Του Jon Miltimore
Μετάφραση: Αλία Ζάε, 26 Μαΐου 2021
Ο «Άμλετ» του Σαίξπηρ θεωρείται από κάποιους το σπουδαιότερο έργο που έχει ποτέ γραφτεί.
Τα έχει όλα: φαντάσματα, ξιφομαχίες, αυτοκτονία, εκδίκηση, πάθος, φόνο, φιλοσοφία, πίστη, ίντριγκες και ένα κλιμακούμενο λουτρό αίματος αντάξιο των ταινιών του Ταραντίνο. Είναι ένα αριστούργημα υψηλής τέχνης και εντυπωσιακών στοιχείων ταυτόχρονα, η μοναδική παράσταση που έχω παρακολουθήσει στο θέατρο τρεις φορές.
Φυσικά, δεν αρέσει σε όλους ο «Άμλετ». Ένας από τους επικριτές του ήταν ο Ιωσήφ Στάλιν.
Η αντιπάθεια του Στάλιν για το έργο έχει γίνει σχεδόν μυθική, εν μέρει γιατί οι αιτίες της είναι απροσδιόριστες. Πολλά άρθρα και ακαδημαϊκές εργασίες έχουν γραφτεί προσπαθώντας να απαντήσουν στο ερώτημα γιατί μισούσε ο Στάλιν τον «Άμλετ».
Στην αυτογραφία του «Μαρτυρία», ο διάσημος Ρώσος συνθέτης Ντιμίτρι Σοστακόβιτς υπαινίσσεται ότι ο Στάλιν θεωρούσε το έργο υπερβολικά σκοτεινό και δυνητικά ανατρεπτικό.
«[Ο Στάλιν] απλώς δεν ήθελε να βλέπουν οι άνθρωποι έργα με πλοκή που τον δυσαρεστούσε» γράφει ο Σοστακόβιτς. «Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σκεφτεί το μυαλό κάποιων παρανοϊκών ανθρώπων».
Παρόλ’ αυτά, ο Στάλιν δεν απαγόρευσε το έργο. Μονάχα άφησε να διαφανεί η αποδοκιμασία του, κατά τη διάρκεια μιας πρόβας στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, που ήταν και το αγαπημένο του θέατρο.
«Γιατί πρέπει να παιχτεί ο «Άμλετ» στο Θέατρο Τέχνης;» ρώτησε ο Σοβιετικός ηγέτης.
Και αυτό ήταν όλο, λέει ο Σοστακόβιτς.
Όλοι έμαθαν για την ερώτηση που απηύθυνε ο Στάλιν στο Θέατρο Τέχνης και κανείς δεν ήθελε να το διακινδυνεύσει. Όλοι φοβούνταν», παρατηρεί ο Σοστακόβιτς. «Και ο «Άμλετ» δεν ανέβηκε στη σοβιετική σκηνή για πολλά χρόνια».
Πολιτισμική ακύρωση και φόβος
Ευτυχώς, ο «Άμλετ» είναι ασφαλής σε άλλες χώρες του κόσμου. Αλλά η «πολιτισμική ακύρωση» (cancel culture) έχει διώξει πολλά έργα τέχνης και στην εποχή μας – από τα βιβλία του «Dr. Seuss» («Δρ. Σους») και το «Όσα παίρνει ο άνεμος» μέχρι ταινίες της Ντίσνεϋ όπως ο «Πήτερ Παν» και ο «Ντάμπο».
Αυτά τα έργα δεν έχουν απαγορευτεί από την κρατική λογοκρισία – έχουν αποσυρθεί από τους παρόχους, από τα διαδικτυακά καταστήματα και από τους εκδότες με την αιτιολογία ότι δεν επιδεικνύουν ευαισθησία σε πολιτιστικά ή φυλετικά ζητήματα.
«Αυτά τα βιβλία παρουσιάζουν τους ανθρώπους με οδυνηρούς και λάθος τρόπους» δήλωσε η Dr. Seuss Enterprises στο Associated Press κατά την αναγγελία της παύσης της έκδοσης εκ μέρους της έξι βιβλίων της σειράς Dr. Seuss, συμπεριλαμβανομένων των «And to think that I saw it on Mulberry Street» και «If I ran the Zoo».
Το εάν όντως λείπει η πολιτισμική ευαισθησία από αυτά τα έργα είναι ένα υποκειμενικό ζήτημα, ακριβώς όπως και το εάν ο «Άμλετ» πράγματι υπονομεύει τα ήθη. Από την άλλη, υπάρχουν και αυτοί που δεν πιστεύουν ότι ο Δρ. Σους ακυρώνεται με κάποιον τρόπο.
«Μπορούμε να συζητήσουμε για το αν ήταν σωστή η απόφαση της εταιρείας, αλλά είναι σημαντικό να επισημάνουμε κάποια σημεία» έγραψε ο κριτικός κινηματογράφου Στήβεν Σίλβερ στο Philadelphia Inquirer. «Την απόφαση πήρε η εταιρεία που έχει τα δικαιώματα των βιβλίων και όχι η κυβέρνηση ούτε κάποιος ‘όχλος’ που άσκησε πίεση προς αυτή την κατεύθυνση».
Η διάκριση που κάνει ο Σίλβερ ανάμεσα στην αυτολογοκρισία και την κρατική λογοκρισία είναι σωστή. Αλλά η άποψη ότι δεν υπήρχε πίεση πίσω από την απόφαση της εταιρείας χρειάζεται να ερευνηθεί. Θα πούμε περισσότερα για αυτό λίγο παρακάτω.
Σε κάθε περίπτωση, παρά τις διαφορές ανάμεσα στην κρατική λογοκρισία και την αυτολογοκρισία, και οι δύο είναι επικίνδυνες, όπως είχε παρατηρήσει και ο Τζώρτζ Όργουελ:
«Προφανώς δεν είναι επιθυμητό να υπάρχει κάποιο τμήμα στην κυβέρνηση με δύναμη λογοκρισίας…Αλλά ο κυριότερος κίνδυνος για την ελευθερία της σκέψης και του λόγου αυτήν τη στιγμή δεν είναι η άμεση παρέμβαση [της κυβέρνησης] ή κάποιου επίσημου φορέα. Εάν οι εκδότες προσπαθούν να κρατήσουν κάποια θέματα εκτός κυκλοφορίας, αυτό δεν συμβαίνει επειδή φοβούνται την εισαγγελική αρχή αλλά επειδή φοβούνται τη γνώμη του κοινού. Σε αυτήν τη χώρα, η διανοητική δειλία είναι ο χειρότερος εχθρός του συγγραφέα ή δημοσιογράφου, και αυτό είναι ένα ζήτημα που κατά τη γνώμη μου δεν έχει λάβει την προσοχή που θα έπρεπε».
Αυτό που λέει ο Όργουελ είναι ότι ο φόβος της κοινής γνώμης μπορεί επίσης να οδηγήσει σε λογοκρισία.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα τους λόγους που οδήγησαν τους εκδότες να σταματήσουν να εκδίδουν κάποια από τα βιβλία του Δρ. Σους. Όπως επίσης δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι γιατί το Spotify «εξαφάνισε» αιφνιδίως 42 επεισόδια του Joe Rogan. Αλλά δεν είναι άτοπο να υποπτευθούμε ότι πίσω από την ακύρωση των σύγχρονων έργων κρύβεται η ίδια δύναμη που έδιωξε και τον «Άμλετ» από τη Σοβιετική Ένωση: ο φόβος.
Λογοκρισία: Είναι ο φόβος αποτελεσματικότερος από τις απαγορεύσεις;
Η ακύρωση του «Άμλετ» από τον Στάλιν έδειξε ότι οι κρατικές απαγορεύσεις δεν είναι το μόνο μέσον για την καταστολή της ελεύθερης έκφρασης, ούτε το πιο αποτελεσματικό. Όπως παρατήρησε ο Σοστακόβιτς, η ικανότητα του Στάλιν να ακυρώσει τον «Άμλετ» με μια απλή φράση ήταν μια επίδειξη δύναμης πολύ πιο εντυπωσιακή από οποιαδήποτε κρατική απαγόρευση. Δεν χρειάστηκε κάποιος νόμος ούτε επίσημη ανακοίνωση. Το μόνο που χρειάστηκε ήταν μια ερώτηση και ο φόβος, ένα συναίσθημα οικείο στους σύγχρονους Αμερικανούς.
Μια πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Cato έδειξε ραγδαία αύξηση της αυτολογοκρισίας στις ΗΠΑ, καθώς δύο στους τρεις Αμερικανούς λένε ότι φοβούνται να μοιραστούν δημοσίως τις ιδέες τους εξαιτίας του πολιτικού κλίματος, που κυριαρχείται όλο και περισσότερο από το νέο φαινόμενο του wokeism.
Αυτοί οι φόβοι δεν είναι ανυπόστατοι. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα Αμερικανών που απολύθηκαν, ντροπιάστηκαν και «ακυρώθηκαν» – εξουδετερώθηκαν – διότι βρέθηκαν στη λάθος πλευρά της νέας τάσης woke, της υποκριτικής δηλαδή κοινωνικής ευαισθησίας χρωματισμένης με αυταρέσκεια και αίσθημα ανωτερότητας απέναντι στους «όχι και τόσο ευαίσθητους». Αυτό το φαινόμενο παρακίνησε μια μεγάλη ομάδα κορυφαίων ακαδημαϊκών να συνυπογράψουν μια επιστολή προς το Harper’s Magazine, όπου καταδίκαζαν την έλλειψη ανεκτικότητας απέναντι στον πλουραλισμό των ιδεών.
«Συντάκτες απολύονται αν επιτρέψουν αμφιλεγόμενα άρθρα. Βιβλία αποσύρονται για λόγους υποτιθέμενης μη αυθεντικότητας. Δημοσιογράφοι έρχονται αντιμέτωποι με περιορισμούς και απαγορεύσεις στη θεματολογία των κειμένων τους. Ερευνώνται οι παραθέσεις από τη λογοτεχνία που αναφέρουν οι καθηγητές στην τάξη. Ένας ερευνητής απολύθηκε γιατί κυκλοφόρησε μια ακαδημαϊκή μελέτη επιμελημένη από τους συναδέλφους του. Και επικεφαλείς των οργανισμών απομακρύνονται από τις θέσεις τους απλώς και μόνο για κάποιους αδέξιους χειρισμούς», αναφέρει η επιστολή.
«Ήδη πληρώνουμε το τίμημα καθώς παρατηρείται αύξηση της προσπάθειας αποφυγής ρίσκων σε συγγραφείς, καλλιτέχνες και δημοσιογράφους, που φοβούνται μην χάσουν τη δουλειά τους αν αποκλίνουν από τη γενική άποψη, ή αν φανεί ότι συμφωνούν απλώς χλιαρά.»
Αυτό το κλίμα δεν περιορίζεται σε συγγραφείς και ακαδημαϊκούς που φοβούνται να εκφέρουν κάποιες ορισμένες απόψεις. Επεκτείνεται και σε εκτελεστικά συμβούλια και εταιρικές συσκέψεις, και πιέζει τους συμμετέχοντες που καλούνται να κρίνουν ποια τέχνη είναι αποδεκτή και ποιες απόψεις είναι κατάλληλες για να διαδοθούν στις διαδικτυακές πλατφόρμες.
Το να βρεθεί κανείς στη «λάθος» πλευρά μπορεί να καταστρέψει τη ζωή του. Είναι πιο απλό να συμφωνήσει για την απομάκρυνση της «βλαβερής» τέχνης ή να απολύσει τον υπάλληλο που προκάλεσε την μήνιν του όχλου του Twitter.
«Οι άνθρωποι φοβούνται να τους προκαλέσουν», είπε ο Ρόμπυ Σόουβ του Reason στον Τζον Στόσσελ πέρυσι σε μια συνέντευξη για την ακύρωση της κουλτούρας.
Όπως και στο «1984» του Όργουελ, έτσι και στην εποχή μας δεν χρειάζεται καν να εκφέρεις μια Λάθος-σκέψη για να καταδικαστείς γι’ αυτήν.
Ρωτήστε τον Δρα. Χάουαρντ Μπάουχνερ [Dr. Howard Bauchner], ο οποίος τον Μάρτιο απολύθηκε από τη θέση του ως αρχισυντάκτης του διακεκριμένου ιατρικού περιοδικού JAMA. Το έγκλημά του συνίστατο στο ότι, κατά τη διάρκεια μιας διαδικτυακής ραδιοφωνικής μετάδοσης τον προηγούμενο μήνα, ο βοηθός αρχισυντάκτη αμφισβήτησε την ύπαρξη του δομικού ρατσισμού (structural racism).
«Ο όρος ‘δομικός ρατσιμός’ είναι αρκετά ατυχής», είχε πει ο Δρ. Έντουαρντ Χ. Λίβινγκστον, λευκός. «Προσωπικά πιστεύω ότι τα πράγματα θα ήταν καλύτερα αν σταματούσαμε να συζητάμε για τον ρατσισμό».
«Όλοι φοβούνταν»
Στη σημερινή Αμερική, δεν κινδυνεύει κάποιος να πτωχεύσει επειδή αρνήθηκε να υποκύψει στις πιέσεις και να λογοκρίνει την τέχνη. Αυτό όμως δεν ίσχυε στη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν.
Ωστόσο, υπάρχει ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα σε αυτές τις δύο διαφορετικές εποχές και κοινωνίες: ο φόβος.
«Όλοι φοβούνταν», λέει ο Σοστακόβιτς.
Το ίδιο ισχύει για όσους αποδέχονται την πολιτισμική ακύρωση στην εποχή μας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τα έργα του Δρος Σους δείχνουν ή όχι πολιτισμική ευαισθησία, ούτε ότι ο «Άμλετ» περιέχει ή όχι επιβλαβείς ή υπονομευτικές ιδέες.
Σημαίνει απλώς ότι πίσω από την εξαφάνιση της τέχνης και την καταστολή της ελεύθερης έκφρασης κρύβεται ο φόβος. Και αυτός είναι ένας καλός λόγος για να αντισταθούμε σε παρόμοιες προσπάθειες.
Ο Τζόναθαν Μίλτιμορ είναι επιβλέπων συντάκτης του FEE.org. Για τα κείμενά του έχουν γραφτεί άρθρα στa περιοδικά TIME και Forbes, στη Wall Street Journal, στη Star Tribune, αλλά και έχουν απασχολήσει κανάλια όπως το CNN και το Fox News. Γράφει για τα Newsweek, The Washington Times, MSN.com, The Washington Examiner, The Daily Caller, The Federalist, the Epoch Times.
Το παρόν δημοσιεύθηκε αρχικά στο FEE.org.
Ακολουθήστε μας στο Telegram @epochtimesgreece
Ακολουθήστε μας στο Facebook @epochtimesgreece
Ακολουθήστε μας στο SafeChat @epochtimesgreece