντά στο φρούριο του Δάρα (529) δεν στέφθηκε από επιτυχία για τον νεαρό στρατηγό – οι Πέρσες τον νίκησαν τακτικά, αν και δεν κατάφεραν να καταλάβουν το ισχυρό φρούριο ούτε να προελάσουν ως την Αντιόχεια. Όμως το επόμενο έτος, το 530, ο Βελισάριος αντιμετώπισε εκ νέου τον περσικό στρατό, αυτή τη φορά με 25.000 άνδρες εναντίον περίπου 40.000 υπό τον στρατηγό Φιρούζ. Προετοίμασε έξυπνα το πεδίο της μάχης γύρω από το Δάρας, σκάβοντας ορύγματα και τοποθετώντας τα στρατεύματά του με τρόπο που εξουδετέρωνε την αριθμητική υπεροχή του εχθρού. Η μάχη εξελίχθηκε όπως την είχε υπολογίσει: οι περσικές ενισχύσεις δεν ωφέλησαν και η κατά μέτωπον επίθεση των Σασσανιδών συνετρίβη. Ο Βελισάριος πέτυχε μια λαμπρή νίκη με βαρύτατες απώλειες για τον εχθρό – την πρώτη μεγάλη βυζαντινή νίκη επί των Περσών ύστερα από πολλά χρόνια συνεχών πολέμων.

Ωστόσο, οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν. Το 531, σε μια αιματηρή μάχη στο Καλλίνικο του Ευφράτη, η κατάσταση ήταν αμφίρροπη: οι δυνάμεις του Βελισάριου βρέθηκαν σε δύσκολη θέση και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν για να αποφύγουν την ολοσχερή καταστροφή. Παρότι και οι Πέρσες υπέστησαν σοβαρές απώλειες και εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός θεώρησε φρόνιμο να ανακαλέσει τον Βελισάριο στην Κωνσταντινούπολη (φθινόπωρο 531). Έπειτα από μια τόσο απαιτητική εκστρατεία, ο νεαρός στρατηγός επέστρεψε στη βάση του, χωρίς να γνωρίζει πως τον περίμενε μια νέα αποστολή εντός των τειχών.

Η στάση του Νίκα και απόλυτη πίστη στον θρόνο

Με την άφιξη του στην Κωνσταντινούπολη, βρήκε την πόλη σε αναβρασμό. Στις αρχές του 532, οι αντίπαλες φατρίες του ιπποδρόμου – Βένετοι και Πράσινοι – ένωσαν απρόσμενα τις δυνάμεις τους και ξεσήκωσαν τον λαό εναντίον του αυτοκράτορα, στην περίφημη Στάση του Νίκα. Καθώς η εξέγερση φούντωνε, ο Ιουστινιανός κινδύνευσε να χάσει τον θρόνο. Ο Βελισάριος ρίχτηκε με ζήλο στην αποστολή της καταστολής. Αρχικά συνάντησε δυσκολίες – πολλοί από τους φρουρούς των ανακτόρων δίσταζαν να πολεμήσουν εναντίον συμπολιτών τους. Με την αποφασιστική παρακίνηση όμως της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, ο Βελισάριος συντόνισε τις ενέργειές του με τον στρατηγό Μούνδο και τον ευνούχο Ναρσή. Οι τρεις τους κύκλωσαν τον εξαγριωμένο όχλο στον Ιππόδρομο και προχώρησαν σε σφαγή χιλιάδων στασιαστών, τερματίζοντας βίαια την ανταρσία. Η αφοσίωση που έδειξε ο Βελισάριος σώζοντας τον κλονιζόμενο Ιουστινιανό στερέωσε τη φήμη του ως έναν από τους πλέον έμπιστους συνεργάτες του αυτοκράτορα. Ως ανταμοιβή, ο Ιουστινιανός του ανέθεσε αμέσως το τολμηρό σχέδιο που απεργαζόταν: την ανάκτηση των χαμένων δυτικών επαρχιών, αρχής γενομένης από το βασίλειο των Βανδάλων στην Αφρική.

Εκστρατεία στην Αφρική και συντριβή των Βανδάλων

Ο Ιουστινιανός ξεκίνησε με ορμή την εκστρατεία για την ανακατάληψη της Βόρειας Αφρικής, και έθεσε επικεφαλής τον Βελισάριο με τον τίτλο του στρατηγού-αυτοκράτορα (αρχιστράτηγος). Η πρόκληση ήταν τεράστια: ο Βελισάριος διέθετε μια σχετικά μικρή δύναμη, περίπου 15.000 στρατιωτών (10.000 πεζούς, 5.000 ιππείς και 3.000 μισθοφόρους), αριθμός ανεπαρκής κατ’ όλους τους υπολογισμούς για την κατάκτηση ολόκληρου βασιλείου. Παρ’ όλα αυτά, με έναν στόλο 500 μεταγωγικών και 92 πολεμικών πλοίων, απέπλευσε τον Ιούνιο του 533 και έφθασε αιφνιδιαστικά στη Σικελία. Εκεί πληροφορήθηκε πως οι Βάνδαλοι ήταν εντελώς απροετοίμαστοι: ο βασιλιάς Γελίμερος είχε στείλει μεγάλο μέρος του στρατού του μακριά, στη Σαρδηνία, για να καταπνίξει μια ανταρσία – εξέλιξη που ο Ιουστινιανός φρόντισε διπλωματικά να συμβεί προς όφελός του. Με τις ειδήσεις αυτές, ο Βελισάριος κινήθηκε με ακόμη μεγαλύτερη μυστικότητα προς την Αφρική. Αποβίβασε τα στρατεύματά του σε μια απόμερη ακτή, περίπου 200 χιλιόμετρα μακριά από την Καρχηδόνα, ώστε να μην δώσει στόχο. Εκεί έστησε προφυλαγμένο στρατόπεδο, ξεκούρασε τους άνδρες του και έπειτα προέλασε ταχύτατα προς την βανδαλική πρωτεύουσα, παράλληλα με τον στόλο που τον υποστήριζε.

Η αποφασιστική αναμέτρηση δεν άργησε. Ο Γελίμερος, αιφνιδιασμένος από την απόβαση, έσπευσε να αναχαιτίσει τον «μικρό» στρατό του Βελισάριου. Συγκέντρωσε όσες δυνάμεις διέθετε (30-40 χιλιάδες άνδρες) και σχεδίασε ενέδρα στη θέση Δέκιμο, λίγο νότια της Καρχηδόνας. Εκεί, στις 13 Σεπτεμβρίου 533, οι Βάνδαλοι επιτέθηκαν από τρεις κατευθύνσεις, προκαλώντας στιγμιαία σύγχυση στους Βυζαντινούς. Όμως η έλλειψη συντονισμού και η ψυχραιμία του Βελισάριου ανέτρεψαν την κατάσταση: οι βανδαλικές δυνάμεις διασπάστηκαν και ηττήθηκαν συντριπτικά (μάχη στο Δέκιμο). Ο Γελίμερος τράπηκε σε φυγή προς τη ενδοχώρα, ενώ ο Βελισάριος μπήκε θριαμβευτικά στην Καρχηδόνα δύο μέρες αργότερα, στις 15 Σεπτεμβρίου. Αμέσως φρόντισε να οργανώσει την άμυνα της πόλης και, το κυριότερο, επέβαλε αυστηρή πειθαρχία στα στρατεύματά του: απαγόρευσε τις λεηλασίες και προστάτευσε τους κατοίκους και τις περιουσίες τους, κερδίζοντας έτσι τη συνεργασία του τοπικού πληθυσμού.

Σε λιγότερο από τέσσερις μήνες, το άλλοτε κραταιό βανδαλικό βασίλειο είχε καταρρεύσει. Τον Δεκέμβριο του 533, στη μάχη στο Τρικάμαρον, οι ενωμένες δυνάμεις Βανδάλων και ντόπιων συμμάχων (Βερβερίνων) κατατροπώθηκαν ολοσχερώς από τον Βελισάριο. O τελευταίος βασιλιάς των Βανδάλων, ο Γελίμερος, κρύφτηκε στα βουνά αλλά τελικά παραδόθηκε λίγες εβδομάδες αργότερα, αφού έλαβε την υπόσχεση του Βελισάριου ότι θα του χαρίσει τη ζωή. Η αστραπιαία επιτυχία του στρατηγού, παρά τις μεγάλες αντιξοότητες, προκάλεσε θαυμασμό αλλά και φθόνο. Στην Κωνσταντινούπολη πολλοί αυλικοί διέδιδαν συκοφαντίες, υποστηρίζοντας ότι ο θριαμβευτής της Αφρικής ίσως σκόπευε να κρατήσει τις κατακτημένες επαρχίες και να ανακηρύξει εκεί δική του αυτοκρατορία. Ο Ιουστινιανός, υποψιαζόμενος και αυτός τις προθέσεις του στρατηγού, αποφάσισε να τον δοκιμάσει: πρότεινε στον Βελισάριο να διαλέξει αν ήθελε να παραμείνει στην Αφρική ως τοποτηρητής ή να επιστρέψει στην πρωτεύουσα. Ο Βελισάριος, ενημερωμένος για τις συκοφαντίες, δεν δίστασε – επέλεξε να επιστρέψει. Το καλοκαίρι του 534, επιβιβάστηκε εκ νέου στον στόλο και γύρισε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με ανεκτίμητα λάφυρα. Ο αυτοκράτορας, ικανοποιημένος και ανακουφισμένος, του επέτρεψε να τελέσει έναν λαμπρό θρίαμβο: ο Βελισάριος παρήλασε στους δρόμους της Πόλης εν μέσω επευφημιών, με τον αιχμάλωτο Γελίμερο και πλήθος αιχμαλώτων και θησαυρών σε δημόσια θέα. Στα λάφυρα περιλαμβάνονταν μάλιστα και οι θησαυροί που είχαν αρπάξει οι Βάνδαλοι από τη Ρώμη το 455, συμβολίζοντας την εκδίκηση της Κωνσταντινούπολης για την παλιά λεηλασία. Ήταν η πρώτη φορά μετά από περίπου 550 χρόνια (από την εποχή του Αυγούστου) που ένας μη αυτοκράτορας τιμήθηκε με θρίαμβο στη ρωμαϊκή-βυζαντινή ιστορία.

Πόλεμος στην Ιταλία και μάχες με τους Οστρογότθους

Μετά την κατάλυση του βανδαλικού κράτους, ο Ιουστινιανός στράφηκε αμέσως στο επόμενο φιλόδοξο σχέδιό του: την ανακατάκτηση της Ιταλίας από τους Οστρογότθους. Η δολοφονία της βασίλισσας Αμαλασούνθας το 535 του έδωσε το πρόσχημα για επέμβαση, και η πρόσφατη εύκολη νίκη στην Αφρική τον έπεισε ότι μια εκστρατεία στη Δύση θα μπορούσε επίσης να πετύχει. Ο Βελισάριος, ήδη θρυλικός από τους θριάμβους του, ανέλαβε επικεφαλής. Την άνοιξη του 535 αποβιβάστηκε στη Σικελία με δύναμη περίπου 12.000 ανδρών και κατέλαβε το νησί σχεδόν αμαχητί μέσα σε λίγους μήνες. Μόνο το οχυρό της Πάνορμου (Παλέρμο) προέβαλε αντίσταση και αυτή κάμφθηκε σύντομα. Στις αρχές του 536, ο στρατηγός διατάχθηκε να αντιμετωπίσει μια ανταρσία μισθοφόρων στην Αφρική, γεγονός που προσωρινά καθυστέρησε την ιταλική εκστρατεία. Όμως, μέσα σε σύντομο διάστημα ο Βελισάριος αποκατέστησε την τάξη στην Καρχηδόνα και επέστρεψε δριμύτερος. Αποβιβάστηκε στο νότιο άκρο της Καλαβρίας στα μέσα του 536 και ξεκίνησε ακάθεκτος προς βορρά. Οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Κάτω Ιταλίας τον υποδέχονταν ως ελευθερωτή, ενώ ακόμα και φρουρές των Γότθων παραδίδονταν χωρίς μάχη – ορισμένοι Οστρογότθοι ηγεμόνες προτίμησαν να υποταχθούν παρά να αντιμετωπίσουν τον δαιμόνιο στρατηγό.

Η προέλαση του Βελισάριου συνεχίστηκε σχεδόν ασταμάτητη. Το φθινόπωρο του 536 έφτασε έξω από τα τείχη της Ρώμης. Η Αιώνια Πόλη, παρά τη σημαντική γοτθική φρουρά της, δεν πολέμησε: ύστερα από σύντομες διαπραγματεύσεις, η παλαιά Ρώμη άνοιξε τις πύλες της στους στρατιώτες της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινούπολης) στις 9 Δεκεμβρίου 536, ενώ οι Γότθοι φύλακες της πόλης την εγκατέλειψαν ειρηνικά. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας πίστεψε για μια στιγμή πως η Ιταλία θα ανακαταληφθεί τόσο εύκολα όσο και η Αφρική. Ο έμπειρος όμως Βελισάριος δεν είχε ψευδαισθήσεις. Γνώριζε ότι οι Γότθοι δεν θα άφηναν το βασίλειό τους αμαχητί. Άρχισε αμέσως να προετοιμάζεται για αντεπίθεση του εχθρού, οχυρώνοντας τη Ρώμη και συγκεντρώνοντας εφόδια για πολιορκία. Για την υπεράσπιση της αιώνιας πόλης διέθετε μόλις 5.000 άνδρες, καθώς οι υπόλοιποι στρατιώτες του είχαν διασκορπιστεί φρουρώντας τη Σικελία και τη Νότια Ιταλία.

Οι προβλέψεις του επιβεβαιώθηκαν δραματικά. Την άνοιξη του 537, ο νέος βασιλιάς των Οστρογότθων, ο Ουίτιγις, συγκέντρωσε μια τεράστια στρατιά (πηγές της εποχής αναφέρουν – ίσως καθ’ υπερβολήν – 150.000 οπλισμένους ιππείς) και βάδισε εναντίον της Ρώμης αποφασισμένος να την ανακαταλάβει. Οι Γότθοι περικύκλωσαν την πόλη, πολιορκώντας για πρώτη φορά στην ιστορία βυζαντινά στρατεύματα εντός της Ρώμης. Πίσω από τα τείχη, ο Βελισάριος δεν αρκέστηκε σε μια παθητική άμυνα. Με τους λιγοστούς άνδρες του, εφάρμοσε τακτικές φθοράς: έκανε ξαφνικές εξόδους και επιθέσεις-αστραπή κατά των πολιορκητών, αιφνιδιάζοντάς τους ξανά και ξανά. Έτσι, δεν άφηνε τον εχθρό να αναπαυθεί ούτε να οργανώσει αποτελεσματικά τον αποκλεισμό. Για μεγάλο διάστημα οι Βυζαντινοί κατάφεραν να διατηρούν ανοικτή την τροφοδοσία της πόλης μέσω θαλάσσης, ενώ το στρατόπεδο των Γότθων αποδεκατιζόταν από ασθένειες. Εν τούτοις, ο κλοιός έσφιγγε σταδιακά και η πείνα άρχισε να θερίζει τους πολιορκημένους. Μερικά μέλη της συγκλήτου και αριστοκράτες της Ρώμης δυσανασχετούσαν με την αντίσταση και μυστικά διαπραγματεύονταν με τον εχθρό – ο Βελισάριος δεν δίστασε να συλλάβει ακόμα και τον Πάπα Σιλβέριο ως ύποπτο συνεργασίας με τους Γότθους, εξορίζοντάς τον, κατόπιν διαταγής του αυτοκρατορικού ζεύγους.

Τελικά, στα τέλη του 537 κατέφθασαν ενισχύσεις περίπου 5.000 ανδρών από την Ανατολή. Με τη νέα αυτή δύναμη, ο Βελισάριος πραγματοποίησε ακόμη τολμηρότερες επιχειρήσεις. Επιτέθηκε στα μετόπισθεν των πολιορκητών, έκοψε τις γραμμές ανεφοδιασμού τους και ανακατέλαβε ορισμένα φρούρια-κλειδιά. Από πολιορκητής, ο γοτθικός στρατός βρέθηκε ο ίδιος πολιορκημένος από τα βυζαντινά αποσπάσματα. Τον Μάρτιο του 538, έπειτα από έναν εξαντλητικό χρόνο και εννέα ημέρες, οι Γότθοι αναγκάστηκαν να άρουν την πολιορκία της Ρώμης και να υποχωρήσουν βόρεια.

Με την αποχώρηση των εχθρών, ο Βελισάριος πέρασε στην αντεπίθεση και τους καταδίωξε προς βορρά, απελευθερώνοντας αρκετές πόλεις στην πορεία. Έως το 539 οι Βυζαντινοί είχαν ουσιαστικά αποκαταστήσει τον έλεγχό τους σε μεγάλο μέρος της κεντρικής και βόρειας Ιταλίας, αναγκάζοντας τους Γότθους να οχυρωθούν στην πρωτεύουσά τους, τη Ραβέννα. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, όμως, είχε αρχίσει να ανησυχεί για τις εξελίξεις. Οι πιεσμένοι Γότθοι προσπάθησαν να ζητήσουν βοήθεια από την Περσία, ανοίγοντας ένα δεύτερο μέτωπο, και τα νέα αυτά διπλωματικά τεχνάσματα τον τάραξαν. Προκειμένου να μην παραταθεί ο πόλεμος στη Δύση, ο Ιουστινιανός διέταξε τον Βελισάριο να εγκαταλείψει την εκστρατεία και να επιστρέψει εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη, εν όψει νέου πολέμου με τους Πέρσες. Ο Βελισάριος, μετά από τόσους κόπους, δίσταζε να αφήσει την πολιορκία της Ραβέννας στη μέση. Με την έγκριση – ή την ανοχή – του αυτοκράτορα, αποφάσισε να επιχειρήσει μια τελευταία κίνηση για να κλείσει νικηφόρα και αυτό το κεφάλαιο. Επιτάχυνε τις πολιορκητικές του προσπάθειες και τον Μάιο του 540 κατάφερε να εξαναγκάσει τη Ραβέννα σε παράδοση με τέχνασμα. Οι ευγενείς των Οστρογότθων, απελπισμένοι από τη μακρά πολιορκία, είχαν προτείνει στον Βελισάριο κάτι αδιανόητο: να τον ανακηρύξουν αυτοκράτορα της Δύσης, αν πρόδιδε τον Ιουστινιανό και συμπορευόταν μαζί τους. Ακόμη και ο βασιλιάς Ουίτιγις φαίνεται πως διαπραγματεύτηκε μυστικά με τον Βυζαντινό στρατηγό, τάζοντάς του το στέμμα της Ιταλίας. Ο Βελισάριος, αινιγματικός, έδειξε να συμφωνεί με όλες τις πλευρές. Όταν όμως εισήλθε ως νικητής στη Ραβέννα, ανακοίνωσε ότι καταλαμβάνει την πόλη στο όνομα του αυτοκράτορα. Η πίστη του στο θρόνο έμεινε ακλόνητη. Στη συνέχεια συνέλαβε τον Ουίτιγι και πολλούς Γότθους ηγέτες, τους οποίους – μαζί με ανεκτίμητους θησαυρούς – έστειλε δέσμιους στην Κωνσταντινούπολη ως τρόπαια του πολέμου.

Ύστερες δοκιμασίες και τελευταίες μάχες

Παρά τις νέες του νίκες, η υποδοχή που επεφύλασσε η Αυλή στον Βελισάριο το 540 ήταν ψυχρή. Ο Ιουστινιανός δεν του απέδωσε τιμές ή πανηγυρισμούς, αλλά αντίθετα, τον αντιμετώπισε με καχυποψία. Είχε θορυβηθεί από τις προτάσεις των Γότθων προς τον αρχιστράτηγό του και, παρότι οι ενέργειες του Βελισάριου είχαν αποδείξει τη νομιμοφροσύνη του, ο αυτοκράτορας έκτοτε διατηρούσε αμφιβολίες. Στο μεταξύ, τα νέα από την Ανατολή ήταν δυσοίωνα: ο βασιλιάς των Περσών Χοσρόης Α΄ εκμεταλλεύτηκε την απουσία των ρωμαϊκών στρατευμάτων στη Δύση και εισέβαλε στη Συρία, λεηλατώντας το 540 την Αντιόχεια – την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της βυζαντινής επικράτειας – με πρωτοφανή αγριότητα. Ο Ιουστινιανός, παρά την ψυχρότητα, χρειαζόταν και πάλι τον ικανότερο στρατηγό του. Έστειλε εκ νέου τον Βελισάριο στο ανατολικό μέτωπο, όπου όμως η κατάσταση ήταν δύσκολη. Ο Βελισάριος και άλλοι έμπειροι στρατηγοί δεν μπόρεσαν να σημειώσουν αποφασιστική νίκη κατά των Περσών, που είχαν πλέον αποκτήσει το πάνω χέρι. Μέσα σε αυτή την αβεβαιότητα, το 542 ξέσπασε στην αυτοκρατορία φοβερή επιδημία πανώλης – ο περίφημος «Λοιμός του Ιουστινιανού». Ο ίδιος ο αυτοκράτορας προσβλήθηκε από την νόσο και για ένα διάστημα φαινόταν πως δεν θα επιζούσε. Στους κύκλους της Αυλής άρχισε δειλά να συζητάται το ζήτημα της διαδοχής, και ανάμεσα στα ονόματα των πιθανών διεκδικητών ακούστηκε και εκείνο του Βελισάριου, που είχε την υποστήριξη πολλών στρατιωτών και μερίδας της αριστοκρατίας. Ο ίδιος δεν εξέφρασε ποτέ καμία τέτοια φιλοδοξία – πιστός στην τάξη, κρατήθηκε μακριά από τις δολοπλοκίες. Παρ’ όλα αυτά, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα θορυβήθηκε και αντέδρασε αστραπιαία: καθαίρεσε τον Βελισάριο από κάθε αξίωμα, διέλυσε την προσωπική του φρουρά και δήμευσε την τεράστια περιουσία του, επικαλούμενη οικονομικές ατασθαλίες. Ο άλλοτε ένδοξος αρχιστράτηγος βρέθηκε μόνος, φοβούμενος για τη ζωή του. Η φιλία της συζύγου του, Αντωνίνας, με την αυτοκράτειρα τον διέσωσε προσωρινά από χειρότερα. Όταν ο Ιουστινιανός ανάρρωσε από την ασθένεια, αναίρεσε τις ενέργειες της Θεοδώρας: αποκατέστησε τον Βελισάριο και του επέστρεψε τιμές και περιουσία, μη δίνοντας βάση στις φήμες περί προδοσίας.

Εκείνο τον καιρό, το μέτωπο της Ιταλίας είχε πάρει δραματική τροπή. Χωρίς τον Βελισάριο, οι Βυζαντινοί είχαν χάσει σχεδόν ό,τι είχαν κερδίσει. Ένας χαρισματικός νέος βασιλιάς των Γότθων, ο Τωτίλας, είχε ανασυντάξει το έθνος του και εξαπέλυσε μια σαρωτική αντεπίθεση: ως το 543 οι δυνάμεις του ανακατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας, περιορίζοντας τους Ρωμαίους μόνο σε λίγες μεγάλες πόλεις. Έτσι, για ακόμη μια φορά, το καλοκαίρι του 544, ο Βελισάριος στάλθηκε εσπευσμένα πίσω στην Ιταλία για να σώσει την κατάσταση. Όμως αυτή τη φορά η αποστολή του ήταν σχεδόν αδύνατη. Διέθετε ελάχιστες δυνάμεις – μερικές χιλιάδες νεοσύλλεκτους που ο ίδιος περιέγραψε ως «ένα μικρό αξιοθρήνητο και ανεκπαίδευτο συνονθύλευμα». Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε με πονηριά να εισέλθει κρυφά στη Ρώμη και να οργανώσει την άμυνα ενάντια στον πολιορκητή Τωτίλα. Για δεύτερη φορά υπερασπίστηκε τη Ρώμη από τους Γότθους, δυσκολεύοντάς τους τόσο, ώστε μια ξαφνική αντεπίθεσή του τους εκανε να τράπουν σε φυγή και έλυσε προσωρινά την πολιορκία. Ωστόσο, με τις οικτρές του δυνάμεις, ο Βελισάριος αδυνατούσε να επιφέρει κάποιο αποφασιστικό πλήγμα. Για περίπου δυο χρόνια περιόρισε απλώς τον Τωτίλα, χωρίς να μπορεί να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη. Αποκαρδιωμένος από την άρνηση του αυτοκράτορα να του στείλει ουσιαστικές ενισχύσεις, ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το 548 αποσύρθηκε από την ενεργό διοίκηση. Την ολοκλήρωση του Γοτθικού Πολέμου ανέλαβε αργότερα ένας άλλος αξιωματούχος, ο ευνούχος Ναρσής, με πολύ ισχυρότερο στράτευμα.

Η ύστατη αποστολή και το τέλος μιας εποχής

Το 559, η βαλκανική χερσόνησος συγκλονίστηκε από μια μαζική επιδρομή βαρβαρικών φύλων. Οι Κουτρίγουροι Ούννοι (μια φυλή συγγενική προς τους Βουλγάρους) πέρασαν τον παγωμένο Δούναβη μαζί με πλήθος Σλάβων συμμάχων και προήλασαν προς τα νότια ανενόχλητοι. Ένα τμήμα τους, περί τους 2.000 ιππείς, κατευθύνθηκε απειλητικά προς την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Ο ηλικιωμένος πια Ιουστινιανός πανικοβλήθηκε. Ελλείψει επαρκών μάχιμων στρατευμάτων στην πρωτεύουσα, στράφηκε ξανά στον έμπειρο σωτήρα του: ο Βελισάριος κλήθηκε εσπευσμένα να αναλάβει την αναχαίτιση των εισβολέων. Ο σχεδόν εξηντάχρονος στρατηγός μάζεψε ό,τι μπορούσε: ένα ετερόκλητο πλήθος από άμαθους πολίτες της πρωτεύουσας και χωρικούς της Θράκης που είχαν καταφύγει έντρομοι εντός των τειχών, καθώς και 300 μόνο παλαίμαχους στρατιώτες – τα τελευταία «λιοντάρια» από τις παλιές του λεγεώνες. Με αυτούς τους λιγοστούς και άνισους ανθρώπους, ο Βελισάριος κατέστρωσε ένα τέχνασμα αντάξιο της φήμης του. Γνώριζε ότι οι 2.000 έφιπποι εχθροί θα προέβαλαν σύντομα. Έστησε ενέδρα με 200 από τους πιο έμπειρους βετεράνους του και έκρυψε τους υπόλοιπους πίσω από λόφους. Την κατάλληλη στιγμή διέταξε όλους τους άνδρες του να ορμήσουν με τρομερή ορμή και πολεμικές ιαχές κατά των εχθρών. Την ίδια στιγμή, οι κρυμμένοι στρατιώτες του τους χτύπησαν στα πλευρά. Οι βαρβαρικοί όχλοι αιφνιδιάστηκαν και πανικοβλήθηκαν: νόμισαν ότι τους επιτέθηκε ολόκληρος αυτοκρατορικός στρατός και τράπηκαν άτακτα σε φυγή. Σύμφωνα με τις πηγές, περίπου 400 Ούννοι έπεσαν νεκροί, ενώ οι απώλειες των Βυζαντινών ήταν ελάχιστες, μόλις λίγοι τραυματίες. Με αυτόν τον ευφυή και σχεδόν αναίμακτο τρόπο, η άμεση απειλή κατά της Κωνσταντινούπολης εξουδετερώθηκε. Ο Βελισάριος είχε προσθέσει έναν ακόμα θρίαμβο στο ενεργητικό του – τον τελευταίο.

Παρόλο που ο λαός και ο ίδιος ο Ιουστινιανός ανακουφίστηκαν, οι μηχανορραφίες της Αυλής δεν άφησαν ήσυχο τον γηραιό ήρωα. Το 561 (ή 562) ο Βελισάριος κατηγορήθηκε ξανά ότι συμμετείχε σε μια συνωμοσία κατά του αυτοκράτορα. Η αντίδραση υπήρξε σκληρή: για ακόμη μια φορά η περιουσία του δημεύθηκε και εκείνος τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, παρά τα όσα είχε προσφέρει. Ευτυχώς, λίγους μήνες αργότερα ο Ιουστινιανός συνειδητοποίησε το σφάλμα και αποκατέστησε τον πιστό του στρατηγό, επιστρέφοντάς του τιμές και αγαθά. Ο Βελισάριος αποσύρθηκε οριστικά από τον δημόσιο βίο, κουρασμένος από τους πολέμους αλλά ίσως περισσότερο από την αχαριστία της εξουσίας.

Θάνατος και υστεροφημία ενός τραγικού ήρωα

Ο Βελισάριος πέθανε ήσυχα τον Μάρτιο του 565, σε ηλικία περίπου 60 ετών, λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή και ο Ιουστινιανός. Δεν έφυγε περιτριγυρισμένος από δόξα, παράσημα και τιμές – αντίθετα, έφυγε σχεδόν αφανής, χωρίς την αναγνώριση που άρμοζε σε έναν τόσο λαμπρό στρατηγό. Ωστόσο, η φήμη του γιγαντώθηκε μετά θάνατον. Η ζωή και τα κατορθώματά του έγιναν αντικείμενο θαυμασμού ανά τους αιώνες, τροφοδοτώντας μύθους, θρύλους και έργα τέχνης. Στους μετέπειτα χρόνους γεννήθηκε ο θρύλος του ‘τυφλού ζητιάνου’ Βελισάριου: μια λαϊκή διήγηση – εμφανώς αναληθής – ότι ο Ιουστινιανός τάχα τον τύφλωσε και τον έριξε να ζητιανεύει στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Αυτός ο μεσαιωνικός μύθος, αν και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (διαδόθηκε κυρίως από τον 12ο αιώνα και μετά), ενέπνευσε καλλιτέχνες της δυτικής Ευρώπης. Ο Γάλλος ζωγράφος Ζακ-Λουί Νταβίντ απεικόνισε το 1781 τον Βελισάριο ως τυφλό επαίτη σε έναν διάσημο πίνακα, προσωποποιώντας την τραγική μοίρα του ήρωα. Στην πραγματική ιστορία, όμως, ο Βελισάριος στέκει ως ένας από τους σπουδαιότερους στρατηγούς όλων των εποχών – συνώνυμο της στρατιωτικής ευφυΐας, της ανδρείας αλλά και της αχαριστίας της εξουσίας απέναντι στους άξιους. Η περίπτωσή του, από τις ανεπανάληπτες νίκες μέχρι τις προσωπικές περιπέτειες, αποτελεί ένα από τα πιο συναρπαστικά κεφάλαια της βυζαντινής ιστορίας και μια ζωντανή υπενθύμιση ότι η δόξα και η πτώση μπορούν να απέχουν ελάχιστα στην ταραχώδη σκηνή της ανθρώπινης μοίρας.

Πώς το Ηνωμένο Βασίλειο γίνεται «οικονομία τρίτου κόσμου»

Αν και το Λονδίνο παραμένει μια ευημερούσα μητρόπολη, η λάμψη του δεν απλώνεται στην υπόλοιπη χώρα. Η μητροπολιτική περιοχή της πρωτεύουσας παράγει σχεδόν το μισό του ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου, παρότι φιλοξενεί μόνο περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού. Αν αποκοπτόταν η οικονομική ισχύς του Λονδίνου, το βιοτικό επίπεδο στο Ηνωμένο Βασίλειο θα έπεφτε κατά περίπου 14% – αρκετά ώστε η χώρα να συγκρίνεται με τις φτωχότερες πολιτείες των ΗΠΑ.

Με άλλα λόγια, εκτός του Λονδίνου, η Βρετανία αντιμετωπίζει σοβαρή οικονομική υστέρηση. Τα τελευταία δέκα χρόνια ήταν ιδιαίτερα δύσκολα: το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών έμεινε στάσιμο, ενώ το κόστος ζωής αυξήθηκε αισθητά, διαβρώνοντας την αγοραστική δύναμη των πολιτών. Παράλληλα, η παραγωγικότητα βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα – από τις χαμηλότερες μεταξύ των μεγάλων οικονομιών – και η στέγαση έχει γίνει δυσβάσταχτη, με το Ηνωμένο Βασίλειο να καταγράφει τον υψηλότερο αριθμό αστέγων στον ανεπτυγμένο κόσμο.

«Χαμένη δεκαετία» εισοδημάτων και παραγωγικότητας

Η ρίζα πολλών προβλημάτων εντοπίζεται στην οικονομική κρίση του 2008 και στις πολιτικές που ακολούθησαν. Μετά τη διάσωση των βρετανικών τραπεζών το 2008 (με κρατικό δανεισμό ~£141 δισ.), επιβλήθηκε αυστηρή λιτότητα αντί για επενδυτικές κοινωνικές πολιτικές. Για τα νοικοκυριά, οι συνέπειες υπήρξαν οδυνηρές: τα πραγματικά εισοδήματα μειώθηκαν και παρέμειναν στάσιμα για τα επόμενα 15 χρόνια – μια περίοδος που χαρακτηρίζεται ως «χαμένη δεκαετία» για την ευημερία των πολιτών.

Ενδεικτικά, ήδη από το 2007 το μέσο βρετανικό νοικοκυριό ήταν ελαφρώς φτωχότερο (κατά 8%) από το νορβηγικό και λίγο πίσω (6%) από το αμερικανικό. Σήμερα, μετά την κρίση και τη δεκαετή στασιμότητα, ένα βρετανικό νοικοκυριό υστερεί περίπου 20% σε εισόδημα από ένα νορβηγικό και 16% από ένα αμερικανικό αντίστοιχο. Η πτώση του βιοτικού επιπέδου γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στη μεσαία τάξη.

Την ίδια περίοδο, η παραγωγικότητα της εργασίας σημείωσε ανησυχητική καθίζηση. Πριν το 2008, η παραγωγικότητα στο ΗΒ αυξανόταν περίπου 2% τον χρόνο, όμως μετά την κρίση η τάση αυτή ανατράπηκε. Η έλλειψη επενδύσεων σε τεχνολογία, υποδομές και δεξιότητες άφησε την παραγωγικότητα στάσιμη.

Σήμερα, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει τον δεύτερο χαμηλότερο ρυθμό παραγωγικότητας μεταξύ των χωρών της G7 – ενώ πριν το 2008 βρισκόταν στη 2η θέση, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ. Ο συνδυασμός σταθερών ή μειωμένων πραγματικών εισοδημάτων και χαμηλής παραγωγικότητας εξηγεί πολλά από τα δομικά προβλήματα της βρετανικής οικονομίας, που μοιάζει να παλεύει για την επιβίωσή της.

Τρεις κρίσεις εκτινάσσουν χρέος και κόστος ζωής

Πέρα από τις εγχώριες αδυναμίες, τρεις διαδοχικές κρίσεις τη δεκαετία του 2020 επιβάρυναν δραματικά τη χώρα. Το Brexit υπήρξε το πρώτο σοκ: η αβεβαιότητα και οι νέοι περιορισμοί έπληξαν τις επενδύσεις, με την Τράπεζα της Αγγλίας να εκτιμά ότι οι ξένες άμεσες επενδύσεις μειώθηκαν κατά 25% την περίοδο 2016-2021 λόγω του Brexit.

Στη συνέχεια, η πανδημία COVID-19 ανάγκασε την κυβέρνηση να δανειστεί περίπου £280 δισ. επιπλέον για να στηρίξει την οικονομία σε συνθήκες ιστορικά χαμηλών επιτοκίων. Το δημόσιο χρέος διογκώθηκε, αν και προσωρινά το χαμηλό κόστος δανεισμού περιόρισε την πίεση. Όμως ακολούθησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, που προκάλεσε ενεργειακή κρίση. Με τις ροές ρωσικού αερίου και πετρελαίου να διακόπτονται, οι τιμές της ενέργειας εκτοξεύθηκαν και το κόστος ζωής πήρε απότομα την ανιούσα σε όλη την Ευρώπη.

Το σοκ ήταν ιδιαίτερα αισθητό στη Βρετανία: οι λογαριασμοί θέρμανσης προβλέφθηκε ότι θα τριπλασιαστούν τον χειμώνα για τα νοικοκυριά. Η κυβέρνηση επενέβη ξανά, διαθέτοντας ένα από τα μεγαλύτερα πακέτα επιδότησης στην Ευρώπη για να ανακουφίσει τους πολίτες. Υπολογίζεται ότι £60-100 δισ. προστέθηκαν στο δημόσιο χρέος ως έκτακτη στήριξη για την ενέργεια. Παρότι έτσι αποφεύχθηκαν τα χειρότερα για τα νοικοκυριά, η Βρετανία κατέγραψε τη μεγαλύτερη ετήσια άνοδο χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ιστορία της.

Ο πληθωρισμός έφτασε σε υψηλά δεκαετιών, αναγκάζοντας την Τράπεζα της Αγγλίας να αυξήσει απότομα τα επιτόκια. Για τους πολίτες, αυτό σήμαινε απότομες αυξήσεις στις δόσεις στεγαστικών δανείων. Για το κράτος, σήμαινε ότι οι τόκοι εξυπηρέτησης του χρέους εκτοξεύθηκαν: από £40 δισ. ετησίως πριν την ενεργειακή κρίση σε περίπου £100 δισ. σήμερα.

Το επιπλέον αυτό κόστος (£60 δισ.) ισοδυναμεί σχεδόν με ολόκληρο τον ετήσιο προϋπολογισμό άμυνας της χώρας. Πλέον, η πληρωμή τόκων είναι το δεύτερο μεγαλύτερο κονδύλι δαπανών του βρετανικού δημοσίου, στερώντας πολύτιμους πόρους από άλλες δημόσιες υπηρεσίες. Με λίγα λόγια, η οικονομική στήριξη στην κρίση της Ουκρανίας – όσο αναγκαία κι αν ήταν – κλόνισε την οικονομία του ΗΒ, επιβαρύνοντάς τη με ένα δυσθεώρητο κόστος.

Μειωμένο εργατικό δυναμικό και «κρυφή» ανεργία

Ενώ οι περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες είδαν το εργατικό τους δυναμικό να ανακάμπτει μετά τις καραντίνες, η Βρετανία ξεχωρίζει αρνητικά: η απασχόληση δεν επανήλθε στα προ πανδημίας επίπεδα και παραμένει χαμηλή. Επίσημα, η ανεργία κινείται σε μόλις ~4,4%, ποσοστό ιστορικά χαμηλό (περίπου 1,5 εκατομμύριο άτομα).

Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πιο ανησυχητική. Υπάρχει ένα τεράστιο τμήμα πληθυσμού – περίπου 11 εκατομμύρια άνθρωποι – που δεν εργάζονται αλλά ούτε καταγράφονται ως άνεργοι. Η κυβέρνηση τούς χαρακτηρίζει «οικονομικά ανενεργούς» παρά ανέργους, διότι δεν αναζητούν εργασία ενεργά.

Σύμφωνα με την Υπηρεσία Εθνικών Στατιστικών (ONS), οι λόγοι διαφέρουν: περίπου 2,1 εκατ. είναι νέοι 16-24 ετών που σπουδάζουν, 3,5 εκατ. είναι άτομα άνω των 50 που έχουν φύγει από την εργασία λόγω ασθένειας ή πρόωρης συνταξιοδότησης, και τουλάχιστον 1 εκατ. είναι ενήλικες 25-49 ετών που απέχουν από την αγορά εργασίας για οικογενειακούς λόγους (π.χ. φροντίδα παιδιών ή συγγενών).

Αυτή η «εξαφανισμένη» δεξαμενή εργατικού δυναμικού ασκεί σοβαρή πίεση στην οικονομία: λιγότεροι εργαζόμενοι σημαίνει λιγότερα φορολογικά έσοδα για το κράτος και μεγαλύτερη επιβάρυνση στα κοινωνικά επιδόματα, ενώ παράλληλα μειώνεται η καταναλωτική δύναμη στην αγορά.

Μετανάστευση για κάλυψη κενών και κοινωνικές εντάσεις

Για να αντιμετωπίσει την έλλειψη εργατικών χεριών, το Λονδίνο έλαβε μια αμφιλεγόμενη απόφαση: άνοιξε περισσότερο την πόρτα στη μετανάστευση εργαζομένων. Βρετανοί νομοθέτες χαλάρωσαν τους περιορισμούς, προσελκύοντας εργατικό δυναμικό από το εξωτερικό – με ιδιαίτερη παρουσία από τη Νότια Ασία και την υποσαχάρια Αφρική – ώστε να καλυφθούν τα κενά σε διάφορους τομείς.

Οι νέοι μετανάστες πράγματι βοήθησαν να συνεχίσει η λειτουργία πολλών επιχειρήσεων, όμως η μαζική εισροή εργατικού δυναμικού είχε παράπλευρες επιπτώσεις. Πυροδότησε κοινωνικές εντάσεις και φόβους σε μερίδα του πληθυσμού. Ορισμένοι πολίτες αισθάνονται ανασφάλεια μπροστά στην ταχεία αλλαγή του δημογραφικού τοπίου, ενώ πολιτικοί με αντιμεταναστευτική ρητορική εκμεταλλεύονται το κλίμα αυτό προς ίδιον όφελος.

Τον Αύγουστο του 2024 σημειώθηκαν μάλιστα εκτεταμένες διαδηλώσεις και ταραχές κατά των μεταναστών σε πάνω από 20 πόλεις της χώρας. Αν και αυτές οι εκρήξεις οργής φαίνεται να κορυφώθηκαν και να υποχώρησαν, τα βαθύτερα αίτιά τους – η οικονομική ανασφάλεια και η αίσθηση αδικίας – παραμένουν και θα χρειαστεί χρόνος για να αντιμετωπιστούν.

Μια οικονομία που υποχωρεί, με εξαίρεση το Λονδίνο

Συνολικά, η πρόσφατη οικονομική πορεία του Ηνωμένου Βασιλείου μοιάζει με αλυσίδα κρίσεων σε συνεχή εξέλιξη. Κάθε νέα κρίση χτίζει πάνω στην προηγούμενη, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο δεν διαφαίνεται άμεση ανακούφιση. Οι αποφάσεις του παρελθόντος – από τη λιτότητα μετά το 2008 μέχρι το Brexit – διαμόρφωσαν μια εύθραυστη βάση. Πάνω σε αυτήν, τα διαδοχικά σοκ της πανδημίας και του πολέμου έφεραν τη βρετανική οικονομία σε οριακό σημείο.

Πρόκειται για μια κατάσταση όπου η χώρα «θερίζει ό,τι έσπειρε». Παρά ταύτα, αξίζει να σημειωθεί ότι η ιστορία κάθε έθνους έχει κύκλους ακμής και παρακμής – και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αποτελεί εξαίρεση.

Το Λονδίνο εξακολουθεί να συγκαταλέγεται στις πλουσιότερες και πιο καινοτόμες πόλεις του πλανήτη, λειτουργώντας ως η ατμομηχανή που κρατά τη χώρα σε κίνηση. Οι αναλυτές εκτιμούν πως αργά ή γρήγορα η βρετανική οικονομία θα βρει κάποια ισορροπία και θα βελτιωθεί η κατάσταση. Μέχρι τότε, όμως, η εικόνα θυμίζει μια οικονομία σε υποχώρηση – σχεδόν «τρίτου κόσμου» – που επιβιώνει στη σκιά της αίγλης του Λονδίνου.

Η τιμωρία της Μέδουσας: Από ιέρεια της Αθηνάς σε δαιμονοποιημένο σύμβολο

Κάπου στην αρχαία Ελλάδα γεννήθηκε ένας από τους πιο παρεξηγημένους μύθους της μυθολογίας: η ιστορία της Μέδουσας. Μιας γυναίκας που από αφοσιωμένη ιέρεια μετατράπηκε σε «τέρας» με φίδια για μαλλιά και βλέμμα που πετρώνει όποιον την αντικρίζει.

Από ιέρεια σε στόχο θεϊκής εκδίκησης

Η Μέδουσα δεν είχε πάντα το τρομακτικό πρόσωπο που ξέρουμε από τις παραδόσεις. Κόρη των θαλάσσιων θεοτήτων Φόρκη και Κητώς, ξεχώριζε για την ομορφιά και τη χάρη της. Από παιδί λάτρευε την Αθηνά και ονειρευόταν να γίνει ιέρειά της. Η αφοσίωση και η αγνότητά της την έκαναν υπόδειγμα για τον ναό της θεάς.

Η φήμη της όμως μεγάλωνε. Η ομορφιά της άρχισε να επισκιάζει ακόμα και τη θεά που υπηρετούσε. Οι πιστοί έρχονταν περισσότερο για να τη δουν, παρά για να λατρέψουν την Αθηνά. Αν και η θεά έδειξε αρχικά ανοχή, η ζήλια και η ανησυχία της δεν άργησαν να ξυπνήσουν.

Το σχέδιο του Ποσειδώνα

Στον Όλυμπο, ο Ποσειδώνας, αντίπαλος της Αθηνάς, βρήκε την ευκαιρία να εκδικηθεί. Στόχευσε την πολυαγαπημένη ιέρεια της θεάς. Αφού την καταδίωξε, τη βίασε μέσα στο ίδιο το ιερό της Αθηνάς, αμαυρώνοντας το πιο ιερό της καταφύγιο.

Η Αθηνά, αντί να στραφεί εναντίον του αδελφού της, έριξε την οργή της στη Μέδουσα. Την κατηγόρησε για «ματαιοδοξία» και για το ότι «προκάλεσε» την ατίμωση του ναού. Ως τιμωρία, μετέτρεψε τα λαμπερά της μαλλιά σε φίδια και χάρισε στο βλέμμα της την καταραμένη δύναμη που μετατρέπει τους ανθρώπους σε πέτρα.

Η απομόνωση και ο μύθος

Η Μέδουσα, συντετριμμένη, κρύφτηκε σε έναν ερειπωμένο ναό. Εκεί, απομονωμένη, συνέχισε να λατρεύει την Αθηνά, παρά την άδικη μοίρα της. Οι επιθέσεις των πολεμιστών που επεδίωκαν δόξα δεν σταμάτησαν ποτέ· όλοι κατέληγαν αγάλματα. Ο μύθος της διογκωνόταν και η εικόνα της ως «τέρατος» κυριαρχούσε, ενώ στην πραγματικότητα επιζητούσε απλώς τη μοναξιά.

Ο Περσέας και το τέλος

Η ιστορία κορυφώθηκε με την αποστολή του Περσέα. Ο ήρωας, με τη βοήθεια της ασπίδας της Αθηνάς που αντανακλούσε το πρόσωπο της Μέδουσας, κατάφερε να την αποκεφαλίσει. Από το αίμα της γεννήθηκαν δύο θαυμαστά πλάσματα: ο Πήγασος και ο Χρυσάωρ, σύμβολα της καθαρότητας και της δύναμης που είχε χαθεί.

Η Αθηνά πήρε το κεφάλι της Μέδουσας και το προσέθεσε στην ασπίδα της – όχι μόνο ως τρόπαιο, αλλά ίσως και ως ύστατη αναγνώριση της αφοσίωσης της ιέρειάς της.

Διαχρονική σημασία

Η ιστορία της Μέδουσας παραμένει μέχρι σήμερα αμφιλεγόμενη. Είναι το τέρας που οι ήρωες έπρεπε να κατατροπώσουν ή το θύμα μιας άδικης θεϊκής εκδίκησης; Για πολλούς σύγχρονους μελετητές, η Μέδουσα συμβολίζει τη γυναίκα που στιγματίζεται και τιμωρείται για μια αδικία που υπέστη.

Ο μύθος της, μέσα από αιώνες, μας καλεί να ξανασκεφτούμε την έννοια της αδικίας, της εξουσίας και της δαιμονοποίησης των αθώων.

Η ελληνική καινοτομία στην πρώτη γραμμή: Διεθνές βραβείο για πρωτοποριακή θεραπεία καρκίνου

Μια Ελληνίδα επιστήμονας φέρνει την επανάσταση στη μάχη κατά του καρκίνου του μαστού, τοποθετώντας την Ελλάδα στον παγκόσμιο χάρτη της ιατρικής καινοτομίας. Η Δρ Ελένη Παπαδοπούλου, ερευνήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, τιμήθηκε με το διεθνές βραβείο «Innovate Medicine 2025» για την πρωτοποριακή της έρευνα σε μια στοχευμένη θεραπεία που αξιοποιεί τη δύναμη της νανοτεχνολογίας. Η μέθοδός της, η οποία υπόσχεται να εξουδετερώνει τα καρκινικά κύτταρα χωρίς τις εξουθενωτικές παρενέργειες των συμβατικών θεραπειών, έχει ήδη εισέλθει σε κλινικές δοκιμές με εντυπωσιακά αποτελέσματα, προσφέροντας νέα ελπίδα σε χιλιάδες ασθενείς παγκοσμίως.

Η επανάσταση των νανοσωματιδίων

Η έρευνα της Δρος Παπαδοπούλου αποτελεί την αιχμή του δόρατος σε έναν ταχέως αναπτυσσόμενο τομέα της ογκολογίας: τη νανοϊατρική. Η κεντρική ιδέα είναι τόσο απλή όσο και επαναστατική. Αντί να «πλημμυρίζει» ολόκληρο το σώμα με ισχυρά χημειοθεραπευτικά φάρμακα, που βλάπτουν εξίσου υγιή και καρκινικά κύτταρα, η νέα προσέγγιση λειτουργεί σαν ένας «ταχυδρόμος» υψηλής ακριβείας.

Οι επιστήμονες δημιουργούν μικροσκοπικά νανοσωματίδια από βιοδιασπώμενα πολυμερή, τα οποία «φορτώνουν» με το αντικαρκινικό φάρμακο. Αυτά τα σωματίδια σχεδιάζονται ώστε να αναγνωρίζουν και να προσκολλώνται αποκλειστικά στα καρκινικά κύτταρα. Στη συνέχεια, με τη χρήση εξωτερικών ερεθισμάτων, όπως λέιζερ ή μαγνητικά πεδία, τα νανοσωματίδια ενεργοποιούνται, απελευθερώνοντας το φάρμακο απευθείας στον στόχο τους ή προκαλώντας τοπική υπερθερμία που καταστρέφει τα καρκινικά κύτταρα. Το αποτέλεσμα είναι η μέγιστη αποτελεσματικότητα με ελάχιστες παρενέργειες.

Από το εργαστήριο στην κλινική πράξη: Τα πρώτα αποτελέσματα

Η μετάβαση από τη θεωρία στην πράξη επιβεβαιώνει τις υψηλές προσδοκίες. Οι κλινικές δοκιμές της μεθόδου της Δρος Παπαδοπούλου έχουν δείξει σημαντική συρρίκνωση των όγκων σε προκλινικές μελέτες, καθιστώντας τη μια εξαιρετικά ασφαλή και υποσχόμενη θεραπευτική επιλογή.

Αυτή η επιτυχία δεν είναι μεμονωμένη. Η νανοτεχνολογία έχει ήδη δώσει εγκεκριμένες θεραπείες, όπως το Doxil® και το Abraxane®, οι οποίες χρησιμοποιούν νανοσωματίδια για την πιο αποτελεσματική χορήγηση φαρμάκων σε ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο του μαστού, βελτιώνοντας σημαντικά την επιβίωσή τους.

Η ελληνική σφραγίδα στην παγκόσμια έρευνα

Η βράβευση της Δρος Παπαδοπούλου υπογραμμίζει τη δυναμική και συνεπή παρουσία της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας στις διεθνείς εξελίξεις. Ερευνητές σε ελληνικά πανεπιστήμια και κέντρα συνεισφέρουν καθοριστικά στην πρόοδο της ιατρικής ακριβείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και η έρευνα του καθηγητή Βασίλη Γοργούλη, ο οποίος έχει αναπτύξει χημικές ενώσεις για τον εντοπισμό γηρασμένων κυττάρων, ανοίγοντας νέους δρόμους για την εξατομικευμένη στόχευση του καρκίνου.

Παράλληλα, νέες τεχνολογίες όπως τα αντισώματα συνδεδεμένα με φάρμακα (ADCs) και η υγρή βιοψία (ctDNA), που επιτρέπει την παρακολούθηση της νόσου μέσω μιας απλής εξέτασης αίματος, μεταμορφώνουν το τοπίο της ογκολογίας και αποτελούν πεδίο έντονης ερευνητικής δραστηριότητας και στην Ελλάδα.

Η Chevron, η Exxon και το ενεργειακό στοίχημα της Ελλάδας

Σε μια περίοδο αυξανόμενης ενεργειακής αβεβαιότητας, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: να αξιοποιήσει τον πλούτο των υδρογονανθράκων της ή να παραμείνει δέσμια πολιτικών καθυστερήσεων και «πράσινων» επιφυλάξεων. Η πρόσφατη είσοδος δύο αμερικανικών πετρελαϊκών κολοσσών – της ExxonMobil και της Chevron – στην ελληνική ΑΟΖ αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον για έρευνες και γεωτρήσεις στα νότια και δυτικά θαλάσσια οικόπεδα της χώρας.

Οι κινήσεις αυτές όχι μόνο υπόσχονται νέες προοπτικές στον ενεργειακό τομέα, αλλά αποτελούν και μέρος ενός μεγαλύτερου γεωπολιτικού παιχνιδιού που εμπλέκει την Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Τουρκία και τη Λιβύη. Πόσο εφικτό είναι τελικά για την Ελλάδα να κερδίσει το ενεργειακό στοίχημα και ποιες παράμετροι θα καθορίσουν την έκβαση του; Το ακόλουθο ρεπορτάζ αναλύει τις τελευταίες εξελίξεις, βασιζόμενο σε τοποθετήσεις ειδικών, και φωτίζει τις προκλήσεις και ευκαιρίες που διαμορφώνονται.

Διεθνείς κολοσσοί στην ελληνική ΑΟΖ

Η είσοδος της Chevron στην ελληνική αγορά υδρογονανθράκων σηματοδοτεί μια νέα εποχή για τις έρευνες στη νότια Κρήτη. Για πρώτη φορά, οι δύο μεγαλύτερες αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες δραστηριοποιούνται παράλληλα στην ελληνική ΑΟΖ, γεγονός με ιδιαίτερη βαρύτητα. Η διαδικασία αυτή ήταν το αποτέλεσμα μιας δεκαετίας σταδιακών βημάτων: από τον νόμο Μανιάτη το 2011 που «ξεπάγωσε» τις έρευνες, μέχρι τον πρώτο μεγάλο γύρο παραχωρήσεων το 2014 και την κύρωση των συμβάσεων το 2019. Πλέον, με την ανάθεση και των τελευταίων διαθέσιμων θαλάσσιων περιοχών νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης, ο κύκλος των αδειοδοτήσεων ολοκληρώνεται με δυναμικό τρόπο. Το ενδιαφέρον των δύο κολοσσών υποδηλώνει ότι τα ελληνικά κοιτάσματα βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο του διεθνούς ενεργειακού ενδιαφέροντος.

Οι προσδοκίες είναι υψηλές: η ExxonMobil ήδη διεξήγαγε σεισμικές έρευνες σε δύο οικόπεδα νοτίως της Κρήτης τα τελευταία χρόνια, ενώ η Chevron έρχεται ως «καταλύτης» που μπορεί να επιταχύνει τις εξελίξεις. Η συνεργασία τους με την ελληνική ενεργειακή εταιρεία ΕΛΠΕ (Hellenic Energy) δημιουργεί μια ισχυρή κοινοπραξία με τεχνογνωσία, κεφάλαια και πολιτική στήριξη. Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι η σύμβαση με τη Chevron θα κυρωθεί από τη Βουλή εντός του έτους, ώστε να ξεκινήσει επίσημα η ερευνητική περίοδος. Σύμφωνα με το πλαίσιο των παραχωρήσεων, προβλέπεται αρχική περίοδος 3 ετών για σεισμικές και άλλες μελέτες, με δυνατότητα δύο διαδοχικών παρατάσεων 2 + 2 ετών πριν ληφθεί απόφαση για γεώτρηση. Αν και τυπικά αυτό δίνει ένα ορίζοντα επταετίας, οι ειδικοί τονίζουν ότι δεν είναι ανάγκη να εξαντληθεί αυτός ο χρόνος. Αντιθέτως, υπάρχει προσδοκία πως οι εταιρείες θα κινηθούν ταχύτερα, αξιοποιώντας το τρέχον momentum.

Γεωτρήσεις στο «ψυγείο» μέχρι το 2027

Παρά τη δυναμική είσοδο των πετρελαϊκών, οι πρώτες γεωτρήσεις δεν αναμένονται άμεσα. Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η μετάθεση του χρονοδιαγράμματος γεώτρησης από την ExxonMobil. Όπως αποκαλύπτεται, η γεώτρηση που αρχικά σχεδιαζόταν για το 2025 στα νότια της Κρήτης ανεβλήθη διαδοχικά για το 2026 και τελικά μετατέθηκε για το 2027. Ο λόγος πίσω από αυτή την καθυστέρηση φαίνεται να είναι πολιτικός: οι εταιρείες εκτιμούν ότι η παρούσα ελληνική κυβέρνηση διατηρεί επιφυλακτική – αν όχι αρνητική – στάση απέναντι στην προοπτική εξόρυξης πετρελαίου. Δεν θα είχε νόημα, σημειώνουν κύκλοι της βιομηχανίας, να πραγματοποιηθεί μια γεώτρηση που ενδέχεται να ανακαλύψει αξιόλογο κοίτασμα, αν στη συνέχεια το επίσημο κράτος αρνηθεί να προχωρήσει στην εκμετάλλευσή του. Γι’ αυτό, η κοινοπραξία έκρινε σκόπιμο να περιμένει έως ότου δημιουργηθούν πιο πρόσφορες πολιτικές συνθήκες.

Το έτος-κλειδί φαίνεται πως είναι το 2027, χρονιά που στην Ελλάδα είναι προγραμματισμένο να διεξαχθούν οι επόμενες εθνικές εκλογές. Ενδεχομένως, μετά από εκείνη την εκλογική αναμέτρηση – και εφόσον το πολιτικό τοπίο μεταβληθεί ή η κυβέρνηση αλλάξει αφήγημα – να ανοίξει ο δρόμος για την αξιοποίηση των κοιτασμάτων. Η σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει δώσει δείγματα αντίθεσης προς τις εξορύξεις υδρογονανθράκων – ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε ακυρώσει ερευνητική γεώτρηση των ΕΛΠΕ στον Πατραϊκό Κόλπο, παρά τα διαπιστωμένα αποθέματα 200 εκατ. βαρελιών πετρελαίου. Επίσης, κατά τη διάρκεια της θητείας της κυβέρνησής του, ανεστάλησαν ή εγκαταλείφθηκαν έρευνες σε πολλά υποσχόμενες περιοχές, στα Ιωάννινα και τον ευρύτερο δυτικό ελλαδικό χώρο.

Με αυτά τα δεδομένα, η επιλογή της καθυστέρησης μοιάζει στρατηγική. Επιτρέπει στις εταιρείες να αποφύγουν μια μετωπική σύγκρουση με την Αθήνα στο ζήτημα της εξόρυξης και ταυτόχρονα να διατηρήσουν τα δικαιώματά τους μέχρι να υπάρξει πολιτικό «ok». Όπως αναφέρθηκε, οι μεγάλες εταιρείες ζήτησαν και έλαβαν παράταση στις ερευνητικές άδειες – επισήμως για να «επανεξετάσουν» τα σεισμικά δεδομένα που ήδη έχουν ολοκληρωθεί από το 2024. Αν και το επιχείρημα αυτό μοιάζει τυπικό, στην πράξη το μήνυμα είναι σαφές: οι γεωτρήσεις παγώνουν, ελπίζοντας σε ένα πιο πρόσφορο πολιτικό κλίμα μετά το 2027. Αξίζει να σημειωθεί ότι κυβερνητικοί αξιωματούχοι φέρεται να έχουν διαβεβαιώσει τους επενδυτές πως «το αφήγημα θα αλλάξει μετά τις εκλογές», ιδίως αν η επόμενη κυβέρνηση χρειαστεί συνεργασίες και προτάξει το εθνικό συμφέρον. Εν ολίγοις, το ενεργειακό στοίχημα της Ελλάδας φαίνεται άμεσα δεμένο με το πολιτικό χρονοδιάγραμμα και τις ιδεολογικές προτεραιότητες της εκάστοτε ηγεσίας.

Γεωπολιτικό παιχνίδι: ΕΕ, ΗΠΑ, Τουρκία και Λιβύη

Η εμπλοκή των ExxonMobil και Chevron στα ελληνικά ύδατα έχει σαφή γεωπολιτική διάσταση. Η Ανατολική Μεσόγειος εξελίσσεται σε σκακιέρα όπου ενέργεια και γεωπολιτική συμπλέκονται άρρηκτα, και η Ελλάδα επιχειρεί μια προσεκτική αλλά αποφασιστική κίνηση: να φέρει στο πλευρό της τα συμφέροντα ισχυρών διεθνών παικτών. Σύμφωνα με τον καθηγητή γεωπολιτικής Θεόδωρο Τσακίρη, η χώρα μας ουσιαστικά τοποθέτησε τον ισχυρότερο αποτρεπτικό παράγοντα απέναντι σε όποιον θα αμφισβητούσε έμπρακτα τα κυριαρχικά μας δικαιώματα – αυτόν των συμφερόντων των δύο μεγαλύτερων πετρελαϊκών εταιρειών του κόσμου. Οι εταιρείες αυτές είναι αμερικανικές, με στενούς δεσμούς με την πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ, και η παρουσία τους στέλνει μήνυμα ότι οποιαδήποτε επιβουλή στην περιοχή αγγίζει πλέον άμεσα αμερικανικά γεωστρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα. Με απλά λόγια, η Exxon και η Chevron λειτουργούν ως ανεπίσημη «ασπίδα» της Ελλάδας στην περιοχή.

Αυτή η εξέλιξη αποκτά ιδιαίτερη σημασία έναντι της Τουρκίας, η οποία τα τελευταία χρόνια επιχείρησε να ανατρέψει το status quo μέσω του αμφιλεγόμενου τουρκολιβυκού μνημονίου. Η συμφωνία Άγκυρας–Τρίπολης το 2019 χάραξε μονομερώς θαλάσσιες ζώνες, αγνοώντας πλήρως τα ελληνικά δικαιώματα (π.χ. επήρεια της Κρήτης και άλλων νησιών), και αποτέλεσε σοκ για την Αθήνα. Τώρα, όμως, η κατάσταση είναι διαφορετική. Η παρουσία των αμερικανικών κολοσσών de facto ακυρώνει το τουρκολιβυκό μνημόνιο στο πεδίο: τα οικόπεδα στα οποία δραστηριοποιούνται ή ενδιαφέρονται οι Exxon/Chevron εκτείνονται σε περιοχές που η Τουρκία και η κυβέρνηση της Τρίπολης θεωρούσαν μονομερώς δικές τους. Καθίσταται λοιπόν ανέφικτο για την Τουρκία να παρενοχλήσει τις έρευνες ή να επιβάλει τετελεσμένα, χωρίς να ρισκάρει ευθεία αντιπαράθεση με αμερικανικά συμφέροντα. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, οι μεγάλοι παίκτες προσφέρουν «ομπρέλα» στα σύνορα της ελληνικής ΑΟΖ, καταργώντας στην πράξη το παράνομο μνημόνιο.

Παράλληλα, ανοίγει ο δρόμος για διπλωματικές διευθετήσεις με τη Λιβύη. Μέχρι τώρα, η έλλειψη ενιαίας κυβέρνησης στη Λιβύη (με έναν δυτικό και έναν ανατολικό πόλο εξουσίας) καθιστούσε δύσκολη την οποιαδήποτε συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με την Ελλάδα. Ωστόσο, η είσοδος της Chevron – που φέρεται να εξετάζει ακόμη και συνεργασίες στην ανατολική Λιβύη – δημιουργεί προϋποθέσεις να «τα βρούμε με τη Λιβύη», όπως εκτιμούν αναλυτές. Ήδη, η ανατολική πλευρά (στρατηγός Χάφταρ) έχει εκφράσει ανοιχτά τη διαφωνία της με το τουρκολιβυκό μνημόνιο, ενώ ακόμη και η Αίγυπτος προέβη σε επίδειξη ισχύος πραγματοποιώντας σεισμικές έρευνες σε θαλάσσιο μπλοκ που η Τρίπολη προσπάθησε να δώσει σε τουρκική εταιρεία – μπλοκάροντας έτσι στην πράξη την τουρκική επέκταση. Υπάρχουν, λοιπόν, πολλοί παράγοντες στη Λιβύη που δεν επιθυμούν να γίνουν «τουρκικό προτεκτοράτο» και αυτό αποτελεί ευκαιρία για την ελληνική διπλωματία να προωθήσει μια αμοιβαία αποδεκτή λύση. Η προοπτική σύναψης συμφωνίας Ελλάδας–Λιβύης για κοινή ΑΟΖ (ιδανικά με μια μεταβατική κυβέρνηση που θα εκπροσωπεί ολόκληρη τη χώρα) δεν φαντάζει πλέον ουτοπική.

Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ είναι καταλυτικός. Η ΕΕ έχει κάθε λόγο να στηρίξει την ανάπτυξη νέων πηγών φυσικού αερίου στη Μεσόγειο, ιδιαίτερα μετά την κρίση ενεργειακής ασφάλειας που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ενδεικτικό είναι ότι Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον έχουν συνάψει συμφωνία-μαμούθ ύψους 750 δισ. δολαρίων για εισαγωγές ενέργειας, προκειμένου η Ευρώπη να απεξαρτηθεί από το ρωσικό αέριο. Η συμφωνία αυτή, όπως επισημαίνεται, μπορεί να υλοποιηθεί και μέσω Ελλάδας: τα κοιτάσματα που θα εξορύξει η ExxonMobil στην Ελλάδα θα λογίζονται ως «αμερικανικά» προς εκπλήρωση των όρων του συμβολαίου ΕΕ–ΗΠΑ. Έτσι, η αξιοποίηση του ελληνικού πλούτου μπορεί να ενταχθεί στο ευρύτερο πλαίσιο του transatlantic energy deal, γεγονός που ευθυγραμμίζει τα ευρωπαϊκά συμφέροντα με την εξόρυξη ελληνικού φυσικού αερίου. Με λίγα λόγια, η γεωπολιτική συγκυρία ευνοεί την Ελλάδα: οι ΗΠΑ βλέπουν θετικά την ανάδειξη ενός νέου «ενεργειακού πυλώνα» στον σύμμαχο νότο της Ευρώπης, ενώ η ΕΕ αντιλαμβάνεται ότι η ενεργειακή ασφάλεια της μπορεί να ενισχυθεί μέσω των ελληνικών κοιτασμάτων. Το αν η Αθήνα θα αξιοποιήσει πλήρως αυτή την εύνοια, μένει να φανεί.

Ενεργειακή αυτονομία: Ευσεβής πόθος ή ρεαλιστική προοπτική;

Όλοι συμφωνούν ότι η Ελλάδα κάθεται πάνω σε σημαντικά δυνητικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων – πόσο μεγάλα όμως και τι σημασία μπορεί να έχουν; Οι εκτιμήσεις ποικίλλουν, όμως σύμφωνα με τον καθηγητή γεωλογίας Αβραάμ Ζεληλίδη, τα βεβαιωμένα και πιθανόν εκμεταλλεύσιμα αποθέματα σε δυτική Ελλάδα και νότια της Κρήτης είναι ικανά να αλλάξουν τον ενεργειακό χάρτη της Ευρώπης. Όπως ανέφερε, εάν αξιοποιηθούν αυτά τα κοιτάσματα (τόσο τα θαλάσσια όσο και τα χερσαία), η Ευρώπη θα μπορούσε να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες για τα επόμενα 50 χρόνια – με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα εξαρτάται από την Ελλάδα. Για την ίδια την Ελλάδα, τα οφέλη θα ήταν κολοσσιαία: μιλάμε για δισεκατομμύρια ευρώ σε πιθανά έσοδα, ενεργειακή αυτάρκεια και γεωστρατηγική αναβάθμιση της χώρας.

Ο κος Ζεληλίδης σκιαγράφησε μάλιστα ένα εναλλακτικό μέλλον αν η Ελλάδα ξεκινήσει δυναμικά εξορύξεις, περιγράφοντας χαρακτηριστικά τι θα μπορούσε να συμβεί:

  • Κατασκευή του αγωγού EastMed: Ένα φιλόδοξο έργο αγωγού φυσικού αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο προς την Ευρώπη, που σήμερα έχει «παγώσει», θα έπαιρνε νέα ώθηση.
  • Σύναψη ΑΟΖ με την Κύπρο: Η Ελλάδα θα προχωρούσε επιτέλους σε οριοθέτηση ΑΟΖ με την Κυπριακή Δημοκρατία, εδραιώνοντας ένα ενιαίο μέτωπο στα ενεργειακά της Ανατολικής Μεσογείου.
  • Έρευνες στη λεκάνη του Ηροδότου: Οι έρευνες θα επεκτείνονταν και πέρα από την Κρήτη, σε άλλες πλούσιες αλλά ανεξερεύνητες περιοχές, όπως η λεκάνη του Ηροδότου νοτίως της Κρήτης.
  • Οικονομική άνθηση: Τα έσοδα και οι επενδύσεις θα ήταν τέτοιας κλίμακας που οι μισθοί στην Ελλάδα θα μπορούσαν να τριπλασιαστούν, ενώ η ανάπτυξη θα δημιουργούσε ζήτηση για εργατικό δυναμικό πέραν του διαθέσιμου.

Φυσικά, αυτό το σχεδόν ουτοπικό σενάριο συνοδεύεται από αρκετές επιφυλάξεις. Ο ίδιος ειδικός παραδέχεται ότι ένας τόσο αστείρευτος πλούτος «προφανώς ενοχλεί» κάποιους – ίσως και τους εταίρους μας στην ΕΕ – που δεν θα ήθελαν μια Ελλάδα υπερβολικά ισχυρή ενεργειακά. Ωστόσο, το γεγονός παραμένει: η προοπτική ενεργειακής αυτοδυναμίας για τη χώρα μας και μέρος της Ευρώπης είναι υπαρκτή. Ειδικά στο πεδίο του φυσικού αερίου, τα μεγέθη των κοιτασμάτων (π.χ. νοτίως της Κρήτης) εκτιμώνται σε τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα μεθανίου ποσότητες που μπορούν να συγκριθούν με τα μεγάλα πεδία της Ανατολικής Μεσογείου (Ισραήλ, Αίγυπτος) και να καταστήσουν την Ελλάδα σημαντικό εξαγωγέα.

Για να μετουσιωθεί όμως αυτή η προοπτική σε πραγματικότητα, απαιτείται πολιτική βούληση και σταθερότητα.Το ερώτημα είναι κατά πόσο η Ελλάδα θα καταφέρει να ξεπεράσει τα εμπόδια και να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Το ενεργειακό μέλλον της χώρας – από ένα ταπεινό μέλος που εισάγει το σύνολο σχεδόν των ορυκτών καυσίμων, σε εν δυνάμει περιφερειακό κόμβο παραγωγής – βρίσκεται στο επίκεντρο μιας δύσκολης, αλλά και συναρπαστικής εξίσωσης.

Το τίμημα της «πράσινης» πολιτικής και οι εσωτερικές αντιστάσεις

Πέρα από τη γεωπολιτική και τα οικονομικά μεγέθη, υπάρχει και μια άλλη παράμετρος που καθορίζει τις εξελίξεις: το περιβαλλοντικό και πολιτικό πλαίσιο εντός Ελλάδας. Τα τελευταία χρόνια, όλες οι κυβερνήσεις – ανεξαρτήτως χρώματος – φρέναραν ή ανέστειλαν τις έρευνες υδρογονανθράκων, επικαλούμενες περιβαλλοντικές ευαισθησίες και την ανάγκη στροφής στις ανανεώσιμες πηγές. Υπήρξαν αλλεπάλληλες προσφυγές περιβαλλοντικών οργανώσεων στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), που μπλόκαραν σεισμικές έρευνες σε περιοχές-«φιλέτα». Δεν είναι μυστικό ότι οι μεγαλύτερες καθυστερήσεις στα ενεργειακά έργα στην Ελλάδα καταγράφονται στις δικαστικές αίθουσες του ΣτΕ. Κάθε φορά που μια διεθνής εταιρεία πήγαινε να ξεκινήσει έρευνες, ξεπηδούσαν αντιδράσεις – είτε τοπικές είτε πολιτικές είτε «πράσινες».

Ο Θεόδωρος Τσακίρης χαρακτηρίζει ορισμένους ακραίους οικολόγους «πράσινους Ταλιμπάν», σχολιάζοντας τον δογματισμό με τον οποίο αντιτάσσονται σε κάθε εξορυκτική δραστηριότητα. Η φράση είναι σκληρή, αλλά αντανακλά μια πραγματικότητα: ένα κομμάτι της κοινής γνώμης και του κρατικού μηχανισμού αντιμετωπίζει με εχθρότητα την ιδέα της εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη άλλωστε, ήδη από το 2019, πρόβαλε ένα αφήγημα «εθνικής πράσινης στροφής», εξαγγέλλοντας το τέλος του λιγνίτη και παγώνοντας έμμεσα το πρόγραμμα ερευνών πετρελαίου/αερίου. Χαρακτηριστική ήταν η απόφαση να κηρυχθεί η θαλάσσια περιοχή του Κυπαρισσιακού Κόλπου ως προστατευόμενο θαλάσσιο πάρκο, ακριβώς στο σημείο όπου γεωλογικές μελέτες υποδείκνυαν την ύπαρξη των μεγαλύτερων κοιτασμάτων της Δυτικής Ελλάδας. «Ποιος να τρυπήσει και ποιος να έρθει;» σχολιάζουν ειδικοί, σημειώνοντας ότι με τέτοιες κινήσεις οι επενδυτές αποθαρρύνονται εντελώς. Πράγματι, μετά την ανακήρυξη του πάρκου, η κοινοπραξία που είχε δικαιώματα στην περιοχή (Total-ΕΛΠΕ-Edison) αποχώρησε, στερώντας τη χώρα από μια πολλά υποσχόμενη έρευνα.

Το τίμημα αυτής της πολιτικής – της λεγόμενης «πράσινης πρεμούρας» – δεν είναι εύκολα μετρήσιμο, αλλά σίγουρα είναι υψηλό. Στερεί από την Ελλάδα την πιθανότητα ενεργειακής αυτοτέλειας και την αφήνει εκτεθειμένη στις διακυμάνσεις των διεθνών αγορών. «Πόσο μας κοστίζει τελικά αυτή η πράσινη εμμονή;» μπορεί να αναρωτηθεί κανείς. Η απάντηση, με βάση τα εκτιμώμενα αποθέματα, είναι εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ – αν υπολογίσει κανείς την αξία του πετρελαίου και φυσικού αερίου που μένει ανεκμετάλλευτο. Και δεν είναι μόνο τα χρήματα. Είναι η στρατηγική ευκαιρία να αναβαθμιστεί γεωπολιτικά η χώρα, είναι οι θέσεις εργασίας που χάνονται, είναι η ανάπτυξη που δεν έρχεται ποτέ.

Βεβαίως, οι περιβαλλοντικές ανησυχίες δεν είναι αβάσιμες. Η κλιματική κρίση και οι δεσμεύσεις για μείωση εκπομπών CO₂ πιέζουν όλη την Ευρώπη προς καθαρότερες μορφές ενέργειας. Η Ελλάδα, ως μέλος της ΕΕ, έχει υιοθετήσει φιλόδοξους στόχους για τις ΑΠΕ και πράγματι η πράσινη μετάβαση είναι αναγκαία μακροπρόθεσμα. Το ζητούμενο, όμως, είναι μια ισορροπία. Και εδώ τίθεται το ερώτημα: μπορεί η χώρα να κυνηγήσει ταυτόχρονα δύο στόχους – και την ανάπτυξη των δικών της ορυκτών καυσίμων και την πράσινη μετάβαση; Ή μήπως η έμφαση μονομερώς στο δεύτερο ακυρώνει το πρώτο, με αποτέλεσμα να πληρώνουμε το κόστος εισαγωγής ενέργειας ενώ καθυστερούμε και στη διείσδυση των ΑΠΕ;

H συγκυρία του πολέμου και της ενεργειακής κρίσης αλλάζει τα δεδομένα. Ακόμη και παραδοσιακά διστακτικές χώρες, όπως η Γερμανία, επαναξιολογούν την προσέγγισή τους προς το φυσικό αέριο ως «μεταβατικό καύσιμο». Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα θα μπορούσε – χωρίς να εγκαταλείψει τους πράσινους στόχους της – να εκμεταλλευτεί τους υδρογονάνθρακές της ως γέφυρα προς ένα πιο βιώσιμο ενεργειακό μέλλον. Εξάλλου, τονίζουν, η ευκαιρία δεν θα υπάρχει για πάντα: το παράθυρο αξιοποίησης των ορυκτών καυσίμων κλείνει σταδιακά όσο ο κόσμος στρέφεται στις καθαρές τεχνολογίες. Αν η Ελλάδα δεν δράσει αυτή τη δεκαετία, ίσως σε λίγα χρόνια τα κοιτάσματά της να έχουν πολύ μικρότερη οικονομική αξία. Πρόκειται λοιπόν για ένα «ή τώρα ή ποτέ» δίλημμα, όπου η πλάστιγγα θα πρέπει να γείρει προσεκτικά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τόσο τις περιβαλλοντικές ευαισθησίες όσο και τις εθνικές ανάγκες.

Στρατηγικό βάθος και ελληνοτουρκικές ισορροπίες

Η ενεργειακή σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου επηρεάζει άμεσα – και επηρεάζεται από – τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Με την είσοδο των αμερικανικών εταιρειών στα ελληνικά οικόπεδα, η Αθήνα αποκτά στρατηγικό βάθος στον ανταγωνισμό της με την Άγκυρα. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι οι γεωτρήσεις και τα κοιτάσματα έχουν γίνει προέκταση της εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα, αξιοποιώντας τις Exxon και Chevron, αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού: πλέον, σε κάθε τουρκική πρόκληση, δεν αντιπαραβάλλει μόνο το δικό της ναυτικό ή τις δικές της διπλωματικές ενέργειες, αλλά και το γεγονός ότι στο πλευρό της βρίσκονται συμφέροντα δισεκατομμυρίων δολαρίων με ισχυρή διεθνή υποστήριξη.

Οι συνέπειες αυτού αρχίζουν ήδη να φαίνονται. Η Άγκυρα εμφανίζεται πιο προσεκτική ρητορικά όσον αφορά τις ελληνικές έρευνες νότια της Κρήτης. Παράλληλα, η συμμαχία Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου στον τομέα της ενέργειας ενισχύεται, στέλνοντας μήνυμα απομόνωσης της Τουρκίας αν επιμείνει σε αναθεωρητικές βλέψεις. Μια πιθανή οριοθέτηση ΑΟΖ Ελλάδας-Λιβύης θα ήταν το επιστέγασμα αυτής της νέας πραγματικότητας, «σβήνοντας» οριστικά τις γραμμές του τουρκολιβυκού μνημονίου από τον χάρτη.

Τουρκμενιστάν: Η «Βόρεια Κορέα» της Κεντρικής Ασίας

Το Τουρκμενιστάν είναι ένα απομονωμένο κράτος στην καρδιά της Κεντρικής Ασίας, γνωστό για τα ακραία του γεωγραφικά και κλιματικά χαρακτηριστικά. Στα νότια συνορεύει με το Ιράν και το Αφγανιστάν, στα βόρεια με το Καζακστάν, στα ανατολικά με το Ουζμπεκιστάν, ενώ στα δυτικά βρέχεται από την κλειστή θάλασσα της Κασπίας. Το μεγαλύτερο μέρος της έκτασής του (περίπου 90%) καλύπτεται από την έρημο Καρακούμ, μια άνυδρη περιοχή με ελάχιστη βλάστηση. Στα νότια υψώνονται οροσειρές που σχηματίζουν φυσικό σύνορο με το Ιράν και το Αφγανιστάν, ενώ βόρεια ο μεγάλος ποταμός Αμού Ντάρια σημαδεύει τμήμα των συνόρων με το Ουζμπεκιστάν. Οι κοιλάδες των ποταμών αυτού του τόπου υπήρξαν το λίκνο πολιτισμών από την αρχαιότητα, αν και για αιώνες η περιοχή κατοικούνταν κυρίως από νομαδικές τουρκμένικες φυλές χωρίς ενιαίο κράτος.

Ένα από τα πιο εντυπωσιακά φυσικά φαινόμενα της χώρας είναι ο κρατήρας φυσικού αερίου Νταρβάζα στην έρημο Καρακούμ – γνωστός και ως «Πύλη της Κολάσεως». Ο κρατήρας αυτός δημιουργήθηκε το 1971 από σοβιετικούς γεωλόγους ύστερα από ένα ατύχημα σε γεώτρηση και έκτοτε καίει ασταμάτητα, τροφοδοτούμενος από τα υπόγεια κοιτάσματα φυσικού αερίου. Το θέαμα μιας τεράστιας φωτιάς που σιγοκαίει εδώ και δεκαετίες στη μέση της ερήμου υπογραμμίζει τον τεράστιο φυσικό πλούτο σε αέριο που διαθέτει το Τουρκμενιστάν – έναν πλούτο που όμως συνυπάρχει με την απομόνωση και τις αντιθέσεις αυτής της χώρας.

Σοβιετική κληρονομιά και μετασοβιετική πορεία

Ως πολιτική οντότητα, το Τουρκμενιστάν αναδύθηκε μόλις τον 20ό αιώνα. Κατά την περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν μία από τις φτωχότερες Σοβιετικές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες, με ελάχιστη βιομηχανική ανάπτυξη. Η Μόσχα χρησιμοποιούσε το Τουρκμενιστάν κυρίως ως προμηθευτή πρώτων υλών: βαμβάκι από τις εύφορες –αν και υπεραρδευμένες– πεδιάδες του, πετρέλαιο και προπάντων φυσικό αέριο από τα πλούσια κοιτάσματα στο υπέδαφος. Σε αντάλλαγμα, η τοπική οικονομία εξαρτιόταν από πενιχρές σοβιετικές επιδοτήσεις. Η εντατική εκτροπή υδάτων για τις ανάγκες της αγροτικής παραγωγής (ιδίως του βαμβακιού) προκάλεσε σοβαρές περιβαλλοντικές καταστροφές: η ροή του ποταμού Αμού Ντάρια ανακατευθύνθηκε προς αρδευτικά κανάλια στην έρημο, συμβάλλοντας δραματικά στο στέρεμα της Αράλης Θάλασσας και δημιουργώντας εντάσεις μεταξύ των χωρών της Κεντρικής Ασίας για τη διαχείριση υδάτων.

Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, το Τουρκμενιστάν ανακήρυξε την ανεξαρτησία του. Ωστόσο, το πέρασμα στη μετασοβιετική εποχή ήταν τραχύ. Οι σοβιετικές επιδοτήσεις εξέλειψαν και σχεδόν κάθε τομέας της οικονομίας εκτός από τη βιομηχανία φυσικού αερίου κατέρρευσε. Η ανεργία εκτινάχθηκε σε δυσθεώρητα επίπεδα – υπολογίζεται ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 πάνω από 60% του πληθυσμού έμεινε χωρίς εργασία. Σε μια προσπάθεια να επιβιώσει οικονομικά, η χώρα άρχισε να εξάγει φυσικό αέριο σε χαμηλές τιμές, προσπαθώντας να ανταγωνιστεί την επιρροή της Ρωσίας στην περιοχή και να αντλήσει πολύτιμο συνάλλαγμα.

Στην εξωτερική πολιτική, η νέα ηγεσία υιοθέτησε μια στάση «μόνιμης ουδετερότητας». Το 1995 ο ΟΗΕ αναγνώρισε επισήμως το καθεστώς ουδετερότητας του Τουρκμενιστάν, και στην πρωτεύουσα Ασγκαμπάτ ανεγέρθηκε ένα εντυπωσιακό Μνημείο Ουδετερότητας – ένας χρυσός περιστρεφόμενος πύργος που στην κορυφή του έφερε άγαλμα του προέδρου. Αυτή η ουδετερότητα παρουσιάστηκε ως απόπειρα ειρηνικής συνύπαρξης με τους γείτονες και ως εργαλείο προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, καθώς το νεοσύστατο κράτος χρειαζόταν απεγνωσμένα κεφάλαια. Με εκτιμώμενα αποθέματα φυσικού αερίου γύρω στα 2,7 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα –τα δεύτερα μεγαλύτερα σε ολόκληρη την πρώην ΕΣΣΔ μετά τη Ρωσία και από τα δέκα μεγαλύτερα παγκοσμίως– το Τουρκμενιστάν θεωρητικά διέθετε την πρώτη ύλη για να μετατραπεί σε ενα νέο «πετρελαιο-εμιράτο» τύπου Κουβέιτ. Σε έναν ιδανικό κόσμο, ο ενεργειακός αυτός πλούτος θα μπορούσε να οδηγήσει σε ραγδαία οικονομική ανάπτυξη.

Στην πράξη, όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Η κυβέρνηση του Τουρκμενιστάν, ήδη από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, δεν έδειξε διάθεση για σοβαρές μεταρρυθμίσεις. Δεν απελευθέρωσε τις τιμές, ούτε επέτρεψε τη δημιουργία πραγματικού ιδιωτικού τομέα. Έτσι, παρά κάποιες μικρές βελτιώσεις στα χαρτιά, η οικονομία παρέμεινε στάσιμη και εύθραυστη. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζει μέχρι σήμερα κάτω από το όριο της φτώχειας, παρά τα αισιόδοξα νούμερα που εμφάνιζαν οι επίσημες αναφορές. Χαρακτηριστικά, ο τότε πρόεδρος ισχυριζόταν ότι τον Αύγουστο του 2006 η χώρα σημείωνε ρυθμό ανάπτυξης 20% – ένα ποσοστό που δεν αντικατοπτρίστηκε ποτέ στην πραγματικότητα που βιώνει ο απλός Τουρκμένος πολίτης. Λίγους μήνες αργότερα, ο αυταρχικός ηγέτης πέθανε αιφνιδίως (επισήμως από καρδιακή προσβολή, αν και δεν έλειψαν οι εικασίες για δηλητηρίαση). Δεν πρόλαβε έτσι να δει ο ίδιος τα υποτιθέμενα οφέλη εκείνης της «εκρηκτικής ανάπτυξης».

Η άνοδος και κυριαρχία του Σαπαρμουράτ Νιγιαζόφ

Η κεντρική μορφή στην ιστορία του ανεξάρτητου Τουρκμενιστάν είναι ο Σαπαρμουράτ Νιγιαζόφ, ο μακροχρόνιος ηγέτης που έμεινε γνωστός με τον τίτλο Τουρκμενμπασί – κυριολεκτικά «Πατέρας όλων των Τουρκμένιων». Ο Νιγιαζόφ υπήρξε κομματικό στέλεχος της Σοβιετικής εποχής, ένας από τους πολλούς γκρίζους τοπικούς γραφειοκράτες που υπηρετούσαν πιστά την ιδεολογία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ωστόσο, όταν η Σοβιετική Ένωση άρχισε να διαλύεται, αποδείχθηκε εξαιρετικά διορατικός και ευέλικτος: εγκατέλειψε γρήγορα τα κομμουνιστικά ιδεώδη και μεταμορφώθηκε σε ένθερμο υποστηρικτή του τουρκμενικού εθνικισμού. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό έλαβε χώρα στο τελευτάιο συνέδριο του κομμουνιστικού κόμματος της χώρας: μετά το τέλος των εργασιών, ο Νιγιαζόφ συγκέντρωσε τους ίδιους συνέδρους στην ίδια αίθουσα και τους ανακοίνωσε τη διάλυση του παλιού κόμματος και την ίδρυση του «Δημοκρατικού Κόμματος Τουρκμενιστάν» – που στην ουσία ήταν η μετονομασία του κομμουνιστικού κόμματος, με τον ίδιο επικεφαλής.

Από το 1991 και έπειτα, ο Νιγιαζόφ κατόρθωσε να εδραιώσει την εξουσία του σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, της οικονομίας και του κράτους. Εκμεταλλεύτηκε τα ερείπια του σοβιετικού συστήματος – το μονοκομματικό κράτος, τον έλεγχο της ασφάλειας, τον συγκεντρωτισμό – για να φτιάξει μια νέα, προσωποπαγή δικτατορία βασισμένη στον φόβο, την οικογενειοκρατία και την προπαγάνδα. Παράλληλα, αξιοποίησε τις παραδοσιακές δομές της τουρκμενικής κοινωνίας (τους δεσμούς των φυλών και των φατριών) και τις συνέδεσε με τους μηχανισμούς του σοβιετικού κράτους, δημιουργώντας ένα ιδιότυπο υβριδικό καθεστώς. Στο ερώτημα πώς ήταν δυνατόν ένας και μόνο άνθρωπος να καταλάβει και να διατηρήσει τόσο απόλυτα την εξουσία, η απάντηση συνοψίζεται σε μία λέξη: μονοπώλιο. Ο Νιγιαζόφ φρόντισε να μονοπωλήσει τον απόλυτο έλεγχο του μεγαλύτερου πλούτου της χώρας – των τεράστιων κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Κατά την περίοδο της ΕΣΣΔ, το Τουρκμενιστάν δεν απολάμβανε ουσιαστικά κανένα όφελος από το αέριό του, καθώς η Μόσχα απορροφούσε τα κέρδη. Μετά την ανεξαρτησία, ο Νιγιαζόφ εθνικοποίησε πλήρως τον ενεργειακό τομέα και ανέλαβε προσωπικά τα ηνία όλων των σημαντικών οικονομικών δραστηριοτήτων. Φρόντισε όμως τα πραγματικά κέρδη από τις εξαγωγές αερίου να διοχετεύονται σε κλειστούς λογαριασμούς που έλεγχε ο ίδιος και ο στενός του κύκλος. Έτσι, η εκμετάλλευση του φυσικού αερίου –που θεωρητικά θα μπορούσε να ευνοήσει ολόκληρη τη χώρα– μετατράπηκε στην κύρια πηγή πλουτισμού και ισχύος ενός ανθρώπου και της αυλής του.

Για να ενισχύσει το λαϊκό του έρεισμα και να δείξει ότι φέρνει πρόοδο, ο Τουρκμενμπασί προχώρησε σε πληθώρα φαραωνικών δημοσίων έργων. Η πρωτεύουσα Ασγκαμπάτ μεταμορφώθηκε από μια σχετικά υπανάπτυκτη πόλη σε μια φανταχτερή βιτρίνα, γεμάτη επιβλητικά δημόσια κτίρια επενδεδυμένα με λευκό μάρμαρο, φαρδιές λεωφόρους και τεράστια πάρκα. Χτίστηκαν πάνω από χίλια σιντριβάνια, παρά τη χρόνια λειψυδρία που ταλαιπωρεί την περιοχή. Αυτή η λαμπερή πρόσοψη είχε στόχο να εντυπωσιάσει τόσο τους ντόπιους όσο και τους ξένους – παρουσιάζοντας μια εικόνα ευημερίας και «εκσυγχρονισμού». Πίσω όμως από τα μάρμαρα και τα σιντριβάνια, η καθημερινή πραγματικότητα δεν άλλαξε σημαντικά: το Τουρκμενιστάν παρέμεινε μια κοινωνία βυθισμένη στην απομόνωση και τη φτώχεια, όπου κάθε φωνή αντίθεσης καταπνίγηκε. Ο μοναδικός πραγματικός νόμος του κράτους ήταν το θέλημα του ίδιου του Νιγιαζόφ. Τα δικαστήρια και το κοινοβούλιο μετατράπηκαν σε διακοσμητικά όργανα, χωρίς καμία ανεξαρτησία ή εξουσία απέναντι στον «Πρόεδρο Δια Βίου» – τίτλος με τον οποίο ο Τουρκμενμπασί ανακήρυξε ουσιαστικά τον εαυτό του.

Προσωπολατρία, Ρουχνάμα και παράδοξα μέτρα

Η διακυβέρνηση του Νιγιαζόφ χαρακτηρίστηκε από μια ακραία προσωπολατρία που όμοιά της έχει εμφανιστεί μόνο σε ελάχιστες χώρες, με πιο συχνά αναφερόμενο παράδειγμα τη Βόρεια Κορέα. Ο Τουρκμενμπασί επιδόθηκε στη δημιουργία ενός δημόσιου μύθου γύρω από τον εαυτό του, καλλιεργώντας την εικόνα του ως πατέρα του έθνους και σχεδόν ημίθεου ηγέτη. Στο κέντρο αυτού του ιδεολογικού οικοδομήματος τοποθέτησε το Ρουχνάμα, το «Βιβλίο της Ψυχής», το οποίο υποτίθεται ότι έγραψε ο ίδιος (στην πραγματικότητα, μεγάλο μέρος του συντάχθηκε από ομάδα συνεργατών του). Το Ρουχνάμα είναι ένα μείγμα ηθικοπλαστικών διδασκαλιών, αυτοβιογραφικών στοιχείων και αναθεωρημένης ιστορίας του τουρκμενικού λαού, γραμμένο με σκοπό να χρησιμεύσει ως πνευματικός οδηγός του έθνους.

Ο Νιγιαζόφ φρόντισε να αναγάγει το βιβλίο αυτό σε θεμέλιο λίθο της κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής. Καθιέρωσε μάλιστα ετήσια εθνική εορτή προς τιμήν του βιβλίου: η 12η Σεπτεμβρίου ορίστηκε ως «Ημέρα του Ρουχνάμα», όπου οι πολίτες τιμούν την πνευματική κληρονομιά του προέδρου τους. Στην κεντρική πλατεία της Ασγκαμπάτ ανεγέρθηκε το 2002 ένα γιγαντιαίο μηχανικό μνημείο του Ρουχνάμα: ένα τεράστιο χρυσίζον βιβλίο, του οποίου το εξώφυλλο ανοίγει αυτόματα κάθε βράδυ στις 8 και προβάλλονται σελίδες με βιντεοπροβολέα, ενώ ακούγονται ηχογραφημένα αποσπάσματα.

Παράλληλα, ο Τουρκμενμπασί γέμισε τη χώρα με τεράστια αγάλματα και προτομές του. Πολλά από αυτά τα αγάλματα ήταν επιχρυσωμένα και κατείχαν περίοπτες θέσεις σε πόλεις και κωμοπόλεις – μια συνεχής υπενθύμιση της παρουσίας του «ένδοξου ηγέτη». Ο ίδιος ο Νιγιαζόφ επέμενε ότι δεν το έκανε από μεγαλομανία, αλλά κατ’ απαίτηση του λαού του, ο οποίος «δήθεν» ζητούσε να βλέπει το αγαπημένο του ηγέτη παντού. Σε μια επίδειξη αλλόκοτης ευφυολογίας, μετονόμασε όλους τους μήνες του χρόνου: αποφάσισε ο Ιανουάριος να φέρει το όνομα Τουρκμενμπασί (δηλαδή το προσωπικό του προσωνύμιο), ενώ ο Απρίλιος μετονομάστηκε σε Γκουρμπανσουλτάν προς τιμήν της μητέρας του Γκουρμπανσουλτάν Εζέντοβα. Η εξύμνηση των μελών της οικογένειάς του –της μητέρας του, αλλά και του πατέρα του ή ακόμη και του προγόνου του Μάγκτιμγκουλι– εντάχθηκε κι αυτή στο επίσημο εορτολόγιο και στην κρατική ιδεολογία, κάτι που διαφοροποιεί το τουρκμενικό καθεστώς από άλλες πρώην σοβιετικές δικτατορίες: η λατρεία δεν περιορίστηκε μόνο στο πρόσωπο του ηγέτη, αλλά επεκτάθηκε και στο σόι του.

Η προσπάθεια του Νιγιαζόφ να δημιουργήσει μια ξεχωριστή τουρκμενική «κοσμοθεωρία» έφτασε σε ακραία σημεία. Μετέφερε στοιχεία της σοβιετικής ολοκληρωτικής ιδεολογίας και τα προσάρμοσε σε ένα αφήγημα εθνικής υπεροχής των Τουρκμένιων. Στο Ρουχνάμα υποστήριζε ότι η ιστορική εξέλιξη του τουρκμενικού έθνους ξεκίνησε πριν από 5.000 χρόνια, δίνοντας στο λαό του την αίσθηση μιας πανάρχαιας αποστολής. Κήρυττε ότι το Τουρκμενιστάν μπορεί και πρέπει να ζει απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, διατηρώντας αγνές τις παραδόσεις και τα ήθη του. Αυτή η στροφή προς την αυτάρκη εθνική περηφάνια ήταν το σημείο όπου το Τουρκμενιστάν άρχισε να θυμίζει περισσότερο τη Βόρεια Κορέα παρά μια μετακομμουνιστική δημοκρατία. Οι πιο εντυπωσιακές ρήσεις και αποφθέγματα του «ένδοξου ηγέτη» χαράχτηκαν σε δημόσιους τοίχους, πινακίδες και μνημεία σε όλη τη χώρα. Κάθε δημόσιος χώρος μετατράπηκε σε μέσο υπενθύμισης της παρουσίας και του δόγματός του. Δρόμοι, σχολεία, χωριά, ακόμη και ένα μεγάλο φράγμα πήραν το όνομά του.

Οι πολίτες υποχρεώθηκαν να μελετούν και να αποστηθίζουν τμήματα του Ρουχνάμα. Αποτελούσε επίσημο κομμάτι της εκπαίδευσης και της κρατικής γραφειοκρατίας: γνώση των «διδαγμάτων» του βιβλίου απαιτούνταν όχι μόνο από δημοσίους υπαλλήλους, αλλά και από απλούς ανθρώπους σε καθημερινές διαδικασίες. Για παράδειγμα, όσοι ήθελαν να αποκτήσουν άδεια οδήγησης έπρεπε στις εξετάσεις να απαντήσουν και σε ερωτήσεις σχετικές με ρητά και κεφάλαια του Ρουχνάμα. Με αυτό τον τρόπο η ιδεολογία του καθεστώτος διαπότιζε ακόμη και τις πιο πεζές πτυχές της ζωής.

Πλάι στην κραυγαλέα προσωπολατρία, ο Νιγιαζόφ επέβαλε και μια σειρά από παράδοξους, συχνά ιδιόρρυθμους, κανόνες και απαγορεύσεις στην προσπάθειά του να διαμορφώσει μια «καθαρή» τουρκμενική κοινωνία σύμφωνα με τα δικά του πρότυπα. Απαγορεύτηκαν ή καταδιώχθηκαν ως «ξένα» προς τον τουρκμενικό τρόπο ζωής πολλά καθημερινά πράγματα, όπως:

  • Τα βιντεοπαιχνίδια και τα ηχοσυστήματα αυτοκινήτου (car radio)
  • Το μακιγιάζ για τις γυναίκες
  • Οι παραστάσεις μπαλέτου και όπερας
  • Τα μακριά μαλλιά και τα γένια για τους άνδρες
  • Ακόμη και τα σκυλιά μέσα στην πρωτεύουσα, με το σκεπτικό ότι «μυρίζουν άσχημα» στους δρόμους της πόλης

Επιπλέον, ορισμένες καθημερινές λέξεις και θεσμοί επαναπροσδιορίστηκαν: η λέξη «ψωμί» μετονομάστηκε σε Γκουρμπανσουλτάν (το όνομα της μητέρας του), ώστε μέχρι και το βασικότερο τρόφιμο να θυμίζει την οικογένεια του ηγέτη. Οι γιατροί του δημοσίου ορκίζονταν πλέον όχι στον όρκο του Ιπποκράτη αλλά σε όρκο πίστης προς τον Νιγιαζόφ. Το παραδοσιακό κυριλλικό αλφάβητο (κληρονομιά της ρωσικής επιρροής) αντικαταστάθηκε από ένα νέο αλφάβητο βασισμένο στο λατινικό, ειδικά διαμορφωμένο για την τουρκμενική γλώσσα, αποκόπτοντας έτσι μια ακόμη σύνδεση με το σοβιετικό παρελθόν. Κάθε μαθητής ή φοιτητής, για να αποφοιτήσει, έπρεπε εκτός από τις κανονικές εξετάσεις να περάσει επιτυχώς κι ένα «τεστ ηθικής», όπου αξιολογούνταν η αφοσίωσή του στις αρχές του καθεστώτος. Δεν έλειψαν και οι εντελώς παράδοξες «συμβουλές»: ο Νιγιαζόφ πρότεινε ακόμη και στους ηλικιωμένους να μασούν κόκαλα (όπως κάνουν οι σκύλοι) πιστεύοντας ότι έτσι θα ενισχύσουν την οδοντοστοιχία τους και «δεν θα χρειαστούν οδοντοστοιχίες».

Οικονομία: Φυσικό αέριο και κοινωνική ανισότητα

Το μονοπώλιο στο φυσικό αέριο λειτούργησε σαν δίκοπο μαχαίρι: αφενός πρόσφερε στο καθεστώς συναλλαγματικά έσοδα και μέσο άσκησης επιρροής (μέσω συμβολαίων πώλησης προς γείτονες όπως η Ρωσία και αργότερα η Κίνα), αφετέρου έκανε την οικονομία μονόπλευρη και ευάλωτη. Όταν οι τιμές ή οι εξαγωγές αντιμετώπιζαν πρόβλημα, δεν υπήρχε άλλος δυναμικός τομέας για να στηρίξει τη χώρα. Στα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης Νιγιαζόφ, το βιοτικό επίπεδο είχε πέσει σε αξιοθρήνητο σημείο. Το 2006, οπότε και πέθανε ο Τουρκμενμπασί, το κράτος βρέθηκε με άδεια ταμεία και σε διεθνή απομόνωση: ελάχιστες ξένες επενδύσεις έρχονταν, τα μεγάλα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα απέφευγαν να δανείσουν χρήματα σε ένα τόσο κλειστό καθεστώς, ενώ ακόμη και η εξαγωγή του αερίου δυσκολευόταν λόγω γεωπολιτικών παιχνιδιών (ο αγωγός προς τη Ρωσία και οι νέοι αγωγοί προς την Κίνα ήταν υπό διαπραγμάτευση, με τη Μόσχα και το Πεκίνο να διεκδικούν κυριαρχική πρόσβαση).

Μετά τον θάνατο του Νιγιαζόφ, ανέλαβε πρόεδρος ο μέχρι τότε αντιπρόεδρός του, Γκουρμπανγκουλί Μπερντιμουχαμέντοφ (το 2007). Αν και υπήρξαν κάποιες επιφανειακές αλλαγές –ο νέος ηγέτης π.χ. κατάργησε ορισμένες από τις πιο αλλοπρόσαλλες πολιτικές του προκατόχου, όπως τη μετονομασία των μηνών και την υπερβολική προβολή του Ρουχνάμα στα σχολεία– στην ουσία το σύστημα εξουσίας παρέμεινε παρόμοιο. Ο Μπερντιμουχαμέντοφ συνέχισε το μονοκομματικό, αυταρχικό μοντέλο, ενώ σταδιακά καλλιέργησε και εκείνος ένα (έστω πιο μετριοπαθές) προφίλ λατρείας γύρω από το πρόσωπό του. Η κοινωνική ανισότητα εξακολούθησε να είναι χαοτική: οι φτωχοί παρέμειναν εξαιρετικά φτωχοί και οι προνομιούχοι εξακολουθούσαν να νέμονται τα οφέλη της ενεργειακής οικονομίας. Ενδεικτικό της κατάστασης, όπως αναφέρθηκε και σε διεθνείς αναφορές, είναι ότι ο μέσος μισθός ενός Τουρκμένιου εργαζομένου αντιστοιχεί μόλις σε περίπου 20 δολάρια τον μήνα. Το ασύλληπτο αυτό νούμερο υπογραμμίζει το χάσμα ανάμεσα στους ολίγους κατέχοντες και στην πλειονότητα που αγωνίζεται να καλύψει στοιχειώδεις ανάγκες, σε μια χώρα που κάθε χρόνο εξάγει τεράστιες ποσότητες φυσικού αερίου.

Απομόνωση και καταστολή ελευθεριών

Κάθε έννοια αντιπολίτευσης εξαλείφθηκε. Ο ίδιος ο Νιγιαζόφ διακήρυττε δημόσια ότι «δεν υπάρχει αντιπολίτευση στο Τουρκμενιστάν» – μια δήλωση που αντανακλούσε την πραγματικότητα πως όσοι τολμούσαν να αμφισβητήσουν το καθεστώς είτε φυλακίζονταν είτε εξαναγκάζονταν σε σιωπή ή εξορία. Ιδιαίτερα μετά από μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του τον Νοέμβριο του 2002, ο Τουρκμενμπασί εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση για να προχωρήσει σε ένα κύμα «εκκαθαρίσεων»: συνέλαβε ή κατηγόρησε για προδοσία αρκετούς υψηλόβαθμους αξιωματούχους που θεωρούνταν πιθανοί αντίπαλοι (όπως τον πρώην Υπουργό Εξωτερικών Μπόρις Σιχμουράντοφ), ενώ δεν δίστασε να επιρρίψει ευθύνες στη μειονότητα των Ουζμπέκων εντός της χώρας αλλά και στην κυβέρνηση του γειτονικού Ουζμπεκιστάν, κατηγορώντας τους ότι υποκίνησαν το συμβάν. Αυτές οι κινήσεις όχι μόνο εξάλειψαν κάθε εστία αντιλογίας, αλλά χρησίμευσαν και για να τονώσουν τον φανατικό τουρκμενικό εθνικισμό, παρουσιάζοντας τους αντιφρονούντες ως «πιόνια ξένων δυνάμεων» (της Δύσης ή των γειτονικών κρατών) που ήθελαν το κακό της χώρας.

Ακόμη και η θρησκεία τέθηκε υπό τον ασφυκτικό έλεγχο της προπαγάνδας. Παρότι το Τουρκμενιστάν είναι κατά πλειονότητα μουσουλμανικό (σουνιτικό), ο Νιγιαζόφ φρόντισε να υποβιβάσει την ανεξάρτητη θρησκευτική επιρροή. Σε συνεδρίαση του Λαϊκού Συμβουλίου είχε αυτοανακηρυχθεί νέος Προφήτης Μωάμεθ για το έθνος του, υπονοώντας ότι είναι θεόσταλτος ηγέτης. Σε άλλη περίσταση ισχυρίστηκε ότι το δικό του βιβλίο, το Ρουχνάμα, είναι ισότιμο σε αξία με το Κοράνι για τους Τουρκμένιους. Μάλιστα διαβεβαίωνε πως όποιος διαβάζει το Ρουχνάμα φωναχτά τρεις φορές την ημέρα «θα πάει κατευθείαν στον Παράδεισο». Με τέτοια μέσα, το καθεστώς επιχείρησε να εργαλειοποιήσει τη θρησκεία: το Ισλάμ έπρεπε να προσαρμοστεί στην κρατική ιδεολογία και να μην αποτελέσει πιθανό πεδίο αντίστασης ή εναλλακτικής συσπείρωσης του λαού. Οποιαδήποτε θρησκευτική δραστηριότητα μη ελεγχόμενη από το κράτος αντιμετωπίστηκε με καχυποψία και καταπίεση.

Σήμερα, πάνω από τριάντα χρόνια από την ανεξαρτησία του και σχεδόν δύο δεκαετίες από τον θάνατο του Νιγιαζόφ, το Τουρκμενιστάν παραμένει ένα από τα πλέον κλειστά και ανελεύθερα καθεστώτα στον κόσμο. Συχνά περιγράφεται ως η «Βόρεια Κορέα της Κεντρικής Ασίας» – ένας χαρακτηρισμός που αντανακλά τόσο την ακραία προσωπολατρία και την οικογενειοκρατία της ηγεσίας όσο και την αυστηρή απομόνωση από τη διεθνή κοινότητα.

Η παράνομη κράτηση Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα: Μια ανοιχτή πληγή που πυροδοτεί την ένταση

ΛΕΥΚΩΣΙΑ — Η πρόσφατη σύλληψη και παράνομη κράτηση πέντε Ελληνοκυπρίων από τις κατοχικές αρχές στα βόρεια της Κύπρου έχει πυροδοτήσει έναν νέο κύκλο έντασης στο νησί, φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή και τις αυθαίρετες πρακτικές που παραβιάζουν κατάφωρα τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο. Η υπόθεση, που έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη διεθνή καταδίκη, αναδεικνύει για ακόμη μια φορά την απουσία κράτους δικαίου στα κατεχόμενα και την εργαλειοποίηση της δικαιοσύνης για πολιτικούς σκοπούς.

Το χρονικό της προκλητικής σύλληψης

Οι πέντε Ελληνοκύπριοι, ηλικιωμένοι στην πλειοψηφία τους, συνελήφθησαν τον φετινό Ιούλιο κατά τη διάρκεια επίσκεψής τους στις πατρογονικές τους εστίες, στο κατεχόμενο Τρίκωμο. Οι κατοχικές αρχές τούς απήγγειλαν κατηγορίες για «είσοδο σε απαγορευμένη στρατιωτική ζώνη», μια κατηγορία που η Λευκωσία χαρακτηρίζει ως παντελώς αβάσιμη και προσχηματική. Η κράτησή τους παρατάθηκε επανειλημμένα, με την υπόθεση να οδηγείται ενώπιον «στρατιωτικού δικαστηρίου», εντείνοντας την ανησυχία για την τύχη τους και τις πολιτικές σκοπιμότητες πίσω από τη δίωξή τους.

Διπλωματικός πυρετός και διεθνής καταδίκη

Η κυπριακή κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή κινητοποιήθηκε σε όλα τα επίπεδα, καταγγέλλοντας την απαγωγή και την παράνομη κράτηση των πολιτών της. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο υπουργός Εξωτερικών προέβησαν σε έντονα διαβήματα προς τα Ηνωμένα Έθνη, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, ζητώντας την άμεση και άνευ όρων απελευθέρωσή τους. Η διεθνής κοινότητα ανταποκρίθηκε, με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να υιοθετεί ψήφισμα-κόλαφο κατά της Τουρκίας, καταδικάζοντας την παράνομη κράτηση και ζητώντας την επιβολή κυρώσεων. Οι ευρωβουλευτές χαρακτήρισαν την ενέργεια αυτή ως «απόπειρα ομηρίας» και «εκφοβισμού» όσων Ελληνοκυπρίων επιδιώκουν να επισκεφθούν τις περιουσίες τους στα κατεχόμενα.

Οι σκοπιμότητες πίσω από τις κρατήσεις

Αναλυτές εκτιμούν ότι η κίνηση αυτή των κατοχικών αρχών δεν είναι τυχαία. Αποτελεί, όπως όλα δείχνουν, μια πράξη αντιποίνων για τη σύλληψη από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας προσώπων που εμπλέκονται στην παράνομη πώληση ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα. Παράλληλα, συνιστά μια προσπάθεια τρομοκράτησης των Ελληνοκυπρίων και αποθάρρυνσής τους από το να διεκδικούν τα περιουσιακά τους δικαιώματα.

Μερική απελευθέρωση, αλλά η αγωνία παραμένει

Πρόσφατα, τρεις από τους πέντε κρατουμένους αφέθηκαν ελεύθεροι υπό όρους, ωστόσο τους απαγορεύτηκε η έξοδος από τα κατεχόμενα, γεγονός που παρατείνει την ομηρία τους και την αγωνία των οικογενειών τους. Η Κυπριακή Δημοκρατία συνεχίζει τις προσπάθειες για την πλήρη απελευθέρωση όλων και την ασφαλή επιστροφή τους στις εστίες τους. Η υπόθεση αυτή υπενθυμίζει με τον πιο σκληρό τρόπο τη δραματική πραγματικότητα της συνεχιζόμενης κατοχής. Η απουσία ενός στοιχειώδους πλαισίου προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα κατεχόμενα αφήνει τους Ελληνοκύπριους εκτεθειμένους στην αυθαιρεσία ενός παράνομου καθεστώτος. Η διεθνής κοινότητα καλείται να περάσει από τις λεκτικές καταδίκες σε έμπρακτες ενέργειες, ασκώντας ουσιαστική πίεση στην Τουρκία για να τερματίσει την κατοχή και να σεβαστεί το διεθνές δίκαιο.

Ο μυστικός Ισαάκ Νεύτων: Ο άνθρωπος πίσω από τους νόμους

Γεννημένος ανήμερα Χριστουγέννων του 1642 στο Γούλστχορπ Μάνορ, πρόωρος και ασθενικός, ο Ισαάκ Νεύτων έμαθε νωρίς την απώλεια: ο πατέρας του είχε πεθάνει πριν ο ίδιος γεννηθεί και η μητέρα του τον άφησε στους παππούδες του όταν ξαναπαντρεύτηκε. Η εγκατάλειψη τον σημάδεψε. Χρόνια αργότερα, σε μια λίστα «αμαρτιών» από τα παιδικά του χρόνια, παραδέχεται πως είχε απειλήσει να κάψει «τη μητέρα και τον πατριό» μαζί με το σπίτι. Από μικρός προτιμούσε να φτιάχνει μηχανισμούς παρά να κάνει φίλους – ένα προμήνυμα για τον ακούραστο εφευρέτη που έμελλε να γίνει.

Στο Γυμνάσιο King’s School άφησε την υπογραφή του σ’ ένα περβάζι· στο Κέιμπριτζ συνέχισε να αμφισβητεί τους αρχαίους. Στο σημειωματάριό του έγραψε στα λατινικά:

«Ο Πλάτων είναι φίλος μου, ο Αριστοτέλης είναι φίλος μου, αλλά ο καλύτερος φίλος μου είναι η αλήθεια.»

Τα «χρόνια της πανούκλας» που γέννησαν ιδέες

Στα 1665–1667, η βουβωνική πανώλη έκλεισε το πανεπιστήμιο. Επιστρέφοντας στο πατρικό, ο Νεύτων έκανε άλματα: με πρίσμα έδειξε ότι το λευκό φως είναι φάσμα χρωμάτων, κατασκεύασε ανακλαστικό τηλεσκόπιο, φτάνοντας να πιέσει με βελόνα το «λάκκο» του ματιού του για να κατανοήσει την όραση. Δίπλα στο σπίτι, μια μηλιά τού έδωσε την αφορμή να αναρωτηθεί: «Μπορεί η ίδια δύναμη που ρίχνει το μήλο να κρατά και τη Σελήνη;»

Ο θρύλος λέει ότι το μήλο τον χτύπησε στο κεφάλι· αποδείξεις δεν υπάρχουν, η ιδέα όμως άλλαξε την κατανόησή μας για το σύμπαν.

Την εποχή εκείνη διαμόρφωσε και τα θεμέλια του λογισμού. Όταν ο Γκότφριντ Λάιμπνιτς δημοσίευσε το 1684, ξέσπασε διαμάχη για την «πατρότητα». Πολλοί ιστορικοί σήμερα συμφωνούν ότι οι δύο άντρες έφτασαν ανεξάρτητα στις ίδιες ιδέες – αλλά ο μυστικοπαθής Νεύτων είχε κρατήσει τις δικές του στο συρτάρι, απεχθανόμενος τη δημόσια κριτική.

Το έργο που άλλαξε τον κόσμο

Το 1687, εκδίδει τα Mathematical Principles of Natural Philosophy (τα γνωστά Principia). Εκεί διατυπώνει τον νόμο της παγκόσμιας έλξης και τους τρεις περίφημους νόμους της κίνησης – ένα σύστημα που από τους πλανήτες μέχρι τα αυτοκίνητα εξηγεί πώς και γιατί κινούνται τα σώματα.

Οι τρεις νόμοι εν συντομία:

1. Αδράνεια: Ένα σώμα παραμένει όπως είναι (σε ηρεμία ή ομαλή κίνηση) αν δεν ασκηθεί πάνω του δύναμη.

2. Δύναμη = μάζα × επιτάχυνση: Όσο μεγαλύτερη η μάζα, τόσο περισσότερη δύναμη χρειάζεται.

3. Δράση–Αντίδραση: Κάθε δράση γεννά ίση και αντίθετη αντίδραση (σκεφτείτε τον πίδακα καυσαερίων που ωθεί έναν πύραυλο προς τα πάνω).

Παρά το ακαδημαϊκό του κύρος (Λουκασιανός καθηγητής στα 20κάτι του), δεν ήταν δάσκαλος με ζήλο· λέγεται πως κάποτε δίδαξε σε άδεια αίθουσα. Το πάθος του ήταν η έρευνα – συχνά σε σημείο που ξεχνούσε να φάει.

Ο θεολόγος που προέβλεψε το 2060

Λιγότερο γνωστό είναι ότι ο Νεύτων έγραψε πολύ περισσότερα για τη θεολογία απ’ ό,τι για την επιστήμη. Μελετούσε τη Βίβλο ως «κώδικα» της φύσης και υπολόγισε ότι η Αποκάλυψη θα ερχόταν το 2060 – με την επιφύλαξη ότι ίσως αργότερα, όχι όμως νωρίτερα. Τα θεολογικά του χειρόγραφα πουλήθηκαν το 1936 από τον Sotheby’s και κατέληξαν στο κράτος του Ισραήλ: 7.500 σελίδες. Οι απόψεις του ήταν ανορθόδοξες (απόρριψη του δόγματος της Τριάδας), ενώ στο Κοινοβούλιο – όπου εξελέγη δύο σύντομες φορές – λέγεται πως το μόνο που καταγράφηκε στα πρακτικά ήταν μια παράκλησή του να κλείσει ένα παράθυρο.

Ο αλχημιστής και η σκοτεινή νύχτα της ψυχής

Για 25 χρόνια μελετούσε μυστικά αλχημεία, αναζητώντας διαδικασίες «μεταστοιχείωσης» μετάλλων και τη θρυλική φιλοσοφική λίθο. Μετά θάνατον, ανάλυση μιας τούφας μαλλιών του έδειξε υψηλά επίπεδα υδραργύρου – πιθανή εξήγηση για την κατάρρευσή του το 1693: αϋπνία, καταθλιπτικά επεισόδια και παρανοϊκές επιστολές σε φίλους. Λίγο αργότερα, εγκαταλείπει το Κέιμπριτζ.

Ο «σερίφης» του νομίσματος

Το 1696 μετακομίζει στο Λονδίνο ως επόπτης (κι έπειτα ως διευθυντής) του Βασιλικού Νομισματοκοπείου. Σε μια εποχή που τα νομίσματα «κουρεύονταν» και παραχαράσσονταν, ο Νεύτων έβαλε επιστημονική ακρίβεια στη νομισματοκοπία κι έκανε σκληρές διώξεις: κάποιοι κατέληξαν στην αγχόνη. Η δίψα του για έλεγχο εμφανίζεται και στη διαμάχη με τον Ρόμπερτ Χουκ, τον οποίο κατηγόρησε ότι διεκδικούσε την ιδέα της βαρύτητας· αργότερα κατηγορήθηκε ο ίδιος ότι, ως πρόεδρος της Βασιλικής Εταιρείας, «εξαφάνισε» το μοναδικό πορτρέτο του Χουκ.

Το 1705, η βασίλισσα Άννα τον έχρισε ιππότη: Sir Isaac Newton. Παρέμεινε μοναχικός, αφοσιωμένος στη φήμη του και στο έργο του, χωρίς να παντρευτεί ποτέ. Πέθανε στον ύπνο του στις 20 Μαρτίου 1727 και ενταφιάστηκε στο Αββαείο του Ουεστμίνστερ. Στον τάφο του αναγράφεται: «Εδώ κείται ό,τι ήταν θνητό του Ισαάκ Νεύτωνα».