Σάββατο, 08 Νοέ, 2025

28η Οκτωβρίου – Τρίκαλα: Βασίλειος Τσιαβαλιάρης και Ελευθέριος Ντάσκας, οι πρώτοι Τρικαλινοί νεκροί του Ελληνοϊταλικού πολέμου

Ο πρώτος Έλληνας νεκρός του Ελληνοϊταλικού πολέμου, ο οποίος καταγόταν από τη Δημοτική Ενότητα Πιαλείας του Δήμου Πύλης, στην Περιφερειακή Ενότητα Τρικάλων, ήταν σύμφωνα με μαρτυρίες συγχωριανών του, αλλά και έκδοση της Ιστορίας Στρατού, ο Βασίλειος Τσιαβαλιάρης, γεννημένος το 1912. Προς τιμήν του, το Πανεπιστήμιο Αθηνών ανήγειρε αδριάντα, ενώ τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται εορταστικές εκδηλώσεις στο χωριό του.

Ο έφεδρος υπολοχαγός Ελευθέριος Ντάσκας, από τον Πλάτανο του Νομού Τρικάλων, επίσης γεννημένος το 1912 και υπηρετώντας στο 4ο Σύνταγμα Πεζικού, έπεσε ηρωικά μαχόμενος για την ανακατάληψη του υψώματος Τσούκα Σαμαρίνας την 1η Νοεμβρίου 1940. Θεωρείται ο πρώτος Έλληνας έφεδρος αξιωματικός που σκοτώθηκε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο.

Σύμφωνα με τον συνταξιούχο εκπαιδευτικό και μελετητή της τοπικής ιστορίας Γιώργο Παπαβασιλείου, οι στρατευμένοι του Νομού Τρικάλων βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή στο μέτωπο των επιχειρήσεων και πολέμησαν με απαράμιλλο ηρωισμό, όπως όλοι οι Έλληνες, προσφέροντας πολλοί από αυτούς τη ζωή τους για την υπεράσπιση της πατρίδας.

Οι περισσότεροι Τρικαλινοί υπηρέτησαν στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού, με διοικητή τον συνταγματάρχη Νικόλαο Γεωργούλα από τον Βόλο. Διοικητής του Ι Τάγματος ήταν ο ταγματάρχης Αντώνιος Γούλας από την Καλαμπάκα, ενώ του ΙΙ Τάγματος ο ταγματάρχης Δημήτρης Κασλάς, επίσης από τον Βόλο.

Σημαντικός αριθμός ανδρών υπηρέτησε και στο 51ο Σύνταγμα Πεζικού. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, δύο τάγματά του είχαν εγκατασταθεί στην προωθημένη αμυντική τοποθεσία της ευρύτερης περιοχής της Κόνιτσας, με περιορισμένο πυροβολικό και με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη, λίγο πριν από την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων (28 Οκτωβρίου 1940) στο Ελληνοαλβανικό Μέτωπο. Στις 2 Νοεμβρίου 1940, στο Επταχώρι, τη διοίκηση του 51ου Συντάγματος ανέλαβε ο αντισυνταγματάρχης Θεμιστοκλής Κετσέας.

Συνολικά έχουν καταγραφεί 74 στρατιωτικές μονάδες στις οποίες υπηρέτησαν άνδρες του Νομού Τρικάλων μέχρι τη στιγμή που έπεσαν για την πατρίδα. Όπως επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, ο νομός κατέχει δύο σημαντικές, αν και θλιβερές, ιστορικές πρωτιές.

Σύμφωνα με την Ιστορία Στρατού, την πρώτη ημέρα του πολέμου (28 Οκτωβρίου 1940), ο στρατιώτης του 51ου Συντάγματος Πεζικού Βασίλειος Τσιαβαλιάρης του Ιωάννη, από την Πιαλεία, γεννημένος το 1912, έπεσε στο 21ο φυλάκιο των ελληνοαλβανικών συνόρων. Θεωρείται ο πρώτος νεκρός του νομού και, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, ο πρώτος Έλληνας που σκοτώθηκε στον πόλεμο. Την ίδια ημέρα, αναφέρονται ακόμη έξι νεκροί. Η μελέτη όλων των δεδομένων, και ιδίως του σχεδιαγράμματος 3 της έκδοσης, δείχνει ότι το 21ο φυλάκιο του 51ου Συντάγματος βρισκόταν επάνω στη γραμμή των ελληνοαλβανικών συνόρων και δέχθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες την επίθεση της κύριας δύναμης των Ιταλών.

Προφορικές μαρτυρίες συμπολεμιστών του, που σήμερα δεν βρίσκονται εν ζωή, από το Φανάρι Καρδίτσας και το Γοργογύρι Τρικάλων, αναφέρουν ότι ο στρατιώτης Βασίλειος Τσιαβαλιάρης έπεσε στις 5 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, μόλις είχε εξέλθει του φυλακίου. Κάτοικοι της Πιαλείας επιβεβαιώνουν ότι ο Τσιαβαλιάρης σκοτώθηκε «νυχτούλα, χαραή, μόλις πήγαινε να φέξει», ενώ πολλοί πολεμιστές της περιόδου 1940–1944 έχουν βεβαιώσει το ίδιο γεγονός.

Ο Γιώργος Παπαβασιλείου τόνισε στο Αθηναϊκό–Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του συγχωριανού του, τότε λοχία Χρήστου Γιαννιού του Αποστόλου, γεννημένου το 1910 και υπηρετούντος στην ίδια μονάδα (51ο Σύνταγμα Πεζικού), ο Τσιαβαλιάρης χτυπήθηκε στις πέντε το πρωί στο 21ο φυλάκιο από έκρηξη βλήματος – πιθανότατα όλμου – πάνω από το μάτι. Όπως ανέφερε ο Γιαννιός, οι στρατιώτες του φυλακίου προσπάθησαν να τον μεταφέρουν πιο πίσω, αλλά λίγο αργότερα πληροφορήθηκε πως ο χωριανός του είχε πεθάνει. Είπε ακόμη ότι τον έκλαψε πρώτος και πως ο ιερέας έσπευσε να τον διαβάσει.

Ο έφεδρος υπολοχαγός Ελευθέριος Ντάσκας, του 4ου Συντάγματος Πεζικού, έπεσε ηρωικά μαχόμενος για την ανακατάληψη του υψώματος Τσούκα Σαμαρίνας την 1η Νοεμβρίου 1940, αποτελώντας τον πρώτο Έλληνα έφεδρο αξιωματικό που σκοτώθηκε στον πόλεμο. Κάθε χρόνο στην ιδιαίτερη πατρίδα του πραγματοποιούνται εκδηλώσεις μνήμης προς τιμήν του, γνωστές ως «Ντάσκεια».

Του Αποστόλη Ζώη

Όταν οι Έλληνες αεροπόροι σφυροκοπούσαν το ιταλικό στρατηγείο στο Ελ Αλαμέιν – Η μαρτυρία του πτεράρχου Γ. Πλειώνη

Εκείνο το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1942, καθώς δώδεκα καταδιωκτικά «Χάρικεϊν» έπαιρναν μπροστά με έναν εκκωφαντικό θόρυβο καταμεσής της λιβυκής ερήμου, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως μια χούφτα παράτολμοι Έλληνες αεροπόροι –οι περισσότεροι φυγάδες από την κατεχόμενη Ελλάδα– θα πραγματοποιούσαν μία από τις πιο τολμηρές αεροπορικές επιδρομές στη Βόρεια Αφρική κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την οποία ακόμη και οι ίδιοι οι Εγγλέζοι θεωρούσαν καθαρή τρέλα.

Ο επισμηναγός Ιωάννης Κέλλας φέρεται να είπε, με τη χαρακτηριστική τρικαλινή προφορά του, ότι «ήθελαν να πάρουν το αίμα τους πίσω». Ήταν τότε τριαντατετράχρονος άνδρας που είχε αναμετρηθεί με τους Ιταλούς στον αέρα πάνω από τα αλβανικά βουνά, την Ήπειρο και τη Στερεά Ελλάδα κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, αλλά εκείνη την εποχή ήταν διοικητής της 335ης Μοίρας Διώξεως, η οποία είχε εφοδιαστεί και επιχειρούσε στην έρημο υπό την εποπτεία των Βρετανών.

Σύμφωνα με μαρτυρία του αείμνηστου πτεράρχου Γεωργίου Πλειώνη στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο το 2020, ο Κέλλας είχε ζητήσει από την πτέρυγα στην οποία ανήκε η Μοίρα να προγραμματίσει μια επίθεση εναντίον του ιταλικού στρατηγείου στις 28 του μηνός, για λόγους γοήτρου, επειδή –όπως είπε– οι Ιταλοί είχαν κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου.

Το ιταλικό στρατηγείο, καμιά εικοσαριά μίλια δυτικότερα της γραμμής του μετώπου του Ελ Αλαμέιν, ήταν καλά οχυρωμένο με αντιαεροπορικά και έτοιμο ν’ ανταπεξέλθει σε κάθε επιδρομή, καθώς η δεύτερη Μάχη του Ελ Αλαμέιν βρισκόταν σε εξέλιξη.

Ο πτέραρχος Πλειώνης είχε αναφέρει ότι οι Βρετανοί είπαν στον Κέλλα πως η αποστολή που ζητούσε να γίνει ήταν «και επικίνδυνη και άσκοπη». Εκείνος όμως το είχε πάρει προσωπικά και απάντησε ότι, αν δεν του επέτρεπαν να πάει οργανωμένος, θα έπαιρνε τη Μοίρα του και θα πήγαινε μόνος. «Εμείς ήμασταν χειριστές στη Μοίρα», είχε προσθέσει ο Πλειώνης.

«Αν έλεγε ο μοίραρχος σε όλους να πάμε, θα πηγαίναμε». Οι Βρετανοί, βλέποντας ότι ο Κέλλας δεν έκανε πίσω, του είπαν τελικά πως, αφού επέμενε, θα ερχόταν μαζί του η 274η Μοίρα Νεοζηλανδών (σ.σ. Νοτιοαφρικανών). Καταρτίστηκε μάλιστα επιτελικό σχέδιο: δώδεκα αεροπλάνα εκείνοι, δώδεκα οι Έλληνες, η μία Μοίρα επάνω, η άλλη κάτω. Οι Έλληνες θα έκαναν κάλυψη της 274ης από τα εχθρικά αεροπλάνα και, αφού θα γινόταν η επίθεση από τους Νεοζηλανδούς στο στρατηγείο, μετά το σχέδιο προέβλεπε να συγκεντρωθούν αυτοί και να ανέβουν πάνω από την ελληνική Μοίρα, η οποία θα έκανε τη δική της προσβολή.

«Έγινε η προσβολή από την 274η πρώτα και αυτοί σηκώθηκαν κι έφυγαν», θυμόταν ο Πλειώνης. «Δεν έμειναν να καλύψουν τη Μοίρα από πάνω. Ευτυχώς δεν παρουσιάστηκε κανένα γερμανικό αεροπλάνο». Ο Κέλλας είχε ορίσει τον υποσμηναγό Παναγόπουλο, που γνώριζε αγγλικά, ως αρχηγό. Τα αεροπλάνα πήραν θέσεις, έκαναν τον κύκλο, επιτέθηκαν και αποχώρησαν. Όμως ο αιφνιδιασμός είχε χαθεί, καθώς οι Ιταλοί ήταν ήδη σε επιφυλακή λόγω της επίθεσης της 274ης και χτυπούσαν ασταμάτητα τα ελληνικά αεροσκάφη. «Δεν υπήρχε κανένα από τα δώδεκα που να μην είχε χτυπηθεί», είχε καταλήξει ο πτέραρχος.

Επισμηναγός Ιωάννης Κέλλας – ένας σεμνός ήρωας

Βυθιζόμενοι κατακόρυφα προς τον στόχο τους, οι πιλότοι έβλεπαν πάνω στην έρημο ένα χρυσαφένιο στρώμα από τις λάμψεις των εκρήξεων των ιταλικών αντιαεροπορικών πυροβόλων, μέσα από το οποίο περνούσαν τα δώδεκα αεροπλάνα. Ο τότε ανθυποσμηναγός Ηλίας Καρταλαμάκης, επικεφαλής της δεύτερης τετράδας, είχε πει ότι η αποστολή του σμήνους του ήταν να επιτεθεί στα αντιαεροπορικά αμέσως μετά τον αρχηγό, ενώ η άλλη τετράδα, το σμήνος του υποσμηναγού Βουτσινά, είχε σκοπό να τους καλύπτει τα νώτα.

Τα καταδιωκτικά πλησίασαν σε ελάχιστα μέτρα από το έδαφος, χτυπώντας με τα πολυβόλα τους οτιδήποτε ιταλικό έβρισκαν μπροστά τους — από φορτηγά και σκηνές έως θέσεις αντιαεροπορικών και ντεπόζιτα βενζίνης — χάρη στη μαεστρία του επισμηναγού Κέλλα, του «πρώτου αετού της ερήμου».

Ο Κέλλας, σύμφωνα με τον πτέραρχο Πλειώνη, ήταν «παλικάρι πραγματικό». Δεν προερχόταν από τη Σχολή Ευελπίδων αλλά από σχολή υπαξιωματικών, «όμως ήταν λεβέντης», όπως είπε χαρακτηριστικά ο βετεράνος αεροπόρος.

Καθώς χιλιάδες τροχιοδεικτικά βλήματα φώτιζαν τον ουρανό της ερήμου το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1942, επιχειρώντας να πιάσουν σε έναν θανατηφόρο ιστό και τα δώδεκα «Χάρικεϊν», εκείνα «πήραν το αίμα τους πίσω» για τα βάσανα, τις στερήσεις και τον θάνατο που έσπερναν οι κατακτητές στη σκλαβωμένη πατρίδα.

Σύμφωνα με επίσημη αναφορά της RAF, επτά φορτηγά καταστράφηκαν, καθώς και ένα «Ju-87», μαζί με σκηνές και φωλιές πολυβόλων, ενώ ο ανθυποσμηναγός Ξύδης έκανε αναγκαστική προσγείωση σε φίλιο έδαφος μετά από διαρροή γλυκόλης λόγω των βλημάτων που δέχτηκε. Ο ανθυποσμηναγός Καρταλαμάκης είχε αρχικά κηρυχθεί αγνοούμενος· αργότερα όμως έγινε γνωστό ότι είχε τραυματιστεί ύστερα από ανώμαλη προσγείωση στον τομέα των Αυστραλών, με το αεροπλάνο του ολοκληρωτικά κατεστραμμένο.

Όπως είχε τονίσει ο πτέραρχος Πλειώνης, «όταν γύρισαν τ’ αεροπλάνα, άλλος είχε κομμένο φτερό, αλλουνού είχαν περάσει οι σφαίρες δίπλα από το κάθισμα. Κοίταζαν όλοι και έλεγαν ‘πω-πω, ευτυχώς που τη γλίτωσα’. Το μόνο αεροπλάνο που δεν είχε ούτε μία σφαίρα ήταν του Λευτέρη του Χατζηιωάννου». Όταν ο Χατζηιωάννου έψαξε το αεροπλάνο και δεν βρήκε καμία σφαίρα, γύρισε και είπε: «Ρε συ, όλοι έχουν από μία σφαίρα… θα νομίζουν ότι εγώ δεν πήγα».

Την επόμενη ημέρα τα συμμαχικά ραδιόφωνα μιλούσαν για την επιτυχία των Ελλήνων και, ειδικά στο BBC, ακούστηκε η φωνή του Βρετανού υπουργού Ναυτιλίας να συγχαίρει τους Έλληνες χειριστές. Το ιταλικό ραδιόφωνο, αντίθετα, επιδόθηκε στα γνωστά ψεύδη του, λέγοντας ότι «αυθάδεις Έλληνες τόλμησαν να επιτεθούν σε ιταλικούς στόχους, αλλά πλήρωσαν το θράσος τους με απώλεια έντεκα αεροσκαφών (!)».

Η δεύτερη Μάχη του Ελ Αλαμέιν (23 Οκτωβρίου – 5 Νοεμβρίου 1942) υπήρξε μία από τις πλέον εμβληματικές μάχες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ είχε δηλώσει ότι ήταν «το τέλος της αρχής» για το Άφρικα Κορπς, όταν οι συμμαχικές δυνάμεις έσπασαν τις γερμανικές γραμμές, αναγκάζοντας τις δυνάμεις του Ρόμελ σε υποχώρηση. Στις επιχειρήσεις συμμετείχε και η 1η Ελληνική Ταξιαρχία.

Του Βασίλη Πια

Ο Άγνωστος Στρατιώτης: Μνήμη, σύμβολο και η διαχρονική ιστορία ενός εθνικού μνημείου

Ο Άγνωστος Στρατιώτης αποτελεί ένα από τα πλέον εμβληματικά μνημεία της Ελλάδας, σημείο μνήμης και δημόσιας αναφοράς για τη θυσία, την ταυτότητα και τη σχέση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Το μνημείο συμβολίζει τους αγνοούμενους νεκρούς ή όσους θυσιάστηκαν σε πολεμικές επιχειρήσεις χωρίς να έχει καταστεί δυνατή η ταυτοποίηση των σωμάτων τους.

Κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1930 και αποτελεί κενοτάφιο προς τιμήν των πεσόντων στους πολέμους. Το πρώτο μνημείο αφιερωμένο σε Άγνωστο Στρατιώτη του Αγώνα του 1821 στήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1858, με απόφαση του Δήμου Ερμούπολης στη Σύρο.

Η απόφαση για την ανέγερση του μνημείου της Αθήνας ελήφθη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου. Ως υπουργός Στρατιωτικών, ο ίδιος προκήρυξε στις 3 Μαρτίου 1926, μέσω της εφημερίδας Εσπέρα, καλλιτεχνικό διαγωνισμό «διά την υποβολήν μελέτης ανεγέρσεως τάφου Αγνώστου Στρατιώτου εις την έμπροσθεν των Παλαιών Ανακτόρων Πλατείαν, κατάλληλος προς τούτο διαρρυθμιζομένην». Στις 9 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, το υπουργείο Στρατιωτικών ενέκρινε και βράβευσε κατά πλειοψηφία τη μελέτη του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη.

Η έννοια του Άγνωστου Στρατιώτη εντάσσεται σε μια ευρύτερη διεθνή και ευρωπαϊκή παράδοση, που υιοθετήθηκε στην Ελλάδα σε διαφορετικές χρονικές φάσεις. Ο θεσμός απέκτησε τη δική του μορφή μέσα από τελετές, μνημεία και δημόσιες πρακτικές που συνδέονται με τους μεγάλους πολέμους του 20ού αιώνα και τη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης. Το σημερινό Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη βρίσκεται μπροστά από τη Βουλή των Ελλήνων, αντικρίζοντας την πλατεία Συντάγματος.

Τη θέση του Μνημείου υπέδειξε ο ίδιος ο Εμμανουήλ Λαζαρίδης, μπροστά από τα Παλαιά Ανάκτορα (σημερινή Βουλή), έπειτα από πρόταση του Πάγκαλου, ο οποίος επιθυμούσε να στεγαστεί εκεί το υπουργείο Στρατιωτικών. Ωστόσο, μετά από αντιδράσεις και συνεχείς συνεδριάσεις, το 1929, στην Ζ΄ συνεδρίαση της Βουλής, ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, παραμερίζοντας τη διαφωνία του με τον Πάγκαλο, αποφάσισε ότι η αρχική θέση στην Πλατεία Ανακτόρων (Συντάγματος) ήταν η πλέον κατάλληλη, κρίνοντας ότι το μνημείο όφειλε να βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, κατά το πρότυπο του αντίστοιχου μνημείου της Γαλλίας.

Η επιτροπή ανέγερσης ανέθεσε την πλήρη ευθύνη της κατασκευής στον Λαζαρίδη, ο οποίος αρχικά συνεργάστηκε με τον γλύπτη Θωμά Θωμόπουλο. Ο Θωμόπουλος είχε προτείνει ως κεντρικό θέμα μια παράσταση γιγαντομαχίας, όπου μια μορφή αγγέλου –σύμβολο της Ελλάδας– θα παραλάμβανε στοργικά τον νεκρό στρατιώτη. Παρά τη συμφωνία, ο Λαζαρίδης, λόγω χρηματικής διαφωνίας, απομάκρυνε τον Θωμόπουλο από το έργο και το 1930 τον αντικατέστησε με τον γλύπτη Φωκίωνα Ροκ, με ομόφωνη απόφαση της επιτροπής. Η νέα πρόταση απεικόνιζε έναν οπλίτη «εκτάδην κείμενο» (ξαπλωμένο στο έδαφος), προσδίδοντας στο έργο ηρεμία και απλότητα.

Το μνημείο αποτελεί αστική σύνθεση με επιρροές από τη γαλλική πολεοδομική παράδοση και τον κλασικισμό, συνδυασμένες με το μοντέρνο πνεύμα της Αρ Ντεκό και με σαφείς αναφορές στην αρχαιότητα. Ο σχεδιασμός εστιάζει στην ενότητα του μνημείου με την πλατεία Συντάγματος, την εναρμόνισή του με τα νεοκλασικά Ανάκτορα και την ανάπλαση της περιοχής, με κεντρικό άξονα την οδό Ερμού. Για την κατασκευή του πραγματοποιήθηκε εκτεταμένη εκσκαφή, ώστε να ισοπεδωθεί το λοφώδες τοπίο της πλατείας.

Αριστερά και δεξιά της κεντρικής παράστασης είναι χαραγμένες φράσεις από το έργο του Θουκυδίδη: αριστερά «ΜΙΑ ΚΛΙΝΗ ΚΕΝΗ ΦΕΡΕΤΑΙ ΕΣΤΡΩΜΕΝΗ ΤΩΝ ΑΦΑΝΩΝ» (2.34) και δεξιά «ΑΝΔΡΩΝ ΕΠΙΦΑΝΩΝ ΠΑΣΑ ΓΗ ΤΑΦΟΣ» (2.43). Στο μέσο του κενοταφίου αναγράφεται η επιγραφή «ΕΙΣ ΑΦΑΝΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ».

Τον τοίχο περιβάλλουν εκατέρωθεν πελεκημένοι πωρόλιθοι όπου είναι χαραγμένα, κατά ενότητες, τα ονόματα τόπων που έδωσε πολύνεκρες μάχες ο ελληνικός στρατός στη νεότερη ιστορία. Στα αριστερά της σύνθεσης περιλαμβάνονται οι μάχες του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Στο κέντρο του μνημείου, στους πωρόλιθους που υπάρχουν στις κλίμακες, περιλαμβάνονται μάχες του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Στα δεξιά της σύνθεσης συγκρούσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού στη Ρωσία. Μετά την απελευθέρωση το 1944 πάνω στο κενοτάφιο προστέθηκαν τα πεδία των μαχών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα οι επιχειρήσεις στην Κορέα. Το 1994 με απόφαση της Βουλής των Ελλήνων προστέθηκε και το όνομα «Κύπρος».

Το 2015, μετά από εισήγηση του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού και σχετική απόφαση του Συμβουλίου Αρχηγών Γενικών Επιτελείων και του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων, στο Μνημείο προστέθηκαν οι λέξεις «Αιγαίο», «Ιόνιο», «Μεσόγειος» και «Ατλαντικός» σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον άγνωστο Έλληνα ναύτη που έπεσε εν καιρώ πολέμου. Οι λέξεις «Αιγαίο», «Ιόνιο» και «Μεσόγειος» αποτελούν πεδία μεγάλων ναυμαχιών και σημαντικών ναυτικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων των Ελλήνων, ενώ η λέξη «Ατλαντικός» προστέθηκε σε ένδειξη αναγνώρισης των θυσιών των πληρωμάτων του Εμπορικού Ναυτικού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην προσπάθεια ανεφοδιασμού της Ευρώπης από την Αμερική.

Τα υπόλοιπα καλλιτεχνικά στοιχεία του μνημείου ολοκλήρωσε ο καθηγητής γλυπτικής Κωνσταντίνος Δημητριάδης. Με τη δημιουργία του γλυπτού διαμορφώθηκε και ολόκληρος ο χώρος μπροστά από τη Βουλή, προσδίδοντας στο έργο μνημειακό χαρακτήρα. Ωστόσο, η κατασκευή καθυστέρησε σημαντικά λόγω των χωματουργικών εργασιών, της υψομετρικής διαφοράς και της δυσκολίας επεξεργασίας του πωρόλιθου. Για τις τεχνικές απαιτήσεις κλήθηκαν ειδικοί τεχνίτες από τη Γαλλία, γεγονός που αύξησε το κόστος και προκάλεσε επικρίσεις.

Η ιδέα του Άγνωστου Στρατιώτη εντάσσεται στο ευρωπαϊκό πλαίσιο μνημόνευσης των αγνώστων ή αγνοουμένων νεκρών, που αναπτύχθηκε μετά τους μεγάλους πολέμους. Στην Ελλάδα, ο αγώνας για την ταυτοποίηση των σωμάτων, η αναζήτηση μαρτυριών και η διαχείριση ιστορικών αρχείων συνδέθηκαν με τη διαρκή ανάγκη για δημόσια διδασκαλία γύρω από τον πόλεμο, τη θυσία και το κράτος δικαίου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Άγνωστος Στρατιώτης λειτουργεί ως συμβολικός σύνδεσμος ανάμεσα στα γεγονότα του παρελθόντος και τη συλλογική μνήμη του παρόντος.

Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου πραγματοποιήθηκαν στις 25 Μαρτίου 1932 από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, παρουσία πλήθους και ξένων αντιπροσωπειών. Ακολούθησε παρέλαση της φρουράς του μνημείου, ενώ μεταφέρθηκε φως από το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας για την αφή της ακοίμητης καντήλας στο κέντρο του κενοταφίου.

Την τιμητική φύλαξη του μνημείου ανέλαβε ειδικός στρατιωτικός λόχος της Φρουράς του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος μετονομάστηκε σε Φρουρά του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη. Το 1935, με την επάνοδο του Γεωργίου Β΄, μετονομάστηκε σε Βασιλική Φρουρά, ενώ από το 1973 φέρει την ονομασία Προεδρική Φρουρά, έχοντας την ευθύνη της εικοσιτετράωρης τιμητικής φύλαξης.

Πηγές

  • Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη: Περιγραφές, χαρακτηριστικά στοιχεία του χώρου, αρχιτεκτονική και ρόλος στη δημόσια ζωή.
  • Pontos News: Emmanouil Lazaridis και Άγνωστος Στρατιώτης – εξιχνιάσεις και διαφορετικές προσεγγίσεις για τον μύθο και την πραγματικότητα.
  • Ιστορικό πλαίσιο Βαλκανικών Πολέμων, Μικρασιατικής Εκστρατείας και η διαμόρφωση της δημόσιας μνήμης στην Ελλάδα.

Οχυρό Λίσσε, ένα μνημείο ελευθερίας, δύναμης και διαχρονικής μνήμης

Στο Κάτω Νευροκόπι της Δράμας, εκεί όπου η ιστορία ανασαίνει μέσα από το βουνό, στέκει το οχυρό Λίσσε, ένα από τα πιο ηρωικά οχυρά της περίφημης «Γραμμής Μεταξά». Αγέρωχο, αυστηρό και συνάμα συγκινητικά ανθρώπινο, το Λίσσε αποτελεί σύμβολο αντίστασης, μνήμης και ελευθερίας.

Εδώ, στις 6 Απριλίου 1941, γράφτηκε ένα από τα πιο λαμπρά κεφάλαια της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Οι στρατιώτες του οχυρού αντιστάθηκαν με απαράμιλλο θάρρος απέναντι στις γερμανικές δυνάμεις, υπερασπιζόμενοι κάθε μέτρο γης, κάθε πέτρα, κάθε στοά. Το οχυρό δεν κατελήφθη ποτέ στη μάχη· παραδόθηκε μόνο όταν η Θεσσαλονίκη είχε ήδη πέσει.

Το λευκό μάρμαρο και οι ασβεστωμένοι τοίχοι του μνημείου ακτινοβολούν κάτω από το φως του ήλιου, στο ύψωμα πάνω από την ομώνυμη τοπική κοινότητα Οχυρού του Δήμου Κάτω Νευροκοπίου. Είναι δύσκολο ο επισκέπτης να μην κοντοσταθεί, καθώς από μακριά το μνημείο μοιάζει με κυκλαδίτικο εξωκκλήσι πάνω σε έναν πρασινισμένο λόφο.

Η αντίθεση των χρωμάτων είναι το πρώτο δυνατό συναίσθημα που γεννιέται καθώς ο επισκέπτης ανηφορίζει προς το οχυρό του Λίσσε. Ογδόντα τέσσερα χρόνια μετά, παραμένει ένα σημαντικό κέντρο ιστορικής μνήμης και αλήθειας, με καθηλωτική θέα σε όλο το οροπέδιο του Κάτω Νευροκοπίου. Στην πραγματικότητα, εκείνο που χαρακτηρίζει σήμερα τον χώρο αυτό —το πιο δυνατό του σημείο— είναι το ιδιαίτερο «πάντρεμα» που έχει επιτευχθεί ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, χάρη στη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας.

Η ιστορία ζωντανεύει με την τεχνολογία

Παραμονή της 28ης Οκτωβρίου, μια επίσκεψη στο οχυρό Λίσσε αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Είναι τόπος όπου το «Όχι» του 1940 αντηχεί ξανά, μέσα από τις φωνές και τις σκιές εκείνων που δεν λύγισαν. Είναι ένα μάθημα ελευθερίας που δεν περιορίζεται σε μια επέτειο, αλλά συνεχίζει να εμπνέει, να συγκινεί, να ενώνει. Το «Όχι» του 1940 μετατράπηκε εδώ, στην εσχατιά της Ελλάδας, λίγους μήνες αργότερα, σε πράξη ανδρείας, σε θυσία, σε σιωπηλό όρκο ελευθερίας.

Η επίσκεψη στο Οχυρό Λίσσε σήμερα δεν είναι μια απλή περιήγηση. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας Εικονικής Πραγματικότητας (VR), ο επισκέπτης φορά την ειδική μάσκα και ταξιδεύει πίσω στον χρόνο. Βλέπει μπροστά του την κατασκευή των οχυρών, περπατά μέσα στα υπόγεια τούνελ και ακούει τις αφηγήσεις των γεγονότων όπως ακριβώς συνέβησαν.

(Αρχείο ΑΠΕ-ΜΠΕ)

 

Η ιστορία παύει να είναι απλή αφήγηση και γίνεται εμπειρία. Μέσα στις στοές, μια ολογραφική προβολή στρατιώτη του 1941 υποδέχεται τον επισκέπτη. «Μιλά» σαν να είναι εκεί, τώρα, περιγράφοντας τη ζωή, τις αγωνίες και τη δύναμη ψυχής όσων πολέμησαν. Η τεχνολογία εδώ δεν αντικαθιστά τη μνήμη — αντίθετα, τη φωτίζει με τρόπο που αγγίζει τον επισκέπτη βαθιά. Χάρη στον κ. Νίκο Πάχτα και τη δημιουργική ομάδα της Digital Innovations, η ολογραφική απεικόνιση του υπερασπιστή των οχυρών, ο οποίος σε μια ανάπαυλα της μάχης εξιστορεί ιδιαίτερα γλαφυρά τα γεγονότα, εντυπωσιάζει και συγκινεί μικρούς και μεγάλους.

Μια μεγάλη προσπάθεια αναγέννησης

Πίσω από αυτή τη νέα εποχή του Οχυρού βρίσκεται μια συντονισμένη προσπάθεια της διοίκησης του Δήμου Κάτω Νευροκοπίου. Ο Ησαΐας Χατζηκωνσταντίνου, πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου και υπεύθυνος για την οργάνωση και λειτουργία του Οχυρού, μιλά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ με περηφάνια και ευθύνη για όσα έχουν επιτευχθεί.

«Τον τελευταίο χρόνο καταβάλλουμε μια συστηματική προσπάθεια να οργανώσουμε το Οχυρό Λίσσε σωστά, όπως του αξίζει. Δεν είναι μόνο ένας ιστορικός χώρος, αλλά ένα ζωντανό μνημείο που οφείλουμε να προστατεύσουμε, να αναδείξουμε και να μεταδώσουμε στις επόμενες γενιές», τονίζει ο κ. Χατζηκωνσταντίνου.

Παράλληλα, συνεχίζεται μια σημαντική πρωτοβουλία συλλογής και τεκμηρίωσης αρχειακού υλικού. «Ξεκινήσαμε», αναφέρει, «να συγκεντρώνουμε πολύτιμα τεκμήρια, φωτογραφίες, επιστολές, αντικείμενα και μαρτυρίες που σχετίζονται με τη μάχη και τους ανθρώπους του Οχυρού. Κάθε νέο στοιχείο που προστίθεται κάνει την αφήγηση πιο πλήρη και πιο ανθρώπινη. Καταφέραμε να συγκεντρώσουμε σπάνιο φωτογραφικό υλικό, το οποίο έχουμε ψηφιοποιήσει, και σύντομα ο επισκέπτης θα μπορεί να το δει σε μια συσκευή αφής. Πρόκειται για ένα φωτογραφικό άλμπουμ του Γερμανού Λοχία Αντόν Μπλάζιους (Anton Blasius), το οποίο περιέχει φωτογραφίες από τη στρατιωτική του ζωή (Γαλλία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ελλάδα), από την κατάταξή του στον γερμανικό στρατό μέχρι την επιστροφή του στη Γερμανία ως τραυματία από το ρωσικό μέτωπο. Οι περισσότερες φωτογραφίες είναι από την επιχείρηση κατάληψης των οχυρών, στην οποία συμμετείχε ο ίδιος. Οι φωτογραφίες αυτές φέρουν ημερομηνία 6 Απριλίου 1941. Ογδόντα τέσσερα χρόνια μετά, στις 6 Απριλίου 2025, οι φωτογραφίες παραδόθηκαν εκεί όπου τραβήχτηκαν, στον σημερινό Δήμο Κάτω Νευροκοπίου».

(Αρχείο ΑΠΕ-ΜΠΕ)

 

«Επιπλέον», επισημαίνει ο δραστήριος πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, «σε συνεργασία με τις υπηρεσίες του Ελληνικού Στρατού, επιχειρούμε να παραλάβουμε τον οπλισμό του οχυρού και τις αυθεντικές στολές των αξιωματικών που συνέδεσαν το όνομά τους με τη λαμπρή ιστορία αυτού του χώρου».

Το αποτέλεσμα αυτής της συστηματικής δουλειάς και συλλογικής προσπάθειας είναι ήδη εμφανές. Η επισκεψιμότητα του οχυρού αυξήθηκε εντυπωσιακά, φτάνοντας από την αρχή του έτους τους 10.000 επισκέπτες, ανάμεσά τους και αρκετούς ξένους.

«Το Οχυρό Λίσσε έχει πλέον προσελκύσει επισκέπτες και από άλλες χώρες. Έρχονται για να γνωρίσουν από κοντά αυτό το κομμάτι της ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας. Είναι συγκινητικό να βλέπεις ανθρώπους διαφορετικών εθνικοτήτων να στέκονται με σεβασμό μπροστά σε αυτό το μνημείο», αναφέρει ο κ. Χατζηκωνσταντίνου.

Η μνήμη ως πυξίδα του μέλλοντος

Η εμπειρία στο Οχυρό Λίσσε δεν σταματά στη μνήμη. Στις αίθουσές του φιλοξενούνται αυθεντικά αντικείμενα του 1941: στολές, κράνη, προσωπικά είδη στρατιωτών, σπάνιες φωτογραφίες και τεκμήρια. Η συλλογή εμπλουτίζεται συνεχώς, ώστε κάθε φορά ο επισκέπτης να ανακαλύπτει κάτι νέο.

Το πρόθυμο και καταρτισμένο προσωπικό του οχυρού υποδέχεται τους επισκέπτες με γνώση και σεβασμό, προσφέροντας όχι απλώς μια ξενάγηση, αλλά μια ανθρώπινη εμπειρία φιλοξενίας. Εδώ, η ιστορία δεν είναι μακρινή· παραμένει ζωντανή και γίνεται οικεία μέσα από τα εκθέματα και τη σύγχρονη τεχνολογία.

Το Οχυρό Λίσσε έχει χαρακτηριστεί ως «ναυαρχίδα» της Γραμμής Μεταξά, όπου ο Ελληνικός Στρατός πολέμησε εναντίον των γερμανικών και βουλγαρικών μεραρχιών στις 6 και 7 Απριλίου 1941. Παρά τις σφοδρές επιθέσεις των εισβολέων, τα οχυρά της περιοχής δεν καταλήφθηκαν και παραδόθηκαν μόνο μετά τη Συνθηκολόγηση της Ελλάδας. Αξίζει να σημειωθεί ότι έντεκα από τα συνολικά είκοσι ένα οχυρά της Γραμμής Μεταξά, από τον Στρυμόνα μέχρι την Κομοτηνή, βρίσκονται σήμερα στον Δήμο Κάτω Νευροκοπίου Δράμας.

(Αρχείο ΑΠΕ-ΜΠΕ)

 

Οι οχυρώσεις του Λίσσε αποτελούνται από τέσσερις ομάδες στοών («χελώνες») σε όλη την έκταση του λόφου, με υπόγειες στοές που ξεπερνούν τα 950 μέτρα συνολικά. Δύο από τα συμπλέγματα στοών επικοινωνούν με υπόγειες διαβάσεις, ενώ τα άλλα δύο αποτελούν αυτόνομες αμυντικές εγκαταστάσεις.

Το οχυρό διέθετε πολυβολεία, εγκαταστάσεις για διαμονή και αποθήκευση, δεξαμενές νερού, ηλεκτρογεννήτριες, οπλισμό και θέσεις για στρατιωτικά οχήματα. Η δύναμή του αποτελούνταν από 12 αξιωματικούς και 457 οπλίτες. Λόγω της απαραίτητης μυστικότητας και της ανάγκης για καμουφλάζ, οι εγκαταστάσεις είναι δυσδιάκριτες από την εξωτερική πλευρά και η πρόσβαση σε αρκετές από τις εισόδους είναι δύσκολη. Επισκέψιμη σήμερα είναι μόνο μία «χελώνη».

Του Β. Λωλίδη

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Η Λέσβος τιμά τον ήρωα του 1940 Γιώργο Κουβελίδη

Στην επέτειο των 85 χρόνων από το έπος του 1940, ο Δήμος Δυτικής Λέσβου, οι συγχωριανοί του στον Πολιχνίτο, οι Μικρασιάτες αλλά και οι Κρητικοί της Λέσβου θυμούνται έναν δικό τους «μικρό ήρωα».

Το 19χρονο προσφυγόπουλο από τη Σμύρνη, Γιώργο Κουβελίδη, που αντί της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην οποία είχε εισαχθεί, στις 2 Οκτωβρίου 1940 – μόλις 26 ημέρες πριν από την έναρξη του πολέμου – παρουσιάστηκε στη Σχολή Ευελπίδων, «επειδή η πατρίδα κινδυνεύει». Ήταν ο πρώτος νεκρός, σχεδόν αμούστακο παιδί, στη Μάχη της Κρήτης, στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, πολεμώντας τα ναζιστικά στρατεύματα κατά την αποβίβασή τους στο νησί.

Σήμερα, Δευτέρα 27 Οκτωβρίου, στις 5 το απόγευμα, στην πλατεία του Ηρώου του Πολιχνίτου, στη διάρκεια εκδήλωσης τιμής για το έπος του 1940 και παρουσία σημερινών συναδέλφων του, αντιπροσωπίας της Σχολής Ευελπίδων, ο Γιώργος Κουβελίδης θα περάσει «αφηρωισμένος» στην αιωνιότητα. Θα πραγματοποιηθούν τα αποκαλυπτήρια του μνημειακού χώρου με την προτομή του, έργο που αποφάσισε ο Δήμος Δυτικής Λέσβου και υλοποιήθηκε από τη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, με επιστημονικά υπεύθυνο τον εικαστικό καθηγητή Χάρη Κοντοσφύρη. Η προτομή αποτελεί έργο του καθηγητή Χρήστου Τσώτσου.

Οι στίχοι του Κωνσταντίνου Καβάφη «…και περισσότερη τιμή τούς πρέπει όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε» είναι σμιλεμένοι σε ντόπιο ηφαιστειογενή ιγνιμβρίτη και κυριαρχούν στον χώρο. «Η σύνθεση του γλυπτικού συνόλου, δίπλα στο μνημείο πεσόντων, και η ελαφρά προς δυσμάς στροφή του βάθρου οδηγούν το βλέμμα του ήρωα προς την ανηφόρα του Καρδώνα, την κατοικία Κουβελίδη και το πρατήριο καυσίμων του πατέρα του, αμέσως μετά το ξενοδοχείο. Το βάθρο, επίσης από ιγνιμβρίτη, σε συνδυασμό με τον τοπικό λευκό βράχο του Πολιχνίτου, δημιουργεί μια ισχυρή μνημονική παρουσία. Σκιές λιθίνες ιγνιμβρίτη απλώνονται προς το πίσω μέρος του βάθρου, προοπτικά αναρριχούμενες στο κράσπεδο του κήπου — καμπυλωτά ακανόνιστες, ως το ‘εκρέον αίμα’ που φέρει ανάγλυφα ο καβαφικός στίχος — προκειμένου να συνδεθούν με τον επανατοποθετημένο λευκό βράχο ιγνιμβρίτη του Πολιχνίτου. Το εξαιρετικό τεμάχιο λευκής κίσσηρης, μεγαλοπρεπές στην τυχαία τομή του, φέρει έναν διακριτικό σπειροειδή σχηματισμό πορφυρού ιζήματος, στην παλμικότητα της καρδιάς του ήρωα τη στιγμή του πυροβολισμού» αναφέρει για το έργο τέχνης ο εικαστικός που το επιμελήθηκε, καθηγητής Χάρης Κοντοσφύρης.

Όσον αφορά την προτομή του, ο κ. Κοντοσφύρης συμπληρώνει: «Η προτομή του Κουβελίδη, φιλοτεχνημένη από τον γλύπτη Χρήστο Τσώτσο, δεν είναι απλή αναθηματική γλυπτική. Κατασκευασμένη από ορείχαλκο, αναδεικνύει το βλέμμα του ήρωα πίσω από τα γυαλιά του: στο δεξί γυαλί αποτυπώνονται οι ορίζοντες των τελευταίων θαλασσών που είδε – το Κυθήρειο, το Αιγαίο, το Ιόνιο και το Κρητικό πέλαγος. Στο αριστερό, οι σπασμένες αμφίρροπες γραμμές σχηματίζουν έναν σταυρό, αναδεικνύοντας τη στιγμή και την πτώση του νεαρού ήρωα. Ο γλύπτης δεν εξωράισε το βλέμμα, αλλά συνέθεσε την κακοτοπιά του θανάτου σαν μια στιγμή που βιώνουμε ξανά και ξανά, παρακολουθώντας το γλυπτικό πορτρέτο. Οι γραμμικές υπογραμμίσεις και τα ίχνη από τα εργαλεία ζωντανεύουν τη μορφή του, δίνοντάς της σχεδόν ζωγραφική και σχεδιαστική διάσταση. Το μνημείο επιτρέπει στον θεατή να αντιληφθεί τον ήρωα ως ενήλικο, πλήρη ημερών, παρά τη νεαρή του ηλικία — ένα μοναδικό εύρημα για μνημείο νέου ήρωα».

Αναφερόμενος συνολικά στο έργο, ο κ. Κοντοσφύρης καταλήγει: «Η σύνθεση στον χώρο και το φως δίνει τη δυνατότητα η παρουσία του Κουβελίδη να γίνεται αισθητή από κάθε γωνιά. Το μνημείο δεν τιμά μόνο έναν νεαρό που έπεσε για την πατρίδα, αλλά ενσαρκώνει την ιδέα της αρετής, της γενναιότητας και της αυτοθυσίας. Η θυσία του Γεωργίου Κουβελίδη παραμένει ζωντανή και σήμερα, όχι ως αφηρημένο γεγονός, αλλά ως ενεργό μήνυμα ηθικής και ιστορικής μνήμης — μια διαρκής υπενθύμιση ότι η αρετή και η πίστη στο καθήκον έχουν αξία, ακόμα και απέναντι στην ήττα και στο σκοτάδι της εποχής».

Των αποκαλυπτηρίων θα ακολουθήσει, στην αίθουσα του Πολυκέντρου Πολιχνίτου, ομιλία του Συνταγματάρχη (ΠΖ) Παναγιώτη Νάκου, ιστορικού της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, με θέμα «Η Μάχη της Κρήτης και ο ήρωας Εύελπις Γιώργος Κουβελίδης».

Σε δήλωσή του για το έργο που παραδίδει σήμερα ο Δήμος Δυτικής Λέσβου, ο δήμαρχος Ταξιάρχης Βέρρος αναφέρει:

«Τιμάμε, με καθυστέρηση των τοπικών κοινωνιών ομολογουμένως, τον Εύελπη Γιώργο Κουβελίδη. Ένα προσφυγόπουλο στον Πολιχνίτο, από τα άγια χώματα της Ιωνικής Σμύρνης, που τον Σεπτέμβριο του 1940 διάλεξε τον δύσκολο δρόμο της Σχολής Ευελπίδων αντί για τον εύκολο, για την εποχή, δρόμο της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Που έχυσε το αίμα του για αυτή την πατρίδα στα άγουρα ακόμα νιάτα του. “Ωραίος ως Έλληνας”, καταπώς λέει ο ποιητής.

Δεν εξοφλούμε όμως το χρέος τιμής του τόπου στον ήρωα. Το χρέος αυτό δεν εξοφλήθηκε ούτε με την ανακατασκευή του μνήματός του στο νεκροταφείο του Πολιχνίτου, φέτος τον Μάιο, όπου τοποθετήσαμε τα λείψανά του μαζί με εκείνα των γονιών του. Γιατί τόσα χρόνια, τόσοι και τόσοι, έλεγαν αλλά δεν έπρατταν.

Δεν εξοφλείται με την κατασκευή του μνημείου του στην πλατεία του Ηρώου και της προτομής του, τη δημιουργία των οποίων αναθέσαμε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και στους καθηγητές της Χρήστο Τσώτσο και Χάρη Κοντοσφύρη, οι οποίοι μας παραδίδουν ένα αληθινό έργο τέχνης.

Δεν θα εξοφληθεί όμως ούτε και με το επόμενο βήμα μας, αυτό της συντήρησης της οικίας Κουβελίδη —τελευταίας προσφοράς της προσφυγικής οικογένειας στον τόπο μας— ώστε να στεγαστεί εκεί, εκτεθειμένη μουσειολογικά και σύγχρονα, η λαογραφική συλλογή του Πολιχνίτου, μαζί με μια αίθουσα αφιερωμένη στην ιστορία του Γιώργου και των γονιών του, στην ιστορία των Μικρασιατών του Πολιχνίτου.

Ο Δήμος Δυτικής Λέσβου καταθέτει ένα δάφνινο στεφάνι μνήμης στον μνημειακό χώρο για τον δικό μας ‘μικρό ήρωα’ και τον παραδίδει στη νέα γενιά ως αφορμή έμπνευσης και πίστης στη συνέχεια ενός τόπου που γεννά ήρωες».

Για τον Γιώργο Κουβελίδη

Ο γεννημένος στη Σμύρνη πρόσφυγας στον Πολιχνίτο, Γιώργος Κουβελίδης, παιδί του Νικόλαου και της Ευανθίας από το Αξάρι της Μικρασίας, συνδύαζε μοναδικά τη ζωντάνια και τον ενθουσιασμό του νέου με μια βαθύτερη αίσθηση καθήκοντος και ηθικής που θα ταίριαζε σε κάποιον μεγαλύτερό του.

Από ένα απόσπασμα έκθεσής του στο σχολείο αποκαλύπτεται ένας έφηβος εραστής της ειρήνης, της δημιουργίας, της ανθρωπιάς και της συνειδητής υπακοής στους νόμους της πολιτείας. Η αγωνία και η απορία του ήταν ποια πρέπει να είναι η στάση του ανθρώπου μετά τον πόλεμο. Για τη στάση του ανθρώπου στον πόλεμο δεν είχε απορία.

Μαθαίνει ξένες γλώσσες, γράφεται σε φυσιολατρικό σύλλογο, συμμετέχει σε θεατρικές παραστάσεις, γράφει θεατρικά έργα, μεταφράζει, γράφει πεζά και ποιήματα, μαθαίνει χορούς με άλλους συμμαθητές του, εκδίδει λογοτεχνικό περιοδικό, κάνει μαθήματα κιθάρας, αριστεύει στο σχολείο. Καθοριστικό ρόλο για όλες αυτές τις δραστηριότητες, πέρα από την οικογένειά του – που του μετέδωσε το κοσμοπολίτικο πνεύμα του Μικρασιάτη – έπαιξε το περιβάλλον μιας μεγάλης πόλης όπως η Μυτιλήνη, όπου βρέθηκε για να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Γυμνάσιο, καθώς και οι δάσκαλοί του.

Ο Γιώργος Κουβελίδης κατατάχθηκε στη Σχολή Ευελπίδων στις 2 Οκτωβρίου 1940. Έτσι, την 28η Οκτωβρίου, κατά την έναρξη του πολέμου, ήταν μόλις 26 ημερών Εύελπις. Ως πρωτοετής της Σχολής δεν συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, αλλά εκπαιδευόταν έως και τη συνθηκολόγηση και την κατάληψη της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα.

Σύμφωνα με τον Στρατηγό Γ. Π. Μπερδέκλη, «Η Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων θα υφίστατο την τύχη των άλλων εις Αθήνας στρατιωτικών μονάδων και καταστημάτων, παραδιδόμενη αμαχητί εις τον εχθρόν. Οι Ευέλπιδες, φλεγόμενοι υπό πατριωτικού ενθουσιασμού, δεν ηδυνήθησαν να πεισθώσι όπως καταθέσωσι τα όπλα και θεωρήσωσι την Ελλάδα υποκύπτουσα εις την εχθρικήν δύναμιν. Ο πατριωτισμός των οδήγησεν τούτους εις στάσιν. Κατήργησαν την διοίκησιν και τους αξιωματικούς, οι οποίοι συντάχθηκαν με την άποψη της παραδόσεως, και ανηγόρευσαν προσωρινόν Διοικητήν τον Λοχαγόν πολεμικής διαθεσιμότητας Δανίκαν Θεμιστοκλή, υπηρετούντα εις την Σχολήν τότε λόγω του πολέμου. Ο Λοχαγός ούτος μετά των κατώτερων αξιωματικών, οίτινες ετέθησαν επικεφαλής των στασιασάντων Λόχων και Διμοιριών Ευελπίδων, έφτασαν εις την Κρήτην (μαχόμενοι, πορευόμενοι και βομβαρδιζόμενοι καθ’ οδόν)…».

Μεταξύ των Ευελπίδων που μετακινήθηκαν στην Κρήτη ήταν και ο Γιώργος Κουβελίδης. Η μάχη για την κατάληψη της Κρήτης διήρκεσε περίπου 20 ημέρες. Κατά τη διάρκεια αυτής της μάχης σκοτώθηκε ο Εύελπις Κουβελίδης.

Το στρατόπεδο του Πολιχνίτου φέρει το όνομά του: «Στρατόπεδο Γεωργίου Κουβελίδη». Το πατρογονικό του σπίτι δωρίθηκε στον τότε Δήμο Πολιχνίτου και στεγάζει τη λαογραφική συλλογή, η οποία πρόκειται σύντομα να επισκευαστεί από τον Δήμο Δυτικής Λέσβου.

Τον περασμένο Μάιο, με φροντίδα του Δήμου Δυτικής Λέσβου, πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή των λειψάνων του ήρωα, τα οποία τοποθετήθηκαν μαζί με τα λείψανα των γονιών του σε νέο τάφο που κατασκευάστηκε σε περίοπτη θέση στο νεκροταφείο του Πολιχνίτου.

Του Στρατή Μπαλάσκα

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Βελισάριος: Ο θρυλικός στρατηγός της βυζαντινής αυτοκρατορίας

Από μια μικρή πόλη της Θράκης έως τα τείχη της Ρώμης, η ζωή του στρατηγού Βελισάριου μοιάζει βγαλμένη από επικό μυθιστόρημα. Υπήρξε ο πιο λαμπρός πολέμαρχος του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄, οδηγώντας τον βυζαντινό στρατό σε θριάμβους στην Ανατολή και τη Δύση. Γνώρισε ακραία δόξα αλλά και απότομη δυσμένεια, με διαδοχικές εναλλαγές από τον θρίαμβο στον παραμερισμό. Ας ακολουθήσουμε τα βήματα του Βελισάριου από τη νεανική του ανέλιξη μέχρι το πικρό τέλος, σκιαγραφώντας τις μεγάλες νίκες, τη στρατηγική ιδιοφυΐα και την προσωπικότητά του.

Καταγωγή και άνοδος στο προσκήνιο

Ο Φλάβιος Βελισάριος γεννήθηκε γύρω στο 505 μ.Χ. στη Θράκη, πιθανότατα στο χωριό Γερμέν (σημερινό Ορμένιο Έβρου). Ανήκε σε λατινόφωνη οικογένεια γαιοκτημόνων και για τα παιδικά του χρόνια γνωρίζουμε ελάχιστα. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και κατετάγη ως αξιωματικός στην αυτοκρατορική φρουρά του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α΄. Εκεί γνωρίστηκε με τον ανιψιό και διάδοχο του αυτοκράτορα, τον Ιουστινιανό, o οποίος διέκρινε τα χαρίσματά του. Ο Ιουστινιανός τον πήρε στη προσωπική του φρουρά ως βουκελάριο, δίνοντας το έναυσμα για μια ραγδαία στρατιωτική ανέλιξη. Ήδη ως νεαρός αξιωματικός, ο Βελισάριος επέδειξε τόλμη και ικανότητα: μαζί με τον φίλο του Σίττα ηγήθηκε τολμηρών ιππικών επιδρομών σε περσοκρατούμενα εδάφη της Αρμενίας, αποσπώντας πλούσια λάφυρα και φήμη για το όνομά του.

Πρώτες εκστρατείες και νίκες στην Ανατολή

Το 529, μόλις περίπου 24 ετών, ο Βελισάριος ορίστηκε ανώτατος στρατηγός της Ανατολής (magister militum per Orientem), αναλαμβάνοντας την αρχηγία στον πόλεμο κατά των πανίσχυρων Σασσανιδών Περσών. Πολύ σύντομα βρέθηκε αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη πρόκληση: οι Πέρσες εισέβαλαν στη Μεσοποταμία και εκείνος έπρεπε να τους αναχαιτίσει. Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση κοντά στο φρούριο του Δάρα (529) δεν στέφθηκε από επιτυχία για τον νεαρό στρατηγό – οι Πέρσες τον νίκησαν τακτικά, αν και δεν κατάφεραν να καταλάβουν το ισχυρό φρούριο ούτε να προελάσουν ως την Αντιόχεια. Όμως το επόμενο έτος, το 530, ο Βελισάριος αντιμετώπισε εκ νέου τον περσικό στρατό, αυτή τη φορά με 25.000 άνδρες εναντίον περίπου 40.000 υπό τον στρατηγό Φιρούζ. Προετοίμασε έξυπνα το πεδίο της μάχης γύρω από το Δάρας, σκάβοντας ορύγματα και τοποθετώντας τα στρατεύματά του με τρόπο που εξουδετέρωνε την αριθμητική υπεροχή του εχθρού. Η μάχη εξελίχθηκε όπως την είχε υπολογίσει: οι περσικές ενισχύσεις δεν ωφέλησαν και η κατά μέτωπον επίθεση των Σασσανιδών συνετρίβη. Ο Βελισάριος πέτυχε μια λαμπρή νίκη με βαρύτατες απώλειες για τον εχθρό – την πρώτη μεγάλη βυζαντινή νίκη επί των Περσών ύστερα από πολλά χρόνια συνεχών πολέμων.

Ωστόσο, οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν. Το 531, σε μια αιματηρή μάχη στο Καλλίνικο του Ευφράτη, η κατάσταση ήταν αμφίρροπη: οι δυνάμεις του Βελισάριου βρέθηκαν σε δύσκολη θέση και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν για να αποφύγουν την ολοσχερή καταστροφή. Παρότι και οι Πέρσες υπέστησαν σοβαρές απώλειες και εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός θεώρησε φρόνιμο να ανακαλέσει τον Βελισάριο στην Κωνσταντινούπολη (φθινόπωρο 531). Έπειτα από μια τόσο απαιτητική εκστρατεία, ο νεαρός στρατηγός επέστρεψε στη βάση του, χωρίς να γνωρίζει πως τον περίμενε μια νέα αποστολή εντός των τειχών.

Η στάση του Νίκα και απόλυτη πίστη στον θρόνο

Με την άφιξη του στην Κωνσταντινούπολη, βρήκε την πόλη σε αναβρασμό. Στις αρχές του 532, οι αντίπαλες φατρίες του ιπποδρόμου – Βένετοι και Πράσινοι – ένωσαν απρόσμενα τις δυνάμεις τους και ξεσήκωσαν τον λαό εναντίον του αυτοκράτορα, στην περίφημη Στάση του Νίκα. Καθώς η εξέγερση φούντωνε, ο Ιουστινιανός κινδύνευσε να χάσει τον θρόνο. Ο Βελισάριος ρίχτηκε με ζήλο στην αποστολή της καταστολής. Αρχικά συνάντησε δυσκολίες – πολλοί από τους φρουρούς των ανακτόρων δίσταζαν να πολεμήσουν εναντίον συμπολιτών τους. Με την αποφασιστική παρακίνηση όμως της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, ο Βελισάριος συντόνισε τις ενέργειές του με τον στρατηγό Μούνδο και τον ευνούχο Ναρσή. Οι τρεις τους κύκλωσαν τον εξαγριωμένο όχλο στον Ιππόδρομο και προχώρησαν σε σφαγή χιλιάδων στασιαστών, τερματίζοντας βίαια την ανταρσία. Η αφοσίωση που έδειξε ο Βελισάριος σώζοντας τον κλονιζόμενο Ιουστινιανό στερέωσε τη φήμη του ως έναν από τους πλέον έμπιστους συνεργάτες του αυτοκράτορα. Ως ανταμοιβή, ο Ιουστινιανός του ανέθεσε αμέσως το τολμηρό σχέδιο που απεργαζόταν: την ανάκτηση των χαμένων δυτικών επαρχιών, αρχής γενομένης από το βασίλειο των Βανδάλων στην Αφρική.

Εκστρατεία στην Αφρική και συντριβή των Βανδάλων

Ο Ιουστινιανός ξεκίνησε με ορμή την εκστρατεία για την ανακατάληψη της Βόρειας Αφρικής, και έθεσε επικεφαλής τον Βελισάριο με τον τίτλο του στρατηγού-αυτοκράτορα (αρχιστράτηγος). Η πρόκληση ήταν τεράστια: ο Βελισάριος διέθετε μια σχετικά μικρή δύναμη, περίπου 15.000 στρατιωτών (10.000 πεζούς, 5.000 ιππείς και 3.000 μισθοφόρους), αριθμός ανεπαρκής κατ’ όλους τους υπολογισμούς για την κατάκτηση ολόκληρου βασιλείου. Παρ’ όλα αυτά, με έναν στόλο 500 μεταγωγικών και 92 πολεμικών πλοίων, απέπλευσε τον Ιούνιο του 533 και έφθασε αιφνιδιαστικά στη Σικελία. Εκεί πληροφορήθηκε πως οι Βάνδαλοι ήταν εντελώς απροετοίμαστοι: ο βασιλιάς Γελίμερος είχε στείλει μεγάλο μέρος του στρατού του μακριά, στη Σαρδηνία, για να καταπνίξει μια ανταρσία – εξέλιξη που ο Ιουστινιανός φρόντισε διπλωματικά να συμβεί προς όφελός του. Με τις ειδήσεις αυτές, ο Βελισάριος κινήθηκε με ακόμη μεγαλύτερη μυστικότητα προς την Αφρική. Αποβίβασε τα στρατεύματά του σε μια απόμερη ακτή, περίπου 200 χιλιόμετρα μακριά από την Καρχηδόνα, ώστε να μην δώσει στόχο. Εκεί έστησε προφυλαγμένο στρατόπεδο, ξεκούρασε τους άνδρες του και έπειτα προέλασε ταχύτατα προς την βανδαλική πρωτεύουσα, παράλληλα με τον στόλο που τον υποστήριζε.

Η αποφασιστική αναμέτρηση δεν άργησε. Ο Γελίμερος, αιφνιδιασμένος από την απόβαση, έσπευσε να αναχαιτίσει τον «μικρό» στρατό του Βελισάριου. Συγκέντρωσε όσες δυνάμεις διέθετε (30-40 χιλιάδες άνδρες) και σχεδίασε ενέδρα στη θέση Δέκιμο, λίγο νότια της Καρχηδόνας. Εκεί, στις 13 Σεπτεμβρίου 533, οι Βάνδαλοι επιτέθηκαν από τρεις κατευθύνσεις, προκαλώντας στιγμιαία σύγχυση στους Βυζαντινούς. Όμως η έλλειψη συντονισμού και η ψυχραιμία του Βελισάριου ανέτρεψαν την κατάσταση: οι βανδαλικές δυνάμεις διασπάστηκαν και ηττήθηκαν συντριπτικά (μάχη στο Δέκιμο). Ο Γελίμερος τράπηκε σε φυγή προς τη ενδοχώρα, ενώ ο Βελισάριος μπήκε θριαμβευτικά στην Καρχηδόνα δύο μέρες αργότερα, στις 15 Σεπτεμβρίου. Αμέσως φρόντισε να οργανώσει την άμυνα της πόλης και, το κυριότερο, επέβαλε αυστηρή πειθαρχία στα στρατεύματά του: απαγόρευσε τις λεηλασίες και προστάτευσε τους κατοίκους και τις περιουσίες τους, κερδίζοντας έτσι τη συνεργασία του τοπικού πληθυσμού.

Σε λιγότερο από τέσσερις μήνες, το άλλοτε κραταιό βανδαλικό βασίλειο είχε καταρρεύσει. Τον Δεκέμβριο του 533, στη μάχη στο Τρικάμαρον, οι ενωμένες δυνάμεις Βανδάλων και ντόπιων συμμάχων (Βερβερίνων) κατατροπώθηκαν ολοσχερώς από τον Βελισάριο. O τελευταίος βασιλιάς των Βανδάλων, ο Γελίμερος, κρύφτηκε στα βουνά αλλά τελικά παραδόθηκε λίγες εβδομάδες αργότερα, αφού έλαβε την υπόσχεση του Βελισάριου ότι θα του χαρίσει τη ζωή. Η αστραπιαία επιτυχία του στρατηγού, παρά τις μεγάλες αντιξοότητες, προκάλεσε θαυμασμό αλλά και φθόνο. Στην Κωνσταντινούπολη πολλοί αυλικοί διέδιδαν συκοφαντίες, υποστηρίζοντας ότι ο θριαμβευτής της Αφρικής ίσως σκόπευε να κρατήσει τις κατακτημένες επαρχίες και να ανακηρύξει εκεί δική του αυτοκρατορία. Ο Ιουστινιανός, υποψιαζόμενος και αυτός τις προθέσεις του στρατηγού, αποφάσισε να τον δοκιμάσει: πρότεινε στον Βελισάριο να διαλέξει αν ήθελε να παραμείνει στην Αφρική ως τοποτηρητής ή να επιστρέψει στην πρωτεύουσα. Ο Βελισάριος, ενημερωμένος για τις συκοφαντίες, δεν δίστασε – επέλεξε να επιστρέψει. Το καλοκαίρι του 534, επιβιβάστηκε εκ νέου στον στόλο και γύρισε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με ανεκτίμητα λάφυρα. Ο αυτοκράτορας, ικανοποιημένος και ανακουφισμένος, του επέτρεψε να τελέσει έναν λαμπρό θρίαμβο: ο Βελισάριος παρήλασε στους δρόμους της Πόλης εν μέσω επευφημιών, με τον αιχμάλωτο Γελίμερο και πλήθος αιχμαλώτων και θησαυρών σε δημόσια θέα. Στα λάφυρα περιλαμβάνονταν μάλιστα και οι θησαυροί που είχαν αρπάξει οι Βάνδαλοι από τη Ρώμη το 455, συμβολίζοντας την εκδίκηση της Κωνσταντινούπολης για την παλιά λεηλασία. Ήταν η πρώτη φορά μετά από περίπου 550 χρόνια (από την εποχή του Αυγούστου) που ένας μη αυτοκράτορας τιμήθηκε με θρίαμβο στη ρωμαϊκή-βυζαντινή ιστορία.

Πόλεμος στην Ιταλία και μάχες με τους Οστρογότθους

Μετά την κατάλυση του βανδαλικού κράτους, ο Ιουστινιανός στράφηκε αμέσως στο επόμενο φιλόδοξο σχέδιό του: την ανακατάκτηση της Ιταλίας από τους Οστρογότθους. Η δολοφονία της βασίλισσας Αμαλασούνθας το 535 του έδωσε το πρόσχημα για επέμβαση, και η πρόσφατη εύκολη νίκη στην Αφρική τον έπεισε ότι μια εκστρατεία στη Δύση θα μπορούσε επίσης να πετύχει. Ο Βελισάριος, ήδη θρυλικός από τους θριάμβους του, ανέλαβε επικεφαλής. Την άνοιξη του 535 αποβιβάστηκε στη Σικελία με δύναμη περίπου 12.000 ανδρών και κατέλαβε το νησί σχεδόν αμαχητί μέσα σε λίγους μήνες. Μόνο το οχυρό της Πάνορμου (Παλέρμο) προέβαλε αντίσταση και αυτή κάμφθηκε σύντομα. Στις αρχές του 536, ο στρατηγός διατάχθηκε να αντιμετωπίσει μια ανταρσία μισθοφόρων στην Αφρική, γεγονός που προσωρινά καθυστέρησε την ιταλική εκστρατεία. Όμως, μέσα σε σύντομο διάστημα ο Βελισάριος αποκατέστησε την τάξη στην Καρχηδόνα και επέστρεψε δριμύτερος. Αποβιβάστηκε στο νότιο άκρο της Καλαβρίας στα μέσα του 536 και ξεκίνησε ακάθεκτος προς βορρά. Οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Κάτω Ιταλίας τον υποδέχονταν ως ελευθερωτή, ενώ ακόμα και φρουρές των Γότθων παραδίδονταν χωρίς μάχη – ορισμένοι Οστρογότθοι ηγεμόνες προτίμησαν να υποταχθούν παρά να αντιμετωπίσουν τον δαιμόνιο στρατηγό.

Η προέλαση του Βελισάριου συνεχίστηκε σχεδόν ασταμάτητη. Το φθινόπωρο του 536 έφτασε έξω από τα τείχη της Ρώμης. Η Αιώνια Πόλη, παρά τη σημαντική γοτθική φρουρά της, δεν πολέμησε: ύστερα από σύντομες διαπραγματεύσεις, η παλαιά Ρώμη άνοιξε τις πύλες της στους στρατιώτες της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινούπολης) στις 9 Δεκεμβρίου 536, ενώ οι Γότθοι φύλακες της πόλης την εγκατέλειψαν ειρηνικά. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας πίστεψε για μια στιγμή πως η Ιταλία θα ανακαταληφθεί τόσο εύκολα όσο και η Αφρική. Ο έμπειρος όμως Βελισάριος δεν είχε ψευδαισθήσεις. Γνώριζε ότι οι Γότθοι δεν θα άφηναν το βασίλειό τους αμαχητί. Άρχισε αμέσως να προετοιμάζεται για αντεπίθεση του εχθρού, οχυρώνοντας τη Ρώμη και συγκεντρώνοντας εφόδια για πολιορκία. Για την υπεράσπιση της αιώνιας πόλης διέθετε μόλις 5.000 άνδρες, καθώς οι υπόλοιποι στρατιώτες του είχαν διασκορπιστεί φρουρώντας τη Σικελία και τη Νότια Ιταλία.

Οι προβλέψεις του επιβεβαιώθηκαν δραματικά. Την άνοιξη του 537, ο νέος βασιλιάς των Οστρογότθων, ο Ουίτιγις, συγκέντρωσε μια τεράστια στρατιά (πηγές της εποχής αναφέρουν – ίσως καθ’ υπερβολήν – 150.000 οπλισμένους ιππείς) και βάδισε εναντίον της Ρώμης αποφασισμένος να την ανακαταλάβει. Οι Γότθοι περικύκλωσαν την πόλη, πολιορκώντας για πρώτη φορά στην ιστορία βυζαντινά στρατεύματα εντός της Ρώμης. Πίσω από τα τείχη, ο Βελισάριος δεν αρκέστηκε σε μια παθητική άμυνα. Με τους λιγοστούς άνδρες του, εφάρμοσε τακτικές φθοράς: έκανε ξαφνικές εξόδους και επιθέσεις-αστραπή κατά των πολιορκητών, αιφνιδιάζοντάς τους ξανά και ξανά. Έτσι, δεν άφηνε τον εχθρό να αναπαυθεί ούτε να οργανώσει αποτελεσματικά τον αποκλεισμό. Για μεγάλο διάστημα οι Βυζαντινοί κατάφεραν να διατηρούν ανοικτή την τροφοδοσία της πόλης μέσω θαλάσσης, ενώ το στρατόπεδο των Γότθων αποδεκατιζόταν από ασθένειες. Εν τούτοις, ο κλοιός έσφιγγε σταδιακά και η πείνα άρχισε να θερίζει τους πολιορκημένους. Μερικά μέλη της συγκλήτου και αριστοκράτες της Ρώμης δυσανασχετούσαν με την αντίσταση και μυστικά διαπραγματεύονταν με τον εχθρό – ο Βελισάριος δεν δίστασε να συλλάβει ακόμα και τον Πάπα Σιλβέριο ως ύποπτο συνεργασίας με τους Γότθους, εξορίζοντάς τον, κατόπιν διαταγής του αυτοκρατορικού ζεύγους.

Τελικά, στα τέλη του 537 κατέφθασαν ενισχύσεις περίπου 5.000 ανδρών από την Ανατολή. Με τη νέα αυτή δύναμη, ο Βελισάριος πραγματοποίησε ακόμη τολμηρότερες επιχειρήσεις. Επιτέθηκε στα μετόπισθεν των πολιορκητών, έκοψε τις γραμμές ανεφοδιασμού τους και ανακατέλαβε ορισμένα φρούρια-κλειδιά. Από πολιορκητής, ο γοτθικός στρατός βρέθηκε ο ίδιος πολιορκημένος από τα βυζαντινά αποσπάσματα. Τον Μάρτιο του 538, έπειτα από έναν εξαντλητικό χρόνο και εννέα ημέρες, οι Γότθοι αναγκάστηκαν να άρουν την πολιορκία της Ρώμης και να υποχωρήσουν βόρεια.

Με την αποχώρηση των εχθρών, ο Βελισάριος πέρασε στην αντεπίθεση και τους καταδίωξε προς βορρά, απελευθερώνοντας αρκετές πόλεις στην πορεία. Έως το 539 οι Βυζαντινοί είχαν ουσιαστικά αποκαταστήσει τον έλεγχό τους σε μεγάλο μέρος της κεντρικής και βόρειας Ιταλίας, αναγκάζοντας τους Γότθους να οχυρωθούν στην πρωτεύουσά τους, τη Ραβέννα. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, όμως, είχε αρχίσει να ανησυχεί για τις εξελίξεις. Οι πιεσμένοι Γότθοι προσπάθησαν να ζητήσουν βοήθεια από την Περσία, ανοίγοντας ένα δεύτερο μέτωπο, και τα νέα αυτά διπλωματικά τεχνάσματα τον τάραξαν. Προκειμένου να μην παραταθεί ο πόλεμος στη Δύση, ο Ιουστινιανός διέταξε τον Βελισάριο να εγκαταλείψει την εκστρατεία και να επιστρέψει εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη, εν όψει νέου πολέμου με τους Πέρσες. Ο Βελισάριος, μετά από τόσους κόπους, δίσταζε να αφήσει την πολιορκία της Ραβέννας στη μέση. Με την έγκριση – ή την ανοχή – του αυτοκράτορα, αποφάσισε να επιχειρήσει μια τελευταία κίνηση για να κλείσει νικηφόρα και αυτό το κεφάλαιο. Επιτάχυνε τις πολιορκητικές του προσπάθειες και τον Μάιο του 540 κατάφερε να εξαναγκάσει τη Ραβέννα σε παράδοση με τέχνασμα. Οι ευγενείς των Οστρογότθων, απελπισμένοι από τη μακρά πολιορκία, είχαν προτείνει στον Βελισάριο κάτι αδιανόητο: να τον ανακηρύξουν αυτοκράτορα της Δύσης, αν πρόδιδε τον Ιουστινιανό και συμπορευόταν μαζί τους. Ακόμη και ο βασιλιάς Ουίτιγις φαίνεται πως διαπραγματεύτηκε μυστικά με τον Βυζαντινό στρατηγό, τάζοντάς του το στέμμα της Ιταλίας. Ο Βελισάριος, αινιγματικός, έδειξε να συμφωνεί με όλες τις πλευρές. Όταν όμως εισήλθε ως νικητής στη Ραβέννα, ανακοίνωσε ότι καταλαμβάνει την πόλη στο όνομα του αυτοκράτορα. Η πίστη του στο θρόνο έμεινε ακλόνητη. Στη συνέχεια συνέλαβε τον Ουίτιγι και πολλούς Γότθους ηγέτες, τους οποίους – μαζί με ανεκτίμητους θησαυρούς – έστειλε δέσμιους στην Κωνσταντινούπολη ως τρόπαια του πολέμου.

Ύστερες δοκιμασίες και τελευταίες μάχες

Παρά τις νέες του νίκες, η υποδοχή που επεφύλασσε η Αυλή στον Βελισάριο το 540 ήταν ψυχρή. Ο Ιουστινιανός δεν του απέδωσε τιμές ή πανηγυρισμούς, αλλά αντίθετα, τον αντιμετώπισε με καχυποψία. Είχε θορυβηθεί από τις προτάσεις των Γότθων προς τον αρχιστράτηγό του και, παρότι οι ενέργειες του Βελισάριου είχαν αποδείξει τη νομιμοφροσύνη του, ο αυτοκράτορας έκτοτε διατηρούσε αμφιβολίες. Στο μεταξύ, τα νέα από την Ανατολή ήταν δυσοίωνα: ο βασιλιάς των Περσών Χοσρόης Α΄ εκμεταλλεύτηκε την απουσία των ρωμαϊκών στρατευμάτων στη Δύση και εισέβαλε στη Συρία, λεηλατώντας το 540 την Αντιόχεια – την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της βυζαντινής επικράτειας – με πρωτοφανή αγριότητα. Ο Ιουστινιανός, παρά την ψυχρότητα, χρειαζόταν και πάλι τον ικανότερο στρατηγό του. Έστειλε εκ νέου τον Βελισάριο στο ανατολικό μέτωπο, όπου όμως η κατάσταση ήταν δύσκολη. Ο Βελισάριος και άλλοι έμπειροι στρατηγοί δεν μπόρεσαν να σημειώσουν αποφασιστική νίκη κατά των Περσών, που είχαν πλέον αποκτήσει το πάνω χέρι. Μέσα σε αυτή την αβεβαιότητα, το 542 ξέσπασε στην αυτοκρατορία φοβερή επιδημία πανώλης – ο περίφημος «Λοιμός του Ιουστινιανού». Ο ίδιος ο αυτοκράτορας προσβλήθηκε από την νόσο και για ένα διάστημα φαινόταν πως δεν θα επιζούσε. Στους κύκλους της Αυλής άρχισε δειλά να συζητάται το ζήτημα της διαδοχής, και ανάμεσα στα ονόματα των πιθανών διεκδικητών ακούστηκε και εκείνο του Βελισάριου, που είχε την υποστήριξη πολλών στρατιωτών και μερίδας της αριστοκρατίας. Ο ίδιος δεν εξέφρασε ποτέ καμία τέτοια φιλοδοξία – πιστός στην τάξη, κρατήθηκε μακριά από τις δολοπλοκίες. Παρ’ όλα αυτά, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα θορυβήθηκε και αντέδρασε αστραπιαία: καθαίρεσε τον Βελισάριο από κάθε αξίωμα, διέλυσε την προσωπική του φρουρά και δήμευσε την τεράστια περιουσία του, επικαλούμενη οικονομικές ατασθαλίες. Ο άλλοτε ένδοξος αρχιστράτηγος βρέθηκε μόνος, φοβούμενος για τη ζωή του. Η φιλία της συζύγου του, Αντωνίνας, με την αυτοκράτειρα τον διέσωσε προσωρινά από χειρότερα. Όταν ο Ιουστινιανός ανάρρωσε από την ασθένεια, αναίρεσε τις ενέργειες της Θεοδώρας: αποκατέστησε τον Βελισάριο και του επέστρεψε τιμές και περιουσία, μη δίνοντας βάση στις φήμες περί προδοσίας.

Εκείνο τον καιρό, το μέτωπο της Ιταλίας είχε πάρει δραματική τροπή. Χωρίς τον Βελισάριο, οι Βυζαντινοί είχαν χάσει σχεδόν ό,τι είχαν κερδίσει. Ένας χαρισματικός νέος βασιλιάς των Γότθων, ο Τωτίλας, είχε ανασυντάξει το έθνος του και εξαπέλυσε μια σαρωτική αντεπίθεση: ως το 543 οι δυνάμεις του ανακατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας, περιορίζοντας τους Ρωμαίους μόνο σε λίγες μεγάλες πόλεις. Έτσι, για ακόμη μια φορά, το καλοκαίρι του 544, ο Βελισάριος στάλθηκε εσπευσμένα πίσω στην Ιταλία για να σώσει την κατάσταση. Όμως αυτή τη φορά η αποστολή του ήταν σχεδόν αδύνατη. Διέθετε ελάχιστες δυνάμεις – μερικές χιλιάδες νεοσύλλεκτους που ο ίδιος περιέγραψε ως «ένα μικρό αξιοθρήνητο και ανεκπαίδευτο συνονθύλευμα». Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε με πονηριά να εισέλθει κρυφά στη Ρώμη και να οργανώσει την άμυνα ενάντια στον πολιορκητή Τωτίλα. Για δεύτερη φορά υπερασπίστηκε τη Ρώμη από τους Γότθους, δυσκολεύοντάς τους τόσο, ώστε μια ξαφνική αντεπίθεσή του τους εκανε να τράπουν σε φυγή και έλυσε προσωρινά την πολιορκία. Ωστόσο, με τις οικτρές του δυνάμεις, ο Βελισάριος αδυνατούσε να επιφέρει κάποιο αποφασιστικό πλήγμα. Για περίπου δυο χρόνια περιόρισε απλώς τον Τωτίλα, χωρίς να μπορεί να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη. Αποκαρδιωμένος από την άρνηση του αυτοκράτορα να του στείλει ουσιαστικές ενισχύσεις, ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το 548 αποσύρθηκε από την ενεργό διοίκηση. Την ολοκλήρωση του Γοτθικού Πολέμου ανέλαβε αργότερα ένας άλλος αξιωματούχος, ο ευνούχος Ναρσής, με πολύ ισχυρότερο στράτευμα.

Η ύστατη αποστολή και το τέλος μιας εποχής

Το 559, η βαλκανική χερσόνησος συγκλονίστηκε από μια μαζική επιδρομή βαρβαρικών φύλων. Οι Κουτρίγουροι Ούννοι (μια φυλή συγγενική προς τους Βουλγάρους) πέρασαν τον παγωμένο Δούναβη μαζί με πλήθος Σλάβων συμμάχων και προήλασαν προς τα νότια ανενόχλητοι. Ένα τμήμα τους, περί τους 2.000 ιππείς, κατευθύνθηκε απειλητικά προς την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Ο ηλικιωμένος πια Ιουστινιανός πανικοβλήθηκε. Ελλείψει επαρκών μάχιμων στρατευμάτων στην πρωτεύουσα, στράφηκε ξανά στον έμπειρο σωτήρα του: ο Βελισάριος κλήθηκε εσπευσμένα να αναλάβει την αναχαίτιση των εισβολέων. Ο σχεδόν εξηντάχρονος στρατηγός μάζεψε ό,τι μπορούσε: ένα ετερόκλητο πλήθος από άμαθους πολίτες της πρωτεύουσας και χωρικούς της Θράκης που είχαν καταφύγει έντρομοι εντός των τειχών, καθώς και 300 μόνο παλαίμαχους στρατιώτες – τα τελευταία «λιοντάρια» από τις παλιές του λεγεώνες. Με αυτούς τους λιγοστούς και άνισους ανθρώπους, ο Βελισάριος κατέστρωσε ένα τέχνασμα αντάξιο της φήμης του. Γνώριζε ότι οι 2.000 έφιπποι εχθροί θα προέβαλαν σύντομα. Έστησε ενέδρα με 200 από τους πιο έμπειρους βετεράνους του και έκρυψε τους υπόλοιπους πίσω από λόφους. Την κατάλληλη στιγμή διέταξε όλους τους άνδρες του να ορμήσουν με τρομερή ορμή και πολεμικές ιαχές κατά των εχθρών. Την ίδια στιγμή, οι κρυμμένοι στρατιώτες του τους χτύπησαν στα πλευρά. Οι βαρβαρικοί όχλοι αιφνιδιάστηκαν και πανικοβλήθηκαν: νόμισαν ότι τους επιτέθηκε ολόκληρος αυτοκρατορικός στρατός και τράπηκαν άτακτα σε φυγή. Σύμφωνα με τις πηγές, περίπου 400 Ούννοι έπεσαν νεκροί, ενώ οι απώλειες των Βυζαντινών ήταν ελάχιστες, μόλις λίγοι τραυματίες. Με αυτόν τον ευφυή και σχεδόν αναίμακτο τρόπο, η άμεση απειλή κατά της Κωνσταντινούπολης εξουδετερώθηκε. Ο Βελισάριος είχε προσθέσει έναν ακόμα θρίαμβο στο ενεργητικό του – τον τελευταίο.

Παρόλο που ο λαός και ο ίδιος ο Ιουστινιανός ανακουφίστηκαν, οι μηχανορραφίες της Αυλής δεν άφησαν ήσυχο τον γηραιό ήρωα. Το 561 (ή 562) ο Βελισάριος κατηγορήθηκε ξανά ότι συμμετείχε σε μια συνωμοσία κατά του αυτοκράτορα. Η αντίδραση υπήρξε σκληρή: για ακόμη μια φορά η περιουσία του δημεύθηκε και εκείνος τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, παρά τα όσα είχε προσφέρει. Ευτυχώς, λίγους μήνες αργότερα ο Ιουστινιανός συνειδητοποίησε το σφάλμα και αποκατέστησε τον πιστό του στρατηγό, επιστρέφοντάς του τιμές και αγαθά. Ο Βελισάριος αποσύρθηκε οριστικά από τον δημόσιο βίο, κουρασμένος από τους πολέμους αλλά ίσως περισσότερο από την αχαριστία της εξουσίας.

Θάνατος και υστεροφημία ενός τραγικού ήρωα

Ο Βελισάριος πέθανε ήσυχα τον Μάρτιο του 565, σε ηλικία περίπου 60 ετών, λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή και ο Ιουστινιανός. Δεν έφυγε περιτριγυρισμένος από δόξα, παράσημα και τιμές – αντίθετα, έφυγε σχεδόν αφανής, χωρίς την αναγνώριση που άρμοζε σε έναν τόσο λαμπρό στρατηγό. Ωστόσο, η φήμη του γιγαντώθηκε μετά θάνατον. Η ζωή και τα κατορθώματά του έγιναν αντικείμενο θαυμασμού ανά τους αιώνες, τροφοδοτώντας μύθους, θρύλους και έργα τέχνης. Στους μετέπειτα χρόνους γεννήθηκε ο θρύλος του ‘τυφλού ζητιάνου’ Βελισάριου: μια λαϊκή διήγηση – εμφανώς αναληθής – ότι ο Ιουστινιανός τάχα τον τύφλωσε και τον έριξε να ζητιανεύει στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Αυτός ο μεσαιωνικός μύθος, αν και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (διαδόθηκε κυρίως από τον 12ο αιώνα και μετά), ενέπνευσε καλλιτέχνες της δυτικής Ευρώπης. Ο Γάλλος ζωγράφος Ζακ-Λουί Νταβίντ απεικόνισε το 1781 τον Βελισάριο ως τυφλό επαίτη σε έναν διάσημο πίνακα, προσωποποιώντας την τραγική μοίρα του ήρωα. Στην πραγματική ιστορία, όμως, ο Βελισάριος στέκει ως ένας από τους σπουδαιότερους στρατηγούς όλων των εποχών – συνώνυμο της στρατιωτικής ευφυΐας, της ανδρείας αλλά και της αχαριστίας της εξουσίας απέναντι στους άξιους. Η περίπτωσή του, από τις ανεπανάληπτες νίκες μέχρι τις προσωπικές περιπέτειες, αποτελεί ένα από τα πιο συναρπαστικά κεφάλαια της βυζαντινής ιστορίας και μια ζωντανή υπενθύμιση ότι η δόξα και η πτώση μπορούν να απέχουν ελάχιστα στην ταραχώδη σκηνή της ανθρώπινης μοίρας.

Ο μυστικός Ισαάκ Νεύτων: Ο άνθρωπος πίσω από τους νόμους

Γεννημένος ανήμερα Χριστουγέννων του 1642 στο Γούλστχορπ Μάνορ, πρόωρος και ασθενικός, ο Ισαάκ Νεύτων έμαθε νωρίς την απώλεια: ο πατέρας του είχε πεθάνει πριν ο ίδιος γεννηθεί και η μητέρα του τον άφησε στους παππούδες του όταν ξαναπαντρεύτηκε. Η εγκατάλειψη τον σημάδεψε. Χρόνια αργότερα, σε μια λίστα «αμαρτιών» από τα παιδικά του χρόνια, παραδέχεται πως είχε απειλήσει να κάψει «τη μητέρα και τον πατριό» μαζί με το σπίτι. Από μικρός προτιμούσε να φτιάχνει μηχανισμούς παρά να κάνει φίλους – ένα προμήνυμα για τον ακούραστο εφευρέτη που έμελλε να γίνει.

Στο Γυμνάσιο King’s School άφησε την υπογραφή του σ’ ένα περβάζι· στο Κέιμπριτζ συνέχισε να αμφισβητεί τους αρχαίους. Στο σημειωματάριό του έγραψε στα λατινικά:

«Ο Πλάτων είναι φίλος μου, ο Αριστοτέλης είναι φίλος μου, αλλά ο καλύτερος φίλος μου είναι η αλήθεια.»

Τα «χρόνια της πανούκλας» που γέννησαν ιδέες

Στα 1665–1667, η βουβωνική πανώλη έκλεισε το πανεπιστήμιο. Επιστρέφοντας στο πατρικό, ο Νεύτων έκανε άλματα: με πρίσμα έδειξε ότι το λευκό φως είναι φάσμα χρωμάτων, κατασκεύασε ανακλαστικό τηλεσκόπιο, φτάνοντας να πιέσει με βελόνα το «λάκκο» του ματιού του για να κατανοήσει την όραση. Δίπλα στο σπίτι, μια μηλιά τού έδωσε την αφορμή να αναρωτηθεί: «Μπορεί η ίδια δύναμη που ρίχνει το μήλο να κρατά και τη Σελήνη;»

Ο θρύλος λέει ότι το μήλο τον χτύπησε στο κεφάλι· αποδείξεις δεν υπάρχουν, η ιδέα όμως άλλαξε την κατανόησή μας για το σύμπαν.

Την εποχή εκείνη διαμόρφωσε και τα θεμέλια του λογισμού. Όταν ο Γκότφριντ Λάιμπνιτς δημοσίευσε το 1684, ξέσπασε διαμάχη για την «πατρότητα». Πολλοί ιστορικοί σήμερα συμφωνούν ότι οι δύο άντρες έφτασαν ανεξάρτητα στις ίδιες ιδέες – αλλά ο μυστικοπαθής Νεύτων είχε κρατήσει τις δικές του στο συρτάρι, απεχθανόμενος τη δημόσια κριτική.

Το έργο που άλλαξε τον κόσμο

Το 1687, εκδίδει τα Mathematical Principles of Natural Philosophy (τα γνωστά Principia). Εκεί διατυπώνει τον νόμο της παγκόσμιας έλξης και τους τρεις περίφημους νόμους της κίνησης – ένα σύστημα που από τους πλανήτες μέχρι τα αυτοκίνητα εξηγεί πώς και γιατί κινούνται τα σώματα.

Οι τρεις νόμοι εν συντομία:

1. Αδράνεια: Ένα σώμα παραμένει όπως είναι (σε ηρεμία ή ομαλή κίνηση) αν δεν ασκηθεί πάνω του δύναμη.

2. Δύναμη = μάζα × επιτάχυνση: Όσο μεγαλύτερη η μάζα, τόσο περισσότερη δύναμη χρειάζεται.

3. Δράση–Αντίδραση: Κάθε δράση γεννά ίση και αντίθετη αντίδραση (σκεφτείτε τον πίδακα καυσαερίων που ωθεί έναν πύραυλο προς τα πάνω).

Παρά το ακαδημαϊκό του κύρος (Λουκασιανός καθηγητής στα 20κάτι του), δεν ήταν δάσκαλος με ζήλο· λέγεται πως κάποτε δίδαξε σε άδεια αίθουσα. Το πάθος του ήταν η έρευνα – συχνά σε σημείο που ξεχνούσε να φάει.

Ο θεολόγος που προέβλεψε το 2060

Λιγότερο γνωστό είναι ότι ο Νεύτων έγραψε πολύ περισσότερα για τη θεολογία απ’ ό,τι για την επιστήμη. Μελετούσε τη Βίβλο ως «κώδικα» της φύσης και υπολόγισε ότι η Αποκάλυψη θα ερχόταν το 2060 – με την επιφύλαξη ότι ίσως αργότερα, όχι όμως νωρίτερα. Τα θεολογικά του χειρόγραφα πουλήθηκαν το 1936 από τον Sotheby’s και κατέληξαν στο κράτος του Ισραήλ: 7.500 σελίδες. Οι απόψεις του ήταν ανορθόδοξες (απόρριψη του δόγματος της Τριάδας), ενώ στο Κοινοβούλιο – όπου εξελέγη δύο σύντομες φορές – λέγεται πως το μόνο που καταγράφηκε στα πρακτικά ήταν μια παράκλησή του να κλείσει ένα παράθυρο.

Ο αλχημιστής και η σκοτεινή νύχτα της ψυχής

Για 25 χρόνια μελετούσε μυστικά αλχημεία, αναζητώντας διαδικασίες «μεταστοιχείωσης» μετάλλων και τη θρυλική φιλοσοφική λίθο. Μετά θάνατον, ανάλυση μιας τούφας μαλλιών του έδειξε υψηλά επίπεδα υδραργύρου – πιθανή εξήγηση για την κατάρρευσή του το 1693: αϋπνία, καταθλιπτικά επεισόδια και παρανοϊκές επιστολές σε φίλους. Λίγο αργότερα, εγκαταλείπει το Κέιμπριτζ.

Ο «σερίφης» του νομίσματος

Το 1696 μετακομίζει στο Λονδίνο ως επόπτης (κι έπειτα ως διευθυντής) του Βασιλικού Νομισματοκοπείου. Σε μια εποχή που τα νομίσματα «κουρεύονταν» και παραχαράσσονταν, ο Νεύτων έβαλε επιστημονική ακρίβεια στη νομισματοκοπία κι έκανε σκληρές διώξεις: κάποιοι κατέληξαν στην αγχόνη. Η δίψα του για έλεγχο εμφανίζεται και στη διαμάχη με τον Ρόμπερτ Χουκ, τον οποίο κατηγόρησε ότι διεκδικούσε την ιδέα της βαρύτητας· αργότερα κατηγορήθηκε ο ίδιος ότι, ως πρόεδρος της Βασιλικής Εταιρείας, «εξαφάνισε» το μοναδικό πορτρέτο του Χουκ.

Το 1705, η βασίλισσα Άννα τον έχρισε ιππότη: Sir Isaac Newton. Παρέμεινε μοναχικός, αφοσιωμένος στη φήμη του και στο έργο του, χωρίς να παντρευτεί ποτέ. Πέθανε στον ύπνο του στις 20 Μαρτίου 1727 και ενταφιάστηκε στο Αββαείο του Ουεστμίνστερ. Στον τάφο του αναγράφεται: «Εδώ κείται ό,τι ήταν θνητό του Ισαάκ Νεύτωνα».

«Η Μεγάλη Πλοήγηση στις Νήσους» του André Thevet: Μια χαρτογραφική αποκάλυψη σε δημοπρασία

Στις 24 Σεπτεμβρίου 2025, ο διάσημος γαλλικός οίκος δημοπρασιών Million Auction House στο Παρίσι θα παρουσιάσει προς πώληση ένα εξαιρετικό ιστορικό έργο: το πιο ολοκληρωμένο γνωστό σύνολο από τις χαρτογραφικές πλάκες του ημιτελούς «Le Grand Insulaire et Pilotage» του Αντρέ Τεβέ (André Thevet, 1516-1592).

Το αντίτυπο αυτό περιλαμβάνει 229 χαρακτικά, σχεδόν διπλάσιο αριθμό από τα προηγούμενα γνωστά, και συνιστά ανεκτίμητο βιβλιογραφικό και χαρτογραφικό αντικείμενο, με τεράστια σημασία για την ανάδειξη των γεωγραφικών ιδεών του 16ου αιώνα.

Το όραμα του Τεβέ και η σημασία του έργου

Ο Αντρέ Τεβέ, κοσμογράφος της γαλλικής αυλής, θαλασσοπόρος και συγγραφέας, επεδίωξε να εκδώσει έναν παγκόσμιο άτλαντα όλων των νησιών τού τότε γνωστού κόσμου, συνέχεια της προηγούμενης «Cosmographie universelle» (Παγκόσμια Κοσμογραφία, 1575) και των «Vrais portraits et vies des hommes illustres (Αληθινά πορτρέτα και βίοι επιφανών ανδρών, 1584).

Νήσος Κύπρος. Χάρτης του Αντρέ Τεβέ, από το μοναδικό χαρτογραφικό έργο του, «Le Grand Insulaire et Pilotage» (1586-1587). (© Millon Auction House)

 

Το έργο, αν και σχεδιάστηκε να περιέχει 350 κεφάλαια, παρέμεινε ατελές: το χειρόγραφο της Εθνικής βιβλιοθήκης της Γαλλίας περιλαμβάνει μόνον 263 κεφάλαια, εκ των οποίων 131 χάρτες έχουν εντοπιστεί, με 84 μέσα στο ίδιο το χειρόγραφο. Η νέα συλλογή των 229 χαρακτικών αποτελεί εξέχουσα ιστορική ανακάλυψη και δυνατότητα να ξαναγραφτεί η ιστορία της ναυτικής χαρτογραφίας.

Σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό και ειδικό στην γεωγραφική λογοτεχνία και χαρτογραφία του 16ου αιώνα Frank Lestingrant, η έκδοση αυτή «αναμενόταν να είναι μία από τις σπουδαιότερες χαρτογραφικές εργασίες του ύστερου 16ου αιώνα».

Ο Τεβέ οραματίστηκε την καταγραφή όλων των νησιών του κόσμου, έργο που θα ξεπερνούσε τους 350 χάρτες. Ο συνδυασμός ναυσιπλοϊκών πληροφοριών, εθνογραφίας και λογοτεχνικής φαντασίας το καθιστά μοναδικό. Θεωρείται το πρώτο βήμα για έναν «εθνικό ναυτικό οδηγό» της Γαλλίας, σε εποχή έντονου ανταγωνισμού με την Ισπανία και την Πορτογαλία, που κυριαρχούσαν τότε στους ωκεανούς.

Νήσος Τένεδος. Χάρτης του Αντρέ Τεβέ, από το μοναδικό χαρτογραφικό έργο του, «Le Grand Insulaire et Pilotage» (1586-1587). (© Millon Auction House)

 

Διαθέτοντας ιταλικό ύφος και ναυτικούς προσανατολισμούς στόχευε να αποτελέσει έναν οδηγό για τους θαλασσοπόρους, καταγράφοντας ακτές, λιμάνια, ναυτικές διαδρομές, αλλά και ασφαλή σημεία, όρμους και υφάλους. Ακολουθώντας την παράδοση των ναυτικών εγχειριδίων, φιλοδοξούσε να λειτουργήσει ως ένα πρακτικό εργαλείο. Έτσι, η Γαλλία επιχειρούσε να καλύψει ένα ουσιαστικό κενό σε σύγκριση με τους Ιταλούς, τους Πορτογάλους και τους Ισπανούς, οι οποίοι διέθεταν ανάλογες εκδόσεις. Μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα το έργο αυτό θα αποτελούσε τον πρώτο γαλλικό ναυτικό οδηγό, ένα πολιτικό και στρατηγικό επίτευγμα για τη χώρα.

Η οικογένεια Τεβέ διαφύλαξε αυτή την κληρονομιά, η οποία γενιά μετά τη γενιά, από τον 19ο αιώνα συντηρεί αυτή την εξαιρετική συλλογή, μέχρι που, αναγνωρίζοντας τη σπανιότητα και την αξία της, την εμπιστεύτηκε στους ειδικούς.

Νήσος Κέρκυρα. Χάρτης του Αντρέ Τεβέ, από το μοναδικό χαρτογραφικό έργο του, «Le Grand Insulaire et Pilotage» (1586-1587). (© Millon Auction House)

 

Η έρευνα για το ξεχωριστό αυτό έργο έγινε υπό τη διεύθυνση του Romain Beot του Millon Auction House και της Elvivre Poulain-Marquis του Poulain’s Cabinet, με τη συμβολή δύο κορυφαίων ειδικών στο έργο του Τεβέ: του Frank Lestingrant, επίτιμου καθηγητή στη Σορβόννη και ειδικό στη γεωγραφική λογοτεχνία της Αναγέννησης, και του Γεωργίου Τόλια, διευθυντή σπουδών στο École Pratique des Hautes Études (EPHE) και ιστορικό της χαρτογραφίας, ιδίως της ναυτικής παράδοσης.

Τι ακριβώς βγαίνει στο σφυρί

Ο οίκος Millon, στις 24 Σεπτεμβρίου 2025, παρουσιάζει σε ξεχωριστή, μονολότ δημοπρασία (δηλαδή η συλλογή δημοπρατείται ολόκληρη), μια μοναδική συγκέντρωση 229 χαρακτικών χαρτών από το ημιτελές έργο του Αντρέ Τεβέ, Le Grand Insulaire et Pilotage (1586-1587). Από τους 263 τίτλους της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας (Bibliotheque nationale de France – BnF), όπου βρίσκεται το μοναδικό πρωτότυπο του μεγάλου χαρτογραφικού οράματος του Τεβέ, το οποίο θεωρείται μέτρο αναφοράς για την κατανόηση του έργου και της χαρτογραφικής φιλοδοξίας του Τεβέ, έχουν εντοπιστεί έως τώρα μόνο 131 χαρτογραφικές εκτυπώσεις. Αυτές οι 131 χαρτογραφικές εκτυπώσεις έχουν διασκορπιστεί σε συλλογές ανά τον κόσμο: στη Γεννάδειο βιβλιοθήκη στην Αθήνα, στο Βρετανικό Μουσείο, στη συλλογή d’ Anville (BnF Maps and Plans) και στη συλλογή Lallemant de Betz (BnF Prints).

Νήσος Χίος. Χάρτης του Αντρέ Τεβέ, από το μοναδικό χαρτογραφικό έργο του, «Le Grand Insulaire et Pilotage» (1586-1587). (© Millon Auction House)

 

Το συγκεκριμένο σύνολο αυξάνει θεαματικά το επιστημονικά τεκμηριωμένο σώμα χαρτών και κεφαλαίων τού Le Grand Insulaire et Pilotage που είχαν βρεθεί πριν την πρόσφατη αυτή ανακάλυψη των 229 χαρακτικών, προσθέτοντας περίπου 90 άγνωστους έως σήμερα χάρτες, γεγονός μείζονος σημασίας για την ιστορία της χαρτογραφίας της Αναγέννησης.

Πρόκειται για προεκτυπωτικές δοκιμές (τυπογραφικές «επί χάρτου» αποτυπώσεις) των χαρτών που χάραξε ο γλύπτης Thomas de Leu, δεμένες πρόχειρα χωρίς εξώφυλλο – δηλαδή υλικό εργασίας που προοριζόταν για επιμέλεια πριν από μια έκδοση που τελικά δεν ολοκληρώθηκε εξαιτίας των θρησκευτικών διενέξεων της εποχής και των οικονομικών δυσχερειών του Τεβέ. Οι χαλκογραφίες (περίπου 155 x 190 mm) φέρουν λεπτομερείς ναυτικές σημειώσεις (λιμένες, όρμους, υφάλους, διαύλους), ενώ ανάμεσά τους ξεχωρίζει η παλαιότερη γνωστή απεικόνιση του αρχιπελάγους των Φώκλαντ («IIes de Sanson ou des Geantz»)

Νήσος Εύβοια. Χάρτης του Αντρέ Τεβέ, από το μοναδικό χαρτογραφικό έργο του, «Le Grand Insulaire et Pilotage» (1586-1587). (© Millon Auction House)

 

Η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη της Αθήνας

Ορισμένοι από τους σπάνιους χάρτες τού Le Grand Insulaire et Pilotage εντοπίστηκαν στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα .

Η παρουσία του έργου του Τεβέ στην Ελλάδα καταδεικνύει τον διεθνή χαρακτήρα της χαρτογραφικής παράδοσης και συνδέει την Αθήνα με μία από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις της Αναγέννησης.

Το Αιγαίο και η παράδοση των «Isolarii»

Το έργο του Τεβέ ανήκει στη σειρά των λεγόμενων Isolarii (ή Insulaires), των «βιβλίων των νησιών», που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στη Μεσόγειο από τον 15ο αιώνα.

Στους χάρτες του περιλαμβάνονται ελληνικά νησιά του Αιγαίου, του Ιονίου, η Κρήτη και η Κύπρος, τα οποία είχαν κομβική σημασία για την ευρωπαϊκή ναυσιπλοΐα και το εμπόριο.

Νήσος Κεφαλλονιά. Χάρτης του Αντρέ Τεβέ, από το μοναδικό χαρτογραφικό έργο του, «Le Grand Insulaire et Pilotage» (1586-1587). (© Millon Auction House)

 

Η χαρτογράφηση του Αιγαίου ήταν κεντρικής σημασίας για τους Ευρωπαίους θαλασσοπόρους του 16ου αιώνα. Οι περιγραφές συχνά αντλούν από ελληνικές και βυζαντινές πηγές, αλλά και από τις εμπειρίες Δυτικών ταξιδευτών. Μέσα από αυτούς τους χάρτες διαφαίνεται η σημασία της Ελλάδας ως σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης στην εποχή των γεωγραφικών ανακαλύψεων.

Έλληνας ειδικός στην ερευνητική ομάδα

Ο Γεώργιος Τόλιας, διευθυντής Σπουδών στο EPCE, ένα από τα παλαιότερα και πιο φημισμένα ερευνητικά ιδρύματα της Γαλλίας, ιστορικός της χαρτογραφίας και κορυφαίος γνώστης των Isolarii, συμμετείχε στην τεκμηρίωση της δημοπρασίας. Ο κος Τόλιας έχει συμβάλει σημαντικά στην ανάδειξη της ναυτικής χαρτογραφίας του Αιγαίου και της θέσης της στον ευρωπαϊκό πνευματικό κόσμο.

Η συμμετοχή του αποτελεί ελληνικό αποτύπωμα σε μία ανακάλυψη διεθνούς σημασίας.

Τι σημαίνει για την Ελλάδα

Η επικείμενη δημοπρασία στο Παρίσι δείχνει ότι η Ελλάδα δεν είναι απλώς αντικείμενο χαρτογράφησης, αλλά και φορέας διατήρησης και μελέτης σπάνιων χαρτών της Αναγέννησης.

Νήσος Ρόδος. Χάρτης του Αντρέ Τεβέ, από το μοναδικό χαρτογραφικό έργο του, «Le Grand Insulaire et Pilotage» (1586-1587). (© Millon Auction House)

 

Με τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και Έλληνες ειδικούς στο προσκήνιο, η χώρα μας συμμετέχει έμμεσα στη διεθνή αυτή πολιτιστική και επιστημονική στιγμή. Η σύνδεση αυτή ενισχύει τη σημασία της ελληνικής χαρτογραφικής παράδοσης στο παγκόσμιο στερέωμα.

Ο οίκος Millon: μια παράδοση που αγκαλιάζει το μέλλον

Ο οίκος Millon ιδρύθηκε το 1928 στο Παρίσι και αποτελεί σήμερα μια από τις πιο έγκυρες και καινοτόμες οικογένειες στον χώρο των δημοπρασιών. Το 1990, η συνεργασία μεταξύ του Claude Robert και του Joël-Marie Millon σφράγισε τη νέα πορεία για τον οίκο, ενώ από το 2002 ο Alexandre Millon ανέλαβε την ηγεσία, μετασχηματίζοντας την εταιρία σε ένα διεθνές δίκτυο με εξειδικευμένους τομείς. Ο Millon πραγματοποιεί σήμερα περίπου 250 πωλήσεις τον χρόνο, σε 49 ειδικότητες, καλύπτοντας 5.000 χρόνια πολιτιστικής ιστορίας.

Το 2024, ο οίκος Millon αγόρασε την ιταλική II Ponte, διαμορφώνοντας ένα νέο ευρωπαϊκό ηγέτη στον χώρο των δημοπρασιών. Το 2024, οι παγκόσμιες πωλήσεις του οίκου ξεπέρασαν τα 120 εκατομμύρια ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 28% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Νήσος Αίγινα. Χάρτης του Αντρέ Τεβέ, από το μοναδικό χαρτογραφικό έργο του, «Le Grand Insulaire et Pilotage» (1586-1587). (© Millon Auction House)

 

Τι κάνει τη δημοπρασία αυτή ιστορική

Ποσότητα και ποιότητα: 229 χαρακτικά σε ένα ημιτελές έργο, με εξαιρετική τεχνική και κατάσταση, που αποτελούν μοναδικό δείγμα.

Χαρτογραφική και βιβλιοφιλική αξία: Αναδεικνύει το όραμα του Τεβέ, ο οποίος ήθελε να χαρτογραφήσει κάθε νησί του κόσμου, συνδυάζοντας την ακρίβεια με τη φιλολογική φαντασία.

Μουσείο μέσα σε δημοπρατήριο: Το αντίτυπο αυτό είναι τόσο σπάνιο ώστε χαρακτηρίζεται ως «So Unique», κατηγορία ειδικών αποκλειστικών πωλήσεων του οίκου για μοναδικά αντικείμενα.

Η δημοπρασία στις 24 Σεπτεμβρίου 2025 από τον οίκο Millon δεν εξυπηρετεί απλώς συλλέκτες ή βιβλιοφιλικές ομάδες, αλλά αναδεικνύει την πολιτιστική και χαρτογραφική κληρονομιά της Αναγέννησης.

Αντικατοπτρίζει την αυθεντική φιλοδοξία, τη διαχρονική αξία και το όραμα ενός ανθρώπου που ήθελε να περιγράψει κάθε γνωστό σημείο του κόσμου. Ένα όνειρο που, έστω ημιτελές, αναβιώνει σήμερα στην καρδιά του Παρισιού.

Νήσος Σύμη. Χάρτης του Αντρέ Τεβέ, από το μοναδικό χαρτογραφικό έργο του, «Le Grand Insulaire et Pilotage» (1586-1587). (© Millon Auction House)

 

* * * * *

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑΣ

Ημερομηνία: Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2025

Ώρα: 18:00 (Παρίσι)

Τόπος: Millon,  1 rue Rossini, 75009 Paris

Τιμή εκκίνησης: 10.000 ευρώ

Προμήθεια αγοραστή: 23,7% (≤1.500ευρώ) / 27,5% (≥1.500 ευρώ), προσαυξήσεις για online bidding

Δημόσια θέαση: Hotel Drouot, 16-22 Trocadero, Salons du Trocadero, 5 avenue d’ Eylau, Paris 16e

Online συμμετοχή: Μέσω Drouot, Interencheres, Invaluable

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΥΠΟΥ

Isabelle Carassic

Press Contact Email: isabelle@isadit.com

Τηλ. : +33 6 47 03 91 78

Millon Auction House

Email: contact@millon.com Ιστοσελίδα: www.millon.com

Η Κωνσταντινούπολη υπό τη βασιλεία του αυτοκράτορα Ηρακλείου

Η Βυζαντινή αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη διαδέχτηκε τη Ρωμαϊκή. Σπουδαίοι αυτοκράτορες, καθώς επίσης και ορισμένοι δικτάτορες διοίκησαν το Βυζάντιο.

Ένας από τους πιο γνωστούς αυτοκράτορες, ο οποίος έβαλε ως στόχο του την επέκταση της αυτοκρατορίας μέσα από στρατιωτικά κινήματα είναι ο Ιουστινιανός Α΄. Ο Ιουστινιανός θεωρείται μία από τις πιο αμφιλεγόμενες ιστορικές φιγούρες. Αυτός και η σύζυγος του, Θεοδώρα, έπαιξαν καίριο ρόλο στη διαμόρφωση της Βυζαντινής ιστορίας. Ωστόσο, στο παρόν άρθρο, θα εστιάσουμε στην περίοδο που ακολούθησε τη βασιλεία του.

Η διαδοχή του Φωκά

Από τους πιθανούς διάδοχους του Ιουστινιανού, δύο ήταν αυτοί που ξεχώριζαν χάρη στις στρατιωτικές τους ικανότητες: ο Τιβέριος και ο Μαυρίκιος. Μάλιστα, αυτοί ήταν που συνέχισαν τους πολέμους κατά των Περσών και απώθησαν τους Αβάρους, ενώ στη συνέχεια ο Μαυρίκιος διαπραγματεύτηκε ειρήνη με τους τελευταίους.

Παρά τις ικανότητές τους, με τη βοήθεια του αυτοκρατορικού στρατού ανεβαίνει στο θρόνο ο Φωκάς, ο οποίος σύμφωνα με τους ιστορικούς από φόβο και ζήλια θανάτωσε όλους τους στρατιωτικούς του. Παράλληλα, αμέλησε τον στόλο του και τις περιπολίες στον Δούναβη.

Εκείνη την περίοδο ήταν που άρχισε η διείσδυση ενός νέου λαού στην αυτοκρατορία, των Σλάβων. Μπαίνουν κατά μάζες στη Βαλκανική και δημιουργούν τις λεγόμενες «σκλαβηνίες», κάτι που θα είχε αποτραπεί αν ο αυτοκρατορικός στόλος ήλεγχε τα περάσματα του Δούναβη.

Εκτός των άλλων, η αμέλεια του Φωκά φέρνει τους Πέρσες και τον Χοσρόη ως την Κωνσταντινούπολη.

Η πτώση του Φωκά και η βασιλεία του Ηράκλειου

Ο Φωκάς έχει γίνει πλέον μισητός τόσο από τον στόλο όσο και από τους πολίτες· η κατάσταση έχει φτάσει στα άκρα και η αυτοκρατορία κινδυνεύει. Η λύση έρχεται από τον Καρχηδόνιο έξαρχο Ηράκλειο, ο οποίος στέλνει τον συνονόματο γιο του, μαζί με στόλο, εναντίον του Φωκά.

Εκείνος, νομίζοντας πως ο Ηράκλειος θα ερχόταν από ξηρά, αιφνιδιάζεται όταν ο στόλος εμφανίζεται στην Πόλη. Ως αποτέλεσμα, ο Φωκάς κατακρεουργείται από το πλήθος και ο Ηράκλειος παίρνει την εξουσία.

Η ζημιά που είχε προκαλέσει ο πρώην αυτοκράτορας ήταν τόσο μεγάλη που χρειάστηκαν δώδεκα χρόνια για να επανέλθουν το διαλυμένο κράτος, το ηθικό και ο στόλος.

Παράλληλα, οι Σλάβοι έχουν φτάσει στο σημείο να απειλούν την Θεσσαλονίκη, ενώ οι Πέρσες καταλαμβάνουν την Αντιόχεια και αργότερα, με τη βοήθεια των Εβραίων, την Ιερουσαλήμ. Ο Πέρσης στρατηγός Σάρβαρος πυρπολεί τον ναό του Αγίου Τάφου και παίρνει μαζί του τον Τίμιο Σταυρό, πράξη που ωθεί τον Ηράκλειο να κηρύξει ιερό πόλεμο.

Ο ιερός πόλεμος

Οι Πέρσες βρίσκονται έξω από την Κωνσταντινούπολη και ετοιμάζονται να μπουν στην πόλη. Ο Ηράκλειος καταστρώνει ένα σχέδιο και με τη βοήθεια του στόλου του προκαλεί αντιπερισπασμό. Ο αυτοκρατορικός στρατός μεταφέρεται στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου, στις πύλες της Βιθυνίας, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση στους Πέρσες ότι επρόκειτο να τους επιτεθούν από δύο διαφορετικά μέτωπα. Οι Πέρσες υποχωρούν και ο Ηράκλειος για πρώτη φορά φτάνει ως τα σύνορα της Περσίας.

Η πολιορκία της Πόλης

Το 626, ενώ ο Ηράκλειος ετοιμάζει τις δυνάμεις του για να διεισδύσει στο περσικό κράτος, η Κωνσταντινούπολη δέχεται επίθεση. Ο Χοσρόης Β΄ της Περσίας μαζί με τον χαγάνο (τίτλος παρόμοιος με του αυτοκράτορα) των Αβάρων πολιορκούν την Πόλη.

Ο Ηράκλειος, έχοντας εμπιστοσύνη στον πατριάρχη Σέργιο Α΄ και στον πατρίκιο (αξίωμα στο Βυζάντιο) Βώνο, αφήνει εκείνους να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, ενώ παράλληλα τους στέλνει περίπου 110.000 με 150.000 άνδρες για να υπερασπιστούν την Πόλη. Το μόνο που ζήτησε ήταν να επισκευαστούν τα τείχη άμεσα.

Οι Πέρσες καταφτάνουν στην όχθη απέναντι από την Πόλη. Ο χαγάνος απειλεί ότι κανείς στην Πόλη δεν θα επιβιώσει· ρίχνει τα σλαβικά μονόξυλα (είδος βάρκας) κοντά στη γέφυρα του Αγίου Καλλινίκου και στις 3 Αυγούστου ρίχνει τα υπόλοιπα στο Χαλές του Βοσπόρου. Ο αυτοκρατορικός στόλος πλέει προς τα εκεί για να τους σταματήσει. Τα σλαβικά μονόξυλα σπεύδουν για τη Χαλκηδόνα για να μεταφέρουν στην ευρωπαϊκή ακτή τους Πέρσες. Ο αυτοκρατορικός στόλος κατάφερε να εμποδίσει τα μονόξυλα να μεταφέρουν τους Πέρσες και επίσης απέτρεψε με επιτυχία την οποιαδήποτε επίθεση μέσω θαλάσσης.

Στις 6 Αυγούστου έγινε η μεγαλύτερη επίθεση προς την Κωνσταντινούπολη, όμως όχι όπως την είχε σχεδιάσει ο χαγάνος. Εκείνος είχε δώσει εντολή στα μονόξυλα να επιτεθούν όταν δουν συνθηματικές φωτιές στο ακραίο θαλάσσιο άκρο των τειχών, που θα άναβαν ως αντιπερισπασμός, ώστε οι Πέρσες να περάσουν ανενόχλητοι τον Βόσπορο. Ο Βώνος όμως είχε στείλει κατασκόπους που τον ενημέρωναν για την κάθε κίνηση του χαγάνου· έτσι άναψε ο ίδιος τις συνθηματικές φωτιές, με τον αυτοκρατορικό στόλο να περιμένει κρυμμένος, έτοιμος να επιτεθεί στα μονόξυλα. Ο στόλος των Σλάβων καταστράφηκε εντελώς. Επίσης, τα μονόξυλα που είχαν πάει στην Χαλκηδόνα βυθίστηκαν και τέλος η αβαρική επίθεση απέτυχε. Τις νίκες και τη σωτηρία της Πόλης την απέδωσαν στην Παναγία, ονομάζοντάς την Υπέρμαχο στρατηγό, με ύμνους να ψέλνονται προς τιμήν της.

Ο Ηράκλειος είχε αρκετές νίκες έκτοτε και το 629 έφερε πίσω στην Ιερουσαλήμ τον Τίμιο Σταυρό.

Βιβλιογραφία

  1. Σαράντος Ί. Καργάκος, Το βυζαντινό ναυτικό. Η επίδραση της θαλάσσιας ισχύος στην ακμή και την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, Αθήνα, Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ, 2007, σελ. 51-56

Ιωάννα της Φλάνδρας ή «Ιωάννα της φωτιάς»: Διεκδικώντας το δουκάτο της Βρετάνης

Η Ιωάννα της Φλάνδρας (1295-1374) ήταν κόρη του Λουδοβίκου Α΄, κόμη του Νεβέρ, και της Ιωάννας του Ρετέλ. Σε ηλικία 29 ετών παντρεύτηκε τον Ιωάννη, κόμη του Μονφόρ και ετεροθαλή αδελφό του Ιωάννη Γ΄, δούκα της Βρετάνης. Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Γ΄, ο οποίος πέθανε άτεκνος, όσοι είχαν δικαίωμα διαδοχής στον τίτλο ξεκίνησαν τις μεταξύ τους διαμάχες. Η Ιωάννα έμεινε γνωστή όχι μόνο μόνο για τη στήριξη που προσέφερε στον σύζυγο της εκείνη τη δύσκολη περίοδο, αλλά και για τη γενναιότητα, μαχητικότητα και αποφασιστικότητα που επέδειξε.

Η μάχη για τον τίτλο του δούκα της Βρετάνης

Δύο είναι αυτοί που διεκδίκησαν τον τίτλο, ο Ιωάννης του Μονφόρ και ο Κάρολος του Μπλουά, ανιψιός του Φιλίππου ΣΤ΄ της Γαλλίας . Το δικαίωμα διαδοχής του Καρόλου προερχόταν μέσα από τον γάμο του με την Ιωάννα του Παντιέβρ, ανιψιά του Ιωάννη Γ΄.

Ο βασιλιάς της Γαλλίας θέλοντας για προσωπικούς λόγους να πάρει τον τίτλο ο ανιψιό του, έπεισε τον Ιωάννη πως ήταν ασφαλές να έρθει ο ίδιος στη Γαλλία να διαπραγματευτεί μαζί του. Όμως δεν τήρησε τον λόγο του και όταν ο Ιωάννης έφτασε ο βασιλιάς τον φυλάκισε. Εδώ αρχίζει η ιστορία της συζύγου του, Ιωάννας.

Η πορεία της Ιωάννας 

Η Ιωάννα δεν έχασε χρόνο. Με τη φυλάκιση του συζύγου της ανακοίνωσε ότι το δικαίωμα για τον τίτλο του δούκα της Βρετάνης ανήκε στον γιο της, ο οποίος ήταν ακόμα βρέφος. Στη συνέχεια, επένδυσε στον στρατό της και όταν ήταν έτοιμος έσπευσε στη Ρεντόν, πόλη της Γαλλίας, και την κατέκτησε.

Με τον στρατό της συνέχισεγια την Ενμπόν, την περιοχή που ο Κάρολος είχε στήσει τις σκηνές του. Όταν είδε ότι στην πόλη είχαν μείνει λίγοι μόνο στρατιώτες, η Ιωάννα άδραξε την ευκαιρία για να επιτεθεί.

Κατά τη διάρκεια της μάχης η Ιωάννα δεν διοίκησε απλά τον στρατό της αλλά πολέμησε μαζί του.

Ο Κάρολος μπορεί να είχε την υποστήριξη της Γαλλίας, αλλά η Ιωάννα είχε αυτήν της Αγγλίας. Κατά τη διάρκεια της μάχης έστειλε ένα γράμμα στον Εδουάρδο Γ΄, βασιλιά της Αγγλίας, ζητώντας ενισχύσεις ώστε να τελειώσει τη μάχη μια καλή.

Η Ιωάννα είχε ήδη προκαλέσει πανικό στην Ενμπόν καίγοντας τα τρόφιμα της πόλης και καταστρέφοντας τις σκηνές, και έτσι κέρδισε το παρωνύμιο η «Ιωάννα της φωτιάς» (Jeanne la Flamme).

Όταν ο στρατός του Καρόλου συνειδητοποίησε τι συνέβαινε, ανέλαβε δράση και σταμάτησε τα στρατεύματα της Ιωάννας, μην επιτρέποντάς τους ούτε να υποχωρήσουν. Ο Επίσκοπος του Λεόν προσπάθησε να την μεταπείσει να παραδοθεί στον Κάρολο, αλλά εκείνη αρνήθηκε, διότι είχε εντοπίσει αγγλικά καράβια, τα οποία με διαταγή του βασιλιά έρχονταν σε αρωγή της. Ο Κάρολος αναγκάστηκε να αφήσει προσωρινά την πόλη.

Στη συνέχεια, η Ιωάννα μετέβη στην Αγγλία για να ζητήσει περισσότερες ενισχύσεις, αλλά κατά την επιστροφή της ισπανικά καράβια με εντολές του βασιλιά της Ισπανίας, συμμάχου του Καρόλου, της επιτέθηκαν. Παρόλο που η μάχη ήταν σκληρή η Ιωάννα, με τη βοήθεια του αγγλικού στρατού, επικράτησε.

Η Ιωάννα και τα στρατεύματα της έπλευσαν στη Βαν, μία παραθαλάσσια πόλη στη βορειοδυτική Γαλλία, την οποία κατέκτησαν. Αμέσως μετά, συνέχισαν επιτιθέμενοι στη πρωτεύουσα της Βρετάνης, τη Ρεν, την οποία πολιόρκησαν για αρκετά χρόνια, ώσπου κατέληξαν σε ανακωχή το 1343 και στη διαπραγμάτευση της απελευθέρωσης του συζύγου της από τους Γάλλους, ο οποίος όμως πέθανε δύο χρόνια αργότερα.

Η Αγγλία υποστήριζε πλήρως τη διαδοχή της Ιωάννας και του γιου της. Έτσι, όταν ο Κάρολος έκανε και πάλι προσπάθεια να κατακτήσει το δουκάτο της Βρετάνης της, αιχμαλωτίστηκε. Όμως ο πόλεμος συνεχίστηκε ως το 1364, που ο γιος της Ιωάννας ονομάστηκε επισήμως δούκας της Βρετάνης.

Ηλεκτρονικές πηγές

  1. Jeanne de Montfort, Joanna of Flanders «Jeanne la Flamme», 1295-1374, Order of Medieval Women,
  2. Dan Moorhouse, The Hundred Years War 1337-1453, Joanna of Flanders, 2021