Η καταστροφική πυρκαγιά στο συγκρότημα κατοικιών του Χονγκ Κονγκ αποκάλυψε την ευθραυστότητα του συστήματος στέγασης της περιοχής. Ο υπερπληθυσμός, τα αμελώς διαχειριζόμενα εργοτάξια και χιλιάδες ηλικιωμένοι και άλλες ευάλωτες ομάδες ζουν παγιδευμένοι σε πολυώροφα κτίρια που είναι δύσκολο να εκκενωθούν.
Στις 26 Νοεμβρίου 2025, μια φονική πυρκαγιά κατέστρεψε μεγάλο μέρος του συγκροτήματος υψηλών πολυκατοικιών Wang Fuk Court στην περιοχή Τάι Πο, στο βόρειο Χονγκ Κονγκ προκαλώντας τον θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων και αφήνοντας δεκάδες αγνοούμενους. Η καταστροφή ανέδειξε με δραματικό τρόπο τα προβλήματα του αστικού σχεδιασμού και της πολιτικής στέγασης στην πόλη. Οι συνθήκες μαζικής πυκνότητας κατοίκων, η χρήση εύφλεκτων υλικών κατά τις ανακαινίσεις, καθώς και η χρόνια υποτίμηση των πραγματικών αναγκών των πιο ευάλωτων κατοίκων, έχουν ρίξει φως σε μια κρίση, και κοινωνική και ανθρωπιστική, που μπορεί να πυροδοτήσει νέες εντάσεις.
Θεωρείται η χειρότερη τραγωδία που έχει πλήξει την πόλη μέχρι στιγμής και θα μπορούσε ακόμη και να αναγκάσει τη φιλοκινεζική τοπική κυβέρνηση να αναβάλει τις επερχόμενες εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τις 7 Δεκεμβρίου.
Το συγκρότημα Wang Fuk Court, το οποίο χτίστηκε το 1983, αποτελείται από οκτώ πολυώροφους πύργους και περίπου 2.000 διαμερίσματα, όπου ζούσαν περί τους 4.800 άνθρωποι.
Η πυρκαγιά ξεκίνησε το μεσημέρι της Τετάρτης, περίπου στις 14:51 τοπική ώρα, σε έναν από τους πύργους που τελούσε υπό ανακαίνιση και μέσα σε λίγα λεπτά εξαπλώθηκε και σε άλλους ορόφους. Σύμφωνα με αναφορές τύλιξε περίπου 32 ορόφους σε μόλις 5 λεπτά.
Μέχρι σήμερα, οι επίσημοι απολογισμοί δείχνουν τουλάχιστον 128 επιβεβαιωμένους νεκρούς και πάνω από 200 αγνοουμένους. Οι τραυματίες είναι δεκάδες, ανάμεσά τους και πυροσβέστες, ενώ εκατοντάδες κάτοικοι έχουν απομακρυνθεί και φιλοξενούνται σε πρόχειρα καταφύγια.
Οι έρευνες και οι αρχικές προκαταρκτικές ανακοινώσεις συγκλίνουν στο ότι η φωτιά φαίνεται να ξεκίνησε από τις σκαλωσιές που περιέβαλλαν τα κτίρια, κατασκευασμένες από μπαμπού και καλυμμένες με δίχτυ, στο πλαίσιο των εργασιών ανακαίνισης. Ο επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας του Χονγκ Κονγκ, Τζον Λι, δήλωσε ότι η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο επανεξέτασης της χρήσης αυτού του υλικού, προτείνοντας την πιθανή αντικατάστασή του με μεταλλικές κατασκευές. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν — δίχτυ, πλαστικές μεμβράνες, προστατευτικά πλέγματα και πιθανώς αφρώδη/πλαστικά πάνελ (π.χ πολυστυρένιο) — χαρακτηρίστηκαν από τις αρχές ως ‘εύφλεκτα’ και ‘ασυνήθιστα’ για κατοικίες, και κρίθηκαν βασικοί παράγοντες για την ταχεία εξάπλωση της φωτιάς.
Όπως δήλωσαν κλιμάκια διάσωσης και η τοπική κυβέρνηση, πολλά από τα συστήματα ασφαλείας —πυρανίχνευση, συναγερμοί — φαίνεται να μην λειτούργησαν ή να ήταν ανεπαρκή, γεγονός που πιθανώς επέτεινε τον αριθμό των θυμάτων.
Ήδη η αστυνομία προχώρησε σε συλλήψεις — διευθυντών και τεχνικών συμβούλων της εταιρείας που είχε αναλάβει τις ανακαινίσεις — απαγγέλοντας κατηγορίες για ανθρωποκτονία από αμέλεια έως και βαριά αμέλεια, που σχετίζονται με την κατασκευαστική εταιρεία που είναι υπεύθυνη για το έργο, τη Hong Yip Construction Engineering, η οποία έχει μακρά ιστορία κακοδιαχείρισης. Ο αρχηγός της πυροσβεστικής, Γέουνγκ Γιαν-κιν [Yeung Yan-kin], επιβεβαίωσε ότι η χρήση πάνελ πολυστυρενίου για τη σφράγιση παραθύρων, μια πρακτική που χαρακτήρισε «ασυνήθη», ήταν βασικός παράγων για την ταχεία εξάπλωση της φωτιάς, καθώς αυτά τα υλικά είναι εξαιρετικά εύφλεκτα. Οι κάτοικοι είχαν ήδη επικρίνει τη διαχείριση του έργου από τη Hong Yip για ζητήματα όπως τα πεταμένα αποτσίγαρα και η χρήση πάνελ, τα οποία είχαν ήδη τροφοδοτήσει φόβους για πυρκαγιά.
Η τραγωδία επαναφέρει στο προσκήνιο τις χρόνιες παθογένειες του συστήματος στέγασης στο Χονγκ Κονγκ. Υπερπληθυσμός, πολλοί ένοικοι σε μικρά διαμερίσματα, ανακαινίσεις με ελάχιστο κόστος, και άγνοια ή υποτίμηση θεμελιωδών προδιαγραφών ασφαλείας.
Η διαθεσιμότητα των κατοικιών είναι εξαιρετικά περιορισμένη και τα ενοίκια εξαιρετικά υψηλά. Πολλοί νέοι, για παράδειγμα, ζουν σε λεγόμενα σπίτια-φέρετρα, περίπου 8 τετραγωνικών μέτρων που δημιουργήθηκαν χωρίζοντας μεγαλύτερα διαμερίσματα. Οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με αναπηρία, ειδικότερα, δεν έχουν κανέναν τρόπο να ξεφύγουν υπό αυτές τις συνθήκες. Σχεδόν το 40% των κατοίκων του Wang Fuk Court είναι 65 ετών και άνω. Συχνά ζουν με αλλοδαπές οικιακές βοηθούς, οι οποίες βάσει νόμου πρέπει να διαμένουν με τους εργοδότες τους. Πολλές από αυτές τις αλλοδαπές γυναίκες εξακολουθούν να αγνοούνται, ενώ δύο Ινδονήσιες γυναίκες που φρόντιζαν ηλικιωμένες οικογένειες έχουν πεθάνει και δύο άλλες έχουν τραυματιστεί.
Η διάσταση της κοινωνικής κρίσης και της ευαλωτότητας
Αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη φωτιά ιδιαίτερα δραματική δεν είναι μόνο οι αριθμοί, είναι οι συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων, ηλικιωμένοι, άτομα με αναπηρίες, αλλοδαπές οικιακές βοηθοί, εργαζόμενοι χαμηλού εισοδήματος. Σε συγκροτήματα όπως το Wang Fuk Court που για δεκαετίες αποτέλεσαν φθηνή λύση στέγασης, η πυκνότητα, η φτώχεια και οι περιορισμένες εναλλακτικές είναι καθημερινή πραγματικότητα. Την ίδια ώρα, οι εργασίες βελτίωσης είναι συχνά πρόχειρες, υπό την πίεση του κόστους, με αποτέλεσμα η ασφάλεια να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα.
Η κυβέρνηση εδώ και χρόνια έχει ωθήσει σε πολιτικές που εγκλωβίζουν χιλιάδες κατοίκους σε διαμερίσματα ελάχιστης έκτασης (micro-units ή sub-divided flats), με ανεπαρκείς υποδομές και εξόδους κινδύνου, έναν συνδυασμό που, όπως κατέδειξε με τραγικό τρόπο η προσφατη πυρκαγιά, μπορεί να αποβεί θανατηφόρος.
Το Χονγκ Κονγκ προετοιμαζόταν για τις τοπικές εκλογές για το Νομοθετικό Συμβούλιο, οι οποίες είχαν προγραμματιστεί για τις 7 Δεκεμβρίου. Οι εκστρατείες που διεξήγαγε η κυβέρνηση για την ενθάρρυνση της συμμετοχής των ψηφοφόρων έχουν ανασταλεί, αλλά ο πρωθυπουργός Τζον Λι δεν έχει ακόμη αποφασίσει εάν θα τις αναβάλλει.
Πλέον, μετά την καταστροφή, η κοινωνική δυσαρέσκεια αναζωπυρώνεται όχι μόνο λόγω της άμεσης απώλειας, αλλά και γιατί οι κάτοικοι αισθάνονται ότι ζούσαν υπό καθεστώς διαρκούς ρίσκου, και δεν εκπλήσσονται που οι ελλείψεις ασφαλείας μετατράπηκαν σε μαζική τραγωδία. Το θέμα της στέγασης, ως ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όχι απλώς ως real estate, επανέρχεται.
Από τότε που το Πεκίνο επέβαλε τον νόμο περί εθνικής ασφάλειας το 2020, έχει δει μια αυξανόμενη επιδείνωση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η φιλοκινεζική τοπική αυτοδιοίκηση, αφού φίμωσε τις δημοκρατικές φωνές, ενέκρινε μόνο «πατριωτικούς» υποψηφίους και γέμισε την πόλη με φυλλάδια για να προωθήσει την ψηφοφορία και να αυξήσει την προσέλευση, η οποία στις τελευταίες εκλογές του 2021 ήταν μόλις 30%. Η πόλη περιμένει επίσης εδώ και μήνες την απόφαση που θα ολοκληρώσει τη δίκη του Τζίμμυ Λάι, του μεγιστάνα φιλοδημοκράτη που βρίσκεται φυλακισμένος εδώ και χρόνια παρά το γεγονός ότι είναι 78 ετών και πάσχει από διαβήτη.
Σε έναν τόπο με τεράστια οικονομική ανισότητα και έντονη πίεση, δεν αποκλείεται η καταστροφή να πυροδοτήσει νέα κοινωνικά κινήματα — κατοίκων, εργαζομένων, αλλοδαπών βοηθών, ηλικιωμένων — για ασφαλή στέγη, δικαίωμα στην αξιοπρεπή ζωή.