Παρασκευή, 14 Νοέ, 2025

Η Κίνα και η νέα αντίληψη για τα ανθρώπινα δικαιώματα: Πραγματική πρόοδος ή πολιτική προπαγάνδα;

Τα τελευταία χρόνια, η Κίνα προσπαθεί να παρουσιάσει τον εαυτό της ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο.

Προωθεί ένα μοντέλο που βασίζεται στη συλλογική ευημερία, δίνοντας έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη και την καταπολέμηση της φτώχειας. Ωστόσο, διεθνείς οργανισμοί και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων επισημαίνουν πως η Κίνα χρησιμοποιεί αυτήν τη ρητορική για να συγκαλύψει σοβαρές παραβιάσεις, όπως η καταστολή εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων.

Η διεθνής προώθηση του κινεζικού αφηγήματος

Σε διεθνές επίπεδο, το Πεκίνο προσπαθεί να επηρεάσει τον διάλογο για τα ανθρώπινα δικαιώματα μέσω του ΟΗΕ και άλλων διεθνών θεσμών. Με τη στήριξη χωρών που εξαρτώνται οικονομικά από την Κίνα, επιχειρεί να διαμορφώσει ένα παγκόσμιο αφήγημα, όπου τα κρατικά συμφέροντα και η ανάπτυξη υπερισχύουν των ατομικών ελευθεριών.

Τώρα που οι ΗΠΑ αποχώρησαν από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, οι προσπάθειες της Κίνας να αυξήσει τη δύναμή της εντός του σώματος αντιπροσωπεύουν μια σοβαρή παγκόσμια απειλή.

Η 58η σύνοδος του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ που πραγματοποιείται από τις 24 Φεβρουαρίου έως τις 4 Απριλίου σηματοδοτείται από την αποχώρηση των ΗΠΑ και το πάγωμα της αμερικανικής χρηματοδότησης, γεγονός που επηρεάζει πολλές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Η Κίνα και άλλα αυταρχικά κράτη, που αναζητούν νέες ευκαιρίες για να εκμεταλλευτούν τις αδυναμίες των διεθνών θεσμών, είναι έτοιμα να εκτιναχθούν.

Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (UNHRC) ιδρύθηκε το 2006 για να παρέχει έναν πιο αποτελεσματικό μηχανισμό με στόχο την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την πρόληψη των παραβιάσεων, αντικαθιστώντας την προηγούμενη δομή γνωστή ως Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (UNCHR), η οποία αναδιαρθρώθηκε με την πεποίθηση ότι δεν θα μπορούσε να είναι επαρκώς αποτελεσματική καθώς συνεδρίαζε μόνο μια φορά τον χρόνο. Το Συμβούλιο συνέρχεται τρεις φορές τον χρόνο, τον Μάρτιο, τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο. Ωστόσο είναι σαφές ότι αντιμετωπίζει σοβαρά εμπόδια στην εκπλήρωση των ιδρυτικών του στόχων. Αρχικά θεωρήθηκε ως μια πολλά υποσχόμενη δομή για την αντιμετώπιση ζητημάτων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όμως η πραγματικότητα είναι ότι έχει απομακρυνθεί από τους στόχους του. Με την πάροδο των ετών, ο χώρος των πολιτών και οι ευκαιρίες για όσους πραγματικά είναι αφοσιωμένοι στα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν αντίστοιχα συρρικνωθεί, ιδιαίτερα με την κατάργηση των γενικών συζητήσεων κατά τη σύνοδο του Ιουνίου.

Η πρωτοβουλία που ανέλαβαν αυταρχικά καθεστώτα όπως η Κίνα είχε βαθύτατα αρνητικό αντίκτυπο στην UNHRC, παρέχοντάς τους μία πλατφόρμα για να παρουσιάσουν μια εντελώς ψεύτικη εικόνα για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις χώρες τους. Αυτό εγείρει σοβαρές ανησυχίες για το παγκόσμιο κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο σύνολό του.

Η κινεζική κυβέρνηση εφαρμόζει διάφορες στρατηγικές στη διεθνή σκηνή για να υπερασπιστεί το φρικτό ιστορικό της στα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σχετικά με τους ασκούμενους της πνευματικής πρακτικής Φάλουν Γκονγκ, τους Ουιγούρους, τους Θιβετιανούς, τους χριστιανούς και τον αγώνα του Χονγκ Κόνγκ να βρει μία θέση στην ατζέντα του UNHRC. Ένας από τους παράγοντες που αυξάνουν την επιρροή της Κίνας στο Συμβούλιο είναι η παροχή οικονομικής βοήθειας και η διπλωματική πίεση παγκοσμίως.

Οι προκλήσεις και οι αντιδράσεις της Δύσης

Η προσπάθεια της Κίνας να παρουσιαστεί ως ηγέτης στα ανθρώπινα δικαιώματα έρχεται σε αντίθεση με τις αναφορές για λογοκρισία, μαζική παρακολούθηση και καταστολή αντιφρονούντων. Οι δυτικές κυβερνήσεις και οργανώσεις, αν και καταδικάζουν αυτές τις πρακτικές, δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη επιρροή του Πεκίνου σε διεθνείς θεσμούς.

Πολλές χώρες απλώς δίνουν προτεραιότητα στα εθνικά τους συμφέροντα, αποκλίνοντας έτσι από τον πραγματικό σκοπό του θεσμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του οποίου είναι μέλη.

Η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Συμβούλιο επιδεινώνει τη σοβαρότητα αυτού του ζητήματος.

Ένας από τους κύριους λόγους για την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ είναι η σημαντική μείωση της σημασίας του Συμβουλίου ως γνήσιας δύναμης για το καλό. Ο αριθμός των χωρών με αυταρχικές τάσεις υπερβαίνει πλέον εκείνους που σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Ως εκ τούτου, η αποχώρηση των ΗΠΑ είναι μία σημαντική εξέλιξη που υπονομεύει περαιτέρω την αξιοπιστία του Συμβουλίου όσον αφορά την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η Κίνα ως παγκόσμιος υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: Μια καλοσχεδιασμένη προπαγάνδα

Η Κίνα έχει τελειοποιήσει την τέχνη της πολιτικής προπαγάνδας. Ενώ φυλακίζει αντιφρονούντες, ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης και επιβλέπει κάθε ψηφιακή επικοινωνία, ταυτόχρονα προβάλλει προς τα έξω την εικόνα μίας χώρας που «σέβεται» τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μέσω του ΟΗΕ και άλλων διεθνών οργανισμών, το Πεκίνο επιχειρεί να αναδιαμορφώσει τον διάλογο για τα δικαιώματα, προωθώντας ένα μοντέλο που η υποταγή στο κράτος αντικαθιστά τις ατομικές ελευθερίες.

Στην Κίνα, το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι υπεράνω όλων. Οι πολίτες δεν έχουν πραγματική ελευθερία λόγου, καθώς κάθε μορφή κριτικής προς την κυβέρνηση καταστέλλεται αμέσως. Η μαζική παρακολούθηση μέσω συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης και κοινωνικής βαθμολόγησης εξασφαλίζει ότι κανείς δεν ξεφεύγει από τον έλεγχο του Κόμματος. Τα στρατόπεδα «αναμόρφωσης», η βίαιη καταστολή του Χονγκ Κόνγκ και οι φυλακίσεις ακτιβιστών είναι μερικά μόνο παραδείγματα τού πώς το κινεζικό καθεστώς αντιμετωπίζει όσους τολμούν να αμφισβητήσουν την απόλυτη κυριαρχία του.

Η υποκρισία της κινεζικής ηγεσίας

Το κινεζικό καθεστώς ισχυρίζεται ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα συνδέονται με την οικονομική ανάπτυξη, όμως αυτή η αφήγηση χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει την καταπίεση. Οι εργάτες δεν έχουν δικαίωμα σε ελεύθερα συνδικάτα, οι μειονότητες υφίστανται διακρίσεις, ενώ το δικαστικό σύστημα είναι πλήρως ελεγχόμενο από το Κόμμα. Αντί για δικαιοσύνη και πρόοδο, η Κίνα επιβάλλει έναν ψηφιακό και φυσικό ολοκληρωτισμό, όπου η απόλυτη υπακοή είναι προαπαιτούμενο για την επιβίωση. Πίσω από τη ρητορική περί «κοινωνικής σταθερότητας» και «συλλογικής ευημερίας» κρύβεται μία απολυταρχική μηχανή που συνθλίβει κάθε μορφή ατομικής ελευθερίας. Η διεθνής κοινότητα πρέπει να αναγνωρίσει αυτήν την πραγματικότητα.

Εν ολίγοις, μία νέα τάξη «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» που διαμορφώθηκε υπό την ηγεσία της Κίνας θα απειλήσει χώρες με δημοκρατικές αξίες. Ένα ενιαίο μέτωπο από γνήσιους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι απαραίτητο για να αναμορφωθεί αυτός ο χώρος (των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) και να απωθήσουμε αυτές τις αυταρχικές τάσεις.

 

Καναδάς: Ενημέρωση της ταξιδιωτικής οδηγίας για την Κίνα λόγω των εκτελέσεων Καναδών πολιτών

Η Οττάβα επικαιροποίησε την ταξιδιωτική της οδηγία προς την Κίνα, εκφράζοντας ανησυχίες για την αυθαίρετη επιβολή των τοπικών νόμων, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αυστηρές ποινές ακόμη και για μη βίαια εγκλήματα, καθώς και στη θανατική ποινή για αδικήματα που κρίνονται σοβαρά.

Η ενημέρωση αυτή έγινε την ίδια εβδομάδα που η υπουργός Εξωτερικών του Καναδά, Μελανί Ζολύ, επιβεβαίωσε ότι η Κίνα εκτέλεσε φέτος τέσσερεις Κινεζοκαναδούς πολίτες με κατηγορίες που, σύμφωνα με το Πεκίνο, σχετίζονται με διακίνηση ναρκωτικών. Η Ζολύ καταδίκασε έντονα την απόφαση αυτή και τόνισε πως η Οττάβα θα συνεχίσει να ζητά επιείκεια για Καναδούς που αντιμετωπίζουν παρόμοιες καταστάσεις.

Η επικαιροποιημένη ταξιδιωτική οδηγία, που δημοσιεύθηκε στις 17 Μαρτίου, επισημαίνει ότι η δυνατότητα του Καναδά να παρέχει προξενική βοήθεια είναι περιορισμένη λόγω του επιπέδου διαφάνειας στο κινεζικό δικαστικό σύστημα. Προειδοποιεί, επίσης, ότι στην Κίνα ενδέχεται να επιβληθούν αυστηρές ποινές ακόμη και για μη βίαιες ενέργειες, όπως οικονομικά εγκλήματα, ενώ οι αρχές μπορεί να εφαρμόσουν τη θανατική ποινή για αδικήματα που θεωρούνται σοβαρά, συμπεριλαμβανομένων των εγκλημάτων ναρκωτικών. Παράλληλα, ενδέχεται να απαγορευθεί η έξοδος από τη χώρα χωρίς προειδοποίηση σε Καναδούς υπήκοους που βρίσκονται υπό έρευνα από το κινεζικό καθεστώς.

Εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών του Καναδά είχε δηλώσει παλαιότερα στην Epoch Times ότι η Οττάβα αντιτίθεται στη χρήση της θανατικής ποινής από την Κίνα, χαρακτηρίζοντάς την αντίθετη με τη βασική ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η εφημερίδα απηύθυνε ερώτημα στο υπουργείο για το πότε ενημερώθηκε για τις εκτελέσεις, χωρίς να λάβει απάντηση μέχρι τη δημοσίευση του άρθρου.

Ο ανεξάρτητος βουλευτής Κέβιν Βουόνγκ εξέφρασε επίσης ανησυχία για τη στάση της Κίνας απέναντι στους Καναδούς πολίτες, σημειώνοντας ότι όχι μόνο θα πρέπει να αποφεύγεται η ταξιδιωτική μετακίνηση προς την Κίνα, αλλά και η διέλευση μέσω κινεζικών αεροδρομίων, συμπεριλαμβανομένου του Χονγκ Κονγκ.

Εντάσεις στις σχέσεις Καναδά-Κίνας

Η ενημέρωση της ταξιδιωτικής οδηγίας έρχεται σε μια περίοδο αυξανόμενης εμπορικής και διπλωματικής έντασης μεταξύ Οττάβας και Πεκίνου.

Στις 8 Μαρτίου, η Κίνα ανακοίνωσε δασμούς 100% σε καναδικό έλαιο κανόλα, υποπροϊόντα ελαίου και εισαγωγές μπιζελιών, καθώς και επιβαρύνσεις 25% σε καναδικά θαλασσινά και χοιρινό κρέας, ως απάντηση στην απόφαση του Καναδά τον περασμένο Οκτώβριο να επιβάλει δασμούς 100% στα ηλεκτρικά οχήματα κινεζικής κατασκευής και 25% στους τομείς αλουμινίου και χάλυβα, υποστηρίζοντας ότι οι καναδικές βιομηχανίες αντιμετωπίζουν αθέμιτο ανταγωνισμό λόγω της κρατικά κατευθυνόμενης υπερπαραγωγής της Κίνας. Οι κινεζικοί δασμοί τέθηκαν σε ισχύ στις 20 Μαρτίου.

Την ίδια στιγμή, η Οττάβα εξέφρασε ανησυχία για μία νέα εκστρατεία παραπληροφόρησης, που συνδέεται με το κινεζικό καθεστώς και στοχεύει άτομα στον Καναδά που επικρίνουν το Πεκίνο. Σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών, η εκστρατεία χρησιμοποιεί τεχνητή νοημοσύνη για τη διάδοση παραποιημένου περιεχομένου με σκοπό τον εκφοβισμό, την υποτίμηση και την παρενόχληση των στόχων της στον Καναδά. Πρόκειται για μία πιο εκτεταμένη καμπάνια σε σχέση με εκείνη του 2023, η οποία είχε στοχοποιήσει δεκάδες Καναδούς βουλευτές, συμπεριλαμβανομένων του πρώην πρωθυπουργού Τζάστιν Τρυντώ, του ηγέτη των Συντηρητικών Πιερ Πουαλιέβρ και αρκετών υπουργών. Η Οττάβα έχει εκφράσει άμεσα τις ανησυχίες της στην κινεζική πρεσβεία.

Η δημόσια έρευνα του Καναδά για την ξένη παρέμβαση έχει ήδη αναγνωρίσει την Κίνα ως την «πιο επίμονη και πιο τεχνολογικά προηγμένη απειλή» για τη χώρα. Επιπλέον, νέα έκθεση που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο υποστηρίζει ότι η Κίνα είναι «πολύ πιθανό» να χρησιμοποιήσει εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης για να επιχειρήσει να παρέμβει στις επερχόμενες καναδικές εκλογές.

Νωρίτερα φέτος, η τότε υποψήφια για την ηγεσία των Φιλελευθέρων, Κρύστια Φρήλαντ, στοχοποιήθηκε από καμπάνια παραπληροφόρησης, η οποία περιελάμβανε επικριτικά άρθρα που προέρχονταν από ανώνυμο ιστολόγιο στο WeChat, το οποίο έχει στο παρελθόν συνδεθεί με το κινεζικό καθεστώς.

Η Οττάβα έχει επίσης εκφράσει ανησυχία για τις προσπάθειες της Κίνας να διεισδύσει στην καναδική κυβέρνηση. Σύμφωνα με έκθεση του Καναδικού Κέντρου Κυβερνοασφάλειας της 4ης Μαρτίου, παρατηρείται επαναλαμβανόμενη και διαρκής στόχευση όλων των επιπέδων διακυβέρνησης στον Καναδά από το κινεζικό καθεστώς.

Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο Καναδάς καταδίκασε τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Κίνα και επέβαλε κυρώσεις σε οκτώ ανώτατους Κινέζους αξιωματούχους, κατηγορώντας τους για «σοβαρές παραβιάσεις». Οι κυρώσεις αφορούσαν τη συστηματική καταστολή εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, όπως των Ουιγούρων στη Σιντζιάνγκ, των Θιβετιανών και των ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ.

Η Ζολύ είχε δηλώσει ότι ο Καναδάς είναι βαθιά ανήσυχος για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σιντζιάνγκ και το Θιβέτ, καθώς και για την καταστολή των ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ, καλώντας την κινεζική κυβέρνηση να τερματίσει τη δίωξη και να τηρήσει τις διεθνείς της υποχρεώσεις.

Ταξιδιωτική οδηγία

Η Οττάβα συμβουλεύει τους Καναδούς ταξιδιώτες προς την Κίνα να επιδεικνύουν «υψηλό βαθμό προσοχής». Επισημαίνει ότι οι Καναδοί ενδέχεται να έχουν λιγότερα δικαιώματα σε σχέση με όσα ισχύουν στον Καναδά, συμπεριλαμβανομένων περιορισμένων δικαιωμάτων ιδιωτικότητας και νομικής εκπροσώπησης.

Σύμφωνα με την ταξιδιωτική οδηγία, οι Καναδοί θα πρέπει να θεωρούν δεδομένο ότι οι τοπικές αρχές θα έχουν πρόσβαση στα βιομετρικά τους δεδομένα κατά την άφιξή τους, καθώς οι κινεζικές αρχές «βασίζονται ευρέως» στην τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου και στην παρακολούθηση μέσω βίντεο για τον έλεγχο των δραστηριοτήτων που θεωρούνται περιορισμένες.

Η προειδοποίηση επισημαίνει επίσης ότι οι επισκέπτες δεν θα έχουν ιδιωτικότητα στο διαδίκτυο, καθώς οι τοπικές αρχές μπορούν να παρακολουθούν τις επικοινωνίες τους ανά πάσα στιγμή ή να εξετάζουν το περιεχόμενο που είναι αποθηκευμένο ή καταγεγραμμένο στο ιστορικό των συσκευών τους.

Οι Καναδοί καλούνται να είναι «ιδιαίτερα προσεκτικοί» όταν επισκέπτονται τις περιοχές Σιντζιάνγκ και Θιβέτ, αποφεύγοντας τη βιντεοσκόπηση ή τη λήψη φωτογραφιών, και να αναμένουν αυξημένα μέτρα ασφαλείας και παρακολούθησης. Οι δύο αυτές περιοχές έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς ανησυχίας λόγω αναφορών για κρατικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Επιπλέον, η οδηγία προειδοποιεί τους Καναδούς να αποφεύγουν δραστηριότητες που το κινεζικό καθεστώς θεωρεί ότι «απειλούν την εθνική ασφάλεια», διαταράσσουν τη δημόσια τάξη ή βλάπτουν το δημόσιο συμφέρον, ακόμη και αν τέτοιες δραστηριότητες δεν θεωρούνται παράνομες στον Καναδά. Ο όρος «διατάραξη της κοινωνικής τάξης», σύμφωνα με ειδικούς, χρησιμοποιείται συχνά στη κινεζική νομοθεσία για την καταστολή αντιφρονούντων και μη βίαιων κινημάτων.

Η Οττάβα σημειώνει ότι οι Καναδοί που κατηγορούνται για διατάραξη της κοινωνικής τάξης θα υπόκεινται σε ανάκριση. «Οι κινεζικές αρχές ενδέχεται να σας κρατήσουν έως και 6 μήνες πριν από την επίσημη σύλληψή σας», επισημαίνει η οδηγία.

«Σημειώστε ότι η πρόσβαση σε νομική εκπροσώπηση συχνά δεν επιτρέπεται στα αρχικά στάδια μιας υπόθεσης εθνικής ασφάλειας, ενώ οι δίκες συχνά διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών», αναφέρει η οδηγία.

Της Carolina Avendano

Με τη συμβολή του Noé Chartier

Κινέζος υπήκοος καταδικάστηκε για απόπειρα μεταφοράς παράνομων μεταναστών στο Γκουάμ

Κινέζος υπήκοος καταδικάστηκε σε φυλάκιση για απόπειρα μεταφοράς παράνομων μεταναστών δια θαλάσσης από τη Σαϊπάν στο Γκουάμ, όπως ανακοίνωσε στις 17 Μαρτίου η Εισαγγελία των Περιφερειών του Γκουάμ και των Βόρειων Μαριάνων Νήσων.

Ο 68χρονος Γιανγκ Χονγκ Τζιανγκ καταδικάστηκε στις 14 Μαρτίου σε φυλάκιση 30 ημερών από το Περιφερειακό Δικαστήριο των Βόρειων Μαριάνων Νήσων. Ο Γιανγκ κρίθηκε ένοχος για απόπειρα μεταφοράς παράνομων μεταναστών, καθώς και για συνέργεια και υποβοήθηση στη μεταφορά τους. Το δικαστήριο τού επέβαλε επίσης 50 ώρες κοινωνικής εργασίας, έναν χρόνο επιτήρησης και πρόστιμο ειδικής αξιολόγησης ύψους 100 δολαρίων. Η υπόθεση διεκπεραιώθηκε από τον Εισαγγελέα των ΗΠΑ Έρικ Ο’ Μάλλεϋ και σώμα ενόρκων.

Η Epoch Times επικοινώνησε με τον δικηγόρο του Γιανγκ για σχόλια, αλλά δεν έλαβε απάντηση έως τη στιγμή της δημοσίευσης.

Στις 11 Ιουλίου 2023, η Υπηρεσία Ερευνών Εσωτερικής Ασφάλειας (Homeland Security Investigations – HSI) έλαβε αναφορά ότι η Ακτοφυλακή των ΗΠΑ διέσωσε 11 άτομα, μεταξύ των οποίων εννέα Κινέζους υπηκόους, από μικρό σκάφος στα ανοιχτά της Ρότα, του νοτιότερου νησιού της αλυσίδας των Μαριάνων Νήσων, με προορισμό το Γκουάμ. Η διάσωση πραγματοποιήθηκε όταν το σκάφος ξέμεινε από καύσιμα, έχοντας αποπλεύσει από τη Σαϊπάν δύο μέρες νωρίτερα. Οι επιβαίνοντες επιχείρησαν να επικοινωνήσουν με άλλο σκάφος για ανεφοδιασμό, αλλά όταν αυτό απέτυχε, κάλεσαν την Ακτοφυλακή, ενεργοποιώντας επιχείρηση έρευνας και διάσωσης, σύμφωνα με την ανακοίνωση.

Η Εισαγγελία της Περιφέρειας σημείωσε ότι στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν περισσότερα καύσιμα και να συνεχίσουν το παράνομο ταξίδι τους, τα μέλη της ομάδας έθεσαν σε κίνδυνο όχι μόνο τους ίδιους, αλλά και τους διασώστες τους. Οι αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών και δύο περιφερειακοί σύμμαχοι εντόπισαν το ακινητοποιημένο σκάφος τις πρώτες πρωινές ώρες της ίδιας ημέρας και διέσωσαν τους επιβαίνοντες λίγο μετά τα μεσάνυχτα με τη χρήση ελικοπτέρου του Ναυτικού.

Εννέα από τους συνεργούς του Γιανγκ είχαν ήδη παρουσιαστεί στο δικαστήριο σε προγενέστερες ημερομηνίες κατηγορούμενοι για απόπειρα μεταφοράς παράνομων μεταναστών. Όλοι δήλωσαν ένοχοι, σύμφωνα με την Εισαγγελία.

Ο Εισαγγελέας των ΗΠΑ για τις Περιφέρειες του Γκουάμ και των Βόρειων Μαριάνων Νήσων, Σων Άντερσον, ανέφερε ότι η Γενική Εισαγγελέας Πάμ Μπόντι έχει καταστήσει την επιβολή της μεταναστευτικής νομοθεσίας ύψιστη προτεραιότητα του υπουργείου Δικαιοσύνης. «Θα επιτελέσουμε την αποστολή μας μέσω ομοσπονδιακών, εδαφικών και πολιτειακών συνεργασιών για την αποτροπή της παράνομης μετανάστευσης και την προώθηση της ασφάλειας στη θάλασσα», δήλωσε ο Άντερσον. «Όποιος διαθέτει πληροφορίες σχετικά με αυτού του είδους την εγκληματική δραστηριότητα, θα πρέπει να επικοινωνήσει με την Υπηρεσία Ερευνών Εσωτερικής Ασφάλειας.»

Η ειδική πράκτορας της HSI, Λούσυ Καμπράλ-ΝτεΆρμας, σχολίασε επίσης την απόφαση, επισημαίνοντας ότι η καταστολή αυτών των εγκλημάτων προστατεύει τις κοινότητες και στοχεύει στους εγγενείς κινδύνους που σχετίζονται με τη διακίνηση ανθρώπων. Πρόσθεσε ότι η HSI διαφυλάσσει τα σύνορα των ΗΠΑ μέσω της εφαρμογής της μεταναστευτικής νομοθεσίας.

Η Εισαγγελία ανακοίνωσε στις 25 Φεβρουαρίου άλλη μία παρόμοια υπόθεση, όπου ένας 22χρονος Κινέζος υπήκοος καταδικάστηκε σε φυλάκιση 30 ημερών. Ο Τζιανγκ Κανγκλέ κρίθηκε ένοχος για συνωμοσία μεταφοράς παράνομων μεταναστών και απόπειρα εξαπάτησης των Ηνωμένων Πολιτειών, σύμφωνα με το δελτίο Τύπου. Στις 9 Δεκεμβρίου 2024, ο Τζιανγκ κατέβαλε 6.000 δολάρια για παράνομο ταξίδι με σκάφος από τη Σαϊπάν στο Γκουάμ, μαζί με επτά ακόμη Κινέζους υπηκόους. Η Εισαγγελία σημείωσε ότι οι επιβάτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σκάφος κοντά στην ακτή, παρά το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς δεν ήξεραν κολύμπι. Οι περισσότεροι εντοπίστηκαν αργότερα «κοντά σε ευαίσθητες στρατιωτικές εγκαταστάσεις», σύμφωνα με την ανακοίνωση.

Το Γκουάμ, που συχνά αποκαλείται «αιχμή του δόρατος» ή «προκεχωρημένο φυλάκιο του Ινδο-Ειρηνικού» από τον στρατό των ΗΠΑ, αποτελεί στρατηγικό οχυρό για τις αμερικανικές δυνάμεις και φιλοξενεί σημαντική βάση υποβρυχίων των ΗΠΑ. Το νησί είναι επίσης έδρα της αεροπορικής βάσης Άντερσεν, η οποία διαθέτει εκτεταμένες υποδομές για βομβαρδιστικά και μαχητικά αεροσκάφη. Λόγω της στρατηγικής του σημασίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, το Γκουάμ θεωρείται πιθανός στόχος των αντιπάλων των ΗΠΑ.

Το αντιπυραυλικό σύστημα AN/TPY-6. (Ευγενική παραχώρηση της Υπηρεσίας Πυραυλικής Άμυνας)

 

Τον Νοέμβριο του 2023, ο Τζέημς Μόυλαν, Ρεπουμπλικανός αντιπρόσωπος του Γκουάμ στη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, δήλωσε στην εκπομπή «Capitol Report» του NTD, αδελφού μέσου ενημέρωσης της Epoch Times, ότι ήταν καιρός ο αμερικανικός στρατός να ενισχύσει την άμυνα του νησιού ενάντια σε μία πιθανή πυραυλική επίθεση σε έναν υποθετικό μελλοντικό πόλεμο με την Κίνα.

Ο Μόυλαν είχε δηλώσει τότε ότι ήταν «πολύ ανήσυχος» για την αμυντική στάση του Γκουάμ απέναντι στα προηγμένα νέα όπλα που αναπτύσσει ο στρατός του κινεζικού κομμουνιστικού καθεστώτος, σημειώνοντας ότι το νησί βρίσκεται περίπου 3.000 χλμ από την ηπειρωτική Κίνα.

Του Dave Malyon

Με τη συμβολή του Chase Smith

Ο στρατός της Ταϊβάν κάνει ασκήσεις άμεσης αντίδρασης σε πιθανή κινεζική επίθεση

Ο στρατός της Ταϊβάν εξασκείται στο πώς να αντιδράσει άμεσα εάν μια κινεζική στρατιωτική άσκηση γύρω από το νησί μετατραπεί σε εισβολή.

Η δεύτερη άσκηση «άμεσης απόκρισης μάχης», που πραγματοποιήθηκε μεταξύ Δευτέρας και Παρασκευής αυτής της εβδομάδας, συνέπεσε με την αύξηση του αριθμού των στρατιωτικών αεροσκαφών και των πολεμικών πλοίων που έστειλε το κινεζικό καθεστώς στον κύκλο της Ταϊβάν.

Η Ταϊβάν πραγματοποίησε την πρώτη άσκηση τον Δεκέμβριο του 2024, όταν ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΛΑΣ) του κινεζικού καθεστώτος έκλεισε επτά ζώνες εναέριου χώρου κατά μήκος του στενού της Ταϊβάν εν μέσω εικασιών ότι το καθεστώς διεξήγαγε μεγάλη στρατιωτική άσκηση γύρω από το νησί.

Παρουσιάζοντας την Τετραετή Επιθεώρηση Αμύνης (QDR) στους νομοθέτες της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων και Εθνικής Άμυνας την Τετάρτη, ο υπουργός Άμυνας Γουέλινγκτον Κου Λι-σιούνγκ είπε ότι, κατά τη διάρκεια των προγραμματισμένων ασκήσεων, δίνονται σενάρια στους διοικητές επιχειρησιακών ζωνών στα οποία πρέπει να ανταποκριθούν. Είπε επίσης ότι ο στρατός θα πραγματοποιήσει απρογραμμάτιστες ασκήσεις ως απάντηση στη στρατιωτική παρενόχληση του Πεκίνου.

Η Ταϊβάν – ή αλλιώς Δημοκρατία της Κίνας – ιδρύθηκε από τις δυνάμεις που κυβερνούσαν την ηπειρωτική Κίνα πριν πάρει τον έλεγχο το Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) το 1949. Το ΚΚΚ δεν κυβέρνησε ποτέ την Ταϊβάν. Είχε δηλώσει ότι θα προσπαθούσε να απορροφήσει την Ταϊβάν με ειρηνικά μέσα, ωστόσο έχει επανειλημμένα απειλήσει να προσαρτήσει το αυτοδιοικούμενο νησί με τη βία.

Τα τελευταία χρόνια, το ΚΚΚ έχει εντείνει τη στρατιωτική πίεση στην Ταϊβάν, με τα αεροπλάνα και τα πλοία του να περιπολούν κοντά στην Ταϊβάν σχεδόν σε καθημερινή βάση.

Τη Δευτέρα, η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών του ΚΚΚ, Μάο Νινγκ, είπε σε δημοσιογράφους ότι η στρατιωτική επιχείρηση του καθεστώτος ήταν μία προειδοποίηση για τις —όπως τις αποκαλεί το ΚΚΚ— ‘αυτονομιστικές δυνάμεις’ της Ταϊβάν και τις εξωτερικές δυνάμεις —όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες— που είπε ότι «είναι εντελώς ταγμένες στην υποστήριξη της ‘ανεξαρτησίας της Ταϊβάν’».

Η Μάο επανέλαβε την «αρχή της μίας Κίνας» του ΚΚΚ, σύμφωνα με την οποία το κομμουνιστικό καθεστώς είναι η μόνη νόμιμη κυβέρνηση και στις δύο πλευρές του στενού.

«Η ‘ανεξαρτησία της Ταϊβάν’ και η ειρήνη και η σταθερότητα στα στενά είναι τόσο ασυμβίβαστα όσο η φωτιά και το νερό», δήλωσε.

Στην Τετραετή Επιθεώρηση Αμύνης, που δημοσιεύτηκε στις 18 Μαρτίου, το υπουργείο Αμύνης της Ταϊβάν είπε ότι η αυξανόμενη στρατιωτική ισχύ του Πεκίνου, μειώνει τα χρονικά περιθώρια απόκρισης σε μια πιθανή κινεζική επίθεση.

«Σε καιρό πολέμου, ο ΛΑΣ μπορεί να προωθηθεί σε πολλά πεδία – στη γη, τη θάλασσα, τον αέρα, το διάστημα, τον κυβερνοχώρο, αλλά και χρησιμοποιώντας ηλεκτρομαγνητικά και ψυχολογικά μέσα» για να παραλύσει τη στρατιωτική δύναμη της Ταϊβάν και να ξεκινήσει έναν πόλεμο-αστραπή ή να απομονώσει ή να αποκλείσει την Ταϊβάν για να αναγκάσει το νησιωτικό έθνος να παραδοθεί.

«Ο εθνικός στρατός θα επικεντρωθεί περισσότερο στην άμεση ετοιμότητα μάχης, την ταχεία κινητοποίηση, τη βαθιά άμυνα και τη διαρκή μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα για να ανατρέψει το σχέδιο του εχθρού να εξασφαλίσει μια γρήγορη νίκη».

Εν τω μεταξύ, ο Κου είπε στους βουλευτές την Τετάρτη ότι, για πρώτη φορά, η ετήσια πολεμική άσκηση Χαν Κουάνγκ της Ταϊβάν προσομοιώνει μία κινεζική εισβολή του 2027.

Το 2023, ο τότε διευθυντής της CIA Γουίλιαμ Μπερνς επικαλέστηκε τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, λέγοντας ότι ο Κινέζος επικεφαλής Σι Τζινπίνγκ είχε διατάξει τον ΛΑΣ να είναι έτοιμος για εισβολή στην Ταϊβάν μέχρι το 2027.

Μιλώντας στη Διάσκεψη Αμυντικών Προγραμμάτων McAleese στην Ουάσιγκτον την Τρίτη, ο διοικητής της Στρατηγικής Διοίκησης των ΗΠΑ, στρατηγός Άντονι Τζ. Κότον, είπε ότι ο Σι δεν έχει εγκαταλείψει τη φιλοδοξία να πραγματοποιήσει την εισβολή του 2027.

Αποδόθηκαν κατηγορίες σε πέντε άτομα στην ευρωπαϊκή έρευνα διαφθοράς για την Huawei

Η βελγική εισαγγελία ανακοίνωσε στις 18 Μαρτίου ότι απήγγειλε κατηγορίες σε πέντε άτομα σε σχέση με μια έρευνα για διαφθορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που φέρεται να συνδέεται με τον κινεζικό τηλεπικοινωνιακό κολοσσό Huawei.

Τέσσερεις έχουν κατηγορηθεί για ενεργητική διαφθορά και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και ένας πέμπτος για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και του δόθηκε υπό όρους αποφυλάκιση, σύμφωνα με ανακοίνωση της εισαγγελίας.

Ο αξιωματούχος του εισαγγελέα δεν αποκάλυψε τα ονόματα των εμπλεκομένων ούτε έδωσε πληροφορίες που θα μπορούσαν να τους ταυτοποιήσουν.

Το γραφείο ανέφερε προηγουμένως ότι ο ανακριτής διέταξε να τοποθετηθούν σφραγίδες σε γραφεία που είχαν ανατεθεί σε δύο κοινοβουλευτικούς βοηθούς εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Αξιωματούχοι επιβολής του νόμου διεξήγαγαν νέες έρευνες τη Δευτέρα σε ορισμένα από τα σφραγισμένα γραφεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ανακοίνωσε το γραφείο του εισαγγελέα. Οι εισαγγελείς ισχυρίζονται ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν από εγκληματική οργάνωση.

Οι συλλήψεις ακολούθησαν πάνω από είκοσι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν από περίπου 100 ομοσπονδιακούς αστυνομικούς στις Βρυξέλλες, στις περιοχές της Φλάνδρας και της Βαλλονίας, και στην Πορτογαλία.

Την περασμένη εβδομάδα, το γραφείο του εισαγγελέα είπε σε δήλωση ότι η φερόμενη διαφθορά υπήρχε από το 2021. Το γραφείο δεν ταυτοποίησε τα άτομα που συνελήφθησαν, αλλά είπε ότι «η υποτιθέμενη δωροδοκία φέρεται να ωφέλησε τη Huawei».

«Η διαφθορά λέγεται ότι ασκήθηκε τακτικά και πολύ διακριτικά… υπό το πρόσχημα του εμπορικού λόμπι και έλαβε διάφορες μορφές, όπως αμοιβή για ανάληψη πολιτικών απόψεων ή υπερβολικά δώρα όπως φαγητό και έξοδα ταξιδιού ή τακτικές προσκλήσεις σε ποδοσφαιρικούς αγώνες», ανέφερε το γραφείο. «Όλα αυτά με σκοπό την προώθηση αμιγώς ιδιωτικών εμπορικών συμφερόντων στο πλαίσιο πολιτικών αποφάσεων.»

Μιλώντας στην Epoch Times στις 13 Μαρτίου, ένας εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είπε: «Λάβαμε αίτημα συνεργασίας από τις βελγικές αρχές για να βοηθήσουμε την έρευνα, την οποία το Κοινοβούλιο θα τιμήσει γρήγορα και πλήρως».

Μια μέρα αργότερα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, επικαλούμενο «προληπτικά μέτρα», απαγόρευσε τους εκπροσώπους της Huawei από τα κτήρια του νομοθετικού σώματος.

Ένας εκπρόσωπος τύπου του Κοινοβουλίου είπε στην Epoch Times ότι το προσωπικό του υπουργικού συμβουλίου και οι γενικοί διευθυντές έλαβαν εντολή «να αναστείλουν αμέσως τις επαφές και τις συναντήσεις με την HUAWEI μέχρι νεωτέρας».

Η Huawei είπε την περασμένη εβδομάδα ότι έλαβε σοβαρά υπ’ όψιν τις κατηγορίες.

«Η Huawei έχει πολιτική μηδενικής ανοχής έναντι της διαφθοράς ή άλλων αδικημάτων και δεσμευόμαστε να συμμορφωνόμαστε με όλους τους ισχύοντες νόμους και κανονισμούς ανά πάσα στιγμή», ανέφερε.

Η Huawei έχει επανειλημμένα αρνηθεί ότι βοηθά στη διευκόλυνση της κατασκοπείας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ).

Από τότε που το ΚΚΚ ενέκρινε τον Νόμο για τις Εθνικές Πληροφορίες τον Ιούνιο του 2017, όλοι οι Κινέζοι πολίτες και εταιρείες έχουν νομικά την υποχρέωση να παραδίδουν οποιεσδήποτε πληροφορίες ή δεδομένα στο καθεστώς κατόπιν αιτήματος.

Η Epoch Times απευθύνθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τη Huawei για σχολιασμό, αλλά δεν έλαβε απάντηση μέχρι την ώρα της δημοσίευσης.

Του Ντέιβ Μάλυον

Με τη συμβολή των Guy Birchall και Lily Zhou, και πληροφορίες από τα Associated Press και Reuters 

Τεννεσσί: Ομόφωνα ψηφίστηκε το νομοσχέδιο κατά της συνέργειας στις εξαναγκαστικές αφαιρέσεις οργάνων από το ΚΚΚ

Οι νομοθέτες του Τεννεσσί ενέκριναν ομόφωνα ένα νομοσχέδιο που εμποδίζει την πολιτεία να διευκολύνει τις εξαναγκαστικές αφαιρέσεις οργάνων από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ).

Ο Νόμος για τη γονιδιωματική ασφάλεια και τον τερματισμό της εξαναγκαστικής αφαίρεσης οργάνων, που υποστηρίχθηκε από οκτώ βουλευτές και τρεις γερουσιαστές, εγκρίθηκε με 90–0 στη Βουλή και 27–0 στη Γερουσία και τώρα κατευθύνεται προς τον κυβερνήτη Μπιλ Λι.

Το νομοσχέδιο στοχεύει σε δύο ζητήματα διεθνούς ανησυχίας: την πρόσβαση της Κίνας σε μαζικές συλλογές γενετικών δεδομένων και την εξαναγκαστική αφαίρεση οργάνων από κρατούμενους συνείδησης.

Ο νέος νόμος απαγορεύει στις ασφαλιστικές εταιρείες του Τεννεσσί να καλύπτουν μεταμοσχεύσεις ή μετεγχειρητική φροντίδα που πραγματοποιούνται στην Κίνα ή αφορούν όργανα προερχόμενα από τη χώρα μέσω πώλησης ή δωρεάς. Επιπλέον, δίνει τη δυνατότητα στον επίτροπο Υγείας της πολιτείας να επεκτείνει αυτήν την απαγόρευση σε άλλες χώρες που εμπλέκονται σε τέτοιες πρακτικές.

Το νομοσχέδιο απαγορεύει επίσης τη χρήση γενετικών αναλυτών και ερευνητικού λογισμικού από χώρες που θεωρούνται αντίπαλοι των ΗΠΑ, όπως η Κίνα, το Χονγκ Κονγκ, η Κούβα, το Ιράν, η Βόρεια Κορέα και η Ρωσία. Ιδρύματα που διαθέτουν τέτοιο εξοπλισμό υποχρεούνται να τον αντικαταστήσουν εντός 180 ημερών από την έναρξη ισχύος του νόμου.

Επιπλέον, περιορίζεται η αποθήκευση γενετικών δεδομένων, απαγορεύοντας την απομακρυσμένη πρόσβαση σε μη δημόσια δεδομένα από το εξωτερικό, εκτός αν υπάρχει έγγραφη έγκριση από τον επίτροπο Υγείας της πολιτείας.

Ο Γενικός Εισαγγελέας του Τεννεσσί, Τζόναθαν Σκρμέτι, θα έχει την εξουσία να διερευνά τυχόν παραβιάσεις. Οι εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν απαγορευμένες συσκευές αντιμετωπίζουν πρόστιμο 10.000 δολαρίων για κάθε παράβαση, ενώ οι ασφαλιστικές εταιρείες που παραβιάζουν σκόπιμα τον νόμο κινδυνεύουν με πρόστιμα 100.000 δολαρίων ανά περίπτωση.

Οι πολίτες μπορούν να διεκδικήσουν αποζημίωση τουλάχιστον 5.000 δολαρίων για κάθε παράνομη χρήση των γενετικών τους πληροφοριών.

Ο πολιτειακός γερουσιαστής Άνταμ Λόου εξέφρασε την ανησυχία του ότι το ΚΚΚ θα μπορούσε να αξιοποιήσει το γενετικό υλικό των Αμερικανών για σκοπούς όπως ο βιολογικός πόλεμος ή το παράνομο εμπόριο οργάνων.

Το ζήτημα της συλλογής γενετικών δεδομένων έχει απασχολήσει τις ΗΠΑ, με κινεζικές εταιρείες, όπως η BGI (Beijing Genomics Institute Group), να κατηγορούνται ότι ενισχύουν την καταστολή μειονοτήτων στην Κίνα.

Το νομοσχέδιο εγκρίθηκε από τη Γερουσία του Τεννεσσί στις 17 Μαρτίου.

Λίγες ημέρες νωρίτερα, αρκετά μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου παρουσίασαν το Νόμο Block Organ Transplant Purchases from China Act (Νόμος για τον αποκλεισμό των αγορών οργάνων από την Κίνα). Το νομοσχέδιο, το οποίο υποστηρίζεται από τους βουλευτές Νιλ Νταν (R-Fla.) και Γκας Μπιλιράκης (R-Fla.), και τον Τζον Μούλενααρ (R-Mich.), πρόεδρο της Επιλεκτικής Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων για το ΚΚΚ, θα σταματήσει την ομοσπονδιακή αποζημίωση για χειρουργικές επεμβάσεις μεταμόσχευσης και συναφείς ιατρικές υπηρεσίες που χρησιμοποιούν όργανα από δυνητικά παράνομες πηγές.

Ο Νταν δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «πρέπει να κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους» για να διασφαλίσουν ότι δεν συμμετέχουν στην καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και χαρακτήρισε τη νομοθεσία ως ένα σημαντικό βήμα προς τη λογοδοσία.

Στις αρχές αυτού του μήνα, οι νομοθέτες επανέφεραν τον νόμο για την προστασία του Φάλουν Γκονγκ για την επιβολή κυρώσεων στο κινεζικό καθεστώς για τις θηριωδίες των εξαναγκαστικών αφαιρέσεων οργάνων, σημαντικός στόχος των οποίων είναι οι ασκούμενοι του διωκόμενου πνευματικού κινήματος Φάλουν Γκονγκ – μία πνευματική πειθαρχία και πρακτική διαλογισμού με ηθικές διδασκαλίες που βασίζονται στις αρχές της αλήθειας, της καλοσύνης και της ανεκτικότητας.

Εκτελέσεις Καναδών στην Κίνα: Διπλωματική κρίση μεταξύ Οττάβας και Πεκίνου

Τέσσερις Καναδοί πολίτες εκτελέστηκαν στην Κίνα το τελευταίο διάστημα, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από την καναδική κυβέρνηση. Η υπουργός Εξωτερικών του Καναδά, Μελανί Ζολύ, επιβεβαίωσε τις εκτελέσεις, εκφράζοντας τη βαθιά ανησυχία της Οττάβας και καταδικάζοντας την πρακτική της θανατικής ποινής που εφαρμόζει το Πεκίνο.

Σύμφωνα με την καναδική κυβέρνηση, η Οττάβα είχε απευθύνει επανειλημμένα εκκλήσεις προς το Πεκίνο για επιείκεια, οι οποίες, ωστόσο, δεν εισακούστηκαν. Η κα Ζολύ τόνισε ότι δεν μπορεί να αποκαλύψει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις υποθέσεις, λόγω αιτημάτων των οικογενειών των εκτελεσθέντων για την προστασία της ιδιωτικής τους ζωής.

Το κινεζικό καθεστώς υπεραμύνθηκε της απόφασής του, δηλώνοντας στην καναδική εφημερίδα Globe & Mailότι και οι τέσσερις Καναδοί είχαν καταδικαστεί για υποθέσεις διακίνησης ναρκωτικών. Σύμφωνα με επιστολή της κινεζικής πρεσβείας, τα εγκλήματα αυτά θεωρούνται ιδιαίτερα σοβαρά και αντιμετωπίζονται με αυστηρές ποινές, στο πλαίσιο μιας πολιτικής «μηδενικής ανοχής» απέναντι στα ναρκωτικά.

Οι αριθμοί που αφορούν τη θανατική ποινή στην Κίνα παραμένουν κρατικό μυστικό. Ωστόσο, οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η Διεθνής Αμνηστία, αναφέρουν ότι η Κίνα εκτελεί περισσότερους ανθρώπους από οποιαδήποτε άλλη χώρα παγκοσμίως.

Διπλωματική ένταση μεταξύ Καναδά και Κίνας

Η υπόθεση των εκτελέσεων έρχεται σε μια περίοδο ήδη τεταμένων σχέσεων μεταξύ Καναδά και Κίνας. Οι διπλωματικές εντάσεις ξεκίνησαν το 2018, όταν οι καναδικές αρχές συνέλαβαν την οικονομική διευθύντρια της Huawei, Μενγκ Ουάνγκζου, κατόπιν αιτήματος των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε απάντηση, το Πεκίνο φυλάκισε δύο Καναδούς πολίτες, τους Μάικλ Κόβριγκ και Μάικλ Σπάβορ, οι οποίοι παρέμειναν υπό κράτηση για πάνω από 1.000 ημέρες.

Αν και οι τρεις αυτοί κρατούμενοι αφέθηκαν τελικά ελεύθεροι το 2021, η ένταση μεταξύ των δύο χωρών παραμένει. Το Πεκίνο κατηγορεί την Οττάβα ότι ακολουθεί την επιθετική στρατηγική των ΗΠΑ, ενώ ο Καναδάς κατηγορεί την Κίνα για παρεμβάσεις στις εσωτερικές του υποθέσεις.

Η Υπόθεση Σέλενμπεργκ και οι δυτικές αντιδράσεις

Ενδεικτικό της πολιτικοποίησης της κινεζικής δικαιοσύνης, σύμφωνα με δυτικούς αξιωματούχους, είναι και η υπόθεση του Καναδού Ρόμπερτ Σέλενμπεργκ. Ο Σέλενμπεργκ είχε καταδικαστεί το 2018 για διακίνηση ναρκωτικών σε 15 χρόνια κάθειρξης, όμως μετά τη σύλληψη της Μενγκ, η ποινή του μετατράπηκε σε θανατική καταδίκη. Το 2021, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κίνας επικύρωσε την απόφαση. Οι εκτελέσεις των τεσσάρων Καναδών αναζωπύρωσαν τις ανησυχίες για τη μεταχείριση των ξένων κρατουμένων στην Κίνα και τον ρόλο της πολιτικής στις δικαστικές αποφάσεις.

Ο Καναδός βουλευτής Μάικλ Τσονγκ, δήλωσε ότι οι εκτελέσεις αποτελούν ένδειξη ότι το Πεκίνο δεν έχει καμία πρόθεση να βελτιώσει τις σχέσεις του με τον Καναδά. «Η εκτέλεση τεσσάρων Καναδών μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα είναι πρωτοφανής και αποκαλύπτει τη σκληρή και πολιτικοποιημένη φύση του κινεζικού δικαστικού συστήματος», ανέφερε σε ανάρτησή του στα κοινωνικά δίκτυα.

Η κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω από τα πρόσφατα αντίποινα μεταξύ των δύο χωρών. Πέρυσι, ο Καναδάς επέβαλε δασμούς σε κινεζικά προϊόντα, όπως τα ηλεκτρικά οχήματα και το αλουμίνιο, ενώ η Κίνα απάντησε με δασμούς σε καναδικά αγροτικά και θαλασσινά προϊόντα. Οι εκτελέσεις ενδέχεται να κλιμακώσουν περαιτέρω τις εντάσεις, με την Οττάβα να αναζητά τρόπους αντίδρασης στην αυξανόμενη επιθετικότητα του Πεκίνου.

Παρότι οι σχέσεις Καναδά-Κίνας έχουν γνωρίσει περιόδους έντασης στο παρελθόν, η τελευταία εξέλιξη σηματοδοτεί ένα νέο, ιδιαίτερα ψυχρό στάδιο στις διπλωματικές επαφές των δύο χωρών.

Κίνα, Ρωσία και Ιράν ζητούν άρση κυρώσεων και επανέναρξη συνομιλιών για το πυρηνικό πρόγραμμα

Ανώτατοι διπλωμάτες από την Κίνα, το Ιράν και τη Ρωσία συναντήθηκαν στο Πεκίνο στις 14 Μαρτίου για να συζητήσουν την ανάπτυξη του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, ζητώντας από τη Δύση να άρει όλες τις κυρώσεις κατά του Ιράν. Σύμφωνα με αναλυτές, οι συνομιλίες αυτές αποτελούν μια στρατηγική κίνηση των τριών χωρών για να αμφισβητήσουν και να ασκήσουν πίεση στον δυτικό δημοκρατικό κόσμο υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Στη συνάντηση, την οποία φιλοξένησε ο Μα Ζαοσού, εκτελεστικός υφυπουργός Εξωτερικών της Κίνας, συμμετείχαν ο Ρώσος υφυπουργός Εξωτερικών Ριαμπκόφ Σεργκέι Αλεξέεβιτς, καθώς και ο Ιρανός υφυπουργός Εξωτερικών Καζέμ Γκαριμπαμπαντί. Σε κοινή ανακοίνωση μετά τη συνάντηση, οι τρεις χώρες ζήτησαν «την άρση όλων των παράνομων μονομερών κυρώσεων» κατά του Ιράν και την επανέναρξη των πολυμερών συνομιλιών για το ιρανικό πυρηνικό ζήτημα.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση, οι τρεις χώρες επανέλαβαν ότι «η πολιτική και διπλωματική προσέγγιση και ο διάλογος, στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού, παραμένουν η μόνη βιώσιμη και ρεαλιστική επιλογή». Ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας Γουάνγκ Γι, που συμμετείχε επίσης στη συνάντηση, κάλεσε τις εμπλεκόμενες πλευρές να επιδείξουν «πολιτική ειλικρίνεια» και να επιστρέψουν στις διαπραγματεύσεις το συντομότερο δυνατό, χωρίς να κατονομάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Πυρηνική απειλή και διεθνείς αντιδράσεις

Η ταχεία ανάπτυξη του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος έχει προκαλέσει ανησυχία σε Ισραήλ και Ηνωμένες Πολιτείες, που ενδέχεται να επιδεινώσει τις εντάσεις στη Μέση Ανατολή και να απειλήσει την περιφερειακή σταθερότητα.

Τον Φεβρουάριο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε νέες κυρώσεις στο Ιράν, στο πλαίσιο της πολιτικής «μέγιστης πίεσης» που στόχευε στην αποτροπή της ανάπτυξης ιρανικών πυρηνικών όπλων και στον περιορισμό της επιρροής του Ιράν στο εξωτερικό. Ο Τραμπ δήλωσε ότι εξακολουθεί να πιστεύει πως μπορεί να επιτευχθεί μία νέα συμφωνία.

Ο Σαν Κουοσιάνγκ, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Νανχούα της Ταϊβάν, δήλωσε στην Epoch Times ότι η κοινή ανακοίνωση Κίνας, Ρωσίας και Ιράν δείχνει πως το Πεκίνο δεν τηρεί πλέον διακριτική στάση, αλλά αμφισβητεί ανοιχτά την επιρροή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και την παγκόσμια τάξη. Σύμφωνα με τον ίδιο, η συνάντηση στο Πεκίνο αποτελεί μια στρατηγική κίνηση πίεσης προς την Ουάσιγκτον.

Ο καθηγητής πρόσθεσε ότι η διεξαγωγή των συνομιλιών στην Κίνα αποδεικνύει πως οι τρεις χώρες επιδιώκουν από κοινού να αμφισβητήσουν τη διεθνή τάξη που βασίζεται σε κανόνες και ηγείται από τις ΗΠΑ. «Η Κίνα επιδιώκει ηγεμονία και λόγο στις διεθνείς υποθέσεις», ανέφερε. «Αυτό αναδεικνύει τη διαμόρφωση μιας πολυπολικής διεθνούς δομής και αυξάνει τη διπλωματική και στρατηγική πίεση στις Ηνωμένες Πολιτείες.»

Το ζήτημα των πυρηνικών συνομιλιών

Σύμφωνα με τον Σεν Μινγκσί, διευθυντή του Ερευνητικού Ινστιτούτου Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας της Ταϊβάν, το βασικό ερώτημα των συνομιλιών είναι εάν το Ιράν θα συνεχίσει την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων.

«Το Ιράν κοντεύει να φτάσει το 90% εμπλουτισμού του ουρανίου, γεγονός που σημαίνει ότι σύντομα θα είναι σε θέση να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα», δήλωσε ο Σεν. «Αυτό είναι απευκταίο τόσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και για το Ισραήλ.»

Ο ίδιος τόνισε ότι το βασικό ζήτημα δεν είναι αν οι ΗΠΑ θα συμμετάσχουν στις συνομιλίες, αλλά αν το Ιράν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα αναπτύξει πυρηνικά όπλα ή αν θα επιτρέψει στην ΙΑΕΑ και σε διεθνείς φορείς να επιθεωρήσουν τις εγκαταστάσεις του.

Η χειρότερη εξέλιξη για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ θα ήταν η «μυστική ανάπτυξη πυρηνικών όπλων στο Ιράν», υπογράμμισε ο Σεν. «Αυτό θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ασφάλεια ολόκληρης της Μέσης Ανατολής», πρόσθεσε, παρατηρώντας ότι, μετά τη σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς, αποτελεί τον δεύτερο σημαντικότερο παράγοντα σταθερότητας για την περιοχή.

Η ιρανική σημαία και το σύμβολο του ατόμου. (Reuters/Dado Ruvic/Illustration/File Photo)

Η πιθανότητα να άρουν οι ΗΠΑ τις κυρώσεις στο άμεσο μέλλον είναι «εξαιρετικά μικρή», σύμφωνα με τον Σαν, αφού «η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι το Ιράν δεν έχει δείξει αρκετή ειλικρίνεια για την επανέναρξη της πυρηνικής συμφωνίας».

Αν και οι διαπραγματεύσεις ενδέχεται να επαναληφθούν, η κατάσταση είναι περίπλοκη και δεν εμπνέει αισιοδοξία, πρόσθεσε. Ακόμη και αν η Κίνα εμπλακεί ενεργά στις συνομιλίες, η απουσία των ΗΠΑ από τη διαδικασία καθιστά δύσκολη την επίτευξη ουσιαστικών αποτελεσμάτων, σημείωσε ο ίδιος.

Κοινή πίεση προς τις ΗΠΑ

Την ημέρα που το Πεκίνο ανακοίνωσε τις τριμερείς συνομιλίες, η Κίνα, το Ιράν και η Ρωσία πραγματοποίησαν κοινές ναυτικές ασκήσεις στη Μέση Ανατολή.

Το αντιτορπιλικό κατευθυνόμενων πυραύλων Baotou (133) του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Κίνας κατά τη διάρκεια κοινών στρατιωτικών ασκήσεων μεταξύ του Ιράν, της Ρωσίας και της Κίνας στον Κόλπο του Ομάν, στις 11 Μαρτίου 2025. (Γραφείο ιρανικού στρατού / AFP μέσω Getty Images)

 

Η Κίνα συνεχίζει να αγοράζει ιρανικό πετρέλαιο παρά τις δυτικές κυρώσεις, ενώ η Ρωσία εξαρτάται από το Ιράν για την προμήθεια drone και άλλων όπλων στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας.

Ο Σεν εκτίμησε ότι η πυρηνική συνάντηση στο Πεκίνο ήταν ένας τρόπος για τις τρεις χώρες να πιέσουν τις ΗΠΑ:

«Το κινεζικό καθεστώς και η Ρωσία είναι πολύ απρόθυμοι να αντιμετωπίσουν μεμονωμένα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τώρα, όσον αφορά το πρόβλημα [της ανάπτυξης πυρηνικών όπλων από το Ιράν] που απασχολεί τις Ηνωμένες Πολιτείες, υιοθετούν κοινή στάση για να ασκήσουν πίεση στις Ηνωμένες Πολιτείες. […] Το να είσαι αντιαμερικανός ή να βάζεις τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μπελάδες είναι προς το κοινό συμφέρον της Κίνας και της Ρωσίας, γι’ αυτό και οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να διχάσουν την Κίνα και τη Ρωσία.»

Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση Τραμπ προσπαθεί να βελτιώσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία, σε μια προσπάθεια να αποτρέψει την προσέγγιση της Ρωσίας και της Κίνας.

Με τη συμβολή του Luo Ya

Ο πρόεδρος της Ταϊβάν χαρακτηρίζει την Κίνα «ξένη εχθρική δύναμη»

Ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τε, χαρακτήρισε πρόσφατα το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) ως «ξένη εχθρική δύναμη» και ανακοίνωσε την αποκατάσταση του στρατιωτικού δικαστικού συστήματος της χώρας, προκαλώντας έντονο ενδιαφέρον. Σύμφωνα με αναλυτές, η δήλωσή του σχετίζεται άμεσα με τη στρατηγική της κυβέρνησης Τραμπ απέναντι στο κινεζικό καθεστώς και την ευρύτερη διεθνή κατάσταση.

Στις 13 Μαρτίου, ο Λάι παραχώρησε συνέντευξη Τύπου μετά από μία υψηλού επιπέδου συνεδρίαση εθνικής ασφάλειας, όπου ανακοίνωσε 17 στρατηγικές για την αντιμετώπιση των απειλών που προέρχονται από το ΚΚΚ. Επεσήμανε ότι η συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε λόγω της διείσδυσης του ΚΚΚ και των τακτικών του για την προσάρτηση της Ταϊβάν, και κάλεσε τους πολίτες να συμμετέχουν ενεργά στην προστασία της δημοκρατίας και της ελευθερίας, να κατανοήσουν τις «τακτικές ενιαίου μετώπου» του ΚΚΚ και να απορρίψουν κάθε δραστηριότητα που υπονομεύει τα εθνικά συμφέροντα.

Συνεργασία ΗΠΑ–Ταϊβάν

Η Καναδή συγγραφέας και αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας για μια Δημοκρατική Κίνα (Federation for a Democratic China), Σενγκ Σιουέ, ανέφερε ότι η δήλωση του Λάι συνδέεται με τη διεθνή κατάσταση και ειδικότερα με την πολιτική του Τραμπ απέναντι στην Κίνα.

Επεσήμανε ότι από τότε που ο Ντόναλντ Τραμπ ανέλαβε την προεδρία, οι συγκρούσεις μεταξύ ΗΠΑ και ΚΚΚ έχουν κλιμακωθεί, με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να διαχωρίζει το ΚΚΚ από τον κινεζικό λαό και τις ΗΠΑ να επιδιώκουν να καταστήσουν το ΚΚΚ υπεύθυνο για τη συγκάλυψη της πανδημίας. Θεωρείται αναμενόμενο ότι οι ΗΠΑ θα επιβάλουν αυστηρότερες κυρώσεις στο Πεκίνο.

Στις 14 Μαρτίου, οι υπουργοί Εξωτερικών της G7 εξέφρασαν την αντίθεσή τους σε οποιαδήποτε μονομερή προσπάθεια αλλαγής του καθεστώτος της Ταϊβάν μέσω εξαναγκασμού, υιοθετώντας μια αυστηρότερη στάση απέναντι στο ΚΚΚ. Σύμφωνα με τη Σενγκ, οι διεθνείς αυτές εξελίξεις παρέχουν στον Λάι ισχυρότερη πολιτική υποστήριξη.

Στην ίδια γραμμή, ο πρώην καθηγητής νομικής στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου και νυν αναλυτής στην Αυστραλία, Γιουάν Χονγκμπίνγκ, ανέφερε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν πλέον την επέκταση του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού του ΚΚΚ ως βασική απειλή και έχουν στρέψει την εστίασή τους από την Ευρώπη στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού.

Τόνισε ότι, ως σύμμαχος των ΗΠΑ, η Ταϊβάν πρέπει να ευθυγραμμιστεί με την αμερικανική πολιτική, περιορίζοντας τις επεκτατικές φιλοδοξίες του ΚΚΚ και αντιμετωπίζοντας τις στρατιωτικές του βλέψεις για εισβολή στην Ταϊβάν.

Η δήλωση του Λάι αποτελεί την πρώτη φορά από τον εκδημοκρατισμό της Ταϊβάν που ένας πρόεδρος αναγνωρίζει επισήμως την κομμουνιστική Κίνα ως ξένη εχθρική δύναμη. Σύμφωνα με τον Γιουάν, αυτή η σαφής τοποθέτηση αντικατοπτρίζει την αποφασιστικότητα της Ταϊβάν να διατηρήσει την εθνική της κυριαρχία, να προστατεύσει τον δημοκρατικό της τρόπο ζωής και να διασφαλίσει ότι οι πολίτες της θα αποφασίζουν για το μέλλον τους.

Η ομιλία του Λάι πραγματοποιήθηκε την παραμονή της 20ής επετείου της «Αντι-Αποσχιστικής Νομοθεσίας» του ΚΚΚ.

Στρατιωτικές απειλές του ΚΚΚ

Στις 14 Μαρτίου, μία ημέρα μετά την ομιλία, οι κινεζικές αρχές διοργάνωσαν εκδήλωση για την επέτειο του νόμου. Ο επικεφαλής του Γραφείου Υποθέσεων της Ταϊβάν, Σονγκ Τάο, υποστήριξε ότι ο νόμος επιτρέπει τη χρήση μη ειρηνικών μέσων για την αποτροπή της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν, κάτι που θεωρήθηκε ως αυστηρή προειδοποίηση προς την Ταϊπέι.

Σε απάντηση, το Συμβούλιο Υποθέσεων της Ηπειρωτικής Κίνας της Ταϊβάν τόνισε ότι ο νόμος δεν έχει καμία ισχύ πάνω στον λαό της Ταϊβάν ή στην κυριαρχία της Δημοκρατίας της Κίνας (επίσημη ονομασία της Ταϊβάν). Ο υπουργός του Συμβουλίου, Τσιου Τσούι-τσενγκ, δήλωσε ότι οι ενέργειες του Πεκίνου αποξενώνουν περαιτέρω την Ταϊβάν, αυξάνουν την ένταση και παρεμποδίζουν τη διπλωματία μεταξύ των δύο πλευρών.

Το υπουργείο Αμύνης της Ταϊβάν επιβεβαίωσε ότι στρατιωτικά αεροσκάφη και ναυτικές δυνάμεις του ΚΚΚ συνεχίζουν να επιχειρούν γύρω από το στενό της Ταϊβάν.

Φρουροί υψώνουν την εθνική σημαία της Ταϊβάν στη Λεωφόρο της Δημοκρατίας, στο Μέγαρο Μνήμης Τσιάνγκ Κάι-σεκ στην Ταϊπέι, στις 29 Νοεμβρίου 2024. (I-Hwa Cheng/AFP μέσω Getty Images)

 

Διατάραξη του νομοθετικού έργου

Ο Γιουάν αποκάλυψε ότι ο ηγέτης του ΚΚΚ, Σι Τζινπίνγκ, πιστεύει πως μπορεί να πετύχει συμφωνία με τον Τραμπ για το ζήτημα της Ταϊβάν. Σύμφωνα με πηγές του Γιουάν στην Κίνα, ο Σονγκ Τάο τόνισε τρία βασικά σημεία ενός σχεδίου δράσης του ΚΚΚ για το 2025. Αυτά περιλαμβάνουν την ενίσχυση του αντιαμερικανικού αισθήματος στην Ταϊβάν και την προώθηση της συνεργασίας της αντιπολίτευσης — συγκεκριμένα της συμμαχίας του Κουομιντάνγκ με το Λαϊκό Κόμμα της Ταϊβάν — για να επηρεαστούν οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία.

Σύμφωνα με τον Γιουάν, η κυβέρνηση Σι επιχειρεί να αποσταθεροποιήσει το συνταγματικό σύστημα της Ταϊβάν μέσω πολιτικών συμμάχων, υπονομεύοντας τις αμυντικές της ικανότητες και τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ, στην Ταϊβάν έχει ξεκινήσει ένα μαζικό κίνημα ανάκλησης κατά βουλευτών της αντιπολίτευσης. Σύμφωνα με ανακοίνωση της Εκλογικής Επιτροπής στις 10 Μαρτίου, 35 βουλευτές του Κουομιντάνγκ και ένας ανεξάρτητος έχουν προχωρήσει στη δεύτερη φάση της διαδικασίας ανάκλησης.

Η Σενγκ Σιουέ προειδοποίησε ότι το κίνημα αυτό δεν πρέπει να αποσπά την προσοχή από τη διακυβέρνηση Λάι, καθώς το ΚΚΚ επιδιώκει να πυροδοτήσει εσωτερικές συγκρούσεις στην Ταϊβάν. Ο Λάι, με τη δημόσια τοποθέτησή του, επιχειρεί να στρέψει την προσοχή στις κινήσεις του ΚΚΚ, υπενθυμίζοντας ότι το Πεκίνο επιδιώκει να προκαλέσει κοινωνική αναταραχή, ώστε να αποσπάσει την προσοχή της Ταϊβάν από τις εξωτερικές απειλές.

Των Li Jing, Luo Ya και Cindy Li

Ο Λευκός Οίκος καταδικάζει τις απειλές κατά του Shen Yun

Ο Λευκός Οίκος καταδίκασε τις απειλές που συνδέονται με το Πεκίνο και στοχεύουν στη διατάραξη των παραστάσεων του Shen Yun Performing Arts, δηλώνοντας ότι η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ θα λάβει σοβαρά υπ’ όψιν τέτοιες ενέργειες και θα φροντίσει να λογοδοτήσουν οι υπεύθυνοι.

Η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Καρολάιν Λέβιτ, σε ενημέρωση στις 17 Μαρτίου, τόνισε ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμία απόπειρα διατάραξης των παραστάσεων και υπογράμμισε πως η κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει το ζήτημα με τη δέουσα σοβαρότητα. Δήλωσε, επίσης, ότι καταδικάζεται κάθε μορφή βίας ή απειλής βίας εναντίον αμερικανικών θεσμών.

Οι δηλώσεις αυτές έγιναν ως απάντηση σε ερώτηση του NTD, αδελφού μέσου ενημέρωσης της Epoch Times, σχετικά με την επίσκεψη του προέδρου Τραμπ στο Κέντρο Παραστατικών Τεχνών John F. Kennedy το απόγευμα της 17ης Μαρτίου. Οι πρόσφατες απειλές για βόμβα που είχαν ως στόχο το Shen Yun είχαν προκαλέσει την εκκένωση του θεάτρου την ημέρα της πρεμιέρας και την εγκατάσταση ανιχνευτών μετάλλων στην είσοδο για προληπτικούς λόγους.

Παρόλο που οι αστυνομικές έρευνες δεν εντόπισαν επικίνδυνα αντικείμενα και η παράσταση συνεχίστηκε κανονικά, το περιστατικό δεν ήταν μεμονωμένο. Από τον Μάρτιο του 2024, η καλλιτεχνική ομάδα έχει λάβει δεκάδες παρόμοιες απειλές μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων, κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας περιοδείας της. Μετά το περιστατικό στο Kennedy Center, η εταιρεία ζήτησε τη διεξαγωγή έρευνας, υπογραμμίζοντας ότι αν οι επιθέσεις δεν σταματήσουν τώρα που στρέφονται κατά του Shen Yun, δεν αποκλείεται στο μέλλον να στραφούν και εναντίον άλλων στόχων.

Η επίσκεψη του Τραμπ στο Kennedy Center ήταν η πρώτη του μετά την πρόσφατη αναδιοργάνωση της διοίκησης του οργανισμού, όπου ανέλαβε καθήκοντα προέδρου. Μεταξύ των νέων μελών του διοικητικού συμβουλίου που διόρισε είναι η δεύτερη κυρία των ΗΠΑ Ούσα Βανς, η προσωπάρχης του Λευκού Οίκου Σούζι Γουάιλς, καθώς και οι δημοσιογράφοι του Fox News, Λόρα Ίνγκραχαμ και Μαρία Μπαρτιρόμο.

Η Λέβιτ σημείωσε ότι ο πρόεδρος επιθυμεί να αποκαταστήσει τις τέχνες και τον πολιτισμό με τρόπο που να τιμά την αμερικανική παράδοση αντί να την υποβαθμίζει, όπως θεωρεί ότι έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Πρόσθεσε ότι ο Τραμπ αναμένεται να καταθέσει προτάσεις για τη βελτίωση του Kennedy Center και να συζητήσει τα μελλοντικά καλλιτεχνικά προγράμματα με τη νέα διοίκηση.

Το John F. Kennedy Center for the Performing Arts στην Ουάσιγκτον στις 21 Φεβρουαρίου 2025. (Madalina Vasiliu/The Epoch Times)

 

Σύμφωνα με το Shen Yun και αρκετούς ειδικούς στον τομέα της κυβερνοασφάλειας, πίσω από τις επιχειρήσεις παρέμβασης κατά της καλλιτεχνικής ομάδας βρίσκεται πιθανότατα το κινεζικό καθεστώς. Αναλυτές τονίζουν ότι το ζήτημα έχει διαστάσεις εθνικής ασφάλειας και ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί σε ανώτατο διπλωματικό επίπεδο.

Εδώ και χρόνια, Κινέζοι αξιωματούχοι καταβάλλουν συστηματικές προσπάθειες για την ακύρωση παραστάσεων του Shen Yun σε διάφορες πόλεις διεθνώς, χρησιμοποιώντας εκβιασμούς και οικονομικές πιέσεις. Το Κέντρο Πληροφόρησης για το Φάλουν Ντάφα στη Νέα Υόρκη κατέγραψε περισσότερες από 130 απόπειρες Κινέζων διπλωματών και πρακτόρων μέσα στο 2024.

Επιπλέον, τον Σεπτέμβριο και τον Νοέμβριο του 2024, δύο άνδρες καταδικάστηκαν σε φυλάκιση για την εμπλοκή τους σε απόπειρα δωροδοκίας της αμερικανικής φορολογικής υπηρεσίας (IRS), με στόχο την αφαίρεση του μη κερδοσκοπικού καθεστώτος της εταιρείας Shen Yun.

Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει επίσης καταδικάσει την εκστρατεία εκφοβισμού του Πεκίνου κατά του Shen Yun, αναφέροντας σε πρόσφατη δήλωση στην Epoch Times ότι η ετήσια έκθεσή του για τη διεθνή θρησκευτική ελευθερία καταγράφει περιστατικά παρεμβάσεων εναντίον μελών του Φάλουν Γκονγκ και του Shen Yun σε πολλές χώρες.

Μία από τις εκθέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που δημοσιεύθηκαν το 2024 παρέθετε έρευνα της Epoch Times, στην οποία εκπρόσωπος της κινεζικής πρεσβείας παραδεχόταν ότι είχε επιχειρήσει να εμποδίσει την πραγματοποίηση παραστάσεων του Shen Yun στη Νότια Κορέα.