Σάββατο, 10 Μαΐ, 2025

Η κατάσταση της εκεχειρίας Ουκρανίας–Ρωσίας μετά τις συνομιλίες

Διπλωματικές διαβουλεύσεις μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών, Ρωσίας και Ουκρανίας διεξήχθησαν αυτή την εβδομάδα στη Σαουδική Αραβία, καθώς η Ουάσιγκτον επιδιώκει την επίτευξη ειρήνης μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών.

Ωστόσο, οι προσπάθειες του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να υλοποιήσει τη δέσμευσή του για τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία παραμένουν ατελέσφορες, καθώς Κίεβο και Μόσχα επιδιώκουν να ενισχύσουν τις διαπραγματευτικές τους θέσεις πριν από μία πιθανή συμφωνία εκεχειρίας.

Αναμένεται να ακολουθήσουν περαιτέρω επαφές μεταξύ Αμερικανών αξιωματούχων και των αντίστοιχων εκπροσώπων Ρωσίας και Ουκρανίας, αν και δεν έχουν ακόμη καθοριστεί συγκεκριμένα σχέδια.

Διαφωνίες για τους όρους της εκεχειρίας

Οι πιο πρόσφατες συνομιλίες, που πραγματοποιήθηκαν στις 24 Μαρτίου, δεν κατάφεραν να θεμελιώσουν μια συμφωνία για περιορισμένη εκεχειρία 30 ημερών, η οποία θα σταματούσε προσωρινά ορισμένες μάχες.

Κίεβο και Μόσχα απέρριψαν τους όρους που έθεσε η άλλη πλευρά και δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν με τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με το ποιοι στόχοι θα περιλαμβάνονταν ή θα εξαιρούνταν από την προσωρινή εκεχειρία.

Μια αρχική συμφωνία, που είχε επιτευχθεί μεταξύ της ηγεσίας των δύο χωρών την προηγούμενη εβδομάδα, προέβλεπε την παύση των επιθέσεων κατά της πολιτικής ενεργειακής υποδομής για 30 ημέρες. Ωστόσο, η συμφωνία παραβιάστηκε σχεδόν αμέσως, με κατηγορίες εκατέρωθεν για δολιοφθορά σε πετρελαϊκή εγκατάσταση σε ρωσικό έδαφος υπό ουκρανική κατοχή. Από τότε, η Ρωσία έχει εξαπολύσει μαζική κυβερνοεπίθεση στο ουκρανικό σιδηροδρομικό δίκτυο και πυραυλικές επιθέσεις σε κατοικημένες περιοχές.

Παρόλο που η αρχική συμφωνία αφορούσε μόνο την ενεργειακή υποδομή, η ουκρανική ηγεσία εξέφρασε την επιθυμία να επεκταθεί η εκεχειρία και σε λιμάνια και σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι Ουκρανία και Ρωσία έχουν συμφωνήσει καταρχήν σε μία μερική εκεχειρία για θαλάσσιους στόχους, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν την αποκατάσταση εμπορικών σχέσεων με τη Ρωσία.

Διαπραγματεύσεις για την ασφάλεια της ναυτιλίας

Ο Λευκός Οίκος διευκρίνισε ότι ο αρχικός στόχος των συνομιλιών στη Σαουδική Αραβία ήταν η επίτευξη ναυτικής εκεχειρίας στη Μαύρη Θάλασσα, προκειμένου να αποκατασταθεί η ελεύθερη ροή της ναυτιλίας στην περιοχή.

Η συμφωνία αυτή αποτελεί συνέχεια της Πρωτοβουλίας Σιτηρών της Μαύρης Θάλασσας, για την οποία είχε μεσολαβήσει η Τουρκία το 2022 και από την οποία η Ρωσία αποσύρθηκε μονομερώς το 2023. Η πρωτοβουλία είχε επιτρέψει την εξαγωγή σιτηρών, τροφίμων και λιπασμάτων από την Ουκρανία και τη Ρωσία μέσω της Μαύρης Θάλασσας, υπό τον όρο ότι τα φορτία θα επιθεωρούνταν από διεθνείς δυνάμεις.

Η εξαγωγή σιτηρών και άλλων τροφίμων αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για πολλές χώρες από την έναρξη της ρωσικής εισβολής το 2022. Μόνο το 2021, Ρωσία και Ουκρανία αντιπροσώπευαν συνολικά 12 δισ. δολάρια σε εξαγωγές σίτου, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 21,6% της παγκόσμιας αγοράς, με τον πόλεμο να έχει πλήξει σημαντικά την επισιτιστική ασφάλεια των αναπτυσσόμενων κρατών.

Αν και Κίεβο και Μόσχα έχουν συμφωνήσει καταρχήν στη νέα ναυτική συμφωνία, δεν έχουν προχωρήσει ακόμη στην επίσημη υπογραφή της.

Οι θέσεις Ουκρανίας και Ρωσίας

Κίεβο και Μόσχα συνεχίζουν να δηλώνουν υπέρ της εκεχειρίας, αλλά τονίζουν ότι οι προσπάθειες που γίνονται υπολείπονται των προϋποθέσεων για μία διαρκή ειρήνη.

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν έχει επαναλάβει ότι η Ουκρανία θα πρέπει να εγκαταλείψει την επιδίωξή της για ένταξη στο ΝΑΤΟ και να παραχωρήσει τέσσερις ανατολικές επαρχίες που τελούν υπό ρωσική κατοχή. Παρά ταύτα, αυτές οι απαιτήσεις συνιστούν υποχώρηση σε σχέση με τους αρχικούς πολεμικούς του στόχους, που προέβλεπαν τον πλήρη αφοπλισμό της Ουκρανίας και τη μετατροπή της σε ουδέτερο κράτος.

Από την πλευρά του, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει εκφράσει επιφυλάξεις για τα τρέχοντα πλαίσια συμφωνίας, υποστηρίζοντας ότι μία διαρκής ειρήνη απαιτεί την παρουσία ξένων ειρηνευτικών δυνάμεων, είτε από το ΝΑΤΟ είτε από άλλους οργανισμούς, προκειμένου να αποτραπεί ενδεχόμενη μελλοντική ρωσική εισβολή.

Ο Πούτιν έχει καταστήσει σαφές ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η παρουσία ξένων στρατευμάτων σε ρωσικό έδαφος στο πλαίσιο μίας εκεχειρίας. Ο Ζελένσκι, αν και αρχικά επέμενε στις εγγυήσεις ασφαλείας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τελικά συναίνεσε στη συμμετοχή σε διαπραγματεύσεις για εκεχειρία χωρίς αυτές, ύστερα από μια προσωρινή διακοπή της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας.

Η διοίκηση Τραμπ, από την πλευρά της, επιχειρεί να αποκομίσει οικονομικά οφέλη από το εμπόριο με τη Ρωσία, ασκώντας παράλληλα πιέσεις στην Ουκρανία να παραχωρήσει στις ΗΠΑ πρόσβαση σε κοιτάσματα σπάνιων γαιών και τον έλεγχο των πυρηνικών της εργοστασίων ως αντάλλαγμα για τη στρατιωτική βοήθεια που έχει λάβει.

Το εμπόδιο του Κουρσκ

Σημαντικό εμπόδιο για τις διαπραγματεύσεις αποτελεί η συνεχιζόμενη στρατιωτική δραστηριότητα στην περιοχή του Κουρσκ, που τελεί εν μέρει υπό ουκρανικό έλεγχο από τον Αύγουστο του περασμένου έτους.

Ο Ζελένσκι έχει δηλώσει ότι θα ήταν διατεθειμένος να ανταλλάξει την περιοχή με ουκρανικά εδάφη που βρίσκονται υπό ρωσική κατοχή, αλλά η πρότασή του δεν έχει γίνει αποδεκτή από τη Μόσχα.

Ο Πούτιν, από την πλευρά του, φαίνεται να καθυστερεί την αποδοχή μιας εκεχειρίας, επιδιώκοντας πρώτα την πλήρη απομάκρυνση των ουκρανικών δυνάμεων από το Κουρσκ, ώστε να αποδυναμώσει τη διαπραγματευτική θέση του Κιέβου.

Με πληροφορίες από το Associated Press και το Reuters

Βραζιλία: Σε δίκη ο Μπολσονάρο για απόπειρα πραξικοπήματος

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Βραζιλίας αποφάσισε να προχωρήσει σε ποινική δίκη κατά του πρώην προέδρου Ζαΐρ Μπολσονάρο και επτά στενών συνεργατών του, με την κατηγορία της απόπειρας ανατροπής της δημοκρατικής τάξης μετά τις προεδρικές εκλογές του 2022.

Στις 26 Μαρτίου, η ολομέλεια των δικαστών ανακοίνωσε ομόφωνα τις κατηγορίες που υπέβαλε η Εισαγγελία, σύμφωνα με τις οποίες ο Μπολσονάρο και η ομάδα του, γνωστή ως «Πυρήνας 1», σχεδίασαν ένα αποτυχημένο πραξικόπημα με στόχο την παραμονή του στην εξουσία, παρά την εκλογική του ήττα από τον Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα.

Ο πρώην πρόεδρος, ο οποίος έχει επανειλημμένα αρνηθεί οποιαδήποτε παράνομη ενέργεια και κάνει λόγο για πολιτική δίωξη εις βάρος του, δήλωσε μετά την ανακοίνωση της απόφασης ότι εμμένει στην αθωότητά του. Υποστήριξε ότι «φαίνεται πως υπάρχει κάτι προσωπικό» εναντίον του και χαρακτήρισε τις κατηγορίες «αβάσιμες».

Οι δικαστές ακολούθησαν την εισήγηση του δικαστή Αλεξάντρ ντε Μοράες, ο οποίος επιβλέπει την έρευνα για την φερόμενη απόπειρα πραξικοπήματος. Ο ίδιος έκρινε ότι η Εισαγγελία προσκόμισε επαρκή στοιχεία που αποδεικνύουν την εμπλοκή των κατηγορουμένων σε εγκληματικές πράξεις.

Οι κατηγορίες περιλαμβάνουν απόπειρα πραξικοπήματος, σύσταση εγκληματικής οργάνωσης και βίαιη επιδίωξη κατάλυσης της δημοκρατικής νομιμότητας της χώρας. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η ομάδα του Μπολσονάρο επιδίωξε να τον διατηρήσει στην εξουσία «με κάθε κόστος», σχεδιάζοντας την ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων του 2022 και την άσκηση πίεσης στον στρατό για στήριξη αντισυνταγματικών ενεργειών.

Ο γενικός εισαγγελέας της Βραζιλίας, Πάουλο Γκονέτ, ανέφερε στις 25 Μαρτίου ότι οι ερευνητές βρήκαν εκτενή τεκμήρια, συμπεριλαμβανομένων χειρόγραφων σημειώσεων και ψηφιακών αρχείων, που αποκαλύπτουν τις προσπάθειες ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος. Η Εισαγγελία υποστηρίζει ότι οι ενέργειες του Μπολσονάρο οδήγησαν τελικά στην επίθεση της 8ης Ιανουαρίου 2023 στο Ανώτατο Δικαστήριο, το Κογκρέσο και το Προεδρικό Μέγαρο από υποστηρικτές του, λίγες ημέρες μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Λούλα.

Ο Γκονέτ ανέφερε επίσης ότι το σχέδιο πραξικοπήματος περιλάμβανε ακόμα και σχέδια για τη δηλητηρίαση του Λούλα και την απόπειρα δολοφονίας του δικαστή ντε Μοράες. Όπως σημειώνεται στο 272 σελίδων κατηγορητήριο, οι συνωμότες σχεδίασαν τις ενέργειές τους στο προεδρικό μέγαρο, αποκαλώντας την επιχείρησή τους «Πράσινο-Κίτρινο Στιλέτο».

«Η ευθύνη για πράξεις που έβλαψαν τη δημοκρατική τάξη βαρύνει μια εγκληματική οργάνωση υπό την ηγεσία του Ζαΐρ Μπολσονάρο, βασισμένη σε ένα αυταρχικό σχέδιο εξουσίας», αναφέρεται στο κατηγορητήριο.

Με την αποδοχή των κατηγοριών, ο Μπολσονάρο και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι καθίστανται πλέον επισήμως κατηγορούμενοι σε ποινική δίκη. Ανάμεσα στους συγκατηγορούμενούς του είναι ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Άντερσον Τόρες, ο απόστρατος στρατηγός και πρώην προσωπάρχης Βάλτερ Μπράγκα Νέτο, ο πρώην αρχηγός του ναυτικού ναύαρχος Αλμίρ Γκαρνιέρ Σάντος και ο πρώην υπουργός Άμυνας στρατηγός Πάουλο Σέρτζιο Νογκουέιρα.

Σύμφωνα με τη βραζιλιάνικη νομοθεσία, η ποινή για απόπειρα πραξικοπήματος μπορεί να φτάσει τα 12 έτη κάθειρξης, ενώ με τις υπόλοιπες κατηγορίες η συνολική ποινή μπορεί να ανέρχεται σε αρκετές δεκαετίες φυλάκισης.

Το κινεζικό καθεστώς εντείνει τον έλεγχο στις ραδιοεπικοινωνίες

Το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας επιχειρεί να ενισχύσει τον έλεγχο στον εξοπλισμό ραδιοεπικοινωνιών, μετά από χρόνια καταστολής της ελευθερίας του διαδικτύου.

Στις 23 Μαρτίου, το υπουργείο Κρατικής Ασφαλείας της Κίνας δημοσίευσε ανακοίνωση στον επίσημο λογαριασμό του στο WeChat, προειδοποιώντας για την υποτιθέμενη απειλή που θέτουν τα ραδιοκύματα, τα οποία μπορούν να μεταδώσουν μεγάλες ποσότητες πληροφοριών.

Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι ορισμένοι ραδιοερασιτέχνες αντιμετωπίζουν τον ξένο ραδιοεξοπλισμό ως «καινούργια παιχνίδια» και τον προμηθεύονται παράνομα, γεγονός που φέρεται να αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Δίνεται έμφαση στην ανάγκη «προστασίας από διασυνοριακά ραδιοκύματα» και αποτροπής της παράνομης χρήσης τους.

Το υπουργείο παρουσίασε δύο περιπτώσεις χρήσης ραδιοεξοπλισμού για «υποκλοπή πληροφοριών». Στην πρώτη περίπτωση, ένας ραδιοερασιτέχνης με το επώνυμο Τσενγκ τιμωρήθηκε επειδή εγκατέστησε ύποπτο εξοπλισμό κοντά σε στρατιωτικό λιμάνι και «συλλέγει συνεχώς ευαίσθητα σήματα». Στη δεύτερη, ένας άνδρας με το επώνυμο Τζανγκ συνελήφθη επειδή είχε δημιουργήσει παράνομα ραδιοφωνικό σταθμό και κατηγορήθηκε για «εκτέλεση εντολών από ξένες δυνάμεις για τη διάδοση ψευδών πληροφοριών».

Αναλυτές εκτιμούν ότι η νέα αυτή κίνηση δείχνει την ανησυχία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ) για την επίδραση των ραδιοεπικοινωνιών, καθώς και ότι η προσπάθειά του να ελέγξει τα ραδιοκύματα δεν θα είναι αποτελεσματική.

Ο Σεν Μινγκ Σι, διευθυντής του Τμήματος Έρευνας Εθνικής Ασφάλειας στο Ινστιτούτο Έρευνας Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας της Ταϊβάν, δήλωσε στην Epoch Times ότι το ραδιόφωνο αποτελεί τον τελευταίο τομέα που είναι δύσκολο για το ΚΚΚ να ελέγξει, δεδομένου ότι έχει ήδη επιβάλει εκτεταμένα μέτρα λογοκρισίας στο διαδίκτυο.

Ο ίδιος εξήγησε ότι υπάρχουν δύο είδη ραδιοσταθμών: οι μικρής εμβέλειας, των οποίων τα σήματα μπορούν να παρακολουθηθούν μόνο μέσω βραχέων κυμάτων, και οι μακρινής εμβέλειας, που μεταδίδονται μέσω μεγαλύτερων μηκών κύματος. Τόνισε ότι ειδικά οι εκπομπές μεγάλης εμβέλειας μπορούν να μεταδοθούν διεθνώς, γεγονός που θεωρείται απειλή από το ΚΚΚ, καθώς δυσκολεύεται να ελέγξει τη ροή πληροφοριών μεταξύ των πολιτών.

Ο Σεν πρόσθεσε ότι η προειδοποίηση του υπουργείου δείχνει πως το ΚΚΚ βρίσκεται πλέον σε κατάσταση πανικού. Σύμφωνα με τον ίδιο, το καθεστώς φοβάται ότι οι πολίτες θα χρησιμοποιήσουν τα ραδιοκύματα για να επικοινωνούν μεταξύ τους και να συντονίζουν κοινές ενέργειες εναντίον του. Παράλληλα, υπάρχει ο φόβος ότι σημαντικές πληροφορίες του κόμματος θα διαρρεύσουν στο εξωτερικό, επιτρέποντας σε άλλες χώρες να αξιολογήσουν την πραγματική ισχύ και τις στρατιωτικές κινήσεις του.

Ο Σου Τζι-γιουν, ερευνητής και διευθυντής του Τμήματος Στρατηγικής Άμυνας και Πόρων στο ίδιο ινστιτούτο, επισήμανε ότι το βασικό ζήτημα στην ανακοίνωση του υπουργείου είναι η ελευθερία του λόγου. Όπως εξήγησε, αν οι πολίτες μεταδίδουν σήματα μέσω ραδιοεξοπλισμού, οι αρχές μπορούν να τα παρακολουθήσουν, αλλά εάν εγκαταστήσουν κεραίες λήψης μόνο για να λαμβάνουν σήματα, τότε δεν μπορούν να εντοπιστούν.

Ο Σου σημείωσε ότι οι Κινέζοι που τοποθετούν κεραίες λήψης μπορούν να ακούσουν σήματα από το εξωτερικό, όπως το «Voice of Hope», ραδιοφωνικούς σταθμούς της Ταϊβάν ή άλλες διεθνείς εκπομπές, και έτσι να έχουν πρόσβαση σε κοινωνικές πληροφορίες που καταστέλλονται από το ΚΚΚ. Με αυτόν τον τρόπο, περισσότεροι άνθρωποι στην Κίνα μπορούν να ενημερωθούν για την πραγματική κατάσταση.

Επιπλέον, ο Σεν ανέφερε ότι ο ραδιοεξοπλισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη λήψη σημάτων από στρατιωτικές ή αστυνομικές επικοινωνίες του ΚΚΚ, οι οποίες στη συνέχεια μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν.

Ο Λι Γιουανχούα, ιστορικός της Κίνας που ζει στην Αυστραλία και πρώην αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Capital Normal στο Πεκίνο, επεσήμανε ότι το ΚΚΚ ανησυχεί μήπως οι πολίτες μάθουν την αλήθεια μέσω των ραδιοεπικοινωνιών. Όπως ανέφερε, το κόμμα έχει ήδη σχεδιάσει να διακόψει την πρόσβαση στο διαδίκτυο εάν το κρίνει απαραίτητο, ωστόσο τα ραδιοκύματα μπορούν να αξιοποιηθούν από όλους.

«Δεν χρειάζεται να παρακάμψεις το μπλοκάρισμα του διαδικτύου, αρκεί να έχεις μια απλή συσκευή λήψης», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Με τη συμβολή των Luo Ya και Ning Haizhong

Στο Παρίσι ο πρωθυπουργός για τη σύνοδο ηγετών για την ειρήνη και την ασφάλεια στην Ουκρανία

Στο Παρίσι μεταβαίνει σήμερα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης για να λάβει μέρος στη Σύνοδο ηγετών για την ειρήνη και την ασφάλεια στην Ουκρανία, που διοργανώνεται κατόπιν πρωτοβουλίας του προέδρου της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν.

Στη Σύνοδο θα μετάσχει η πλειονότητα των ηγετών της ΕΕ, η ηγεσία των ευρωπαϊκών θεσμών (πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) και ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, ενώ έχουν προσκληθεί να συμμετάσχουν και χώρες εκτός ΕΕ.

Από την κυβέρνηση αναφέρουν ότι η Ελλάδα συμμετέχει στο ανώτατο επίπεδο στις διαβουλεύσεις που αφορούν την ειρηνευτική διαδικασία στην Ουκρανία, ενώ η Σύνοδος του Παρισιού πραγματοποιείται στο πλαίσιο της προσπάθειας για την επίτευξη μιας συνολικής ειρηνευτικής συμφωνίας στην Ουκρανία, λίγες μέρες μετά τη συνάντηση των ηγετών της ΕΕ στη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου, και μόλις μια μέρα μετά τις ανακοινώσεις που ακολούθησαν τις διαβουλεύσεις των ΗΠΑ τόσο με τη Ουκρανία όσο και με τη Ρωσία και αφορούν τις προσπάθειες για κατάπαυση του πυρός.

Την Παρασκευή, 28 Μαρτίου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα βρεθεί ξανά στο Μέγαρο των Ηλυσίων για να συναντήσει τον Εμμανουέλ Μακρόν, τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Χριστοδουλίδη και τον Πρόεδρο του Λιβάνου Ζοζέφ Αούν. Η τετραμερής συνάντηση κορυφής Ελλάδας-Γαλλίας-Κύπρου-Λιβάνου είναι η πρώτη αντίστοιχη των τεσσάρων χωρών και μάλιστα σε ανώτατο επίπεδο.

Πραγματοποιείται σε μία συγκυρία στην οποία το τοπίο στην περιοχή αναδιαμορφώνεται και οι περιφερειακές εξελίξεις «τρέχουν». Από την κυβέρνηση τονίζουν πως αναδεικνύει ότι η Ελλάδα είναι παρούσα στις εξελίξεις, αλλά και παράγοντας σταθερότητας και ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή.

Υπενθυμίζεται, άλλωστε, ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν, τον περασμένο Δεκέμβριο, ο πρώτος ξένος ηγέτες που επισκέφθηκε τον Λίβανο μετά την επίτευξη της συμφωνίας εκεχειρίας. Η επίσκεψη του πρωθυπουργού ήταν υψηλού συμβολισμού και σημασίας, καθώς απηύθυνε μήνυμα ειρήνης και σταθερότητας, αλλά και του ισχυρού ρόλου και της παρουσίας της Ελλάδας στην περιοχή. Ο πρωθυπουργός είχε δηλώσει την ετοιμότητα της Ελλάδας να συνδράμει στην ενίσχυση των κρατικών δομών του Λιβάνου. Μάλιστα, στη συνάντηση της ελληνικής αντιπροσωπείας υπό τον πρωθυπουργό είχε συμμετάσχει τότε και ο πρόεδρος Αούν , ως επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων του Λιβάνου.

Την Κυριακή, 30 Μαρτίου, ο πρωθυπουργός μεταβαίνει στο Ισραήλ, όπου θα έχει συναντήσεις με τον πρόεδρο Ισαάκ Χέρτσογκ και τον πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου. Η επίσκεψη αναμένεται να επιβεβαιώσει την ισχυρή στρατηγική συμμαχία Ελλάδας-Ισραήλ, ενώ αναμένεται να συζητηθεί ολόκληρο το φάσμα των διμερών σχέσεων με έμφαση στην αμυντική συνεργασία, αλλά και τις περιφερειακές εξελίξεις με επίκεντρο την Ανατολική Μεσόγειο και τη Συρία.

Του Ν. Αρμένη

Η Σουηδία αυξάνει δραστικά τις αμυντικές δαπάνες έως το 2030, ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός

Σε μια σημαντική αναθεώρηση των αμυντικών προτεραιοτήτων της χώρας για την προσεχή πενταετία προχωρά η σουηδική κυβέρνηση, καθώς ο πρωθυπουργός Ουλφ Κρίστερσον ανακοίνωσε πως έως το 2030 η Σουηδία θα διαθέτει πλέον για την άμυνα το 3,5% του ΑΕΠ της.

Η ανακοίνωση έγινε σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ο κος Κρίστερσον στη Ρώμη, στις 26 Μαρτίου 2025, σημειώνοντας ότι η νέα στρατηγική αντανακλά τις αυξημένες προκλήσεις ασφαλείας που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, ιδιαίτερα μετά την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, τον Μάρτιο του 2024.

«Μια νέα εκ βάθρων κατάσταση στον τομέα της ασφάλειας επιβάλλει νέες αποφάσεις — τόσο κατεπείγουσες όσο και μακροπρόθεσμες», δήλωσε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός, τονίζοντας παράλληλα πως είναι αναγκαίο η Ευρώπη να αναλάβει μεγαλύτερο μέρος της υπεράσπισης της ηπείρου.

Η Σουηδία, της οποίας οι αμυντικές δαπάνες μέχρι φέτος ανέρχονταν στο 2,4% του ΑΕΠ, είχε αρχικά στόχο να φτάσει στο 2,6% έως το 2028. Ωστόσο η τελευταία κυβερνητική κίνηση προβλέπει υψηλότερη και ταχύτερη αύξηση, υπό το πρίσμα των πιέσεων που ασκούν μεγάλες δυνάμεις εντός της συμμαχίας — ιδιαίτερα οι ΗΠΑ — προς την κατεύθυνση της δραστικής ενίσχυσης των ευρωπαϊκών αμυντικών δυνατοτήτων.

Αναφερόμενος σε αυτό τον παράγοντα, ο κος Κρίστερσον σημείωσε ότι αναμένει το ΝΑΤΟ, στο εγγύς μέλλον, να θέσει ως νέο στόχο μεταξύ 3% και 4% του ΑΕΠ για τις δαπάνες των χωρών-μελών. Υπενθυμίζεται ότι ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη ζητήσει από τις χώρες του ΝΑΤΟ την αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5%, ποσοστό πολύ υψηλότερο από το σημερινό όριο του 2%.

Για να χρηματοδοτηθεί η φιλόδοξη αυτή αμυντική πρωτοβουλία, η σουηδική κυβέρνηση συμφώνησε με το συντηρητικό κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών να εξασφαλίσει πρόσθετα δάνεια ύψους περίπου 300 δισεκατομμυρίων σουηδικών κορωνών (27,6 δισ. ευρώ), τα οποία θα αποπληρωθούν έως το 2035.

Παράλληλα, ο πρωθυπουργός Κρίστερσον επιβεβαίωσε πως αυξάνεται και η οικονομική βοήθεια της Σουηδίας προς την Ουκρανία, από 25 δισ. κορώνες σε 40 δισ. κορώνες για το έτος 2025, ως μέρος της ευρύτερης δέσμευσης της χώρας στην ασφάλεια της Ευρώπης.

Η Σουηδία μέχρι πρόσφατα είχε μακρά παράδοση στρατιωτικής ουδετερότητας, μεγαλύτερης των 200 χρόνων. Η ιστορική απόφαση ένταξης στο ΝΑΤΟ το Μάρτιο του 2024 σηματοδότησε μία κομβική αλλαγή, καθιστώντας άμεσα απαραίτητη την ταχεία αύξηση της αμυντικής της ικανότητας στο νέο περιβάλλον ασφαλείας.

Αυτή η κίνηση της Σουηδίας ακολουθεί ευρύτερες περιφερειακές τάσεις ενίσχυσης των ευρωπαϊκών ενόπλων δυνάμεων, με αντίστοιχα μέτρα να αποφασίζονται πρόσφατα και σε άλλες χώρες, όπως στη Νορβηγία και την Πολωνία. Ειδικότερα, η Πολωνία ανακοίνωσε ότι γίνεται η πρώτη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα χρησιμοποιήσει ευρωπαϊκά κονδύλια από το ταμείο ανάκαμψης για αμυντικούς σκοπούς, ενισχύοντας υποδομές, καταφύγια, καθώς και τις πολωνικές αμυντικές βιομηχανίες.

Η απόφαση αυτή της Σουηδίας εκτιμάται πως θα ενισχύσει περαιτέρω την αποτρεπτική δυνατότητα του ΝΑΤΟ στην περιοχή της Βαλτικής και στη Σκανδιναβία, όπου η παρουσία και η στρατηγική δραστηριότητα της Ρωσίας παραμένει ανησυχητικά έντονη. Παράλληλα, η κίνηση αυτή θα συμβάλει στη συνολικότερη προσπάθεια της συμμαχίας να ενισχύσει την ασφάλεια σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Πρόκειται για μία απόφαση ιστορικής σημασίας, που αναμένεται να καθορίσει την αμυντική και δημοσιονομική πολιτική της Σουηδίας για τα ερχόμενα χρόνια, αφήνοντας οριστικά πίσω της δύο αιώνες ουδετερότητας και επηρεάζοντας σημαντικά τις γεωπολιτικές ισορροπίες στη Βόρεια Ευρώπη.

Σταθερή η αμερικανική δέσμευση στην ευρωπαϊκή άμυνα, λέει ο Νορβηγός υπουργός Άμυνας

Ο Νορβηγός υπουργός Άμυνας Τόρε Ο. Σάντβικ, με δήλωσή του στις 25 Μαρτίου, υπογράμμισε την ισχυρή δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών στην άμυνα της Ευρώπης, καθησυχάζοντας τις ανησυχίες ορισμένων Ευρωπαίων συμμάχων εν μέσω αυξανόμενων προτροπών από την αμερικανική κυβέρνηση για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή υπευθυνότητα στον τομέα της άμυνας.

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο πρακτορείο Reuters, ο κος Σάντβικ επεσήμανε πως η Νορβηγία «δεν διαπιστώνει κανένα σημάδι αποδυνάμωσης της αμερικανικής υποστήριξης» στην ασφάλεια της γηραιάς ηπείρου. Ο ίδιος ανέφερε χαρακτηριστικά: «Μας έχει επιβεβαιωθεί από τον Αμερικανό υπουργό Άμυνας Πητ Χέγκσεθ, καθώς και από τον ίδιο τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ προς πλήθος Ευρωπαίων ηγετών, ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σταθερά πίσω από το Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ», αναφερόμενος στην κεντρική δέσμευση του Βορειοατλαντικού Συμφώνου για συλλογική άμυνα σε περίπτωση επίθεσης εναντίον κράτους-μέλους της συμμαχίας.

Αν και η δέσμευση των ΗΠΑ στην κοινή άμυνα δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, η κυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ έχει ζητήσει επανειλημμένα από τις ευρωπαϊκές χώρες να ενισχύσουν τις αμυντικές τους προσπάθειες ώστε να επωμιστούν μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να συνεισφέρουν περίπου τα δύο τρίτα των συνολικών αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ, στοιχείο που δημιουργεί επίμονες συζητήσεις εντός του μπλοκ για πιο δίκαιη κατανομή του κόστους.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αναγνωρίζοντας ότι δεν μπορεί πλέον να εξαρτάται αποκλειστικά από την αμερικανική προστασία, έχει ήδη δρομολογήσει την υλοποίηση της στρατηγικής «Ετοιμότητα 2030» (Readiness 2030). Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία στοχεύει στην ανάπτυξη μιας ισχυρής ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας μέσα από αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού κυρίως από Ευρωπαίους προμηθευτές. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε πρόσφατα σχετικά: «Η αρχιτεκτονική ασφαλείας στην οποία βασιζόμασταν δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένη. Οφείλουμε να αγοράζουμε περισσότερο ευρωπαϊκά, κάτι που σημαίνει ενίσχυση της ευρωπαϊκής βάσης αμυντικής και βιομηχανικής τεχνολογίας, προώθηση της καινοτομίας και δημιουργία μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς αμυντικού εξοπλισμού».

Η στρατηγική της ΕΕ αναμένεται να κινητοποιήσει περισσότερα από 800 δισεκατομμύρια ευρώ σε αμυντικές δαπάνες στα ερχόμενα χρόνια, προβλέποντας επίσης δάνεια προς τα κράτη-μέλη συνολικού ύψους 150 δισεκατομμυρίων ευρώ για επενδύσεις στον αμυντικό τομέα.

Από τη μεριά της, η Νορβηγία αποτελεί ιδιαίτερο παράδειγμα, καθώς ήδη το 2024 έφθασε τον συμμαχικό στόχο του 2% του ΑΕΠ της που προορίζεται για την άμυνα και προγραμματίζει να διπλασιάσει τις αμυντικές της δαπάνες ως το 2036. Μάλιστα ο Νορβηγός υπουργός Άμυνας ανέφερε ότι η κυβέρνηση του Όσλο ενδέχεται να αναθεωρήσει προς τα επάνω τα ήδη φιλόδοξα σχέδιά της, λόγω των μεταβαλλόμενων αναγκών ασφαλείας: «Διανύουμε μόλις δυόμιση μήνες σε ένα δωδεκαετές μακροπρόθεσμο πρόγραμμα άμυνας και ήδη βλέπουμε ότι πρέπει να το αναθεωρήσουμε».

Η Νορβηγία έχει ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για το ΝΑΤΟ, καθώς παρακολουθεί μια εκτεταμένη θαλάσσια περιοχή στον βόρειο Ατλαντικό στην οποία δρουν μεταξύ άλλων πυρηνικά υποβρύχια του ρωσικού Βόρειου Στόλου. Ο Σάντβικ χαρακτήρισε τη συνεργασία της χώρας του με τις ΗΠΑ στη συγκεκριμένη περιοχή ως «εξαιρετικά σημαντική» και επεσήμανε ότι υπάρχει «καλή επικοινωνία» για τα κοινά σχέδια στον τομέα της άμυνας.

Σε αυτό το πλαίσιο, η παραδοχή της ανάγκης για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή στρατιωτική αυτονομία δεν σημαίνει απαραίτητα αποχώρηση των ΗΠΑ από τον ευρωπαϊκό αμυντικό χάρτη αλλά, αντίθετα, επισημαίνει την ανάγκη μιας πιο ισορροπημένης συμμαχίας, όπου όλα τα μέρη θα αναλαμβάνουν τις ευθύνες που τους αναλογούν.

Η τρέχουσα δυναμική υπογραμμίζει ότι η ασφάλεια της Ευρώπης βρίσκεται πλέον σε μια φάση επαναπροσδιορισμού, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρούν σταθερά δεσμευμένες στο ΝΑΤΟ, αλλά σαφέστατα ζητώντας μεγαλύτερη ευρωπαϊκή δέσμευση και περισσότερες επενδύσεις στον τομέα της άμυνας. Οι εξελίξεις των ερχόμενων ετών θα κρίνουν αν και κατά πόσο η Ευρώπη μπορεί να σταθεί πιο αυτόνομα και αποτελεσματικά έναντι των σημερινών και μελλοντικών προκλήσεων στον τομέα της ασφάλειας.

Η ΕΕ απορρίπτει το αίτημα της Ρωσίας για άρση των κυρώσεων για την εκεχειρία στη Μαύρη Θάλασσα

Η Ευρωπαϊκή Ένωση απέρριψε το αίτημα που διατύπωσε η Ρωσία, να αρθούν οι κυρώσεις κατά της ρωσικής Αγροτικής Τράπεζας (Rosselkhozbank) και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, ως όρο για την εφαρμογή της πρόσφατης συμφωνίας μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας για τη ναυτική κατάπαυση πυρός στη Μαύρη Θάλασσα.

Σε ανακοίνωση που εξέδωσε στις 26 Μαρτίου, η εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανίτα Χίπερ τόνισε πως οι κυρώσεις δεν πρόκειται να χαλαρώσουν, εάν η Μόσχα δεν δώσει τέλος στην «απρόκλητη και αδικαιολόγητη επιθετικότητα» εναντίον της Ουκρανίας και δεν αποσύρει ολοκληρωτικά τις δυνάμεις της από το ουκρανικό έδαφος.

«Η λήξη της απρόκλητης και αδικαιολόγητης ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία και η άνευ όρων απόσυρση όλων των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων από όλα τα εδάφη της χώρας, είναι πρωταρχική προϋπόθεση για οποιαδήποτε τροποποίηση ή άρση των κυρώσεων», δήλωσε η ίδια χαρακτηριστικά.

Αρκετές ώρες μετά τη γνωστοποίηση από τις ΗΠΑ ότι Ρωσία και Ουκρανία κατέληξαν στις 25 Μαρτίου σε μία περιορισμένη ναυτική κατάπαυση πυρός στη Μαύρη Θάλασσα, η Μόσχα έσπευσε να θέσει ως βασικό προαπαιτούμενο για την ισχύ της συμφωνίας την άρση των οικονομικών περιορισμών, ιδίως αυτών που αφορούν στην αποκατάσταση της πρόσβασης ρωσικών τραπεζών στο διεθνές σύστημα SWIFT.

Η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σαφώς αρνητική απέναντι σε αυτές τις απαιτήσεις, και η κυρία Χίπερ επισήμανε ότι η στρατηγική της ΕΕ επικεντρώνεται ακριβώς στην εντατικοποίηση της πίεσης προς τη Ρωσία μέσω των υφιστάμενων κυρώσεων, προκειμένου να αποδυναμωθούν οι δυνατότητες της Μόσχας για διεξαγωγή πολέμου. «Η προτεραιότητά μας είναι μία δίκαιη και σταθερή ειρήνη», δήλωσε.

Έντονη υπήρξε η αντίδραση του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος κατηγόρησε τη Ρωσία ότι επιχειρεί να παραπλανήσει τη διεθνή κοινότητα παρουσιάζοντας «διαστρεβλωμένα» τη συμφωνία. Υπογράμμισε δε ότι η ελάφρυνση των κυρώσεων ουδέποτε αποτέλεσε τμήμα της συμφωνίας, η οποία επιτεύχθηκε σε ειρηνευτικές συνομιλίες στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας.

«Οι Ρώσοι προσπαθούν ήδη να χειραγωγήσουν και να αλλοιώσουν τις συμφωνίες. Αυτοί αρνούνται στην πραγματικότητα μια γενικευμένη και χωρίς όρους κατάπαυση πυρός, την οποία έχουν προτείνει οι Ηνωμένες Πολιτείες από τις 11 Μαρτίου», δήλωσε ο Ουκρανός πρόεδρος, καταλογίζοντας στη Μόσχα πλήρη ευθύνη για την παράταση των εχθροπραξιών.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ηγήθηκε των πρόσφατων αμερικανικών διπλωματικών πρωτοβουλιών μεταξύ των δύο πλευρών, δήλωσε πρόσφατα στο δίκτυο Newsmax ότι «ίσως η Ρωσία επιχειρεί να κερδίσει χρόνο», αλλά πρόσθεσε ότι τόσο η Μόσχα όσο και το Κίεβο φαίνεται να επιθυμούν την άμεση παύση των συγκρούσεων, ιδιαίτερα υπό το βάρος των σημαντικών ανθρώπινων απωλειών, που εκτιμώνται στις 2500 ανά εβδομάδα.

Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αντιμέτωπη με τις αυξημένες γεωπολιτικές και ενεργειακές πιέσεις που προκάλεσε ο συνεχιζόμενος πόλεμος, ανακοίνωσε στις 25 Μαρτίου τη νέα «Στρατηγική Ετοιμότητας της ΕΕ». Πρόκειται για ένα σχέδιο που αποσκοπεί στην καλύτερη θωράκιση των ευρωπαϊκών χωρών έναντι πιθανών φυσικών καταστροφών και γεωπολιτικών κρίσεων, με ειδική πρόβλεψη την ενίσχυση των αποθεμάτων τροφίμων και υλικού πρώτης ανάγκης για κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.

Η τρέχουσα συμφωνία, αν και αρχικά φάνηκε ως θετική εξέλιξη, εμφανίζεται πλέον αρκετά εύθραυστη, καθώς ΕΕ και Ουκρανία απορρίπτουν τις ρωσικές απαιτήσεις και, από την άλλη, η Ρωσία αρνείται να ενεργοποιήσει το εν λόγω ναυτικό μορατόριουμ χωρίς άρση περιορισμών.

Η δυσκολία εφαρμογής της συμφωνίας προκαλεί ανησυχίες για νέες εντάσεις στη Μαύρη Θάλασσα και ενδεχόμενες επιπλοκές στο παγκόσμιο εμπόριο, ιδιαίτερα όσον αφορά την επισιτιστική αλυσίδα. Οι επόμενες ημέρες θεωρούνται κρίσιμες για διπλωματικές προσπάθειες εξεύρεσης λύσης, χωρίς όμως, προς το παρόν, να διαφαίνεται άμεσα μια σαφής προοπτική συμφωνίας.

Τραμπ: Τηρούν στάση αναμονής οι Ρώσοι στις συνομιλίες για κατάπαυση πυρός στην Ουκρανία

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ εξέφρασε την εκτίμηση πως οι Ρώσοι διαπραγματευτές μπορεί να επιλέγουν συνειδητά να καθυστερήσουν τις συνομιλίες για εκεχειρία στον πόλεμο με την Ουκρανία, που συνεχίζεται εδώ και περισσότερα από τρία χρόνια.

Σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο Newsmax, λίγες μόλις ώρες έπειτα από ανακοίνωση του Λευκού Οίκου για πρόοδο στις διαβουλεύσεις περί περιορισμένης εκεχειρίας στη Μαύρη Θάλασσα, ο πρόεδρος Τραμπ κλήθηκε να αξιολογήσει την τακτική της Μόσχας στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις.

«Δεν γνωρίζω με σιγουριά. Θα μπορώ να σας πω περισσότερα αργότερα, αλλά θεωρώ ότι η Ρωσία επιθυμεί τον τερματισμό των συγκρούσεων», σημείωσε ο Αμερικανός πρόεδρος, προσθέτοντας ωστόσο πως «είναι πιθανόν να τηρούν στάση αναμονής και να καθυστερούν σκόπιμα».

Ο κ. Τραμπ παραδέχθηκε μάλιστα ότι και ο ίδιος, στο παρελθόν, έχει επιλέξει «στρατηγικά να καθυστερήσει διαπραγματεύσεις για διάφορους λόγους», χωρίς όμως να αναφερθεί σε συγκεκριμένα παραδείγματα.

Προσεκτικά βήματα για μερική εκεχειρία

Η πρόσφατη διαδικασία διαλόγου υπό την αιγίδα των ΗΠΑ έχει οδηγήσει τις δύο πλευρές σε κάποια αρχικά ενθαρρυντικά βήματα. Την περασμένη εβδομάδα, τόσο η Μόσχα όσο και το Κίεβο συμφώνησαν σε μία πρώτη ανακωχή διάρκειας 30 ημερών, που αφορά στην παύση αεροπορικών επιθέσεων εναντίον ενεργειακών υποδομών εκατέρωθεν. Η συμφωνία άρχισε να εφαρμόζεται επισήμως στις 18 Μαρτίου, με δυνατότητα επέκτασης της διάρκειας εάν όλα τα μέρη συναινέσουν σχετικά.

Σε ανακοίνωσή του την 25η Μαρτίου, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι ανέφερε ότι «συμφωνήθηκε με την αμερικανική πλευρά πως η κατάπαυση πυρός στον ενεργειακό μας τομέα μπορεί να ξεκινήσει άμεσα». Παράλληλα, η Ουάσινγκτον ανακοίνωσε επιπλέον και μια καταρχήν συμφωνία για περιορισμό των εχθροπραξιών και στη Μαύρη Θάλασσα, με τον Αμερικανό πρόεδρο να διευκρινίζει όμως ότι υπάρχουν ακόμη «πέντε με έξι όροι της ρωσικής πλευράς που εξετάζουμε».

Κομβικά ζητήματα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων

Την ίδια ώρα, βασικά σημεία αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών παραμένουν αναπάντητα, με ειδικότερο παράδειγμα την τύχη της περιοχής Κουρσκ της δυτικής Ρωσίας. Εκεί, ουκρανικές δυνάμεις διατηρούν υπό τον έλεγχό τους τμήμα της ρωσικής επικράτειας από τον Αύγουστο του περασμένου έτους, πυροδοτώντας επιπρόσθετες εντάσεις.

Ο Ρώσος πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, παρόλο που έχει εκφράσει κατ’ αρχήν διάθεση συζήτησης μιας συνολικότερης εκεχειρίας, θέτει σημαντικά ερωτήματα και αμφισβητήσεις σχετικά με ζητήματα όπως η εποπτεία της εφαρμογής της ανακωχής και ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί μία περίοδος παύσης για ανεφοδιασμό και στρατιωτική ενίσχυση της Ουκρανίας από τους συμμάχους της.

Ο Ζελένσκι, από την πλευρά του, εμφανίζεται διατεθειμένος να επωφεληθεί της κατοχής μέρους του Κουρσκ για ανταλλαγές εδαφών με εδάφη που κατέλαβε η Μόσχα μετά το 2014. Ωστόσο, τα πρόσφατα επιτεύγματα των ρωσικών δυνάμεων στην περιοχή ενισχύουν διαπραγματευτικά τη θέση του Κρεμλίνου, περιορίζοντας τα περιθώρια ελιγμών του Ουκρανού προέδρου.

Σύνθετες ισορροπίες και αβέβαιη έκβαση

Η κατάσταση παραμένει πολύπλοκη και οι εκτιμήσεις για το κατά πόσο θα υπάρξει άμεσα μια συνολικότερη συμφωνία δεν είναι ξεκάθαρες. Τόσο η Μόσχα όσο και το Κίεβο βρίσκονται αντιμέτωπες με τη πρόκληση να διασφαλίσουν όσο το δυνατόν καλύτερους όρους πριν την τελική εκεχειρία, κάτι που ενδέχεται να παρατείνει ακόμη περισσότερο τη διαδικασία διαπραγματεύσεων.

Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί στενά, καθώς οι τυχόν περαιτέρω καθυστερήσεις επιδεινώνουν την ανθρωπιστική κρίση στην περιοχή, ενώ το ενδεχόμενο μιας σταθερής εκεχειρίας μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την ειρήνη έπειτα από έναν καταστροφικό, μακροχρόνιο πόλεμο με βαριές απώλειες και για τις δύο χώρες.

Την αντίθεσή του στο σχέδιο «υπερ-πρεσβείας» της Κίνας στο Λονδίνο εξέφρασε το δημοτικό συμβούλιο του Γουόκιγχαμ

Τοπικό δημοτικό συμβούλιο στη Βρετανία εξέδωσε ψήφισμα που εκφράζει επίσημα την αντίθεσή του στο σχέδιο της Κίνας για την ανέγερση «υπερ-πρεσβείας» στην τοποθεσία του πρώην Royal Mint Court στο κέντρο του Λονδίνου. Το ψήφισμα προτάθηκε στο δημοτικό συμβούλιο του Γουόκιγχαμ, προαστίου δυτικά του Λονδίνου, το βράδυ της 20ής Μαρτίου, από τον Άντι Νγκ Σίου-Χονγκ, πρώην δημοτικό σύμβουλο του Χονγκ Κονγκ και νυν μέλος του βρετανικού Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος στην περιοχή.

Ο Άντι Νγκ, που μετοίκησε στη Βρετανία μετά την παραίτησή του από το δημοτικό συμβούλιο του Χονγκ Κονγκ το 2021 λόγω του πολιτικού κλίματος και της καταστολής από τον κινεζικό κομμουνιστικό καθεστώς, υπογράμμισε στην ομιλία του την ανησυχία των κατοίκων του Γουόκιγχαμ και της ευρύτερης κοινότητας των Βρετανών πολιτών από το Χονγκ Κονγκ σχετικά με την πιθανή ενίσχυση της επιρροής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ) στη Βρετανία.

«Η κινεζική ‘υπερ-πρεσβεία’ δεν είναι απλώς ένα κτήριο», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Νγκ. «Δημιουργεί ανησυχίες για τη δημιουργία κέντρων κατασκοπείας, παράνομων αστυνομικών σταθμών εκτός χώρας, καθώς και για τη δυνατότητα άσκησης διεθνούς καταστολής, με δυνητικά επικίνδυνες συνέπειες για τη Βρετανία.»

Στο ψήφισμα αναφέρθηκε επίσης η μεγάλη διαδήλωση της 8ης Φεβρουαρίου στον χώρο της πρώην βασιλικής υπηρεσίας Νομισματοκοπείου στο Λονδίνο. Κατά τη διάρκεια εκείνης της κινητοποίησης, χιλιάδες διαδηλωτές κατέλαβαν τους γύρω δρόμους, προκαλώντας κυκλοφοριακά προβλήματα ακόμη και στο εμβληματικό Tower Bridge, με αποτέλεσμα αρκετούς τραυματισμούς και συλλήψεις. Σύμφωνα με το ψήφισμα, η ανεπαρκής υποδομή της περιοχής δεν μπορεί να φιλοξενήσει με ασφάλεια μία τεραστίων διαστάσεων διπλωματική εγκατάσταση.

Η πρόταση του Νγκ έλαβε θερμή υποστήριξη από τα άλλα μέλη του δημοτικού συμβουλίου. Οι δημοτικοί σύμβουλοι Πρου Μπρέυ και Στήβεν Κόνγουεϋ ανέφεραν ότι αρκετοί Βρετανοί πολίτες μοιράζονται τις ανησυχίες σχετικά με το αποτύπωμα ασφάλειας που θα άφηνε η νέα «υπερ-πρεσβεία» του ΚΚΚ.

Το δημοτικό συμβούλιο ψήφισε υπέρ της πρότασης με ανάταση χεριών, με μέλη του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος και των Συντηρητικών να στηρίζουν το ψήφισμα, ενώ οι εκπρόσωποι του κόμματος των Εργατικών απείχαν της ψηφοφορίας.

Πρακτικά, το δημοτικό συμβούλιο του Γουόκιγχαμ θα απευθύνει ανοιχτή επιστολή προς την αντιπρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας, Άντζελα Ρέινερ, η οποία καλείται να λάβει υπ’ όψιν τις ανησυχίες αυτές και να απορρίψει τα σχέδια για την ανέγερση της κινεζικής «υπερ-πρεσβείας».

Το συγκεκριμένο θέμα έχει αποκτήσει μεγάλη σημασία λόγω της συρροής πολιτών από το Χονγκ Κονγκ στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά την εισαγωγή του Σχεδίου Εθνικής Ασφάλειας από το Πεκίνο στην περιοχή, το 2020. Τα στατιστικά στοιχεία του βρετανικού υπουργείου Εσωτερικών δείχνουν πάνω από 176.000 εγκρίσεις αδειών παραμονής για πολίτες του Χονγκ Κονγκ μεταξύ 2021 και 2024.

Η ιστορικής σημασίας αυτή απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του Γουόκιγχαμ θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντίστοιχα ψηφίσματα και άλλων τοπικών συμβουλίων, ασκώντας πίεση στο Λονδίνο για να επανεξετάσει τη στάση του απέναντι στη διπλωματική παρουσία του Πεκίνου στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Συναγερμός στις ΗΠΑ για την εκμετάλλευση ορυκτών από την Κίνα στην Αφρική

Σε συναγερμό βρίσκονται οι Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς ειδικοί καταθέτοντας στο Κογκρέσο επεσήμαναν ότι η εντεινόμενη εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων της Αφρικής από την Κίνα απειλεί άμεσα την αμερικανική οικονομία, θέτει σε κίνδυνο τις εφοδιαστικές αλυσίδες και πλήττει την εθνική ασφάλεια της χώρας.

Σε συνεδρίαση της Υποεπιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων με θέμα «Μέταλλα, ορυκτά και εξορύξεις: Πώς το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας τροφοδοτεί συγκρούσεις και εκμετάλλευση στην Αφρική», κορυφαίοι αναλυτές υπέδειξαν συγκεκριμένους κινδύνους για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους.

Όπως χαρακτηριστικά τόνισε ο ειδικός σε θέματα ασφάλειας και ορυκτών του Ατλαντικού Συμβουλίου, Τζόζεφ Νγκουράμο, «το κινεζικό μοντέλο βασίζεται στην εκμετάλλευση των πόρων της Αφρικής προκαλώντας πολιτική και κοινωνική αποσταθεροποίηση προς όφελος του Πεκίνου». Σύμφωνα με τον ίδιο, το Πεκίνο υποστηρίζει διεφθαρμένα καθεστώτα και ελίτ που πλουτίζουν εις βάρος του τοπικού πληθυσμού. Τέτοια μοντέλα διακυβέρνησης, σύμφωνα με τον Νγκουράμο, έχουν ήδη οδηγήσει σε πολεμικές συγκρούσεις σε χώρες όπως το Σουδάν και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.

Η επιρροή της Κίνας στον μεταλλευτικό τομέα της Αφρικής είναι σχεδόν απόλυτη. Η περιοχή διαθέτει πάνω από το 40% των παγκοσμίων αποθεμάτων ορυκτών, απαραίτητων για σύγχρονες τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένων του κοβαλτίου, του τανταλίου και του λιθίου. Ο Νγκουράμο υπογράμμισε ότι η εξάρτηση των δυτικών χωρών από την Κίνα στον τομέα αυτό εγκυμονεί πολλαπλούς κινδύνους, από οικονομικούς έως και στρατιωτικούς, καθώς τα ορυκτά αυτά είναι αναγκαία και για προηγμένα οπλικά συστήματα.

Έγκλημα και διαφθορά στα ορυχεία της Αφρικής

Το μέγεθος των προβλημάτων κατέδειξε η κατάθεση του αναλυτή Σάσα Λέζνεφ από τον οργανισμό The Sentry, ο οποίος ανέφερε ότι σχεδόν οι μισές από τις μεγαλύτερες κινεζικές επενδύσεις στον τομέα εξορύξεων έχουν γίνει στην υποσαχάρια Αφρική, όπου παρατηρούνται «σοβαρά προβλήματα διαφθοράς». Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι στο Κονγκό η Κίνα έκλεισε συμφωνία ύψους 6,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, τη στιγμή που διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία-κέλυφος CCC έδωσε μεγάλα χρηματικά ποσά ως δωροδοκίες σε κυβερνητικά στελέχη.

Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι και η καταγγελία περί συστηματικής παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Νγκουράμο ανέφερε ότι δεκάδες χιλιάδες παιδιά εργάζονται στην εξόρυξη ορυκτών στην Αφρική υπό απάνθρωπες συνθήκες, εκτεθειμένα σε τοξικές ουσίες, συχνά χωρίς καν στοιχειώδη εξοπλισμό προστασίας. Ανέφερε ακόμη, επικαλούμενος τη Διεθνή Αμνηστία, ότι πολλές κινεζικές εταιρείες στην περιοχή εμπλέκονται στο εμπόριο «χρυσού συγκρούσεων», χρηματοδοτώντας ένοπλες ομάδες.

Η στρατηγική σημασία του χρυσού για την Κίνα

Ο ειδικός αναλυτής Τιερί Ντονγκάλα ανέφερε στην κατάθεσή του ότι η Κίνα αγοράζει ποσότητες-ρεκόρ χρυσού από την Αφρική και άλλες περιοχές, πιθανόν για να δημιουργήσει ένα νέο ανταγωνιστικό νόμισμα στο δολάριο, ενισχύοντας τη θέση της στην παγκόσμια αγορά. Πρότεινε μάλιστα οι ΗΠΑ να προχωρήσουν σε έκδοση ειδικών αδειών εμπορίας ορυκτών ώστε να περιοριστεί η παράνομη αγορά που ελέγχεται σήμερα από κινεζικά συμφέροντα.

Αντίδραση των ΗΠΑ: Προτάσεις και προβληματισμός

Κατά την κατάθεση, ο Λέζνεφ κάλεσε την κυβέρνηση Τραμπ και τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο σε εντονότερη δράση, προτείνοντας τη δημιουργία μιας ειδικής διεθνούς πρωτοβουλίας που θα στοχεύει στον περιορισμό του παράνομου εμπορίου χρυσού και τη θέσπιση αυστηρότερων κυρώσεων εναντίον εταιρειών και ατόμων που συμμετέχουν σε διαφθορά και εμπορία «ορυκτών συγκρούσεων».

Οι ειδικοί επεσήμαναν τέλος ότι, παρά την κινεζική υπεροχή στον κλάδο, η Αμερική εξακολουθεί να διαθέτει μεγάλη ισχύ, καθώς οι κινεζικές εταιρείες χρειάζονται πρόσβαση στις αμερικανικές αγορές. Όπως κατέληξε ο Νγκουράμο, «εάν οι ΗΠΑ δεν δράσουν εγκαίρως, το κενό ηγεσίας στην Αφρική και διεθνώς θα το καλύψουν αυταρχικά καθεστώτα, επηρεάζοντας δυσμενώς τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα».

Οι επόμενες κινήσεις που θα αναλάβουν οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούνται καθοριστικές για τη διαμόρφωση νέων ισορροπιών στην παγκόσμια αγορά ασφαλούς εφοδιασμού και στρατηγικών πρώτων υλών.